Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Γιάννης Κοντός, Ο δικός μου Οδυσσέας Ελύτης

Στις 18 Μαρτίου του 1996 έφυγε από τη ζωή ο Οδυσσέας Ελύτης. 
Ψάχνοντας σε ράφια και συρτάρια υλικό για ένα μικρό αφιέρωμα βρήκα μια ειδική έκδοση  του περιοδικού Αντί αφιερωμένη στον ποιητή.Είναι το τεύχος 492 της περιόδου Απριλίου - Μαΐου 1992. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα άρθρα ξεχωρίζω έναν μονόλογο με τίτλο Ο δικός μου Οδυσσέας Ελύτης. Είναι του πρόσφατα χαμένου ποιητή Γιάννη Κοντού:
" Μόνος στα δεκαεννιά μου χρόνια πήγα στον " Ίκαρο" και αγόρασα τις " Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό". Τραβήχτηκαν τα νερά και είδα τα ελληνικά να αχνίζουν σε ερημικές παραλίες. Έκλαιγα και δεν ήξερα πού βάδιζα. Τα βράδια στο στενό κρεβάτι μου, ξάγρυπνος κοιτούσα στο βάθος να λάμπει το ποίημα. Στην αρχή κρατούσα το λυρισμό, δεν έβλεπα πιο μέσα, δεν μπορούσα. Αγαπούσα και ήρθαν κορίτσια με τη μουσική. Το μαύρο πίσω από τη σελήνη δεν το έβλεπα, έπιανα όμως μέταλλο τα απογεύματα, με τα ποιήματά σου, να με τυραννάνε και να θέλω να πάω σε δάσος να κρυφτώ. Τότε ήτανε που τα λιοντάρια μού γλείφανε τον ουρανό για να βρέξει και έβρεχε και έπαιρνε το σπίτι μου και πήγαινε στη θάλασσα και στον κόσμο. Πέφτανε πορτοκάλια και ρολόγια από τα δέντρα και εκείνο το :" Κει που με μιάς τους έριξε το ασάλευτο" και το άλλο: " Το' να χέρι μπρος, έλεγες, πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον" και το χέρι μου ετοιμαζότανε να πιάσει χώμα, να γράψει. Όμως ήξερα λίγα. Με έμαθες γραμματική, συντακτικό, χρώματα, πετρώματα, κόμματα και τελείες. Αλεπάλληλες νύχτες να ακούω θορύβους και τις μυρωδιές των λέξεών σου, στους " Προσανατολισμούς" και στον " Ήλιο τον πρώτο". Λέξεις τσακμακόπετρες και η θάλασσα να είναι η ίσκα. Πολλά σώματα και φιλιά αντέγραψα από σένα και γίνανε οι δικοί μου πραγματικότητα.
Θυμάμαι πόσο δυνατά φώναζα στην αγορά κάθε μεσημέρι
" Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
όλα τα δάχτυλα
Σιωπή"
δεν άκουγε κανείς τίποτα. Άκουγα όμως εγώ και βάθαινε το πηγάδι μέσα μου και άρχιζε να αναβλύζει νερό και ουρανό. Έπινα χωρίς σταματημό και πίνω μέχρι σήμερα. Και μόνο γι' αυτό το πηγάδι πρέπει να σε μνημονεύω κάθε μέρα στο φαγητό μου. Περάσανε τα χρόνια, τα σύννεφα και οι Ελλάδες, μεγάλωσα κι άρχιζα να σε παρακολουθώ. Εσύ δεν με έβλεπες. Περνούσα κάτω από το σπίτι σου , στεκόμουνα στην γωνία, κοιτούσα, ξεχνούσα τα δικά μου ραντεβού. 
Μιλούσα και το μάτι μου κοιτούσε στο βάθος εσένα. Η ποίηση με είχε πάρει σε επικίνδυνα μέρη, βραχώδη, ισορροπούσα σε λίγα εκατοστά γης. Μια φορά σε είδα να στρίβεις τη γωνία Σκουφά και Αμερικής και έμεινα να κοιτάζω τον αέρα και το ανάγλυφο ποίημα " Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου". Αυτό το ποίημα το διάβασα μαζί με φίλους πολλές φορές στο ραδιόφωνο στις 29 Μαΐου στην Επέτειο της Αλώσεως. Ήξερα ότι χρόνια μετρούσες τα χρώματα και το φως στις αρχαίες τοιχογραφίες της Σαντορίνης , της Κρήτης. Ήξερα ότι ο Πρίγκηπας των Κρίνων έβγαινε από τη φθορά στην Κνωσσό και μιλούσατε με τις ώρες. Άλλη φορά, τη Μεγάλη Παρασκευή, σε είδα στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη μόνο, με τη λαμπάδα σου και κάτω εκεί που πατούσες στο πεζοδρόμιο να πετάγεται χόρτο, γιατί ήτανε Απρίλιος και η Άνοιξη έσπαγε την πέτρα. Μετά από χρόνια έγραψες " Το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" και σκόρπια στο μυαλό μου ποιήματα και στίχοι:  " Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο" ή " Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια και εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στον Απρίλιο" ή " Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι σα να' ταν αιώνιοι".
Εκείνη η φωτογραφία με τα γένια στον πόλεμο και το "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας", μνήμες και αρυτίδωτη ησυχία πριν τον πόλεμο.
Η γενιά του ' 30 είναι μέσα στους δασκάλους μου. Το περίεργο όμως, και το αντίθετο στο χρόνο είναι ότι εσένα δε σε είδα ποτέ σαν δάσκαλο, αλλά σαν συνομήλικό μου που υπήρχες κάπου και μεγαλώναμε μαζί. Λένε ότι οι ποιητές δεν έχουν ηλικία. Αλλά εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο διαρκές της γλώσσας και της φυλής. Όπως στο ποίημα " Μικρή πράσινη θάλασσα" :
" Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα' θελα να σε υιοθετήσω
να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο"
και παρακάτω...
" Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να σε βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου".
Τα δάκτυλα σου πατάνε τα πλήκτρα και ακούγοντα: τα κόκκινα, οι ώχρες, τα μπλε, τα φρέσκο σε μεγάλες επιφάνειες, τα βιολετί, τα λευκά. Το κάθε γράμμα με τη θερμότητα και τον αέρα που πρέπει, όπως στο στίχο: " τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας" . Η φύση σε ξέρει και την ξέρεις και όπως αντιστρέφεται ο δίσκος του ήλιου φέρνει το μαύρο πάνω μας " άσε τους κριτικούς να μιλάνε μόνο για το φως, τη θάλασσα και άλλα που εισέπραξαν λάθος". 
Τα ποιήματά σου στο Μικρό Ναυτίλο, εκείνο το
 " Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. 
Ξόδεψα
πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. 
Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς,
 να ακριβολογώ μες στα μυστήρια .
Μία γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη
κι άλλο πράγμα ο έρωτας`
άλλο η επιθυμία κι άλλο η
λαχτάρα`
άλλο η πίκρα κι άλλο το μαράζι`
άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά".
Και τα ανοιχτά χαρτιά, πυκνός λόγος κρυφά μονοπάτια, κολάζ ψυχής, ματιά, βίος σωμάτων και η ποίηση πλατυτέρα και καθημερινή δουλειά χειρωνακτική. Τα μικρά και τα μεγάλα του κόσμου, συνέχεια ζωής, έρωτα και γλώσσα ελληνική.
Στα Ετεροθαλή και το ποίημα που ήξερα απ' έξω:
" Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα"
και παρακάτω...
" Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αρμαϊκή του απόκοσμου:
-Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου' μελλε  να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά"
Και από το Φωτόδεντρο μέσα στο σπίτι μου να ακούω συνέχεια: 
" Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεκτικά πουλήθηκα
"Διέξ το μύρτον" που θα 'λεγε  κι ο Αρχίλοχος". Και άλλα και άλλα και στίχοι και φτερά και βιβλία και τον ώμο σου στο μισοσκόταδο και να κερδίζω πιθαμή την πιθαμή την πραγματικότητα, τη φράση, την πατρίδα μου. Στο τελευταίο σου βιβλίο, εκείνο το Υστερόγραφο των Σαββάτων:
" Σσσς...πια τίποτε` τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε κανένα φωτισμένο από το πίσω
μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα που η Μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται".
Θα μπορούσα να μιλάω μέρες, νύχτες και χρόνια για τα ποιήματά σου και να σημειώνω εκατοντάδες παραθέματα που με συντροφεύουν στη ζωή μου, αλλά σταματάω εδώ και πάω κοντά στη χόβολη με λέξεις, πέτρες και εικόνες για να ζεσταθώ και εγώ με άλλους και δεν ξεχνώ: όπου με βρίσκει το κακό όπου και να θολώνει ο νους μου, θα μνημονεύω το όνομά σου.
                                                                                              Φεβρουάριος΄92







Δεν υπάρχουν σχόλια :