Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση...


 Ήταν να φανεί το καράβι και να τους πάρει. Έρχονται όμως τα καράβια όταν τα θέλεις; Το περίμεναν πολύ καιρό και δε φαινόταν. Μόνο έμαθαν το όνομά του: "Ελπίς"
Είναι ευνόητη η αγωνία που είχαν οι άνθρωποι αυτοί, αυτί και μάτι συνεχώς στη θάλασσα. Είχαν κι ανθρώπους να φυλάνε κάτω στο λιμάνι μήπως έρθει το "Ελπίς" και πάρει μερικούς μόνο - τους επιτήδειους(ξέραν απ' αυτά οι Ρωμιοί του Εύξεινου Πόντου). Έγραφαν και γράμματα και περίμεναν γράμματα, κι ας ξέραν πως τα ταχυδρομεία δε λειτουργούν, γιατί τότε που γίνονταν αυτά, κανείς πουθενά δεν έδενε το σκυλί του με λουκάνικα, ήταν μια εποχή αφάνταστα δύσκολη τόσο για τους αστούς, όσο και για τους προλετάριους - οι τελευταίοι, εκεί στη χώρα αυτή επαναστάτησαν κι έγιναν πρώτοι, οι αστοί δεν ξέραν ακόμα τι έγιναν...
Την όμορφη γυναίκα τη θέρμαινε μια ελπίδα παραπάνω: κάποια φιλικά πρόσωπα της είπαν πως καπετάνιος στο καράβι ήταν ο ξάδερφός της ο Μάκης, πρώτος ξάδερφος του μακαρίτη του άντρα της. Έτσι έπαιρνε θάρρος. Αν ο Μάκης ήταν καπετάνιος στο "Ελπίς", θα ερχόταν σαν ο νέος άγιος Γεράσιμος της Κεφαλληνίας - απο' κει καταγόταν ο άντρας της κι ο Μάκης - να σώσει αυτήν και το κορίτσι. Κι έτσι θα σωθούν κι οι άλλοι. Αυτά σκεφτόταν αδιάκοπα και τα' λεγε στην Ελβίρα:
Νανί του που να κοιμηθεί και πάλι να ξυπνήσει
καράβια απ' την Ανατολή, καράβια' πο τη Δύση
γιατί το παιδάκι ήταν τότε σ' αυτή την ηλικία.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι
καράβι φέρνει ανθόνερο που πίνουν οι αγγέλοι
Έτσι όλα τα βράδια όλο για καράβια:
Εγώ τ' αγγελουδάκι μου όταν θα το παντρέψω
μ' ένα καράβι μάλαμα τα στέφανα θα πλέξω
Σας είπα ήταν καλλονή. Ήταν από κείνες τις ελληνίδες τις όμορφες του Πόντου που μια τέτοια να βγει από τη φύτρα αυτή όλοι τότε οι πόντιοι έχει νόημα να διαιωνίζονται. Όμορφο ήταν και το κορίτσι. Κι οι δυο αυτές ομορφιές, όταν έσκυβε η μια στην άλλη έσμιγαν τα μαλάματα, άναβε στο σπίτι ένα χαρωπό φως, άνοιγαν και τα παράθυρα και με ολόφωτα τα πανιά του, με τις αντένες μάλαμα και τα κατάρτια ασήμι, έμπαινε κάτω στο λιμάνι το "Ελπίς". Έτσι βαστούσαν μάνα και παιδί - και είχαν πάψει να φοβούνται κι εκείνους τους βλοσυρούς ανθρώπους που έρχονταν όποτε θέλαν στο σπίτι κι έψαχναν να βρουν πού είναι τα μαλάματα με τα οποία θα πλέξουν τα στεφάνια, πού κρύφτηκαν τα μασούρια ο χρυσός, τα ξάρτια με το ασήμι...
Ήταν πέντε αρματωμένοι ναύτες. Τα ψάχναν όλα.
Ο ένας μεσόκοπος κι αγέλαστος. Ο άλλος γέρος, ο άλλος πάλι γέρος κι ο τέταρτος σ' όλη τη Μαύρη Θάλασσα το πιο μικρό ναυτόπουλο.
Αυτοί όλοι ψάχναν. Σήκωναν ρούχα φορεμένα κι αφόρηγα, ξεκάρφωναν σανίδια, ματακούναγαν έπιπλα, μετακούναγαν το σπίτι.
Ο άλλος δεν έψαχνε . Έμπαινε κι έπιανε το στασίδι του κοντά στην πόρτα. Εκεί στεκόταν με το' να πόδι του πλεγμένο σαν κλαδάκι στο άλλο. Στεκόταν και κοίταγε, όπως κοιτάν από τους τοίχους και τα ταβάνια μεγάλα ασώματα μάτια κι όπως παλιότερα οι ζωγράφοι έβαζαν κι έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια άκρη να είναι οφθαλμός που τα βλέπει όλα. ( Και επειδή αυτό δεν μπορείς να το εμπιστευθείς στον καθένα, ο παλιός ζωγράφος τα μάτια που ζωγράφιζε σε κείνη τη θαμπή ακρούλα τα πρόσεχε σαν τα δικά του και πράγμαται τις πιο πολλές φορές που βλέπεις μάτια να μισοφαίνονται σε μια άκρη και να σε κοιτάνε κατάματα, αυτά- σίγουρα- είναι του μάστορα τα μάτια).
Δεν έψαχνε αυτός. Μόνο στο τέλος έκανε ένα γύρο πίσω από τους άλλους να σιάξει το ρουχαλάκι που έφυγε από τη χειρονομία του άλλου, να βάλει το έπιπλο στη θέση του, να χαμογελάσει στην Ελβίρα. Έλεγε και στη μάνα της κάτι που δεν ακουγόταν καλά - ένα συγγνώμη ίσως, "προστίτε μάτουσκα", ή μια ενθάρρυνση πως αυτά όλα θα περάσουν , θα έρθουν και για σας και για μας εδώ καλύτερες μέρες, θα' ρθει και το καράβι και θα πάτε στα μέρη σας εσείς, το κοριτσάκι θα μεγαλώσει γρήγορα, όπως μεγαλώνουν τα παιδιά, και θα γίνει κι ο γάμος και τα χρυσά στέφανα...Κάποτε έφερνε για την Ελβίρα καμιά καραμέλα σε πορτοκαλί χαρτί, κανένα κοκοράκι πορτοκαλί, της έφερνε και τίποτ' άλλο, παιχνίδια, ζωγραφιές, μολυβάκια, χρώματα. Μια μέρα κάθισε και τη ζωγράφισε σ' ένα χαρτί και της το΄δωσε. Να το'  χει " ενθύμιο" της είπε - " ναπάμιατ ".
Και δεν έκοψαν οι άλλοι ναύτες τα γένεια τους, δεν άφησαν χάμω τα όπλα, τα σπαθιά. Όμως μαλάκωσαν. Και δεν έρχονταν πια τις νύχτες. Σπάνια καμιά φορά να περάσουν νύχτα` πέρναγαν - έφευγαν. Ακόμα κι εκείνος ο μονόχνωτος ερχόταν με μια καλωσύνη. Και ήξερε - τώρα που το ήθελε - πολλούς τρόπους να κάνει την Ελβίρα να χαίρεται. Κάτι της έδειχνε με τα χέρια του, πλέκοντας το ένα δάκτυλο στο άλλο. Έβαζε στα δάχτυλά του μύτες, αυτιά, δόντια, απ' όλα. Και πήγαιναν τ' ανθρωπάκια αυτά πέρα -δώθε, όπου τα' στελνες, σου φέρναν ό,τι πεις, χόρευαν, τραγούδαγαν, πολέμαγαν. Του κόσμου τα θέατρα εκεί μες στην παλάμη του ανθρώπου. Όλα τα ζώα και τα πουλιά, όλοι οι άνθρωποι μικροί μεγάλοι. Αυτά τα πουλιά, καμιά φορά που οι άνθρωποι φεύγαν , κάτι άφηναν δίπλα στην κούνια, απάνω στο τραπέζι ή στην κρεμάστρα πίσω στην εξώθυρα, κάτι για την Ελβίρα. Συχνά διπλωμένο σε χαρτί Πορτοκαλί, που είναι - έλεγε ο άλλος εκείνος άνθρωπος με τα μεγάλα μάτια - της Ομορφιάς το χρώμα, όπως κόκκινη είναι η Επανάσταση και μαύρα τα κοράκια. Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση. Γιατί κοιτάξτε: βάλτε στη σειρά  όλα τα χρώματα και δώστε στην Ελβίρα να διαλέξει, πρώτο θα πάρει το πορτοκαλάκι - κι άπλωνε χάμω τα χρώματα που κουβαλούσε στο γυλιό και πράγματι η Ελβίρα έπιανε τον πιο μεγάλο σβώλο να τον φάει. " Γιατί έτσι είναι - έλεγε ο Ανθρωπος - αν δεν υπήρχε το πορτοκαλί, τι θα' μενε τότε κι από το κόκκινο; Για ένα αίμα θα σκοτωνόμαστε..."

Ένα δειλινό πήγε στο σπίτι μόνος. Μονάχη ήταν η Ελβίρα.
Ύστερα ήρθε η γυναίκα κι ο άντρας σηκώθηκε:
- Μικρή μου Ελβίρα, είπε. Παίξαμε τόσα και τόσα. Τώρα πρέπει να φύγω εγώ. Ένα παιχνίδι ακόμα, το τελευταίο.
Πλησίασε το τραπέζι, παλιό, βαρύ, από βελανιδιές του Καυκάσου, τότε που οι μαραγκοί το ξύλο το δούλευαν υπομονετικά με το χέρι φτιάχνοντας ένα τραπέζι στους τόσους μήνες. Πλησίασε, χάιδεψε τη ράχη, τα πόδια, χοντρά και στρογγυλά, με γόνατα, κνήμες , αστράγαλους, φτέρνες με φτερά. Έσκυψε και χτύπησε την άκρη της φτέρνας με το σουγιαδάκι του.
- Πρόσεξε , είπε στην Ελβίρα. Άκου πώς μιλάει τούτο το ποδαράκι καπ- καπ- καπ κι άκου πώς θα μιλήσει το άλλο...
Έκανε πως θα χτυπήσει και τ' άλλο -
Τότε η γυναίκα έπεσε στα γόνατα κι έδεσε τα χέρια της σαν να παρακαλούσε εικόνα.
- Μη προς Θεού! είπε. Όχι αυτό. Χτύπα μου τη ζωή καλύτερα!
Ο Παντοκράτορας αποπάνω την κοίταξε αυστηρά.
- Κυρά μου, είπε, να μου τα δείξετε μονάχη σας. Κι αν αυτά που έχετε είναι πιο πολλά, αν είναι περισσότερα απ' όσα πρέπει για ένα στεφανάκι της Ελβίρας, τότε δεν μπορώ - τα παιδιά είναι πολλά στον κόσμο. Όμως έχεις το λόγο μου: αν είναι όπως λες, μην έχεις φόβο. Δείξε μου τα χρυσαφικά σου.
Η γυναίκα τού φανέρωσε πώς γίνεται κι έβγαλαν απο 'κει μέσα το φιλντισένιο κουτί. Το άνοιξαν απάνω στο τραπέζι κι έγινε εκεί τότε στ' όνομα της Ελβίρας και των άλλων παιδιών η δίκαιη καταμέτρηση. Ήταν παλιά βραχιόλια της μάνας της και των γιαγιάδων της φτιαγμένα από εβραίους, γραικούς κι αρμενίους τεχνίτες της Τραπεζούντας και της Πόλης, ήταν και κάτι άλλα τζοβαϊρικά, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια με καλές πέτρες, ένα ρολόι χρυσό του πατέρα της κι άλλο μικρότερο κι ομορφότερο του άντρα της, ήταν και κάτι άλλα παλιά θυμητάρια, μικρής αξίας, και σ' ένα σακουλάκι μεταξωτό πενήντα ρούβλια χρυσά κι ακόμα κανα -δυο ντουζίνες χρυσά κι ασημένια νομίσματα από άλλους λαούς και χώρες όπου γύριζε ο άντρας της με τα καράβια της ελληνορωσικής εταιρίας.
Απάνω από το θησαυρό ο Παντοκράτορας συνοφρυωμένος πάσχιζε να κάνει κρίση - η Θεοτόκος δίπλα του να δέεται και  στην κούνια ανασηκωμένο το Βρέφος έβλεπε κι αναρωτιόταν τ' είναι τούτα που έφεραν απόψε οι μάγοι. Όλα τα χρώματα άναψαν μια φωταψία κι άπλωνε να τα πάρει. Γυρίζοντας ο Ναύτης είδε πως εκείνο που ήθελε να πάρει ήταν το παλεϊκό ρολόι, μεγάλο, στρογγυλό σαν πορτοκάλι.
- Κυρά μου, είπε, τούτα δω (έβγαλε στην άκρη τα ρούβλια) δε θα σου τ' αφήσω. Δε μπορώ...Είναι χρέος μου αυτό...Όμως ετούτα όλα (τα ξαναπέταξε όλα μαζί στο φιλντισένιο κουτί) πάρτα, φύλαξέ τα. Κι αν με το καλό φύγεις για τα μέρη σου, τα παίρνεις μαζί σου...Μα να τα φυλάξεις καλά!...Και κανείς ποτέ να μη μάθει.
Η γυναίκα ποτέ δεν είχε κλάψει. Ούτε σαν έρχονταν οι στρατιώτες ούτε σαν φεύγαν και την άφηναν εκεί να τρέμει σαν άκουγε κάτι στο δρόμο και στην πόρτα κι όταν πάλι τίποτα δεν άκουγε και κανείς δεν ερχόταν. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κλάψει ούτε μια φορά, για να μη τη δουν να κλαίει. Και για να μη μάθει να κλαίει...Δεν έκλαψε κι απόψε - ως τη στιγμή που ο Ναύτης γύρισε και της έδωσε το κουτί με τα χρυσά της. Τότε δε βάσταξε - έκλαψε και για τις άλλες φορές. Τον ευχαρίστησε που ήταν δίκαιος  και καλός, - αλλά - είπε - τώρα αυτή δεν μπορεί άλλο. Δυνάμεις δεν έχει` ούτε τον τρόπο να τα φυλάξει καλύτερ' απο' κει που τα' χε. " Και πάρτα κι αυτά , καλέ μου άνθρωπε, του είπε. Φαίνεσαι τίμιος και καλός, αν ήθελες μου τα' παιρνες και τούτα χωρίς να με ρωτήσεις. Πάρτα κι αν είναι μου τα ξαναδίνεις".
Έκατσε και της έγραψε ένα χαρτί με την υπογραφή του. Για τα πενήντα χρυσά ρούβλια.
- Κανείς δε θα σε πληρώσει, της είπε , ούτε σένα ούτε το παιδί σου. Μα κράτο να το' χεις. Είναι η τάξη.
Το φιλντισένιο κουτί το πήρε από τα χέρια της και πάλι το άνοιξε.
- Θα τα μετρήσουμε ένα - ένα, είπε.
- Όχι , αρνιόταν η γυναίκα.
- Ναι, τη νουθετούσε αυτός.
Κάθισαν και τα μέτρησαν - τόσα τα βραχιόλια, τόσα τα δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, πενταροδεκάρες, τόσα και τι όλα τ' άλλα.
- Αυτά κι εσύ κι εγώ θα τα γράψουμε στο κεφάλι μας, είπε στο τέλος.
Πήρε το κουτί, σηκώθηκε.
- Μα πώς; τον ρώτησε να μάθει η γυναίκα. Αυτό κανείς δεν το' ξερε. Κανείς. Μόνο εγώ.
Έξω είχε πέσει η νύχτα, έβρεχε νερά και χιόνια.
- Εσύ και τα μάτια σου! ψιθύρισε ο Ναύτης.
Στεκόταν, την κοίταζε σιωπηλά.
- Τα μάτια σου, της ξανάπε χαμηλότερα και δυσκολεύτηκε πολύ να το πει.
Είχε μια λύπη η φωνή του, ένα αίσθημα άσχετο από χρυσάφια και διαμαντόπετρες, ήταν σαν ένα θερμό φως που ερχόταν από πέρα παραπονεμένο από κάτι, έτρεμε, πήγαινε να σβύσει όπως το κυνηγούσε ο άνεμος μες στα νερά και στα χιόνια κι αυτό τρύπωσε τώρα σε τούτη δω τη θερμή γωνιά και μια έσβυνε, μια ζωντάνευε.
Η γυναίκα χαμήλωσε τα μάτια της.
- Αχ! έκανε ο Ναύτης, (αλλά - λένε - δεν επέμεινε).
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε όπως έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας οι αληθινές στιγμές κι όπως τους αληθινούς ιππότες τους βρίσκει και τους φέρνει η Ιστορία και πάλι μας τους ξαναπαίρνει για να τους θυμηθεί ίσως μια άλλη φορά, με άλλη ευκαιρία, αν τύχει φερειπείν και ξαναγίνει πουθενά καμιά μεγάλη Επανάσταση...χωρίς την οποία η αληθινή ιπποσύνη είναι αδιανόητη, όπως και η Επανάσταση είναι αδιανόητη χωρίς τους αληθινούς της ιππότες, έναν - δύο έστω!...


Απόσπασμα από το διήγημα Παλίρροια (1973), που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων Η ένατη πληγή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1986. 

Σαν τα τρελά πουλιά


   Και τώρα τι κάνουμε;
  Τι θες να κάνουμε. Τύφλες.
   Κάθησε η Άννα πάνω σε μιαν από τις πλάκες που ήταν ριγμένες μπρος στα μαρμαράδικα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έβγαλε το μαντίλι της και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Ουφ, ανάθεμα κι αν μπορείς να καταλάβεις σ' αυτό τον τόπο ποια εποχή του χρόνου είναι και τι πρέπει να φορέσεις το πρωί όταν φεύγεις απ' το σπίτι σου. Ουφ! Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ν' ανάψει τσιγάρο. Ο μαρμαράς τής έριξε ένα λοξό βλέμμα, αλλά δε μίλησε. Για ξένη θα την πήρε.
    Η Άννα όπου κι αν βρίσκουνταν, όλος ο κόσμος την έπαιρνε για ξένη. Οι Έλληνες την παίρνανε για Εγγλέζα, οι Εγγλέζοι για Ρώσοι, οι Ρώσοι για κύριος οίδε τί. Μια φορά, όλοι τη σέβουνταν, γιατί στους ξένους όλες οι εκκεντρικότητες συχωριούνται.
   Κοιτάζει η Άννα στο γύρο της, - ερημιά. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας εκείνη την εποχή δεν είχε κίνηση. Δεν ήταν πολλά χρόνια που η περιοχή προς τα Τουρκοβούνια είχε αρχίσει να κτίζεται. Δεξιά ανεβαίνοντας ήταν εκείνα τα λίγα μαρμαράδικα. Αριστερά , ο λόφος ήταν σκεπασμένος από μικρά καινούργια σπιτάκια. Σ' αυτή την περιοχή και δίπλα σ' ένα ρέμα, είχαν νοικιάσει ένα σπιτάκι από τρία δωμάτια και κουζίνα.
    Μπάνιο δεν είχε. Για να πλυθείς περνούσες την αυλή για να πας στο πλυσταριό, που είχε δίπλα του το αποχωρητήριο. Υδραυλική εγκατάσταση το σπίτι δεν είχε. Το νερό το κουβαλούσες από το βαρέλι που βρίσκουνταν στην αυλή, και το βαρέλι αυτό γέμιζε τρεις φορές τη βδομάδα. Έπρεπε λοιπόν να έχεις το νου σου να μαζέψεις νερό πριν κοπεί. Εκτός από τη δυσκολία του νερού, το σπίτι δεν είχε και ηλεκτρική εγκατάσταση. Αγόρασαν λάμπες του πετρελαίου. Μαγείρευαν με ξυλοκάρβουνα. Αργότερα αγόρασαν γκαζιέρα Πρίμους.
    Η κυρία Κλειώ όφις ωρυόμενος. Και με το δίκιο της.
   - Αφήσαμε τον παράδεισο και ήρθαμε στην κόλαση. Κακό - χρόνο - νάχει ο αδικιωρισμένος ο κατσικοπόδαρος, που έβαλε το πόδι του στο σπίτι μας και μάς το ρήμαξε. Άδικη ώρα να τον έβρει.
   Ως και ο Ασλάν κατσούφιασε. έβαλε η κυρία Κλειώ ένα απαλό μαξιλάρι πάνω σε μια καρέκλα στην κόχη της κουζίνας , και την ονόμασε η καρέκλα του ζώου. Αν έχεις δέκα κεφάλια άντε κάτσε σ' εκείνη την καρέκλα.
   - Στάσου! στάσου! φωνάζει η κυρία Κλειώ και τρέχει να σου φέρει άλλη καρέκλα. Εδώ να κάτσεις, Εκείνη είναι η καρέκλα του ζώου.
   Και ο Ασλάν πηδά επιδεικτικά πάνω στην καρέκλα του, κάθεται τουρλωμένος και σε αγριοκοιτάζει.
   Οι καβγάδες της κυρίας Κλειώς με το γαμπρό της ήταν ομηρικοί. Η κυρία Κλειώ διάβαζε Εστία , ο γαμπρός της Ριζοσπάστη.
   - Πάλι αυτό το κωλόφυλλο διαβάζεις;
   - Μμ, μελίρρυτο γλώσσα έχει ο κύριος καθηγητής μας. Και δε με λές, τι να διαβάσω; Ριζοσπάστη; Επιφυλλίδα δεν έχει. Αγγελίες δεν έχει. Κωλόφυλλο είναι ο Ριζοσπάστης , όχι η Εστία.
   - Τι είπες; Κοντεύει να φτάσει η μέρα που θα στηθεί η κρεμάλα στο Λυκαβηττό. Το βλέπεις αυτό το χέρι; Μ' αυτό θα τραβήξω το σκοινί γύρω απ' το λαιμό σου.
   - Πάρ' τα μούτρα σου, κιουλάμπεη.
   Τα οικονομικά της οικογένειας ήτανε σε μαύρο  χάλι. Ενώ λίγα χρόνια πριν η αιγυπτιακή λίρα είχε εφτακόσιες δραχμές, τώρα έκανε μακροβούτι και έφτασε στις εκατόν σαράντα. Η Άννα με τον άντρα της χαλούσανε αιγυπτιακή λίρα για να ζήσουν. Εκείνος περίμενε από μέρα σε μέρα το διορισμό του. Η Άννα έτρεχε από τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη με το Μπέρλιτς κάτω απ΄τη μασχάλη, όπως τότε στη Στάβροπολ, και δίδασκε αγγλικά. Σχολές ξένων γλωσσών σχεδόν δεν υπήρχαν. Τα μαθήματα άφθονα, μα η Αθήνα μεγάλη και η συγκοινωνία χάλια. Από την Πλατεία Αγάμων όπου είναι το ένα μάθημα, στους Αμπελόκηπους όπου είναι το άλλο. Και από κει στην Πλάκα, και απ' την Πλάκα στην κεντρική αγορά για ψώνια. Από την αγορά για να φτάσει στο τέρμα Ιπποκράτους, έπρεπε να πάρει το 11 από τη γωνία Πεσματζόγλου και Σταδίου. Αυτό το τραμ έρχουνταν τόσο γεμάτο, που για να μπεις μέσα έπρεπε να πάρεις τη ζωή σου από το μάτι σου. Το αποφασίζεις. Ορμάς, κρεμιέσαι με το ένα χέρι απ' την πίσω πόρτα, στο άλλο χέρι η σακούλα με τα τρόφιμα. Κάνει να ξεκινήσει το τραμ, χτυπά ο κόσμος που είναι συγκεντρωμένος στο γύρο. Γκάπα - γκούπα χτυπά τα τζάμια του τραμ, χτυπά τα πλευρά του με μαγκούρες.
    - Σταμάτα ρε!
    Νταν - νταν - νταν το καμπανάκι, το τραμ προχωρεί.
    - Ρε σταμάτα!
    Γκάπα - γκούπα.
    - Ρε θα σκοτώσεις τη γυναίκα!
    Κι όταν φτάσεις στο σπίτι σου, τη ζωή σου πια δεν τη θέλεις.
    Απίθανη κατάσταση. Μα δεν της πέφτει λόγος. Της τάχε πει ο άντρας της αυτά πριν φύγουν απ' την Αλεξάνδρεια.
   - Ήθελές τα κι έπαθές τα, της έλεγε η μάνα της.
   Τώρα πια, ό,τι έγινε, έγινε . Αναστέναξε. Ίσιωσε την πλάτη της, και ανοίγοντας τα μακριά κανιά της άρχισε με μεγάλα βήματα να ανεβαίνει τον ανήφορο της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
   - Γεια σας, παιδιά! φώναξε στους μαρμαράδες καθώς ξεκίναγε.
   Οι μαρμαράδες έμειναν μ' ανοιχτό το στόμα.
   - Καλέ ρωμιά είναι, είπε ο ένας  στον άλλο.
   - Ναι, ρε, ρωμιά είναι.
 ***
    Από την  αυλή μπαίνοντας η Άννα άκουσε ομιλίες και γέλια στην κουζίνα και μετά την κυρία Κλειώ να τραγουδά:
   - Σάντα σανταλάκια
     πέντε καραβάκια...
   " Κύριε ελέησον! Πάει η κυρία Κλειώ, ξαναμωράθηκε" , σκέφτηκε η Άννα. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπει μπροστά της καθισμένους αντίκρυ - αντίκρυ στο σανιδένιο τραπέζι της κουζίνας την κυρία Κλειώ με τον Πέτρο Πικρό να πίνουν το καφεδάκι τους.
   - Πάνε στην Πόλη
     να φέρουνε λαδάκια
      και σαμολαδάκια...
    - Καλέ μη χειρότερα, τι πάθατε;
    - Σσς, σώπα εσύ, μη μάς διακόπτεις, την αποπήρε ο Πικρός.
    Είχε μπροστά του χαρτί και μολύβι και σημείωνε.
    - Πώς το είπατε αυτό, κυρία Κλειώ; Είναι για το παιδικό βιβλίο που γράφω.
    Ο Πικρός, που ήταν συγγραφέας και αρχισυντάκτης τότε του Ριζοσπάστη, ήτανε φίλος και ομοϊδεάτης του γαμπρού της, και σαν τέτοιος δεν έπρεπε να είναι κοντά στην κυρία Κλειώ, που μισούσε το γαμπρό της όπως και ό,τι δήποτε τον άγγιζε ή τον αφορούσε. Στους φίλους του η κυρία Κλειώ έκανε μούτρα. Όταν τους έβλεπε στο σπίτι έβαζε σκούπες ανάποδα πίσω από τις πόρτες, έριχνε με τρόπο αλάτι κοντά στα παπούτσια τους. Με τον Πικρό όμως ήτανε μέλι - γάλα. Πολίτης ο Πικρός, βέρος Κωνσταντινουπολίτης, τετράξυπνος και χωρατατζής.
    - Πικρέ, γιόκα μου, μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου.
    - Τι πράμα;
    - Καλέ ξέχασες που θα μιλούσες στο Δήμαρχο για το σκουπιδιάρη;
    Α, ναι, φίλο τον είχε ο Πικρός  τον Πάτση. Θα πάει στο Δημαρχείο, θα τον χτυπήσει στην πλάτη και θα τού πει να στείλει γρήγορα το σκουπιδιάρη στου Γκύζη , γιατί κοντεύει εκεί ο κόσμος να πνιγεί στο σκουπίδι.
    Εκτός από τον Πικρό, η κυρία Κλειώ αργότερα απόχτησε άλλον ένα φίλο, ή μάλλον ξελόγιασε και τράβηξε κοντά της άλλον έναν ομοϊδεάτη του γαμπρού της: το Μάξιμο. Πολίτης και ο Μάξιμος. Καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος, μπαχτσές. Τι ωραία φωνή ήταν εκείνη! Τι ρούσικα, τι γαλλικά, τι ιταλικά τραγούδια ήξερε. Ακόμα και ρεμπέτικα που τραγουδούν οι χασικλήδες. Τα είχε μάθει στο Παλαμήδι. Και πού δεν πήγε αυτός ο Μάξιμος και τι δεν ήξερε.
   - Άντε, μπάρμπα - Γιάννη, σαν ποθάνεις,
     άντε, το λουλά τι θα τον κάνεις;
   έμαθε να σιγοτραγουδά η κυρία Κλειώ. Και σε λίγο:
   - Αβάντι πόπολο α λά ρισκόρσα
     μπαντιέρα ρόσσα, μπαντιέρα ρόσσα!
   και σε λίγο:
   - Να μπαρικάντι
     μπουρζούγιαμ νιέτ ποστσάντι.
   - Τι είναι αυτά που λες; καλέ μαμά; Καταλαβαίνεις τι λές;
   Δεν έχει ανάγκη να καταλάβει η κυρία Κλειώ. Το τραγούδι μια φορά τής αρέσει.
   - Τι θες, γιόκα μου, να σε ψήσω; Χουνκιάρ - μπεγιεντί; Μπράβο. Χουνκιάρ - μπεγιεντί θα σε ψήσω.
    Δίπλα στην κουζίνα ήτανε το δωμάτιο της κυρίας Κλειώς, που επικονωνούσε με την κρεβατοκάμαρα του αντρόγυνου. Εκεί ήταν το συζυγικό κρεβάτι που αποτελούνταν από δύο στρίποδα, πέντε τάβλες κι ένα πολύ λεπτό αχυρόστρωμα. Αυτό το κρεβάτι ήταν ύπουλο κι έπρεπε να το προσέχεις. Όταν καθόσουνα στα πόδια του έπρεπε πρώτα να βεβαιωθείς πως τα στρίποδα ήταν σωστά βαλμένα, αλλιώς, χωρίς καμιά προειδοποίηση, σηκώνονταν οι τάβλες να σε κοπανίσουν στο κεφάλια. Και το ίδιο συνέβαινε αντίστροφα όταν το βάρος έπεφτε στο κεφάλι, οπότε οι τάβλες σηκώνονταν απάνω από την άλλη μεριά και συ βρισκόσουνα με τα πόδια στον αέρα. Πολύ συχνά τις νύχτες η κυρία Κλειώ πετιόταν απάνω τρομαγμένη από τους κρότους και τα τρξίματα πούρχονταν από δίπλα.
    Απ' την κρεβατοκάμαρα έμπαινες σ΄ένα τρίτο δωμάτιο που είχε πόρτα στην αυλή. Αυτό ήτανε το γραφείο. Είχε μέσα τραπεζάκι και καρέκλα κι ένα γύρο στοιβαγμένες κάσες με βιβλία που κάνανε και για καθίσματα. Εδώ ο άντρας της Άννας δέχουνταν τους φίλους του. Μαζεύουνταν και πιάναν τη συζήτηση. Λέγαν, λέγαν, λέγαν. Μιλούσανε ψιθυριστά ως τα μεσάνυχτα, ή κι ως τις δυό το πρωί, και φεύγοντας άφηναν πίσω τους ένα δωμάτιο αχούρι. Ντουμάνι ο καπνός, τσιγάρα σβησμένα στο πάτωμα, χαρτιά σκισμένα.
    Από μια αρχή η κυρία Κλειώ αρνήθηκε να καθαρίσει εκείνο το δωμάτιο, και το καθάριζε η Άννα. Φυσικά η Άννα έκανε όλη τη χοντρή δουλειά του σπιτιού.
     Αυτό όμως δεν μπορούσε να βαστάξει πολύ, γιατί η Άννα δεν επαρκούσε, κι ούτε έπρεπε να χάνει χρόνο απ' τα μαθήματά της, γιατί απ' αυτά περίμενα να ζήσουν. Εκείνος για την ώρα ώσπου νάρθει ο διορισμός του μετάφραζε ένα βιβλίο από τα γερμανικά. Τι θα τού έδινε το βιβλίο; Τίποτα, πενταροδεκάρες.
   - Είναι ανάγκη να πάρουμε γυναίκα στο σπίτι, γιατί αν αρρωστήσω εγώ τότες τι θα κάνουμε;
    Τώρα τελευταία δεν αισθάνουνταν καλά η Άννα. Νόμιζε πως ήταν το στομάχι της, μα όταν πήγε σε γιατρό, ο γιατρός τής είπε πως ήταν έγκυος. Χάρηκε, μα και τρομοκρατήθηκε.
    - Δεν γίνεται, πρέπει να πάρουμε γυναίκα, ξαναείπε και ξεκίνησε αμέσως για τα Προσφυγικά πριν πει τίποτα σε κανένα.
***
    Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, πέρα απ' τις φυλακές Αβέρωφ, άρχιζαν τα Προσφυγικά, όπου εξακολουθούσαν να στήνουνται ξύλινες παράγκες και από τις δυό πλευρές.
    Τα πέντ' έξι τετραγωνικά μέτρα για την κάθε παράγκα, σαν πέφτανε στα χέρια της προσφυγικής οικογένειας, σε λίγο γίνονταν μια μικρή κατοικία, με μικροσκοπικό ισόγειο, υπόγειο, δεύτερο πάτωμα και δώμα, όπου τα καλοκαίρια η οικογένεια θα μπορούσε να κοιμάται στρωματσάδα. Και μάνι - μάνι φυτεύουνταν αναρριχητικά φυτά, όλων των λογιών περικοκλάδες, από πατατιά σε αγιόκλημα, ακόμα και σε κληματαριά.
    Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σού χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν  στο πάτωμα του ισογείου. Οι πιο πολλές παράγκες, με ατομική πρωτοβουλία βαμμένες διάφορα χρώματα. Τα δρομάκια ανάμεσα στις παράγκες θεοκάθαρα. Πουθενά τρεχούμενα νερά, πουθενά σκουπίδια.
    Μέσα σε πολλές παράγκες έχουν στηθεί μικροί πρόχειροι αργαλιοί, όπου υφαίνουνται κουρελούδες.
Άλλες γυναίκες είναι πεσμένες με τα μούτρα και κεντούν αριστουργήματα. Άλλες πλέκουν, άλλες ράβουν. Άλλες λείπουν απ' τα σπίτια τους, λείπουν στα μεροκάματα. Γέμισε η Αθήνα πλύστρες, καθαρίστριες, κάθε είδουε άξια και τίμια χέρια για φτηνή δουλειά. Γιατί τις μάχουνται οι ντόπιοι; Φταίνε εκείνες που καταστράφηκαν, που βρέθηκαν στους δρόμους, και τώρα πρέπει να ξενοδουλέψουν για να ζήσουν;
     Οι άντρες, ξυλουργοί, ταπητουργοί, εργάτες οικοδομών, μικροπωλητές με καταπληκτική εφευρετικότητα.
     Ένα σαραβαλιασμένο καροτσάκι παιδικό και πάνω του χτισμένο ολόκληρο συγκρότημα με μαγκάλι και αναμμένα  κάρβουνα και φουγάρο, με τζαμαρία για να προστατεύουνται τα φαγώσιμα απ' τις σκόνες και τις μύγες. Ολόκληρο φορητό μπαρ, απ' όπου ανεβαίνει στον αττικό ουρανό η τσίκνα από το πρώτο, άγνωστο ως τότε, προσφυγικό σουβλάκι , που σαν αστραπή απλώθηκε και σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί είναι φτηνό και πρακτικό.
    - Έλα, τζάνουμ, έλα να διεις τι γένεται. Θέλεις και ντομάτα μαζί; Θέλεις και τζατζίκι;
    Τι είναι καλέ αυτό το τζατζίκι; Μούρλια! Γλείφεις τα δάχτυλά σου.
    Στην έξοδο των σχολειών, των κινηματογράφων, στέκουνται οι φορητές ψησταριές και θησαυρίζουν. Περιουσίες γίνουνται!
     Και στο Χρηματιστήριο, οι υποσιτισμένοι Αθηναίοι χρηματιστές, μαθημένοι στο κουλούρι και στο τυρί, δρόσισαν την ψυχή τους με την πρώτη τους τυρόπιτα. Με τις μπουγάτσες του Μερακλή και τις λεμονάδες από αληθινό χυμό λεμονιού.
     Η ελληνική γλώσσα πλουτίστηκες με καινούργιες λέξεις, που τις δέχτηκε και τις εγκολπώθηκε. Άρχισαν οι ντόπιοι να μιλούν για πεϊνιρλί, για ιμάμ μπαϊλντί, για μουσακά, για ασουρέ, για ταούκ κιοξού και εκμέκ καταΐφι. Το ιμάμ μπαίλντί, γενική του ιμάμ μπαϊλντιού, το τζατζίκι του τζατζικιού.
    Δεν πρέπει να έχει παράπονα η μητέρα Ελλάς από τα υπόδουλα παιδιά της. Σαν έφτασαν εδώ καταστρεμμένα και ρακένδυτα, δε γέμισαν τα καταγώγια και τις φυαλακές του τόπου. Δε γέμισαν με σκουπίδια και βρωμόνερα τα ρέματα, όπως στο τέρμα Ιπποκράτους. Με μια κοινή βρύση και με κοινα αποχωρητήρια, δίχως γυναικοκαβγάδες, δίχως φασαρία, κράτησαν τους συνοικισμούς τους πεντακάθαρους και αξιοπρεπείς. Δε σταύρωσαν τα χέρια τους να περιμένουν απ' την πατρίδα να τους ταΐσει.
     Περπατώντας ανάμεσα στα πεντακάθαρα δρομάκια αυτής της παραμυθένιας συνοικίας και χαζεύοντας, η Άννα άξαφνα θυμήθηκε πως δεν είχε πάει εκεί για να χαζέψει, αλλά για να βρει υπηρέτρια το γρηγορότερο. Σταματά. Μπροστά της βλέπει ένα σπιτάκι βαμμένο κίτρινο και δίπλα στην είσοδο, μέσα σ' ένα μικροσκοπικό κηπαράκι, στέκεται μια μικρή πολυθρονίτσα όπου είναι καθισμένη μια γριούλα. Μα πολύ γριούλα. Στα κάτασπρα μαλλιά της φορεί φακιόλι άσπρο και στο σκελετωμένο χέρι της κρατά κεχλιμπαρένιο κομπολόι. Το πρόσωπό της είναι άσπρο σαν το πανί και το δέρμα διάφανο. Θυμίζει εκείνα τα μικρά τα σαμιαμίδια που μόλις γεννηθούνε είναι διάφανα. Μπορείς να διακρίνεις απ' έξω το σκελετό τους.
    - Καλημέρα, γιαγιά, λέει η Άννα.
    Μα η γριά δεν απάντησε.
    - Καλημέρα σας, της απαντά μια άλλη γριά πολύ νεώτερη απ' την πρώτη, που παρουσιάστηκε στην ξώπορτα του σπιτιού. 
    - Ωραίο το σπιτάκι σας, λέει η Άννα. Από πού είστε; 
    - Ωραίο, λέει η γυναίκα. Είμαστε από την Αττάλεια. Κοπιάστε.
    - Περάστε μέσα , περάστε! φωνάζει από μέσα μια μεσόκοπη γυναίκα καμιά πενηνταριά χρονών. Εσείς από πού είστε;
    - Εγώ είμαι από την Πόλη.
    - Απ' την Πόλη; Ω - ω - ω!
    Θαυμασμός .
    Από το πίσω μέρος του σπιτιού ακουότανε ραπτομηχανή.
    -  Παρθένα, σταμάτα για λίγο κι έλα να δεις μια κυρία που είναι απ' την Πόλη. Θα έχει πολλά να μάς πει.
    Από  ένα μικρό πορτάκι που δεν έπαιρνε το μπόι της μπήκε στην κάμαρα μια γεροδεμένη τσομάρα και η κάμαρα πια έπηξε.
    - Πήγαινε γρήγορα, Παρθένα, ψήσε καφέ στην κυρία.
    - Εκείνο που θέλω είναι νερό, είπε η Άννα, που ένιωσε πως τα χείλα της είχαν αρχίσει να πανιάζουν.
    - Και νερό, και πορτοκάλι γλυκό, κοκόνα μου, και καφέ, απ' όλα θα σε δώσω. Μα τι έχεις; Δε σε βλέπω καλά.
    - Δεν είναι τίποτα, είπε η Άννα χαμογελώντας. Είμαι έγκυος.
    Το είπε απλά και δεν πίστευε στ' αυτιά της όταν άκουσε τη φωνή της να το λέει. Ίσαμε κείνη τη στιγμή δεν το είχε πει σε κανένα. Στη μάνα της δεν είχε βρει ευκαιρία να το πει. Στον άντρα της άλλο τόσο. Όλη την ημέρα ήταν απασχολημένη και τα βράδια ίσαμε τώρα είχαν τους φίλους του άντρα της στο "γραφείο", που κάθουνταν ως τα μεσάνυχτα.
    Τελευταία έπαψαν να έρχουνται οι φίλοι, γιατί μπροστά στο σπίτι τους είχε στηθεί μόνιμα ο χαφιές. Τώρα εκείνος έλειπε πιο πολύ απ' το σπίτι και γύριζε τις πρωινές ώρες. Η Άννα είχε αρχίσει να δυσανασχετεί. Ένιωθε πως η ψυχή της είχε δεθεί κόμπο.
    - Είμαι έγκυος, ξαναείπε στις γυναίκες, για να τ' ακούσει ακόμα μια φορά.
    - Έγκυος ; φώναξαν όλες μαζί με χαρά και σηκώθηκαν απάνω. Να ζήσεις, καλή λευτεριά! κι άρχισαν μια - μια να έρχουνται κοντά της να τη φιλήσουν, εκτός από την πολύ γριά. Να ζήσεις, να γεράσεις, τα χρόνια της κοτζά - γιαγιάς να κάνεις. Να δεις εγγόνια και τρισέγγονα.
    - Πόσο χρονών είναι η κοτζά - γιαγιά; ρωτά η Άννα. Και αλήθεια γιατί τη λέτε κοτζά - γιαγιά;
    - Είναι μεγάλη γιαγιά. Έκλεισε τα εκατό, λέει η Παρθένα. Εγώ είμαι δισέγγονη της, από δω είναι η μητέρα μου, αυτή είναι η γιαγιά μου.
     Ώστε τέσσερις γενιές είχε μπροστά της η Άννα. Καρδιά δεν της κάνει πια να σηκωθεί  να φύγει, και μόλις τ' αποφάσισε μπαίνει μέσα απ' την ξώπορτα ένας γάταρος κάτασπρος, Άγκυρας.
    - Είναι ο Παμπούκ, της εξηγούνε όλες μαζί.
    - Αχ, ο Παμπούκ, ίδιος η Καλυψώ, που είχε η γιαγιά μου κάποτε στο σπίτι μας πριν γεννηθώ εγώ. Δεν την είδα ποτέ μου, αλλά μού τα λένε, και είναι σαν να την ξέρω την Καλυψώ.
    Τέλος, αποφασίστηκε πως θα πάει να δουλέψει κοντα της η Παρθένα, και αφού συμφωνήθηκαν όλα, η Άννα τούς εξήγησε πως έχουν τα πράματα στο σπίτι τους. Προειδοποίησε την Παρθένα πως δε θάχει να κάνει μ' εκείνηνα, αλλά με τη μητέρα της, μια λίγο ιδιότροπη γυναίκα. Μίλησε απ'έξω απ' έξω και για το χαφιέ...Της είπε να προσέχει.
     - Δεν ξέρω γιατί μάς τον βάλανε έξω απ' την πόρτα μας.
     - Δεν ξέρετε; λένε γελώντας όλες μαζί. Να σσας το πούμε εμείς. Ο άντρας σας θα είναι αριστερός. Τα ίδια τραβούμε και μεις. Ο γιος της αντικρινής μας κρύβεται να μην τον πιάσουνε. Τον άντρα της διπλανής τον πιάσαν. Μαθημένα τα βουνά από χιόνια. Ελάτε να φιληθούμε.
     Στο γυρισμό απ' τα Προσφυγικά η Άννα είχε την εντύπωση πως στα πόδια της είχαν φυτρώσει φτερά. Πετούσε και πήγαινε. Για πότε τον έκανε εκείνο το δρόμο! Και μόλις πάτησε στο κατώφλι του σπιτιού φώναξε θριαμβευτικά:
    - Είμαι έγκυος!
    - Πα! έκανε μέσα στην κουζίνα η κυρία Κλειώ.
    - Τι; έκανε τρομαγμένος ο άντρας της που πετάχτηκε απ' την κάμαρά του στην αυλή
    - Θέλετε "πα" πείτε, θέλετε "τί", εγώ μια φορά θα το κάνω το παιδί, και θα είναι το πιο όμορφο παιδί του κόσμου.(απόσπασμα)


Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988, 13η έκδοση
   
  Η Μαρία Ιορδανίδου συγκαταλέγεται στις γυναίκες συγγραφείς που αγαπώ πάρα πολύ. Περισσότερο γνωστή από τη "Λωξάνδρα" που μεταφέρθηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία στην τηλέοραση το 1980. Η Μπέτυ Βαλάση υπήρξε αξεπέραστη στο ρόλο της Λωξάνδρας.
Το 1987  επίσης το "Σαν τα τρελά πουλιά" έγινε τηλεοπτική σειρά με μεγάλη επιτυχία. Στο ρόλο της Άννας η Θέμις Μπαζάκα.
Τη θυμήθηκα σήμερα καθώς συμπληρώθηκαν 24 χρόνια από την ημέρα του θανάτου της.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Η ανεργία πληγή και παιδεμός του τόπου, θα λείψει μονάχα τη μέρα όπου θα μπείτε ε σ ε ί ς σε ανεργία!



Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία
πρόβλημα είναι ακανθώδες.
Εφ΄ω και είναι ευκαιρία
το Συμβούλιόν μας το εργώδες
να της αφιερώση μίαν...συζήτησιν
εφ' όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν.
Διότι είναι καθαρά θεομηνία
δια το έθνος η ανεργία.

Αίνιγμα αποτελεί δια πάντα τίμιον
πολίτην και υγι΄ως σκεπτόμενον
της ανεργίας το φαινόμενον.
Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον.
Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον, 
εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,

και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
του λαού, ήτις μάς είναι λίαν χρήσιμος.
Πρέπει, λοιπόν, δεόντως ν' αντιδράσωμεν.
Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
εάν κρούσματα κοινωνικής  έχωμεν αναταραχής,
ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
Θα ήτο δια το έθνος απειλή ολέθρια,
 που το μαστίζει τόση ανεργία!

Δεν συμφωνείτε, κύριοί μου;
Το συμφερότερον, κατά την άποψιν μου,
είναι ν' αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη,
και να το παραδώσωμεν στην λήθη.

Την άποψη σας, να τη βράσουμε! Η ανεργία
πληγή και παιδεμός του τόπου,
θα λείψει  μονάχα τη μέρα όπου
θα μπείτε  ε σ ε ί ς σε ανεργία!
                                     (1930)
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, Θεμέλιο, 2000, ε΄έκδοση
 



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Γιώργος Κοτζιούλας: καλοκάγαθο, σεμνό, λιγόλογο πλάσμα

Όταν ο Κοτζιούλας ήρθε κοντά μας, στην παρέα μας, ήταν ένα καλοκάγαθο, σεμνό και λιγόλογο πλάσμα. Δε μάς συνέδεε καμιά συγγενική ή στενή φιλική σχέση. Άφηνε αμέσως την εντύπωση του ανθρώπου που ζει συντροφιά με την κατάθλιψη. Ήταν εξάλλου παιδί του λόγγου και της υπαίθρου και ο συγκρατημός του φαινότανε κάπως φυσικός. Αυτά όταν γνωριστήκαμε...Η παρουσία του όμως στην Αθήνα άρχισε από πολύ νωρίτερα.
Στο λεξικό του Ελευθερουδάκη εργάζουνταν γύρω στο 1920 - 1930 μια ομάδα νέων, ωραίων το σώμα και το νου. Όλοι γύρω στα είκοσί τους, που αναδείχτηκαν και εξελίχτηκαν σε κορυφές. Λέγανε τότε πως ο Ελευθερουδάκης έχει σπάνια ικανότητα να εκλέγει το προσωπικό του. Και είχε εκλέξει επικεφαλής του επιστημονικού - λογοτεχνικού τμήματος τον Δημήτρη Γληνό, με συνεργάτες του το Βασίλη Δασκαλάκη, τον Γιώργο Λυδάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη, στους οποίους προστέθηκε ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Ένα μεσημέρι, ο Δασκαλάκης ανάγγειλε στο λογοτεχνικό κόσμο της Δεξαμενής - Όλοι μαζεύονταν μεσημέρι βράδυ στο φτωχομαγέρικο του μπάρμπα Κώστα όπου ο μέγας αυτός ευεργέτης των Γραμμάτων τους έτρεφε επί πιστώσει. Όταν αριά και πού πήγαινε στο Λιόπεσι για να φέρει κρασί ή τους μούστους, οι συγγραφικές δόξες μας μένανε νηστικοί - ανάγγειλε λοιπόν πως το πρωί στο λεξικό ήρθε φοβερή αιμόπτυση στον Κοτζιούλα και τον πήραν έξω. Δεν ξέραμε πια τίποτε άλλο για το νέο παρά την αιμόπτυση. Άρχισε να παραδέρνει με τις στερήσεις, την αρρώστια και τον άπληστο πόθο του για σπουδές. Παιδί της ηπειρώτικης γης, έφερνε μέσα του κι αυτό το συστατικό. Τη δίψα για μόρφωση που κληροδοτεί το χώμα της Ηπείρου στα παιδιά της.
Ο Αυγέρης, Ηπειρώτης κι αυτός και γιατρός, ρωτούσε κάπου κάπου τι γίνεται ο Κοτζιούλας κι έφερνε πληροφορίες. " Είναι στη Σωτηρία", " Είναι στην Πεντέλη", " Είναι στην Πάρνηθα". Άλλο τίποτε. Εξάλλου, όλοι παραδέρνανε στα βρόχια της ένδειας.
Οι φυματικοί της Δεξαμενής πέθαιναν. Πέθανε ο ποιητής Ραφτόπουλος, το κοριτσόπουλο της παρέας η Άννα. " Ωραία η δύση από το παράθυρό σου" της είχε πει ένα βραδάκι ο γιατρός. " Να' ρχεστε, γιατρέ, να βλέπετε δύο δύσεις..."
Απόμεινε ο Κοτζιούλας και μάλιστα και συνέγραφε. Μέσα σε κείνη την κακοζωία ανάβλυσε σαν από βουνίσια βρυσομάνα, που το νερό της κατεβαίνει πλούσιο, αγνά παγωμένο και καθάριο η συγγραφική φλέβα του Κοτζιούλα. Και δε σταμάτησε, παρά με τη στερνή πνοή του.
Και καθώς ο Κοτζιούλας γεννήθηκε , ανδρώθηκε και ωρίμασε κάτω από ανοιχτούς ουρανούς, κοιμότανε σε καλύβες απόπου διακρίνονταν τ' αστέρια και έμεινε έξω από τις επιδράσεις των ποικίλων και περίεργων ρευμάτων, που εξακολουθούν να παρασύρουν και να αποπροσανατολίζουν τους όσους γράφουν, απόμεινε και στη γραφή του αγνός και απέριττος. Δεν αγάπησε, αποφεύγει με φανερή αντιπάθεια το κάθε σχήμα λόγου, την κάθε λέξη που θα μπορούσε να κάμει τη γραφή του φτιασιδωμένη και τάχα εντυπωσιακή. Και ο Γ.Κ. δεν είναι απλός και κατανοητός από άγνοια των εξελίξεων. Είναι απλός και κατανοητός από σοφία και ενσυνείδητη προτίμηση. Τα δύσκολα οικονομικά του τον είχαν υποχρεώσει σε επί ζωής θητεία στο έργο του διορθωτή και του μεταφραστή. Επικοινωνούσε λοιπόν με εκλεκτά κείμενα` είχε πάρει και το δίπλωμα φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε γνωρίσει, είχε ζυγιάσει και είχε αποφασίσει. Και οι πηγές έμπνευσής του κι αυτές δεν είναι ανασυρμένες από τα πολυδαίδαλα σκοτάδια του υποσυνείδητου, μα από τις καθημερινές έγνοιες και τις ανάγκες, που απ' όλες τις πλευρές καταπιέζουν και ταλανίζουν το δύσμοιρο ανθρώπινο ον. Τέτοια η ποίησή του, τέτοια η πεζογραφία του, τέτοιο και το θέατρό του που θα μας απασχολήσει κατά κύριο λόγο.
Παιδί του θυμαριού, του μελισσόχορτου και της ξέσκεπης στέγασης, σχεδόν κατά τρόπο φυσικό, βρέθηκε με τη χιτλερική θεομηνία τοποθετημένος μέσα στο αντάρτικο. Παιδί του βουνού μα και ψυχή με σπάνια αξιοπρέπεια και ανυπόταχτη, έζησε επιτέλους μέσα σ' έναν κόσμο δικό του και κατάδικό του. Σ' αυτό τον αποφασισμένο λαό ο Κοτζιούλας ενσωματώθηκε σε μια ενιαία σάρκα. Τον ζούσε και τον αναπαράσταινε στο πλούσιο έργο του. Ο Γ.Κ είναι ένας από τους πολυγράφους Έλληνες συγγραφείς, τόσο με το έργο του το γνωστό και δημοσιευμένο όσο και με το τεράστιο ανέκδοτο, που ευτυχώς έχει ολόκληρο διασωθεί.
Με λεπτομερεικό σχεδιάγραμμα της ζωής και του έργου του Γ.Κ. δε θα ασχοληθούμε. Θα μάς το προσφέρει ικανοποιώντας την παράκλησή μας ένα πρόσωπο απέιρως καταλληλότερο, ο γιος του συγγραφέα, Κώστας Κοτζιούλας, φιλόλογος διακεκριμένος και συγγραφέας, όπως ο πατέρας του.

 Θεατρική Παράσταση ΕΠΟΝ Θεσσαλίας - Γιώργος Κοτζιούλας

 Όποιος θελήσει να κάμει κριτική θεώρηση στο θεατρικό εργο του Κοτζιούλα θα πρέπει, προτού αρχίσει την εργασία του, να έχει καλά μελετήσει και αμερόληπτα να έχει εμβαθύνει στα προλεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα. Τα προλεγόμενα μάς κατατοπίζουν όχι μόνο στο ίδιο περιεχόμενο των έργων, πώς δηλαδή τα εμπνεύστηκε και πώς τα έγραψε, κάτω από ποιες περίεργες συνθήκες και πώς κυριολεχτικά, λαχανιαστά τα διατύπωνε. Αλλά φαίνεται πως το ταλέντο διαλαλεί την παρουσία του κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες. Ο καημένος ο Ντοστογιέφσκι τις περισσότερες φορές έγραφε τις συνέχειες των μυθιστορημάτων του μέσα στο τυπογραφείο, δίπλα στο πιεστήριο που δούλευε, γιατί η οικονομική δυσπραγία τον υποχρέωνε να προπληρώνεται για κείμενα που δεν είχε γράψει.

Αντιγράφω λίγες φράσεις από τους προλόγους των θεατρικών του Γ.Κ. γιατί αυτές, καθώς είναι γραμμένες ημερολογιακά μέσα στη ζωή του αντάρτικου, δίνουν ζωντανά, κάλλιο από το πιο έντεχνο κείμενο, πιστά συγκλονιστικές εικόνες ζωής.

" ...Κάθισα λοιπόν, μ' εκείνον το διαβολόκαιρο στην άκρη απ΄ τη γωνιά και συμπώντας τα ξύλα που έβγαζαν καπνό σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα χωρίς δράση σχεδόν. Του έβαλα και τίτλο: Το καινούργιο Εικοσιένα..."
"...αλλά για να μη νομίσει κανείς πως είχαμε καλοφαγία, εξηγώ πως το γεύμα μου ήταν κανένα κουπάκι ξινόγαλο, κανένα κομμάτι ζυμαρόπιτα. Απ' αυτά είχαν, απ' αυτά μάς δίναν..."
"....κοιμηθήκαμε σ' ένα ακατοίκητο σπίτι, στα σανίδια, με το ψωμί που είχαμε μαζί μας..."
"...Τα έργα που παίχτηκαν ανταποκρίνονταν στη νοοτροπία του κοινού και ήταν γραμμένα έτσι που να εξυπηρετούν τον αγώνα. Αυτό βγαίνει απ' τη γενική ομολογία των θεατών, απ' τ' αυθόρμητα γέλια, κάποτε κι από τα δάκρυά τους...Έτσι το πέρασμά τους άφηνε πίσω σημάδια εξέλιξης. Τα κακοπάτητα εκείνα μέρη οργώνονταν όλο και πιο βαθιά, με το αλέτρι της προόδου..."
"...Σε μια εποχή όπου η πολύμορφη αντίδραση προσπαθεί με όλα τα μέσα να κηλιδώνει τον τίμιο αγώνα μας, έχουμε υποχρέωση απέναντι της ιστορίας ν' αποστομώσουμε τους συκοφάντες με τα γεγονότα.."

Κάθε τόσο μέσα στο ημερολόγιο παρελαύνουν μορφές ανθρώπων με τα ονόματά τους, γνωστοί και άγνωστοι, στρατιωτικοί με ψευδώνυμα, καλλιτέχνες, λογοτέχνες συμπορευόμενοι στον αγκαθερό δρόμο του αγώνα...Οι περισσότεροι χαμένοι όξω από τα κρεβάτια τους...Δημ. Καραντώνης, Γιάννης Ζεύγος, Άρης Βελουχιώτης, Θέος, Νίκος Καρβούνης, Κ. Καραγιώργης, Δήμου, Γιολδάσης...Βασίλης Ρώτας, Κίσσαβος, Μπουκουβάλας, Αυγερόπουλος, Ροβεσπιέρος...Σήμερα χαμένοι ή αγνοημένοι κι αναντάμειφτοι από το επίσημο κράτος...
Η πατριωτική έξαρση και η ανεβασμένη πίστη για λευτεριά στο αντάρτικο, υποχρέωνε τον Κοτζιούλα να γίνει διδάχος του αγρότη. Και το καθήκον αυτό δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πάνω στα χνάρια του Τσέχωφ ή τις ανέσεις του Γκαίτε. Εδώ ο Γ.Κ. δίδασκε το αλφαβητάριο της θεατρικής τέχνης στον άμαθο Έλληνα χωρικό. Οι δυσκολίες του δεν αγκάλιαζαν μόνο την έμπνευση και τη γραφή του ίδιου του έργου, μα και τα συνακόλουθα μιας παράστασης μέσα στις αϊτοφωλιές των έρημων βουνών, δίπλα στην ένδεια των πάντων, από τα στοιχειώδη σκηνικά μέχρι το ψωμί που θα μπορούσε να στυλώσει τους ξενηστικωμένους μαχητές - ηθοποιούς. Ευτυχώς μέσα τους ορθωνόταν ένα ακαταμάχητο πατριωτικό φρόνημα, μια πίστη στο δίκιο του αγώνα, που μόνη αυτή αντιπάλευε και κατατρόπωνε τα δεινά[...]

Τα θεατρικά έργα του Γ.Κ. έχουν, όπως είναι φυσικό, κοινά τα βασικά χαρακτηριστικά. Κοινές τις αρετές, κοινές και τις αδυναμίες.
Μεγάλη αξία συγκεντρώνουν στη γλωσσική τους διατύπωση. Ο Γ.Κ. αναδείχνεται μεγάλος δάσκαλος της λαϊκής γλώσσας. Οι γλωσσολόγοι μας θα άξιζε να μελετήσουν ειδικά αυτό τον απίθανο γλωσσικό πλούτο των έργων του και τον αβίαστο, φυσικό τρόπο που προσφέρεται αυτός ο πλούτος. Ο Ρώτας, μεγάλος δάσκαλος κι αυτός της γλώσσας, έτσι μιλάει για τη γλώσσα του Γ.Κ. " Η γλώσσα του Κοτζιούλα και στα ποιήματά του και στα πεζά είναι γνήσια λαϊκιά νεοελληνική γλώσσα, φαινόμενο ασυνήθιστο στα άφθονα κείμενα των νεοελλήνων λογοτεχνών, που συνήθως είναι και φτωχά και επιτηδευμένα, η γλώσσα τους είναι διαμορφωμένη από την καθαρεύουσα..." Και ο Ρώτας προσθέτει "...είχε συνείδηση λαϊκιά, δηλαδή ο κόσμος του και η πέιρα του ήταν οι άνθρωποι του βουνού, της στάνης, της αγροτιάς...αλλά ερωτοτροπούσε και με τους ανθρώπους των γραμμάτων, που αποζητούσε την παρέα τους..."
Άλλη αρετή του Γ.Κ. αλληλένδετη με την προηγούμενη, γιατί κι αυτή αφορά τη μορφή, είναι το χιούμορ. Οι διάλογοι βρίθουν σε απανωτά έξυπνα πειράγματα και λογοπαίγνια, κάνοντας τη στιχομυθία παιχνιδιάρικη και αλαφριά. Με τον τρόπο αυτό, τον τόσο οικείο στους αγρότες μας, το ακροατήριο σχημάτιζε άμεση και ακριβή εικόνα των χαρακτήρων, από τον ευχάριστο δρόμο της σάτιρας.
Τρίτο κοινό στοιχείο των θεατρικών του Γ.Κ. είναι ο διδακτικός στόχος. Ζει τη ζωή του αντάρτικου. Κάθε μέρα σκοντάφτει σε αντιλήψεις επιζήμιες, απηρχαιωμένες, και κάθε φορά συγκεκριμενοποιεί από έναν εχθρό που πρέπει να γίνει ο στόχος του επόμενου έργου...Το γεγονός αυτό, που το υπαγορεύει μια υψηλή επιταγή καθήκοντος, συχνά αποβαίνει προς ζημία του έργου. Θα βρεθεί κάποιος να αντείπει πως δεν υπάρχει συγγραφέας, μεγάλος ή μικρός, που να γράφει χωρίς να διέπεται από κάποιο στόχο. Η διαφορά, που αποβαίνει εις βάρος του έργου, έγκειται στον τρόπο λειτουργίας του στόχου. Όταν ο στόχος δεν τίθεται αυθόρμητα, υπαγορευμένος από εσωτερική ισχυρή πίεση, αλλά σαν δίδαγμα που το επιβάλλουν εξωτερικοί παράγοντες, τότε τις περισσότερες φορές το έργο παίρνει τελικά διδακτική μορφή μην καταφέρνοντας να καλύψει τις προθέσεις του.
Ένα πολύτιμο στοιχείο του βιβλίου του Γ.Κ., άσχετο από τα οιαδήποτε συγγραφικά αποτελέσματα, είναι αυτό καθαυτό το περιεχόμενο. Ο Γ.Κ.ανασταίνει από τα σκοτάδια, όπου ανθελληνικές ενέργειες έχουν θάψει, τις πιο ηρωικές στιγμές του αγώνα, ανθρώπους, γεγονότα, συνθήκες διαβίωσης, συγκρούσεις με τον εχθρό, λαϊκές νικηφόρες εξορμήσεις...Που δοσμένες από τον Γ.Κ. που η ακεραιότητα του χαρακτήρα του και ο σεβασμός στην αλήθεια αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα του ατόμου του, αποκτούν και την αξία ντοκουμέντων για τον αντιχιτλερικό αντιστασιακό αγώνα του 1941 - 1944.
Στο θέατρο του Γ.Κ. με τη φανερή και σκόπιμη θεματογραφία του, ζουν και αγωνιούν ψυχικές καταστάσεις. Ο Γ.Κ. υποδείχνει, στηλιτεύει, σατιρίζει, προβάλλει για παραδειγματισμό, ή και για να προκαλέσει τον αποτροπιασμό, εκθέτει ο χειρουργός το ελληνικό σώμα και τις πληγές του αγώνα...μα τελειώνοντας το βιβλίο δεν αναφωνείς: Τί μεγάλος! Τί καταπληκτικός θεατρικός συγγραφέας! Αναφωνείς: Να! ένας σωστός Έλληνας, που ζει και δρα για το έθνος. Οποίος ιδανικός στρατιώτης, στρατευμένος στην ελληνική υπόθεση!
                                                                         Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου1976

Έλλη Αλεξίου, Έλληνες λογοτέχνες, Δοκίμια Ι, Καστανιώτης 1982

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

"Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος"


    H πρώτη αλήθεια είναι ο Θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του " γυρισμού των πραγμάτων " μού είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ' ορθός - καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος` που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω - κάτω και περιμένω...Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα` κάποτε, πάλι, δυο - τρεις στίχοι` πολλές φορές, απλά και μόνον το καλοκαίρι.
    Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα - ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου ( πού βρέθηκε; από πού να' ρχεται) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να  με πείσουν ότι, όπου να' ναι σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι΄αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός - που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου".
     Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει` να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ' αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει αλλά παρ' όλ' αυτά το ξέρει πως υπάρχει` και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
    Λοιπόν όχι, δεν ήταν από άγνοια που έβαζα τα χρυσά στον ουρανό καθώς οι αγιογράφοι` δεν ήταν πως μου έλειψε η ακοή, όταν οι άλλοι φώναζαν. Όταν οι άλλοι φώναζαν, άκουγα κι έβλεπα κι οσφραινόμουν και γευόμουν και χάιδευα το βρέφος που δεν έσωσε να κάνω κάτι για να γεννηθεί. Γι' αυτό και μόνον αισθάνομαι υπεύθυνος. Ποτέ για μια παράταξη που κλείνει όλων των λογιών τους ηλίθιους και τους ικανοποιημένους. Και με πίκρα συλλογίζομαι, κάθε φορά που πιάνω την πένα, πόσο μάταιο είναι να μιλά ο άνθρωπος για λογαριασμό ενός κόσμου που είναι κατάσπαρτος από νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, όταν είναι ίσα - ίσα η ατέλειά του, που γι' αυτήν υποφέρει και οδύρεται, είναι αυτή που τον εμποδίζει να τις αναγνωρίσει και, με τη βοήθειά τους, να πάει πιο πέρα.
    Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει ακόμη στη σύνθεση. Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για να νιώθουμε πώς είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μάς συγκινούν ως τα δάκρυα. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό αντίκρισμα της ζωής  καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν; Να γιατί, τ' ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών` με πολλούς υπολογισμούς και πολλά όνειρα. Δεν είμαι - δεν ήμουν ποτέ - της πλειοψηφίας, το ξέρω. Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ' άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας. Παρ' όλ' αυτά, η αφέλειά μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο. Πρέπει να ξέρεις ν' αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο, και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
     Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ' απ' την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν' απαθανατίσει. Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματά μας, ιστορία - τί περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα` που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα. Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη( η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν' ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη γραφή των πραγμάτων. Είναι κάτι αυτό που, όσο απλό κι αν  φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα, ένιωσα πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
     Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και το φεγγάρι της Σαπφώς. Ταξίδευα σα να περπατούσα σ' ένα διάφανο βυθό` το σώμα μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα` χάιδευα τις αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα, χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα` μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να' χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα.
     Έτσι, ανάμεσ' από το αδιάφορο "μεγάλο κοινόν" και τις "εχθρικές Εξουσίες" πέρασα όπως ανάμεσ' απ' τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα` ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ' αναγνωρίσουμε, είναι απάτη` πρέπει ν' αδειάσουμε το θάνατο απ' αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ' απ' αυτόν τ' αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
    Να τί είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια...(ενότητα Ζ΄από το κεφάλαιο Πρώτα - Πρώτα)


  Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά , Ίκαρος, Αθήνα 1987 , 3η έκδοση οριστική

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε μια μέρα σαν και τη σημερινή το 1911

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Κοιτώ τα πόδια μου...


    Κοιτώ τα πόδια μου και λύπηση μεγάλη με καταλαμβάνει, στεγνά και κουρασμένα, όπως τα βλέπω, γεμάτα φλύκταινες και κάλους.
   Πόσες φορές σε κάρβουνα πατήσανε, για μένα, αναμμένα, πόσες φορές, κλοτσώντας το βυθό, με γλίτωσαν απ' τον πνιγμό και μ' έφεραν ξανά στην επιφάνεια, και τι αποστάσεις, τι λαβύρινθους, ματαίως διανύσανε για να με οδηγήσουν στην ψυχή μου!
   Όταν σημάνει η σάλπιγγα της Κρίσης και κριθώ, ας πάω ο μισός στην κόλαση που μού ταιριάζει κι ας πάνε τα φτωχά τα πόδια μου, επιτέλους, να περπατήσουν στη δροσιά, στο μαλακό γκαζόν του Παραδείσου.

Αργύρης Χιόνης , Εσωτικά Τοπία , ποιήματα, Νεφέλη , Αθήνα 1991

Ραμφίζω του πρωινού το φως...*

* Ο στίχος από το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, Ο κορυδαλλός του πρωινού.