Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Μίμης Φωτόπουλος , όμηρος των Εγγλέζων

Ο Μίμης Φωτόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου 1986. Πήρε μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και στην περίοδο των Δεκεμβριανών συνελήφθη και εξορίστηκε στην Ελ Νταμπα. Σε αυτό το στρατόπεδο που βρισκόταν 180 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξάνδρειας εξορίστηκαν περίπου 10.000 χιλιάδες Έλληνες , φίλοι ή μέλη του ΕΑΜ. 
Ο Μίμης Φωτόπουλος καταγράφει τις προσωπικές του εμπειρίες  στο χρονικό Ελ Ντάμπα. Σύμφωνα με την Έλλη Αλεξίου " Ο Φωτόπουλος με την  " Ελ Ντάμπα" αναδείχνεται σε συγγραφέα καλό. Κάθε λεπτομέρεια του ζυγιασμένη.Κάθε επεισόδιο  δίνεται με αξιοζήλευτο μέτρο. Λες και δε γράφεται το βιβλίο αυτό από άνθρωπο με νεύρα, μα από μια δύναμη υπεράνθρωπη, που μπορεί να συγκρατεί και να υποτάσσει τα πιο φυσικά και επιτρεπτά ξεσπάσματα. Και η γλώσσα του, ο διάλογος του έχει φυσικότητα. Είναι λιτός και συμπυκωμένος.
...Όσοι ζήσανε την περιπέτεια της " Ελ Ντάμπα", ίσως πούνε: " γνωστά πράματα, ας διαβάσω τίποτε άλλο". Θα σε συμβούλευα και σένα, συνάνθρωπε, να μη διαβάσεις τίποτε άλλο. Η " Ελ Ντάμπα" και σένα ακόμα που την έζησες θα σε αιφνιδιάσει. Για την καθαρότητα, την αληθινότητα, την αγνότητα και την ανθρωπιά της".
Από αυτό το χρονικό παραθέτουνε ένα μικρό απόσπασμα:
" Έχει νυχτώσει για καλά και από το πρωί μας "περιποιείται"  δεόντως ένα ...δειγματάκι Σιμούν.
Το στρατόπεδο έχει ερημωθεί σαν να πέρασαν οι Γερμανοί. Είμαστε όλοι κλεισμένοι στις σκηνές μας. Τις έχουμε διπλομανταλώσει , αν μπορούμε να μεταχειριστούμε αυτή την έκφραση.
Όμως μια ψιλή άμμος, σαν να την έχουνε περάσει από κρησάρα, εισχωρεί και στην πιο μικρή άκρη της σκηνής και μπαίνει στα ρουθούνια μας και στο στόμα μας. Μασάμε ένα παγωμένο κομμάτι "κατεψυγμένο κρέας" και τα δόντια μας τραγανίζουνε άμμο.
Καθόμαστε όλοι θλιμμένοι.
Ο Κώστας, ο πουλοπιάστης, αφού τελείωσε τα λίγα τσιγάρα του, βγάζει ένα μεγάλο τσιμπούκι που το' χει κατασκευάσει μόνος του, το γεμίζει...τσάι και - τι να κάνει - το καπνίζει.
Ο βοηθός συμβολαιογράφου, ο Μήτσος βγαίνει πότε πότε, τυλιγμένος από το κεφάλι με μια κουβέρτα, και μέσα σε αυτή την αμμοθύελλα, κρατάει μια φέτα ψωμί και ψάχνει να την ανταλλάξει με τσιγάρα.
Κανένας δε μιλάει. Έχουμε ξαπλώσει όλοι στις κουβέρτες μας και σκεφτόμαστε...
Η σκέψη μας έχει γίνει...ακροβάτης. Πότε ταξιδεύει στο σπίτι μας, πότε στη γαλάζια μας θάλασσα, και πότε στα βουνά και στους κάμπους μας, που όπου να' ναι θα κεντηθούνε με πολύχρωμα αγριολούλουδα.
Μπήκαμε στον Φεβρουάριο.
Οι πρώτες άσπρες δαντέλες θ' αρχίζουν να στολίζουν τις μυγδαλιές. Εκεί στην Αθήνα, στ' αντικρινό μου σπίτι, θ' αρχίσουνε να μοσχοβολάνε οι φρέζες, και να σου λιγώνουνε την καρδιά...
Σιγομουρμουρίζω τους στίχους του Παλαμά:

" Ω λεϊμονιές με τους καρπούς τους ξανθοπράσινους 
Και μικροκάμωτες  κιτριές και καρυδιές μεγάλες.
Ω δέντρα πυκνοφύτευτα, γλυτώστε, ανοίχτε, κλείστε με
Στους πέπλους σας, και στις φωλιές, στις αγκαλιές.
Από ουρανούς και πέλαγα και ολόβαθα και ολόψυχα,
Αμάντευτα , άπιαστα, τα γύρω και τ' απανω,
Από της σκέψης τις γοργόνες και τις μέδουσες
Κρύφτε με, πάρτε με, να ξανασάνω".

Όμως καθώς είμαστε πολιορκημένοι από τον Σιμούν μέσα στα τσαντίρια μας, δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από τις σκέψεις - Μέδουσες. Ίσως και δε θέλουμε να γλιτώσουμε. Άμα δε σκεφτείς μέσα στη φυλακή σου, που είναι στενή όσο μια κουβέρτα, τι θα κάνεις.
Κι αυτή η πορεία της σκέψης ανάμεσα από τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα, δίχως να το θες, σε ωριμάζει. Βγαίνεις άλλος άνθρωπος από τη φυλακή αναμφισβήτητα.
Σκέφτεσαι και δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό σου, πώς είναι δυνατόν να βρεθούνε οκτώ χιλιάδες  άνθρωποι στην Αφρική, στα καλά καθούμενα.
Πώς είναι δυνατόν, Έλληνες να παραδώσουνε οκτώ χιλιάδες ανθρώπους, ταλιαπωρημένους από τη Γερμανική πείνα και το θάνατο, ομήρους σε ....ξένους. Γιατί οι Εγγλέζοι ξένοι είναι. Σήμερα είναι σύμμαχοι, αύριο θα είναι εχθροί.
Το ίδιο και οι Ιταλοί. Σήμερα εχθροί, αύριο θα' ναι φίλοι. Και οι Γάλλοι και οι Γερμανοί και όσοι κόβονται για τις... ελευθερίες των ανθρώπων. Η ελευθερία είναι η κουρελιασμένη σημαία των εμπόρων.
Δεν υπάρχει ελευθερία σε καμιά γωνιά της γης. Ίσως να υπάρχει μόνο στη σκέψη μας, αν και γι' αυτό υπάρχουνε μεγάλες αμφιβολίες.
Γιατί για μια στιγμή καθώς θα θελήσεις να προχωρήσει πιο πολύ η σκέψη σου, θα υψωθεί ο εαυτός σου, σαν δήμιος - γιατί έτσι μεγάλωσε ως τώρα, σαν δήμιος της σκέψης του - και θα της πει: " Φτάνει. Ως εδώ. Μην προχωρείς άλλο. Απαγορεύεται..."
Απαγορεύεται να σκεφτείς αν υπάρχει Θεός. ΥΠΑΡΧΕΙ. Έτσι δε σου είπε ο πατέρας σου, ο δάσκαλός σου, η μάνα σου, κι η εφημερίδα σου;
Κι έχουμε μπροστά μας κάτι ελληνικές εφημερίδες της Αιγύπτου, ταλαίπωρες και σε περιεχόμενο και σε εμφάνιση. Μοιάζουνε με τις πρώτες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν στον κόσμο. Είναι απ' αυτές που....δεν βλάπτει να διαβάζουνε οι όμηροι. Λένε, λόγου χάρη, πως υπάρχει Θεός και ελευθερία. Τις παίρνουμε για...σατυρικά φύλλα και τις διαβάζουμε. Μήπως έχουμε και τίποτ' άλλο να διαβάσουμε;
Τα ερωτικά γράμματα που έχω στην τσέπη μου κοντεύω να τα μάθω απέξω και τ' αηδιάζω. Μιλάνε για μεγάλη αγάπη. Τρίχες...
( Ωραία αυτή η λαϊκή λέξη. Τρίχες...Λέει πολλά).
Με συνεπήραν τόσο πολύ τα γεγονότα της ομηρίας που δεν είχα σκεφτεί καθόλου το Θέατρο, το επάγγελμά μου, τους συναδέλφους μου, τους μεγάλους συγγραφείς, τους κριτικούς, τις πρεμιέρες...
Τρίχες...
Λίγες βδομάδες πριν με στείλουν εδώ κάτω, έπαιζα σε δυο θιάσους συγχρόνως. Στους "Ενωμένους Καλλιτέχνες" και στο " Θέατρο Τέχνης".
Τρίχες.
Το τι λέγανε και το τι κάνανε εν ονόματιτης Τέχνης δεν περιγράφεται.
Για να φανταστείτε...
- " Στοπ..."
Ο δήμιος εαυτός μου φώναξε.
" Τι θες τώρα εσύ ν' ανακατωθείς σε ...καλλιτεχνικούς καβγάδες. Απαγορεύεται. Εσύ θα φτιάξεις το Θέατρο;
- Στοπ λοιπόν, κυρία...ελεύθερη σκέψη μου. Ας γαληνέψουμε, ας γυρίσουμε πάλι στη θάλασσα.

" Κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και
την ήρεμη,
στη θάλασσα εκεί, την πλατειά,
τη μεγάλη...."

Ας σκίσει η φαντασία μας τα τσαντίρια του κλουβιού μας ας φτάσει πέρα ως τον Κορινθιακό, να χαρεί το φεγγάρι που σκορπάει ασημένιους δρόμους πάνω στη γαληνεμένη θάλασσα.
Ίσως μόνον αυτή μπορεί να παινευτεί πως είναι ελεύθερη πάνω στον πλανήτη μας

Μίμης Φωτόπουλος  Όμηρος των Εγγλέζων Ελ Ντάμπα. Χρονικό, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1980

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σκηνές από την Άλωση

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

"...Η ρήγισσα, από εκείνη τη στιγμή που την αποχαιρέτισε ο καίσαρ, έλαβε και το σχήμα. Οι στρατηγοί κι οι άρχοντες που έμειναν εκεί πήραν τη ρήγισσα και τις αρχοντοπούλες και πολλές άλλες νεαρές γυναίκες και τις έστειλαν με τα καράβια και τα κάτεργα του Γιουστινιάνη στα νησιά και στο Μωριά στους συγγενείς τους.

Ο λαός στους δρόμους και τα σπίτια δεν υποτάχθηκε στους Τούρκους, αλλά τους επολέμαγε κι εσκότωσαν πολλούς εκείνη την ημέρα, αλλά έπεσαν και πολλοί από αυτούς τους ίδιους, καθώς και γυναίκες και παιδιά` κι άλλους τους εσκλάβωναν οι Τούρκοι.

Αυτοί που ήταν απάνω στις τάπιες δεν θέλησαν να τις παραδώσουν, επολέμησαν με τους Τούρκους και στις δυο μεριές - με κείνους που ήταν ακόμα όξω και με τους άλλους μέσα στην πόλη` κι όταν την ημέρα τους ενίκαγαν οι Τούρκοι, αυτοί κατέβαιναν στους κρυψώνες και τις νύχτες έβγαιναν κι εχτύπαγαν τους Τούρκους. Μα κι άλλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, τους έρριχναν  ψηλά από τα σπίτια κεραμίδες και τούβλα ή έβαναν φωτιά στις ξύλινες σκεπές των σπιτιών και τους επολέμαγαν μ' αναμμένα δαυλιά, τους έκαναν πολλές και μεγάλες ζημιές, τόσο που εφοβήθηκαν οι πασάδες κι οι σαντζάκ - μπέηδες και δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά έστειλαν στο Σουλτάνο και του είπαν : " Αν ο ίδιος δεν έμπεις στην πόλη, είναι αδύνατο να την πάρουμε". Αυτός είχε βάλει να ψάχνουν παντού για τον καίσρα και τη ρήγισσα και δεν αποφάσιζε να έμπει` το σκέφτηκε πολύ κι είπε  να φέρουν μπροστά του όσους άρχοντες και στρατηγούς έπιασαν σκλάβους στις μάχες ή οι ίδιοι παραδόθηκαν στα χέρια των πασάδων` τους έδωκε το λόγο της τιμής του - και δώρα έταξε - και τους έστειλε μαζί με τους πασάδες  και τους σαντζάκ - μπέηδες ν' αναγγείλουν στους κατοίκους σ' όλους τους δρόμους και σ' αυτούς εκεί που εκράτηγαν τις τάπιες τον λόγο και τον όρκο του Σουλτάνου: να πάψουν τον πόλεμο χωρίς κανένα φόβο ότι θα τους θανατώσουν ή θα τους σκλαβώσουν` κι αν όχι - όλους σας τότε, και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας φάει το μαχαίρι.

Έγινε κι αυτό. Έτσι έπαψε ο πόλεμος και παραδόθηκαν όλοι στα χέρια των αρχόντων, των στρατηγών και των πασάδων` μόλις το άκουσε ο Σουλτάνος εχάρηκε κι έστειλε να καθαρίσουν την πόλη, τους δρόμους και τις πλατείες, και την 11η ημέρα έβαλε πάλι τους σαντζάκ - μπέηδες να πιάσουν  τους δρόμους  με πολλούς  στρατιώτες μήπως γίνει καμιά προδοσία. Κι ο ίδιος, μαζί μ' όλους τους αξιωματούχους του σεραγιού, εμπήκε από την πύλη του αγίου Ρωμανού κι επήγε στη μεγάλη εκκλησία` εκεί μέσα ήταν ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος κι αμέτρητος λαός, επίσης γυναίκες και παιδιά` κι έφτασε στην πλατεία, μπροστά στη μεγάλη εκκλησία, ξεπέζεψε κι έπεσε με το πρόσωπο χάμω στη γη, επήρε χώμα με το χέρι του και το εσκόρπισε στο κεφάλι του` έτσι ευχαριστούσε το Θεό. Κι αφού εθαύμασε το μέγιστο αυτό κτίσμα είπε τα ακόλουθα : " Αλήθεια, οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν κι έφυγαν κι ύστερα από κείνους άλλοι τέτοιοι ποτέ δεν θα υπάρξουν". Εμπήκε και στο ναό κι είδε  την αίσχιστη ερήμωση μέσα στο ιερό του Θεού κι επήγε κι εστάθηκε εκεί ακριβώς, στ' άγια των αγίων. Ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος και λαός έσυραν βοή με δάκρυα και θρήνους κι έπεσαν να τον προσκυνήσουν. Τους έδωσε με το χέρι σημείο να σηκωθούν και τους είπε: " Γνώριζε, Αναστάσιε, κι εσύ κι ο κλήρος σου κι όλος ο λαός ότι από σήμερα και στο εξής κανείς να μη φοβάται την οργή μου, κανείς δεν θα θανατωθεί, ούτε θα σκλαβωθεί πλέον". Και γυρίζοντας στους πασάδες και τους σαντζάκ - μπέηδες είπε ν' απαγορέψουν σ' όλο το στρατό και σε κάθε αξιωματούχο  του σεραγιού μου κανέναν να μην πειράξουν από τους κατοίκους της πόλης, ούτε τις γυναίκες τους, ούτε τα παιδιά τους, κανέναν να μην σκοτώσουν, ούτε να πάρουν σκλάβο τους, ούτε καμιά άλλη εχθρική πράξη` κι όποιος παραβεί τη διαταγή μας θα πεθάνει κακό θάνατο. Και διάταξε να βγουν από το ναό κι ο κάθε ένας να πάει στο σπίτι του` ήθελε να μείνει αυτός εκεί και να ιδεί τον καλλωπισμό και τους θησαυρούς του ιερού και ν' αληθέψει ο χρησμός: " Και θα πέσει το χέρι του επί τα ιερά του θυσιαστηρίου και θα τα πάρει και θα τα διαμοιράσει στους υιούς του διαβόλου". Έβγαινε ο λαός ίσαμε την ένατη ώρα και πολλοί άλλοι έμεναν ακόμα μέσα - κι αυτός δεν είχε άλλη υπομονή να περιμένει  κι εβγήκε από το ναό. Σαν είδε ότι εγέμισε απόξω η πλατεία από αυτούς που έβγαιναν κι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, απόρησε πώς μέσα από ένα ναό εβγήκε τόσο πλήθος` κι ετράβηξε για το ανάκτορο του καίσαρα.


Εκεί ένας σέρβος εβγήκε μπροστά του και του έφερε το κεφάλι του καίσαρα. Αυτός καταχάρηκε κι εφώναξε αμέσως τους άρχοντες και στρατηγούς κι ερώτησε να μάθει αν αλήθεια είναι του καίσαρα το κεφάλι. Εκείνοι κατατρομαγμένοι αποκρίθηκαν; " Είναι το αληθινό κεφάλι του καίσαρα". Τότε αυτός το ασπάστηκε κι είπε: " Μα την αλήθεια, ο ίδιος ο Θεός σ' έφερε στον κόσμο και σ' έκαμε και καίσαρα` γιατί λοιπόν να πας έτσι άδικα χαμένος;". Κι έστειλε την κεφαλή στον Πατριάρχη να την χρυσώσει και να την ασημώσει και να την φυλάξει καταπώς αυτός γνωρίζει. Ο Πατριάρχης επήρε την κάρα και την εκλείδωσε σε αργυρό και χρυσωμένο σκεύος και την έκρυψε στη μεγάλη εκκλησία κάτω από την αγία τράπεζα. Από άλλους όμως ακούσαμε ότι κάποιοι που εσώθηκαν, από αυτούς που ήταν μαζί με τον καίσαρα στη Χρυσή Πύλη, επήραν κρυφά το σώμα, εκείνη την ίδια νύχτα, και το επήγαν στον Γαλατά και εκεί τον έχουν θαμμένον.


Και για τη ρήγισσα έγιναν μεγάλες έρευνες κι ανακρίσεις` κάποιοι επήγαν κι είπαν στο Σουλτάνο ότι ο μέγας δούκας, ο μέγας δομέσρτιχος των ανακτόρων κι ο γιός του πρωτοστράτορα Αντρέας κι ο ανιψιός του Ασάν Θωμάς Παλαιολόγος κι ο έπαρχος της πόλης Νικόλαος εφυγάδεψαν τη ρήγισσα με το καράβι. Είπε λοιπόν να τους βασανίσουν και να τους θανατώσουν..."


Οι σκηνές της Άλωσης είναι από το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη , Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης σε απόδοση,  εισαγωγή και σχόλια Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.

Στο τέλος του Χρονικού παρατίθεται "Το Σημείωμα του Χρονικογράφου" :

" Τα έγραψα αυτά εγώ ο πολυαμαρτωλός και κολασμένος Νέστωρ Ισκεντέρης που από μικρόν μ' επήραν οι Τούρκοι και μου έκαναν το σουνέτι, πολλά χρόνια επέρασα στις σκληρές εκστρατείες του πολέμου κι εκρυβόμουνα εδώ κι εκεί μην τύχει και πεθάνω στην επάρατη τούτη πίστη. Έτσι έκανα και τώρα με διάφορες πονηρίες σε τούτη τη μεγάλη και φοβερή εκστρατεία, άλλοτε κάνοντας τον ασθενή, άλλοτε κρυβόμενος, άλλοτε πάλι με τη συνδρομή των φίλων μου, δεν έχανα όμως τον καιρό, αλλά εφρόντιζα να μαθαίνω όσα έκαναν οι Τούρκοι έξω από την πόλη. Κι όταν πάλι με το θέλημα του Θεού εμπήκαμε στην πόλη, ερώταγα με τον καιρό κι εμάζευα από αξιόπιστους και σημαντικούς ανθρώπους όλα τα γενόμενα μέσα στην πόλη εναντίον των απίστων. Και τα σύναξα μετά συντομίας και τα παραδίνω στους χριστιανούς να θυμούνται το υπερτρομερό και υπερθαυμαστό θέλημα του Θεού. Η παντοδύναμη και ζωοποιός Τριάδα ας με δεχτεί και πάλι στο ποίμνιό της, μετά των προβάτων της κι εγώ να ζω και να δοξάζω και ν' ανυμνώ το μέγα και υπερούσιο όνομά σου, αμήν."

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει ανάμεσα στα άλλα στην Εισαγωγή :

" Έχουμε λοιπόν ένα Ημερολόγιο για την Πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι θα το διαβάσουμε και θα εκτιμήσουμε αυτά που μας λέει κι όσα δεν μας λέει - και τα δύο πολλά και σημαντικά. Ο συγγραφέας δεν κάνει ιστορία, ούτε γράφει έπειτα από χρόνια απομνημονεύματα, όπως είναι τα περισσότερα από τα παλιά αφηγηματικά κείμενα για την Άλωση. Το δικό του αφήγημα έχει τις αρετές της προσωπικής κατάθεσης, σχεδόν ταυτόχρονης με τα γεγονότα. Αλλά συνοδεύεται κι απόλες τις σχετικές ελλείψεις που κι αυτές πάλι με τον τρόπο τους είναι τεκμήριο για το γνήσιο της γραφής. Μέσα απ' αυτά που λέει και παραλείπει ο Ισκεντέρης θα μπορέσουμε να διακρίνουμε κι εκείνον τον ίδιον και τη μικρή του σκοπιά, απόπου προσπαθεί να ρίξει φως στα διαδραματιζόμενα. Αποκεί που κοιτάζει, όλα δεν μπορεί να τα πιάσει. Θα τον δούμε να πέφτει και σε υπερβολές, ν' αγνοεί σημαντικά περιστατικά, όπως λ.χ. το πέρασμα του Τουρκικού στόλου δια ξηράς μέσα στον κόλπο του Γαλατά για το οποίο δε λέει τίποτα. Θα διαπιστώσουμε κι άλλες ελλείψεις κι ελαττώματα. Όμως και μέσα απ' αυτά θα βεβαιωθούμε ότι η προσφορά του στις ιστορικές μας γνώσεις για την Πολιορκία και την άλωση είναι σπουδαία και μεγάλη. Θα μας διηγηθεί περιστατικά που χωρίς εκείνον δεν τα ξέρουμε. Μιλάει για πρόσωπα, για μάχες και ημερομηνίες που οι άλλοι δεν σημείωσαν . Και σε μια σειρά απορίες, που ακόμα έχουμε για τους δυο μήνες της Πολιορκίας και για την ημέρα της Καταστροφής, κάτι θα μας ανακοινώσει - όπως το είδε  ή ρώτησε κι έμαθε εκείνες κιόλας τις μέρες. Το κείμενο του Ισκεντέρη μας δίνει, λοιπόν, μια μοναδική γεύση από την πολιορκημένη κι έπειτα ρημαγμένη Κωνσταντινούπολη. Αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο αξιολόγηση των άλλων πηγών. Μα είναι απαραίτητο - επειδή το κείμενο έχει μείνει, σε μας τουλάχιστον στην Ελλάδα, αναξιοποίητο και μάλλον άγνωστο - να υπογραμμιστεί η ιδιομορφία του και η σημασία του..."



Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης. Το Ρώσικο χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη. Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με Εισαγωγή και Σχόλια, Κέδρος , Αθήνα 1978