Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέμος Κορνάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέμος Κορνάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλιαράκι του Εσταυρωμένος Λαός αφηγείται με  δυνατά ρεαλιστικό και σπαρακτικό  τρόπο τις θηριωδίες και τις φρικαλεότητες των Γερμανών και των ελλήνων συνεργατών τους στο Χορτιάτη. Σκηνές σκληρές, τρομερές και ανείπωτα τραγικές ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου. Οδύνη, πόνος και οργή για τις ωμότητες, που διεπράχθησαν και  αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους,  με αποκορύφωμα τον ομαδικό θάνατο στην πυρά των κατοίκων του χωριού, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.

Είναι το τρίτο βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, μετά το Χρονικό του Διστόμου και το Στρατόπεδο Χαϊδαριού, που γράφει, με ντοκουμέντα για την Αντίσταση εναντίον των κατακτητών και τα φοβερά αντίποινα τους εναντίον των αμάχων για να κάμψουν την  αντίσταση του ελληνικού λαού.

Ο πρόλογος είναι από την πρώτη έκδοση του 1945 και έχει τον τίτλο «Απαγορεύεται να θυμάσαι…». Σε αυτόν αιτιολογεί την έκδοση αυτών των μικρών βιβλίων αρχικά γιατί

«Την Ιστορία μας πρέπει να τη μάθει και το πιο φτωχό και το πιο αγράμματο παιδί και του δικού μας τόπου και των ξένων χωρών. Μ’ αυτούς εκάναμε τις συμφωνίες, και μ’ αυτούς έχουμε κοινούς λογαριασμούς.

Σ’ αυτούς εδώκαμε ΕΜΕΙΣ την ΠΡΩΤΗ βοήθεια και την ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ.



Και δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση, στ’ όνομα καμιάς πολιτικής σκοπιμότητας, να δεχόμαστε ραπίσματα από επίσημα χέρια, διαβατικών πολιτικών, σαν και τούτο:

– “ Κατά τους πρώτους μήνας του 1941, η Μεγάλη Βρεταννία εθυσίασε, παρά την θέλησίν της, και ίσως κάπως αστόχως τας κατακτήσεις της εις την Αίγυπτον και την Κυρηναϊκήν, δια να στείλη στρατιωτικάς δυνάμεις προς βοήθειαν της Ελλάδος εις τον αγώνα της κατά των Γερμανών. Και η Ελλάς δεν θα λησμονήση ποτέ την βοήθειαν αυτήν, την οποίαν την προσεφέραμεν, έστω και άνευ αποτελέσματος. Αλλ΄η τιμή μάς επέβαλλε να το κάμωμεν αυτό”.

Σ’ αυτό το κατασκεύασμα της « Υψηλής πολιτικής» που είναι γεμάτο κιντύνους για την Εθνική μας υπόθεση, σε παραμονές συνεδρίων Ειρήνης, πρέπει να απαντήσωμεν αμέσως, με αναλυτικό λογαριασμό των θυσιών και των αγώνων μας.

Οι πνευματικοί μας άνθρωποι πρέπει αμέσως να παρατήσουνε κάθε δουλειά. Να βάλουνε στον οδοιπορικό τους σάκκο λίγο ψωμί και λίγες εληές και να τρέξουνε στην ύπαιθρο . Να μαζέψουνε τα στοιχεία των αγώνων της Εθνικής μας Αντίστασης.

Οι δάσκαλοι, ας παρατήσουνε τις έδρες τους κι’ ας κάνουνε την ίδια δουλειά.

Οι μαθητές, ας γίνουνε συνεργεία, ας γίνουν σμήνη μελισσόπουλων που θα συνάξουνε το μέλι της Εθνικής Κυψέλης . Τα θρανία δεν πρόκειται να τους δόσουν τίποτα σοβαρότερο αυτή τη στιγμή.

Κι’ άλλα οργανωμένα συνεργεία πνευματικών παραγόντων, θα επεξεργαστούνε το υλικό, θα το εκδόσουν και θα το κυκλοφορήσουν, ως εκεί που μπορεί να φτάνει ανθρώπινο ταχυδρομείο.

Η πολιτεία έπρεπε να οργανώσει αυτή τη δουλειά. Όμως αντί γι’ αυτό σωπαίνει. Δέχεται τα ραπίσματα, αρνείται τους Νεκρούς και τους Ήρωές της. Διαγράφει την Τετράχρονη προσφορά του Έθνους στον μεγάλο αγώνα και διώκει τους επιζήσαντες στρατιώτες της Ιερής Αντίστασης.

Και κάτι ακόμη: Ετοιμάζει Νόμο να συνταξιοδοτήσει τους ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ του καταχτητή.

Αν αυτά τα μασκαριλίκια λέγονται «πολιτική», η πολιτική αυτή είναι απαράδεχτο να ασκείται για λογαριασμό του ηρωικότερου Λαού του Κόσμου.

Κι’ όποιος θέλει, ας πάει να την ασκεί στο Λαό των Κάφρων. Αν του το επιτρέψουνε.»

και στη συνέχεια

«Η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης θα αρχίσει να εκδίδεται σε πολύ μικρά βιβλιαράκια. Για να μπορεί να τα πάρει ο καθένας.»

Από τον εθνικό Γολγοθά βγαλμένο το χρονικό του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη.

«Ο Χορτιάτης είναι ορεινό χωριό. Λίγες ώρες όξω από τη Θεσσαλονίκη(…)

Στις 2 του Σεπτέμβρη 1943, πρωΐ – πρωΐ, δύναμη Γερμανών και Ταγματασφαλίτες μαζί πατήσανε το χωριό. Αρχηγός των Γερμανών είναι ο λοχαγός Σούμπερτ και των ασφαλιτών ο Καπετανάκης. Τη γενική διεύθυνση την έχει ο Γερμανός αξιωματικός. Το σχέδιο της επιχείρησης, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, δε μπορεί παρά να έχει καταστρωθεί από τα πριν. Γιατί, μόλις μπήκανε μέσα, σκορπάνε στο χωριό οι γενίτσαροι. Οι Γερμανοί πιάνουνε τις εξόδους και τους κεντρικούς δρόμους. Χτυπούνε και την καμπάνα για να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία.

Μερικοί μαζεύτηκαν. Προσπαθούνε να πείσουνε τους Γερμανούς πως είναι ξένοι. Επισκέπτες ή παραθεριστές. Τους λένε να περιμένουνε.

Σιγά – σιγά μαζεύονται κι’ άλλοι. Τους φέρνουνε οι τσολιάδες. Πρώτος ο παπάς του χωριού. Δημήτρης Τομαράς λέγεται κ’ είναι 75 χρονών. Αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να τον τραβά ένας από τα ράσα, άλλος από τα γένεια κι’ άλλος να τον χτυπά με τον υποκόπανο στα πλευρά. Μπροστά και τα δυο του κορίτσια. Η μια λέγεται Ερατώ και είναι 18 χρονών και η άλλη Αγγελική και είναι 20 χρονών. Εξαιρετικής καλλονής και οι δυο τους.

Τα κορίτσια φωνάζουνε για την μεταχείριση του πατέρας τους κι’ ο πατέρας εξαγριωμένος διαμαρτύρεται για τη μεταχείριση των κοριτσιών. Τις έχουν αναγκάσει να πορεύονται με σηκωμένα φουστάνια. Επειδή δεν υπακούνε τους τα δένουνε ανασηκωμένα στη μέση με σπάγγους.

Ξωπίσω φέρνουνε άλλοι, τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Χρήστο Παντάτσο, με τη φαμίλια του. Τη μητέρα του, 75 χρονών γερόντισσα, και τα τρία ανήλικα παιδιά του: Δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι.

Τον Πρόεδρο τον φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνή και τη γρηά Μάνα του!

Οι μαζεμένοι στην πλατεία ξεφωνίζουνε με φρίκη κι’ αγανάχτηση. Οι Γερμανοί γελούνε στην αρχή. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο γίνεται σκοτεινή γκριμάτσα, έπειτα τρέμουλο, σπασμός ερεθισμένου ζώου. Το γυμνό τούς έχει αποθηριώσει.



Από κάθε δρόμο, από κάθε γωνιά ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.

Το σχέδιο ασφαλώς , έγινε πριν να μπουν στο Χωριό. Γιατί δεν εξηγείται αλλοιώς, πώς όλοι κουβαλάνε μισόγδυμνες ή κι’ ολοωσδιόλου γδυμνές τις γυναίκες.

Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, των πατεράδων που εξευτελίζονται και δέρνονται, των Μανάδων με τα γδυμνά στήθια και των γδυμνών κοριτσιών, μπερδεύονται και τσαλαπατιούνται και κλαίνε τα μικρά παιδάκια. Παιδάκια, όπως φαίνεται από τον κατάλογο που βάζομε στο τέλος, δυο και τριώ και πέντε χρονών.

Πιστεύω να κλαίνε περισσότερο από τον πόνο που νοιώθει η ψυχούλα τους, για τη διαπόμπευση των γονιών και των αδερφάδων τους, παρά γιατί φοβούνται.

Στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου, που βγαίνει στην πλατεία, ανάβει δυνατή φωτιά. Τη συμπαίνουνε με δεμάτια σανό, για να αρπάξουνε φωτιά τα χοντρά κούτσουρα.

Ένας Γερμανός μπαίνει ανάμεσα στον κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ίσια στον παπά. Τον γαργαλάει στη γενειάδα, γελά σαν σατανάς, του κλείνει πρόστυχα το μάτι κι’ αρπάζζει βίαια τη μια του κόρη. Ο παπάς ορμά και του δαγκώνει το χέρι. Ο Γερμανός διατάσσει δυο άλλους Ες – Ες και βγάζουνε ένα ένα τα δόντια του παπά με μια τανάλια. Αυτός τραβά την κοπέλα, τη σούρνει, καθώς είναι πεσμένη χάμω κι’ αντιστέκεται, και μπαίνει στο πρώτο σπίτι που βρίσκεται μπροστά του.

Φαίνεται πως αυτό ήταν το σύνθημα. Οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σαν όρνια, μέσα στο πλήθος. Χτυπούνε τους άντρες, άλλους τους δένουνε και ορμούνε ανάμεσα στις παρέες των κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.

Σημειώνονται λιποθυμίες, ακούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αυτοί τη δουλειά τους!

Τρία κορίτσια τα καλούν με τα ονόματά τους. Τα διαβάζουνε από χαρτάκι. Δεν δίδεται καμμιά απόκριση. Δεν ακούγεται κανένα «Παρών».

Τότες αρπάζουνε τρία, από τη μεγάλη μέση.

Τα σέρνουν όξω απ’ το πλήθος. Λίγο παρέκει, μπροστά στα μάτια του ξέφρενου κόσμου, βιάζονται απάνθρωπα, στη λιποθυμία τους απάνω. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται. Αν και θα μπορούσαν να γραφτούν. Δε ζούνε πια. Στη φωτιά που είχαν ανάψει τις βάλανε! Δεν τις πετάξανε. Τις περάσανε ολοζώντανες σε σούβλες αρνιού. Και για λίγην ώρα τις στριφογυρίζουνε, όπως στριφογυρίζουνε τα σφαχτά…

Η μυρουδιά από την ψητή ανθρώπινη σάρκα, φέρνει το πλήθος σ’ έξαλλη ταραχή, που μοιάζει με παραφροσύνη.

Από την στιγμή αυτή μπερδεύονται τα πάντα.

Οι χωρικοί δεν είναι πια σίγουροι αν ζούνε αυτή την πραγματικότητα, ή αν βλέπουνε φριχτό εφιαλτικό όνειρο..

Το ίδιο κ’ οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες, ζούνε όξω κόσμου. Έχουνε χάσει τα σύνορα. Δεν είναι, λες, πια σε θέση να ξέρουνε αν βρίσκονται στην πανάρχαια ζούγκλα, εκατομμύρια χρόνια πίσω, ή αν ενεργούνε σαν όργανα ενός τωρινού κόσμου, για συγκεκριμένους, έστω κι’ ακάθαρτους σκοπούς.

Οι ανασταλτικές δυνάμεις των ανθρώπινων παθών στομώνονται. Η Ζούγκλα κατακλύζει τα πάντα, σαρκάζοντας με των θεριών τα στόματα. Τα πάθη ξεχειλούνε, παφλάζουνε, εξαφανίζουνε στη στιγμή κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, και τη στιγμήν αυτή δεν υπάρχει στη θέση του κόσμου των ανθρώπων τίποτ’ άλλο, παρά η μυρουδιά ψητής ανθρώπινης σάρκας και κάποιων αγριμικών ρουθούνια, που πάλλονται ερεθισμένα.

Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από γδυμνά γυναίκια κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, με θεατές τους ίδιους τους προστάτες της τιμής, τους πατεράδες, τις μανάδες, τ’ αδέρφια, τα μωρά παιδάκια.

Κι’ αυτοί αισθάνονται σαν απόκοσμοι, σαν υπερφυσικοί εξουσιαστές του κόσμου, που τίποτα δεν  τους είναι ξένο κι’ απαγορευμένο. Όλα μπορούνε να τα επιχειρήσουνε και να τολμήσουν.

Αυτή την ώρα δεν υπάρχει πια ανώτερος που διευθύνει και κατώτεροι που εκτελούν μια, έστω κι’ αυτή την απάνθρωπη, επιχείρηση.

Υπάρχει μόνο δύναμη και αδυναμία.

Γερμανοί και Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιούνται χάμω πλάι –πλάι, συνεννοούνται σε μια παράξενη άναρθρη γλώσσα, ανακατεύονται με κοπέλλες π’ αφρίζουν και παλεύουν κι’ αντιστέκονται , με Μανάδες που λιποθυμούν, με γονιούς που χυμούν και δαγκώνουν, και μ’ άλλους που δεμένοι παρακολουθούν με καταπιομένη τη γλώσσα και γουρλωμένα τα μάτια…

Ένα συνεχούμενο μουγκριτό λιμασμένων ζώων που ικανοποιούνται, ένας λυγμός, σπαρασσόμενων ανθρώπων, μια πηχτή – πνιχτή – πλανταμένη φρίκη που ξεχειλά από κάποια λαρύγγια, κι’ αθώες φωνούλες που ρωτούνε, χωρίς ν’ ακούγονται: « …Μπαμπά! Όλους θα μας φάνε οι Γερμανοί!…» Να, τι είναι αυτή η στιγμή.

Θέλετε ν’ αφήσομε λιγάκι και τη φαντασία λεύτερη, για να συμπληρώσει το ζωντανό πίνακα, με τις εκφράσεις των παιδικών προσώπων, με την τρομάρα των παιδικών ματιών, με την απελπισία που εκφράζουνε οι αδέξιες παιδικές χειρονομίες με τα ξαφνιασμένα τρυφερά λογάκια που φεύγουν απ’ τ’ αγγελικά στόματα, με την προσπάθεια να στραταρίζουνε ανάμεσα στον σπαρασσόμενο ανθρώπινο σωρό, για να παρηγορήσουν μ’ ένα χάδι τη λιπόθυμη αδελφούλα, τη μισοσπαραγμένη Μανούλα, ή το δεμένο τραγικό θεατή που λέγεται Πατέρας;

Δεν υπάρχει δύναμη που ν’ αντέχει στη δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Η καρδιά θα σπάσει. Θα τσακίσουν και τα ισχυρότερα νεύρα. Κ’ η εμπιστοσύνη του ανθρώπου θα χαθεί τελειωτικά από τον πλησίον. Όλη η ζωή μας θα καταντήσει σε σύγχιση και σε τρομερή κι’ ανείπωτη κρίση. Ο ύπνος θα περιφρονήσει τα μάτια μας, που θα μείνουν ορθάνοιχτα, για πάντα, μπρος σε εικόνες φρίκης, αιμάτων, διωγμών, ανθρωποφαγίας κι’ ανθρωποσφαγής.



Φτάνει η ίδια η πραγματικότητα. Είν’ αρκετή η συνέχεια που ακολουθεί, για να βαθμολογήσει τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Η φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστά σ’ αυτή τη συνέχεια των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Κ’ οι δυνάμεις ενός ανθρώπου είν’ ασήμαντες κι’ ανίκανες, μπροστά στο πελώριο θέμα των λεπτομερειών της ωμής αυτής πραγματικότητας, που λέγεται Ελληνική Αντίσταση.

Δεν έχομε καιρό για ξόμπλια και «ενορχήτρωση της φράσης», και παιχνίδια.

Δε γράφονται με πέννα τέτοια πράματα. Με τα νύχια γράφονται. Κι’ αντίς για μελάνι χρησιμοποιείται ολόσκετο « ανθρώπινο αίμα και δάκρυα κ’ ιδρώτας…»

(…) Από τους Εθνομάρτυρες αυτούς, που άπλωσαν τα πάλλευκα χέρια τους στους Μάρτυρες του Κρητικού Αρκαδιού, από έναν ασήμαντο φούρνο του Χορτιάτη, θα λείπουνε δυο, όταν θα γίνει το προσκλητήριο στη Χώρα των Ηρώων του έθνους.

Αυτοί οι δυο, μέσα στη μπόρα και στη σύγχιση, κατάφεραν να φύγουν μέσα από τις φλόγες. Είναι: Η Μαρία Αγγελίδη, σαράντα χρονών, και η Βασιλική Γκουραμάνη – που ζήσανε για να μας διηγούνται  πώς πεθαίνουν οι Ήρωες, πώς κρατάν το μυστικό του Έθνους, και πώς κερδίζεται η λευτεριά. Κι’ ακόμη, με τι ποτίζεται το δεντρί της Νίκης.

Είναι αδύνατο να μην τις αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί. Το πιο πιθανό είναι πως τις αφήκαν σκόπιμα για να μεταφέρουν την απίστευτη φρίκη και το ανήκουστο  θέαμα στους άλλους, στ’ άλλα χωριά, στην Ελλάδα ολόκληρη, και να σπείρουν τον τρόμο , τη σύγχιση και τον πανικό στον αγωνιζόμενο Λαό.

Το κέρδος των δημίων θα ήτανε ν’ αμβλύνουνε, με τον τρόπο αυτό, τη μαχητικότητα των Ελλήνων, για να ελπίσουνε οι ίδιοι σε μια σιωπηρή ανακωχή, σε μιαν άφωνη συμφωνία πως σε ώρα υποχώρησης ή συμμαχικής απόβασης, το εσωτερικό μέτωπο θα έμενε αδιάφορο κι’ ακίνητο. Κι’ ακίντυνο.

Ως την ύστερην ώρα οι Ούννοι δε θέλησαν να πιστέψουν πως ο Λαός μας δεν ξέρει να παζαρεύει τη λευτεριά και να βάζει διατίμηση στις θυσίες του.

Πόλεμο έκανε για την Ελευθερία του ανθρώπου. – Για την αυτοδιάθεση των Λαών της Γης. – Για την κατάργηση της Πενίας και του Τρόμου. – Για τη συντριβή του Φασισμού.

Για τη ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ  δεν προβλέπει το συμβόλαιό του με τους λαούς της Γης…(απόσπασμα)

«Δεν θα χαμηλώσουν οι φλόγες της μνήμης» : η κραυγή  στον επίλογο της τρίτης έκδοσης, το 1963..

«Το να θυμάσαι, και να επιμένεις να γράφεις για τις δυο χιλιάδες εφτακόσιες πολιτείες και χωριά της πατρίδας σου, που είχανε τη μοίρα του Χορτιάτη, απαγορεύτηκε αμέσως μόλις φύγανε οι Γερμανοί. Έπρεπε ν’ αρχίσουνε σιγά –σιγά να χαμηλώνουν οι φωτιές της μνήμης , και να δοθεί καιρός στους καννιβάλους του Χορτιάτη να πάνε στα σπίτια τους, ν’ αλλάξουνε, να πλύνουνε τα χέρια, και να πισωγυρίσουνε τουρίστες, έμποροι παιδικών παιχνιδιών, δάσκαλοι, αρχαιολόγοι, Ελληνολάτρεις!…

Δεν είναι βέβαια λαδολύχναρο αυτή η έρμη η μνήμη να το ανάβης όποτε κι όσο το χρειάζεσαι. Είναι στιγμές που λαβουρντανίζει χωρίς να το θες, πέφτει ίδιος κεραυνός, βάζει φωτιά στην κοιμισμένη οργή, στα ναρκωμένα μίση, βαράει συναγερμό ανάμεσα στους εξακόσιες χιλιάδες νεκρούς των Ελλήνων, κι’ από κει κανένας δε μπορεί να ευθύνεται για τ΄ αποτελέσματα της θύελλας.

Έγινε, βέβαια , νόμος που τιμωρεί τις τέτοιες θύελλες, και στην εφαρμογή του χτυπάει όποιον θυμάται τον πατέρα και τη μάνα του, όποιον θάβει τους νεκρούς του, ως και κείνον ακόμη που πάει ένα πιάτο κόλλυβα στην εκκλησία για να μνημονευτούνε οι στάχτες από τους φούρνους του Χορτιάτη κι’ από τ’ ατέλειωτα θυσιαστήρια της Πατρίδας(…)

(…) οι νεώτερες γενιές δε θα μείνουνε στα χέρια άνομης εξουσίας για να τους αμβλύνει και ν’ αφανίσει την εθνική τους συνείδηση, πλαστογραφώντας την ιστορία μας για συμφέροντα ξένα, και από τρόμο μιας ενοχής.

Είναι όμως ανάγκη, στις γενιές αυτές να μη κουραζόμαστε να θυμίζουμε την πρόσφατη ιστορία μας. Και να κρατούμε στο ακέραιο το θαυμασμό στη μνήμη των γονιών τους, που σε κρίσιμη ώρα σώσανε την τομή της Ελλάδας και την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους, με την ασύγκριτη Αντίστασή τους.

Αυτό το σκοπό εξυπηρετεί η επανέκδοση του μικρού τούτου χρονικού».



Θέμος Κορνάρος, Εσταυρωμένος Λαός, Νεοελληνικές Εκδόσεις – Βιβλιοθήκη του Λαού – Αθήνα 1963, 3η έκδοση. «Το εξώφυλλο επεξεργάστηκε ο νέος ζωγράφος Γιώργης Φαρσακίδης, τραυματίας της μάχης του Χορτιάτη.»

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Θ. Κορνάρος: Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)

Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού). Συγγραφέας του βιβλίου ο Θέμος Κορνάρος. Στη μέσα σελίδα αναφέρεται ότι «το μοναδικό αντίτυπο του έργου αυτού βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του φίλου Ο.Τ ο οποίος και μας το παραχώρησε».

 Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Θέμος Κορνάρος σε ρόλο ρεπόρτερ αρχικά γράφει «Δυο λόγια σαν εισαγωγή»:

«Με το να προσπαθούμε να σημειώσουμε τη δράση της Γενικής «Ασφάλειας» και των χαφιέδων, σε τούτες τις σελίδες που ακολουθούνε, δε θα πει πως μας ξαφνιάζουνε τα εγκληματικά ένστικτα κι ο σαδισμός των ανθρώπων αυτών. Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προσόντα που ζητάει το κράτος απ’ αυτούς για να τους ταΐσει. Τους διαλέγει όπως ο τσομπάνος τα μαντρόσκυλά του. Και τους περιποιείται και τους μεταχειρίζεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Δε μας ξαφνιάζει λοιπόν η διαγωγή εξ επαγγέλματος δολοφόνων, πολύ περισσότερο όταν έχουμε υπόψη διαγωγή υπουργών που ξεπερνάνε κάθε τέτοιο υπάνθρωπο σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Γι’ ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Είτανε η απεργία των κεραμοποιών. Ο Καρτάλης, υπουργός της Εθνικής Οικονομίας. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά από 10 χρονώ κι απάνω, μαζευτήκανε από το πρωί όξω από το υπουργείο. Έβλεπες τις χιλιάδες αυτές των ανθρώπων, μέσα στο λιοπύρι, στον ιδρώτα, να φωνάζουνε, να διαμαρτύρονται, να ζητούνε να εξετασθούνε τα αιτήματά τους. Και ταυτόχρονα να μάχονται με τις ομάδες των οπλισμένων αστυνομικών. Όποιος κι αν ήσουνε, θα λύγιζες σ’ αυτό το θέαμα μπροστά. Ο Καρτάλης, θέλοντας να κάμει επίδειξη της ζωώδικης αδιαφορίας του, ρώτησε απαθέστατα έναν υπάλληλο του υπουργείου, «αν δε θα’ τανε σωστό να στείλει μερικές λεμονάδες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!…»
- Από το πρωί φωνάζουνε! Θα ξεράθηκε ο λαιμός τους!… Έτσι εξήγησε ύστερα.
Του άρεσε να τους ακούει να φωνάζουνε. Αισθανότανε ηδονή να βλέπει τόσον κόσμο να περιμένει απ’ αυτόνε κάτι και κείνος να μη βιάζεται να δώσει καμιάν απάντηση. Και για να παρατείνει το σαδιστικό ηδονισμό του, ζητούσε σοβαρότατος πληροφορίες αν το καφενείο του υπουργείου είχε αρκετές λεμονάδες. Και την ίδια στιγμή ειδοποιούσε την Ασφάλεια να στείλει περισσότερη δύναμη για να τσακίσει τους απεργούς, που υπερασπίζονται  το ψωμί των παιδιών τους με το έσχατο όπλο άμυνας, τη μαχητική απεργία.

mahs36c

Στη θέση του είναι σήμερα ο καθηγητής Κασιμάτης. Ένας διανοητικός μόρτης που δίνει τώρα εξετάσεις μπροστά στους βιομηχάνους, προσπαθώντας να τους πείσει πως άδικα ως τα σήμερα τον είχανε παραγνωρίσει. Περιεχόμενο στο κεφάλι του μη ζητάει κανένας. Όλη του την «επιτυχία» τη στηρίζει σ’ ένα γνώρισμα εξωτερικό, που ο καθρέφτης τον βοήθησε πολύ να το καλλιεργήσει και να το εκμεταλλευτεί.
Όταν δεν έχει τι να πει, μαζεύει τα χείλια του. Στις άκρες τους, στις δυό γωνιές του στομάτου, σχηματίζονται δυό λακκάκια. Κι όποιος δεν τον ξέρει, βλέποντας αυτή τη διασκευή στο μούτρο του, τόνε παίρνει για δυνατό άνθρωπο, που έχει το κουράγιο να ειρωνεύεται το σύμπαν. Μ’ αυτά τα δυό λακκάκια παραπλάνησε, ξεγέλασε, ανέβηκε σ’ έδρες καθηγητικές και γίνηκε υπουργός. Αντίγραψε σ’ αυτό το κεφάλαιο την ταχτική της κοκέτας  γυναίκας. Και με τον ίδιο τρόπο φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ αντικρίσει και την απεργία των καπνεργατών, σαν υπεύθυνος υπουργός.
Μα σαν άκουσε τις δηλώσεις των απεργών του Βόλου, πως «για να βάλουν έστω και έναν απεργοσπάστη στα καπνομάγαζα θα πρέπει να περάσουν πάνω από τα πτώματα των καπνεργατών και καπνεργατριών», τα’ χασε. Και κάλεσε τους φυσικούς του συμβούλους, τους καπνεμπόρους και βιομηχάνους, να λύσουνε το ζήτημα σε συνεργασία με την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Από κείνη την ημέρα, Τετάρτη 6 του Μάη, η κυβέρνηση του κράτους περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των δυό Ασφαλειών και των καπνεμπόρων.
Είναι η 8η μέρα της απεργίας των καπνεργατών.»

mahs36d


Στη συνέχεια ακολουθεί σε μορφή ρεπορτάζ η περιγραφή των κινητοποιήσεων των καπνεργατών, η προετοιμασία του κράτους να επέμβει με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και το στρατό, παρουσιάζει αναλυτικά τα γεγονότα και τις συγκρούσεις, δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα των ημερών με πλούσιους διαλόγους και πολλές φωτογραφίες.
Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη με τη  ματιά και την μαχητική  γραφή του Θέμου Κορνάρου .

«Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:

Τάσος Τούσης
 Αναστασία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλβατόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδαμαντίου

Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάσις των 9. Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά. Το ίδιο γίνεται και σε μερικά άλλα μέρη. Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό της Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.
- Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
– Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες;

Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.

mahs36e


Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα. Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής. Κείνη την ημέρα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.
Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται  ο λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.
Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα. Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, απαντά ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.
- Τα χτήρια είναι δικά μας!
– Τίποτε να μην πειραχτεί.

Γιατί πραγματικά τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τους στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού. Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπομπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.»

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαββατο απόγεμα. 9 του Μάη». Πρώτα η μάνα του  δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Δημήτρη Αγλαμίδη, τυφλή γερόντισσα ξεχύνεται στους δρόμους αναζητώντας το παιδί της.

«…Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
– Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου.
Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Του παιδιού μου ήτανε…
(κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
– Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν κατάλαβα τίποτες παιδί μου…»


mahs36f
Μετά η  τραγική φιγούρα της μάνας του 22χρονου επινικελωτή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστιχά Γιάννη Πανόπουλου, που σκούπισε τα δάκρυα της, έσφιξε την καρδιά της και ρίχτηκε στη δουλειά για κείνους που απομείνανε, για τις οικογένειες των δολοφονημένων.

«Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα το πρωί της Κυριακής. Καλούνε το λαό να κηδέψει τα 9 θύματα της χτεσινής σφαγής. Δεν έδωσε κανείς το σύνθημα. Όμως δεν έμεινε βουβή καμιά καμπάνα, από τις μεγάλες ως τα ξωκλήσια. Όλος ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Νέοι γέροι, γυναίκες και παιδιά απ’ όλες τις συνοικίες και τους συνοικισμούς ξεκινούν για το νεκροταφείο, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, μαύρες σημαίες ή πλακάτ με τέτοια συνθήματα:
- Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς!
– Στο σκαμνί ο Ντάκος!
– Τους σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί.
– Εκδικηθείτε το αίμα των αδελφιών μας.

Οι μικρές ομάδες γίνονταν γρήγορα μεγάλες διαδηλώσεις. Απ’ όπου περνούν μαζεύουν λουλούδια. Από τη γλάστρα του φτωχόσπιτου που προσφέρει με συγκίνηση, ως τον ανθόκηπο της έπαυλης που δίνει από φόβο. Οι κοπέλες πλέκουν στεφάνια για τα φέρετρα και τους τάφους των νεκρών και σκορπίζουν λουλούδια σ’ όλα τα σημεία των δρόμων που βάφτηκαν από το αίμα των δολοφονημένων αδερφιών τους.
Όσο κατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους, οι διαδηλώσεις ογκώνονται. Η οδός Εγνατίας και οι πάροδοι έχουν πλημμυρίσει από μια φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπετιούνται ομιλητές κι αδιάκοπα ο αέρας ανταριάζεται απ’ την κραυγή:
- Εκδίκηση!
Μπρος στο  Γ΄ αστυνομικό τμήμα υπάρχει ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να φυλάξει τους δολοφόνους, τους Ντάκους, από την οργή του λαού. Η συγκίνηση του πλήθους μεταδίδεται στους φαντάρους. Κι όταν η διαδήλωση φτάνει κοντά τους, αγκαλιάζονται με το λαό(….) Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη ορμή(…)
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που’ γινε το μεσημέρι στην πλατεία  Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να  την αντιμετωπίσουν, χρειάζονται μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα.
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του’ δειξε το δρόμο για να αποκτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία».

mahs36b 
«Θέμος Κορνάρος, Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)», εκδόσεις χρόνος, Αθήνα 1981
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.

(Αφιέρωμα του περιοδικού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορνάρου, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Εκδήλωση αφιερωμένη στον Θέμο Κορνάρο

 Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της επαρχίας Μεσσαρά της Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει σχεδόν τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. Ο Θέμος Κορνάρος, σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα μέχρι και την Κατοχή. Συνελήφθη για τις ιδέες του το 1947 και εξορίστηκε ως το 1952. Πέθανε το 1970, ενώ η κατάστασή του, τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν καλή και λόγω της δικτατορίας ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος. Από την κύρυξη της δικτατορίας μέχρι και το θάνατό του (από ποια αιτία; Η Έλλη Αλεξίου λέει από πλήρη ένδεια) δεν υπάρχουν ή δε μας έχουν διασωθεί στοιχεία για τη ζωή του. Περίεργο αν σκεφτεί κανείς πόσο αγαπητός ήταν και πόσες σχέσεις είχε με τους συναδέλφους του. Βεβαια είναι μια περίοδος δύσκολη, με το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα μέλη του στην παρανομία.
Τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατό του και πολύ λίγα έχουν γραφτεί για αυτόν και το έργο του. Ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές. Άδικο για κάποιον που καταξίωσε με την τέχνη του και τη ζωή του την ιδέα του κομμουνισμού. Για κάποιον που με το έργο του κήρυξε την πίστη του στο λαό και στους αγώνες του. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ότι σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικόττα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά.
Με αφορμή τα τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατό του ο Δήμος Αγίων Αναργύρων μαζί με τον Σύλλογο Φιλολόγων Δυτικής Αθήνας και το περιοδικό μας (ΑΤΕΧΝΩΣ), τιμούμε τον αγωνιστή λογοτέχνη, ο οποίος για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς.

Η εκδήλωση θα γίνει την ΤΕΤΑΡΤΗ 6 ΜΑΗ 2015, στις 7 το απόγευμα, στο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ «ΣΠΥΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ» (Ηρώων Πολυτεχνείου 39 και Αρετής, Άγιοι Ανάργυροι)
Χαιρετισμό θα απευθύνει ο Δήμαρχος Αγίων Αναργύρων Νίκος Σαράντης
Θα μιλήσουν:
Ηρακλής Κακαβάνης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας, συνεκδότης του περιοδικού ΑΤΕΧΝΩΣ Σοφία Μπαρδάνη – Σημαντήρη, πρόεδρος του Συλλόγου φιλολόγων Δυτικής Αθήνας  και μέλος της Επιτροπής Κρίσεως Νέων Μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών 'Αννεκε Ιωαννάτου, φιλόλογος – κριτικός λογοτεχνίας
Θα χαιρετίσουν:
Γιώργος Φαρσακίδης, ζωγράφος – συγγραφέας, συνεξόριστος του Θέμου Κορνάρου Ιφιγένεια Πανέτσου, απόγονος του συγγραφέα
Θα προβληθεί 5λεπτο ντοκιμαντέρ για το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου σε επιμέλεια Μαρίας Καϋμενάκη – Ζωής Οικονόμου
Την εκδήλωση θα «ντύσει» μουσικά ο Δημήτρης Κανέλλος με το συγκρότημά του.
Θα συντονίσει ο Αλέκος Πούλος, ποιητής, πρόεδρος της Επιτροπής Κρίσεως Νέων Μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Θέμος Κορνάρος


..Γιόστρα είναι η φυλακή που, ολοημερίς κι' ολονυχτίς, κονταροχτυπούνε Διγενήδες κι' Αη Γιώργηδες με τον Ανίκητο. Στην τελική μάχη μαζί του όλοι πάνε χτενισμένοι, γελαστοί και τραγουδώντας.
Μα τη φάση εκείνη ποιος τη λογαριάζει πια!...Κρατάει δευτερόλεπτα μονάχα και καμμιά φορά μπορεί κ' η απελπισία κ' η συμφόρηση να περάσουν  για ηρωισμός. Οι άπειρες χιλιάδες στιγμές μιας πεζής, καταθλιφτικής ζωής είναι που κάνουνε τον άντρα!...
- Να μην ελπίζεις τίποτα για τον εαυτό σου και να μοιράζεις ελπίδες σαν Παντοκράτορας!...
- Να πεινάς τον ύπνο και να μπορείς να στρώνεις πουπουλένιες κούνιες ξεγνοιασάς για τον πλησίον!...
- Το ψωμί να το μετράς με ψίχουλα, κι' όμως πάντα νάχεις να χαρίζεις απλόχερα.
- Κ' ύστερα να καταφέρνεις, τ' άτσαλα χέρια του σιδερά, του ρεσπέρη, του λούστρου, να γίνουνε όργανα χαδιού κι' εστίες απαλής γαλήνης. Χέρια Μάνας!...
-Τα πόδια, που είχαν έργο, ολάκερη ζωή, να φτερνίζουνε βαρειά σε πατητήρια και αλωνίστρες, για να κερδίσουν το ψωμί σου, εδώ πρέπει ν' αλλάξουνε συνήθειες και ρυθμούς. Να τους φυτρώσουνε φτερά και να περνάς σας αέρας και σαν ίσκιος, για να μην ταράξεις του πλησίον τον ύπνο ή τη συλλογή.
- Κι ας είσαι αμόρφωτος. Ας μη δρασκέλισες σκολειού κατώφλι. Ανάγκη να γίνεις σοφός στην υπηρεσία της ζωής. Σοφός, που να ξημερώνεται στα καρτέρια και στα περάσματα των παθών, με της σίγουρης αλήθειας το δαυλό αναμμένο...
- Να κρατάς στα δάχτυλά σου μάτσο τα νεύρα και να τα παίζεις σα μαέστρο την ορχήστρα του από αναρίθμητα βιολιά!...
- Ναι! Τέτοιος περήφανος σοφός πρέπει να γίνεις. Που να μην καταδέχεσαι ποτέ τυχαίες εκρήξεις θυμού και κεραυνοβολήματα αισθημάτων. Για όλα νάχεις το πρόσταγμα. Κι' όλα να υπηρετούνε μ' αρμονία και τάξη την ολόφωτη θέληση. Τίποτα σκοτεινό μέσα σου. Μήδε χαρές, μήδε φόβοι, μήδε μίση. Όλα, να ξέρεις σε ποια βάθη φυτρώνουνε, ποιαν ώρα κι' από ποιο χέρι έπεσε ο σπόρος τους!
Αυτή η δύναμη και η γνώση θα φέρουνε τη γαλήνη στον ανταριασμένο Νου.
Τότε χρειάζεται να τοποθετήσεις τη φωνή σου σωστά - να μη φτύσεις πια τον ιερό ήχο της ζωής πρόχειρα και πρόστυχα - σαν αρμονία μουσική που έχει αποδέχτη χώρους του σύμπαντος: Την ψυχή του πλησίον...
Σίμωσε, κατά πώς του πρέπει, αυτό το Ναό. Στάσου στην πόρτα του. Μη βιαστείς να ξοδέψεις τα γέλια και τα λόγια της χαράς σ' εκείνο το κατώφλι. Ορθάνοιξε τ' αυτιά σου να γροικήσεις πρώτα τον ξένο πόνο, το ξένο άχτι. Κ' η πόρτα της ψυχής του πλησίον θ' ανοίξει μονάχη της. Μα κι' όταν ανοίξει, μη βιαστείς να χουγιάξεις για τη νίκη. Άφησε την άλλη καρδιά να κάνει την αρχή. Και πρόσεξε μην ξαφνιαστείς όταν ακούσεις τη δική σου λαλιά από ξένο στόμα!...Μέσα του σ' είχε από καιρό, μ' εμπιστοσύνη, εργάτη κι' αρχιμάστορα στο μέγα έργο για μια τρανή αλλαγή της ίδιας της φύσης...(απόσπασμα)

Θέμος Κορνάρος, Με τα παιδιά της θύελλας, Νεοελληνικές Εκδόσεις - Βιβλιοθήκη του Λαού, Αθήνα 1963, 3η έκδοση
Στις 23 Απριλίου του 1970 έφυγε από τη ζωή ο εργάτης - συγγραφέας  Θέμος Κορνάρος
 Πάμφτωχος και μόνος , αυτός που σε καιρούς πολύ δύσκολους προσπάθησε να δώσει μαθήματα αισιοδοξίας, ανθρωπιάς, μαχητικότητας, αξιοπρέπειας και ελπίδας.
Η ζωή του δαπανήθηκε ανάμεσα σε σκληρές χειρωνακτικές δουλιές και στους ακόμη πιο σκληρούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, στις φυλακές και στις εξορίες.

Ο «Ριζοσπάστης», τον Απρίλη του 1977, έγραφε: «Ο Θέμος Κορνάρος είναι μάγος στην απόδοση ονειρικών και θολών στιγμών της ψυχής. Παρακολουθεί από κοντά το λαβύρινθο του νου και αποδίδει με επιβλητική δύναμη τις μεταξύ ύπνου και ξύπνιου καταστάσεις. Το ίδιο μάστορας δείχνεται και στην απόδοση της λαϊκής ψυχής, που τη ζωγραφίζει με γνήσια ελληνικά χρώματα. Βρίσκει τον Ρωμιό πλούσιο σε αισθήματα δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Οι ήρωες του αυτοδίδαχτου συγγραφέα, είναι πειστικοί λαϊκοί άνθρωποι, υπέροχοι σε ήθος και ασκούν μια βαθιά επιρροή πάνω στους αναγνώστες. Πολύ οικείοι, αν και σχεδόν ημίθεοι σε ψυχική δύναμη, επηρεάζουν και αλλάζουν εσωτερικά τους αναγνώστες που θα τους αγαπήσουν...»