Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ομίχλη

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο. 
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.

Γιώργος Ιωάννου, H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Το δικό μας αίμα

Θέλω να διασώσω κάπως μια παλιά διαδήλωση, που θα χαθεί ολότελα κι αυτή και θα σβήσει. Ένα ανοιξιάτικο, μουντό όμως, μεσημέρι στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη του '43. Να καταθέσω κι αυτή τη φτωχή μαρτυρία μου, που ύστερα από τόσες σιωπές, αποσιωπήσεις, περιφρονήσεις, θανάτους και αραιώματα, πήρε θαρρώ να αποκτάει κάποια αξία.
Τις μέρες εκείνες υπήρχε μέγας αναβρασμός για την πολιτική επιστράτευση. Οι επιγραφές στους τοίχους κραύγαζαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει ματαίωσή της. Διαδιδόταν πως τους επιστρατευόμενους θα τους πάρουν για το μέτωπο της Ρωσίας, τα εργοστάσια της Γερμανίας ή και κατά της Ανταρσίας, να τους βάζουν μπροστά για ασπίδα ή για δόλωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιθανότερο. Δεν ήθελε συζήτηση πως επρόκειτο για ομηρία παρά για επιστράτευση.
Κι ένα πρωινό, κατά τις δέκα, καθώς είχαμε διάλειμμα στο Γ' Αρρένων, ξεπατάχτηκαν ανάμεσά μας δυο τρεις νεαροί, αρκετά μεγαλύτεροί μας, καλοντυμένοι κάπως μα νευρικοί και ωχρότατοι. Ο ένας τους ανέβηκε σε μια μικρή χωματένια τούμπα της αυλής, σήκωσε τα χέρια, κι έκανε γρήγορο νόημα να πλησιάσουμε να μας μιλήσει: " Το μεσημέρι στις δώδεκα θα γινόταν διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση κι έπρεπε να πάμε". Απάνω, στο γραφείο, οι καθηγητές πήραν είδηση. Η θέση τους δύσκολη πολύ. Κάτι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, να δείξουν έστω πως τους κυνηγάνε. Ακούγοντας εμείς τους φλογερούς φοιτητές, κοιτούσαμε και κατά το γραφείο. Μερικοί καθηγητές μας ήταν στο ΕΑΜ, κι αυτό αποδείχτηκε αργότερα , όταν τους πέταξαν απ' τη δουλειά τους. Πάνω σ' αυτά, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο ο διευθυντής μας, Τσόλης ονόματι, μαζί με άλλους αγριεμένους. Τράβηξε με ορμή προς τους φοιτητές, οι οποίοι πισωπλάτησαν, ακόμα πιο δυνατά μιλώντας. Η τουρκόφωνη επιστάτρια, κυρία Ευθυμία, που μόλις την πειράζαμε, έλεγε απειλητικά " πού Τσό - λης, πού Τσό -λης", δηλαδή πόυ είναι ο Τσόλης να τον φωνάξω και θα δείτε εσείς, και φυσικά εμείς την πειράζαμε για να το επαναλαμβάνει, βαρούσε κιόλας με δύναμη το κουδούνι. Μας έμπασαν, χωρίς γραμμή, στα γρήγορα μέσα.
Κάναμε μάθημα στο ισόγειο, σε μια αίθουσα βαθιά και σκιερή, με κάθετα κάγκελα στα παράθυρα. Οι παλιότεροι τους κακοποιούς και τους κλέφτες τους φοβούνταν πιο πολύ κι από τη φωτιά. Έλεγαν πως και ο Κεμάλ, που το σπίτι του ήταν λίγο πιο εκεί, είχε φοιτήσει σ' αυτό το σχολείο. Ξαφνικά, στα τρία ανοιχτά παράθυρα βλέπουμε τρεις σκιές κρεμασμένες. Είχαν σαλτάρει, πιαστεί από τα κάγκελα , και πάλι φώναζαν: " Όλοι στη Γενική Διοίκηση στις δώδεκα". Η Γενική Διοίκηση, με τον προδότη, βέβαια, Γενικό Διοικητή, βρισκόταν στην Τσιμισκή, στο κτίριο όπου είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο " Μόλχο ". Ο καθηγητής μας εκείνης της ώρας, Ξύδης, χημικός - όνομα και πράμα - ρίχτηκε σαν αγριόγατος να τους διώξει. Σκαρφάλωσε απάνω στα θρανία και προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο. Επειδή όμως οι φοιτητές είχαν τα πόδια τους και δεν μπορούσε, τους κλωτσούσε με μανία στα καλάμια και στα σκέλια, από τα κάγκελα ανάμεσα. Εμείς είμασταν μικρά, βλέποντας την κλωτσοπατινάδα εκείνη , είχαμε ζαρώσει. Περισσότερο μας είχε πληγώσει η συμπεριφορά του καθηγητή, ο τρόπος του, οι αναξιοπρεπείς κινήσεις του, οι κλωτσιές του, και όχι το ότι έδιωχνε τους φοιτητές. Άδικα όμως έγινε όλη αυτή η φασαρία, ήταν η τελευταία μας ώρα εκείνη, μετά σχολούσαμε. Το κατοχικό πρόγραμμα δεν πήγαινε πάνω από τρεις ώρες. Βγαίνοντας είδαμε χωροφύλακες να περιπολούν με νωχέλεια στην αυλή, καθώς και στην Αγίου Δημητρίου. Τους ειδοποίησαν για να' ναι τυπικά εντάξει. Μα, αυτοί φαίνονταν λιγότερο χέστηδες από τους καθηγητές μας.
Αντί για το συσσίτιο, τραβήξαμε προς τη Γενική Διοίκηση. Εκεί έστριβε το τραμ, παίρνοντας τη στροφή μπροστά σ' ένα κατάστημα που πουλούσε καφέδες. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ερχόμασταν να παίξουμε και να σφυρίξουμε με τον παπαγάλο του Λουμίδη. Μέσα στις φθαρμένες πια τσάντες μας είχαμε τα πιάτα και τα κουτάλια - πιρούνια δεν χρειάζονταν - τυλιγμένα σε μια πετσέτα. Εμείς δεν είχαμε τσινένια ούτε τσίγκινα πιάτα στο σπίτιμ κι έτσι κουβαλούσα γυαλένιο. Το τοποθετούσα πάντοτε στο πίσω μέρος της τσάντας, μετά τα βιβλία και τα τετράδια. Κι ουδέποτε το έσπασα. Τι παιδί πια ήμουν κι εγώ; αλλά και τι αψυχολόγητα πράγματα που μου έκαμναν οι μεγάλοι, να μη μ' αφήνουν στιγμή ξεγνοιασιάς, φορτώνοντας με με τη διατήρηση αυτού του γυαλένιου πιάτου;τι να πει κανείς; Όλο μαχαίρια στην πλάτη μου, ώστε να μην ξενοιάσω ποτέ μου. Πάντως, με το βαθύ πιάτο η τσάντα πίσω σχημάτιζε μια ξεγδαρμένη καμπούρα. Ήταν από το φούσκωμα που επί χρόνια δημιουργούσε εκείνο το πιάτο. Για την καμπούρα της ράχης μάς έδιναν μουρουνόλαδο. Μπάινοντας στο συσσίτιο, κάποιος εκεί στην είσοδο, μας το έβαζε στο κουτάλι, που κρατούσαμε όλοι στο χέρι. Έπρεπε να το καταπιούμε αμέσως. Μ' αυτό το ίδιο κουτάλι τρώγαμε στη συνέχεια το φαΐ μας. Παρόλα αυτά όμως ούτε ευσταλείς γίναμε ούτε ευθυτενείς. Μείναμε μόνο αιώνιοι θαυμστές και μελετητές των ευσταλών, έχοντας συχνά την παρηγοριά ότι εμείς είμασταν απείρως πιο ευσταλείς στην ψυχή από κείνους κι ας νομίζει ο κόσμος.
Είχε αρκετό κόσμο στη Γενική Διοίκηση και πολλούς χωροφύλακες στις γωνιές με τα τουφέκια αναρτημένα. Οι χωροφύλακες στην Κατοχή, μα και στον εμφύλιο, φορούσαν χακί ρούχα, αλλά καπέλα πάντοτε πλατύγυρα. Στεκόμουνα στην άκρη, εκέι που είναι σήμερα - ελπίζω να είναι - το βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου στην Τσιμισκή. Καταπώς βλέπω, όλο με βιβλιοπωλεία επισημάινω τους τόπους...Σε κάποια στιγμή , όταν ο μουντός - θυμάμαι - ο κακοντυμένος κοσμάκης , πήρε να φωνάζει ρυθμικά μα αδύναμα " Όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση!", οι χωροφύλακες αμέσως έφραξαν κατά πλάτος τον δρόμο, κράτησαν τα τουφέκια με τις κάννες προς τον ουρανό, σαν να παρουσίαζαν όπλα, και άρχισαν να ρίχνουν. Είδα αυτό για μια στιγμή, είδα τον κόσμο να παραμερίζει στις άκρες , αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε, γιατί το έβαλα στα πόδια. Εξακολούθησα να τρέχω ακόμα και σε δρόμους με διαβάτες ανύποπτους , που πήγαιναν με όλο τους το πάσο. Ούτε καν είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Νόμιζα πως οι χωροφύλακες με τα τουφέκια θα χυμήξουν από κάποια γωνιά και θα σαρώσουν πυροβολώντας την πόλη. Αλλά αυτά, τότε, οι Γερμανοί μόνο μπορούσαν να τα κάνουν.
Πάντως, σε μερικές μέρες συνέβη κάτι το αναπάντεχο , που είχε γνήσια τη σφραγίδα της στρατιωτικής κακότητας. Μαζί με μυστικούς δικούς μας, μπλοκάρισαν οι Γερμανοί από τα χαράματα την πλατεία Δικαστηρίων, αφήνοντας, φαινομενικά ανοιχτούς μόνο τους επάνω δρόμους, που οδηγούσαν σ' αυτήν. Οι εργαζόμενοι που περνούσαν κοπαδιαστά αποκεί πρωί πρωί έπεσαν στη φάκα. Φτάνοντας κάτω μεριά τους σταματούσαν με τα πολυβόλα. Μάζεψαν έτσι χιλιάδες άντρες. Μετά άρχισαν, με όλη τους την άνεση, την ταχτοποίηση και τη διαλογή. Ήταν ένα λαμπρό πρωινό του Μαΐου,  και του Ιουνίου ίσως. Τους έβαλαν σε σειρές, ξεχωρίζοντας τους πιο νέους. Σ' αυτούς έκαμναν, συνέχεια, έλεγχο χαρτιών. Μόλις είχαν περάσει ένας δυο μήνες που είχαν μαζέψει τους Εβραίους κι έτσι οι εχθροί ένιωθαν πιο άνεση. Προηγουμένως, ποτέ δεν θα το έκαμναν αυτό, από το φόβο πως μπορούσαν να ανακατευτούν ανυποψίαστοι με Εβραίους και να μιανθούν. Από μακριά έβλεπες ξαφνικά σπρωξίματα, κλωτσιές, και άκουγες το κτηνώδες γερμανικό βρισίδι. Κατά το μεσημέρι άφησαν, πρώτα, τους παπάδες. Είχαν πιάσει αρκετούς κι απ' αυτούς, καθώς θα πήγαιναν για τον Όρθρο. Πρέπει να είχαν ανάψει τα ράσα τους μες στο λιοπύρι. Είχαν πιάσει και τον πατέρα Λεωνίδα, τον μετέπειτα αντικανονικό μητροπολίτη , καθώς κατέβαινε λοξά από το Διοικητήριο, όπου καθόντουσαν όλοι μαζί οι Ζωικοί, σ' ένα σπίτι με διαμπερή στοά αποκάτω, μα αυτόνα, μετά από διάφορα σούρτα - φέρτα, τον είχαν αφήσει να φύγει από το πρωί, προς μεγάλη συγκίνηση των γυναικών που κοίταζαν. Ύστερα από τους παπάδες, απέλυσαν τους γέρους, και σε λιγάκι τους μεσόκοπους. Τους νέους τους ξεδιάλεγαν σιγά - σιγά , αυτοί ήταν από το ιδιόκτητο κοπάδι τους. Άφηναν εκείνους μόνο, που μπορούσαν να αποδείξουν με χαρτιά ότι δούλευαν σε υπηρεσίες δημόσιες ή χρήσιμες για το Γ' Ράιχ. Τελικά απόμειναν αρκετές εκατοντάδες - οι πιο νέοι και εύρωστοι. Σκαφτιάδες, χτίστες, θαλασσινοί...Όλοι όσοι δεν είχαν πρόσωπα να τρέξουν εκείνες τις ώρες να τους ελευθερώσουν. Τους κατέγραψαν, τους δέσμευσαν και τους έκλεισαν σ'ένα σχολείο, εκεί στην Αγίας Σοφίας, από το Πειραματικό απέναντι. Διψασμένους και νηστικούς. Και ολότελα παραζαλισμένους. Φώναζαν σαν πουλιά από τα παράθυρα, ρίχναν χαρτάκια με μηνύματα. Τους παίρναμε τσιγάρα, πετώντας τα πακέτα ψηλά προς τα παράθυρα. Τα καημένα τα παιδιά, παρά το αναπάντεχο που τους βρήκε, διατηρούσαν αρκετό κουράγιο και κέφι. Ακόμα και χαμόγελο. Οι νέοι, τότε, οι φτωχοί μάλιστα, θεωρούνταν κάπως σαν υποψήφιοι μελλοθάνατοι, σαν ιδιαίτερα ανθεκτικά τομάρια, και τα ' παιρναν αψήφιστα κάτι τέτοια.
Σε λίγον καιρό μάθαμε πως τους διασκόρπισαν στις γραμμές του τραίνου. Τους χώρισαν σε ομάδες, τους οργάνωσαν, τους μοίρασαν κατά τμήματα τη γραμμή, και τους έβαλαν να ψάχνουν συνεχώς τις ράγες μ' ένα μακρύ ξύλο. Για ό,τι συνέβαινε στο κομμάτι τους, ήταν υπόλογοι με τη ζωή τους. Αυτό ξανάγινε , αργότερα, στον εμφύλιο με τους γιεχωβάδες. Μια και δεν εννοούσαν να πιάσουν όπλο, τους έδωσαν από ένα κοντάρι να ψά;χνουν τις γραμμές για νάρκες, δυναμίτη και τέτοια. Αν με το ανασκάλισμα οι εκρηκτικές ύλες έσκαγαν, το κέρδος ήταν όλο δικό τους. Αν πάλι δεν τις έβρισκαν και έσκαγαν καθώς περνούσε το τραίνο, το κέρδος το εισέπρατταν λίγο αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν επινοήσει και κάτι άλλο: βάζαν κρατούμενου ή επιστρατεμεύνους σ' ένα βαγόνι ανοιχτό και κουκουλωμένο με συρματοπλέγματα, σαν κλούβα, μπροστά από την ατμομηχανή, για να κάνουν έτσι εκβιασμό στους αντάρτες που υπονομεύαν τις γραμμές. Αν ανατίναζαν την αμαξοστοιχία, θα σκοτώναν πρώτα τους δικούς τους ή θα γίνονταν αιτία να εκτελεστούν. Δεν είμαι βέβαιος , αλλά νομίζω ότι αυτό το κόλπο χρησιμοποιήθηκε και και στον ανταρτοπόλεμο. Πάντως, γιεχωβάδες τουφέκισαν πολλούς, γιατί επέμεναν στις αρχές τους. Και μολονότι οι ιδέες αυτές είναι παλαβές και φαιδρές για μένα, εντούτοις ομολογώ ότι αποκαλύπτομαι μπροστά στην εμμονή τη μέχρι θανάτου θυσίας.
Δεν ξέρω πώς γλιτώσαν εκείνα τα παιδιά της πλατείας, θα διέρρευσαν μάλλον στους αντάρτες. Σήμερα δεν πρέπει να' ναι και πολύ μεγάλοι, εκεί γύρω στα εξήντα τους θα βρίσκονται. Και όμως κανένας τους δεν μας εξιστόρησε όλα αυτά. Φοβόντουσαν κιόλας οι άνθρωποι τόσα χρόνια. Πονάνε τα μέσα μου, όταν κάθε τόσο διαπιστώνω πως στην Αθήνα, την Κρήτη, και ιδίως στο Μοριά, δεν έχουν αφήσει το παραμικρό αντιστασιακό επεισόδιο, και το πιο ασήμαντο ακόμα, που να μην το έχουν αποθησαυρίσει, διαλαλήσει και προπάντων μεγαλοποιήσει. Κι εμείς με τα τόσα σπουδαία γεγονότα, τη βαριά σιωπηλή ζωή, όπου η Κατοχή ήταν δεκάδες φορές  αυστηρότερη, και οι εκτελέσεις πολύ πιο πολλές, δεν βγάζουμε άχνα. Αλλά μήπως μόνο η Κατοχή ήταν έτσι στα δικά μας μέρης; Όλες οι εποχές ήταν πιεστικότερες. Στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και οι διαταγές και σε μας επάνω εφαρμόζονται, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Πόυ είναι οι τόσοι εκτελεσμένοι μας, τα ονόματά τους, τα σημειώματά τους, οι τελευταίες τους στιγμές; Εκείνοι που όταν τους περνούσαν για πάντα από τους ακραίους συνοικισμούς έψελναν, έστω και λαθεμένα , τον εθνικό ύμνο και ο κόσμος έκλαιγε στα παράθυρα; Θεληματικά ή όχι, έχουμε παρατήσει τους ανθρώπους μας, που έφυγαν κρατημένοι και από μιαν άλλη ελπίδα. Φοβάμαι πως πολλών έχουν χαθεί ακόμα και τα ονόματα. Ξέρουμε - και πολύ σωστά - τις συνθήκες στο Χαϊδάρι, τις εκτελέσεις στην Καισαριανή, τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, τους ηρωισμούς μπροστά στο ιταλικό ιππικό, την απελευθέρωση, τους λόγους και τα μπαλκόνια , τα δεκεμβριανά. Ξέρουμε ακόμα για την πρωτομαγιά του Σικάγου, για το θωρηκτό "Ποτέμκιν", τη Ρωσία του 1905, το Πόρτ - Άρθουρ, τη Ρωσία του '17 - Χειμερινά ανάκτορα, θωρηκτό 'Αυγή", στόλος Βαλτικής, μεταμφιέσεις, και συνελέυσεις - αλλά δεν ξέρουμε τίποτε σχεδόν για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το Γεντί - Κουλέ, που θα' πρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, τις εκτελέσεις στο Χατζή - Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, το Τμήμα Μεταγωγών, που έχει παραδοθεί σε φροντιστήρια και βιοτεχνίες, τις άλλες, τις πολλές εκτελέσεις του εμφυλίου πίσω από το Εφταπύργιο. Ποιος θα τα καταγράψει αυτά και πότε επιτέλους θα τα κάνει; Ποιος θα πάρει τις προσωπικές καταθέσεις όσων ακόμα κρατιούνται στη ζωή; Θα χαθούν, θα αλλοιωθούν - κάθε μέρα αλλοιώνονται και πεθαίνουν. Εγώ αυτό δεν είμαι σε θέση να το κάνω, πρέπει να βρεθούν άλλοι, μάλλον νεώτεροι. Είναι αλήθεια πως τους λόγιους της Θεσσαλονίκης τους τρομοκρατούν και κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατώτατης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες , που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό τους σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα.
Αυτοί είναι οι δεύτεροι φονιάδες, οι πνευματικόι συνεχιστές. Μόνο με την εξάλειψή τους η πόλη μας θα πάρει ανάσα.



Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Πεζογραφήματα, Κέδρος 1986 , 6η έκδοση
Για τα 30 χρόνια από το θάνατό του( 16 Φλεβάρη 1985)

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργος Ιωάννου «†13-12-43»


Καλάβρυτα:Χαρακτικό από παράνομο λεύκωμα της κατοχής.
 Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών' μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.
Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;
Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια, 
φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...
 Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν' από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...
Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν' αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.
Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.
Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.
Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.
Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.
                                                                                                                                                Γιώργος Ιωάννου