Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσφυγες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσφυγες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

ΝΤΡΟΠΗ

Νύχτα αργά χαρτόπαιζε
η παρέα μας, κάτι αθώο - μη φανταστείτε

ακούσαμε θόρυβο, κάτι σα
σούρσιμο δίπλα στη μάντρα - μη φοβηθείτε

και ένα πρόσωπο πρόβαλε σκούρο
ψιθυριστά ζητώντας να φάει - τι θα σκεφτείτε

Απειληθήκαμε βέβαια μες στο σκοτάδι
τον διώξαμε όλοι, έφυγε τρέχοντας

" κι ο άλλος λύνει το σκυλί" - για θυμηθείτε!

Την επομένη φύγαμε από το Φαφλάγκο, αυτή την παραλία της Νότιας Κρήτης, και περνώντας απ' τη νεκρόπολη των θερμοκηπίων φτάσαμε στην παράλια επίσης κωμόπολη. Στο λιμενοβραχίονα ένα μικρό σκοτεινό μπερδεμένο πλήθος που ξέβρασε τη νύχτα κάποιο καΐκι, περίμενε τη μοίρα του, η οποία έστριψε προς τα κει, αναβοσβήνοντας τη σειρήνα της, γεμίζοντας μας με κολλώδη ντροπή που κάθισε στα πρόσωπά μας και σφράγισε τα χείλια μας σχεδόν για μέρες.

Μαρία Σαββάκη, Σε χρόνους δύο, Μελάνι, Αθήνα 2015

Η Μαρία Σαββάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι γιατρός και ψυχογλωσσολόγος. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Επιστήμες της Συμπεριφοράς και Νευροψυχολογία, Ψυχογλωσσολογία και Εκπαίδευση στο Χάρβαρντ, Κοινωνική Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και, εργάστηκε στη Μονάδα Δυσλεξίας και διαταραχών του λόγου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου μέχρι το 2014. Βιβλία της: Καθρέφτες και άλλα μικρά κείμενα (Μελάνι 2017), Σε χρόνους δύο (Μελάνι 2015), Ταξίδια με τον λύκο μου (Μελάνι 2014).


Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

"Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια κι απ' τον θάνατο ακόμα πιο πικρή 'σαι προσφυγιά..."

Πάνε κι έρχονται καράβια
φορτωμένα προσφυγιά
βάψαν τα πανιά τους μαύρα
τα κατάρτια τους μαβιά

Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα
να ριζώσεις τώρα πια
κι απ' τον θάνατο ακόμα
πιο πικρή 'σαι προσφυγιά.

Πού να βρίσκεται ο πατέρας
ψάχνει η μάνα για παιδιά
μας εσκόρπισε ο αγέρας
σ' άλλη γη, σ' άλλη στεριά

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1972
Μουσική : Απόστολος Καλδάρας
Στίχοι: Πυθαγόρας
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας

Δυστυχώς επίκαιρο και οδυνηρό!

"...Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς...." 
( Γ.Σεφέρης από τον Τελευταίο Σταθμό)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ο μικρός Σουκρής



    Από δω πάνου, απ' τη δραγατσά, φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο χαμάλης πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ' τα πολλά σειρήτια που' χει στο καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε σαν τα σκολιαρούδια με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τρυγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν ακούγεται.
    Ξεκινήσαμε να κατέβουμε. Σε λίγο θα' ταν ώρα για τη φευγάλα. Δε μιλούσαμε. Κοιτάγαμε παραπονεμένοι το χώμα και κλωτσούσαμε τα πετραδάκια σαν να μας έφταιγαν αυτά.
    Στα μισά του δρόμου ανταμώσαμε και το Δημητρό που έτερχε λαχανιασμένος μες στα χωράφια. Σαν μας είδε σκύλιασε.
   - Βρε Σουκρή! φωνάζει μπαροτιασμένος. Βρε Σουκρή! Η μάνα σου βρε! χτυπιέται καταή! Η βάβω σου βρε! λιγοθυμάει!...Βρήκες ώρα, μωρέ θεοσκοτωμένο, να γκιζερίσεις!
   - Γιατί, μπρε Ντημητρό;
   - Γιατί, λέει!...Άκου μωρέ!...Ε, πάει θα τρελαθώ! Γιατί; Βρε ο "χαμάλης" φεύγει, βρε!...φεύγει, βρε! Έφυγε! Ακούς; Μπρος τώρα. Φουσέκι! Ακόμα κάθεσαι; Φουσέκι να προκάμεις! Άτιμο τουρκί! Για κοίτα, βρε, περπάτημα...Θα φύγουνε και θα σ' αφήσουνε αμανάτι. Κοίτα ένα σκέδιο άνθρωπος. Αχ...και να σ' είχα δικό μου!
     Χιμήξαμε τον κατήφορο σα ζαρκάδια που οσμίστηκαν μπαρούτι. Η μηχανή του " χαμάλη" πήγε και κόλλησε στα βαγόνια. " Πάμε" ; τους λέει. " Φρρ! Όλα έτοιμα!" κάνουν οι καποτρένοι και χώνουνται μες στα καβούκια τους. " Πουφ!" πουφ...ο "χαμάλης" άρχισε να σαλεύει. Ό,τι είχαμε σκαρφαλώσει κι εμείς τα κάγκελα του σταθμού...
     Χύθηκε ο Σουκρής ξοπίσω στο τρένο, σαν χηνάρι που τρέχει να προφτάσει την αρμαθιά τ' αδερφάκια του. Μα ο " χαμάλης" είναι τόσο άπονος...Πουφ!...πουφ!" κείνος τη δουλειά του. Ο Σουκρής τσιρίζει σπαραχτικά.
    - Ανάαα...ντουρ! Ανατζίικ...ντουρ...ντουρ! ( Μάναα...Μανούλα...Σταμάτα!)
     Άρχισε το κυνηγητό.
    - Α! Σουκρή! φώναζαν απ' όλα τα βαγόνια...όλος ο κόσμος κρεμασμένος. Η μάνα άπλωνε τα χέρια της σαν κλαδιά που τα δέρνει ο αγέρας.
    - Α, γιαβρούμ...Α, τζιερίμ!...( Α, λατρεία μου...Α, σπλάχνο μου!).
    Όλοι χτυπούσανε τα κάγκελα.
    - Χ-α!...Χ-α!...
    - Α, Σουκρή! Α! καπλάν! ....Χ-α!
    Γέροι και νιοι απλώνανε χέρια, απλώνανε ζουνάρια. Η βάβω του τραβούσε τους χαλκάδες του τρένου, για να το σταματήσει, και το περικαλούσε και το μάλωνε:
    Ντουρ μπρε! Ντουρ μπρε! (Στάσου βρε! Στάσου!).
   Σπαραγμός...
   Μα ήθελε δεν ήθελε ο " χαμάλης" έκοψε για μια στιγμή τη φόρα του - όχι από καλοσύνη του, μα να, γιατί είχε φτάσει στα ψαλίδια, χρειάζεται προσοχή εκεί. Ο Σουκρής τον έφτασε. Άπλωσε κιόλας τα μαύρα του χεράκια να γαντζώσει. Μα δεν τ' αξιώθηκε. Σφυριγματιές πολλές ακούστηκαν με μιας. Κι ένα στρίγγλισμα φοβερό, φοβερό...από χίλιες φωνές μαζί.
    - Ααααααα!!!

... Ο Δημητρός ο μπερδεμένος ο χαζολογάς, σκουπίζει με το μανίκι τον ιδρώτα του και - κρυφά κρυφά για να μην τον πάρω χαμπάρι - το περνάει κι απ' τα μάτια του. Αχ, γιατί να' ναι τόσο άπονα τα τρένα.
   Τώρα η Βάβω δε θ' ανασαίνει πια. Τώρα η μάνα θα μοιρολογάει...Θα περπατάει το μοιρολόι της πάνω στις γραμμές. Και δε θα τη νοιάζει καθόλου αν το τρένο φεύγει , πού πάει...κι αν κάποτε θα φτάσει, και πού...Τώρα η ψυχή της απόμεινε πίσω στο Βερτεκόπι, να ξεσκίζεται...Κι ο "χαμάλης" θα σφυράει...Θα σφυράει και θα τρέχει σαν στοιχειό που το κάψανε τα ξιόρκια, και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται στους κάμπους να βρει συχώρεση. Και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται , ώσπου να σκάσει.
    Κι εγώ...(αχ...) εγώ, που ζύμωσα τα πικρά μικράτα μου, τ' αδύναμα αλαφρά όνειρά μου μ' ένα τουρκάκι της Καρατζόβας, κάθομαι, ώρες τώρα - κρεμασμένο κουρελάκι - πάνω στα κάγκελα του σταθμού, και δε βλέπω τίποτα μπροστά μου,τίποτα, γιατί όλα είναι κλάμα...
    Λένε πως τα παιδιά, σαν είναι άκακα εδώ στη γης και καλόγνωμα, σαν φτάσουνε στον ουρανό γίνονται αγγέλοι. Μα ο Θεός τους, ο Τούρκος , τώρα έφυγε, και ποιος θα του ανοίξει του Σουκρή που δεν ξέρει και τη γλώσσα;
    Σε περικαλώ, παππού Θεέ..., α δεις να τριγυρνάει όξω απ' το παλάτι σου ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Παρ' το μέσα. Σε περικαλώ, και να το συχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το κακοκαρδίζεις γι' αυτό. Σε περικαλάει ένας φτωχός μικροπουλητής του σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο. Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει, θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ' ευχαριστώ...


 Μενέλαος Λουντέμης , Συννεφιάζει, Ελληνικά Γράμματα 2010

 


    

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

" Πρόσφυγες!" Πού ν' ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;


  
    Μόλις ξεμπαρκάραμε στον Πειραιά, όλο χαμόγελα και όνειρα και τουριστικές εξερευνήσεις, βρεθήκαμε μπρος σ' ένα παράξενο θέαμα: Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος, εδώ κι εκεί, σκυθρωπός και μουδιασμένος. Νέες γυναίκες και γριές μαντηλωμένες, φώναζαν και χειρονομούσαν νευρικά, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς, τι ακριβώς λέγανε και γιατί οι χωροφύλακες τις σπρώχναν πέρα. Ύστερα πετάχτηκαν στη μέση κάμποσοι φαντάροι, αγριωποί, στραπατσαρισμένοι και φώναζαν κι αυτοί!
    - Τί τις χτυπάτε μωρέ τις γυναίκες; Ε; Τί τις χτυπάτε; Τίνος κάνανε κακό; Φοβάστε μη διαταράξουν την τάξη, την τάξη, ε; Τα παιδιά τους ζητούνε, που δεν ξέρουν τί απόγιναν κει κάτω στη σφαγή.
     Καθώς προσπαθούσαμε ν' ακούσουμε και να καταλάβουμε τι γινόταν, ένας ναύτης μάς έδειξε και είπε:
     - Να, μάς ήρθαν κι εδώ οι πρώτοι πρόσφυγες απ' τη Σμύρνη.
     Η Θεία Ερμιόνη γύρισε και μάς κύτταξε, σα να ζητούσε από μας διάψευση.
     - Για μας το λένε, είπε. Ακούστε πώς βγαίνουν οι διαδόσεις!
     Η κουβέντα εκείνη του ναύτη ήταν σα σπίρτο σε χυμένη βενζίνα. Φλόγες πήδηξαν απ' τις γυναίκες. Πέσανε όλες πάνω μας, μάς τραβούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν νέα, μάς απειλούσαν. Μια γριά στάθηκε μπροστά μας με τα χέρια στη μέση:
     - Ελόγου σας το λοιπόν είστε οι πρόσφυγκοι; Και τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας; Πούναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσανε την αφεντιά σας στα βαπόρια κι αφήσανε οπίσω τους φαντάρους;
     Οι χωροφύλακες τρέξανε, κι έκαναν μαι ζώνη γύρω μας. Μοιάζαμε σαν το κεφάλι ενός ερωτηματικού, που δεν ήξερες τι απόκριση θα γεννήσει. Η θεία Ερμιόνη κάτωχρη προσπάθούσε να τους εξηγήσει πως δεν είμαστε πρόσφυγες και πως καμιά καταστροφή δεν είχε γίνει, μα οι γυναίκες κλαίγανε και χτυπιόντανε.
    - Λέτε ψέματα, ψέματα!
    Μια μικρή ξέφυγε απ' το χέρι της μάνας της κι ήρθε κοντά μου.
    - Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες; με ρώτησε καθώς ξέταζε το καλοραμμένο  φουστάνι μου.
    Παρ' όλο τον τρόμο που μού γέννησε κείνη η σκηνή, άρχισα να γελάω. Όταν όμως καλοσκέφτηκα την κουβέντα της μικρής , θύμωσα και της είπα:
    - Δεν είμαστε μεις Τουρκάλες!
    - Πώς δεν είστε, είστε πρόσφυγες, πρόσφυγες, κακοί άνθρώποι!
    Δεν πρόλαβα να εξηγηθώ με τη μικρή, γιατί οι χωροφύλακες μάς έσυραν ως το λιμεναρχείο, ενώ στο δρόμο μάς εξηγούσαν πως έσπασε το μέτωπο, η Μικρασία καιγότανε, ο στρατός επαναστάτησε κι ο κόσμος έφευγε, μ' ό,τι μεταφορικό μέσο έβρισκε.
    Η συνυφάδα της θείας Ερμιόνης, η κυρία Ελβίρα άρχισε να κλαίει.
   - Διαδόσεις είναι, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Ερμιόνη.
   Όταν όμως κατόρθωσε να τηλεφωνήσει στον αντιπρόσωπο του θείου Γιάγκου, στην Αθήνα, την έπιασε πανικός.
   - Αλλοίμονο ! αλλοίμονο! έλεγε. Να λοιπόν που μάς βρήκαν και τα χειρότερα...
   Κι ωστόσο, κανείς μας ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας  που έφτανε, η πρώτη αχνή γραμμή μιας φοβερής ατελείωτης ανθρωποθάλασσας που θα ξεχυνόταν σε λίγο, σ' εκείνο το άγνωστο λιμάνι.
    Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νάμαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μάς φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' αποκουμπίσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση!
  - Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
  - Μα θα σάς πληρώσουμε καλά, ανθρώποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
   Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
   - Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεί, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
   - Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις νάρθουμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας!
    Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μάς έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξη κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε.  Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.


    Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο, και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σκολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
    Ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλσσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενητεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλλας, του Βόλου, της Πάτρας.
    Ενάμισυ εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: " Πρόσφυγες!" Πού ν' ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
     Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρυκολάκοι. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια...
    Κι είπαν: Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως - όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα, σαν το ψωμί, το νερό και τ' αλάτι.
    Τόσοι ήταν. Ενάμισυ εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης, πως είχες το κατιτί το δικό σου.
    Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο` μα πριν απ' όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική, με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...(απόσπασμα)




Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1984, 16η έκδοση

Εννέα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο της αγαπημένης συγγραφέως. Το έργο της επίκαιρο εξακολουθεί να συγκινεί και να διδάσκει ανθρωπιά.