Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας περιπαθής του ενστίκτου

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1899.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1963 ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης έδωσε διάλεξη στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με την ευκαιρία της διδασκαλίας του "Ματωμένου Γάμου" του Λόρκα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας. Εκδόθηκε σε ένα μικρό βιβλίο στη Θεσσαλονίκη το 1964.


ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΘΗΣ ΤΟΥ ΕΝΣΤΙΚΤΟΥ

Μόνο το μυστήριο μάς κάνει 
να ζήσουμε. Μόνο το μυστήριο.
F.G.L.
Σε μιαν εποχή όπου οι περισσότεροι ποιητές γράφουν χωρίς να είναι προικισμένοι με το χάρισμα να τραγουδούν και η ιλιγγιώδης τεχνική ενός κολοσσιαίου βιομηχανικού πολιτισμού απλώνει την αδυσώπητη σκιά της ακόμη και πάνω στην τέχνη, με συνέπεια την επικράτηση ενός στείρου εγκεφαλισμού, νιώθουμε μιαν υπέρτατη αγαλλίαση όταν ξανακούμε τους μελωδικούς ήχους μιας λύρας. Γιατί, όπως είπε ο Μπωντελαίρ, " η λύρα εκφράζει πραγματικά αυτή τη σχεδόν υπερφυσική κατάσταση, αυτή την ένταση της ζωής όπου η ψυχή τραγουδά, όπου αναγκάζεται να τραγουδήσει όπως το δέντρο, το πουλί και η θάλασσα".
Ο Φ.Γ. Λόρκα είναι ακριβώς μια ζωντανή επίκληση της λύρας, ένας ποιητής που γράφει όπως το πουλί τραγουδά, όπως ο άνθρωπος ανασαίνει, ένας αοιδός με την πανάρχαιη σημασία της λέξης, που τα ίχνη της καταγωγής του χάνονται στους ομηρικούς χρόνους, ένας σύγχρονος βέβαια αοιδός που, αφού άντλησε από τους θησαυρούς του ισπανικού λαϊκού τραγουδιού, αυτού του cante jondo, του πλημμυρισμένου από το ακόρεστο πάθος και τις εκθαμβωτικές λάμψεις της Ανδαλουσίας, άνοιξε τις ίδιες  τις φλέβες  του για να ποτίσει με το φλογερό αίμα του όλο το υφάδι του νεώτερου ποιητικού λόγου. Είναι ακόμα "μια φυσική άστραπή, μια ενέργεια σε αέναη κίνηση", όπως τον χαρακτήρισε ο Πάμπλο Νερούντα, ένας ορμητικός χυμός που ξεχειλίζει μέσα από τα αδιαπέραστα  φυλλώματα ενός παρθένου δάσους, άλλοτε θυμίζοντας το χαρούμενο κελάρισμα μιας πηγής και άλλοτε τον ψίθυρο μιας εφιαλτικής αγωνίας, μια φύση γεννημένη να εκφράσει τις πιο ζωηρές αντιθέσεις, τη φωτιά και την έξαρση της ζωής, αλλά και το μυστήριο και το ρίγος του θανάτου, έτοιμη να συντρίψει  το σώμα όταν αυτό δεν είναι παρά "ένα σκεπτόμενο σχήμα" και να εγκαθιδρύσει μια θρησκεία της γης, τη "βασιλεία του σταχυού".
Σπάνια μπορούμε να συναντήσουμε έναν άλλο ποιητή που να βρίσκεται τόσο ριζωμένος στη γενέθλια γη του ( θυμούμαι τώρα επίσης τις δικές μας σχετικά ανάλογες περιπτώσεις του Σολωμού και του Σικελιανού) και σπάνια ένα ποιητικό έργο μπόρεσε να αποτελέσει, όσο του Λόρκα, το ιδεώδες κάτοπτρο όπου ένα ολόκληρο έθνος αναγνωρίζει τον εαυτό του. Σε κάθε στίχο  του δημιουργού του Romancero Gitano είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς τη χειμαρρώδη, εκρηκτική και καφτερή σα λάβα ηφαιστείου παρουσία της Ισπανίας, "της βαθειάς Ισπανίας". Το τσιγγάνικο αίμα, ο θάνατος που παραμονεύει σε κάθε γωνιά, ο έρωτας σε κάθε παραθύρι, " η κιθάρα που κάνει τα ονείρατα να κλαιν" και " όμοια με ρογαλίδα υφαίνει ένα μεγάλο άστρο", οι μεθυστικές μυρωδιές του γιασεμιού και του νάρδου, η σελήνη που κατεβαίνει από τον ουρανό να σαγηνέψει το παιδί, ο λάγνος πράσινος άνεμος που κυνηγάει την Παινεμένη, ο ουρανός που λάμπει  πάνω από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, τόσες συσσωρευμένες εικόνες αυτής της παρουσίας, όπου σμίγουν το καθημερινό με το μυθικό, το φυσικό με το υπερφυσικό, το σύγχρονο με το αρχαίο και μας οδηγούν ως τη μαγεία του ονείρου και της φρεναπάτης.
Η ποίηση του Λόρκα είναι καταπληκτικά διαφορετική από κείνη πολλών συγχρόνων Ευρωπαίων ποιητών, που βρίθει από διανοήματα και ασφυκτιά από φιλοσοφία. Είναι μια ποίηση άμεση και ενστικτώδης - όχι διανοητική κατασκευή ή ποιητική ερμηνεία μιας οποιασδήποτε ιδέας - και η φιλοσοφία της, φιλοσοφία ενός ποιητή που ζει με όλο του το σώμα, που ακολουθεί " το δρόμο του αίματος", όπως εκφράζεται με το στόμα ενός ήρωα του στο " Ματωμένο γάμο", για να καταλήξει να βρεθεί αντιμέτωπος με το οντολογικό μυστήριο. Έτσι μια διαδικασία απόλυτης εσωτερίκευσης κυριαρχεί σε όλο το έργο του ποιητή και μια επιμονή για διείσδυση στις βαθύτερες ζώνες του εγώ και για ανίχνευση στοιχείων τελλουρικών που κατάγονται από τους πρώτους χρόνους της δημιουργίας. Ο Λόρκα, μολονότι συνεπαρμένος από τη γοητεία του απίθανου και του φανταστικού, δεν τρέφει  καμιάν αυταπάτη για την ασημαντότητα της ατομικής ζωής και μένει άγρυπνος διαρκώς για να σημάνει συναγερμό και να αποκαλύψει στον άνθρωπο το τραγικό του πεπρωμένο.

Δεν είναι όνειρο η ζωή. Σηκωθήτε!
Σηκωθήτε! Σηκωθήτε!
Γκρεμιζόμαστε από τις σκάλες
για να φάμε το μουσκεμένο χώμα
ή ανηφορίζουμε την κόψη του χιονιού
με τις πλήθιες πεθαμένες ντάλιες.
Όμως μήτε λησμονιά υπάρχει, μήτε όνειρο.

Απ' αυτόν το μόνιμο εφιάλτη, τον πανικό, θα έλεγα, του θανάτου, που έγινε αλλόφρονη οπτασία, μαύρη αυλαία, παραπέτασμα που τον καταδιώκει για να τον σκεπάσει, βρύα και χόρτα εισβάλλουν απειλητικά σαν σπαθιά να τρυπήσουν το νεκρό κεφάλι, απ' αυτό το " βαθύ πηγάδι όπου όλου θα πέσουμε μέσα" τίποτε δεν θα μπορέσει να τον αποσπάσει. Αν στον Ρίλκε ο θάνατος γίνεται οικείος και αποτελεί την αναπότρεπτη φάση μιας κυκλικής διαδρομής όπου συναντώνται το πέταγμα και η πτώση, αν στον Μότσαρτ καταυγάζεται από το διηνεκές εκείνο φως, το lux perpetua, που ακούμε ν' αναβλύζει από κάποια μουσικά μέρη του Requiem και του Ave Verum, ενσταλάζοντας στην ψυχή μας μιαν υπέρτατη γαλήνη και μακαριότητα, στο Λόρκα δεν αποβάλλει ποτέ την αποτρόπαιη όψη του και την εντελώς μηδενιστική σημασία του. Ο Ιγνάτιος Σάνχιεθ Μεχίας, ο θαυμαστός για την ομορφιά και τη δύναμή του ταυρομάχος, και αυτός ακόμα καταχωνιάζεται από το χιόνι της λησμονιάς και της απουσίας.

Θε να' ρθει το φθινόπωρο με τα σαλιγκάρια του
με τα τσαμπιά από σύννεφα και με τα συναγμένα του βουνά
μα κανείς δε θα ποθεί να δει τα μάτια σου
γιατί ' σαι πια νεκρός παντοτινά....

Και ο Λόρκα, όταν στο Μπουένος Άυρες ζει μερικές από τις πιο θριαμβευτικές στιγμές του, εξομολογείται σ' ένα δημοσιογράφο. " Ο θάνατος. Α! εισχωρεί σ' όλα τα πράγματα. Η ησυχία, η σιωπή, η γαλήνη είναι η μαθητεία του. Ο θάνατος είναι παντού. Είναι κυρίαρχος...Δε μπορώ να μείνω στο κρεββάτι με τα παπούτσια μου...Μόλις κοιτάζω τα πόδια μου η αίσθηση του θανάτου με πνίγει. Τα πόδια στηριγμένα έτσι στις φτέρνες μού θυμίζουν τα πόδια των νεκρών που είδα όταν ήμουνα παιδί". Μπροστά στο αδιέξοδο του θανάτου και την καταλυτική μανία του χρόνου - που αποτελεί άλλωστε και το θέμα του έξοχου και τόσο ιδιόρρυθμου θεατρικού έργου του " Σαν περάσουν πέντε χρόνια" - δύο τρόποι διαφυγής του απομένουν. Ή να συμφιλιωθεί με τον θάνατο και ν' απαρνηθεί τον εαυτό του με μιαν εκούσια, γεμάτη εμπιστοσύνη, εγκατάλειψη μέσα στον απεριόριστο χώρο της αιωνιότητας, σύμφωνα με το δίδαγμα του Χριστιανισμού` ή να εξεγερθεί και ν' αγκαλιάσει με πάθος τη γήινη πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, το παρόν, συμπυκνώνοντας εις το έπακρον την ολότητα του χρόνου σε μιαν έντονα βιωμένη στιγμή. Ακολουθεί το δεύτερο τρόπο. Είναι ο δρόμος της γήινης σωτηρίας, ο δρόμος που οδηγεί στη λατρεία της γης. "Τη γη, Θεέ μου, τη γη αναζητώ" θα γράψει σ' ένα ποίημά του. Αυτήν υμνεί με θρησκευτική έξαρση και στους αρχαίους θεούς της γονιμότητας θα καταφύγει μια ηρωίδα του που πάσχει από στειρότητα, η Γέρμα, στο ομώνυμο θεατρικό του έργο.
Η οντολογική αυτή εξέγερση του συνοδεύεται και από μια προσχώρηση στο ανθρώπινο και μιαν εξέγερση κοινωνικού περιεχομένου, που την ενισχύει σημαντικά η διαμονή στη Νέα Υόρκη. Κάτω από την πρόσοψη μιας απατηλής πολυτέλειας και φαντασμαγορίας που καλύπτει αυτή την απέραντη πολιτεία, η αμείλικτη διεισδυτική ματιά του αναγνωρίζει αμέσως το δράμα όχι μόνο της αμερικανικής αλλά κάθε σύγχρονης κοινωνίας, την κατάπτωση ενός πολιτισμού όπου κυριαρχεί το χρήμα και η μηχανή, και σπεύδει να τον καταγγείλει σε μια συρροή εικόνων συνταρακτικών που θυμίζουν Αποκάλυψη.

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερεις κίονες από λάσπη 
και έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ' ακάθαρτα νερά...

.......................................................................

Η αυγή φθάνει και δεν την δέχεται κανένα στόμα
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί μήτε πιθανή ελπίδα...
Κάποτε νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
διαπερνούν και καταβροχθίζουν τα εγκαταλειμένα παιδιά...
Ακούω να τραγουδά το σκουλήκι
μες στην καρδιά πολλών κοριτσιών...
τα παιδιά...τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των αφεντικών
Οι γυναίκες πνιγμένες μες στα ορυκτέλαια...
πρέπει να φωνάξω
ώσπου να αρχίσουν οι πόλεις να τρέμουνς ωσάν μικρά κορίτσια...
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

Όπως το ποιητικό έτσι και το θεατρικό έργο του Λόρκα παρουσιάζει τις ίδιες θαυμαστές ιδιότητες, και μπορούμε να πούμε ότι υπόκεινται σε μιαν αλληλεπίδραση. Ενώ όμως η ποίησή του αποτελεί το απόσταγμα της μυστικής εσωτερικής του εμπειρίας, το θέατρο, τέχνη κατ' εξοχήν κοινωνική, τον βοηθά να επιτύχει μια πιο άμεση επαφή με τις μάζες και να προβάλει το ατομικό του δράμα, σ'ένα ευρύτερο ανθρώπινο επίπεδο, με τα πιο γνήσια ποιητικά μέσα και χωρίς ποτέ να το υποβιβάζει σε μιαν ανάπτυξη ιδεών, όπως συμβαίνει κάποτε στον Ίψεν ή τον Μπέρτολντ Μπρεχτ. Έτσι, παρ' όλες τις εκκεντρικότητες μιας τέχνης έντονα μπαρόκ και αντιρεαλιστικής όπως είναι η δική του, κατορθώνει να μας παρουσιάσει πρόσωπα αληθινά που τα λόγια τους, φορτωμένα με όλη τη γήινη λάμψη, δεν είναι παρά μια άλλοτε σιωπηλή και άλλοτε εύγλωττη απολογία του ενστίκτου και των απαγορευμένων πόθων που μάταια επιζητούν την πραγμάτωσή τους.
Η Γέρμα, η ηρωίδα του ομώνυμου θεατρικού έργου του που ενσαρκώνει τη στείρα γυναίκα, κυνηγά με μανία το φάσμα μιας ευτυχίας που φαίνεται παρούσα αλλά διαρκώς ματαιώνεται από τις επιταγές μιας συμβατικής ηθικής που βρίσκουν απήχηση μέσα της. Η Δόνα Ροζίτα, η Θαυμαστή Μπαλωματού, η Μαριάνα Πινέντα ενισχύουν τις παραισθήσεις τους ή εγκαταλείπονται στην ονειροπόλησή τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα την πραγματικότητα, ενώ ο Νέος και ο Δεύτερος Φίλος του θεατρικού έργου του " Σαν περάσουν πέντε χρόνια" προσπαθούν να διασωθούν με μια κατάδυση στον εσωτερικό κόσμο, γιατί " το κάθε τι είναι πιο ζωντανό μέσα μας παρά έξω, αφημένο στο έλεος του ανέμου και του θανάτου" ή προσφεύγοντας σ' ένα αμετακίνητο παρελθόν, όπου ο χρόνος να μη μπορεί να " κλέβει το πρόσωπό τους". Αντίθετα η Αδέλα του "Σπιτιού της Μπερνάντας Άλμπα" αντί να θυσιαστεί, έχει τη δύναμη ν' αγωνιστεί, να κατακτήσει τον άντρα που αγαπά και με μια συμβολική χειρονομία να συντρίψει τη ράβδο της αυταρχικής μητέρας της, αυτό το έμβλημα της τυραννίας, γκρεμίζοντας όλα τα ταμπού. Εξάλλου στο " Ματωμένο γάμο" παρουσιάζονται γεγονότα και πρόσωπα παρμένα απ' τη ζωή, χωρικοί που μιλούν μια γλώσσα πρωτόγονη και απλή, άνθρωποι στη φυσική τους κατάσταση, κυριαρχημένοι από το ένστικτο και παραδομένοι στη φλόγα της ανταρσίας. Κορίτσι αγνό "χαϊδεμένο από τη φωτιά" η νύφη εγκαταλείπει τον άντρα της και, φεύγοντας με το Λεονάρδο την ίδια την ημέρα του γάμου της, είναι σε θέση να εκτιμήσει την τραγική συνέπεια της πράξης της.Ωστόσο, το " αίμα είναι πιο δυνατό" και δε μπορεί να συγκρατηθεί. " Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι έφυγα ( λέει η νύφη με αγωνία). Και συ το ίδιο θα' κανες. Καιγόμουνα, ήμουνα γιομάτη πληγές και από μέσα κι απόξω, κι ο γιος σου ήταν μια σταλιά νερό κι εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα παιδιά, ευτυχία. Αλλά ο ο άλλος ήταν ένα ποτάμι σκοτεινό, γιομάτο κλαριά που ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και τραγουδώντας μουρμουριστό ανάμεσα στα καλάμια. Έτρεχα ν' ανταμώσω το γιο σου που ήτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό κι ο άλλος μ' έστελνε να περπατήσω κι έριχναν πάχνη πάνω στις λαβωματιές μου, στις λαβωματιές μιας φτωχής μαραμένης γυναίκας, ενός αδύνατου κοριτσιού που το' χε η φωτιά μαγεμένο. Δεν ήθελα μ' ακούς; Δεν το ήθελα. Ο γιος σου ήταν η ίδια μου η ζωή και δεν τον γέλασα. Αλλά το χέρι του άλλου με πήρε σαν ένα κύμα της θάλασσας, μου ' δωσε μια σαν κουτουλιά μουλαριού και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς, θα μ' έσερνε κοντά του παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιου σου τα παιδιά κρεμότανε στα μαλλιά μου!"
Αλλά κι ο Λεονάρδος δεν θεωρεί τον ευατό του υπεύθυνο για την απαγωγή.

Αν φταίει κάποιος, δεν είμαι εγώ ( λέει)
αν φταίει κάποιος, είναι η γη
κι η ευωδιά που ξεχύνεται
απ' τα στήθια και τις πλεξούδες σου.

Μια μοίρα που τίποτα δεν μπορεί να την αποτρέψει βαραίνει τα πρόσωπα του έργου και τα εξωθεί ν' αποτινάξουν κάθε δεσμό έστω κι αν στο τέλος πρόκειται να τιμωρηθούν με την οριστική τους υποταγή στο θάνατο. Απ' αυτές τις βιαστικές έστω αναδρομές στο σύνολο της δημιουργίας του Λόρκα ένα γενικότερο συμπέρασμα προκύπτει. Αν υπάρχει μια ηθική της ποίησης και η σπουδαιότερη επιταγή της είναι η συντριβή κάθε δεσμού, η καταδίκη κάθε τυραννίας και καταπίεσης και η απελευθέρωση του ανθρώπου, τότε το έργο του Λόρκα αποτελεί  μιαν από τις εξοχώτερες μαρτυρίες της.
Και τώρα θα ήθελα να επισημάνω κάτι άλλο.
Πολλοί είναι εκείνοι που κατέχονται από μιαν άδικη προκατάληψη για το ποιητικό θέατρο, συνηθισμένοι να ταυτίζουν τη θεατρική τέχνη με μια σοφά οργανωμένη σκηνική δράση. Ωστόσο οι δραματικοί ποιητές όλων των εποχών δεν περιορίστηκαν καθόλου σε μια τόσο επιφανειακή μονάχα δραστηριότητα, αλλά προσπάθησαν πάντα να αποκαλύψουν τις μυστηριώδεις πτυχές της ύπαρξης, να κατανοήσουν την εμβρίθεια της σιωπής και την πυκνότητα του ανέκφραστου. Ο Μωρίς Μαίτερλιγκ εντελώς ιδιαίτερα συνειδητοποίησε αυτή την αλήθεια , πως το θέατρο πρέπει να είναι πριν απ' όλα η τέχνη του ανέκφραστου που ζητεί ν' αναπαραστήσει όχι μονάχα τη συνειδητή ζωή του ανθρώπου, αλλά κυρίως τα βάθη της ψυχής του, τη μυστική και αόρατη πραγματικότητα της εσωτερικής αβύσσου, όπως επίσης και τους καλπασμούς της φαντασίας του.
Πιστεύω πως είναι καιρός πια να δημιουργηθεί - καθώς το εύχονταν ο ίδιος ο Λόρκα προλογίζοντας το έργο του " Η θαυμαστή μπαλωματού" - ένα κοινό " που να μην ξαφνιάζεται βλέποντας ένα δέντρο να μεταμορφώνεται σ' έναν όγκο φουντωμένου καπνού και τρία ψάρια με τη δύναμη της αγάπης ενός χεριού, με μια μαγική λέξη να μεταβάλλονται σε τρία μιλιούνια ψάρια, άξια να κατασιγάσουν την πείνα ενός πλήθους ανθρώπων", ένα κοινό, μ' άλλα λόγια, άξιο να μεταμορφωθεί, να υποτάξει τη λογική του στις απαιτήσεις της φαντασίας και να κοινωνήσει με το ποιητικό θαύμα. Κι ακόμα πιστεύω απόλυτα πως το έργο του Λόρκα ανήκει στην προνομιούχο εκείνη κατηγορία της ποιητικής και δραματικής τέχνης που είναι προορισμένη να μεταμορφώσει την ευαισθησία ενός κοινού. Γιατί πλημμυρισμένο από τόση χαρά και τόσο πένθος, από τόσα φώτα και τόσες σκιές, από τόσο άγρια μοναξιά ( soletad) και τόση λαχτάρα για ανθρώπινη επικοινωνία, από τόση προσήλωση στη γη και τόση δίψα αιωνιότητας, περικλείνει ένα πλήθος αντιθέσεις που ισορροπούν κατά ένα τρόπο αβίαστο, σαν από θεία χάρη, και που παρόμοιες με πέταλα συνθέτουν  ένα πελώριο ρόδο, ένα ρόδο ικανό για κάθε μεταμορφωτική μαγεία, σαν εκέινο που οραματίστηκε κάποτε ο ίδιος ο Ποιητής όταν συνέθετε την Ωδή του στον Σαλβατόρ Νταλί.

Ρόδο αγνό που καταλεί τεχνάσματα και σχέδια
ανοίγοντάς μας τα διάφανα φτερά του χαμόγελου
( καρφιτσωμένη παταλούδα που μελετά το πέταγμά της)
Ρόδο της ισορρόπησης δίχως εκούσιους πόνους.



  

Δεν υπάρχουν σχόλια :