Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

- Πού πέφτει ο Λίβανος; ρωτούσαν τον Κοσμά. Και γιατί να μαζευτούν κάτω εκεί στην Αραπιά κι όχι εδώ στα Ελεύθερα Βουνά; Τι κυβέρνηση θα είναι τώρα αυτή;


                            Οι αντιπροσωπείες που συμμετείχαν στη Σύσκεψη του Λιβάνου( 17 με 20 Μαΐου 1944)
[...]Λίγος καιρός είχε περάσει από τότε που έμαθαν ότι στα Ελεύθερα Βουνά έγινε η Π.Ε.Ε.Α. κι ότι το Μάη συνήλθε το Εθνικό Συμβούλιο. Μισό μήνα κράτησαν οι εργασίες του στο χωριό της Ευρυτανίας Κορυσχάδες , όπου συναθροίστηκαν εκλεγμένοι από χωριά και πόλεις εθνοσύμβουλοι. Ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες ψήφισαν σ' αυτές τις εκλογές - το νούμερο το άκουγαν εδώ απάνω και λογάριαζαν υπερήφανοι πόσο είχε μεγαλώσει τώρα η δύναμη της λευτεριάς και πόσο η μέρα της είχε πια σιμώσει...
Δεν ξέραν ακόμη ότι πέρα από τη θάλασσα, στην Αραπιά, άλλοι λογαριασμοί γίνονταν. 'Αλλα συμβούλια εκεί.

Αυτά τα έμαθαν μια άλλη μέρα από προκηρύξεις που έρριξαν αγγλικά αεροπλάνα: στις είκοσι του Μαΐου τελείωσε τις εργασίες του το Εθνικό Συνέδριο. Η αναγγελία του τέλους έφτανε εδώ ξαφνικά, μαζί με την αρχή - κανείς ως τότε δεν ήξερε γι' αυτό. Το Συνέδριο έγινε στο Λίβανο, όπου πήγαν αντιπρόσωποι απ' όλα τα ελληνικά κόμματα κι από τους αντάρτες. Έπειτα από πολλές συζητήσεις έγινε συμφωνία. Όπως διάβασαν στις προκηρύξεις, η συμφωνία των κομμάτων ήταν πλήρης, καταστρώθηκε εθνικό πρόγραμμα που το δέχτηκαν όλοι. Το πρόγραμμα ήταν ο Εθνικός Χάρτης και σ' αυτόν θα στηριζόταν η Πενελλήνιος Κυβέρνηση Συνασπισμού, που θα σχηματιζόταν αμέσως.
Ήταν έξοχη ημέρα, ο ήλιος άλειφε μέλι τους λόφους και αυτοί με την άδεια των γιατρών λιάζονταν ξαπλωμένοι απάνω στο χορτάρι και σε στεγνά φύλλα. Μύριζε ρετσίνι και γάλα. Οι αντάρτες είχαν πολλές απορίες:

- Πού πέφτει ο Λίβανος; ρωτούσαν τον Κοσμά. Και γιατί να μαζευτούν κάτω εκεί στην Αραπιά κι όχι εδώ στα Ελεύθερα Βουνά; Τι κυβέρνηση θα είναι τώρα αυτή;

Γινόταν φλογισμένη συζήτηση, αλλά η Κουστάντω, που είχε ακούσει μ' ενδιαφέρον να διαβάζουν τις προκηρύξεις, ζήτησε να της πουν με δυο καθαρά λόγια την ουσία: καλό θα είναι τώρα αυτό ή κακό;

- Καλό βέβαια, της απάντησαν. Το υπογράφουν κ' οι δικοί μας...
- Ε, τότε τι τα ψιλοκοσκινάτε;

Ύστερα από λίγες μέρες έπεφτε από ψηλά, από άλλο αγγλικό αεροπλάνο, η Κυβέρνηση της Ενότητας - δεκαπέντε περίπου ονόματα υπουργών.

Στον Κοσμά συνέβη κάτι όμοιο με συγκλονιστική αποκάλυψη - τα γράμματα άρχισαν να πηδούν - τη στιγμή που από τα πρώτα στον κατάλογο των υπουργών, αντίκρυ σε σπουδαιότατο υπουργείο διάβασε το όνομα του Θεόδωρου  Μαράντη. Έκλεισε τα μάτια, τα άνοιξε πάλι. Δεν είχε κάνει λάθος; Όχι - απλωμένο με την άνεσή του σαν απάνω στον υπουργικό θώκο ήταν εκεί, πλάι στ' άλλα, κι αυτό το όνομα, αμετάβλητο κι ακούνητο όπως στο παρελθόν. Ο Κοσμάς διάβασε όλο τον κατάλογο, το βλέμμα του άρχισε να συνηθίζει σιγά - σιγά, όπως το αφτί σε γνώριμο ήχο που αντήχησε κάπως απροσδόκητα. Πραγματικά, δίπλα στ' άλλα ονόματα, διαβαζόταν και τ' όνομα του Μαράντη ομαλά, πολύ φυσικά, όπως η λέξη Αλλάχ στο Κοράνιο. Ο ήχος έβγαινε ταιριαστός, γνωστός, όπως μια εθνική συνήθεια. Ο λόγος ήταν για κυβέρνηση , για υπουργεία και γινόταν κάτι πατροπαράδοτο - το νερό κελάρυζε στο αυλάκι του. Θυμήθηκε αυτή τη φράση που είχε ακούσει από τον πατέρα, ότι το νερό δεν μπορεί να πάει αλλού, θα τρέχει στο αυλάκι του, θυμήθηκε το παλιό αρχοντικό στην Αθήνα, τα σκοτεινά πρόσωπα που εμπορεύονταν λάδια, σύκα, καπνά, που προμηθεύονταν τα βαγόνια από τους Γερμανούς και μάζευαν χρυσάφι. Ήταν οι άνθρωποι του Μαράντη...

Στο αντικρυνό κρεββάτι πλάγιαζε ο νεολαίος Δυοβουνιώτης - παλιά γνωριμία του Κοσμά από το λόχο στρατηγείου στον Αστρά. Του είχαν κόψει κι αυτουνού τώρα το δεξί χέρι από τον άγκωνα. Τετραπέρατο βλαχόπουλο από κάποιο καραγκουνοχώρι της Θεσσαλίας εκφραζόταν συχνά με απορίες που παρουσίαζαν τα πράγματα από απροσδόκητες όψεις. Αγαπούσε τη συζήτηση και να λέει αστεία σοβαρολογώντας. Ο Δυοβουνιώτης διάβαζε τώρα κι αυτός την προκήρυξη με τα ονόματα των υπουργών. Κοιτούσε με πολλή περιέργεια, σα να' βλεπε ζωγραφιές - ανθρώπους με πολλά κεφάλια, γοργόνες με ουρές κι άλλα μη συνηθισμένα πράγματα.

- Τι βλέπεις εκεί; Δυοβουνιώτη;

Αυτός σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Κοσμά:

- Προσπαθώ να βρω: τι να' ναι όλοι ετούτοι;
- Υπουργοί! του είπε ο γείτονας του Κοσμά, ο Θύμιος με τα κομμένα ποδάρια.
- Α, σ' ευχαριστώ! φώναξε με ειρωνεία ο Δυοβουνιώτης. Με φώτισες κι ας μη σε λένε Φώτη. Αυτό όμως λέω εγώ τώρα; Αυτό το ξέρω. Εγώ προσπαθώ να βρω τι είναι και τους έκαναν υπουργούς, τι πρόσφεραν στον αγώνα; Εμείς ονόματα βλέπουμε εδώ, αλλά τι είναι κάτω από το κάθε όνομα το ξέρουμε; Να, κοίτα εδώ έναν πήχυ, όνομα: Γ α ρ ο υ φ α λ α κ ό π ο υ λ ο ς ! Τι να' ναι αυτός; Αποκλείεται να είναι λες κανένας μέραρχος , που τσάκισε με τους αντάρτες του τους Γερμαναράδες;
- Θαν τον ξέραμε τότε...
- Και πώς να τον ξέρουμε που θα' χε το ψευδώνυμό του κι αυτός; Εσύ θα το' ξερες πώς είναι το όνομά μου αν δε σου το' λεγα; Δυοβουνιώτης ακούς και κάτσε - γύρευε. Έτσι κι αυτός εδώ, μπορεί να είναι από κείνους που γκρέμισαν στο Γοργοπόταμο τη γέφυρα και πολέμησε με το ψευδώνυμο Αχιλλέας - πού το ξέρεις;

Μάταια προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν οι άλλοι, ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι ο Γαρουφαλακόπουλος μέραρχος ή καπετάνιος...

- Πρέπει! υποστήριζε τη γνώμη του ο Δυοβουνιώτης. Αλλιώτικα τι τζερεμές είναι και τι τον θέλουμε στην κυβέρνηση;
- Έλα τώρα, Δυοβουνιώτη, με ζάλισες, είπε ο Θύμιος. Εξήγησέ μας καλύτερα γιατί οι δικοί μας δεν είναι μέσα στην κυβέρνηση;
Ο Δυοβουνιώτης απάντησε με προσποιητή απορία:
- Τι να κάνουν, καημένε, οι δικοί μας στην κυβέρνηση; Αν ήταν κανένας κατάλογος εκτελεσμένων θα ήταν πρώτοι και καλύτεροι...

Ορισμένα τέτοια αστεία του Δυοβουνιώτη οι άλλοι τραυματίες δεν τ' αγαπούσαν. Ο Θύμιος θύμωσε πολύ.

- Αυτά, Δυοβουνιώτη....άκου δω!
- Καλά, μωρέ, δεν το ματακάνω!

Οι εαμικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πάρει μέρος στην κυβέρνηση. Στο τέλος της προκήρυξης σημειωνόταν ότι τα υπόλοιπα υπουργεία παραμέναν για την ώρα κενά. Αυτό ήταν γραμμένο με ψιλά στοιχεία όπως σημειώνεται μια λεπτομέρεια όχι και τόσο σημαντική. Δεν ήθελε όμως συζήτηση ότι εκεί ήταν σημειωμένο το μεγάλο πρόβλημα: θα έπαιρνε αυτή η κυβέρνηση την έγκριση των μαχόμενων Ελλήνων ή θα στηριζόταν μόνο στην επιθυμία και στα όπλα των Άγγλων; Οι αντάρτες είχαν αντιληφθεί τι σημασία είχε η απουσία των δικών τους από την κυβέρνηση  κ΄ήθελαν να ξέρουν τι θα γινόταν; Θα συμφωνούσε η δική τους ηγεσία;

Ρωτούσαν τον Κοσμά. Αλλά ο Κοσμάς δεν ήθελε να μοιάζει μ' έναν γνωστό του που ενώ ήξερε ελάχιστα γραμματάκια και δεν είχε αρκετή πείρα από τη ζωή, παρ' όλα αυτά όταν γινόταν πολιτική συζήτηση απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα, ακόμη και τι θα γινόταν ύστερα από τον πόλεμο το κρατίδιο του Αγίου Μαρίνου. Θυμόταν άλλωστε και αυτό που είχε πει το χειμώνα ο Λίας, ότι έπρεπε να είναι κανείς σε ψηλό μέρος, για να βλέπει τι γίνεται κάτω και γύρω. Ο Κοσμάς καταλάβαινε βέβαια καλύτερα από τα απλά αυτά παιδιά, που ήταν η συντροφιά του. Είχε παρακολουθήσει το σπουδαίο πρόβλημα πριν φτάσει στο κρίσιμο σημείο, όπου μπήκε τώρα. Είχε ακούσει να μιλάν γι' αυτό άλλοι πιο έμπειροι και υπεύθυνοι. Θυμόταν τα επιγραμματικά, όπως πάντοτε λόγια του Σταύρου:

 " Ο παλιοκομματισμός έχει χρεωκοπήσει, στέκει με το ένα πόδι στον τάφο..." 

κι αυτό που είχε απαντήσει τότε, στο παράνομο τυπογραφείο, ο Σπύρος, ότι αν τους τραβήξει κανείς από το άλλο πόδι αυτοί θα ξαναβγούν.

Να πλησίαζε λοιπόν τώρα αυτή η στιγμή της νεκρανάστασης; 
Τι θα έλεγε , τι λέει αλήθεια τώρα ο Σπύρος; ( απόσπασμα)



Μ. Αλεξανδρόπουλου , Νύχτες και αυγές. (Τα βουνά ), Θεμέλιο , Αθήνα 1964


















Δεν υπάρχουν σχόλια :