Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος για το Νίκο Μπελογιάννη


Η μνήμη σώζεται με τα πρόσωπα. Τα περιστατικά εύκολα μπερδεύονται μεταξύ τους, χάνουν και τις χρονολογίες τους, κάπου χάνονται και τα ίδια.
Η φήμη του Μπελογιάννη άρχισε από τις δίκες στην Αθήνα, αλλά, σαν συμπολίτες που ήμαστε, ξέρω ότι πολύ πιο πριν, όταν ακόμα ήταν νέο παιδί, είχε σχηματιστεί ένας θρύλος και περπατούσε. Και βέβαια, εντελώς ιδιαίτερη γοητεία είχε για μας, που ήμαστε πολύ νεώτεροί του, το παράδειγμα ενός γνωστού μας νέου που όλα τα εγκαταλείπει, το ασφαλισμένο σπίτι και το ασφαλισμένο μέλλον, και με αυταπάρνηση παίρνει αυτούς τους δρόμους. Και το πρώτο που του υπόσχονται αυτές οι επιλογές είναι τα κρατητήρια, είναι οι εξορίες και οι φυλακές κι άλλες, παρόμοιες μ' αυτά και πολύ χειρότερες στο τέλος στροφές της τύχης.
Πεθαίνουμε όπως ζούμε. Το δικό του έργο τελείωσε όπως κι έπρεπε να κλείσει το ανάγνωσμα μιας ζωής σαν αυτήν που άρχισε ο Μπελογιάννης από τα μαθητικά χρόνια.
Ο μακαρίτης ο Μαστρογιαννόπουλος μου έλεγε το 1942 στο Πελόπιο για μια έκθεση που του είχε γράψει στο γυμνάσιο ο Μπελογιάννης, τότε που τον είχε μαθητή του στην Αμαλιάδα. Τους είχε ζητήσει να γράψουν κάτι για το Πάσχα κι ο Μπελογιάννης κάθησε και του περιέγραψε τη ζωή μιας φτωχής γυναίκας στη γειτονιά τους που δούλευε στα ξένα σπίτια για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά της. Του έκανε εντύπωση του Μαστρογιαννόπουλου και το θυμόταν.
Σκέφτομαι τον Μπελογιάννη έχοντας στον νου τον αδελφό μου τον Γιώργη. Είχαν, έτσι το βρίσκω εγώ, μια ομοιότητα στην έκφραση, ακριβώς εκεί που το πρόσωπο του ανθρώπου εκπέμπει τα ιδιαίτερα δικά του κύματα - στα μάτια τους. Στα τονισμένα φρύδια, στο καθαρό μέτωπο, γραμμένο αδρά στο βαθύ φόντο των μαλλιών, που ήταν και τα δύο ολόμαυρα, πυκνά και λαμπερά, με αλλεπάλληλες σκάλες που έφευγαν πίσω. Αλλά και στον χαρακτήρα υπήρχε μια άλλη σύμπτωση, στην άφοβη, δραστήρια και σε κάτι σκληρή τους στάση. Αυτό που εννοώ, μιλώντας για σκληρότητα, στον αδελφό μου ήταν πιο αδρό, αυτός ήταν και πολύ νεότερος, ενώ ο Μπελογιάννης φαινόταν άνθρωπος ώριμος και γαλήνιος, είχε όμως μια σκληράδα κι αυτός και γρήγορα την αντιλαμβανόσουν. Ξέρω ότι κατόρθωσαν να τον πιάσουν κυρίως επειδή δεν ήταν στο χαρακτήρα του να περνά τις ώρες του στο αμπρί, στέλνοντας μπροστά  άλλους, όπως και γινόταν από κάποιους που άφησαν πίσω τους και τη φήμη του ασύλληπτου Φαντομά της κομματικής παρανομίας. Αυτοί σπάνια βγήκαν από το αμπρί τόσο στην παρανομία όσο και στον πόλεμο.
Τον θυμάμαι ένα βράδυ αργά που κατέβαινα με το τραμ για τα Σεπόλια. Θα πρέπει να ήταν την άνοιξη του 1947, κάπου εκεί γύρω. Γνωρίζαμε ότι μαζί με τον Γκιζελή ήταν στα βουνά της Πελοποννήσου, και να τώρα στην Αθήνα. Στη στάση της πλατείας Βάθης, όπως σταμάτησε το τραμ, έπεσε το φως πάνω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο μ' ένα μακρύ παλτό κουμπωμένος ως απάνω. Μόλις το τραμ κίνησε, πήδησε στο βαγόνι. Εγώ τότε, για το φόβο των Ιουδαίων, δεν έμπαινα μέσα στο βαγόνι, στεκόμουν στον εξώστη, δίπλα στην έξοδο. Στάθηκε κι αυτός εκεί.
Πήγαμε έτσι μέχρι το τέρμα. Κατάλαβα ότι με είδε και με γνώρισε. Μου το επιβεβαίωσε, όταν μετά τρία χρόνια στην Αλβανία θυμηθήκαμε εκείνο το βράδυ - καθώς και ότι πήγαινε στα ξαδέλφια του, τους Συριόπουλους, πρώτα του ξαδέλφια από τις μητέρες τους. Ήταν όλοι φίλοι μας κι έμεναν σ' ένα σπίτι προς τη μεριά του λόφου. Ο Ντίνος, ο Γιώργος, ο Θοδωράκης, η Νίκη. Τον Γιώργο τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί στην Αμαλιάδα και τον εκτέλεσαν στα Ψηλαλώνια στην Πάτρα, μαζί με τον ποιητή Φώτο Πασχαλινό.
Ακριβώς τότε, με τους δυο εκείνους νέους, άρχισαν οι ιστορίες αυτές να γράφονται πολύ κοντά μας...
Το περίεργο στο περιστατικό που αφηγούμαι εδώ τώρα είναι πως η κοπέλα που συνόδευα εκείνο το  βράδυ, συμφοιτήτριά μου, όταν έπειτα από σαράντα χρόνια, ξαναϊδωθήκαμε εδώ στην Αθήνα, πολύ απροσδόκητα με ρώτησε:
- Εκείνο το βράδυ που κατεβαίναμε με το τραμ ο Μπελογιάννης δεν ήταν;
Δεν θυμάμαι να μιλήσαμε καθόλου γι' αυτό, η φίλη μου όμως με βεβαιώνει ότι αλλάξαμε με τον Μπελογιάννη κάποιες ματιές, από τις οποίες εκείνη κατάλαβε πως γνωριζόμαστε κι αποφύγαμε να μιλήσουμε.
- Όταν είδα έπειτα τις φωτογραφίες του στις εφημερίδες, θυμήθηκα εκείνο το βράδυ.
Όλο κάτι είναι και κινείται γύρω μας και φαίνεται χωρίς εμείς να το βλέπουμε, μόνες τους μας τριγυρίζουν κάποιες κινήσεις, κάποιες σκέψεις ανεξέλεγκτα κι από μας τους ίδιους.
Μετά την εκτέλεσή του, εκφράστηκαν σε κάποια κείμενα υπαινιγμοί για λάθη στην επαγρύπνηση. Ο Ζαχαριάδης μάς είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοιες απροσδόκητες στροφές και προς στιγμήν το πήραμε για μια άλλη ιστορία που πήγαινε να ξεκινήσει, αλλά δεν έλαβε συνέχεια. Μετά μαθαίναμε ότι κάποιοι, που έβγαιναν έξω, τα έλεγαν αυτά στον Ζαχαριάδη, χαϊδεύοντάς του το αυτί του προσκόμιζαν μαρτυρίες και στοιχεία. Γιατί από κάτω ήταν η άλλη ιστορία - ο Πλουμπίδης. Η ανάγκη που αισθανόταν τότε ο Ζαχαριάδης να επιβεβαιώνονται οι αλλόκοτες υποψίες του.
Και ήταν επίσης το γεγονός ότι ο Μπελογιάννης δεν είχε ενδώσει, αντιστάθηκε σ' αυτούς τους δικούς του παραλογισμούς. Κάποιοι προσπαθούσαν να συνδέσουν τη σύλληψή του με αυτό το γεγονός.
Πρέπει να είχαν σχηματιστεί κάποιες προϋποθέσεις και ποιος ξέρει ως πού θα το πήγαιναν, αν ο Μπελογιάννης έμενε ζωντανός.

Τρεις άνθρωποι, ο Ζαχαριάδης, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης. Τρεις διαστάσεις μιας ιστορίας με ασυνήθιστες, ακόμα και για ένα μαχόμενο επαναστατικό κόμμα, καταστάσεις, όπου πρωταγωνίστησαν εξαιρετικοί χαρακτήρες.
Θέματα ανεξάντλητα για μυθιστορήματα. Το αποτόλμησε μόνο ο Κώστας ο Κοτζιάς, καλός συγγραφέας, μα πέρασε βιαστικά πάνω από ένα τρομερό σύμπλεγμα ηρωικών και τραγικών συγκρούσεων, έντονα προσκολλημένος στις εσωκομματικές καταστάσεις , μέτρα μικρά για να μετρηθούν τέτοια ανθρώπινα φαινόμενα.
Δεν θα' ναι πολλοί εκείνοι που θυμούνται τώρα ότι και ο Πλουμπίδης κρατούσε τότε στο χέρι του ένα γαρύφαλλο.
Ο Πλουμπίδης ήταν κορυφαία τραγική μορφή, αλλά το γαρυφαλλάκι του πέρασε απαρατήρητο. Κι όπως γίνεται συχνά με τις επαναλήψεις κάτι τέτοιων χειρονομιών, όταν το σοβαρό τους μήνυμα δεν περνάει στις ψυχές των άλλων, μπορεί να έμενε ένα αρνητικό που δεν τυπώθηκε. Σε κάτι και κωμικό, αν δεν έβλεπε κανείς εκεί μια συγκλονιστική υπόμνηση της μεγάλης αθωότητας αυτού του ηρωικού, παρ' όλη του την ηπιότητα, ανθρώπου.
Η χειρονομία του Μπελογιάννη είχε άλλη μια σημασία - ύστερα από την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, σαν να σφράγιζε μια κίνηση που έγινε όλη μπροστά στα μάτια μας, το καλό δέσιμο μιας ιδεολογίας, σε πολλά ακόμα αναφομοίωτης, με την εθνική παράδοση. Ο Μπελογιάννης πρόσθεσε ένα σύμβολο στις ηρωικές μας παραδόσεις, αλλά αυτός ο μελλοθάνατος με το γαρύφαλλο ήταν και μια ελληνική προσφορά στους άλλους, μια ανταπόδοση για τα πολλά ξένα δάνεια που είχε κάνει το ελληνικό κοινωνικό κίνημα.
Στους άθλους τους οι ήρωες του χριστιανισμού ξεσήκωναν ο ένας τον άλλον κι οι βίοι τους δεν διαφέρουν παρά στα ονόματα και στις τοποθεσίες, τα θαύματα παντού τα ίδια. Έτσι και οι μάρτυρες του κομμουνισμού παραδειγματίζονταν από κάποια πρότυπα κι ελάχιστα πρωτοτυπούσαν. Ο Μπελογιάννης  ήταν σ' όλα μια πρωτοτυπία. Υπήρξε στο δικό του άθλο στρωτή σύγκλιση στις λεπτομέρειες, στα λόγια του, στους τόνους του, παντού ως την τελευταία του κίνηση. Κι αυτά τον έκαναν αληθινό και πιστευτό σ' όλους, στο έθνος του και στον ιδεολογικό του χώρο. Η συμπεριφορά του έδειξε άνθρωπο με πεντακάθαρο μυαλό, κατασταλαγμένη αντίληψη για όσα συνέβαιναν. Τη διαθήκη του αυτός την έγραψε με σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση. Η ειλικρίνεια του, η ανθρώπινη και η πολιτική του εγκυρότητα δεν ήταν δυνατόν ν' αμφισβητηθούν κι από τον κακόπιστο αντίπαλο. Η ομορφιά μιας ωραίας προσπάθειας αποτυπώθηκε στο παράδειγμά του και το πιο σπουδαίο ήταν ο τρόπος, με τον οποίον δηλώθηκε η ωριμότητά της. Χωρίς υπερβολικούς τονισμούς, χωρίς αχώνευτες παρορμήσεις και καθόλου κραυγές.
Με διάφορες αφορμές ξαναθυμάμαι μια έκφραση του ποιητή Παστερνάκ: η κραυγή είναι πάντα ύποπτη. Τι ωραία που το είπε. Δεν έχει άραγε δίκιο;
Ύποπτη σε όλα είναι κραυγή γιατί όλο κάτι πάει να σκεπάσει. Κάπου ο άνθρωπος που κραυγάζει βιάστηκε, κάπου άργησε και τρέχει. Κάτι του λείπει και δεν το βρίσκει. Και μάλλον εκείνος ο ίδιος είναι που δεν καταλαβαίνει καλά αυτά που θέλει να πει. Αν με βλέπετε ν' αφρίζω προσπαθώντας να πείσω τους άλλους, εξομολογείται κι ο Ντοστογέφσκι, είναι γιατί δεν έχω κατορθώσει να πείσω τον εαυτό μου.
Εκείνες τις στιγμές ο Μπελογιάννης, πέρα από την αξιοθαύμαστη ανθρώπινη συμπεριφορά του, ήταν μια στιγμή ωριμότητας του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σαν να το έπαιρνε με το λουλουδάκι του και να το κινούσε μπροστά σε μια απελευθέρωση από κάποιες σκλαβιές, απελευθέρωση κυρίως από μια παραδοσιακή αιχμαλωσία ( ιδεολογική και ψυχολογική). Κι αν ήθελε κανείς, θα μπορούσε να τραβήξει τούτη τη σκέψη ακόμα πιο πέρα σε συμπεράσματα που μπορεί να μην ήταν τότε σε κανενός το μυαλό, αλλά αυτά που συνέβαιναν ήταν αρκετά να το δηλώσουν. Και μόνο η συνήθεια που αποχτάμε καμιά φορά ( όταν μαζευόμαστε και πολλοί) να μη βλέπουμε τα ολοφάνερα, εμπόδισε να το προσέξουμε και πέρασε χωρίς να κατανοηθεί, αλλά και χωρίς να γίνει αντιληπτό...

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμμή της ζωής. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια :