Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή (4/4)


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Η νουβέλα «Μουργκάνα» του Δημήτρη Χατζή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1948 στην εφημερίδα «Φωνή του Μπούλκες», στη συνέχεια μεταφράστηκε στα γαλλικά από τη Μέλπω Αξιώτη και το 1979 ο συγγραφέας την συμπεριέλαβε στη «Θητεία». Συλλογή με αγωνιστικά κείμενα της περιόδου 1940 – 1950.

Η γραφή του Δημήτρη Χατζή  ρεαλιστική  τείνει περισσότερο προς την ιστορική αφήγηση και αναπαράσταση, κατορθώνοντας συγχρόνως να αποδώσει με  τις δυνατές και ζωντανές περιγραφές τις μάχες  αλλά και το ψυχικό μεγαλείο των αγωνιστών της Μουργκάνας.

Δημοσιεύουμε τη νουβέλα σε συνέχειες. Σήμερα το τέταρτο (και τελευταίο) μέρος.


Η επίθεση ξαναρχίζει στις 27 του Μάρτη. Με τα δέκα αεροπλάνα, με είκοσι κανόνια τώρα και με πεζικές δυνάμεις μεγαλύτερες. Οι ΛΟΚ είναι τώρα εφτά. Παίρνει μέρος η 8η ίλη ιππικού κι άλλη μια ίλη θωρακισμένα σταθμεύει στο Κεράσοβο. Οι Αμερικάνοι ζητούν έν’ αποτέλεσμα αυτή τη φορά. Οπωσδήποτε. Κι όπως τούς είπαν, βιαζόντανε κιόλας.
Ξαναρχίζουνε πάλι στ’ αριστερά και στα δεξιά οι ίδιες μάχες, πάνω-κάτω στα ίδια μέρη. Η αντάρτικη ταχτική μπαίνει πάλι  σ΄ενέργεια, τώρ’ ακόμα καλύτερα, με μεγαλύτερο πείσμα, με πείρα και με γνώση του τόπου. Τώρα και οι όλμοι κουβαλιούνται στις πλάτες μακριά, πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Χτυπούνε και βρίσκονται πάλι με το χάραμα στις πρωτινές τους θέσεις. Τα «δελτία πληροφοριών» της Μεραρχίας μιλούνε συνέχεια για υπονομεύσεις, ναρκοπέδια και παγίδες που βρίσκουν τα τμήματά τους σε κάθε βήμα. Το μηχανικό μας έχει κεντήσει τον τόπο, υψώματα ολόκληρα τινάζονται στον αέρα.
Πέντε μέρες και πέντε νύχτες, από τη μία ως την άλλη άκρη στο μέτωπο  η μάχη κρατάει ασταμάτητα. Και τους αλωνίζουνε πάλι, με τα καρτέρια, τους αιφνιδιασμούς, τα τραγούδια και τους τηλεβόες, ο Τζαβέλλας στη Μεγάλη Ράχη, ο Λόχος των Νέων, οι ανταρτοομάδες του Λευτέρη από πίσω τους, τα οπλοπολυβόλα που ξεμυτίζουν σε κάθε βήμα μπροστά τους, οι όλμοι που δεν ξέρουν από πού τους χτυπάνε, οι αντιαρματικές γροθιές που σκάνε ξαφνικά μέσα στους καταυλισμούς τους. Δε θα πω πάλι γι’ αυτά.

Τη νύχτα της 2 του Απρίλη τα τάγματα 627 και 583 μαζί με μια διλοχία ΛΟΚ καταφέρνουνε τέλος να σπάσουνε την αντίστασή  μας σε δυό μικρά υψώματα που λέγονται Στάλος και Καστρί, μπροστά στη Μουργκάνα. Οι οβίδες των κανονιών κ’ οι μπόμπες των αεροπλάνων τα οργώσανε τις τρεις τελευταίες μέρες συνέχεια. Η εχθρική δύναμη γαντζώνεται τη νύχτα σ’ αυτά τα δυο υψώματα, προχωρεί ως ένα σημείο που το έδαφος της προσφέρεται, σταματάει εκεί και οργανώνει τις θέσεις της,
Οι δικοί μας τα χαράματα κάνουν αντεπίθεση να τούς βγάλουν από το ύψωμα του Στάλου που κρατούν την κορφή του μονάχα. Οι ομάδες που κατεβαίνουν προς τις εχθρικές θέσεις χτυπιούνται από τρεις πλευρές. Το πυροβολικό τούς ρίχνει συνέχεια, βροχή από σφαίρες σφυρίζουν ολόγυρά τους. Σε λίγο ακόμα, σαν ξημερώνει, τ’ αεροπλάνα δεν ανοίγουν τους κύκλους τους μακρύτερα από την κορφή του υψώματος. Χτυπούνε με τα μυδράλια, ρίχνουν ρουκέτες. Οι σκοπευτές κουράζονται κρατώντας όρθιοι τα οπλοπολυβόλα τους, τα χέρια τους βαραίνουν. Αναγκάζονται και τα παίρνουν οι διμοιρίτες. Ο τόπος είναι μέσα σε κουρνιαχτό από τις οβίδες που σκάζουν και από τα καπνογόνα βλήματα που αρχίζουν να ρίχνουνε για να δείχνουνε στ’ αεροπλάνα τις θέσεις των δικών μας.
Από το χάραμα ως το μεσημέρι οι μικρές μας ομάδες ρίχνονται πάνω στις εχθρικές θέσεις, σταματούν τον εχθρό, μα δεν μπορούν να τον βγάλουν, να τον διώξουνε παρακάτω. Και πάλι ξαναδοκιμάζουν και ξαναπηδούν απροφύλαχτοι, χωρίς αποτέλεσμα, ως την ώρα που δόθηκε η διαταγή να τραβήξουνε πίσω.
Να τραβήξουνε πίσω θα πει ν’ ανεβούνε τώρα τ’ ολόγυμνο ύψωμα ίσαμε την κορυφή του, απροφύλαχτοι απ’ ολούθες, από μπρος, απ’ τα πλάγια, από τα κανόνια που τους χτυπούν, από τα μυδράλια των αεροπλάνων που τους ακολουθούνε βήμα με βήμα. Η αντεπίθεσή τους τσακίστηκε.
Τσακιστήκανε τα κορμιά. Η ψυχή τους δε λύγισε. Δε βρίσκεται σ’ αυτή την άνιση και χαμένη αντεπίθεση του Στάλου μήτε κ’ ένας που να ‘κανε πίσω πριν πάρουνε τη διαταγή.
Είναι μάχες στον πόλεμο που δεν έχουν άλλη δόξα έξω από τη δόξα της κερδισμένης νίκης. Και είναι και μάχες χαμένες που μ’ αυτές κερδίζεται στο τέλος ο πόλεμος: οι νικημένοι του Στάλου σταθήκανε το παράδειγμα για όλους τους μαχητές μας και δώσανε το πνεύμα της θυσίας στους μαχητές και νικητές του Τσεροβέτσι στις κατοπινές μέρες.
Χάσαμε καμπόσους εκεί. Δυο-τρεις λαβωμένοι μας απομείνανε στα χέρια του εχθρού κ’ οι προστάτες του πολιτισμού τούς κατάσφαξαν. Μερικοί μαχητές μας, τρεις ή τέσσερις, πιάστηκαν στα χέρια. Μαζί τους και δυο κορίτσια. Αυτούς είχαν διαταγή να μην τους σκοτώσουν και να τους στείλουνε ζωντανούς στη Μεραρχία στα Γιάννινα, για μια επίδειξη που χρειαζότανε κει, ύστερα από τόσες μέρες άγονης επίθεσης.
Ήταν Κυριακή το βράδι όταν πήγανε τα δυο κορίτσια στα Γιάννινα. Ο σκοπός τους ήταν να τα πομπέψουν στους δρόμους. Στην πλατεία της πόλης, καθώς τα περνούσαν για τους στρατώνες, μαζευτήκανε κόσμος και κόσμος, κάπου δέκα χιλιάδες. Τα ‘χαν αφήσει και φορούσαν ακόμα τα δίκοχα τους και τα φυσεκλίκια τους με τις σφαίρες σταυρωτά πάνω στο στήθος τους, όπως χρειαζόταν για την επίδειξη. Και κείνα περπατούσανε και τα δυο με το κεφάλι ψηλά. Οι χαζοί κοιτάζανε κι ανοίγαν το στόμα. Καμπόσοι, βαλτοί, θέλανε να τα γιουχαΐσουν. Ο κόσμος σώπαινε κ’ έσφιγγε τα δόντια του βουβός και λυπημένος. Για μια στιγμή, καθώς φτάνανε πια μπροστά στο χτίριο της Μεραρχίας, γίνηκε πέρα για πέρα ησυχία κι ακουγόντανε μονάχα τα βήματα τους καθώς χτυπούσαν οι αρβύλες τους απάνω στις πλάκες, στο πεζοδρόμιο.

Το βράδυ σε μια στρατώνα, στο «Στρατόπεδον Βελισσαρίου», μπήκε κάποιος και μολογούσε πώς γίναν τα πράματα στην πλατεία της πόλης και χαχάνιζε κ’ αισχρολογούσε για τα κορίτσια. Είτανε ένας από την «’Ομάδα Τάγματος», απ’ αυτούς που έχουν τα πιστόλια στη μέση τους – ένας από την «Αστυνομία Μονάδας». Αυτός ο παλικαράς έπιανε καμιά φορά μέσα στο θάλαμο ένα στρατιώτη, έτσι για γούστο, τον άρπαζε από το ‘να πόδι κ’ έδειχνε στους άλλους πώς βιάζουνε μια γυναίκα. Και το ‘δειχνε με τέτοια γρηγοράδα και μαστοριά που δεν μπορεί παρά να το ‘χε δοκιμάσει και στ’ αλήθεια, όταν ήτανε πριν με τους μάυδες και πιο πριν με το Ζέρβα…
Ένας είπε μέσα στο θάλαμο. Δυνατά:
– Είναι ντροπή μας για στρατιώτες να γελούμε με αυτές τις κοπέλες που στέλνουμε μεραρχίες ολάκερες να τις πολεμήσουν.
Κάποιος πήγε σε λίγο κοντά του.
– Και συ  ρε φίλε δεν τις πολεμάς; Πέντε μήνες;
– Έμενα θα με στείλουνε στη Μακρόνησο άμα θα ‘ρθουνε τα χαρτιά μου. , .
– Και γιατί δεν πας μαζί τους καλύτερα;

Έσκυψε το κεφάλι και σώπασε. Κοίταζε την αρβύλα του και ντρεπότανε.

Απ’ αυτό το «Στρατόπεδον Βελισσαρίου» φορτώθηκαν εκείνες τις μέρες από τις αποθήκες του πυροβολικού δυόμιση χιλιάδες εγγλέζικα βλήματα για κανόνια. Κι όλα πέσανε πάνω στο Τσεροβέτσι στις τέσσερις και τις πέντε του μήνα.
Καθώς είχανε πάρει το ύψωμα του Στάλου και το άλλο το δίδυμο που στέκεται δίπλα του, ίδια γυμνό, το Καστρί, πιάσανε θέσεις πάνω σ’ αυτά, στήσανε πολυβόλα κι όλα τα γύρισαν, κανόνια κι αεροπλάνα τους, στο Τσεροβέτσι.
Είναι το Τσεροβέτσι ένα τρίτο ύψωμα, στη σειρά μ’ αυτά τα δύο, στη μέση της Μουργκάνας, κι ακουμπάει πάνω στον κύριο όγκο της. Σα δε μπόρεσαν να κάνουνε τίποτα κι από τις δυο μεριές του μετώπου βάλθηκαν να ρίξουν όλη τη δύναμη τους σ’ αυτό το σημείο, να το κάψουνε, να το αλέσουν με τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα κ’ έτσι να μπορέσουνε να το πιάσουν κι από κει ν’ ανεβούν στη Μουργκάνα.
Οι δικοί μας έχουνε δυο ομάδες μπροστά-μπροστά στο πρώτο υψωματάκι, δυο παραπίσω σ’ ένα δεύτερο ύψωμα κι άλλες δυό δεξιά και αριστερά. Αυτή είναι όλη η δύναμη που θα δεχτεί και θα κρατήσει την επίθεση από τρία τάγματα. Μπροστά-μπροστά είναι ένα μόνιμο πολυβολείο. Λίγο παραπίσω ένα δεύτερο. Σ’ αυτά τα πολυβολεία δόθηκε η μάχη και μπροστά τους συντρίφτηκαν δυό μέρες οι επιθέσεις του εχθρού.

Η μέρα – τέσσερις του Απρίλη – ξημέρωσε κάπως ανταριασμένη. Μέσα στο πρώτο, το χαμηλότερο πολυβολείο, είναι ο Ηλίας Μιχαλόπουλος από το Κυπαρίσσι Γρεβενών, ομαδάρχης της μικρής δύναμης που θα δεχτεί την πρώτη επίθεση. Μέσα στο πολυβολείο είναι και άλλοι τρεις μαζί του. Δύο ακροβολιστές έχουν πιάσει με τα ντουφέκια τους τις ατομικές τους θέσεις λίγο μακρύτερα, πίσω από μικρά πέτρινα προχώματα. Σαν άρχισε, κατά τις οχτώ, η αντάρα και σκόρπιζε, είδαν από τα αριστερά τους τη δύναμη πού ‘χε κινήσει κι ανέβαινε. Ετοίμασαν τα’ οπλοπολυβόλο τους και περίμεναν. Οι δικοί μας  απ’ αριστερότερα  ρίχνανε. Αρχίσανε κι αυτοί με τ’ οπλοπολυβόλο και τα ντουφέκια τους και χτυπούσαν την πρώτη διμοιρία που όλο κι ανέβαινε στο ύψωμα.
Η ομίχλη έχει σκορπίσει, η μέρα είναι ολόλαμπρη. T’ αεροπλάνα γυρνούνε συνέχεια πάνω από το κεφάλι τους, οι οβίδες του πυροβολικού πέφτουν ολόγυρα, χιλιάδες σφαίρες βουίζουν σε κάθε στιγμή` η μάχη για το Τσεροβέτσι έχει αρχίσει.
Στα διακόσια φυσίγγια τ’ οπλοπολυβόλο τους σταματάει. Εμπλοκή. Αρχίζουνε τότες και οι έξη και χτυπούνε με τα ντουφέκια τους. Όλοι μαζί με το πρόσταγμα που δίνει ο Ηλίας να φαίνεται πως είναι ριπή με τα’ αυτόματο όσο να καταφέρουν να το ξαναφκιάξουν.
Μια οβίδα του πυροβολικού πέφτει μπροστά στο πολυβολείο και το μισογκρεμίζει. Δεν προφταίνουν να συνεφέρουν και πέφτει κι άλλη από πάνω. Το σκέπαστρο βάσταξε μα το πολυβολείο δεν είναι πια για προκοπή. Πρέπει να πάνε πίσω στο δεύτερο. Περιμένουνε μια στιγμή που τα πυρά κάπως αραίωσαν και μ’ ένα σάλτο, με δεύτερο, βρεθήκανε πίσω. Ένας μονάχα από τους ακροβολιστές, Σπύρος Ποθητός, στρατιώτης του 611 στην πρώτη επιχείρηση, έμεινε πίσω στην ατομική θέση του και μοναχός του δε σταμάτησε να ρίχνει. Λες κ’ ήθελε τώρα να ξαναγυρίσει στους φασίστες όλες τις σφαίρες που του ‘χανε δώσει για να σκοτώνει τ΄ αδέρφια του.
Μπήκανε στο πολυβολείο, οι ακροβολιστές πιάσανε τις καινούργιες θέσεις τους. Από κάτω τους θαρρούνε σκοτωμένους όλους ή φευγάτους κι αρχίζουν ξανά κι ανεβαίνουνε, σίγουροι πως δεν είναι κανένας απάνω, με τα όπλα στην πλάτη. Τ’ οπλοπολυβόλο διορθώθηκε, είναι έτοιμο. Μα δε ρίχνουν ακόμα. Τους περιμένουνε ν’ ανεβούνε ψηλότερα, να ‘ρθουνε κοντά.
– Πυρ!
Με την πρώτη ριπή τρομάζουν κι αναστατώνονται. Μονάχα αυτό δεν περίμεναν. Η διμοιρία π ‘ανέβαινε γυρνάει κατά πίσω, σκορπίζει. Πέφτουνε κάμποσοι, οι άλλοι ρίχνονται κάτω, πιάνουν τις πέτρες. Η αντίσταση δεν έσπασε ακόμα, πρέπει ν’ ανεβούνε βήμα με βήμα, πέτρα με πέτρα. Τ’ οπλοπολυβόλο ρίχνει συνέχεια. Όλα τα πολυβολεία, τα δικά μας απ’ αριστερά, τα δικά τους από το Στάλο και το Καστρί, παίρνουν φωτιά. Είναι μια κόλαση από κρότους του θανάτου.
Λίγο παραπίσω, ο Επίτροπος Σιδηρόπουλος σφίγγει τα δόντια του, στυλώνει τ΄ αυτιά του ν’ ακούσει, να ξεχωρίσει αν είναι ακόμα το πολυβολείο του που χτυπάει. Δεν είναι πολλές μέρες που ανάλαβε τη διοίκηση του 11ου λόχου πάνω στο πεδίο της μάχης, μόλις σκοτώθηκε από οβίδα ο λοχαγός του Καβαλλάρης. Εκείνος είχε οργανώσει την αντίσταση. Τώρα μόνος του ο Σιδηρόπουλος πρέπει να τη βγάλει πέρα.
Ο Ηλίας – δεν τον χωράει το πολυβολείο με το σκέπαστρο -βγαίνει απ’ έξω και μ’ ένα τόμσον στα χέρια στέκεται ορθός δίπλα στους ακροβολιστές. Από κάτω, μέσα από τη χαράδρα, ακούγονται οι φωνές που βρίζουνε τους στρατιώτες να ξεκινήσουν για πάνω. Άλλη μια διμοιρία φαίνεται ν’ ανεβαίνει από δεξιά. Είναι δώδεκα, μεσημέρι.
Από το πρωί ως εκείνη την ώρα κι ως αργά το βράδυ τίποτε σπουδαίο δε φαίνεται να γίνηκε στο Τσεροβέτσι που να μπορεί κανένας να το παραστήσει με λόγια. Η ομάδα του πολυβολείου στην αρχή, το πρωί, μπορούσε ακόμα να΄ρχεται κάπως σ’ επαφή με τους παραπίσω. Φωνάζανε κάθε φορά που αραιώνανε τα πυρά και οι άλλοι περίμεναν ν’ αραιώσουνε πάλι και τότε τους αποκρίνονταν. Ύστερα, σα δυνάμωσε η μάχη, τα έξη παιδιά του πολυβολείου βρέθηκαν ολομόναχα μέσα σε μια θάλασσα από κρότους κι από φωτιά κι από θάνατο.
Γύρω στο πολυβολείο πέσανε χίλια βλήματα πυροβολικού. Όχι στρογγυλός αριθμός χίλια βλήματα. Δέκα αεροπλάνα δε σταματήσανε να ρίχνουν με τα μυδράλιά τους – τα πέντε να ‘ναι τα απάνω, να ‘ρχονται πέντε καινούργια και τότες να φεύγουν τα πρώτα, και πάλι και πάλι. Τέσσερις φορές οι εχθρικές διμοιρίες ξεκίνησαν από κάτω πάντα πιστεύοντας πως είχε πια τελειώσει και πως κανένας δεν ήταν πια πάνω στο Τσεροβέτσι. Και πάντα το πολυβολείο με τ’ οπλοπολυβόλο, οι δυό θέσεις των ακροβολιστών κι ο Ηλίας ορθός με το τόμσον  τους περίμεναν και τους γυρίζανε κάτου. Κι άκουγε από παραπίσω ο Σιδηρόπουλος κάθε φορά και ξεχώριζε μέσα στους κρότους του θανάτου το δικό του το πολυβολείο. Σε μια στιγμή ακούστηκαν και σκάζαν χειροβομβίδες. Καμπόσοι πιο ψυχωμένοι είχαν προχωρέσει ψηλότερα και φτάσανε κοντά-κοντά στο πολυβολείο. Οι δικοί μας βγήκαν έξω, σηκώθηκαν κ΄ οι ακροβολιστές απ’ τις θέσεις τους, και με τις χειροβομβίδες τους σταμάτησαν για μιαν ακόμα φορά.

Είταν η τέταρτη επίθεση της ημέρας. Το πολυβολείο με τους έξη μαχητές του στέκεται στη θέση του φραγμός ανεπάντεχος κι ακατάλυτος στα δυό τάγματα που αγωνίζονται από το πρωί να το ξεπεράσουν. Μπροστά του σε κάθε πέτρα είναι κ’ ένα κουφάρι. Κι όμως πρέπει ακόμα να προσπαθήσουν, πρέπει να το σπάσουνε, να το περάσουν το πολυβολείο που στέκεται μπροστά σ’ ολόκληρη τη στρατιά τους, με τους έξη μαχητές του. . .
Καθώς αρχίζει πια να βραδιάζει και τ’ αεροπλάνα σε λίγο θα φύγουν,  τα δυό τάγματα κάνουν μια τελευταία συνδυασμένη εξόρμηση. Οι Αμερικάνοι δε νοιάζονται φυσικά για τις θυσίες. Έχουνε λυσσάξει.
Τσακίζεται κι αυτή. Τα πυρά αραιώνουνε λίγο. Ο Σιδηρόπουλος βρίσκει κατάλληλη τη στιγμή να στείλει ενίσχυση στο πολυβολείο και να κάνει αντεπίθεση. Οι καινούργιες ομάδες φτάνουν, ο Ηλίας στήνει δεξιά του το καινούργιο οπλοπολυβόλο κ’ ένα δεύτερο που του ήρθε σε λίγο δεν το δίνει σε κανένα. Το πήρε μοναχός του κι άρχισε να χτυπάει. Οι εχθρικές επιθέσεις ξόφλησαν για σήμερα. Η ώρα της αντεπίθεσης έφτασε.
Δεν έχει ολότελα βραδιάσει όταν ξεκινούν οι ομάδες που θα κάνουν την αντεπίθεση. Οι οβίδες πέφτουν ολόγυρά τους κι απάνω στο δρόμο πόχουνε να περάσουν όσο να φτάσουνε μπρος. Λίγο παραπέρα καθώς προχωρέσανε, μια οβίδα τινάζει τη Μαρία Μπίλη  της ομάδας Χρήστου Καρρά, δεκαεννιά χρονών από την Καστάνιανη του Πωγωνιού. Τέσσερις μήνες έχει στο Δημοκρατικό Στρατό η Μαρία Μπίλη. Τη μάθαμε γράμματα. Μέσα στο νου της μπορεί να μη ξεκαθάρισε τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου. Στην καρδιά της ωστόσο έχει θερμή την αγάπη για την ομάδα και τους συντρόφους της. Ο νοσοκόμος έτρεξε ανάμεσα από τα βλήματα και την άρπαξε. Την πήγανε πίσω. Είναι βαριά λαβωμένη και στα δυό της τα πόδια, μα μπορεί ακόμα με τη δύναμη που της απομένει να σκέφτεται και να ρωτάει για την ομάδα της – που πήγανε; Της λένε πώς πήγαν για την αντεπίθεση κ’ έφτασαν όλοι τους γεροί και καλά.

Η Μαρία κλαίει.
– Θα πεθάνω και θα πεθάνω. Βγάλτε με λίγο στο υψωματάκι να τους ιδώ… Ν’ ακούσω μονάχα το πολυβόλο μας, συναγωνιστή λοχαγέ.
Ούτε το χατήρι της έκαναν ούτε πέθανε η Μαρία Μπίλη.
Τ’ οπλοπολυβόλο ακούστηκε σε λίγο μαζί με τ’ άλλα και χτυπούσανε στα γερά. Η αντεπίθεση γίνηκε με ορμή. Προχώρησαν όρθιοι, κατεβήκανε ως τις θέσεις που σκάλωσε ο εχθρός, ρίξανε αντιαρματικές γροθιές και χειροβομβίδες, δυό ώρες, κατέβηκαν ως κάτω κι ασφαλίσανε το Τσεροβέτσι για τη νύχτα.
Η ώρα είναι εννιά. Τα πυρά αραιώνουν κι ‘πό δω κι από κει. Μόνο τα κανόνια χτυπούν κάπου-κάπου. Η ομάδα του πολυβολείου μπορεί πια ν’ αντικατασταθεί. Πήγε μοναχός του κι ο Σιδηρόπουλος. Ήθελε να τους ιδεί. Μαύροι από την καπνιά του μπαρουτιού, με τα μάτια τους κόκκινα και τ’ αυτιά τους βουλωμένα από τούς κρότους των οβίδων, οι τέσσερις του πολυβολείου κ’ οι δυό ακροβολιστές, μήτε ακούγανε μήτε καλά-καλά μπορούσαν να νιώσουνε τι γινότανε. Η γλώσσα τους είχε κολλήσει από τη δίψα. Τα χείλια τους μελανιάσαν και σκάσαν. Θέλανε νερό που δεν ήπιαν όλη τη μέρα και δεν μπορούσανε να το πούνε. Θαρρούσαν θα μείνουν ακόμα και θέλανε σφαίρες και δείχναν τα κιβωτίδια που άδειασαν και τις γυμνές ταινίες από τ’ αυτόματα.
Πίσω, στο Σταθμό Διοίκησης, ένας σύνδεσμος από το τάγμα δίνει στο Σιδηρόπουλο το σημείωμα του ταγματάρχη Αχιλλέα. Ένα σημείωμα όλο κι όλο δυό λόγια – πρέπει να κρατήσουν το Τσεροβέτσι. Έτσι του λένε κι από «πέρα». Πέρα είναι ο Καλιανέσης κι ο Παύλος κ’ έχουν τα μάτια τους στυλωμένα σ’ αυτόν. Γύρω είναι οι μαχητές της Μουργκάνας κ’ έχουν κι αυτοί τα μάτια τους στυλωμένα α αυτόν. Οι Αμερικάνοι δεν κάνουνε πόλεμο πια. Βαλθήκανε να γκρεμίσουν όλο το Τσεροβέτσι με καμένο σίδερο. Κι απάνω είναι αυτός, ο Σιδηρόπουλος, με τις ομάδες του, με το πολυβολείο, με τα μπρεν που παθαίνουν εμπλοκή, με τα ντουφέκια μονάχα και τις χειροβομβίδες. Γυρίζει στο σύνδεσμο.
– Τί κάθεσαι εδώ;
– Χαρτί, συναγωνιστή λοχαγέ, να μου δώσεις.
Έχει δίκιο το παιδί. Χρειάζεται να του δώσει χαρτί για τον Ταγματάρχη, σε τέτοιες ώρες δε γίνεται με τα λόγια. Και τι να πει στο χαρτί; Τα μακριά του σαν ξύλινα δάχτυλα αναταράζονται σαν ακρίδες. Ολόγυρά του είναι οι μαχητές του, ο 11ος λόχος – επίλεχτος τώρα. Στην άκρη κάθονται με τα μάτια τους κόκκινα, με τ’ αφανισμένα τους πρόσωπα οι μαχητές της ομάδας του πολυβολείου. Όλοι τον κοιτούνε στα μάτια. Απ’ ολούθε έχουν τα μάτια τους στυλωμένα σ’ αυτόν. Πήρε το χαρτί κ’ έγραψε μόνο:

– Θα κρατήσουμε – Σιδηρόπουλος.

Ομαδάρχης Γιάννης Κότας, σκοπευτής Δημ. Τσαντίδης, γεμιστής Σταύρος Μπόλης, οι τρεις αυτοί στο πολυβολείο. Γιάννης Οικονόμου, Χρήστος Ράφτης, Λευτέρης Παληοχωρίτης και Πέτρος Μ. ακροβολιστές. Αυτή είναι η ομάδα που πήγε στο πολυβολείο το βράδι ν’ αντικαταστήσει τον Ηλία και να κρατήσει την επίθεση την άλλη μέρα. Ξέρουν όλοι τους πως ο εχθρός είναι λίγο παρακάτω, γαντζωμένος στις πέτρες, πως θ’ αρχίσουν το πρωί να τους χτυπούνε τα δυό τάγματα, τα είκοσι κανόνια και τα δέκα αεροπλάνα.
Για καλό και για κακό ο Κότας πήρε τα’ οπλοπολυβόλο, το κατέβασε λίγο παρακάτω να ‘ναι πιο κοντά στον εχθρό κι όλη νύχτα ξαγρυπνήσανε κει. Τα κανόνια κάπου-κάπου τους χτύπαγαν. Τα χαράματα ξαναπήραν τ’ οπλοπολυβόλο, το ‘βαλαν μέσα στο πολυβολείο, πιάσαν και οι άλλοι τις θέσεις τους και στάθηκαν και περιμένανε.
Ξαναρχίσανε τα κανόνια να χτυπούν δυνατά, πρωί-πρωί φάνηκαν και τ αεροπλάνα και σε λίγο ξεκίνησαν από κάτω. Δεν πιστεύανε να ‘χε μείνει κανένας στο Τσεροβέτσι. Οι εφημερίδες τους στην Αθήνα και τα Γιάννινα το γράφανε κιόλας εκείνη τη μέρα με μεγάλα ψηφία πως το Σκηταριό και το Τσεροβέτσι είχανε πέσει. Ανεβαίνουν ορθοί. Τους αφήνουνε πάλι και φτάνουνε στα πενήντα μέτρα.
Με τις πρώτες ριπές του πολυβολείου πέφτουνε μερικοί κι όλοι κάνουνε πίσω. Ένας μόνο απομένει. Φοβάται να φύγει. Φοβάται να προχωρέσει. Χώνεται ανάμεσα στις πέτρες. Μια ώρα έμεινε κει. Έκαμε να σηκωθεί, μια σφαίρα δική μας τον χτύπησε, μια άλλη που ερχότανε απ’ τούς δικούς του τον έριξε κάτω για πάντα.
Πέντε αυτόματα, δυό βαριά πολυβόλα και οι δυό όλμοι μας από τη Μουργκάνα στηρίζουνε το πολυβολείο στο Τσεροβέτσι. Οι άλλοι από κάτω, γαντζωμένοι στο βράχο, βάζουν συνέχεια. Κάποιος απ’ αυτούς θα είναι – θα ‘τανε δηλαδή – σπουδαίος σκοπευτής. Καταφέρνει κι όλο περνάει τις σφαίρες του μέσα στη θυρίδα του πολυβολείου. Μία απ’ αυτές βρίσκει και λαβώνει το γεμιστή του οπλοπολυβόλου Σταύρο Μπόλη στο χέρι. Τον τραβούνε στην άκρη, τον δένουνε πρόχειρα και τον αφήνουν εκεί. Η λαβωματιά του δεν είναι βαριά. Σε μισή ώρα κι άλλη σφαίρα χτυπάει το σκοπευτή Δημ. Τσαντίδη. Αυτός είναι βαριά λαβωμένος στο κεφάλι. Ο Κότας τον δένει κι αυτόν και τον βάζει στην άκρη μαζί με τον άλλον. Αυτή την ώρα είναι αδύνατο να τους στείλει πίσω στο σταθμό επίδεσης.
Μόνος αυτός έχει μείνει γερός μέσα στο πολυβολείο. Οι τέσσερις ακροβολιστές είναι απ’ έξω. Κανένας τους ως την ώρα μέσα στη βροχή τις οβίδες δεν έχει σαλέψει από τη θέση του. Ο Κότας φωνάζει μέσα τον Οικονόμου και τον βάζει σκοπευτή. Ξαναρχίζουν οι δυό τους με το οπλοπολυβόλο. Μα δεν αργεί να πάθει εμπλοκή. Σταματούν και καταπιάνονται να το φκιάξουνε μοναχοί τους. Έξω μείνανε μόνο οι τρεις ακροβολιστές με τα ντουφέκια. Με το οπλοπολυβόλο δε γίνεται τίποτα. Είναι άχρηστο.
– Τί θα γίνει, Οικονόμου;
– Θα πάω πίσω να φέρω άλλο.
– Θα μπορέσεις;
– Θα πάω.
Και πήγε. Πήγε μέσα στη βροχή τις σφαίρες, μέσα στην κόλαση από τις οβίδες. Μόλις έφυγε αυτός ένα βλήμα πέφτει πάνω στο σκέπαστρο του πολυβολείου. Σείστηκε ολόκληρο, μέσα γιόμισε αντάρα και χώματα. Για λίγην ώρα ο Κότας κι ο λαβωμένος Μπόλης στέκονται και κοιτάζονται σα χαμένοι.
– Ζούμε ρε Μπόλη;
– Θαρρώ πως δεν πέθανα.
Ζούνε και οι δυό τους. Ο άλλος ο λαβωμένος, ο Τσαντίδης, δεν καταλαβαίνει και πολλά πράματα.
Από κάτω όλο ανεβαίνουνε. Αυτή τη φορά μπορούν στ’ αλήθεια να ‘ναι σίγουροι πως κανένας δεν έμεινε πια. Άκρα ησυχία απλώνεται για μια στιγμή. Τίποτα απάνω δε φαίνεται να υπάρχει. Πίσω, ο Σιδηρόπουλος στυλώνει τ’ αυτιά του, την ψυχή του, ν’ ακούσει το οπλοπολυβόλο, τα ντουφέκια τους. Δεν ακούγεται τίποτα – πέθαναν όλοι τους; Από κάτω όλο ανεβαίνουνε δίχως να ρίχνουν.
Κι άξαφνα νάτοι. Αυτοί είναι που χτυπούν. Ο Κότας έδωσε το σύνθημα. Τ’ οπλοπολυβόλο είναι χαλασμένο, οι δυό είναι λαβωμένοι, ένας πήγε πίσω – τώρα οι τέσσερις που απομένουνε πρέπει να κρατήσουν με τα ντουφέκια τους. Δίπλα στο πολυβολείο είναι ο Χρήστος Ράφτης. Παραπέρα ο Λευτέρης Παληοχωρίτης, λίγο πιο πέρα ο Πέτρος Μ. Τέσσερα αεροπλάνα είναι πάνω τους και τους χτυπούνε συνέχεια. Το Χρήστο Ράφτη δεν τον βοηθούνε τα μάτια του να βλέπει μπροστά. Ο Λευτέρης δίπλα του ρίχνει ασταμάτητα με το ντουφέκι του.
– Χρήστο, πέτα μου εμένα τις σφαίρες.
Από τη θέση του μία-μία ρίχνει τις σφαίρες ο Χρήστος Ράφτης να τις παίρνει ο Λευτέρης. Ύστερα, σαν να ‘ξερε πως δε θα του χρειάζονταν πια, ξέσχισε το πουκάμισό του,το ‘καμε σακούλα, έβαλε κάμποσες μέσα και του τις πέταξε. Μια ριπή αεροπλάνου τον κατάκοψε στη θέση που δεν είχε κουνήσει καθόλου. Εκεί τον έχουμε θάψει και την Πρωτομαγιά του βάλαμε ένα στεφάνι λουλούδια.
Μείνανε τρεις όλοι κι όλοι. Ο Κότας ο ομαδάρχης, ο Λευτέρης ο Παληοχωρίτης με τις σφαίρες του Χρήστου και στην άκρη-άκρη δεξιά ο Πέτρος Μ. από τη Θεσσαλονίκη, 34 χρονών. Από το πρωί δεν έχει σαλέψει κι αυτός απ’ τη θέση του. Τώρα σέρνεται σιγά-σιγά και μπαίνει στο πολυβολείο. Έχει το όπλο στα χέρια του, στην πλάτη του το γυλιό. Ο Κότας τον κοιτάει παραξενεμένος.
– Γιατί ήρθες ρε Πέτρο;
– Ο  Γιάννης ο Οικονόμου ξαναγύρισε.
Στ’ αλήθεια ο Γιάννης είχε ξαναγυρίσει. Πήγε πίσω, πήρε ένα οπλοπολυβόλο και μαζί του το Γιώργο Σαββίδη για σκοπευτή και την Ελένη Τρέλη για γεμιστή και τράβηξε αμέσως για κάτω. Οι οβίδες πάντα τον κυνηγούσανε. Μόλις ξεκίνησε και προχώρησε λίγο, αρχίσανε πάλι και πέφτανε πάνω του βροχή. Μαζεύτηκε μέσα στις πέτρες. Πίσω που τον βλέπαν οι δικοί μας τον είχαν όλοι για σκοτωμένο. Ύστερα τον είδαν που ξανασάλεψε και ξανάπεσε.
– Πέθανε, ζει, θα μείνει εκεί πέρα, θα πάει, θα γυρίσει πίσω;
Ο Οικονόμου θα πάει. Ένα σάλτο και βρέθηκε παραπέρα. Κι άλλο. Κι άλλο ένα, πέρασε τις πέτρες, κατηφορίζει, είναι κιόλας κοντά στο πολυβολείο. Ξαπλώνεται κάτω και μπορεί πια να ρίχνει κι αυτός με το ντουφέκι του, ώσπου να φτάσουν οι δυό καινούργιοι με τ’ οπλοπολυβόλο.
– Ναι, ο Γιάννης ο Οικονόμου ξαναγύρισε, λέει ο Πέτρος Μ.
– Και συ γιατί άφησες τη θέση σου κ’ ήρθες εδώ;
– Είπε πως ο νοσοκόμος δε μπορεί να ‘ρθει.

Ο Κότας κατάλαβε.
– Συναγωνιστή Πέτρο, γύρνα στη θέση σου.
Είταν ολοφάνερο, πως ο Πέτρος έλεγε ψέματα. O Οικονόμου δεν είχε καμιά δουλειά με το νοσοκόμο. Είχε πάει μονάχα για να φέρει τ’ οπλοπολυβόλο. Ο Πέτρος ζαλίστηκε, φοβήθηκε. Και καθότανε τώρα μπροστά στον ομαδάρχη του με σκυφτό το κεφάλι. Έξω μόνο τα ντουφέκια του Λευτέρη και του Οικονόμου χτυπούσαν τις διμοιρίες που ανέβαιναν.
– Σύντροφε Πέτρο, ξαναγύρνα  στη θέση σου.

Στάθηκε μια στιγμή. Έκανε να φύγει. Ξαναγύρισε μέσα. Ξέσπασε.
– Δε μπορώ πια. . .
Έλεγε την αλήθεια. Δε μπορούσε πια. Χτες το βράδυ που κατεβήκαν μπορούσε. Όλο το πρωί που καθόταν στη θέση του μπορούσε. Τώρα είχε χάσει το θάρρος του που τον κρατούσε στη θέση του από το πρωί, που τον κρατούσε στη ζωή. Ο φόβος τον είχε νικήσει, τον έσερνε στο θάνατο. Ξαναβγήκε από το πολυβολείο και τράβηξε ορθός κι απροφύλαχτος, με το ντουφέκι στα χέρια, με το γυλιό του στην πλάτη.
– Σκύψε, Πέτρο, θα σε σκοτώσουν.
Οι σφαίρες γυρνούσαν πάνω από το κεφάλι του, τα βλήματα σκάζαν ολόγυρά του. Τραβούσε για πίσω; Γυρνούσε στη θέση του πάλι; Πήγαινε στο θάνατο; Από το δεξιό ύψωμα που κατείχανε οι φασίστες τον είδανε και του ρίχνανε συνέχεια με τα βίκερς. Ανέβαινε ακόμα, πριν φτάσει στη θέση του, έπεσε. Αν είχε φτάσει ως εκεί μπορεί να ξανάβρισκε τον εαυτό του, να΄ σκύβε μέσα, να΄πιανε πάλι το ντουφέκι του. Και να ζούσε. Αν είχε φτάσει πίσω στο Σταθμό Διοίκησης θα ατιμάζονταν, θα περνούσε στρατοδικείο, θα τον ντουφεκίζαμε εμείς οι σύντροφοι του. Μα έτσι όπως έπεσε στο πεδίο της μάχης, λίγο πριν φτάσει στη θέση του, μένει δικός μας. Κ’ είναι θαμμένος εκεί δίπλα-δίπλα με το Χρήστο Ράφτη. Την Πρωτομαγιά βάλαμε στεφάνι με λουλούδια και στο δικό του τον τάφο.




Το πρωτοσέλιδο από την εφημερίδα του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ "Ελεύθερη Ήπειρος" για τη μάχη στο Τσεροβέτσι (από τα ΑΣΚΙ)

Η ώρα είναι δυό. Με τα τρία όπλα είχε τσακιστεί για μιαν ακόμα φορά η επίθεση. Από κάτω σταματούν ν’ ανεβαίνουν, τα πυρά αραιώνουνε πάλι για λίγο, ο Κότας διώχνει τώρα γλήγορα-γλήγορα τον έναν λαβωμένο, το Μπόλη. Ο Οικονόμου παίρνει τ’οπλοπολυβόλο, κατεβαίνει παρακάτω με τον καινούργιο σκοπευτή, το Σαββίδη, και μπαίνουνε τέλος στο πολυβολείο. Το κορίτσι το διώξανε πίσω. Θα κρατήσουνε μοναχοί τους. Μέσα στο πολυβολείο είναι τώρα τρεις, ο Κότας, ο Οικονόμου που γύρισε κι ο καινούργιος ο σκοπευτής, ο Σαββίδης. Ο άλλος λαβωμένος, ο Τσαντίδης, είναι πάντα στην άκρη αναίσθητος.
Έξω στις θέσεις των ακροβολιστών έχει απομείνει μοναχός του ο Λευτέρης ο Παληοχωρίτης. Αυτός τι είναι; Δεξιά του κι αριστερά του είναι δυό νεκροί, ο Χρήστος κι ο Πέτρος. Γύρω του πέφτουνε κανόνια, βουίζουνε πάνω του τ’ αεροπλάνα, οι σύντροφοι του σκοτώνονται, λαβώνονται, πήγε ο Οικονόμου, γύρισε ο Οικονόμου με τ’ οπλοπολυβόλο, από κάτω ξεκινούν, χτυπούν, ξανασταματούν, ξαναρχίζουν, αυτός είναι εκεί. Με το ντουφεκάκι του ο Λευτέρης Παληοχωρίτης από τις έξη το πρωί ως αυτή την ώρα στις δυό το μεσημέρι, δε σάλεψε, δε μίλησε, δεν ακούστηκε παρά μια φορά μόνο πού ζητούσε τις σφαίρες από το Χρήστο.
Γεια σου Λευτέρη Παληοχωρίτη ! Στο πρόσωπό σου χαιρετίζω όλους τους αφανείς και τους ανώνυμους που μένουνε στη θέση που τάχτηκαν και «φυλάγουν τις Θερμοπύλες». Αν ο Οικονόμου είναι μια φλογισμένη παλικαριά, εσύ είσαι ένας βράχος από τα βουνά της Πατρίδας μας. Κ’ η Πατρίδα σάς χρειάζεται και τους δυό: Και τον Κότα. Λαβώνονται δίπλα του, τ’ οπλοπολυβόλο σταματάει. Πέφτουν γύρω του, ο Πέτρος ζαλίζεται, οι εφτά μαχητές του καταντούνε δυό – κι αυτός διευθύνει τη μάχη του. Δεν είναι μια στιγμή μέσα σ’ αυτές τις οχτώ ώρες που δεν κρατάει τα σκοινιά της, ο Γιάννης Κότας, χωριατόπαιδο από την Τρικουκιά των Γρεβενών. Μπαίνει, βγαίνει στο πολυβολείο, ρίχνει, σταματάει, στέλνει πίσω, περιμένει – τίποτα δεν είναι στα κουτουρού, τίποτα δεν είναι λιγότερο, τίποτα δεν είναι περισσότερο από ότι χρειάζεται για τη μάχη του. Δε νιώθει την ανάγκη μήτε να δείξει την παλληκαριά του, μήτε να θυσιαστεί ,μήτε να συμπονέσει μήτε ν’ αγριέψει. Νιώθει μονάχα την ευθύνη της εντολής που του δώσανε. Και τη βγάζει πέρα κι ορίζει το πεδίο της μάχης σαν ένας αληθινός στρατηγός.
Σε λίγο ξαναρχίζουνε τα αεροπλάνα να γυρίζουν απάνω τους. Είναι ακόμα μια επίθεση. Ζουν ακόμα εκεί πάνω; – θα ρωτούν οι Αμερικάνοι. Κι ακόμα μια φορά παίρνουν την ίδια απόκριση. O Κότας, ο Οικονόμου και ο Σαββίδης με τα’ οπλοπολυβόλο βγαίνουν έξω απ’ τ’ οπλοπολυβολείο και αρχίζουν να ρίχνουν. Μια οβίδα πέφτει μπροστά τους. Ο Σαββίδης κάθεται κάτω.
– Ωχ, τραυματίστηκα και γω.
Και γελάει ο Σαββίδης. Του φαίνεται αστείο πώς τραυματίστηκε έτσι στα γρήγορα. Ο Κότας αρπάζει ένα στεν και χτυπάει. Ρίχνει και τ’ οπλοπολυβόλο, ρίχνει κι ο Παληοχωρίτης από τη θέση του. Και σταματούνε κι αυτή την επίθεση.
Είναι η τελευταία τους. Σε λίγο σταματούνε τα πάντα σαν να κόπηκαν με το μαχαίρι. Σταματούν τα κανόνια, χάνονται τ’ αεροπλάνα. Ο Σαββίδης χώνει το χέρι του μέσα στο παντελόνι του, το ξαναβγάζει ματωμένο, τους το δείχνει και γελάει.
– Αχού, τώρα τραυματίστηκα και γω.
Κανόνια, αεροπλάνα, ντουφέκια, πολυβόλα όλα σταματήσανε πια στο Τσεροβέτσι. Σηκώνεται τέλος κι ο Παληοχωρίτης από τη θέση του και στέκουν κ’ οι τέσσερις και γρικούνε για μια στιγμή τη βαθιά σιωπή π’ απλώνεται γύρω τους. Κοιτάζονται στα μάτια.
– Τέλειωσε;
Τέλειωσε στ’ αλήθεια. Το 581 και το 582 τσακιστήκανε δυό μέρες μπροστά στο πολυβολείο. Το 583 αναποδογυρίστηκε μ’ αντεπίθεση. Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, τμήματα ξεκινούν για τη γενική αντεπίθεση, γροθιές σηκώνονται και δίκοχα πετάγονται στον αέρα. Και πέρα για πέρα σ’ όλο το μέτωπο της Μουργκάνας, μαζί με το Σαββίδη, γελούνε.
Τέρμα. Το Τσεροβέτσι δεν έπεσε. Η Μουργκάνα δεν παίρνεται από τα χέρια του Δημοκρατικού Στρατού. Δεν είναι απόρθητο το βουνό. Ανίκητος είναι ο Λαός που το ζώνει και τα παιδιά του που το φυλάνε: Τα πολυβολεία που κρατούνε το Τσεροβέτσι χτυπούνε με τον παλμό της καρδίας τριακόσιων χιλιάδων Ηπειρωτών, εφτά εκατομμυρίων Ελλήνων.
Για να το καταλάβουν αυτό οι στρατηγοί σαν τον κύριο Αντωνόπουλο χρειάστηκε να χάσουν άλλους εφτακόσιους στρατιώτες – δηλαδή ένα σύνολο από χίλιους τετρακόσιους ογδόντα τέσσερις στις δύο επιχειρήσεις. Και ν’ αφήσουν στα χέρια μας δεκατέσσερις όλμους με εννιακόσια βλήματα, καμιά πενηνταριά μικρά και μεγάλα αυτόματα, εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες σφαίρες, χίλιες χειροβομβίδες, δέκα ασυρμάτους, αποθήκες ολόκληρες από ρούχα και παπούτσια για να ντυθούν οι μαχητές μας και να τους κυνηγούνε καλύτερα.
Ένα σύντομο ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου του φασιστικού στρατού βγήκε την άλλη μέρα για ν’ αναγγείλει πως «οι επιχειρήσεις εις Μουργκάναν διακόπτονται διά να επαναληφθούν όταν ο εθνικός στρατός κρίνει εΰθετον την στιγμήν». Δε μας απαρατάτε, μουρμούρισαν οι φουκαράδες οι εθνικόφρονες. Οι εφημερίδες γράφανε με μεγάλα ψηφία πως θα «χρειασθούν και άλλοι σκληροί αγώνες και άλλαι θυσίαι, αλλά η Μουργκάνα τελικώς θα καταληφθή». Χάσανε τις ειδήσεις που βάλανε δυό μέρες γληγορότερα! Μια μεγάλη συζήτηση άνοιγε ανάμεσα στο διωγμένο Βεντήρη και την καινούργια αγωνία του στρατού τους, αν ήταν το πεδινό ή το ορειβατικό πυροβολικό που θα τους έδινε τη νίκη στη Μουργκάνα. Μα ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου κύριος Ρέπας έλεγε κείνες τις μέρες στο στενό περιβάλλον του:
– Δε θα μπορέσουμε να κρατήσουμε την Ήπειρο περισσότερο από δυό-τρείς μήνες ακόμα.

Τέλειωσα τη διήγηση μου. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα – σαν γραμματικός – με τα περιστατικά της μάχης. Πρέπει μονάχα να πω πως όλα βαλθήκανε με τη σειρά την κανονική τους. Δεν υπάρχουνε σ’ αυτή τη διήγηση ανακρίβειες ούτε υπερβολές. Οι διάλογοι είναι όλοι αυθεντικοί. Ξεχωριστά οι πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις, τις ενέργειες και τις προθέσεις ακόμα του εχθρού είναι απόλυτα βεβαιωμένες. Κι όλα μέσα στη διήγηση είναι υποταγμένα, όχι μόνο γενικά στον αλήθεια, μα στην πιο αυστηρή απαίτηση της ακρίβειας και για το πιο μικρό περιστατικό.

Μα τα πρόσωπα, το βλέπω τώρα ολοκάθαρα, δεν τα χρωμάτισα όπως ήθελα κι όσο θα ‘πρεπε. Μου ξέφευγαν κάθε στιγμή. Μέσα στο νου μου το ΄να συνταυτίζεται με τ’ άλλο, μπλέκουν όλα μαζί. Κ’ έρχονται μαζί και μορφές από τα περασμένα – φυλακές και στρατόπεδα κ’ εξορίες – αγαπημένες νεανικές μορφές στην Αθήνα το Δεκέμβρη, ελασίτες που κλαίγανε μέσα στα γένια τους, δίνοντας τα όπλα τους μετά τη Βάρκιζα, σύντροφοι μας που χαθήκανε – κι όλα μαζί γίνονται ένα. Κι όλα συνθέτουν και στήνουνε μπρος μου τη μία μορφή του Έλληνα μαχητή. Μερικά χαρακτηριστικά της θα μπορούσε κανένας να τα ξεχωρίσει και στα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτή τη διήγηση: Γληγοράδα μαζί με την παλληκαριά. Φιλοτιμία. Κι ατομικότητα.

Τώρα είναι ησυχία στη Μουργκάνα. Το μέτωπό μας είναι μακριά και μπροστά – πού είναι το μέτωπο; Στον Καλαμά, στο Πωγώνι, στην Παραμυθιά, στα Γιάννινα απ’ έξω; Εδώ κάπου-κάπου χτυπάει το κανόνι και οι δικοί μας οι όλμοι που του αποκρίνονται. Οι άλλοι κλειστήκανε με συρματοπλέγματα σε κάτι υψώματα που κράτησαν ολόγυρα στη Μουργκάνα κ’ οι δικοί μας πηγαίνουν τη νύχτα και τους χτυπούν. Δράσις περιπολιών λέγεται αυτό στη στρατιωτική γλώσσα. Στην πραγματικότητα  είναι να μην κοιμούνται τη νύχτα ποτές μέσα στα συρματοπλέγματα τους και κάπου-κάπου να λείπει κανένας από τις ομάδες μας που τους χτυπούν – και γυρίζουνε το πρωί. Τα κανόνια ξαναχτυπούν, οι όλμοι δεν αργούν ν’ αποκριθούν και ξαναγίνεται ησυχία.

Βρέχει. Ο ημιονηγός σιγοτραγουδάει. Τα πέταλα των μουλαριών τροχαλίζουν απάνω στο χαλικόδρομο. Στο φυλάκιο που σταματούμε, μια διμοιρία κατεβαίνει για νυχτερινή κρούση. Ο δρόμος δεν μας χωράει κι αναμερίζουμε να περάσουν. Κάποιος φωνάζει μέσα στη φασαρία και το σκοτάδι.
– Λάκη, ε, ωρέ Λάκη. Μ’ ακούς; Η Ρίγκω, ρε Λάκη. :
– Ε;
– Σκοτώθηκε χτες.
Τα πέταλα ξανατροχαλίζουν στο χαλικόδρομο που κρέμεται πάνω από τη ρεματιά. Ο ημιονηγός τραγουδάει:


Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
χιονίζει θα κρυώσεις,
θα σου βραχούνε τ’ άρματα…

Είναι μια λεβεντιά και μια τρυφερότητα σ’ αυτό το τραγούδι. Η Ρίγκω σκοτώθηκε χτες. Δε θα ξανανεβεί στα βουνίσια μονοπάτια, δε θα ξαναπερπατήσει στα ντερβένια του κάμπου. Δε θα ιδεί τη λευτεριά και την ειρήνη. Για μια στιγμή ο τόπος γιομίζει πίκρα.
Μα οι σύντροφοι της Ρίγκως ξαναπηγαίνουνε τώρα για τη νυχτερινή τους επίθεση στα συρματοπλέγματα. Και τραγουδούν. Πάνωθέ μας, ψηλά στις κορφές και τ’ απότομα πλάγια της, η Μουργκάνα στυλώνει την άγρια της αυστηρότητα. Είναι η εγγύηση της νίκης. Απ’ εκεί κατεβαίνουν τα τμήματά μας. Κάτω, χαμηλά στο ποτάμι π’ αναδιπλώνονται τα ήμερα χωματοβούνια, η ανοιξιάτικη φύση μοσκοβολάει. Είναι η υπόσχεση της ειρήνης, εκεί τραβούνε τα τμήματα μας κι όλο μπαίνουν βαθύτερα στον ήμερο τόπο, στις κοιλάδες του Καλαμά, στην πεδιάδα του Αχέρονα. Το τραγούδι της διμοιρίας που κατεβαίνει γιομίζει τη ρεματιά, ο αντίλαλος του σκεπάζει τα πάντα, κυριαρχεί και μας κατακλύζει. Δίχως να το μιλήσουμε, σαν από σύνθημα, αρχίζουμε και μεις στη δική μας συνοδεία και τραγουδάμε μαζί τους, μαζί με όλο το στρατό μας που μάχεται, μαζί με όλο το λαό μας που πολεμάει


Στ’ άρματα, στ’ άρματα

εμπρός στον αγώνα,

για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.



Δημήτρη Χατζή Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940 -1950), Κείμενα, Αθήνα 1979

Την Κυριακή 26 Ιουνίου ανηφορίζουμε στα δύσβατα μονοπάτια της Μουργκάνας στη Θεσπρωτία ακολουθώντας  τα βήματα των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ. Εκδήλωση μνήμης και τιμής για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που διοργανώνει το ΚΚΕ.

Το πρώτο μέρος εδώ.
Το δεύτερο μέρος εδώ.

Το τρίτο μέρος εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :