Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Μακριδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Μακριδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Ενάμισι δευτερόλεπτο φως...




 ...συγκέντρωσε τότε το βλέμμα του πάνω σε ένα διερχόμενο πλοίο που πήγαινε μαζί με τον άνεμο και με ρεύματα προς το νοτιά, ήταν λίγο πριν χαθεί ο ήλιος στον ορίζοντα για τα καλά, και το πλοίο είχε ταχύτητα μικρότερη απ' τα κύματα, το προσπερνούσε η θάλασσα· δεν είχε ξαναδεί εικόνα ποτέ του τόσο γαλήνια και πρωτότυπη ο μετεωρολόγος, να προσπερνάει το βαπόρι η θάλασσα και να είναι τόσο ήρεμη και σταθερή η πορεία και των δύο, παρέμεινε λοιπόν εκεί προσηλωμένος για ώρα, για όσο σκοτείνιαζε ο κόσμος λεπτό με το λεπτό, και περίμενε με την περιφερειακή του όραση  να αντιληφθεί τον φάρο να ανάβει για πρώτη φορά, ώσπου, λίγο πριν σκοτεινιάσει εντελώς και λίγο πριν χαθεί το πλοίο από τα μάτια του, στις 20.49 ακριβώς ήρθε η πρώτη αναλαμπή, και ένα χαμόγελο γλύκας και ικανοποίησης έλαμψε στο πρόσωπο του Καιρού, που ημέρεψε αμέσως και κάθισε εκεί στη θέση του, δεν μετακινήθηκε καθόλου μέχρι να δει τον φάρο να ανάβει για δεύτερη φορά και ύστερα για τρίτη, για κάμποσες φορές, έως να συνηθίσει την περιοδικότητα και μέχρι να πέσει η νύχτα εντελώς, να απομείνει μοναχά το ενάμισι δευτερόλεπτο φως του φαναριού να φέγγει κάθε τόσο τον βραχότοπο· τότε συνειδητοποίησε για πρώτη του φορά πόσο μεγάλο διάστημα είναι τα δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα, ιδίως όταν κάτι περιμένεις να συμβεί και ιδίως όταν αυτό το κάτι είναι τόσο μεγαλειώδες σε αίσθηση αλλά και τόσο μικρό ταυτόχρονα σε διάρκεια όσο μια αναλαμπή μέσα στο σκοτάδι· ένιωσε πόσο γλυκιά είναι η ελπίδα που σκορπίζει το ενάμισι δευτερόλεπτο φως ανάμεσα σε διαστήματα σκότους, αλλά και ταυτόχρονα και πόσο ακριβώς υπέροχη γαλήνη είναι τα δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα της σκοτεινιάς ανάμεσα στις στιγμιαίες εκτυφλωτικές εκείνες· γενικώς είχε κάτι το μαγικό όλη αυτή η κατάσταση...

Γιάννης Μακριδάκης, Ενάμισι δευτερόλεπτο φως, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2020

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Σημαδεμένος απ' την αγάπη στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ...*

     Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν πάρα πολλά λογοτεχνικά βιβλία και πολλοί νέοι λογοτέχνες έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αυτό το γεγονός δεν είναι απαραίτητα καλό, διότι  η μαζική παραγωγή λογοτεχνίας τις περισσότερες φορές " ρίχνει" την ποιότητα. Πιο πολύ ενδιαφέρει η ποσότητα των βιβλίων που θα πωληθεί και λιγότερο η ποιότητά τους. Αυτό πάλι με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι, όποιο βιβλίο κατέχει μια σημαντική θέση ανάμεσα στα ευπώλητα , είναι κακό ή εμπορικό. Υπάρχουν βιβλία και βιβλία, συγγραφείς και συγγραφείς. Οι δικές μου επιλογές πάντως δεν γίνονται ανάλογα με τη θέση του βιβλίου στη λίστα των βιβλιοπωλείων ή των εκδοτικών οίκων. Είμαι λίγο δύσπιστη και γι' αυτό δεν βιάζομαι να αγοράσω το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα. 


     Μου έχει τύχει όμως ορισμένες φορές , εντελώς τυχαία, παρασυρόμενη από εξωτερικά στοιχεία, να ανακαλύψω νέους λογοτέχνες , με το έργο των οποίων έχω ενθουσιαστεί και αυτό αποτελεί κριτήριο  για να αγοράσω και άλλα δικά τους. Λίγες φορές όμως  εξακολουθώ να παραμένω ενθουσιασμένη με το μεγαλύτερο μέρος των έργων τους - πλην ελαχίστων περιπτώσεων -  και να απολαμβάνω την ανάγνωση. 


      Αυτές τις μέρες ανακάλυψα ένα νέο συγγραφέα. Είναι ο Γιάννης Μακριδάκης από τη Χίο.


  Νέος και στην ηλικία, γεννημένος το 1971, έγραψε το 2008 ένα πολύ συναρπαστικό και γοητευτικό μυθιστόρημα. Το αγόρασα πρόσφατα στην όγδοη έκδοσή του πλέον. Με προσέλκυσαν ο τίτλος
 " Ανάμισης ντενεκές " σε συνδυασμό με την παλιά φωτογραφία στο εξώφυλλο , μια πληροφορία στο οπισθόφυλλο σύμφωνα με την οποία  το βιβλίο είναι
 "  ένα  μυθιστόρημα - έκπληξη  που ξεφεύγει από τα γνωστά σχήματα της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής" και οι στίχοι στην αρχή του βιβλίου



" Μόνον εκείνος που αγαπά
   μπορεί να το πιστέψει
   πως της αγάπης ο καημός
   τη σταματάει τη σκέψη"
(Θ. Σκορδαλός - Ψαραντώνης)

  Η ιστορία  ξετυλίγεται στη Β.Α Χίο, Μάρμαρο, Αμάδες , Καρδάμυλα και  στο Πελιναίο όρος το 1914- 1915 αλλά και στα δικά μας χρόνια. Η αφήγηση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, ένα παρελθοντικό και ένα παροντικό. Από τη μια μεριά η Χίος που έχει πλέον ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό με τους μικρασιάτες πρόσφυγες να κατακλύζουν το νησί μετά το διωγμό του 1914 και τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν πολλά βιοποριστικά  προβλήματα . Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον τοποθετείται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Γιώργης Πέτικας 


που
    "Ηρθε  από την Αμερική , όπου είχε πάει μετανάστης πριν από ένα χρόνο να δουλέψει στα σφαγεία, να προικίσει τρεις αδερφές στα Καρδάμυλα, μπας και πάρουν καραβοκύρη για καπετάνιο και σωθούν τουλάχιστον αυτές. Ήταν η δεύτερη φορά που ερχόταν από την ξενιτιά, είχε κάνει κι ένα χρόνο παλιότερα , τότε που άφησε τη Χίο τουρκική και όταν γύρισε , τη βρήκε Ελλάδα. Ξεσηκώθηκαν  οι ραγιάδες όσο εκείνος έκανε ραγιάς σε ξένους τόπους. Τώρα γυρνούσε πάλι, με σκοπό να ξαναφύγει σύντομα, για τελευταία φορά στην Αμερική κι ας ήταν η καρδιά του μαύρη` η χώρα αυτή δεν τον σήκωνε, μπορούσε όμως να σηκώσει τα βάρη του."


      Έναν αιώνα μετά ένας ερευνητής , γοητευμένος από το θρύλο του Γιώργη Πέτικα , αναζητεί πληροφορίες , για μια παλιά ιστορία και προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα του. Επισκέπτεται τα χωριά, συνομιλεί με ηλικιωμένους και μαγνητοφωνεί τις διηγήσεις τους, που είναι λίγες και συγχρόνως διαφορετικές για την ίδια ιστορία.


      Ο Γιώργης Πέτικας είχε γίνει θρύλος. Η φήμη τον ήθελε προστάτη των φτωχών και ανυπεράσπιστων , που επέστρεψε από την Αμερική και ήθελε να ανοίξει χασάπικο . Πάνω απ' όλα όμως ήθελε να ικανοποιήσει το βαθύ και αγιάτρευτο έρωτά του για το κορίτσι που είχε αφήσει πίσω , φεύγοντας για την Αμερική. Έναν έρωτα για τον οποίο δεν γνώριζε αν υπάρχει ανταπόκριση. Κάποια στιγμή ο έρωτας γίνεται αμοιβαίος , αλλά εξακολουθεί να παραμένει κρυφός μέχρι την ώρα την καλή.


       Ανάμεσα τους υψώνεται ένα μεγάλο εμπόδιο. Ο έρωτας του άλλου άνδρα, του Γιάννη ή Γιαννακού. Ένας δεσμός αίματος ενώνει τους δύο άντρες, είναι σταυραδέλφια. Επιθυμούν την ίδια γυναίκα χωρίς αρχικά να το γνωρίζουν και όταν το μαθαίνουν κανείς από τους δύο δεν υποχωρεί. Λαβωμένοι από τον έρωτα και σημαδεμένοι απ'την αγάπη παρασύρονται σε μια σύγκρουση φονική.


Αμάδες 1915, ένα έγκλημα πάθους συγκλονίζει την τοπική κοινωνία. 


 " Τον εσκότωσα , λοιπόν" αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του ο Γιώργης` μόλις τότε άρχισε να το νιώθει. " Σκότωσα τον καλύτερό μου φίλο για μια γυναίκα" ξανάπε με περισσή δύναμη στη φωνή του κι έπιασε να κλαίει με λυγμούς, έχωσε τα δάχτυλα μες στα μαλλιά του και άρχισε να τα τραβά με δύναμη ως να τα ξεριζώσει"


    Από το σημείο αυτό αρχίζει η περιπέτεια, η καταδίωξη, το κυνηγητό. Σπίτι του γίνεται το βουνό. Οι φίλοι του, οι χωριανοί τον προστατεύουν.Κυνηγημένος , δρασκελώντας χαράδρες και πλαγιές , σκαρφαλώνοντας στα βράχια ανακαλύπτει μια σπηλιά, την κάνει καταφύγιο και ονοματίζει τους πρώτους του " συνεργάτες" στο βουνό.
     " Καλώς  ήρθες στον Ανάμιση ντενεκέ" τον υποδέχτηκε με ένα σφιγμένο χαμόγελο ο Γιώργης. " Εβρήκα τούτους τους ντενεκέδες στη μάντρα του Πυργούση και φέρνω νερό αφ' τις Γούρνες. Είν' οι πρώτοι μου συνεργάτες στο βουνό. Είπα να κάνω σύθημα, να μην αποκρίνομαι σ' όποιονε φωνάζει  από κάτω. Μονάχα όποιος λε το σύθημα θα' ρκεται κοντά" είπε κι έπιασε να σκαλίζει τα κάρβουνα.
     " Ανάμισης ντενεκές λοιπόν" επανέλαβε ο Σταμάτης να το χωνέψει, να το θυμάται για την ξανάλλη.."


       Ο Γιώργης γίνεται λαϊκός ήρωας, θρύλος και η φήμη του φτάνει στη δική μας εποχή , εκεί που τον αναζητεί ο νέος ερευνητής. Πολλές οι παραλλαγές της ιστορίας έτσι όπως μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα. Σε όλες όμως υπάρχει ένα κοινό , η λαϊκή ετυμηγορία τον έχει αθωώσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων γιατί  " αδελφικοί φίλοι ήσαν ...ο άλλος του πήρε μπαμπέσικα τη γυναίκα. Ο Γιώργης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον σκοτώσει" Γι' αυτό η πραγματικότητα μετατρέπεται σε παραμύθι.


     " Ο Πέτικας κατόρθωσε με τις " αντραγαθίες " του να απομυθοποιήσει τα όργανα του νόμου στα μάτια των χωρικών. Και μεταμορφώθηκε αμέσως σε άνθρωπο παντοδύναμο, πήρε υπερφυσικές διαστάσεις η παλικαριά του στα λόγια και στη φαντασία τους...Γι' αυτό , ένας τέτοιος άνθρωπος, ήρωας του λαού και εκφραστής της κοινής θέλησης, που δεν ήταν άλλη από την αντίσταση κατά των οργάνων, δε μπορεί να συνελήφθη ποτέ. Κι αν έγινε αυτό, ο λαός ποτέ δεν θα το διέσωζε στο θρύλο του..."


      Ποια  ήταν όμως η κοπέλα που για το χατίρι της έγινε φονιάς ο Πέτικας;  Το όνομα της δεν έγινε ποτέ γνωστό. Επικράτησε ο νόμος της σιωπής και τότε και σήμερα , " η σιωπή του Πελιναίου". Δεν υπήρξε " χαραμάδα διαρροής".


      Σχετικά με την κατάληξη του Πέτικα ο θρύλος διχάζεται, καθώς η λαϊκή μνήμη δεν ήθελε τον Πέτικα να συλλαμβάνεται.  Υπάρχει κατάληξη , αλλά καλύτερα να την μάθετε αναζητώντας την στις σελίδες του βιβλίου.


        Ένα μυθιστόρημα δεν είναι ελκυστικό μόνο από την υπόθεση αλλά από τον τρόπο που αναπτύσσεται και εξελίσσεται αυτή η υπόθεση. 


       Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ'ένα πανέμορφο τοπίο, πάνω στο βουνό Πελίναιο με θέα από ψηλά της θάλασσας. Το τοπίο εναλλάσσεται συνεχώς, πότε ήμερο και πότε άγριο, χρωματισμένο και ευωδιαστό ανάλογα με την εποχή. Ήχοι από κουδούνια ζώων, φωνές τσοπάνων και γαυγίσματα σκύλων διαρρυγνύουν τη σιωπή του και τη γαλήνη του. Εικόνες από μαντριά, κοπάδια, αρμέγματα και πήξιμο τυριού, η μυρωδιά από τα τυροβόλια και τις
 " μουζήθρες" έρχονται να συναντηθούν με τις περιοδείες των χασάπηδων για την προμήθεια των ζώων, την παράνομη διακίνηση προϊόντων στα παράλια.


     Κι ανάμεσα στο τοπίο και στους τόπους γραφικές φιγούρες, άνθρωποι ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, ταλαίπωροι , φιλότιμοι και περήφανοι, αλλά και ιδιαίτερες φυσιογνωμίες όπως εκείνη του  μοναδικού 
 " γραμματιζούμενου κουρέα" που διαβάζει φωναχτά τα νέα από την εφημερίδα στο καφενείο του χωριού.


      Οι περιγραφές και τα σχόλια για τους μικρασιάτες πρόσφυγες του  1914  συγκλονιστικές , οδηγούν τη σκέψη σε ανάλογες σημερινές καταστάσεις


       " Δυόμισι χιλιάδες ήταν οι Μικρασιάτες πο'ρθαν στο χωριό. Πολεμούσαν να ζήσουνε, κάνανε διάφορες δουλειές, μένανε σε χαλάσματα, άλλοι κοντά σε οικογένειες γνωστών συγγενών και φίλων. Οι δρόμοι ήσαν συνέχεια γεμάτοι, η ζωή του χωριού άλλαξε, οι χωριανοί περνούσαν δύσκολες ώρες διχόνοιας. Άλλοι συμπονούσαν τους νιοφερμένους, τους υπερασπίζονταν, τους βοηθούσαν, κι άλλοι ολημερίς εξαπόλυαν βλαστήμιες και αφορισμούς, φώναζαν πως μεγαλύτερο κακό δε θυμούνται να ματάδε ο τόπος όσων χρόνων είναι...οι νιοφερμένοι, λέγανε, ήταν πιο μεγάλη θεομηνία...άλλωστε έφεραν μαζί τους τη φτώχεια, την κρίση στα ναύλα, ως και τη φυλλοξήρα στ' αμπέλια φέρανε` τι άλλο θα δούμε, αναφωνούσαν. Και τώρα, λέγανε, τριγυρνάνε πέρα δώθε, από τον κάμπο ως το λιμάνι και σπλαχνίζονται βοήθεια, δουλειά, ελεημοσύνη. Άσε την πουτανιά. Οι γυναίκες τους ξελογιάζουνε τα παλικάρια, θέλουν να κλείσουνε σπιτικά, να πάρουνε δικούς τους τους θαλασσινούς, δεν έχουνε, λέγανε, ούτε ιερό ούτε όσιο..."


       Εκείνο όμως το στοιχείο που αναδεικνύει το κείμενο, το ζωντανεύει, το κάνει να "μιλάει" με ήχους τραγουδιστούς, γάργαρους και χορευτικούς είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα. Ο συγγραφέας καταδύεται στο βαθύ βυθό της χιώτικης διαλέκτου και φέρνει στην επιφάνεια τα μαργαριτάρια και τους θησαυρούς της προφορικής γλωσσικής παράδοσης.Και είναι τόσο καλά ενσωματωμένα στην ιστορία  που αποδεικνύουν όχι μόνο τις γλωσσολογικές γνώσεις του αλλά και τη γλωσσική ικανότητα να τις   "δένει" όμορφα με το μύθο του. Ένα βιβλίο που το ακούς.


" Στο βάθος παιχνίδιζε στο χειμωνιάτικο ήλιο η θάλασσα. Πράσινο , καφετί, γαλανό, με τη σειρά τα χρώματα απλώνονταν μπροστά μου. Τα ίδια σκέφτηκα, θα έβλεπε και ο Πέτικας όταν καθόταν σ' αυτή την πέτρα. Μόνο που τότε όλοι οι λόφοι ήσαν δασωμένοι. Πράσινο και γαλανό.  Όσο περνά η ζωή καφετίζουμε τη φύση, συμπέρανα, την κάνουμε ένα με τη γη . Ίσως αυτή να' ναι η μοίρα τελικά. Να γίνουμε όλοι χώμα κάποτε. Χώμα και θάλασσα."










Γιάννης Μακριδάκης , Ανάμισης Ντενεκές, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 2011, όγδοη έκδοση





*Οι στίχοι του τίτλου είναι  από το ποίημα του Μιχάλη Γκανά
 " Σημαδεμένος απ' την αγάπη" που έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και ερμηνεύει ο Βασίλης Λέκκας στο cd Ασίκικο Πουλάκη.