Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Η ΔΩΔΩΝΗ. Ο λαός και το κλασσικό θέατρο

Η ΔΩΔΩΝΗ

Ο λαός και το κλασσικό θέατρο

Ένιωσα πολλή ευτυχία την περασμένη Κυριακή, που βρέθηκα στη Δωδώνη. Και μολονότι καταγράφω στη στήλη τούτη τις εντυπώσεις μου κάπως πάρωρα, δεν έχω τη γνώμη, πώς μπορώ ν’ απιστήσω σε μια εσωτερική προσταγή, που αναφέρεται στα ιερώτατα και του τόπου τούτου και του ανθρώπου. Είμαστε, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας, δύσκολος λαός και μεμψίμοιρος. Αγαπούμε με πάθος την επίκριση και προσπαθούμε να βρούμε παντού αφορμές δυσαρέσκειας. Ακόμη κι’ εκεί όπου δεν υπάρχουν. Φειδωλευόμαστε το εγκώμιο, γιατί δεν επιθυμούμε ν’ αφήσουμε να μας υποσκελίση το αντικείμενο του εγκωμίου. Κάθε μορφή προκοπής τη θεωρούμε προσωπική μείωση. Είναι και ο πνευματικός «σνομπισμός» ένας τρόπος, που επιτρέπει σε πολλούς να υπάρχουν. Αν έλειπε, η κούφια τους ύπαρξη θα ήταν ακατόρθωτη και αδιανόητη.
Η Δωδώνη αφοπλίζει. Καμμιά επιφύλαξη, καμμιά κακοπιστία δεν μπορεί να της αντισταθή. Είναι ένας θεσμός, καθώς οι παραστάσεις της Επιδαύρου, που κάθε χρονιά φανερώνει πληρέστερα τη δύναμη της ακτινοβολίας του. Δεν θα επιχειρήσω παρά μόνο μια σύγκριση. Η γοητεία της Επιδαύρου, μιλώ αυτή τη στιγμή για το τοπίο και για την ιστορική παράδοση, είναι ολωσδιόλου διαφορετικής υφής από τη γοητεία της Δωδώνης. Εκεί η πλάση διατηρεί αμόλευτο το κλασσικό πρόσωπο της. Είναι η Ελλάδα της προϊστορικής μνήμης και της κλασσικής αρμονίας. Η ελιά, το πεύκο, το κυπαρίσσι, το όραμα του γαλάζιου πελάγους στο βάθος υποβαστάζουν τη συνείδηση του μέτρου. Η Επίδαυρος αναπτύσσεται στο διάστημα σαν ένα χορικό τραγωδίας: έχει ευμέλεια, συμμετρία, ευγένεια, είναι μια αποκορύφωση του κάλλους της χρυσής εποχής. Η Δωδώνη ξεκινάει από το σκοτεινό κόσμο της πρώτης ρίζας. Το τοπίο είναι αυστηρό, αγέρωχο, επιβλητικό, η αρμονία του δεν είναι αρμονία γραμμής, είναι αρμονία όγκου.
Θυμούμαι την πρώτη στιγμή, που την αντίκρυσα, εδώ και χρόνια πολλά. Ήταν η μέρα φθινοπωρινή, ο τραχύς Τόμαρος, ο Ολύτσικας, σκεπασμένος με σταχτιά καταχνιά, ωρθωνόταν εύρωστος, με τους αρμούς του ασύντρφτα σφυρηλατημένους, με τη ραχοκοκκαλιά του χοντρή και βαρειά, σαν πανάρχαια δύναμη και ηγεμονική. Στα πόδια του και στις πλαγιές του, σε μια γύμνια κοσμογονική, που την εσκέπαζαν κάποτε σκληροτράχηλες βαλανιδιές, έζησαν σα να φύτρωσαν από τις ραγισματιές των βράχων του οι πρώτοι Έλληνες, οι Σελλοί, οι ωγύγειοι πρόγονοι, που δεν είχαν νερό να πλυθούν, οι «ανιπτόποδες», που πλάγιαζαν χάμου, στην άξεστη πέτρα, και στο σγουρό χώμα, οι «χαμαιεύναι», οι πενέστατοι, «βαλανηφάγους» τους έχει ονομάσει η Ποίηση, που κληροδότησαν σαν αρετή και κατάρα στους απογόνους την ολιγάρκεια. Κυβερνήτης του τόπου ο πρωτόγονος Δίας, ο Δωδωναίος, ο Πελασγικός και η μυστική θεότητα , η Διώνη. Και χρησμοδότισσες οι Πέλειες, που ήρθαν από την καυτερή Λιβύη. Όταν οι βοριάδες σειούσαν τα φύλλα της ιερής φηγού και τα κρόταλα γέμιζαν την ορεινή κοιλάδα με τον απόκοσμό τους αντίλαλο, ο απλοϊκός λαός πρόσμενε κατανυχτικά ν’ ακούση τα προστάγματα των θεών και να μάθη την πορεία του πεπρωμένου του. Οι βουνίσιοι, που έπαιρναν τις γιδόστρατες από χώρες γειτονικές και μακρυνότερες, οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες και οι Αθαμάνες και οι άλλοι όλοι, έβρισκαν στη Δωδώνη αντιστύλι για μια ζωή τραχύτατη κ’ ένιωθαν, για μια στιγμή, την κακοπαθημένη τους ύπαρξη να συνομιλή με τους θεούς. Η Δωδώνη δεν είναι χορικό τραγωδίας. Είναι χρησμός. Είναι η ουσία της τραγωδίας, ο άνθρωπος και η μοίρα του.
Αναφέρομαι και πάλι στο πρώτο μου αντίκρυσμα, για να πω, πόσο συγκλονιστική υπήρξε για μένα εκείνη η βίαιη κάθοδος στις πρώτες ρίζες, η αποκαλυπτική συνείδηση της καταγωγής. Πόσο κακός, εξ άλλου, ήταν ο δρόμος , που ωδηγούσε στη μυστική εκείνη Ελλάδα, πόση μοναξιά περίζωνε τον ερειπιώνα, που αξιόλογοι αρχαιολόγοι ανέβαζαν σιγά σιγά, με το πάθος της καρδιάς  και της σοφίας, στο φως. Και να υπογραμμίσω τη θαυμαστή αλλαγή. Μέσα στην τραχιά και υπεράνθρωπη , όχι απάνθρωπη, ερημιά όχι μονάχα το μέγιστο θέατρο ξαναβρήκε κατά πολύ την πρώτη μορφή του, αλλά και ο γύρω χώρος έγινε προσιτός και χρησιμοποιήσιμος έτσι, που, με την πρώτη ματιά, να θυμίζη την άνεση, την προβλεπτικότητα, τον « πολιτισμό» με μια λεξη της Επιδαύρου. Όπως η Επίδαυρος, έτσι και η Δωδώνη άρχισε με το Ροντήρη. Εφέτος ήταν η Πέμπτη χρονιά της. Όχι, φυσικά, πολλές παραστάσεις. Μονάχα δύο. Ένα Σάββατο και μια Κυριακή του Αυγούστου. Δέκα πέντε χιλιάδες θεατές το Σάββατο, με τον « Ίωνα». Είκοσι χιλιάδες την Κυριακή, με την « Άλκηστη».
Χρέος τιμής μου επιβάλλει ν’ απευθύνω το θερμότερο έπαινο προς την « Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών», που πήρε επάνω της την ευθύνη της προετοιμασίας, με τη βοήθεια του « Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» και ολωσδιόλου ιδιαίτερα προς τον πρόεδρό της , τον Κώστα Φρόντζο. Πολλά πρόσωπα κ’ εμόχθησαν και μοχθούν για την ολοένα καλύτερη οργάνωση των εκδηλώσεων της Δωδώνης. Αλλά για τον Κώστα Φρόντζο, άνθρωπο με ακατάβλητη δραστηριότητα, με ανέσπερο ενθουσιασμό, με αράγιστη πίστη και με επινοητικότητα ικανή να διασκελίση εμπόδια και εναντιώσεις, η υπόθεση της Δωδώνης είναι όρος ζωής. Νομίζω, πως η δικαιοσύνη επιβάλλει να τον πούμε και τούτον «Δωδωναίο», καθώς είπαμε κάποτε και το Σωτήρη το Δάκαρη, τον αρχαιολόγο. Φρόντζος ο Δωδωναίος. Μέσα στην ψυχή του βρίσκεται ολόκληρη η ψυχή της Ηπείρου. Εμπνευστής και πραγματοποιός, απλώνει και πέρ’ από τη Δωδώνη τη δράση του. Η προκοπή της « Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών», η δημιουργία του « Άλσους των ποιητών», η ίδρυση του λαμπρού υπαίθριου θεάτρου και του τουριστικού περίπτερου στα Γιάννενα είναι καρποί της ακάματης πρωτοβουλίας του. Όταν τον άκουγα να μιλή, πριν από την « Άλκηστη», στο ακροατήριο, ορθός, καταμεσίς της ορχήστρας του θεάτρου, με μια ευγλωττία που γινόταν λυρικό παραλήρημα, όταν τον έβλεπα, λίγο αργότερα, ανάμεσα στο πλήθος, να διαδηλώνη με ασυγκράτητη διάχυση την ευδαιμονία του, εστοχαζόμουν, πως ο άνθρωπος αυτός, με το έντονο τοπικιστικό πνεύμα, θ’ αποτελούσε ευτύχημα για κάθε τόπο.
Αλλ’ εκείνο, που έχει να προσέξει κανείς στις παραστάσεις της Δωδώνης, δεν είναι μόνο η περίπτωση Φρόντζου. Ή η συγκινητική συμμετοχή, την κάθε χρονιά, του « Οργανισμού του Εθνικού Θεάτρου» με ολόκληρο τον εξοπλισμό του σε έμψυχο υλικό και σε βοηθητικά μέσα, αλλά και η ομόθυμη συμμετοχή του ηπειρωτικού λαού, που νιώθει, σύρριζα στην ψυχή του, τη Δωδώνη δική του και που ανεμπόδιστα αφομοιώνεται με το θέαμα, ξαναβρίσκοντας στη μοίρα της τραγωδίας τη μοίρα του.
Ξεκίνησα Κυριακή πρωΐ από την Κέρκυρα. Και, καθώς περνούσα τους δρόμους της Θεσπρωτίας και της άλλης Ηπείρου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την οπισθοφυλακή του λαού, που συντροφιές συντροφιές κατηφόριζε από τις μακρυνές μοναξιές της, για να γεμίση ασφυχτικά το αρχαίο θέατρο. Δεν ήταν το ποικίλο πλήθος της Επιδαύρου, όπου ο εγχώριος πληθυσμός αποτελεί περιωρισμένο ποσοστό. Δεν έλειπαν, φυσικά, οι ξένοι. Οι αρμόδιοι τους λογάριασαν, με κάποια ίσως υπερβολή, σε τρεις χιλιάδες. Δεν έλειπαν και οι Αθηναίοι ή οι Κερκυραίοι ή οι άλλοι Έλληνες. Ας τους λογαριάσουμε, με κάποια επίσης υπερβολή, σε χίλιους. Ας προσθέσουμε κι άλλους χίλιους αστούς Γιαννιώτες. Απομένουν δέκα πέντε χιλιάδες. Αυτές οι δέκα πέντε χιλιάδες , ήταν ατόφιος λαός. Γιδοβοσκοί, ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι της καθημερινής χαμοζωής, της αφώτιστης, της πολύμοχθης. Πολλοί ανάμεσά τους δεν είχαν ίσως παρακολουθήσει, πριν από τη Δωδώνη, θεατρική παράσταση. Απαίδευτοι, σ’ ένα τόπο καθώς η Ήπειρος, που πρόσφερε τόσες προσωπικότητες λαμπρής παιδείας στο έθνος, αγνοούσαν και τη μορφή και το νόημα του κλασσικού θεάτρου. Και να που μέσα σε λίγα χρόνια έμαθαν να καρτερούν τις παραστάσεις της Δωδώνης σαν ένα λαϊκό πανηγύρι, όπου η συμμετοχή τους δεν αποτελεί απλή πράξη αναψυχής, αλλά πραγματική μέθεξη, ολόψυχη και ολόκαρδη. Αυτό είναι το θαυμαστό κατόρθωμα της Δωδώνης. Ξανάφερε το « κοινόν των Ηπειρωτών» στις αρχέγονες ρίζες του. Ξανάφερε και την τραγωδία στην αρχέγονη καταβολή της. Γιατί μέσ’ από τα σπλάχνα του λαού ξεκίνησε και η τραγωδία και μια λαϊκή τελετουργία, υποταγμένη σε πανάρχαια εθιμοταξία, υπήρξε ο διθύραμβος, ο πατέρας του θεάτρου. Το «κοινόν των Ηπειρωτών», στοιβαγμένο στις κερκίδες της Δωδώνης, με την ψυχή ανοιχτή, παραδινόταν στο θέαμα και το άκουσμα και ξεσπούσε σε καίρια  σημεία σε θριαμβευτικές ιαχές. Αυτό, το ξέσπασμα εννοώ, μολονότι σύντομο και διακριτικό, μια θερμή επιδοκιμασία, όχι αφορμή πατάγου, οι αρμόδιοι προσπάθησαν να το αποτρέψουν με αυστηρές προειδοποιήσεις. Αλλά γιατί να το αποτρέψουν; Γιατί να φυλακίσουν τη λαϊκή ψυχή μέσα σε μια σιωπηλή ευπρέπεια, που δεν είχε τόπο.
Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
 
Δημοσιευμένο στις 23 Αυγούστου 1964. Από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου


Δεν υπάρχουν σχόλια :