Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαξίμ Γκόρκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαξίμ Γκόρκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Μαξίμ Γκόρκι, Οι Αρταμάνοφ

Μια οικογενειακή σάγκα, που αφηγείται την ιστορία τριών γενιών της οικογένειας Αρταμάνοφ στη Ρωσία επί μισό αιώνα, από την απελευθέρωση των δουλοπάροικων το 1861, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β', μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
Ο πατριάρχης της οικογένειας, ο Ηλίας, άρτι απελευθερωθείς δουλοπάροικος, εγκαθίσταται σε μια κωμόπολη με τους τρεις γιους του και ιδρύει μια υφαντουργία. Ο γενάρχης, αυταρχικός με την οικογένειά του, άπληστος και αποφασισμένος ως επιχειρηματίας, αφοσιώνεται στο εργοστάσιο και, γενικά, στη νέα ζωή τα παιδιά και τα εγγόνια διατηρούν την επιχείρηση, αλλά με λιγότερο πάθος, μέχρι που τα πάντα σαρώνει η επανάσταση του 1917 - και η χαοτική βία που αυτή έφερε, η οποία περιγράφεται με πιστότητα στο μυθιστόρημα. Οι περιπέτειες της οικογένειας Αρταμάνοφ απηχούν με ακρίβεια τον ιστορικό καμβά της εποχής, τον οποίο με διορατικότητα αντιλαμβάνεται και με μαεστρία υφαίνει στο βιβλίο ο Γκόρκι. Σε αυτόν ακριβώς τον καμβά τοποθετεί αριστοτεχνικά τους ήρωές του, που αδυνατούν να αντιληφθούν και να παρακολουθήσουν τις τεράστιες αλλαγές που συμβαίνουν, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις -συγγενικές, ερωτικές, φιλικές, σχέσεις εξάρτησης ή εξουσίας, φθόνου ή και αδιαφορίας, ακόμη και την απουσία σχέσης- και στήνει έτσι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που αφηγείται με ακρίβεια και ζωντάνια την άνοδο και την πτώση του σύντομου ρωσικού καπιταλισμού.
Οι "Αρταμάνοφ" σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου εκδίδονται για πρώτη φορά αυτόνομα σε βιβλίο, μετά την πρώτη έκδοσή τους το 1959 σε έναν συλλογικό τόμο παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Μαξίμ Γκόρκι, Οι Αρταμάνοφ, μτφρ: Άρης Αλεξάνδρου και Επίμετρο: Γιώργος Τσακνιάς, Πατάκης , Αθήνα 2018

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Τι είναι αλήθεια ο Γκόρκι σαν ανθρώπινη περιπέτεια;

Στις 28 Μαρτίου 1868 γεννήθηκε στο Νίζνι Νόβγκοροντ ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ, δηλαδή ο Μαξίμ Γκόρκι. Ποιος θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα για αυτόν τον σπουδαίο συγγραφέα και σημαντικό άνθρωπο από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, βαθύ γνώστη και μελετητή της ρωσικής λογοτεχνίας;
Στη Βιογραφική Μυθιστορία, Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι,ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος μάς φέρνει σε επαφή με τη ζωή, την προσωπικότητα, το χαρακτήρα και το έργο του ρώσου συγγραφέα με έναν τρόπο ζωντανό, χαρισματικό και γοητευτικό. Ένα έργο αριστουργηματικό  που αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάσετε. Το 1981 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας. Δυστυχώς τόσο η πρώτη έκδοση από τη Σύγχρονη Εποχή(1980) όσο και η δεύτερη από τα Ελληνικά Γράμματα είναι εξαντλημένες και μόνο στα παλαιοβιβλιοπωλεία ίσως σταθεί κάποιος τυχερός.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη : Το πρώτο παραμύθι (1868 -1906) και Αγάπες παλιές και νέες ( 1906 - 1936)Το απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στο πρώτο μέρος του βιβλίου.
Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσει κανείς στη βιογραφία του Γκόρκι τα πραγματικά περιστατικά από τους πολλούς θρύλους που είχαν αρχίσει πολύ νωρίς να τον συνοδεύουν. Οι δυσκολίες υπήρξαν ακόμα και στους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Διάφοροι λόγοι που είχαν σχέση με τη ζωή του, επίσης με το χαρακτήρα του αφηγηματικού του έργου, τα ίδια τα θέματά του οι ρομαντικοί του τύποι στα πρώτα αφηγήματά του, οι ρομαντικοί του τόνοι, προκλητικοί, ρωμαλέοι, αντάρτικοι, η ίδια έπειτα η εποχή διψασμένη για τέτοια ακριβώς δείγματα στη λογοτεχνία και στην ιστορία, για νέες ανθρώπινες ποιότητες - όλα αυτά κι άλλα ακόμα έκαναν το όνομα του Γκόρκι να περπατά μέσα σε συνοδεία θρύλων πυκνή και ταχύτατη, τόσο που πέρασε αστραπή τα τοπικά και τα εθνικά όρια και πήρε μεγάλες διαστάσεις. Μέσα σε ένα - δυο χρόνια η φήμη του διαδόθηκε σ' όλο τον κόσμο συνοδευόμενη κι από τους θρύλους της που εξίσου εύκολα εισχωρούσαν σε λόγιες και λαϊκές σφαίρες. Με όλα αυτά ο Γκόρκι υπήρξε περίπτωση μοναδική στη λογοτεχνία. Τουλάχιστον στα ρωσικά χρονικά δε θα βρει κανείς άλλα τέτοια παραδείγματα. Βέβαια, ο θρύλος όση έκταση κι ένταση να πάρει δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέτρο για να μετρήσουμε καλλιτεχνικά αναστήματα. Είναι φαινόμενο άλλης κατηγορίας. Πολλές φορές, μάλιστα, σαν πυκνό σύννεφο τυλίγει τα αληθινά πράγματα και το μάτι μας δυσκολεύεται να δει καθαρά κριτικά κι ελεύθερα. Μέσα στο θρύλο χάνονται τα ακριβή όρια και με τον καιρό αντί ενός ζωντανού ανθρώπου μένει το σχήμα που είναι βολικό στη συλλογική αντίληψη κι ευκολότερα μπορεί να το διαιωνίζει η κοινή μνήμη. Κάποτε γυρίζοντας να δούμε την ανθρώπινη μορφή μες στην καταχνιά του θρύλου νιώθουμε περίπου τα ίδια όπως μπροστά σε παλιές εικόνες, όπου η παράσταση με την αρχική της πολυχρωμία έχει φθαρεί, έσβησε, μόνο κάποια σημεία εξέχουν εδώ κι εκεί. Ως ένα βαθμό αυτά έχουν συμβεί και στην περίπτωση του Γκόρκι.Όμως ο συγγραφέας αυτός είναι σύγχρονός μας σχεδόν. Τα ίχνη του είναι νωπά ακόμα. Έχουμε το έργο του όλο. Επίσης σε μια εκτεταμένη βιβλιογραφία πάρα πολλές εργασίες μάς διαφωτίζουν έγκυρα σε αρκετά ζητήματα κι ερωτήματα για τη ζωή του και το έργο του. Παρ' όλα αυτά έχει και ο Γκόρκι υποστεί πολλά από τις παρενέργειες του θρύλου.
Να γιατί σε μια προσπάθεια να αναπαραστήσει το φαινόμενο  χάνει κανείς κάθε όρεξη να τον μυθοποιήσει πάλι μ' έναν άλλο τρόπο. Εκείνο που προέχει είναι η όσο το δυνατό προσεκτικότερη ματιά στα ίδια τα ιστορικά στοιχεία και μια οικονομημένη επιλογή τους. Όταν λοιπόν χρησιμοποιώ για το βιβλίο μου τον όρο "Μυθιστορία" δεν σημαίνει ότι προσπάθησα να κάνω τον Γκόρκι ήρωα ενός δικού μου μυθιστορήματος. Βάζω τη λέξη αυτή για να προειδοποιηθεί ο αναγνώστης ότι δε θα βρει εδώ μέσα μια επιστημονική διατριβή για το έργο του Γκόρκι. Είναι ένα αφήγημα για τη ζωή του. Με πολύ περιορισμένο το στοιχείο του μύθου. Πήρα όσες μαρτυρίες μού φάνηκαν αντιπροσωπευτικότερες και πειστικότερες και προσπάθησα μ' ένα δικό μου τρόπο να τις συναρμολογήσω σ' ένα ανάγνωσμα που να είναι κάπως πιο ζεστό από το στενό χρονικό.

Αναμφισβήτητο είναι πως ο Γκόρκι σημαίνει κάτι περισσότερο από αυτό που μας λένε τα βιβλία του. Τη φήμη του δε μας την έχει υπαγορέψει όλην η αξία του μάστορα. Ο Τσέχωφ έχει γράψει ότι τα βιβλία του Γκόρκι μπορεί να τα λησμονήσει μια μέρα ο κόσμος, αλλά τον ίδιο τον Γκόρκι δε θα τον λησμονήσουν ακόμα κι ύστερα από χίλια χρόνια. Να αμέσως μια περιέργεια που μεταφέρει έξω από τα βιβλία. Βέβαια, ο Τσέχωφ είχε υπόψη του τα πρώτα διηγήματα και τα πρώτα θεατρικά έργα του Γκόρκι ( αυτά τα βρίσκουμε σ' ένα γράμμα του γραμμένο το 1903) κι εμείς γνωρίζουμε έκτοτε έργα του που δε θα είναι εύκολο να λησμονηθούν - ας αναφέρω λ.χ. την αυτοβιογραφική του τριλογία, γραμμένη πολύ αργότερα. Κι όμως τα λόγια του Τσέχωφ είναι αξιοπρόσεκτα. Θα δούμε άλλωστε και τον ίδιο τον Γκόρκι να την επαναλαβαίνει πολλές φορές αυτή τη σκέψη.
Εμένα ο ρώσος συγγραφέας - αφού έκανα τη θητεία μου στο θρύλο - με ελκύει ( σαν μορφή για την οποία προχωρώ να γράψω ένα βιβλίο) με δύο κυρίως πράγματα: πρώτα η α ν θ ρ ώ π ι ν η  π ά σ τ α, δηλαδή ο ίδιος ο χαρακτήρας του, θεληματικός, δραστήριος, όλος πρόθυμα ανοίγματα στο αίσιο και στο ευτυχές. Από αυτή την άποψη ένας μυθιστοριογράφος δεν έχει διόλου ανάγκη να θέσει σε κίνηση τη φαντασία του, προκειμένου να ζωντανέψει έναν τύπο αντιπροσωπευτικό τούτης της ψυχικής ιδιοσυγκρασίας. Πολύ συχνά θα δούμε τον Γκόρκι να την προσέχει αυτή τη θαρρετή κι αισιόδοξη ματιά στον κόσμο σαν ένα μεγάλο του κέρδος που το απόχτησε με τα χέρια του, το πέρασε μέσα από δοκιμασίες, το επιβεβαίωσε και ποτέ και με τίποτα δε θέλει να το αλλάξει. Είναι η ιδιοσυγκρασία του και η φιλοσοφία του - εδώ όμως τώρα δε θα μιλήσω άλλο γι' αυτό το θέμα, παραπέμποντας στα έργα του και σε τούτο το ανάγνωσμα της ζωής του...Έπειτα είναι η ι σ τ ο ρ ι κ ή  τ ο υ  π ε ρ ι π έ τ ε ι α, τα συγκεκριμένα της ζωής μέσα από τα οποία διάβηκε ένας τέτοιος χαρακτήρας. Κι εδώ πάλι τα αυθεντικά περιστατικά είναι πυκνά και βαρυσήμαντα, κι από μόνα τους δίνουν την απαραίτητη ένταση στον αφηγηματικό λόγο.
Τι είναι αλήθεια ο Γκόρκι σαν ανθρώπινη περπέτεια;
Το όνομά του σηματοδοτεί έναν κύκλο από ιστορικά πρόσωπα, ιστορικά γεγονότα κι έννοιες ζωής, όλα πολύ ζωντανά και στις δικές μας μέρες. Ο 20ος αιώνας, ο Σοσιαλισμός, η κουλτούρα και οι λαϊκές μάζες, οι μικροαστοί, οι διανοούμενοι, η επανάσταση - να αμέσως μερικά κεφάλαια που περνάμε, παρακολουθώντας τη ζωή του. Μάλιστα ο Γκόρκι μάς δίνει την ευκαιρία να τα γνωρίσουμε αυτά όλα πάνω στο ιστορικό ξημέρωμά τους, γιατί έχει το προνόμιο να τα πρωτοδηλώνει, είναι ακριβώς ο καλλιτέχνης που πρώτος απάντησε σ' αυτούς τους ερεθισμούς, πήγε θαρρετά προς συνάντησή τους και προσπάθησε να φωτίσει το καινούργιο που έφερναν στην ανθρώπινη ψυχολογία και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ίδιος σαν άνθρωπος είναι μια λαμπρή περίπτωση, καθώς ενσαρκώνει τα νέα φαινόμενα που έφερνε ο εικοστός αιώνας και ο σοσιαλισμός στην κουλτούρα, δ έ ν ο ν τ α ς  τ ι ς  β α σι κ έ ς  λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς  τ η ς  μ ε  τ η  μ ε γ ά λ η  μ ά ζ α  τ ο υ  π λ η θ υ σ μ ο ύ. Ο δρόμος που διάνυσε το φτωχό παιδί από τη ρωσική επαρχία, αφομοιώνοντας το σύγχρονό του πολιτισμό ήταν πράγματι πολύ μακρύς. μπορούμε να πούμε ότι κίνησε από τη μια άκρη και πήγε ως την άλλη - κι έχει μέσα στην ιστορία του και στην ψυχολογία του μερικές πολύ αντιπροσωπευτικές στιγμές ενός επίμονου αγώνα που επιδιώκει να φέρει σε γόνιμη ισορροπία την Κουλτούρα και το Λαό, εμπνέοντας αληθινή επαναστατική κίνηση στον ίδιο τον πολιτισμό και στον ίδιο το λαό. Να γιατί ο Γκόρκι προσφέρεται για ένα ανάγνωσμα, όπου δε θα έχουμε τόσο να μελετήσουμε το μάστορα της λογοτεχνίας, όσο να παρακολουθήσουμε τον αγώνα του ανθρώπου, τις αγάπες του, τα μίση του, πώς πορεύτηκε αυτός στη ζωή του, πώς πολέμησε με σφοδρό πάθος τόσο τις κλειστές  τάσεις μιας φτασμένης πνευματικής κάστας, την πολυποίκιλη μικροαστική διανόηση της εποχής του, όσο και το επίσης κλειστό μέσα στον άπραγο ατομισμό του αμόρφωτο πρωτογονικό λαϊκό στοιχείο. Ο μικροαστισμός σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, αποπάνω ως κάτω, ο εγωκεντρισμός, η κοινωνική αναισθησία και καπηλεία, άλλη όψη του ίδιου πράγματος, ήταν για τον Γκόρκι ένα τέρας με χίλια πρόσωπα. Και το πολέμησε όσο μπόρεσε.

Θα δούμε επίσης τις αγάπες του και τις διαφωνίες του με τους ρώσους επαναστάτες - ως τον Λένιν. Τις αντιρρήσεις του Γκόρκι στη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία δεν τις εξαντλεί μια πολιτική αντιμετώπιση. Δεν είναι εκεί το βάρος του δικού μας ζητήματος. Η επιμονή του, όταν διαφωνεί, έχει τελικά την αξία ένός έγκυρου σήματος για μια άλλη λογική που μπαίνει στον κρίσιμο διάλογο για να υπερασπίσει τη δική της αναλογία στην ιστορική αλήθεια. Δεν ήταν διαφωνία δυο ανθρώπων. Με τα χείλη τους διασταυρώθηκαν τότε και στη Ρωσία δυο διαφορετικά πράγματα - η ανάγκη να καταρρεύσει με επανάσταση ένας ξεπερασμένος τρόπος ζωής και η άλλη ιστορική αξίωση, να μείνουν όρθιες μες στο χαλασμό οι μεγάλες αξίες του πολιτισμού που έχουν περιθώρια να ζήσουν πέρα από το θάνατο μιας παλιάς κοινωνίας. Κάτω από τις πολιτικές διαφωνίες του Γκόρκι εργάζεται αυτή η επίγνωση κι ας μην αποσαφηνίζεται πάντα. Το 1917 έγραψε στην εφημερίδα του, τη "Νέα Ζωή":

Νιώθω παντού ένας αιρετικός. Στις πολιτικές μου ιδέες θα βρει κανείς πολλές ίσως αντιφάσεις, μα δεν μπορώ, δε θέλω να τις συμφιλιώσω, γιατί τότε - για να φέρω σε ισορροπία την ψυχική μου κατάσταση και να βρω την ησυχία μου και το χουζούρι μου - πρέπει να εξοντώσω αυτήν ακριβώς την πλευρά της ψυχής μου που με απίστευτο πάθος και πόνο αγαπά τούτον δω τον ολοζώντανο, τον αμαρτωλό - κι ας μου επιτραπεί να πω ακόμα - , τον αξιολύπητο άνθρωπο στη Ρωσία.

Βλέπουμε άλλωστε ότι ο Λένιν, προσπαθώντας να τον εξουδετερώσει πολιτικά, δεν αφήνει να ατονήσει η αίσθηση για τα βαθύτερα κι αξιότερα που αντιπροσωπεύει ο Γκόρκι πέρα από τούτη την επικίνδυνη για την επανάσταση πολιτική του θέση. Στο πρόσωπο των δύο τούτων αντρών η ρωσική επανάσταση έχει δώσει ένα λαμπρό παράδειγμα ιστορικής ωριμότητας κι εντιμότητας...

Όπως δεν είναι ο σκοπός μου να μυθοποιήσω τον Γκόρκι, άλλο τόσο δεν επιχειρώ να εξαντλήσω τα βιογραφικά του. Διαλέγω ό,τι πρέπει για να σχηματίσει ο αναγνώστης σαφή εικόνα του ανθρώπου, του συγγραφέα, του δημόσιου άντρα. Να παρακολουθήσει μέσα από κείνον την εποχή. Βέβαια, προσωπικότητες σαν τον Γκόρκι δεν προσφέρονται διόλου για ήρωες ενός συμπαθητικού αναγνώσματος. Δε νιώθει εδώ ο συγγραφέας όπως μέσα σε μια ιστορία με πρόσωπα που τα δημιουργεί ο ίδιος. Η εξάρτηση λειτουργεί με αντίθετη φορά, υποχρεώνοντας σε όσο το δυνατόν περισσότερο σεβασμό, τονώνοντας το αίσθημα της ευθύνης και χαλιναγωγώντας τη φαντασία. Κι όμως αυτά τα ίδια μπορούν να σου δώσουν μεγάλη ικανοποίηση, αν τελειώνοντας μπορείς να είσαι βέβαιος πως τους όρους τούς ετήρησες ή τουλάχιστον τίμια προσπάθησες να τους τηρήσεις.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Αντόν Τσέχωφ - Μαξίμ Γκόρκι

Στις 17 του Γενάρη του 1904 το θέατρο του Στανισλάφσκι έδωσε την πρώτη του Βυσσινόκηπου. Εκείνη την ημέρα ο Τσέχωφ έκλεινε τα σαράντα τέσσερα χρόνια του. Μέσα στο χρόνο συμπληρώνονταν επίσης είκοσι πέντε χρόνια της λογοτεχνικής του ιστορίας. Οι φίλοι του και το θέατρο ετοιμάζονταν να δώσουν στην πρεμιέρα πανηγυρικό χαρακτήρα - χωρίς να το ξέρει ο Τσέχωφ. Η υγεία του είχε χειροτερέψει. Την Πρωτοχρονιά την πέρασαν μαζί με το Γκόρκι μέσα σε μεγάλη συντροφιά στο θέατρο. Ήταν κι ο Σαλιάπιν. Ο ηθοποιός Κατσάλωφ είχε φέρει μακιγιαρισμένο κι ένα φίλο του, τον Ιβάν Σεργκέγεβιτς. Μόνο η Αντρέγεβα κι ο Γκόρκι ήξεραν πως ο άγνωστος στους άλλους φίλους του Κατσάλωφ ήταν ο διωκόμενος από την αστυνομία επαναστάτης Νικολάι Μπάουμαν...Όταν άρχισε ο χορός , ο Τσέχωφ κι ο Γκόρκι αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη, κουτσοπίνοντας και βήχοντας.
- Για μας τους δυο θα' χουν να λένε ότι ωραία περάσαμε τη βραδιά απόψε, του είπε σε μια στιγμή ο Τσέχωφ. Ωραία βήξαμε.
Η πρώτη του Βυσσινόκηπου πέρασε θαυμάσια - για όλους έξω από τον Τσέχωφ. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο το έργο του το κακομεταχειρίστηκαν. Μα ήταν προειδοποιημένος κι από τις πρόβες, από τις ρεκλάμες, από κάποια σημειώματα που είχαν ήδη  εμφανιστεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. "Έχω την εντύπωση πως μεγάλωσα ένα κοριτσάκι κι αυτός μου το πήρε και το διέφθειρε", είπε για ένα δημοσιογράφο, φίλο του Στανισλάφσκι, που δημοσίευσε πριν από την πρεμιέρα ένα απ' αυτά τα σημειώματα. Το θέατρο εντοπίστηκε σ' ένα δραματικό ελεγείο για τον ωραίο παλιό κόσμο, που χάνεται ανεπιστρεπτί. Σταμάτησαν σε μια από τις στιγμές του έργου και του Τσέχωφ. Ό,τι περίπου είχε συμβεί και στο τελευταίο έργο του Γκόρκι. Ήταν - και είναι ακόμα - δύσκολο ν' απαλλαγεί ο Τσέχωφ από το γνωστό του ψυχικό κλίμα, όπως τόσο επίσης δυσκολεύτηκαν να τον ξεχωρίσουν από τη σκέτη ευθυμογραφία. Μα όλες οι τελευταίες του δημιουργίες - παρόλο που η αίσθηση της φθοράς είναι όχι θλιβερή μόνο, παρά έντονα δραματική - αποτελούν, μαζί μ' αυτά, άνοιγμα στα νέα μηνύματα που ο Τσέχωφ τα συλλάβαινε, με απόλυτα ορθή διαίσθηση και σε ιστορική προοπτική πολύ βαθύτερη, ακόμα κι απ' όσους συμβάλαν ενεργητικά στα διαδραματιζόμενα, τα καλούσαν και δραστήρια τα βοηθούσαν. Χτυπά μέσα στα τελευταία του γραπτά βαθύς παλμός συναισθηματικής κατάφασης, προσμονής κι ακόμα ιστορικής επίγνωσης και βεβαιότητας. Η ευχή του στο μέλλον είναι ολόψυχη, όπως κι η αποστροφή στ' άχαρα περασμένα. Τούτα όλα, βέβαια, διυλισμένα από τη γνωστή ιδιοσυγκρασία του, την ευγένεια, το ψυχικό τακτ απέναντι στους άλλους,
 " καλούς και κακούς", το χιούμορ,τέλος τη ψυχική του γεύση στις παραμονές του θανάτου, που τον έβλεπε να έρχεται. Ο Στανισλάφσκι κι ο θίασός του έμειναν μακριά από αυτά, προσηλωμένοι στα καθιερωμένα μέσα στο θέατρό τους κι έξω απ' αυτό. Την κίνηση προς τα εμπρός - και το πόσο ο Τσέχωφ την είχε νιώσει - δεν μπορούσαν να τη συλλάβουν, όπως δεν τα ένιωθαν αυτά κι άλλοι πολλοί τότε...
Πάντως, εκείνη τη βραδιά, στο διάλειμμα μεταξύ τρίτης και τέταρτης πράξης, όρθιος μπροστά στην πλημμυρισμένη αίθουσα, άκουσε όλα όσα είχαν να του πουν για το έργο, για τα σαράντα τέσσερα χρόνια, για το ένα τέταρτο του αιώνα με την πένα στο χέρι...Πόσες φορές μέσα σ' αυτό το τέταρτο του αιώνα είχε γελάσει μ' αυτά τα ανούσια, παντού και πάντοτε το ίδιο κωμικά και θλιβερά λογύδρια; Πόσες φορές είχε διακωμωδήσει αυτούς που τα λέγαν κι εκείνους  που στέκονταν και τ' άκουγαν; Σε μια στιγμή, λέει ο Στανισλάφσκι, εκεί που άκουγε τον επόμενο ρήτορα ν' αρχίζει με το καθιερωμένο " αγαπητέ μας και πολυσέβαστέ μας..." γύρισε και κοίταξε τον Στανισλάφσκι χαμογελώντας. Μέσα στο Βυσσινόκηπο την ίδια αυτή φράση λέει ένα από τα πρόσωπα του έργου. Μόνο, εκεί το λογύδριο απευθύνεται σε μια παλιά ντουλάπα. Και ήταν ακριβώς ο ρόλος που έπαιξε ο Στανισλάφσκι...Χλομός, σιγοβήχοντας μες στο μαντήλι τους άκουσε ως τον ένα - λόγοι, χαιρετιστήρια μηνύματα, τηλεγραφήματα. Σχεδόν στα χέρια τον πήγαν ύστερα σ' ένα από τα καμαρίνια. Έτρεξε ο Γκόρκι και τους έβγαλε από μέσα όλους. Ήθελε να τον βάλει να ξαπλώσει στο ντιβάνι. Ο Τσέχωφ αντιστεκόταν κουρασμένα.
- Μα δεν σκοπεύω να τεντώσω τα πόδια μου από τώρα...
Του έκανε κι ο Γκόρκι, όπως κι οι άλλοι, εγκώμια για το καινούργιο έργο. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ενθουσίασε - όχι η παράσταση μόνο. Περίπου δυο μήνες πριν είχε γράψει στον Πιάτνιτσκι:

Άκουσα το έργο του Τσέχωφ - το διάβασμα δε δίνει την εντύπωση μεγάλης δημιουργίας. Τίποτα το νέο. Όλο διαθέσεις, ιδέες - αν μπορεί να πει κανείς πως έχει ιδέες -, πρόσωπα, όλα γνωστά πια στα θεατρικά έργα. Βέβαια όμορφα κι εξυπακούεται πως από τη σκηνή θα κυματίσει προς την πλατεία μια πρασινωπή θλίψη. Αλλά θλίψη για τι πράγμα; - δεν καταλαβαίνω.

Ο Γκόρκι ζητούσε οι στόχοι να είναι τώρα ορατοί, ξεγυμνωμένοι, ο ρυθμός δραστηριοποιημένος, όπως κι όλη η κίνηση του έργου. Ο ίδιος δούλευε τότε το κείμενο που άρχισε από πέρσι - τον Άνθρωπο, ένα θούριο σε τόνο μεγαλειώδη, ευθυγραμμισμένο στα γεγονότα. Ήταν ένα κείμενο - διακήρυξη. Το έγραφε κοιτάζοντας διαρκώς γύρω, όλο κάτι προσθέτοντας, κι όταν ακόμα τα χειρόγραφα θα είναι στο τυπογραφείο. Σ' ένα γράμμα του εκείνες τις μέρες βλέπουμε να παρακαλεί τον Πιάτνιτσκι να προσθέτει και τ' ακόλουθα ( ύστερα από μια φράση που έλεγε μόνο: " Όπλο μου έχω τη Σκέψη"):

και την ακλόνητη πίστη στην ελευθερία της Σκέψης , στην αθανασία της, στα αιώνια νιάτα της, αστείρευτη πηγή της δύναμής μου.
Η Σκέψη είναι ο ακοίμητος φάρος μου, εκείνος μόνο δε σφάλλει μες στα σκοτάδια της ζωής μας, φως μέσα στο χάος γιομάτο από τις πλάνες μας που μας μικραίνουν και μας ταπεινώνουν· φωτεινότερη και λαμπρότερη βλέπω τη Σκέψη να καίει, φωτίζοντας βαθύτερα, όλο βαθύτερα την άβυσσο του μυστηρίου· κι αφήνω τα βήματα μου να με πηγαίνουν εκεί όπου δείχνουν οι δικές της ακτίνες, και την ακολουθώ - όλο ψηλότερα κι όλο μπρος!

Την αφορμή να τα προσθέσει κι αυτά την τελευταία στιγμή τού την έδωσε ο Αντρέγεφ, η άλλη άποψη για τη Σκέψη, τον ανθρώπινο νου. Εδώ απάνω με τον Αντρέγεφ είχαν παλιές, εντελώς αντίθετες διαφορές, έχουν πλουτίσει ο ένας τον άλλο με πλήθος ερεθισμούς, ιδέες, θέματα κι έργα. Ενώ με τον Τσέχωφ δημιουργικός διάλογος δεν μπορούσε να υπάρξει, οι προϋποθέσεις ήταν άλλες. Οι φωνές τους πολύ διαφορετικές, κι όταν ακόμα τα θέματα εφάπτονταν και πήγαιναν να προσαράξουν. Ο Τσέχωφ στο βάθος δεν έλεγε κάτι διαφορετικό, μόνο το έλεγε πάντοτε διαφορετικά. Τότε όμως στη Μόσχα που άκουσε ο Γκόρκι να διαβάζουν το Βυσσινόκηπο ( ήταν Οκτώβρης του 1903) φαίνεται πως ένιωσε βιαιότερες αντιδράσεις. Στο ίδιο γράμμα λέει αμέσως πιο κάτω:

Τον "Άνθρωπο" θα τον ξαναγράψω από την κορφή ως τα νύχια. Ξέρω πως...

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Μαξίμ Γκόρκι: Στη φάτνη του θρύλου του

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Αρχές καλοκαιριού του 1967 ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος  με την « ηλεκτροκίνητη γαλέρα» που φέρει το όνομα του Λένιν, φτάνει  στο λιμάνι του  Κάτω Νόβγκοροντ, την πολιτεία που πήρε το όνομα Γκόρκι. Στην πεντάωρη παραμονή του περιηγείται τη μεγάλη πόλη και κάνει μια  στάση στο σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια του χρόνια ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ, ο Γκόρκι.
[…] Το επισκεπτήριο ανά την πόλη Γκόρκι το κλείσαμε στο σπίτι του γέρο – Κασίριν, εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Αλιόσα Πεσκώφ.

Πολλά μπορεί νάχει διαβάσει κανείς για το Γκόρκι, αλλά ένα πέρασμα από τα θαμπά χαμηλοτάβανα καμαράκια του σπιτιού είναι μια γνωριμία από την αρχή. Το βαρύ χνώτο των περασμένων νιώσαμε να μας παίρνει στο πρόσωπο πριν ακόμη δρασκελίσουμε το κατώφλι του. Ο Γκόρκι γράφει στα «Παιδικά Χρόνια»  πώς πρωτοείδε το σπίτι του παππού του, καθώς ανέβαιναν τον ανήφορο από το λιμάνι όλο μαζί το συγγενολόι: ένα χαμηλό μονόπατο σπιτάκι πασαλειμμένο με άθλια ροδομπογιά, η σκεπή βουλιαγμένη σαν κάποιος να την πάτησε από πάνω, τα παράθυρα τιναγμένα έξω από τους τοίχους σα γουρλωμένα μάτια. Έτσι περίπου είναι και τώρα. Ένα παλιό φανάρι στην αυλόπορτα, το πεζοδρόμιο στρωμένο με τούβλα όπως ήταν τότε, στον ξύλινο τοίχο κάποιες παλιές ταμπέλες. Είναι μουσείο, παράρτημα του κεντρικού μουσείου που λειτουργεί στην πόλη, σ’ ένα παλιό αρχοντικό.

Θα δρασκελίσουμε την ξύλινη αυλόπορτα αφήνοντας να μας ξεναγήσει η μνήμη:

«Βρέθηκα στην αυλή. Ήταν όλα άθλια κι εκεί μέσα: παντού κρέμονταν μεγάλα μουσκεμένα πανιά, παντού κάδες με πηχτές μπογιές όπου ήταν πεταμένα ρούχα να μουσκεύουν. Στη γωνιά μέσα σ’ ένα χαμηλό μισοσκεπασμένο χαγιάτι έκαιγε η φωτιά, κάτι έβραζε εκεί, κάτι κόχλαζε κι ένας άνθρωπος που δεν φαινόταν φώναζε κάτι παράξενα λόγια:

– Σουλιμάς, φουξίνα, βιτριόλι…»

Όλα αυτά, δηλαδή το χαγιάτι, οι φούρνοι, τα καζάνια είναι σήμερα στη θέση τους, αλλά σε απομαχία, στεγασμένα κάτω από ξύλινο παράπηγμα. Στην πόρτα διαβάζουμε, γραμμένη με παλιούς ρωσικούς χαρακτήρες, την επιγραφή της επιχείρησης του γερο – Κασίριν: «Β α φ ε ί ο ν».

Όποιος κρατάει λίγο – πολύ στη μνήμη του τα περιστατικά που γνωρίζουμε από το βιβλίο, νιώθει αμέσως πως βρίσκεται σε γνώριμο περιβάλλον. Άλλωστε ο καθένας μπαίνοντας εδώ ξαναγυρίζει κατά κάποιο τρόπο στα δικά του παιδικά χρόνια, όπως τότε που πρωτοδιάβαζε Γκόρκι. Είμαστε στην αυλή των θαυμάτων, εντοιχισμένοι στο αποπνιχτικό παρελθόν , μεταξύ κάποιου μαντρότοιχου και του ξύλινου γέρικου σπιτιού. Το βαφείο, το αχούρι των Κασίριν, θα μας θυμίσει ένα από τα δυνατότερα επεισόδια, τη σκηνή της πυρκαγιάς. Οι νυχτερινές φλόγες της σα να μας φωτίζουν και τώρα τον ζωντανότερο ίσως τύπο του Γκόρκι, τη γριά Ακουλίνα, την ενσαρκωμένη μοίρα της Ρωσίδας με την πλατιά ψυχή, την αγάπη προς όλα και όλους και την απίθανα δυνατή θέληση που ξυπνάει και θαυματουργεί στις κρίσιμες ώρες, όταν οι άλλοι, οι «θρασείς εν ειρήνη», έχουν παραλύσει και αφεθεί στη μοίρα τους. Ο Γκόρκι έγραψε την Τριλογία του όταν ήταν πια διάσημος σ’ όλο τον κόσμο. Η αυτοβιογραφία του δεν είναι μόνο μια ολοζώντανη αφήγηση, αλλά κι ένα σοφά συγκροτημένο βιβλίο. Η σοφία του βρίσκεται στο ότι μας φέρνει σε άμεση επικοινωνία με την αφηγηματική μαγεία των γεγονότων, τα οποία όμως έχουν φιλτραριστεί και ανασκευαστεί από το χέρι του μάστορα. Όταν ο Γκόρκι καθόταν να γράψει τη βιογραφία του ήξερε πως η ρωσική λογοτεχνία είχε μια μεγάλη παράδοση πάνω στο είδος αυτό – έφτανε και περίσσευε η παιδική τριλογία του Τολστόι. Η προσπάθειά του αφάνταστα δύσκολη, έπρεπε να γράψει κι όχι απλώς να αφηγηθεί τη ζωή του.

«Ποτέ άλλοτε μπροστά σε κάθε τίμιο Ρώσο δεν έστεκαν τόσα πολλά και μεγάλα καθήκοντα όσα σήμερα κι έχει μεγάλη σημασία τώρα να μιλήσουμε για το παρελθόν όχι γι’ άλλο λόγο μα ίσα – ίσα για να φωτίσουμε τους δρόμους του μέλλοντος»

– με αυτή τη σκέψη ο Γκόρκι καθόταν το 1911 να γράψει το μυθιστόρημά του. Όλα τα καθέκαστα του έργου είναι περασμένα από τη σκέψη αυτή, έχουν μουσκέψει με το νόημά της, όπως μούσκευαν μέσα στα καζάνια με τις μπογιές οι αλατζάδες της πελατείας του γερο – Κασίριν. Γι’ αυτό το λόγο το μήνυμα του έργου του είναι πλατύτερο από μια βιογραφία, είναι ο δρόμος των βασάνων της λαϊκής ζωής στη Ρωσία, ο ταπεινός άνθρωπος που ξεκινάει έρποντας για να ανέβει σιγά – σιγά μέχρι τη συνείδηση της ζωής του και της ανάγκης να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Σε άλλα αυτοβιογραφικά έργα Ρώσων λογοτεχνών δε θα δούμε αυτή τη στενή σχέση  του μικρού ήρωα με τη ζωή του φτωχού λαού. Η ψυχή του Αλιόσια, ένα φύλλο πάνω στο δέντρο, σαλεύει όπως και τ’ άλλα φύλα: Αλλά και στο φτωχόσπιτο όπου μπαίνουμε δεν θα ψηλαφήσουμε μόνο πώς ξεκινούσε εκείνα τα χρόνια ο Γκόρκι. Στο εσωτερικό του, στα ταπεινά υπάρχοντά του, είναι αποτυπωμένη η μοίρα της ρωσικής φτωχολογιάς που δε φαίνεται να είχε καμμιά ουσιαστική διαφορά από το πώς ζούνε τη ζωή τους οι φτωχοί σ΄όλη τη γη. Το σπίτι είναι κι ένα μουσείο της ρωσικής φτώχειας.

Αλλά μας ενδιαφέρει τώρα ο Γκόρκι. Θα επωφεληθούμε να ρίξουμε μια προσεχτικότερη ματιά, αφού βρεθήκαμε σήμερα στη φάτνη του θρύλου του. Ο ίδιος γράφει στα «Παιδικά Χρόνια»:

«…Το σπίτι του παππού μου είχε φλομώσει από την έχθρα που ένιωθαν εκεί μέσα όλοι για όλους. Το μίσος είχε ποτίσει ακόμη και τα μικρά παιδιά. Σπάνια κάποιος γελούσε εδώ μέσα κι όποτε γελούσαν μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί γελάν. Βρίζονταν, φώναζαν, όλο κάτι κρυφοψιθύριζαν στις γωνιές. Τα παιδιά ήταν μουλωχτά, ζούσαν μέσα στο σπίτι δίχως να τα βλέπουν οι άλλοι, ήταν κολλημένα χάμω όπως η σκόνη μετά τη βροχή. Εγώ ένιωθα ξένος εκεί, η ζωή αυτή έκανε την ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σα να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα με προσοχή ακοίμητη…».

Ο Γκόρκι είναι ο αυτοδημιούργητος – οι ενέσεις της απορίας μπροστά στο αίνιγμα της ζωής και των ανθρώπων που τις ένιωθε  μέρα νύχτα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, πρωτοξύπνησαν την ευαισθησία, την παρατήρηση, την πικρή γνώση. Πολλά, πάρα πολλά πράγματα απ’ όλον τον κατοπινό Γκόρκι « εδώ έχουν την αρχήν των». Λένε πως κάποτε ο Αντρέγιεβ του είπε:

– «Η φύση, Αλεξέι, δε σε προίκισε με ταλέντο, το έφτιαξες μονάχος σου»

– «Το ξέρω, του απάντησε ο Γκόρκι. Εγώ είμαι το υποζύγιο της ρωσικής λογοτεχνίας».

Η ζωή του Γκόρκι είναι αδιάκοπη μαθητεία, από την πλευρά αυτή το δίδαγμα του θα μένει για μας εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Γκόρκι είναι ο κλασσικός που ζωγράφισε τη ζωή του ρωσικού λαού, ο βάρδος των πρώτων επαναστατικών αγώνων των Ρώσων προλεταρίων. Τον έχουν πει και αλμπατρό της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτά είναι σωστά. Για να φτάσει όμως ως εκεί το φτωχόπαιδο από το Κάτω Νόβγκοροντ δούλεψε σκληρά. Τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του τα είδε από υψηλό επίπεδο πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας. Αυτό είναι το κατόρθωμά του. Τότε που ο Γκόρκι τραβούσε των παθών του τον τάραχο σ’ αυτό το σπίτι, βασίλευε στο Κάτω Νοβγορόντ ο μεγαλέμπορος Μπουγκρώφ, ένας απίθανος τύπος αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, αγράμματου, αλλά πανέξυπνου και παράτολμου στις δουλειές του. Μάζευε με ικανότητα το ρούβλι. Μα ένιωθε και τους κινδύνους , που απειλούσαν τα πλούτη του και την τάξη του από τις λαϊκές φτωχές τάξεις. Ήταν ο μέγας ληστής και ο μέγας φιλάνθρωπος της περιοχής – τάιζε τους φτωχούς για να μη τον γδύσουν. Ο Γκόρκι είχε και αυτός πάρει από το χέρι του κάποιο βοήθημα, τότε που ήταν ένας ξυπόλητος πιτσιρίκος και είχε κοιμηθεί στο σπίτι των αστέγων που λειτουργούσε με τα έξοδα του Μπουγκρώφ σε μια πλαγιά, κάτω από τείχη του αρχαίου Κρεμλίνου. Αργότερα όταν τύπωσε τα πρώτα του βιβλία, έγιναν με τον Μπουγκρώφ φίλοι. Κι αυτός δεν έπαυε να τον ρωτά κάθε φορά που συναντιόνταν: Πώς τα κατάφερες να γίνεις τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος εσύ,  έ ν α ς  α π ό  ε κ ε ί ν ο υ ς  – ένας δηλαδή από τη μάζα των αθλίων που ζούνε με όσα πετώ εγώ;

Και θα μεταφέρουμε εδώ κι ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κορνέι Τσουκόφσκι:

«…Από τότε που δουλεύαμε μαζί με το Γκόρκι είχα καταλάβει πως ήξερε καλύτερα από τον καθένα μας τα πιο άγνωστα κατατόπια της ρωσικής λογοτεχνικής ιστορίας. Πείστηκα πως ξέρει έως τις λεπτότατες αποχρώσεις τους τα διάφορα «ρεύματα», «κατευθύνσεις» και «τάσεις», τα οποία συνθέτουν την ιστορία της λογοτεχνίας. Το βυρωνισμό, το νατουραλισμό, το συμβολισμό, όλους τους κάθε λογής ισμούς τους έπαιζε στα δάχτυλα.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μερικούς συγγραφείς τότε τους πείραζε η απέραντη ευρυμάθειά του. Ένας απ’ αυτούς μου έλεγε πριν ακόμα γνωρίσω από κοντά το Γκόρκι:

– Μας λένε πως είναι αλμπατρός…πρόκειται όμως για έναν βιβλιοπόντικα, έναν παπαγάλο, που έμαθε απόξω όλη την εγκυκλοπαίδεια του Μπρογχάουζ από το άλφα μέχρι το ωμέγα.

Οι άνθρωποι αυτοί, συνεχίζει ο Τσουκόφσκι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μεγάλος, αληθινά προλεταριακός ποιητής μπορεί να είναι μόνο ένας συγγραφέας μέγιστης κουλτούρας, ένας άριστα μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του και ότι μόνο το «έμφυτο» και το « αυθόρμητο» δεν επαρκεί».

Η συνεργασία του απομνημονευματογράφου με το Γκόρκι άρχισε το 1918 στην Πετρούπολη, τότε που ο Γκόρκι ίδρυσε την «Παγκόσμια λογοτεχνία», ένα  εκδοτικό που έμελλε να εκδώσει στα ρωσικά τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επικεφαλής ορίστηκε ένα «επιστημονικό συμβούλιο». Πρόεδρος ο Γκόρκι. Σύμβουλοι οι καλύτεροι γνώστες της ξένης λογοτεχνίας – της ινδικής ο ακαδημαϊκός Όλδεμπουργκ, της αραβικής ο ακδημαϊκός Κρατοκόφσκι, της κινεζικής ο ακαδημαϊκός Αλεξέεφ, της μογγολικής ο ακαδημαϊκός Βλαντίμιρτσεφ, της γερμανικής ο ποιητής Μπλοκ και δύο ακόμη καθηγητές της γαλλικής ο Γκουμιλιώφ και ο Λεβινσόν, της αγγλο – αμερινανικής ο Ζαμιάτιν και ο Τσουκόφσκι, της ιταλικής ο Βολίνσκι….

«…Δουλέψαμε αρκετά χρόνια με πρόεδρο το Γκόρκι και πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω  ό,τι μέχρι τότε δεν υποψιαζόμουνα.

Πρώτα μας έκανε εντύπωση ότι ήταν άριστος γνώστης της ξένης λογοτεχνίας. Μερικοί έξω από την επιτροπή έλεγαν: «Ένας προλετάριος που δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα προεδρεύει στο επιστημονικό συμβούλιο». Αλλά ο προλετάριος αυτός αποδείχτηκε πως ήξερε περισσότερα από τους καθηγητές. Για όποιον συγγραφέα να γινόταν λόγος ο Γκόρκι μιλούσε

σα να γνώριζε όλη τη ζωή του…Κάποιος αίφνης αναφέρει κάποιον άσημο Γάλλο συγγραφέα που εμείς οι άλλοι είχαμε απλώς ακουστά το όνομά του. Ο Γκόρκι παίρνει το λόγο: Ο συγγραφέας αυτός έγραψε αυτό κι εκείνο. Αυτό δε λέγει πολλά πράγματα, το άλλο όμως είναι ένα αξιόλογο έργο…»

Περνώντας από τις χαμηλές κάμαρες του σπιτιού σκεφτόμαστε αυτήν ακριβώς την πλευρά από το δημιουργικό έργο του Γκόρκι που η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη προσφορά μέσα από μια αδιάκοπη μαθητεία. Περιεργαζόμαστε τα αντικείμενα  που είναι εδώ εκτεθειμένα. Το τραπέζι, γύρω από το οποίο είχαν παιχτεί τόσα και τόσα δράματα, τα μαυρισμένα τσουκάλια του μαγειριού, τα εικονίσματα, μια πένσα κι ένα σφυρί βολεμένα σ’ ένα δοκάρι του ταβανιού, η κιθάρα του θείου Γιάκωβου που κρέμεται στον τοίχο της κουζίνας, η γούνινη πατατούκα του γερο – Κασίριν, το τσαγιερό, ένα μπαούλο, ένας χειροποίητος πάγκος – αυτός ο ίδιος που έγερνε με γυμνά τα πισινά ο μικρός «Λεξέι» για να του τα μαυρίσει με τον βούρδουλα ο γέρος – όλα αυτά τα γνωστά φτωχοπράγματα όλο και κάτι θα μας θυμίσουν, ένα κάποιο επεισόδιο από τη γνωστή ιστορία. Αλλά για μας τώρα τα πράγματα αυτά παίρνουν μιαν άλλη υπόσταση.

«Η ζωή αυτή έκανε τη ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σαν να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα μου με προσοχή ακοίμητη».

Πάνω στο καθένα από τα παλιά αντικείμενα του σπιτιού σα να συλλαβαίνει κανείς και τώρα αυτό το ερευνητικό βλέμμα, η ματιά μας διασταυρώνεται μαζί του. Βρισκόμαστε σ’ ένα σχολείο κι έχουμε μπροστά μας ό,τι απόμεινε από το παλιό διδαχτικό προσωπικό του – τα πράγματα. Θα νιώσουμε και στο σπιτάκι του Καζάν το ίδιο περίπου που θα νιώσουμε αύριο στο Καζάν και μεθαύριο στο Ουλιάνοφσκ, περιεργαζόμενοι τις αίθουσες του σχολείου  απόπου πέρασε ένα άλλο από τα ένδοξα παιδιά του Βόλγα, ο Λένιν. Με τη μεγάλη όμως διαφορά ότι εδώ τώρα βρισκόμαστε σ’ ένα κρυφό σχολειό, στο πρώτο από τα πολλά κρυφά σχολειά που έβγαλε ο Γκόρκι.



Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1975