Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Ιστορική φωτογραφία με τον αρχιεπίσκοπο του Σαν Σαλβαδόρ, Αρτούρο Ριβέρα ι Ντάμας και δημοσιογράφους μπροστά στις σορούς των ιερέων και των γυναικών που δολοφονήθηκαν τον Νοέμβριο του 1989 ( η φωτογραφία από εδώ)

 "Προσέξατε ότι το φως είναι πιο καθαρό;" λέει ο Φρανσίσκο Αντρές Εσκομπάρ.
" Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα προσέξει".
Ήταν αρχές Νοεμβρίου του 1993. Ελάχιστα ήξερα για τη ζωή των Ιησουιτών που είχαν δολοφονηθεί στο UCA, αν και είχα δει στην τηλεόραση τη δίκη των δραστών που είχε γίνει πριν από χρόνια. Τη μετέδιδαν ως θέαμα. Και όλοι την παρακολουθούσαμε τη μια μέρα μετά την άλλη, λες και βλέπαμε το πιο μεγάλο θεατρικό έργο που υπήρχε.
" Πάντα έτσι είναι τον Νοέμβριο. Πάντα. Ακόμη κι εκείνη τη χρονιά".
" Το 1989;'
"Ναι...'
" Πώς μάθατε γι' αυτό που είχε συμβεί;"
" Από το ραδιόφωνο. Άρχισαν να το μεταδίδουν από νωρίς. Εγώ ήρθα στο πανεπιστήμιο αμέσως μόλις το έμαθα".
" Εσείς είχατε πιο στενή σχέση με τον Εγιακουρία, σωστά;"
" Ναι, ο Εγιακουρία ήταν σαν πατέρας για μένα. Αυτός με είχε φέρει να δουλέψω εδώ".
Ο Φρανσίσκο Αντρές δίδασκε Έκθεση και άλλα μαθήματα στη σχολή της Λογοτεχνίας. Ήταν και συγγραφέας. Μου είπε κάμποσες φορές ότι ο Εγιακουρία τον εκτιμούσε γι' αυτό. Το 1978 είχε κερδίσει ένα διεθνές βραβείο ποίησης, το βραβείο της πόλης Κετσαλτενάγκο της Γουατεμάλας, που είχε μεγάλο κύρος στην περιοχή, και ο Εγιακουρία είχε γράψει έναν πρόλογο γι' αυτά του τα ποιήματα, τον οποίο συμπεριέλαβε στο βιβλίο όταν εκδόθηκε. Ο καθηγητής Εσκομπάρ ήταν ένας πράος άνθρωπος, με ύψος γύρω στο ένα εβδομήντα, που φορούσε πάντα τζιν και άσπρα βαμβακερά μπλουζάκια. Ήδη εκείνη την εποχή είχε άσπρα μαλλιά, ασημένια, αν και δεν είχε φτάσει ακόμη τα εξήντα.
" Ξέρετε", λέει ο Φρανσίσκο Αντρές, " ο Εγιακουρία μού έλεγε πάντα ότι ήταν πεπεισμένος πως θα μπορούσε να γλιτώσει απ' τη δολοφονία μιλώντας με τον εκτελεστή του. Πίστευε ότι μπορούσε να πείσει τον οποιονδήποτε".
" Το σκεφτόσασταν αυτό; Ότι κινδυνεύατε;"
" Ναι, το σκεφτόμασταν. Κάποιες φορές το ξεχνούσαμε, άλλες το θυμόμασταν και το σκεφτόμασταν. Ήταν πιθανό. Τόσο πιθανό, βέβαια, που τελικά έγινε κιόλας".
Βρισκόμαστε στη βεράντα του κτιρίου της Σχολής Επικοινωνιών. Απέναντί μας ένα δέντρο με μεγάλα κλαδιά, σχεδόν γυμνά από φύλλωμα. Είναι λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Κάτω οι διάδρομοι είναι γεμάτοι σπουδαστές που βγαίνουν από τις τάξεις τους. Εκείνη τη μέρα τελειώνουν πιο νωρίς απ' το συνηθισμένο, είναι 16 Νοεμβρίου, το βράδυ θα γίνει μια λιτανεία, μια Λειτουργία και μια αγρυπνία εις μνήμην των δολοφονημένων Ιησουιτών ιερέων. Το ελαφρύ αεράκι φέρνει από κάπου μια μυρωδιά από λιβάνι. Εμείς καθόμαστε ακουμπισμένοι στο τσιμεντένιο παραπέτο. Κανένας μας δε σχολιάζει εκείνο το άρωμα.
" Σας έχει μείνει καθόλου πικρία; Σκέφτομαι πως, αν λέτε ότι ο Εγιακουρία ήταν σαν πατέρας σας, θα πρέπει να σας ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχθείτε αυτή την κατάσταση. Αν ταράζεται κανείς βλέποντας μερικές φωτογραφίες και μόνο, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να έχεις δει όλη τη σκηνή ζωντανά, να τους έχεις δει να κείτονται εκεί πέρα".
" Όταν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο, είναι λες κι αυτό που βλέπει δεν αποτελεί μέρος της πραγματικότητας. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Πολύ σκληρό. Απίστευτα θλιβερό. Αλλά έχει και μια ισχυρή δόση από κάτι το μη πραγματικό. Και όσο γι' αυτό που με ρωτήσατε, σ' αυτούς που τους σκότωσαν , όχι, δεν κρατάω κακία. Σ' αυτούς που πυροβόλησαν εννοώ. Αυτοί δεν ήταν παρά άβουλα πιόνια. Με καταλαβαίνετε;"
" Ναι. Καταλαβαίνω".
" Αυτοί δεν μπορούσαν να πουν και όχι. Δεν μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για τη ζωή κάποιων παπάδων. Στρατιωτάκια ήταν. Τους έλεγαν " πηγαίνετε να σκοτώσετε παπάδες", και γι' αυτούς ήταν σαν να τους έλεγαν να σκοτώσουν περιστέρια στην πλατεία".
" Επομένως, δεν τους κρατάτε κακία."
" Σ' αυτούς όχι. Δεν είναι αυτοί οι πραγματικοί ένοχοι. Και όλοι το ξέρουμε. Αυτοί που δικάστηκαν και πήγαν φυλακή είναι τα λιοντάρια του τσίρκου, αυτά που πηδάνε μέσα απ' τα πυρακτωμένα στεφάνια, αλλά οι ιδιοκτήτες του τσίρκου είναι άλλοι. Οι ιδιοκτήτες είναι αυτοί που έδωσαν τη διαταγή. Το Γενικό Επιτελείο. Αυτοί, ναι. Αυτοί είναι οι πραγματικοί δολοφόνοι. Και ζουν ήρεμα κι ωραία. Για τους συγκεκριμένους τα συναισθήματά μου είναι διαφορετικά. Είναι φρικτό που δεν αλλάζει αυτή η κατάσταση και δε δικάζονται όπως θα έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή".
" Η αλήθεια είναι πως δε φαίνεται ότι θ' αλλάξει κιόλας κάποτε".
" Ποτέ δεν ξέρει κανείς, μπορεί με τα χρόνια".
"Μπορεί".

Για το βιβλίο του Χόρχε Γκαλάν "ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ" ο λόγος. Πρόκειται για ένα συνταρακτικό βιβλίο που πότε με μυθιστορηματική αφήγηση και πότε με παράθεση συνεντεύξεων εξιστορεί την αληθινή ιστορία της σφαγής των Ιησουιτών μοναχών του Καθολικού Πανεπιστημίου του Ελ Σαλβαντόρ το Νοέμβριο του 1989 από μια παραστρατιωτική ομάδα, καθώς και δύο γυναικών. Η αιτία της δολοφονίας των ιερέων ήταν η προσπάθειά τους να μεσολαβήσουν ανάμεσα στους αντάρτες του Φαραμπούντο Μαρτί και στις κυβερνητικές δυνάμεις για τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Δεκάδες ιερείς και κληρικοί αποπέμπονται για συμμετοχή σε διαδηλώσεις και πολλοί δολοφονούνται. Μεταξύ αυτών είναι ο Ιγκνάσιο Εγιακουρία, πρύτανης του Κεντροαμερικανικού Πανεπιστημίου και ο Αρχιεπίσκοπος Ρομέρο του Ελ Σαλβαδόρ. Η δράση του δεύτερου, εκλήφθηκε ως διείσδυση του κομμουνιστικού κινδύνου μέσα στην Εκκλησία, καθώς στους δημόσιους λόγους του εναντιωνόταν στην κυβέρνηση και στην επέμβαση των Η.Π.Α., ενώ μία μέρα πριν από τη δολοφονία του, είχε καλέσει τους στρατιώτες να αφήσουν τα όπλα και να πάψουν να εκτελούν διαταγές." *
Ο Χόρχε Γκαλάν, συγγραφέας και ποιητής,  είναι από το Ελ Σαλβαντόρ και τολμά να μιλήσει για αυτό το γεγονός σπάζοντας τη σιωπή που έχει καλύψει το έγκλημα και τους αυτουργούς, φυσικούς και ηθικούς, σε μια προσπάθεια να ακουστεί η φωνή των φτωχών και καταπιεσμένων. Το βιβλίο στηρίχτηκε σε στοιχεία έρευνας που διήρκεσε δέκα χρόνια και η δημοσίευσή του οδήγησε το συγγραφέα σε αυτοεξορία στην Ισπανία, καθώς δέχτηκε απειλές για τη ζωή του.
" Δεν είναι πρωτόγνωρα τέτοιου είδους συμβάντα. Το πιο βαρύ για εμένα ήταν η αίσθηση που είχα ότι είμαι παγιδευμένος στον κόσμο, επειδή δεν μπορούσα να γυρίσω στην πατρίδα μου, στο σπίτι μου. Είμαστε μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες του κόσμου, πέρσι είχαμε μια δολοφονία ανά ώρα. Είμαστε μια κοινωνία που νοσεί. Και έχω αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα βρούμε λύση γιατί η βία κάνει κύκλους στην ιστορία της χώρας μου και τον τελευταίο αιώνα είναι πάντοτε παρούσα. Στην κοινωνία μας κυριαρχεί το αντάρτικο και το εμπόριο ναρκωτικών, είμαστε μια κοινωνία κατεστραμμένη και είναι πολύ δύσκολο να βρούμε κάποια διέξοδο, γιατί όλες αυτές οι συνθήκες, που οδήγησαν στον πόλεμο μια χώρα με σαθρή κοινωνική οργάνωση χωρίς ευκαιρίες, εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα. Υπάρχουν παιδιά κάτω των είκοσι ετών που δε γνώριζαν τίποτα για την ιστορία της δολοφονίας των Ιησουιτών. Αν δεν έχουμε ιστορική μνήμη, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Η λογοτεχνία ίσως πρέπει να κάνει ακριβώς αυτό, να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη για τις επόμενες γενιές. Και να ξαναθυμηθούμε ότι κάποτε ήμασταν μια υπέροχη χώρα για να ζει κανείς." ( Απόσπασμα από συνέντευξη του συγγραφέα στο in.gr )


Χόρχε Γκαλάν, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ, μετφρ. Βασιλική Κνήτου, Ψυχογιός, Αθήνα 2017.




Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου

Μείναμε πάνω από έξι μήνες στο καταραμένο αυτό νησί του θανάτου, που το σκίαζαν τα φαντάσματα των χιλιάδων ανδρών και γυναικών που βασανίστηκαν εκεί. Ο μαύρος αυτός μακρύς όγκος που απλωνόταν γύρω μας πίεζε τόσο την ύπαρξή μας, γιατί ξέραμε πως σε κάθε πλαγιά του και σε κάθε χαράδρα του μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Ο τρόμος, το άγχος, η καθημερινή ταλαίπωρη ζωή, μάς είχαν αλλάξει εντελώς τη φυσιογνωμία. Ήμασταν νέα κορίτσια οι περισσότερες και γίναμε όλες αγνώριστες. Η ζωή μας ένα καθημερινό μαρτύριο. Αρχίζαμε με τη σάλπιγγα, που χτυπούσε στις 6 το εγερτήριο και σβήναμε τις λάμπες στις 8 η ώρα με το σιωπητήριο. Υπηρετούσαμε , θάλεγε κανείς, κι εμείς τη στρατιωτική μας θητεία. Και κάτι χειρότερο, εμείς θα έπρεπε να πολεμούμε μόνες μας να κρατήσουμε τις σκηνές μας μ’ εκείνους τους αγέρηδες, που η βουή τους μούρχεται ακόμη στ’ αυτιά.
Στη Μακρόνησο δεν είναι μόνο η άγρια αυτή φύση που σε καταπλακώνει, το μουγγρητό αυτό της θάλασσας που φτάνει στ’ αυτιά σου σαν μια βοή εγκέλαδου και σε φοβίζει, δεν είναι μόνο το χακί που σε περιτριγυρίζει, τα μεγάφωνα που δεν παύουν να μεταδίδουν άλλοτε διαταγές κι άλλοτε να σε προκαλούν με τις μελωδίες που σκορπούν.
Είναι αυτό το ψιλοχάλικο που το σηκώνει ο δυνατός αέρας, η κόκκινη αυτή σκόνη που περπατά στο πετσί σου και σε τσούζει, εισχωρεί στα μάτια σου, κολλά πάνω στα χείλη σου και την καταπίνεις. Είναι η αίσθηση εκείνη της αφόρητης απλυσιάς, το μεγάλο δράμα των γυναικών, η αναζήτηση μιας στάλας νερού, η άσβεστη δίψα.
Σαράντα άτομα σε κάθε σκηνή δεν είχαμε την ευχέρεια ούτε να γυρίσουμε στον ύπνο μας από το άλλο πλευρό. Όπως κοιμόμασταν κατάχαμα, πάνω σε χαρτόνια από κούτες ( κι αυτά όσες είχαν), μια και τα ράντζα μάς τα είχαν απαγορεύσει, δίναμε το σύνθημα πότε θα γύριζε καμία και μαζί της γυρίζαμε και οι υπόλοιπες, γιατί αλλιώς δεν υπήρχε θέση.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη νύχτα που, τρομαγμένη από έναν αόριστο φόβο, πετάχτηκα πάνω στα στρώματά μου φωνάζοντας και ζήτησα της Σιούρας να μου ανάψει φως. Η Αννούλα και η Μαρίκα ανάψανε τους αναπτήρες. Η Ελένη και η Αθηνά, που κοιμούνται δίπλα μου κατάχαμα, με καθησυχάζουν. " Θα είδες κανένα όνειρο". Μα εγώ ξέρω πως δεν ήταν όνειρο. Φοβήθηκα το άγριο εκείνο σκοτάδι και το φοβήθηκα τώρα, ύστερα από τόσον καιρό εξορίας.
Πλάκωνε την ψυχή μου η αγριάδα αυτή του νησιού, ιδιαίτερα μόλις έσβηνε η λάμπα. Αυτό το πανί της σκηνής, που το θωρούσα να κρέμεται πάνω μου μαύρο και ελεεινό, με καταπίεζε. Το ν' ακούω σαράντα γυναίκες ν' αναπνέουν μέσα στην ίδια σκηνή, ν' ανακατεύονται οι αναπνοές τους με το βουητό του αέρα και το ξέσπασμα της θάλασσας κι ανάμεσα σ' όλα αυτά να αιωρούνται οι εικόνες του πατέρα και των άλλων χτυπημένων, μου δημιουργούσαν ένα τέτοιο οδυνηρό ερέθισμα, που τα νεύρα μου δεν το μπορούσαν. Χτύπαγε η καρδιά μου έντονα, στέγνωνε η γλώσσα μου, με κυρίευε ένα τέτοιο άγχος, που μόνο το φως με ηρεμούσε. Και τότε κρυφάνοιγα το πανί της πόρτας και προσπαθούσα ν' ατενίσω τα φώτα στο Λαύριο.
Ο φόβος αυτός, που δεν μπόρεσα να τον εξηγήσω ποτέ, μ' ακολούθησε πολλά χρόνια στη ζωή μου. Τον απέβαλα τα χρόνια που έζησα στη Γαλλία. Γυρίζω τη σκέψη μου στο παρελθόν και στο νου μου έρχονται οι φυσιογνωμίες εκείνες των κοριτσιών, που με το ανεξάντλητο χιούμορ τους σκορπούσαν στιγμές γέλιου στη σκηνή μας και τις ευχαριστώ· το θέλαμε τόσο πολύ. Ακόμη θυμάμαι τις ωραίες παρτίδες σκάκι που παίζαμε κρυφά με τις Άννα Νικολακοπούλου και Έφη Καπασακάλη. Αυτές ήταν οι στιγμές που μας απογείωναν από τη σκληρή πραγματικότητα. Και ένιωθα πως είχα τόση ανάγκη από την απογείωση αυτή.
Ζούσαμε χειμώνα - καλοκαίρι μέσα στις σκηνές. Κοιμόμασταν καταγής σαράντα γυναίκες σε κάθε σκηνή. Μυρίζαμε η μια τα χνώτα της άλλης και το καλοκάιρι όταν άναβε από τη ζέστη το πισσωμένο πανί, δεν μπορούσαμε ούτε ν' αναπνεύσουμε.
Για να πάμε στους καμπινάδες, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, έπρεπε να περπατήσουμε τριακόσια και πάνω μέτρα μ' εκείνον τον άγριο αέρα που μας γέμιζε τα μάτια με το κοκκινόχωμα.
Συχνά μέσα στο βαρύ χειμώνα τρίζανε οι σκηνές μας από το βοριά και η αγωνία μας πώς θα ξημερωθούμε ήταν απερίγραπτη. Μέναμε άγρυπνες με το φόβο μήπως έρθει η σκηνή και πέσει επάνω μας ενώ γυναίκες χειροδύναμες κρατούσαν τους ορθοστάτες.
Μα παρ' όλα τα μαρτύρια και την πειθαρχημένη στρατιωτική ζωή μας θα βρίσκαμε πάντα λίγα λεπτά της ώρας για καμιά παρτίδα σκάκι, για καμιά απαγγελία στίχων, για διάβασμα της σατιρικής μας σελίδας. Αυτά ισορροπούσαν τα νεύρα μας, την ψυχή μας. Και όταν μας συνόδευαν οι Αλφαμίτες για να πάμε να πάρουμε το νερό για τις σκηνές μας και αναλογούσε ένα λίτρο για την κάθε μία, κι αυτό για όλες τις χρήσεις, η Έλλη Νικολαΐδου , η μεγάλη μουσικός, θάδινε πάντα το σύνθημα για κανένα τραγούδι της χορωδίας μας και τότε έκπληκτοι αυτοί λέγανε μεταξύ τους: " Κοίτα τες, βρε, αυτές είναι τρελές. Στη Μακρόνησο τις φέρανε κι αυτές τραγουδάνε"....




Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Μαρτυρία, Αθήνα 2004

Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών η αγωνίστρια Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, η οποία είχε γεννηθεί το 1925 στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς. Οι γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες από τον Καύκασο της Ρωσίας το 1920 και στην αρχή ασχολήθηκαν με τη γεωργία. 
Αρχικά οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943 στο Γυμνάσιο του Κιλκίς. Το Μάιο του 1944 η Οργάνωση προωθεί αυτήν και τη μεγάλη της αδελφή στην Ελεύθερη Ελλάδα για να συναντήσουν τον πατέρα τους, Κώστα Γαβριηλίδη, ο οποίος συμμετείχε στην Κυβέρνηση του Βουνού. Εκεί παρακολούθησε  τις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες.
Με την Απελευθέρωση ήρθαν στην Αθήνα, αλλά με τα Δεκεμβριανά όλη η οικογένεια Γαβριηλίδη συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Θεμιστοκλέους μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του πατέρα της στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας ( ΑΚΕ) μέχρι τον Ιούλιο του 1947, όταν άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις με εντολή του Ζέρβα και τα γραφεία έκλεισαν.
Η ίδια συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1947 και εξορίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρίκερι, της Μακρονήσου και πάλι του Τρίκερι. Το 1956, και αφού είχε απελευθερωθεί, κατόρθωσε να διαφύγει στη Γαλλία, όπου δημιούργησε οικογένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1985. 
Εξέδωσε τα βιβλία " Ο πατέρας μου, Κώστας Γαβριηλίδης" και " Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες".
Διετέλεσε Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ).