Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Βιβλία του δρόμου

Στο πάτωμα ενός βιβλιοπωλείου με παλιές εκδόσεις βρίσκονται τις περισσότερες φορές αληθινοί θησαυροί σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Ανάμεσα σε διάφορα βιβλία με φθαρμένες και κιτρινισμένες σελίδες εντόπισα πέντε τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού" Ηπειρωτικές Σελίδες" που το εξέδιδε επιτροπή κάθε μήνα στα Γιάννενα από το 1952 και έγραφαν αξιόλογοι συγγραφείς και ποιητές , ηπειρώτες κ.α. Στο πρώτο φύλλο του περιοδικού, Σεπτέμβριος 1952, διάβασα και αυτό το όμορφο άρθρο για τα "Βιβλία του δρόμου" , το οποίο ο αρθρογράφος υπογράφει με το ψευδώνυμο ΕΦΗΜΕΡΟΣ. Πού να ήξερε ότι και το δικό του άρθρο το βρήκαμε όχι στο ράφι του βιβλιοπωλείου , αλλά στο πάτωμα, στο"δρόμο"



Συνηθίσαμε να λέμε γυναίκες του δρόμου, τις δυστυχισμένες εκείνες υπάρξεις που κατάντησαν να πωλιούνται στο πεζοδρόμιο. Μα να που έχουμε και βιβλία του δρόμου, τα βιβλία που κι' αυτά προσφέρονται στο δρόμο. Υπάρχει μια κάποια ομοιότητα μεταξύ τους γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια όπως και το βιβλίο έχουν μια ιερότητα που όταν γίνει αγοραία, θλίβει. Το ανθρώπινο πνεύμα δεν ανέχεται αυτόν τον ξεπεσμό. Διαμαρτύρεται.
Στην πόλι μας τα βιβλία πωλιούνται κι' αγοράζονται μόνο στα βιβλιοπωλεία, μ' επιμέλεια και στοργή φυλαγμένα στα ράφια και στις προθήκες τους. Μα στην Αθήνα, όπως και στις μεγάλες ξένες πολιτείες, είναι κάτι συνηθισμένο το είδος αυτό των βιβλίων του δρόμου,των βιβλίων που περιφέρονται εδώ -εκεί ή σ' ένα καροτσάκι φίρδην μίγδην ριγμένα, ετερόκλιτα και τσαλαπατημένα, ή πωλιούνται στην πρόχειρη τάβλα του πεζοδρομίου. Ποιος που έζησε στην Αθήνα δεν θυμάται και δεν νοσταλγεί τη γραφικότητα των γύρω από το Πανεπιστήμιο δρόμων, όπου μπρος στον υπαίθριο βιβλιοπώλη, ο φτωχός φοιτητής, η δασκάλα της ξένης γλώσσας με την καθώς πρέπει μαθήτρια, ο αυστηρός ερευνητής, ο χαριεντιζόμενος αργόσχολος έψαχναν και παζάρευαν όρθιοι, ατέλειωτα;
Μα να που τις προάλες έκαμε και δω την εμφάνισή του το καροτσάκι με τα βιβλία. Κάπου σε μια γωνιά ο αδιάφορος και κουρασμένος πωλητής μπρος στο καροτσάκι του διαλαλούσε το εμπόρευμά του.
Η σκηνή που ήταν απροσδόκητη και ξαφνική με κράτησε ακίνητο, ενώ διάβαινα.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα ένοιωθα μια συγκίνησι μπρος σ' αυτά τα καϋμένα έκθετα βιβλία που κάπως βάναυσα και χυδαία στοιβάζονται στα καροτσάκια να πωληθούν. Μου θύμιζαν τους τρυφερούς στίχους του Άγρα για τις μυγδαλιές που τις περιφέρουν οι κυρίες σαν "άρρωστα παιδιά". Ίσως γιατί, όπως και παραπάνω είπα, το βιβλίο έχει για το ανθρώπινο πνεύμα μιαν ιερότητα, έχει ( πώς να το πω) κάτι από την ιερότητα του ίδιου του πνεύματος του ανθρωπίνου. Κάτι από την πολυτιμότητα της ίδιας του της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο εμπόρευμα, ανώνυμο, όπως όλα τ' άλλα εμπορεύματα της αγοράς. Το ίδιο αίσθημα έννοιωσα πάλι μπρος το καροτσάκι του πλανώδιου πωλητή της πόλης μας. Βιβλία μικρά, μεγάλα, χρυσοδεμένα, πανόδετα, άδετα, πολύχρωμα μού φάνηκε πως καρτερούσαν υπομονητικά το χέρι που θα τα ανέσυρε από το πνιγηρό αυτό ανακάτεμμα, να τα τοποθετήσει εκεί που τους άξιζε. Στην γαλήνη και στην ασφάλεια του σπουδαστηρίου. Και στην αναμονή τους αυτή - μου φάνηκε - πως είχαν όλη τη στωικότητα, την καρτερία του διαπαιδαγωγημένου, του πολιτισμένου ανθρώπου που μπορεί και εξαίρεται πάνω από τη μικρότητα της ανθρώπινης ζωής ατενίζοντας ήρεμα προς μια αιώνια αλήθεια.
Μα - όπως πολλές φορές συμβαίνει - η πρώτη συγκίνησι υποχώρησε μπρος την περιέργεια και το ενδιαφέρο: Ας ρίξουμε μια ματιά!
Η αναζήτηση αυτή ήταν το δεύτερο σκέλος του ενδιαφέροντός μου για τα βιβλία αυτά του δρόμου. Ένα παράδοξο θέλγητρο, μια γοητεία μικρής περιπέτειας με πλημμύριζαν όταν  γρήγορα, νευρικά, ανακάτευα τους σωρούς των βιβλίων αναζητώντας κάτι ώμορφο και σπάνιο που θα με αποζημίωνε και θα μου έδινε  χαρά και ικανοποίησι.
Ήταν ένα ωχρό και μακρινό αντιφέγγισμα απ' τον πυρετό του αρχαιολόγου που προσδοκά την ανακάλυψι ενός μυστικού από τη μητέρα γη, από την αγωνία και το πάθος του τυχοδιώκτη του Ελντοράντο που σκυμμένος στην άμμο του ποταμού, έψαχνε, για τους χρυσούς κόκκους που θα τον λύτρωναν από  τη φτώχεια και την περιπέτεια...
Τι μικρή ευτυχία όταν τέλος πάντων ύστερ' από μιαν αναζήτηση ( παρ' όλη τη δυσφορία του αμύητου πωλητή που δεν κατανοούσε ούτε συγχωρούσε αυτή την παράξενη βιασύνη) κρατούσα στο χέρι, μικρούς υπάκουους αιχμαλώτους, ένα - δύο βιβλία! Ένοιωθα την ίδια ευχαρίστησι, την ίδια αγνή, πηγαία χαρά ενός ωραίου ηλιοβασιλέματος, μιας καλής πράξης, μιας σπάνιας παρέας!
Ο πωλητής που με το εμπορικό του ένστικτο ωσφράνθηκε στο σταμάτημά μου το "αλισβερίσι" τόνωσε κάπως την κουρασμένη διαφήμισί του. Τι να γίνει; Ο καθένας τη δουλειά του...
Η σκέψεις, η εικόνες που σαν κινηματογραφική ταινεία με παρέσυραν - για λίγες στιγμές - έσβυσαν. Πλησίασα το καροτσάκι κι' άρχισα να ψάχνω τους σωρούς των σκονισμένων βιβλίων...
                                                                                                                                     ΕΦΗΜΕΡΟΣ
Τηρήθηκε η ορθογραφία του αρθρογράφου
Στη φωτογραφία η πρώτη σελίδα του περιοδικού. Λείπει το εξώφυλλο