Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1798 στη Ζάκυνθο.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. 
Θέμα του είναι ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ως την απεγνωσμένη έξοδο στις  10 Απριλίου 1826. Ο ποιητής ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική, την εσωτερική του ελευθερία. 
Ο Ιάκωβος  Πολυλάς μιλώντας ειδικά για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους υποστηρίζει  ότι η ηθική ελευθερία είναι το  καταφύγιο της ανθρώπινης ψυχής που πολιορκείται από τη φυσική βία. Ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί την αυτονομία του απέναντι στις φυσικές δυνάμεις οδηγείται στη δράση και από τη σύγκρουση αυτή γεννιούνται οι υψηλές πράξεις.
Ο ποιητής όμως ποτέ δεν ολοκλήρωσε το έργο το οποίο σώθηκε σε  «αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα, που το καθένα τους αντιπροσωπεύει όχι μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη. 

Το απόσπασμα από το Β' Σχεδίασμα:

2
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

 H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
 H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.


3.

           Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.

«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»

Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.


4.

 Mόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Aράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Eλλήνων: «Mπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Tο πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Tότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Mετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία

H μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.


―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Mάρτυρες.

                                                 Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι



Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών

Η Ομάδα «Συλλογική Μνήμη» διαθέτει πλέον ελεύθερα  το ντοκιμαντέρ «Παρτιζάνοι των Αθηνών», σε σκηνοθεσία Ξενοφώντα Βαρδαρού και Γιάννη Ξυδά. 
Ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΑΜική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα (’41-’44). Δεκατέσσερις αφηγήσεις. Δεκατέσσερις ιστορίες. Ένας λαός ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Ένα ντοκιμαντέρ για τη συλλογική μνήμη με πλούσιο αρχειακό υλικό, το οποίο δένει αρμονικά με τις αφηγήσεις.


Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Μου ήρθε τη νύχτα η θάλασσα η παιδική μου...


Μου ήρθε τη νύχτα η θάλασσα η παιδική μου
ίδια όπως τότε μα πιο μακρινή
οίστρος μόνο για ποίηση, όχι πια για κολύμπια
και μου έφταναν κύματα οι λέξεις

Οι στίχοι έσκαζαν με αφρούς λίγο πριν αρθρωθούν
έρχονταν άλλοι ήχοι πιο καθαροί
μικρές φωνές από δελφίνια ή βρέφη
κι άλλοτε ακόμα πιο πρωτάκουστοι
όπως μιλάνε τα θαλάσσια φυτά, τα όστρακα

Χανόταν η θάλασσα, έσβηνε, έμενε μόνο μια εικόνα
πιο μπλε απ' αυτήν, πιο ακίνητη
σαν σε βυζαντινό ψηφιδωτό
ή από πολύ ψηλά, χωρίς κυματισμό
σώμα σχεδόν στερεό, όπως τη νύχτα
όπως τη βλέπουν τα αποδημητικά πουλιά
όπως την κολυμπούν τα ψάρια
με τ' ανοιχτά πτερύγια, με την ουρά τους


Αλόη Σιδέρη, Το όνειρο της γάτας, Άγρα, Αθήνα 1990

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Helin Bölek " Κ' εγώ θα τραγουδάω πάντα σαν τραγούδι του αγώνα το τραγούδι μου της φυλακής"


Μείνετε ήσυχοι φίλοι μου
             μείνετε ήσυχοι
Φεύγω
             με σας μες στην καρδιά μου
             με τον αγώνα μου πάντα στο νου μου
Μείνετε ήσυχοι,
                    φίλοι μου, φίλοι μου
                                      μείνετε ήσυχοι.
Δε θέλω να σας δω στην προκυμαία
αράδα - αράδα σαν πουλιά στα καρτ -ποστάλ.
Δε θέλω να σας δω με μαντήλια στα χέρια,
                                             Όχι όχι αυτό.
Βλέπω τον εαυτό μου ολάκερο
                             μες στα μάτια των φίλων μου.
Ω, φίλοι μου
                              αδέρφια μου του αγώνα
                              συντρόφια της δουλειάς
Γεια σας. Ούτε μια λέξη.
Οι νύχτες θα σπρώξουν το μάνταλο της πόρτας
Τα χρόνια θα υφάνουν τον ιστό τους πάνου στα παράθυρα
Κ' εγώ θα τραγουδάω πάντα σαν τραγούδι του αγώνα
                                      το τραγούδι μου της φυλακής.
Θα ξαναϊδωθούμε, φίλοι μου
                                        ναι, θα ξαναϊδωθούμε
Θα χαμογελάσουμε μαζί στον ήλιο
θ' αγωνιστούμε δίπλα - δίπλα.
Ω, φίλοι μου
                   αδέρφια μου του αγώνα
                                        συντρόφια της δουλειάς.
                                                               Γεια σας.

                                                                               Ναζίμ Χικμέτ


Η αγωνίστρια Τουρκάλα τραγουδίστρια , μέλος του συγκροτήματος Grup Yorum, Helin Bölek θυσιάστηκε  χθες σε ηλικία 28 χρονών μετά από πολυήμερη απεργία πείνας στην οποία είχε καταφύγει με τον Ibrahim Gökçek ζητώντας από την τουρκική κυβέρνηση:

• Να απελευθερωθούν όλα τα μέλη του Grup Yorum και να αποσυρθούν οι δικαστικές διώξεις.

• Nα σταματήσουν οι έφοδοι της αστυνομίας στο Πολιτιστικό τους Κέντρο Idil και στα γραφεία τους

• Να καταργηθεί η επικήρυξη των μελών του συγκροτήματος, από τη λίστα της τουρκικής αστυνομίας και να ακυρωθούν τα εντάλματα σύλληψης τους.

• Να αρθεί η απαγόρευση των συναυλιών του Grup Yorum.






Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Υπόγειος κόσμος


...Οι δύο γυναίκες κοιτάζουν πέρα στις αλάνες φίσκα στα σκουπίδια που μαζεύονται χρόνια εκεί. Πώς λέμε η Τροία ανακαλύφθηκε σε πολλά επίπεδα; Είμαστε στην εποχή των οικιακών σκουπιδιών. Μια εποχή γεμάτη χαλάσματα και βανδαλισμένα αυτοκίνητα μέλη κακοποιών που μουχλιάζουν. Δέντρα κι αγριόχορτα φυτρώνουν ανάμεσα στα άχρηστα αντικείμενα. Αγέλες σκυλιών, γεράκια και κουκουβάγιες. Κάθε τόσο εργάτες του δήμου έρχονται εδώ για να σκάψουν. Στέκονται συλλογισμένοι δίπλα στους εκσκαφείς, τις μπουλντόζες και τις βουτηγμένες στην καφετιά λάσπη φαγάνες. Μοιάζουν με πεζικάριους μαζεμένους κοντά στα τανκς που προελαύνουν. Αλλά δεν μένουν πολύ. Φεύγουν πάντα αφήνοντας πίσω τους μισοσκαμμένους λάκκους, πεταμένα εξαρτήματα, πλαστικά ποτηράκια και πίτσες με πιπεριά. Οι μοναχές κοιτάζουν. Λαβυρινθώδεις φωλιές αρουραίων, λάκκοι γεμάτοι με πεταμένες λεκάνες, νιπτήρες και ψευδοροφές, σωροί παλιά λάστιχα στεφανωμένα με περικοκλάδες. Το ηλιοβασίλεμα ακούς το τραγούδι των πυροβολισμών πίσω από τους τοίχους των ερειπωμένων σπιτιών. Οι μοναχές κάθονται στο ημιφορτηγάκι και κοιτάζουν. Στην άλλη άκρη ένα κτίσμα, μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία στέκει μονάχη. Ο ένας τοίχος - εκεί όπου κάποτε ακουμπούσε  ένα άλλο κτήριο - είναι εκτεθειμένος. Εκεί, σε αυτό τον τοίχο ο Ισμαήλ Μουνιόζ και το συνεργείο του ζωγραφίζουν με σπρέι έναν άγγελο στη μνήμη κάθε παιδιού της γειτονιάς που πεθαίνει. Γαλάζιοι και ροζ άγγελοι πιάνουν τη μισή σχεδόν κάθετη επιφάνεια. Κάτω από κάθε άγγελο είναι γραμμένο το όνομα του παιδιού μαζί με την αιτία θανάτου και μερικά λόγια από την οικογένεια. Καθώς το φορτηγάκι πλησιάζει, η Έντγκαρ διαβάζει: φυματίωση, AIDS, ξυλοδαρμός, πυροβολισμοί από διερχόμενο αμάξι, ιλαρά, άσθμα, εγκατάλειψη βρέφους. Το αφήσαν στα σκουπίδια, το ξέχασαν στο αμάξι, το εγκατέλειψαν σε μια πλαστική σακούλα στην παγωνιά.
Η περιοχή τούτη λέγεται " Το Τείχος" εξαιτίας του γκράφιτι και μιας αίσθησης αποκλεισμού, απομόνωσης. Είναι μια πτυχή της γης  μακριά από κάθε κοινωνικό καθεστώς...( απόσπασμα)

Ντον ΝτεΛίλλο, Υπόγειος κόσμος, μετφρ. Έφη Φρυδά, Εστία, Αθήνα 2016, 3η έκδοση

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1998 και θεωρήθηκε εκείνη την εποχή ως το σπουδαιότερο έργο του συγγραφέα.
Πρόκειται για ένα ογκώδες μυθιστόρημα, 948 σελίδες στην ελληνική έκδοση. Ξεκινά στη Νέα Υόρκη το 1951 με έναν αγώνα μπέιζμπολ και μετά ο συγγραφέας με ένα μπρος - πίσω στο χρόνο φθάνει στις μέρες μας και  με την αφήγηση των ζωών πολλών ανθρώπων, οι οποίοι όλοι με κάποιο τρόπο δένονται μεταξύ τους, παρουσιάζει την εικόνα της άλλης Αμερικής, της σκοτεινής. Μια εικόνα που τα έχει όλα:το  αμερικάνικο όνειρο αλλά  και τη διάψευση του, ανθρώπινες σχέσεις και υπαρξιακά προβλήματα, ανάπτυξη και υπανάπτυξη, την βιτρίνα των όμορφων πόλεων και τη ζωή που κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα, σκουπίδια, πυρηνικά όπλα, ναρκωτικά, αρρώστιες, συμμορίες και γενικά ένα πολύ σκοτεινό και υπόγειο κόσμο και τα τείχη που αυτός υψώνει ανάμεσα σε ανθρώπους, γειτονιές, περιοχές και πόλεις ολόκληρες. 
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που θέλησα να το παρατήσω, ειδικά στην αρχή όπου η περιγραφή του αγώνα μπέιζμπολ καταλαμβάνει πολύ  μεγάλη έκταση. Πολύ αμερικάνικο, σκέφτηκα. Δεν το παράτησα όμως και ομολογώ ότι αποζημιώθηκα γι' αυτό, διότι μέσα από τις πολλές ιστορίες και τα πολλά πρόσωπα προβληματίστηκα για τις πολλές πτυχές  του αμερικάνικου τρόπου ζωής που μπορεί να φαίνεται ότι αφορά μόνο την Αμερική, αλλά δεν είναι έτσι, καθώς επιδρά με το έναν ή τον άλλο τρόπο πάνω σε όλη την ανθρωπότητα. Νομίζω ότι ο τρόπος γραφής του Ντον ΝτεΛίλλο κατορθώνει να σε βάλει μέσα στην ατμόσφαιρα αυτού του κόσμου, να νιώσεις τη σκληρότητά του  και να μυρίσεις τη βρωμιά του σε όλα τα επίπεδα αφήνοντας όμως μια χαραμάδα για να μπει η ελπίδα.
Ο Υπόγειος κόσμος δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα. Είναι δύσκολο, σκληρό και απαιτητικό, αξίζει όμως τον κόπο.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Μνήμη Κώστα Πουρναρά ( Μπόση)

Στις 2 Απριλίου 1994 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Πουρναράς( Μπόσης), ένας άνθρωπος " που έζησε με προσωπική γενναιότητα κι ένα τέλειο δόσιμο τις περισσότερες δοκιμασίες που πέσαν στη μοίρα του Έλληνα κομμουνιστή, αρχίζοντας από εκείνα τα πρωτοκομμουνιστικά χρόνια, έως τις μέρες των άλλων σεισμών και των καταστροφών ...) ( Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Στη μνήμη του ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά του " Δύσκολες μέρες", το οποίο εκδόθηκε το 1956 στη Ρουμανία από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα και σπάνιο βιβλίο.Πρόκειται για τον α’ τόμο.

"...Κατά τη βρυσούλα τη μοναχική – μεσάνυχτα θα είναι – ανεβαίνει κάποιος. Κουτσαίνει, κοντανασαίνει, κοντοστέκεται και ξανασαίνει. Κάθεται στο πεζούλι. Το νεράκι πέφτει απ’ την ξυλένια κάνουλα μουρμουριστά και τρέχει στην πλαγιά ανάμεσα σε χαλίκια και χορτάρια. Ατάραχος στέκει ο γέρο – πλάτανος, μόνο τα φύλλα του σαν κάτι να μουρμουρίζουν με του βουνού τ’ αγέρι. Τα έλατα πιο κει, στέκουν ορθά στητά και πότε – πότε γέρνουν τις κορφές αλαφρά και σιγοκουβεντιάζουν. Μοσχοβολάει ο αγέρας από ρετσίνι, ρίγανη, θυμάρι και φρεσκοκομμένο χόρτο. Κάποιος ασβός έπεσε σε παγίδα και σκούζει. Αντηχάει  ολόγυρα των τριζονιών η μουσική. Τα χωριουδάκια στις πλαγιές, στις ρεματιές, σκόρπια εδώ κι εκεί, κοιμούνται τυλιγμένα στη νυχτερινή σιγαλιά.
Τσακισμένο είναι το κορμί. Πικραμένη, μα περήφανη η ψυχή. Κι απ’ του μυαλού τη στράτα χείμαρος διαβαίνει η ζωή. Αξέχαστες μορφές που χάθηκαν, αγαπημένα πρόσωπα που παλαίβουν, αγάπες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτάρες, πόθοι και καημοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρμουρίζει, τον ήλιο, τον αγέρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλήνη… Κούρσεψαν τα χωριά μας… Έσφαξαν τα παιδιά μας… Βίασαν τις γυναίκες, τις αδερφές μας… Σκότωσαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσίες… Κόλαση φριχτή έκαναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατάφεραν να την πατήσουν… Σε βουνοκορφές και βαθίσκιωτα δάση, σε χωριά και πολιτείες, σε μπουντρούμια και σε ξερονήσια στέκη αγέρωχη… Δύσκολες μέρες… μα θάρθουν και χαρούμενες..."

Ο Κώστας Μπόσης, δάσκαλος από το χωριό Χώσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία, εξόριστος στον Αη – Στράτη, Ελασίτης, μαχητής του ΔΣΕ και στη συνέχεια πολιτικός πρόσφυγας, σε αυτό το μυθιστόρημά του αποδίδει με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα τις μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Αφηγείται την εποχή της τρομοκρατίας  κυρίως στην ύπαιθρο και  στα ορεινά χωριά αλλά  και τη δράση των ληστοσυμμοριών εναντίον των Εαμιτών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υποστήριζαν ή τους  βοηθούσαν.
Ζωντανεύει το κλίμα μιας τραγικής εποχής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπικά νόμιμα, αλλά διώκονται με κάθε τρόπο όσοι συμμετείχαν και ανέπτυξαν δράση μέσα από τις γραμμές τους. Η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Το ξύλο, οι επιδρομές σε σπίτια, γραφεία και χωριά καθώς και οι δολοφονικές απόπειρες εντάσσονται στην καθημερινότητα των αριστερών και των κομμουνιστών. Οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια από τους ληστοσυμμορίτες και τους εθνοφύλακες εντείνονται σε συνδυασμό με τις προβοκάτσιες και τις στημένες δίκες που έχουν στόχο να αποδεκατίσουν το κίνημα και να εξουδετερώσουν κάθε μορφή αντίδρασης προκειμένου οι διάφοροι παράγοντες να δείξουν  ότι υπάρχει κράτος και η περίοδος της αναρχίας τελείωσε. Παράλληλα παρουσιάζει την ταυτότητα αυτού του κράτους, πίσω από το οποίο δραστηριοποιούνται πρώτα οι Βρετανοί και μετά οι Αμερικάνοι. Σε πρώτο πλάνο οι συνεργάτες τους, διάφοροι παράγοντες, που έχουν ήδη αρχίσει το μεγάλο φαγοπότι με την εισαγόμενη βοήθεια και ερωτοτροπούν με την εξουσία. Αυτοί λοιπόν θέλοντας να δείξουν πόσο σέβονταν τα αφεντικά τους εξαπολύουν ανηλεές ανθρωποκυνηγητό στα χωριά για να συλλάβουν αγωνιστές, κλέβουν, βιάζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν όποιον θεωρούν συνεργάτη των Εαμιτών και των κομμουνιστών ή υποπτεύονται ότι τους βοηθούν.
Μέσα από τους ζωντανούς διαλόγους αλλά και τις πολύ παραστατικά αποδοσμένες σκέψεις των αγωνιστών που διώκονται και την ψυχολογική τους κατάσταση ο Κώστας Μπόσης μάς μεταφέρει την αγωνία, την ένταση, το παράπονο και την πίκρα τους για όσα συνέβησαν από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου.
Ο Μπόσης δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις, αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους, τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονταν και  τις ιδεολογικές τους συγχύσεις.
Μέσα σε όλους αυτούς τους  αδύναμους ανθρώπινους τύπους  ξεχωρίζουν όμως  οι ιδεολόγοι, οι ευαίσθητοι, οι μαχόμενοι κομμουνιστές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγωνίζονται, ονειρεύονται, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αντιστέκονται και θυσιάζονται. Η συντροφικότητα τούς δυναμώνει.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα σε περιβάλλον αστικό αλλά και ορεινό. Λεπτομερείς περιγραφές, χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μπόση, χρωματίζουν τα τοπία, αισθητοποιούν τον ήχο του ανέμου, τη βουή του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, το κρώξιμο των αρπακτικών, τα αρώματα των φυτών, το ταξίδεμα των σύννεφων, τη δύναμη της βροχής, την απαλότητα του χιονιού. Ραχούλες, διάσελα, χαμηλά και ψηλά βουνά, κάμποι, ποτάμια, σπηλιές, δέντρα και θάμνοι αποκτούν μορφή.
Το περίγραμμα της πόλης που περιγράφει στην αρχή του μυθιστορήματος θυμίζει την Άρτα με το γεφύρι, το ποτάμι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασσα. Λεμονιές, ελιές, ανθισμένοι κήποι. Οι δρόμοι που οδηγούν στα ορεινά, τα χωριά, οι αγροτικές δουλειές, τα σπίτια, οι άνθρωποι, όλα μοιάζουν βγαλμένα από την τοπιογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του Κώστα Μπόση.
Η γλώσσα πλούσια και εκφραστική, εμπλουτισμένη με λέξεις από την ντοπιολαλιά του συγγραφέα  και προσαρμοσμένοι διάλογοι στα πρόσωπα και στους τόπους. Αν και θίγονται πολιτικά και κομματικά ζητήματα στους διαλόγους  και σε διάφορους σχολιασμούς ο λόγος δεν είναι ξύλινος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος, τρυφερός, συμβολικός ή σκληρός και τραχύς ανάλογα με τους ανθρώπινους τύπους  που τον χρησιμοποιούν.

Το τέλος του α’ τόμου αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει συνέχεια.



Κ. Μπόση, Δύσκολες Μέρες, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956, τομ.α΄


Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Απρίλης


Καλό μήνα με υγεία, δύναμη και θάρρος...