Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Η θάλασσα


 

 Ὁ πατέρας μου - μύρο τὸ κύμα ποὺ τὸν τύλιξε - δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμη ναυτικό.
- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπ τ’ ἄτιμο στοιχειό. Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές˙ δόξασέ την˙ ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾶς, ποὺ χαμογελᾶ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψη τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξη πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.
Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι.
Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνον αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων, τώρα κι οἱ νεώτεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νά ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:
- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. - Ἄς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριά, μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.
῾Η ἀλήθεια εἶναι, πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν’ ἀποχτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιός νὰ χτίση μεγαλύτερο καράβι˙ ποιός νὰ πρωτογίνη καπετάνιος. Καὶ ἐγώ, ποὺ ἄκουγα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τά ἔβλεπα τὸσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριὰς τὰ στειρολίθαρα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ’ ἔσπρωχνε καὶ μένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου, νὰ εἰπῆς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρὼτο μου παιχνίδι, ἥταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ’ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δύο κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου, ποὺ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι, Ἄν θέλης, ἤμουν καὶ γὼ κεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα, καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλύτερο, ἀπὸ σανίδια. Τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα καὶ τὸ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ το πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος· τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.


- Μωρὲ γειά σου καὶ σὺ θὰ μᾶς ντροπιάσης ὅλους! ῎Ελεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ’ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰ δέλφινας.

῾Εγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία, - πήγαινα στὸ σχολαρχεῖο θυμοῦμαι - τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτε δὲν εὕρισκα μέσα τους νὰ συμφωνῆ μὲ τὸν πόθο μου, ᾽Ενῶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα καὶ ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ροῦχα· οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματὰ τους˙ τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά.
Ναί˙ τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα ν’ ἁπλώνεται ἀπ’ τὸ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται στὰ οὐρανοθέμελα σὰ ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή, καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα ὀργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνη μὲ ἀφροὺς τ’ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύη τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνη στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾶ καὶ νὰ ἠχάη, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φτάση στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, νὰ σβήση τὶς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήση, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἀπάνω μου, ὅπως πειράζομε ἀλυσοδεμένα τ’ ἀγρίμια. Καὶ ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνη τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν’ ἀρμενίζη στ’ ἀνοιχτά, ὅταν ἄκουγα τὶς φωνὲς τῶν ναυτῶν, ποὺ γύριζαν τὸν ἀργάτη καὶ τὰ κατευοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἀπάνω του. Τὰ σταχτόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα σχοινιά, τὰ κοντυλογραμμένα, τὰ πόμολα, ποὺ ἄφηναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλά, μ’ ἔκραζαν νά πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές. Καὶ νυχτόημερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχη παρὰ τὸ ταξίδι. Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα, ποὺ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ’ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς˙ ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανόπαιδα στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ἀπαρηγόρητες τὶς ἀρραβωνιαστικὲς˙ ὅταν ἄκουγα νὰ διηγοῦνται οἱ ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ’ ἔπιανε, ποὺ δὲν ἤμουν καὶ γώ μέσα, πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.

Δέν κρατήθηκα περισσότερο˙ ἔλειπε ὁ πατέρας μου μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης, ὁ θεῖος μου, γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τόν παρακάλεσε καὶ ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο, μὴν ἀρρωστήσω˙ μὲ πῆρε μαζί του.

- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψης˙ τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νάχης φαΐ καὶ ὕπνο.
Τὸν φοβόμουν πάντα τὸ θεῖο. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σὲ μένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του: -Κάλλιο σκλάβος στ’ Ἀλιτζέρι παρὰ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. ῞Ο,τι παστὸ παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, ἀλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσίρι, στὴν ἀποθήκη τοῦ Καλιγέρη βρισκόταν. Καὶ ὁ λόγος του πάντα προσταγὴ καὶ βρισίδι. Μόνο ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης, ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκανε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μιὰ στὴν κουβέρτα ἔλεγα καὶ δουλειὰ ὅση θὲς.
Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκανα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. ῞Οσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας, στὸ ξύσιμο· ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν, στῶν σχοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων, στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα· τώρα στὸν ἀργάτη˙ φόρτωμα , ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; πρῶτος˙ τί μ’ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε, πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σχίζεται καὶ νὰ πισωδρομῆ ὑποταχτική μου. Τὸν ἄλλο κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα. Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἑκεῖνοι!

Τρεῖς βδομάδες ἀργότερα κατεβήκαμε στὴν Πόλη φορτωμένοι. ᾽Εκεῖ ἔλαβα τὸ πρῶτο γράμμα τῆς μάνας μου. Πρῶτο γράμμα, πρῶτο μαχαίρι στὴν καρδιά μου.
-Παιδί μου, Γιάννη μου! ἔλεγε ἡ γριά. ῞Οταν γυρίσης πάλι στὸ νησὶ μὲ τὴ βοήθεια τ’ Ἀι-Νικόλα καὶ τὴν εὐκή μου δὲ θὰ εἶσαι πιὰ καπετάνιου παιδί. Πάει ὁ πατέρας σου˙ ἡ ὄμορφη σκούνα πάει· πᾶνε οἱ δόξες μας. Τὰ ρούφηξε ὅλα ἡ μαύρη θάλασσα. Τώρα δὲν ἔχεις τίποτα παρὰ τὸ χαμόσπιτο, ἐμένα τὴν ἄφτουρη καὶ τὸ Θεό. Γειὰ στὰ χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, καὶ τίμα τὸ θεῖο σου. Ἂν σοῦ μένη κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ἀνάβω τὸ καντήλι τοῦ Ἅγιου γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα σου.
Σταύρωσα τὰ χέρια μου, κοίταξα μὲ βουρκωμένα μάτια τὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τῆς γραφῆς μοῦ φάνηκαν ἀπόφωνο στὰ λόγια τοῦ πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης, ἡ χήρα του πρόσμενε τὸ δικό μου ξεδούλειο, γιὰ νά κάμη τά κόλυβά του. Κι ἐκείνου τὸ κορμί, τὰ σιδερένια μπράτσα, ποιός ξέρει τάχα σὲ τί χάλαρα δέρνονται, ποιός γλάρος τὰ πετσοκὸβει, ποιό κύμα νὰ λευκαίνη τὰ ψιλόλιγνα κόκαλα!
- Ὁϊμέ! Ἡ θάλασσα στὸ πρῶτο μου ταξίδι πλήρωσε τὴν ἀγάπη μου.

Ἔμεινα πιὰ ἀναγκαστικὸς δουλευτὴς τοῦ καπετὰν Καλιγέρη. Δουλευτὴς γιὰ κομμάτι ψωμάκι.

Ψωμάκι, τὸ δικό μου καὶ τῆς καπετάνισσας.
Ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴ συμβουλή της οὔτε νὰ τιμήσω, οὔτε νὰ δουλέψω μπόρεσα περισσότερο τὸ θεῖο μου. Ἂν εἶναι νὰ δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δὸξα σοι ὁ Θεός, βρίσκονται κι ἄλλα καράβια.
Ἀπὸ τὸ νὰ δέχωμαι τὶς βρισιὲς τοῦ συγγενῆ μου, καλύτερα ἐνὸς ξένου. Ἀποφάσισα στὸ πρῶτο λιμάνι νὰ ξεμπαρκάρω μὲ τὸ καλό.
- Μὲ τὸ καλό; ἄσε καὶ νὰ ἰδῆς, λέει ὁ καπετὰν Καλιγέρης, ὅταν μάντεψε τὸ σκοπὸ μου.
Πάω μιὰ μέρα νὰ τοῦ ζητήσω λάδι γιὰ τὸ φαγί.
- Δὲν ἔχει, μοῦ λέγει τὸ τρώει κεῖνος ποὺ κάθεται στὸ τιμόνι. Πάω δεύτερη, τὸ ἴδιο. Πάω τρίτη· πάλι τὸ ἴδιο. Φυλάω καὶ γὼ μιὰ μέρα, ποὺ ἤμουν στὸ τιμόνι, παίρνω τὸν Ἁι-Νικόλα, τὸν δένω στὸ δοιάκι καὶ τὸ ἀφήνω μάρμαρο. Τὸ καράβι ἄρχισε νὰ γυρίζη, σὰν ἄμυαλο, στὴ θάλασσα.
- Μπρὲ Γιάννη! φωνάζει ὁ καπετάνιος. Ποιόν ἄφησες στὸ τιμόνι!
- ῎Εκεῖνον, ποὺ τρώει τὸ λάδι.
Οἱ ναῦτες σκᾶνε στὰ γέλια. Θυμώνει.
- Νὰ φύγης! μοῦ λέει˙ γρήγορα τὰ ροῦχα σου κι ἔξω.
Νὰ φύγω˙ τὸ λογαριασμό.
Μὲ παίρνει οτὴν κάμαρα κι ἀρχίζει νὰ στρώνη τὸ λογαριασμὸ κατὰ τὴν συνήθειά του.
- Τὴν τάδε μέρα συμφωνήσαμε τὴν τάδε μπῆκες μέσα˙ τὴν ἄλλη ἔφερες τὰ ροῦχα σου˙ τὴν ἄλλη φύγαμε, τὴν ἄλλη ἔπιασες δουλειά. Δὲν εἶναι ἔτσι;
Οὔτε πολλὲς οὔτε λίγες. Πέντε ἡμερῶν μισθὸ μοῦ ἔτρωγε. Πάλι καλά.
- Ἔτσι, τοῦ ἀπήντησα.
Καὶ βγῆκα μὲ δύο σφάντσικες στὴ Μεσσήνα.

- Ἄρχισε τώρα ἡ ζωὴ τοῦ ναύτη μὲ τὰ ὅλα της. Ζωὴ καὶ τήξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στὴ δουλειά, ποτὲ ὅμως καὶ στὸ σύναγμα. Τί νὰ εὕρης, τί νὰ συνάξης! Μεροδούλι, μεροφάι. ῞Ενα ζευγάρι ποδήματα, ἕνας μισθός. ῞Ενας μουσαμάς, ἄλλος μισθός. ῞Ενα γλέντι, ἄλλος. ῞Ενας μήνας ἄδουλος, ἕξι χρέος. Σύρε νὰ κάμης κομπόδεμα, γιὰ νὰ κυβερνήσης σπίτι!

Μὰ ὁ χάρος, μοῦ τόκλεισε γρήγορα· στὸ χρόνο ἀπάνω πέθανε ἡ καπετάνισσα. Ἀπὸ καράβι σὲ καράβι, ἀπὸ καπετάνιο σὲ καπετάνιο, ἀπὸ ταξίδι σὲ ταξίδι, δέκα χρόνια τὰ ἔκλεισα στὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τοῦ πατέρα μου νυχτοήμερα στ’ αὐτιά μου... Μὰ τί τ’ ὄφελος! - Ἂν εἶχα καὶ γὼ ἕνα κλῆμα στὴ στεριά, πέτρα μαύρη θὰ ἔριχνα. Μὰ ποῦ τὸ κλῆμα; Ἀπόφαση τὸ πῆρα. Ἢ τὸ κύμα θὰ μὲ φάη ἢ θὰ μὲ δώση πετσὶ καὶ κόκαλο στὸν κόσμο. Καλὰ λοιπόν, ζωὴ χαρισάμενη! Δουλειὰ καὶ γλέντι. Μὴν ἤμουν μοναχός; Ὅλος ὁ ναυτόκοσμος ἔτσι δέρνεται. Παντοῦ ἡ ἴδια ζωὴ τοῦ ναύτη. Βρισιὲς ἀπὸ τὸν καπετάνιο, ἀπὸ τὸ φορτωτὴ καταφρόνια, φοβέρες ἀπὸ τὴ θάλασσα, σπρωξίματα ἀπὸ τὴ στεριά· ὅπου καὶ νὰ γυρίσης, στὰ κόντρα βρίσκεσαι.(απόσπασμα)

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της πλώρης

Δεν υπάρχουν σχόλια :