Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Έλλη Αλεξίου …μια βασιλική δρυς

Eπιμέλεια ofisofi //atexnos


Η Έλλη Αλεξίου  γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η ζωή της συνδέθηκε με την εκπαίδευση , την παιδεία, τη λογοτεχνία  και τους αγώνες . Διώχθηκε για τις ιδέες της και την σταθερή προσήλωσή της στις σοσιαλιστικές ιδέες μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ.
Δεν  ήταν  εκπαιδευτικός, ήταν ΔΑΣΚΑΛΑ. 
Η Έλλη Αλεξίου  έγραψε ένα χρονικό της εκπαίδευσης  με τον τιμητικό για τους εκπαιδευτικούς  τίτλο « Βασιλική Δρυς».

« …Αναμετρώντας τώρα την αλυσίδα των προσπαθειών , αγκαλιάζοντας με το μάτι το τεράστιο πεδίο της μάχης τους το στρωμένο με τα κορμιά τους, το ποτισμένο με το αίμα τους, το γεμάτο πληγές και βογγητά…λέω πως η « Βασιλική Δρυς», η « σιδερόκορμη» και « ουρανόφταστη» και « στην καρδιά της γης ριζοδεμένη», που τη λέει και ο Δροσίνης, δε θα προσβληθεί που δώσαμε τ’ όνομά της στους εκπαιδευτικούς…Αν αυτή γνώριζε τις θύελλες και τις καταιγίδες των δασκάλων , αν είχε δεχτεί στο κεφάλι της τ’ αστροπελέκια που δέχτηκαν και δέχουνται αυτοί, δε θα τα’ βγαζε πέρα τόσο παλιακρίσια, όπως εκείνοι»
 
Το βιβλίο αυτό άρχισε να το γράφει στο Βουκουρέστι  το 1961 με στόχο να διασώσει « πολύτιμα περιστατικά, σχετικά με την ελληνική εκπαίδευση και τη δράση των εκπαιδευτικών» . Κυρίως ήθελε να γράψει την ιστορία και την δράση των εκπαιδευτικών στο προοδευτικό κίνημα.
Το Μάη του 1948 ιδρύεται από την ΚΕ του ΚΚΕ  η Επιτροπή Βοήθειας στο παιδί (ΕΒΟΠ)  με πρόεδρο τον Πέτρο Κόκκαλη . Μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου η  Επιτροπή αυτή ανέλαβε την ευθύνη για τη μεταφορά , εγκατάσταση και οργάνωση της ζωής των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες . Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής σημαντική θέση κατείχε η Έλλη Αλεξίου, η οποία με στερημένη την ελληνική ιθαγένεια αυτοεξορίζεται στη Ρουμανία και συμμετείχε  ενεργά στην εκπαίδευση των παιδιών και στην επιμόρφωση των δασκάλων τους.
Το ιστορικό αυτών των προσπαθειών το διασώζει η Έλλη Αλεξίου στη Βασιλική Δρυ.

 « …Τον καιρό του εμφυλίου πολέμου 1946 – 1949, κι αργότερα, που τα κυνηγητά των ανθρώπων της Αντίστασης γενικεύτηκαν και γίνηκαν τακτική της δοσίλογης δεξιάς, τότε, μαζί με τον άλλο κόσμο, πέρασαν τα σύνορα μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών. Τότε ακόμη στην αρχή κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο η παρουσία τους θα αποδειχνότανε απαραίτητη και πολύτιμη. Κοντά με τους μεγάλους , πέρασαν τα σύνορα χιλιάδες και χιλιάδες παιδιά. Τα χωριά των συνόρων είχαν καεί. Ρημαχτεί. Όλη η βόρεια Ελλάδα άδειασε, ερημώθηκε. Έφευγε ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Έφευγαν και τα παιδιά` έφευγαν και οι γέροι. Αυτό το ομαδικό φευγιό, οι διάφορες κυβερνήσεις το ονόμασαν « παιδομάζωμα»… Κι εγώ έλεγα, γιατί το ονόμασαν «παιδομάζωμα»  και δεν το ονόμασαν «γεροντομάζωμα»; Οι γέροι ήταν το μεγάλο δράμα. Τι να τους κάμεις…Αυτοί περνούσαν τα σύνορα, για να γλιτώσουν βέβαια το θανατικό, όπως και όλοι οι άλλοι, μα φτάνοντας στις γειτονικές χώρες δεν μπορούσαν σε τίποτε να βοηθήσουν. Δίνανε μόνο βάρος. Να τους ντύσεις, να τους ταΐσεις, να τους περιθάλψεις….Μα για τους γέρους λόγο δεν κάνουν. Αναφέρουν μόνο τα παιδιά, για να δώσουν στο φευγιό των παιδιών αντεθνικό περιεχόμενο. Πως τα παίρνανε τάχαμου οι αντάρτες , για να τα «κάμουν Σλαύους»…άλλη έγνοια δεν είχαν…Οι αντάρτες  δεν είχαν μια φέτα ψωμί κι ένα ρούχο να ρίξουν επάνω τους, και τα παιδιά θα παίρνανε…κι αυτοί πήγαιναν τότε στην αρχή στο άγνωστο κι ούτε μπορούσαν να προβλέψουν τα επακόλουθα.
Τα παιδιά που είχαν σχολική ηλικία ξεπερνούσαν τις 30000. Μα ήσαν και παιδιά μεγάλα, δεκαπέντε και δεκαέξι και δεκαοχτώ χρονών, τελείως αγράμματα, που έπρεπε να αποκτήσουν τις απαραίτητες βάσεις, τα απαραίτητα προσόντα, που δίχως αυτά δεν τα δέχονταν ούτε για ανειδίκευτους εργάτες στα εργοστάσια. Ο νόμος στις Λαϊκές Δημοκρατίες απαιτεί για όλο τον πληθυσμό το χαρτί τουλάχιστο του Δημοτικού. Έπρεπε λοιπόν απαραιτήτως να μορφωθούν τα παιδιά κι έπρεπε απαραιτήτως να βρεθούνε δασκάλοι. Κι ήσαν , τόσο οι δασκάλοι όσο και τα παιδιά, αλλόκοτοι. Από τους πολύχρονους σκληρούς αγώνες είχαν σχεδόν αλλάξει όψη και υπόσταση. Εξαντλημένοι από τις κακουχίες, τραυματίες με σοβαρά κι απανωτά τραύματα, άντρες και γυναίκες, ή γέροι, στην ηλικία της σύνταξης…μα άφησαν κατά μέρος και τα τραύματα και τα γερατιά και στάθηκαν  δίπλα στα παιδιά. Που κι αυτά δεν ήσαν τα παιδιά που ξέραμε. Μεινεμένα αγράμματα, από τον καιρό του κατακτητή, είχαν γίνει βοσκάκια στους λόγγους. Άλλα είχαν χάσει τους γονιούς τους στον πόλεμο , άλλων παιδιών οι γονείς είχαν απομείνει στην πατρίδα, οι γονείς που ήσαν μαχητές, δεν μπορούσες να ξέρεις πού βρίσκονταν…με το τέλος του ένοπλου αγώνα, άλλοι τράβηξαν δώθε κι άλλοι κείθε. Τα παιδιά στην ολόπρωτη αρχή δεν είχαν μόνο ανάγκη εκπαίδευσης , μα γενικότερης περίθαλψης. Έτσι τα σκολειά της πρώτης περιόδου ήσαν καθαυτό πολυμελείς οικογένειες. Και οι εκπατρισμένοι εκπαιδευτικοί, αν και πάμπολλοι, πέφτανε λίγοι. Δεν επαρκούσαν ούτε για τον τόσο αριθμό των παιδιών, ούτε για τις τόσες ανάγκες. Η δουλιά μέσα σ’ αυτές τις πολυμελείς οικογένειες ήταν βαρειά και πολύπλευρη.
 Από βιβλία δεν υπήρχε απολύτως τίποτε. Ούτε και τα στοιχειώδη υλικά. Η εκπαίδευση των παιδιών οργανώθηκε από το μηδέν και επί άλλων εντελώς βάσεων. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός λειτούργησε πάνω σε καινούργιες αρχές. Μα αν ήταν να ανατυπώσουμε τα αναγνωστικά λόγου χάρη της Ελλάδας, το πράμα θα ήτανε εύκολο και απλό. Μα αυτό δεν μπορούσε να γίνει με κανέναν τρόπο. Δεν μπορούσαν να μεταφερθούν εδώ ούτε οι παπαδίστικοι τύποι, η θρησκευτική εκμετάλλευση  και οι ποικίλες δεισιδαιμονίες…ούτε η εσκεμμένη αποσιώπηση των λαϊκών αγώνων κατά των ανθρωποφάγων χιτλερικών, ούτε η προβολή του «αμερικάνικου ενδιαφέροντος» (…)
Και πού ήσαν οι ελληνικοί γεωργικοί χάρτες, πού οι γεωγραφίες, πού οι γραμματικές, τα εξωσχολικά βιβλία, το νηπιακό υλικό, τα παιδικά περιοδικά, οι παιδικές εκπομπές για τα ράδια, λείπανε τα υλικά της χειροτεχνίας για τόσο μεγάλο αριθμό παιδιών: καρτόνια, χρώματα, εταμίν, ψαλίδια, κόλλες, χάντρες…Και οι ίδιες οι χώρες που μας φιλοξενούσαν δεν είχαν ακόμη αποκτήσει επάρκεια για τις δικές τους ανάγκες. Του πολέμου οι πληγές δεν είχαν επουλωθεί(…)
Έπρεπε λοιπόν να συντάξουμε βιβλία από την αρχή. Αλλά μήπως και η εξεύρεση προοδευτικών κειμένων των καλών συγγραφέων μας ήταν εύκολο έργο; Οι προοδευτικοί μας συγγραφείς, και οι επιστήμονες και οι ιστορικοί αντιμετώπιζαν ανέκαθεν την μήνι του κράτους. Στη χώρα μας επιπλέουν και στον πνευματικό τομέα οι συντηρητικοί, οι αντιδραστικοί, οι κάθε φορά φίλοι των κρατούντων…αυτοί προβάλλονται, υποστηρίζονται, βραβεύονται, εκδίδονται…Τους προοδευτικούς συγγραφείς δεν θα τους βρεις ούτε στα κρατικά αναγνωστικά ούτε στα κρατικά «Νεοελληνικά Αναγνώσματα»…μα ούτε και στις εγκυκλοπαίδειες, τις ανθολογίες, ακόμη και στις Ιστορίες της λογοτεχνίας , ή δεν υπάρχουν καθόλου ή αναγράφονται με σύντομα σημειώματα(..)
Τι να πρωτοκάμεις κι από πού ν’ αρχίσεις…Όμως όλα γίνανε και γίνανε καλά, γιατί όλους μάς θέρμαινε η αγάπη. Σήμερα, 13 Ιούνη του 1962, εύκολο είναι να αραδιάσεις μπροστά σου τις εκδόσεις και να τις καταγράψεις(…)
Γιατί πολύς θόρυβος γίνηκε και κακοήθης συκοφαντικός σάλος σηκώθηκε γύρω από τον εκπατρισμό μας. Και κυρίως γύρω από τα εκπατρισμένα παιδιά. Αποβλέπαμε , λέει, στον εκσλαυϊσμό τους…Η αλήθεια είναι πως μοχθήσαμε υπεράνθρωπα για να τα κρατήσουμε πιστά στις παραδόσεις μας, στην ιστορία μας, στη γλώσσα. Και το καταφέραμε. Δυστυχώς το επίσημο κράτος δε φέρθηκε σαν κι εμάς. Αδιαφόρησε. Δεν επέτρεψε , κι μέχρι σήμερο, τον επαναπατρισμό τους, με αποτέλεσμα  να βρίσκουνται χιλιάδες ελληνικός πληθυσμός  για πάντα χαμένος για την πατρίδα (…)
Όπως φανερώνει ο όγκος των βιβλίων, για τη σύνταξη  τους, την επιμέλεια, τη θεώρηση εργάστηκαν εντατικά ένας αριθμός εκπαιδευτικών, που, ανάλαβαν το βαρύ αυτό έργο με ευσυνειδησία και αγάπη. Όλους τους θέρμαινε η συναίσθηση του χρέους, που είχαν απέναντι σ’ ένα μεγάλο αριθμό κατατρεγμένων και εκπατρισμένων ελληνόπουλων, να τα εφοδιάσουν με το απαραίτητο διδακτικό υλικό. Και εργάστηκαν για τα βιβλία αυτά και ανταποκρίθηκαν στο ακέραιο, μέσα στα πλαίσια της καθημερινής δουλιάς τους, χωρίς φυσικά ιδιαίτερη αμοιβή και εντελώς ανώνυμα(…)
Μορφώθηκαν οι χιλιάδες τα παιδιά κείνης της πρώτης εσοδείας. Οι φοβερές δυσκολίες του πρώτου καιρού ξεπεράστηκαν : Να’ ναι ένας μεγάλος αριθμός παιδιών με λογιών λογιών αρρώστιες…Η χειρότερη τα τραχώματα…Πολλά προφυματικά. Πολλά με ρευματισμούς και καρδιοπάθειες…Οι προσπάθειες στρέφονταν  προς πολλές κατευθύνσεις. Να μην ξέρουν την γλώσσα της χώρας και να πρέπει να φοιτήσουν σε ανώτερες σχολές…Να υπάρχουν νεολαίοι 14 και 16 και 18 χρονώ!  Να μην μπορούν να δουλέψουν μήτε στα εργοστάσια, γιατί δεν ήξεραν γράμματα…Ιδιαίτερα ολωσδιόλου μέτρα πάρθηκαν γι’ αυτούς τους μεγάλους. Για να μπορέσουν να πηδήξουν τις τάξεις…Σήμερο και το έργο της εκπαίδευσης τραβάει απρόσκοπτα το δρόμο του. Δυσκολίες δεν αντιμετωπίζει. Φτάνει να’ χουν όρεξη τα παιδιά, και στο χέρι τους είναι να γίνουν ό,τι θέλουν. Και γίνονται. Ούτε ξέρω πόσους έχομε βγάλει καθηγητές σε ινστιτούτα. Διευθυντές βιβλιοθηκών. Χημικούς, γεωπόνους, γιατρούς, μηχανικούς, ερευνητές σε επιστημονικά κέντρα(…)
Ανέβαινε η στάθμη των παιδιών, ανέβαινε και των δασκάλων. Έπαψαν να’ ναι τα δασκαλάκια των επαρχιών, να σου λένε τον Θεοτοκά Θεοτοκόπουλο, και τι είναι η Μυρτιώτισσα, κι αν ζει… Ξεσκόλισαν τα τελευταία παιδαγωγικά συστήματα. Τη λειτουργία των μαθητικών οργανώσεων. Τη γλώσσα της χώρας και πολλοί, κοντά σ’ αυτή τη γλώσσα, μάθανε και τα ρούσικα. Πήγανε στην όπερα και στο θέατρο. Στο μπαλέτο και στη συμφωνική…Τα παιδιά τους σήμερο καλλιεργούν στις ειδικές σχολές τα ταλέντα τους…Σου συζητούν και σου κρίνουν την ποιότητα των έργων του Σολόχωφ και του Κότσετοφ…Σου λένε με τον πιο φυσικό τρόπο…ναι, ανήκω στο λογοτεχνικό κύκλο…ή στον κύκλο της σύνταξης των αναγνωστικών…Όπως ζητά το πεινασμένο στομάχι το φαΐ, ζητά και το πεινασμένο μυαλό. Ταΐζεις το κορμί, θρέφεται και αποδίδει. Ταΐζεις και το μυαλό; Αποδίδει και κείνο(…)
Πέρασαν οι παραπάνω τα σύνορα, γιατί το μπόρεσαν. Τους βόλευε το γειτόνεμά τους με τις σοσιαλιστικές χώρες. Οι χιλιάδες που κλείστηκαν στην Πλαστηρική, στην Παπαγική, στην Καραμανλική παγάνα τράβηξαν, κι ακόμη τραβούν, τα πάθη του ήλιου και του λιναριού…Πείνασαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, και το χειρότερο εξευτελίστηκαν…»

alexiou2 
Τα αποσπάσματα περιέχονται στο δεύτερο τόμο του βιβλίου της Έλλης Αλεξίου Βασιλική Δρυς, Το χρονικό της Εκπαίδευσης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983

Δεν υπάρχουν σχόλια :