Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Αλέξανδρος Πούσκιν, Το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν

...του γιου του ένδοξου και δυνατού ήρωα Πρίγκηπα Γκβιντόν Σαλτάνοβιτς και της πεντάμορφης Τσάρεβνας - Κύκνου



Τρεις κόρες στο παράθυρο σιμά

έκλωθαν το βράδυ αργά.
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,-
λέει η πρώτη με καημό,-
σ' όλο το χριστιανικό λαό
θα' κανα τραπέζι αρχοντικό."-
" Αν τσαρίνα ήμουν γω,-
η αδελφή της, λέει, με στεναγμό, -
για όλο τον κόσμο με χαρά 
θα' φαινα εγώ τα πανικά."
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,
λέει η τρίτη με παλμό,-
τότε στον πατέρα τσάρο
θα γεννούσα ήρωα μεγάλο."

Δεν πρόλαβε ακόμα ν' αποπεί,

τρίζει η πόρτα στη στιγμή,
και μπαίνει  μες στη σάλα ο τσάρος,
της χώρας κείνης ο αφέντης ο μεγάλος.
Την ώρα όλη της κουβέντας εστεκόταν
πίσω από το φράχτη κι αφουγκραζόταν·
της τελευταίας πρώτ' απ' όλα
του αρέσανε τα λόγια.
" Πανώρια κόρη μου, της λέει, γεια σου, 
τσαρίνα γίνου, ως είν' το θέλημά σου, 
και γέννησέ μου λεβέντη με ψυχή
ο Σεπτέμβρης πριν να βγη.
Και σεις, περιστεράκια μου αδελφούλες,
βγήτ' έξω από τη σάλα ούλες,
κατοπίσω μου κι οι δυό ελάτε,
μένα και την αδερφή σας ακλουθάτε!
Υφάντρα η μια από σας ας γένει,
κι η άλλη στην κουζίνα μεγείρισσα ας μένει.

Φεύγει ο πατερούλης - τσάρος κι από πίσω όλοι

κίνησαν για το παλάτι καταπόδι.
Ο τσάρος πρώτα λίγο σκέφθη·
κι ευθύς το ίδιο κιόλας βράδυ επαντρεύθη.
Ο τσάρος ο Σαλτάν σε τραπέζι γιορτινό, σιμά
με την τσαρίνα κάθεται τη μορφονιά·
κι οι τιμημένοι οι ξένοι, σε αρχοντικό
από ελεφαντόδοντο κρεβάτι νυφικό
βάλανε ύστερα τους νιους,
και τους αφήσαν μοναχούς.
Η μαγείρισσα βράζει στην κουζίν' από θυμό,
η υφάντρα κλαίει με λυγμούς στον αργαλειό,
και φθονούνε κι οι δυό πολύ
την αρχόντισσα αδερφή.
Μα η τσαρίνα η μορφονιά
δίχως άργητα καμιά, 
απ' την πρώτη κιόλας τη βραδιά
κράτησε το λόγο της πιστά.

Πόλεμο είχε τοτεδά.

Ο τσάρος ο Σαλτάν τη γυναίκα χαιρετά,
σε άτι όμορφο καβάλα, που με βία χρεμετά,
προσταγή της δίνει όσο είν' αυτός μακριά
να φυλάγετ' αγαπώντας τον πιστά.
Καθώς όμως εκείνος μακριά
πολύ χρόνο κι άγρια πολεμά,
της γέννας ήρθε η στιγμή·
του χαρίζει γιο ο θεός σπαθί,
κι η τσαρίνα για το μωρό της λαχταρά
σαν αετίνα πάνω απ' το αετοπούλι ξαγρυπνά·
κήρυκα στέλνει με γραφτό,
χαρά να δώσει στο γονιό.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να την αφανίσουν θέλουν,
τον κήρυκα ν' αλλάξουν, παραγγέλλουν·
και στέλνουν κήρυκα άλλον με γραφτό
που' λεγε λέξη λέξη τούτα εδώ:
" Γέννησ' η τσαρίνα απόψε κατιτίς,
ούτ' αγόρι, ούτε κόρη να το πεις·
ποντικός δεν είναι, μήτε βάτραχος αυτό,
κάποιο άγνωστο, παράξενο θεριό."

Σαν εδιάβασ' ο πατέρας - τσάρος τ' άγγελμα το φοβερό,

πολύ συγχύστη κι άναψε απ' άγριο θυμό,
και να κρεμάσει θέλησε τον κήρυκα εκεί,
αλλά χαρίζοντάς του το, με όψη σοβαρή
δίνει του κήρυκα μια προσταγή γραφτή:
" Να προσμένουνε τον τσάρο να γυρίσει,
για τη νόμιμη την κρίση."

Φεύγει ο κήρυκας με τη γραφή

και φτάνει τέλος στην αυλή.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να τον ληστέψουν δίνουν προσταγή.
Τον κήρυκα, ως να μεθύσει, ποτίζουν με κρασί
και στο δισάκι τ' αδειανό
άλλο γράμμα βάζουνε πλαστό-
κι ο μεθυσμένος κήρυκας φέρνει στην αυλή
 την ίδια κιόλας μέρα την προσταγή αυτή:
" Ο τσάρος τους μπογιάρους διατάσσει,
χρόνο να μη χάνουν, μα με βιάση
την τσαρίνα ευθύς με τον καρπό
κρυφά να ρίξουν σ' άβυθο νερό."
Τι να κάνουν οι μπογιάροι, θέλοντας και μη,
κλαίγοντας τ' αρχοντοπαίδι από ψυχή
και τη νια βασιλομάνα τη φτωχή,
στο υπνοδωμάτιό της όλοι μπαίνουν με σπουδή·
δήλωσαν την τσαρική βουλή:-
γιου και μάνας τη μοίρα την πικρή·
της διαβάσαν το ουκάζιο με παλλόμενη φωνή,
και την τσαρίνα, κείνη κιόλας τη στιγμή,
σε βαρέλι με το γιο της κλείσαν,
το πισσώσαν, το κυλήσαν
και στον ωκεανό το ρίξαν το βαθύ-
όπως όριζε του Σαλτάν η προσταγή.

Στο γαλανό τον ουρανό τ' αστέρια λαμπυρίζουν,

στη θάλασσα τα κύματα μαστιγωμέν' αφρίζουν·
ένα σύγνεφο κυλάει στον ουρανό,
ένα βαρέλι πλέει μοναχό.
Μέσα του οδύρεται και κλαίει πικρά,
σαν την πονεμένη χήρα, η τσαρίνα η νια·
και μεγαλώνει το παιδί εκεί,
όχι με τις μέρες, μα με τη στιγμή.
Πέρασε μια μέρα, αναφωνεί η τσαρίνα...
Και το παιδί βιάζει το κύμα!
" Κύμα μου, ω κύμα συ, γοργό!
Λεύτερο και βουερό·
όπου κι αν θελήσεις σπάζεις,
θαλασσόβραχους σωριάζεις,
όχθες στ' άβυθα βυθίζεις
και τη γη καταποντίζεις,
τα καράβια ανεβάζεις
κι απ' τα ύψη τα γκρεμίζεις-
μη μας αφανίζεις την ψυχή.
Ρίξε μας σε μιαν ακτή!"
Και την άκουσε το κύμα στη στιγμή!
Κι άξαφνα, ω θάμα, πάνω στην ακτή
εναπόθεσε το κύμα το βαρέλι ελαφρά
και πίσω ξανακύλησε και πάλι απαλά.
Η μάνα με το γιο της πια σωσμένη,
τη γη νιώθει κι ανασαίνει.
Απ' το βαρέλι τώρα πώς θα βγουν;
Έτσι ο θεός θα τους αφήσει να χαθούν;
Ορθώνεται στα πόδια το παιδί, 
στηρίζεται στον πάτο με την κεφαλή,
μια προσπάθεια κάνει δυνατή!
" Παραθυράκι να βλέπει στην αυλή
τι λες ανοίγουμε;", λέει αυτός, και να,
υποχωρεί ο πάτος, πετάγεται μακριά.
Λεύτεροι τώρα μάνα και παιδί, 
λόφο ξανοίγουν στον κάμπο τον πλατύ,
θάλασσα γαλάζια ολόγυρα πλατιά,
μοναχή πάνω στο λόφο μια βαλανιδιά.
Ο γιος σκέφτηκε: ένα καλό δείπνο μοναχά
αυτό είναι που μας λείπει τωραδά.
Απ' τη βαλανιδιά κλαδί αμέσως σπάει
και σε γεροτανυσμένο τόξο το λυγάει, 
κόβει απ' το σταυρό του το κορδόνι το μεταξωτό
και στο δρύινο το τόξο τριπλοδένει τεντωτό·
ένα καλαμάκι λεπτό σπάζει
και σε βέλος ελαφρό το σιάζει,
και για του κάμπου ξεκινά ευθύς την άκρη,
για θήραμα να ψάξει στης θάλασσας τα μάκρη.
Μόλις στη θάλασσα σιμά φτάνει,
σάμπως βόγγο να'κουσε του φάνη...
Η θάλασσα ήρεμη δεν είναι, φανερό·
κοιτάει - και βλέπει κατιτίς κακό:
Κύκνος αγωνίζεται μες στη φουσκοθαλασσιά
και καταπάνω του ένας γύπας άγριος χυμά·
ο φτωχός ο κύκνος χτυπάει γύρω τα φτερά,
το νερό θολώνει και τινάζεται ψηλά...
Ο γύπας με νύχια ορθάνοιχτα, γαμψά,
το αιματηρό του ράμφος προβάλλει φοβερά...
Μα ένα βέλος τότε σφύριξε, και να...
Στο λαιμό του γύπα χώθηκε βαθιά·
πάνω στη θάλασσα αίμα στάζει,
ο τσάρεβιτς το τόξο κατεβάζει·
κοιτάει: ο γύπας μες στη θάλασσα βουλιάζει
κι αφήνει βογγητό που σαν πουλιού δεν μοιάζει·
ο κύκνος πλέει εκεί σιμά,
το μοχθηρό το γύπα ραμφίζει δυνατά
να ταχύνει το χαμό που αγγίζει,
τον χτυπά με το φτερό και τον βυθίζει· -
και στον τσάρεβιτς μετά
τούτα λέει στα ρωσικά:
" Τσάρεβιτς, σωτήρα μου εσύ, 
δυνατέ μου λυτρωτή,
μη λυπάσαι πως για χάρη μου χωρίς
φαγητό θα μείνεις μέρες τρεις,
μη χολοσκάς που' χασες το βέλος.
Αυτή η λύπη, θα γενεί χαρά στο τέλος.
Θα σου πληρώσω το καλό ακριβά,
περετώντας σε πιστά.
Δεν έσωσες έναν κύκνο μοναχά, 
σε μια κόρη χάρισες ζωή ξανά·
δεν εσκότωσες μονάχα έναν γύπα μοχθηρό, 
έναν μάγο τόξεψες μαζί μ' αυτόν κακό.
Αιώνια γι' αυτό θα σε θυμάμαι.
Όπου με γυρέψεις παντού θα' μαι,
αλλά γύρνα πίσω τώρα πάλι, 
και κοιμήσου δίχως έγνοια στο κεφάλι."

Πέταξε το κυκνοπούλι πέρα,
και ολάκερη τη μέρα,
την πέρασαν έτσι εκεί, 
και να κοιμηθούνε γείραν νηστικοί.-
Μα ο τσάρεβιτς τα μάτια ανοίγει, να!
Και της νύχτας διώχνοντας τα όνειρα τ' αχνά
βλέπει θαμπωμένος μπρός του ξαφνικά...
Μια μεγάλη πόλη να φαντάζει ξωτικά,
γύρω γύρω τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη τα λευκά
λάμπουν τρούλοι εκκλησιών
κι ιερών μοναστηριών.
Την τσαρίνα ο τσάρεβιτς ξυπνάει στη στιγμή.
" Τι' ναι αυτό;" - αναφωνεί αυτή·
λέει αυτός: " Μου φαίνεται:
ο κύκνος μου αστειεύεται."
Γιος και μάνα πάνε προς την πόλη.
Μόλις σίμωσαν αντίκρυ στο περβόλι,
τις καμπάνες ξεκουφαντικά ακούν
'πο παντού να αντηχούν!
Πλήθη ο λαός να τους προϋπαντήσει πάει,
του ναού η χορωδία το θεό δοξολογάει·
φανταχτερά αμάξια, σωστή πομπή,
τους υποδέχεται η αυλή·
κι όλοι τους ζητωκραυγάζουν
και πριγκιπικό καπέλλο βάζουν
στου τσάρεβιτς την κεφαλή, και με μια φωνή
αρχηγό τους τον ανακηρύσσουν στη στιγμή.-
Κι απ' την πρωτεύουσα του μέσα την τρανή, 
και με της τσαρίνας της καλής του την ευκή,
απ' την ίδια κιόλας μέρα αρχινά
ως πρίγκιπας Γκβιντόν να κυβερνά.( απόσπασμα)




Αλ. Πούσκιν, Το παραμύθι του Τσάρου Σαλτάν,μετφρ. Νίκος Σταματίου,  "Ο Κέδρος", Αθήνα 1957

"Είναι δύσκολο να βρεθεί στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ξέρει ή να μην αγαπά τα θαυμάσια έργα του μεγάλου ρώσου ποιητή Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ   Σ ε ρ γ κ έ ι ε β ι τ ς
 Π ο ύ σ κ ι ν. Ακόμα και όταν ζούσε, τον λέγανε "ήλιο της ρωσικής ποίησης". Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που χάθηκε ο ποιητής, κι η αγάπη μας γι' αυτόν μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και οι στίχοι του μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο δικοί μας, όλο και πιο ακριβοί και πιο αναγκαίοι. Και στα λόγια των σύγχρονων του Πούσκιν μπορούμε να προσθέσουμε κάτι κι εμείς και να πούμε: " Ο Πούσκιν είναι α β α σ ί λ ε υ τ ο ς ήλιος της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν είναι ο πρώτος από τους ρώσους ποιητές που μίλησε στην απλή γλώσσα του λαού. Η γλώσσα αυτή κυλάει μες στους στίχους του και στα παραμύθια του ελεύθερα και καλόηχα όπως μια λαγαρή πηγή. Ο ποιητής θαύμαζε πάντα τη ρωσική γλώσσα  για τον πλούτο της, για την εκφραστικότητα και για την ακρίβεια, την κατείχε λαμπρά, και σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να τη μελετά.
Ο Πούσκιν είχε πολλούς φίλους. Απ' τα παιδικά του όμως χρόνια ο πιο κοντινός του, ο πιο πιστός του άνθρωπος ήταν μια απλή χωριάτισσα, η νταντά του Αρίνα Ροντιόνοβνα Ματβέιεβα, " φιλενάδα των σκληρών μου ημερών" - την έλεγε ο ποιητής. Απ' αυτήν έμαθε, από τα μικρά του χρόνια, την καθαρή γλώσσα του λαού. Από το στόμα της άκουσε για πρώτη φορά τα θαυμάσια ρωσικά παραμύθια.
Στο χωριό Μιχαηλόβσκοϊε, όπου ο Πούσκιν είχε σταλεί με διαταγή του τσάρου, γνωρίστηκε από πολύ κοντά με τη ζωή του χωριού,την έμαθε, αγάπησε τα τραγούδια της, τους θρύλους και τα παραμύθια της. Πήγαινε συχνά στα πανηγύρια, ανακατεύονταν με το πλήθος των χωρικών, άνοιγε συζητήσεις με αμαξάδες, με ταξιδιώτες, και σημείωνε όλες τις πετυχεμένες λέξεις κι εκφράσεις, μάθαινε τα τραγούδια των τυφλών - τα παλιά εκείνα και φοβερά τραγούδια για την πικρή μοίρα του λαού.
Τ' ατέλειωτα χειιμωνιάτικα βράδια, μέσα στο χαμόσπιτο του Μιχαηλόβσκοϊε, η Αρίνα Ροντιόνοβνα, όπως κι όταν ήταν παιδί, διηγόταν του ποιητή παραμύθια. Έπεφτε το χιόνι, φυσούσε ο αέρας στα χωνιά της σόμπας, σιγοβούιζε τ' αδράχτι - κι ο παραμυθένιος λαϊκός κόσμος άνθιζε  γύρω από τον Πούσκιν.
Ο ποιητής γρατσουνώντας με το φτερό της χήνας, υπομονετικά σημείωνε τα παραμύθια της νταντάς. " Τι θαυμάσια είναι αυτά τα παραμύθια!" έλεγε. " Το καθένα είναι ένα ποίημα". Κάτω από την αλαφρή του και γρήγορη πέννα, μερικά από τα παραμύθια αυτά έγιναν ελεύθεροι και τραγουδιστοί στίχοι, για να σκορπιστούν σε όλη τη χώρα, σε όλο τον κόσμο, να δώσουν χαρά στους ανθρώπους, και να τους αποκαλύψουν τον ανεξάντλητο κι εκπληκτικό πλούτο της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν απαθανάτισε στα παραμύθια του τις θαυμάσιες και ζωντανές εικόνες της λαϊκής φαντασίας: το χρυσόψαρο, την τσαρέβνα - κύκνο, τον Τσερνομόρ και τους θαλασσινούς ήρωες, το χρυσό πετεινό και το γελωτοποιό - σκίουρο. Και μαζί με το λαό, ο Πούσκιν στα παραμύθια του αλύπητα περιγέλασε κι αποδοκίμασε τους ανόητους και κακούς τσάρους, τους αχόρταγους παπάδες, τους πονηρούς κι αγράμματους μπογιάρους.
Τα παραμύθια αυτά έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο αυτό*. Όποιος θα τα διαβάσει για πρώτη φορά, θα γίνει ευτυχής, και όποιος θα τα ξαναδιαβάσει, θα είναι δυό φορές ευτυχής.
Ο Πούσκιν δε μας άφησε τα υπέροχα αυτά παραμύθια μόνο, αλλά και πολλούς άλλους αρμονικούς και δυνατούς στίχους, ποιήματα, διηγήματα, νουβέλλες.
Το όνομα του Πούσκιν ποτέ δε θα ξεχαστεί! Ο ζωντανός, ο αγαπημένος, ο μεγάλος μας ο Πούσκιν θα ζει πάντα στην καρδιά μας".
                                                                  ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΠΑΟΥΣΤΟΒΣΚΙ
* Το προλογικό αυτό σημείωμα αναφέρεται στο βιβλίο - συλλογή παραμυθιών του Πούσκιν, από το οποίο μεταφράσαμε τούτο δω το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν 
( Σημείωση του εκδότη)




Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Η Γεωργία Τάτση για τη Γάμπαρη Αμβρακικού

Ήταν Γενάρης του 2014 όταν διάβασα με έκπληξη το σχόλιο της Γεωργίας Τάτση στην  ανάρτησή μου που αφορούσε την παρουσίαση του βιβλίου της Χορός στα ποτήρια. Με ευχαριστούσε για την ουσιαστική συνομιλία που είχα με το βιβλίο. Το σχόλιο αυτό έγινε η αφορμή για τη γνωριμία μου με τη Γεωργία Τάτση, όχι μόνο τη συγγραφέα, αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μάς δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και πολλές φορές να συνομιλούμε για προσωπικά και λογοτεχνικά θέματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που άνοιξε ο ορίζοντας μου σε καινούρια λογοτεχνικά  πεδία , στη γνωριμία με άγνωστους για μένα συγγραφείς ή στη με άλλη ματιά αντιμετώπισή τους μέσα από αυτές τις συνομιλίες . Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως σε αυτή τη συνομιλία είναι ότι αυτή γίνεται και γινόταν δι’ αλληλογραφίας, όπως έλεγαν παλιότερα, μόνο που αντί για  χειρόγραφες επιστολές ανταλλάσσουμε ηλεκτρονικά μηνύματα.
Έτσι όταν η Γεωργία δημοσίευσε το νέο της βιβλίο Γάμπαρη Αμβρακικού στήθηκε ένας συναρπαστικός δίαυλος επικοινωνίας μέσω του οποίου ταξίδεψα στο λογοτεχνικό της σύμπαν.
Από αυτή την ανταλλαγή μηνυμάτων  προέκυψε μια σειρά ερωτήσεων  που ζητούσαν απαντήσεις. Η Γεωργία πρόθυμα απαντούσε στις απορίες μου και με βοήθησε να μυηθώ στα «μυστικά» της γραφής της αποκαλύπτοντας μου τις πηγές της έμπνευσης της και όχι μόνο. 
Σκέφθηκα λοιπόν και με τη δική της σύμφωνη γνώμη να συγκεντρώσω τις  «κουβέντες» που ανταλλάχτηκαν και να τις παρουσιάσω βοηθώντας τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια  στην περιπλάνηση τους στον ονειρικό, μουσικό, μυρωδικό και συνάμα ευαίσθητο και σπαρακτικό κόσμο της Γάμπαρης Αμβρακικού.
Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί συνέντευξη αλλά απλά μια συνομιλία στην οποία η Γεωργία Τάτση μιλάει για το νέο της βιβλίο και καταθέτει κομμάτια της ψυχής της.
Την ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη της .



  • Πριν από χρόνια, όταν συζητήσαμε για το Χορό στα ποτήρια, είχες πει ότι  η φράση του Μπόρχες «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα» έχει στοιχειώσει τη σκέψη σου και ότι πάνω σ’ αυτή τη φράση προσπαθείς να δομήσεις την ιστορία που είχες ξεκινήσει τότε να δουλεύεις. Να λοιπόν που η ιστορία αυτή «πήρε σάρκα και οστά» και έγινε βιβλίο με τον τίτλο Γάμπαρη Αμβρακικού. Τη φράση αυτή την έχεις ως μότο . Πώς τη συνέδεσες με την ιστορία σου;   


 Γ.Τ. Δεν την συνέδεσα, ακριβώς. Βασίστηκα στη φράση αυτή  και στη μικρή ιστορία του Μπόρχες «Η πλοκή», από την οποία τη δανείστηκα. Κατά τη γνώμη μου, στην ιστορία αυτή, ο Μπόρχες δηλώνει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο,  αυτό που ξέρουμε από τον Μαρξ πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάρσα. ΄Ετσι τουλάχιστον διάβασα την ιστορία του και με αυτή την έννοια την είχα συνεχώς στο μυαλό μου όταν έχτιζα τη σχέση της Αλεξάνδρας με τη μάνα της, κυρίως την πολιτική σχέση τους. Με απασχολούν πολύ και στη λογοτεχνία και στη ζωή οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές και οι συμμετρίες που αρέσουν στη μοίρα. Προσπαθώ να καταλάβω πού αρχίζει η επανάληψη,  πού σταματάει η επανάληψη κι αρχίζει η παραλλαγή, πού σταματάει η παραλλαγή κι αρχίζει η συμμετρία. Το μότο το παίρνω υπόψιν μου στη μυθοπλασία από την αρχή, δεν είναι κάτι που το βάζω εκ των υστέρων. Γι’ αυτό σου είχα πει, στην προηγούμενη συζήτησή μας ότι αυτή η φράση στοιχειώνει τη σκέψη μου. Με απασχολούσε πολύ εκείνη την περίοδο.   

  • Η αναζήτηση του πατέρα, η μορφή της μάνας, η αρρώστια , ο θάνατος και ανάμεσα τους η Αλεξάνδρα , η κόρη με τη δική της πορεία που από τη μια κατεβαίνει στα σκοτάδια και από την άλλη ανεβαίνει στο φως. Σε αυτή την πορεία υπάρχουν αυτοβιογραφικές αναφορές ή είναι μόνο μυθοπλασία; 

            
Γ.Τ. Υπάρχουν κα τα δύο. Υπάρχουν και αυτοβιογραφικές αναφορές  και μυθοπλασία. Όμως αυτό που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα είναι αν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μετατρέπονται σε λογοτεχνία, αν μετατρέπονται σε αισθητικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως αν, κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, ο αναγνώστης προσπαθεί να αναγνωρίσει τα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην ζωή του συγγραφέα, χάνει το νόημα του βιβλίου, απομαγεύει το κείμενο -εφόσον βεβαίως, υπάρχει μαγεία στο κείμενο που διαβάζει. Ο συγγραφέας δεν γράφει για να πει την ιστορία της ζωής του, ακόμα κι αν τη λέει. Γράφει για να δημιουργήσει ένα  λογοτεχνικό σύμπαν. 

  •  Σε αυτό το ταξίδι η Αλεξάνδρα εμφανίζεται πικραλίδα – γάμπαρη – χέλι – φωτεινό σκουληκάκι σηματοδοτώντας με πυκνό συμβολισμό κάθε μια στιγμή της ζωής της. Γιατί αυτές οι μεταμορφώσεις, αυτά τα στάδια;                 


Γ.Τ.   Διότι οι άνθρωποι μεταμορφωνόμαστε, αλλάζουμε.  Έχουμε πολλούς εαυτούς που διαμορφώνονται μέσα στο χρόνο χάρη στις εμπειρίες και τις γνώσεις που αποκτάμε.  Δεν είμαστε ίδιοι πριν και μετά από μια οριακή εμπειρία. Είμαστε αυτό που γινόμαστε. Αυτή την έννοια έχουν οι μεταμορφώσεις της Αλεξάνδρας.

  • Θα έλεγα ότι επινοείς δύο τρόπους, ευρήματα, για να κινήσεις τη μνήμη και να δώσεις ώθηση στην ιστορία, να ξετυλίξεις το κουβάρι. Ο ένας είναι οι σταθμοί του μετρό και ο άλλος το ανακάλεμα αγαπημένων προσώπων.  Η ανάμνηση αγαπημένων ανθρώπων και των πράξεων τους συχνά μπορεί να οδηγήσει όλους μας σε άλλες εποχές. Με εντυπωσίασε όμως το πώς λειτούργησαν μέσα σου οι σταθμοί του μετρό , οι στάσεις , τα έργα τέχνης. Μπορείς να πεις δυό λόγια για αυτές τις επινοήσεις σου;        


Γ.Τ. Πάντα με γοητεύει το κάτω, το υπόγειο, το μη εμφανές, το μέσα στη γη, το κρυπτικό, το σκοτεινό, αυτό που  μόνο η τέχνη αποκαλύπτει. Έχοντας  στο μυαλό μου τον πατέρα της Αλεξάνδρας σαν πουλί, μια μέρα που βρέθηκα τυχαία στο σταθμό «Μέγαρο Μουσικής» του μετρό, παρατηρούσα τη σύνθεση με τα ψηφιδοποιημένα πουλιά του Παναγιώτη Φειδάκη στον τοίχο. Τα παρατηρούσα και υπό το πρίσμα της ιστορίας μου και τότε μου φάνηκε ότι τα έργα τέχνης που είναι εγκατεστημένα στους σταθμούς  είχαν τοποθετηθεί εκεί για μένα. Είχα έτοιμη τη σκηνογραφία της ενεστωτικής αφήγησης. Έπρεπε απλώς να επιλέξω ποιον σταθμό θα χρησιμοποιήσω. Την επιλογή μου καθόρισαν  το όνομα του σταθμού και το έργο τέχνης που βρίσκεται σε αυτόν. Χρησιμοποίησα εκείνους τους σταθμούς που εξυπηρετούσαν την αφήγησή μου και αυτοί  έδωσαν και τους τίτλους των κεφαλαίων. 

  • Σε αυτό το μυθιστόρημα υπάρχουν κάποιοι κοινοί τόποι, κοινά μοτίβα με το Χορό στα ποτήρια όπως είναι ο χορός, ο θάνατος, οι μυρωδιές. Έχω συγκρατήσει το άρωμα μανταρινιού στο Χορό και το άρωμα της λυγαριάς στη Γάμπαρη. Αυτά τα μοτίβα τα αναπτύσσεις διαφορετικά αλλά δείχνουν όμως ότι τα κουβαλάς μέσα σου και σου δίνουν έμπνευση για εξωτερίκευση συναισθημάτων.      


Γ.Τ.  Ναι έτσι είναι. Όλα βρίσκονται στην παιδική μας ηλικία. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πρώτο νεκρό της ζωής του; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την έκπληξη της πρώτης φοράς; Οτιδήποτε κι αν αφορά αυτή η πρώτη φορά. Μυρωδιά, γεύση, αφή. Αισθήσεις και συναισθήματα είναι δεμένα με μια συγκεκριμένη στιγμή της παιδικής μας ηλικίας. Ανακαλώντας π.χ. μια μυρωδιά ανακαλεί κανείς και τη συνθήκη της, ανακαλεί ό,τι την συνόδευε όταν την ανακάλυπτε  εκείνη την πρώτη φορά. 

  • Το νέο σου μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από μουσική, λαϊκή, βυζαντινή, μπλουζ...και αυτή γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφθούν γεγονότα είτε προσωπικά είτε ιστορικά – πολιτικά.         


Γ.Τ. Τα τραγούδια εκτός από τη δική τους ιστορία, κουβαλούν την ιστορία και την εποχή με την οποία τα έχει συνδέσει η ηρωίδα και με αυτή την  έννοια τα ενσωματώνω στη γραφή ακριβώς για να αποκαλύψουν είτε προσωπικά, είτε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα ή για να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του βιβλίου. 

  • Ο χορός εδώ λειτουργεί διττά, αέρινος για τη μάνα, γήινος για την Αλεξάνδρα. Ποιο ρόλο παίζει στην εξέλιξη της ιστορίας σου , στο κτίσιμο των ηρωίδων σου;      


Γ.Τ.  Η Αλεξάνδρα ως παιδί είναι μαγεμένη από τη μάνα της.  Η Αλεξάνδρα του σήμερα καλείται να ξαναδεί τη μάνα της και τον εαυτό της  με  το αίσθημα  του παιδιού που υπήρξε αλλά με το σημερινό βλέμμα της ώριμης γυναίκας. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το χορό. Μέσα από το χορό αποκαλύπτονται και τα στοιχεία που τις ενώνουν και τα στοιχεία που τις χωρίζουν. Ο χορός κουβαλάει το φορτίο -ιστορικό, πολιτικό, συναισθηματικό-  που είχαν μάνα και κόρη όταν χόρευαν, διαφορετικό πάντως φορτίο για την κάθε μία και μας βοηθάει να καταλάβουμε την προσωπικότητα των δυο χαρακτήρων  αλλά και την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Νομίζω πως η σκηνή του χορού είναι το κλειδί για την ανάγνωση  του βιβλίου.

  • Ο ήλιος ως επιτάφιος θρήνος και ως αναστάσιμος χορός. Κατά τη γνώμη μου από τις πιο συνταρακτικές σελίδες. 


Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ισχυρή παρουσία της μητέρας και στην ισχυρή απουσία του πατέρα,  ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι,  ανάμεσα στον ήλιο που συμβολίζει τη μητέρα με το τραγούδι «ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» και στον «ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας» που συμβολίζει τον πατέρα. Για την Αλεξάνδρα οι δύο ήλιοι, οι δύο κόσμοι, ο Πάνω και ο Κάτω είναι ενωμένοι εκ των πραγμάτων. Δεν χρειάζεται να το σκεφθεί αυτό, το νιώθει αφού η μάνα βρίσκεται στον Πάνω Κόσμο και ο πατέρας στον Κάτω. Και όταν για να συναντήσει τον πατέρα της κατεβαίνει από την επιφάνεια στα βάθη του εαυτού της διαπιστώνει πως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Υπάρχει πάντα μια πυγολαμπίδα, ένα  φωτεινό σκουληκάκι, μια ανάμνηση, ένα τραγούδι που την οδηγεί να αναδυθεί ξανά στο φως.

  • Η πολιτική δράση της Αλεξάνδρας , η συμμετοχή, η σύλληψη , η κατηγορία και η φυλάκιση της για τρομοκρατική δράση. Πώς θα αντιδρούσε η Αλεξάνδρα στη σημερινή πολιτική κατάσταση; Θα έπαιρνε ενεργή θέση, επαναστατική ή θα συμβιβαζόταν με το εφικτό; Νομίζω ότι δεν καθορίζεται ακριβώς η στάση της μέσα στο μυθιστόρημα. Αφήνεται κάπως μετέωρη η στάση της στο παρόν.     


Γ.Τ. Ναι. Επίτηδες αφήνεται μετέωρη. Ας επιλέξει ο αναγνώστης ό,τι νομίζει. Με ενδιαφέρει ο ενεργός αναγνώστης. Δεν μου αρέσει να τον καθοδηγώ. Σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες που δρούσε πολιτικά η Αλεξάνδρα. Η τεχνολογία δημιουργεί συνεχώς νέους όρους, αλλάζοντας άρδην τη ζωή μας,  τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται ήδη εδώ, η κατάσταση είναι σύνθετη και πολύπλοκη, ο πολιτικός χρόνος  πυκνός κι εμείς βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από πάρα πολλές πληροφορίες που δεν προλαβαίνουμε να  επεξεργαστούμε και να αφομοιώσουμε. Η Αλεξάνδρα αναστοχάζεται το παρελθόν της. Δύσκολα θα πήγαινε είτε από δω είτε από κει. Εξ άλλου πώς ορίζεται σήμερα το επαναστατικό; Δεν την καλύπτουν πια οι εύκολες απαντήσεις, αλλά ούτε εκείνη ούτε εγώ μπορώ να ξέρω τι θα έκανε μπροστά σε ένα απρόβλεπτο, σ’ ένα συνταραχτικό γεγονός. Υποθέτω πως δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια.    

  • Το τελετουργικό της εξόδιας ακολουθίας και το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας για το μνημόσυνο, ο επιτάφιος θρήνος, η ταφή. Τα αποσπάσματα που έχεις επιλέξει είναι βαθιά λυρικά και ανθρώπινα. Με έχει συγκινήσει ο τρόπος που τα συνδέεις με τη μορφή της μάνας.      


Γ.Τ.  Ναι, το γεγονός ότι η μάνα είναι άρρωστη, αδύναμη, κοντά στο θάνατο, μέσα στο θάνατο δίνει στην Αλεξάνδρα τη δυνατότητα να την δει στην ανθρώπινή της διάσταση, όχι στην ηρωική της διάσταση όπως την έβλεπε μέχρι τότε. Έτσι -μέσω του αγαπημένου προσώπου- αντιλαμβάνεται  βαθύτερα την ανθρώπινη συνθήκη της φθοράς, της θνητότητας και του θανάτου που  αποτυπώνονται  στην εξόδιο ακολουθία,  εξοικειώνοντάς μας με την δική μας θνητότητα.

  • Να σχολιάσουμε τον τίτλο.


Γ.Τ.  Η Γάμπαρη Αμβρακικού παραπέμπει στη γνωστή γαρίδα της περιοχής μας. Η γαρίδα απεκδύεται το κέλυφός της και μένει γυμνή δηλαδή ευάλωτη κι εκτεθειμένη,  με αποτέλεσμα πολλές φορές, να την τρώνε άλλες γαρίδες ή να τρώνε κάποιο τμήμα του σώματός της, αλλά αυτό το τμήμα αναπλάθεται. Η Αλεξάνδρα έχει κοινά χαρακτηριστικά με την γαρίδα, σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι προέκυψε ο τίτλος Γάμπαρη Αμβρακικού.

  • Ποιο  ρόλο παίζει η χρήση του β’ προσώπου στην αφήγησή σου και γιατί όχι α΄; 


Γ.Τ. Η  Αλεξάνδρα του σήμερα  λέει την ιστορία της  στον εαυτό της, που σημαίνει πως βάζει τον παλιό εαυτό της απέναντι, τον παρατηρεί και του μιλάει, τον αντιμετωπίζει ως άλλον. Έχει διάλογο μαζί του, γι’ αυτό μιλάει σε β΄ πρόσωπο. Το β΄ πρόσωπο είναι πιο εσωτερικό και πιο εξομολογητικό. Το α΄πρόσωπο δημιουργεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Επειδή όμως το θέμα μου φέρει έντονο συναισθηματικό φορτίο δεν ήθελα να το επιβαρύνω περισσότερο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ β΄πρόσωπο. Για την ιστορία της Αλεξάνδρας ως παιδί, χρησιμοποιώ το γ΄πρόσωπο γιατί η απόσταση, χρονική και συναισθηματική είναι τέτοια που της επιτρέπει να έχει την  θέαση του παντεπόπτη αφηγητή. Σε ποιο πρόσωπο θα μιλήσει ο αφηγητής θέλω να πω, επιβάλλεται από το θέμα και από τον τρόπο που  μιλάει ο χαρακτήρας. 

  • Η αφήγησή σου είναι πλούσια σε εικόνες, σε υπερρεαλιστικά στοιχεία, σε όνειρα, παραισθήσεις. Ξεφεύγεις από το πραγματικό , ρεαλιστικό και από τη μια αγγίζεις την ποίηση και από την άλλη τη ζωγραφική. Υπάρχουν επιρροές από βιβλία, μουσικές, έργα τέχνης;     


Γ.Τ. Οπωσδήποτε, αλλοίμονο!  Οι συνειδητές επιρροές μου δηλώνονται όλες στο βιβλίο. Μιλώ με λόγια άλλων εκεί που αυτά  έρχονται φυσικά στο στόμα μου κι αυτό δηλώνεται με πλάγια γράμματα. Για τις υποσυνείδητες όμως επιρροές μου δεν μπορώ να σου πω τίποτα, δεν τις ξέρω ούτε εγώ. Είμαι σίγουρη όμως πως με κάποιο τρόπο εισχωρούν στη γραφή, ερήμην μου. 

  • Τα πουλιά και τα φυτά. Κοτσύφια , ασπραγκάθια, λυγαριές . Όλα σε αρμονικό  δέσιμο που προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας και δημιουργούν μια φανταστική ατμόσφαιρα.          


Γ.Τ. Έζησα μέσα στη φύση μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια. Και όταν λέω έζησα μέσα στη φύση, εννοώ δούλεψα. Τα παιδιά δουλεύαμε μαζί με τους γονείς μας σε όλες τις αγροτικές δουλειές τότε. Σκάλισα, φύτεψα καπνό, θέρισα, αλώνισα, κουβάλησα νερό στο κεφάλι, ξύλα στην πλάτη, τάισα, φρόντισα ζώα. Κοιμήθηκα πολλές νύχτες έξω, όταν το χωράφι, στο οποίο δουλεύαμε, ήταν μακριά από το σπίτι μας.  Ξέρω τα πλάσματά της φύσης, τα δένδρα της, τα φυτά της. Παρόλο που πολλές φορές νομίζω πως τα έχω ξεχάσει, αυτά είναι εκεί και όταν τα ανακαλώ έρχονται.

  • Και τώρα που τέλειωσες με αυτή την ιστορία και το βιβλίο σου πήρε το δρόμο του, έχεις κάτι άλλο στο νου σου; Μια νέα ιστορία, ένα νέο βιβλίο;


Γ.Τ. Το μόνο που θα μπορούσα να πω με έναν τρόπο είναι: πως θέλω να προλάβω να γράψω δυο τρία βιβλία ακόμα.




Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ

Ο Charles Dickens γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812.

Το τελευταίο μυθιστόρημά του πριν πεθάνει είναι" Το μυστήριο του Έντρουιν Ντρουντ". 
" Από το μυθιστόρημα αυτό ο Ντίκενς πρόφθασε να γράψει μόνον το μισό, αφήνοντας πίσω του ένα πλήθος εικασιών για το πώς επρόκειτο να το τελειώσει, και ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό επίδοξων συνεχιστών του. Αν και πέθανε σχεδόν πάνω στο τελευταίο του χειρόγραφο, δεν βρέθηκαν καθόλου σημειώσεις για το τι θα περιλάμβαναν τα επόμενα κεφάλαια. Ξέρουμε ότι είχε υπογράψει το 1869 συμβόλαιο για ένα μυθιστόρημα σε δώδεκα μηνιαίες συνέχειες. Απ' αυτές έχουμε τις έξι.
Μετά τίποτα!
Έγιναν μερικές απόπειρες να εξαχθούν συμπεράσματα από την εικονογράφηση, που είχε παραγγείλει και επιβλέψει ο ίδιος. Μελετήθηκαν τα χειρόγραφά του. Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά - ο Ντίκενς είχε πει και επαναλάβει ότι είχε μια τόσο καταπληκτική ιδέα γι' αυτό το μυθιστόρημα, τόσο πρωτότυπη, ώστε δεν θα την ανακοίνωνε πουθενά για να μην χαλάσει την έκπληξη των αναγνωστών του.
Το παιχνίδι, λοιπόν, είναι ανοιχτό σε όλους: κάθε αναγνώστης μπορεί να εφοδιαστεί μ' ένα μολύβι και να αρχίσει να σημειώνει στο οπισθόφυλλο ένα ένα τα σημεία που του φαίνονται ενδεικτικά - τα ίχνη, σαν να λέμε, που ο συγγραφέας είχε σπείρει στη διαδρομή της αφήγησης, προκειμένου να τα ανασύρει στο τέλος και να εδραιώσει απάνω τους την εξήγηση που σκόπευε να δώσει..." ( από το προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας Αθηνάς Κακούρη στην έκδοση του μυθιστορήματος από το Βιβλιοπωλείο της "Εστίας", το 2008)

Ο Γάλλος συγγραφέας  Ζαν - Πιερ Ολ, βιβλιοπώλης στο επάγγελμα,  επιχείρησε αριστοτεχνικά  μέσω του αφηγητή Φρανσουά Ντωμάλ να φτάσει μέχρι το τέλος στο μυθιστόρημα του " Ποιος σκότωσε τον Έντουιν Ντρουντ". Εκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείο της "Εστίας" το 2008 σε μετάφραση του Θωμά Σκάσση.
Βραβευμένο μυθιστόρημα που " δεν είναι μόνο ένα ιδιαίτερα ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, είναι κυρίως ένας ύμνος στη λογοτεχνία και τις  μαγικές της ιδιότητες" .
Στο μυθιστόρημα αυτό " τα αινίγματα πολλαπλασιάζονται, οι ανατροπές παρασύρουν τον αναγνώστη από τη μια εποχή στην άλλη με φρενιτιώδη ορμή και με τη συντροφιά εκκεντρικών ηρώων...) (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Καλή ανάγνωση και καλή διασκέδαση!





Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Μια ταινία για τη Violeta Parra


Η μεγάλη Χιλιανή ερμηνεύτρια και αγωνίστρια Violeta Parra γεννήθηκε το 1917 και επέλεξε να φύγει από τη ζωή στις 5 Φεβρουαρίου του 1967.Επί πλέον ήταν συνθέτης,  λαογράφος και ζωγράφος . Ήταν μια γυναίκα ενταγμένη συνειδητά στο προοδευτικό κίνημα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής.
 Σε όσους προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την αξία της, χρησιμοποιώντας την πολιτική της δράση εκείνη απαντούσε πολύ έξυπνα «..Τρέχει στις φλέβες μου κόκκινο αίμα. Αν και σε σας, τότε είμαστε σύντροφοι».

Η ταινία Η Βιολέτα Πήγε Στον Ουρανό (Violeta Went to Heaven / Violeta se fue a los cielos) (2011) του Αντρές Γουντ είναι μια ανάμνηση, μια αφήγηση του ονείρου ενός παιδιού που παρέμεινε παιδί μέχρι το τέλος. Ακολουθεί τη αφήγηση της ζωής της Βιολέτα Πάρα όπως η ίδια την εξιστορεί σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1962, πέντε χρόνια πριν δώσει τέλος στην ζωή της. Χωρίς να γίνονται παρατεταμένες αναφορές σε πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, η ταινία προσφέρει στοιχεία και εικόνες για ακονισμένα μυαλά. Η έξυπνη σκηνοθεσία του Αντρές Γούντ που χρησιμοποιεί συνεχείς χρονικές παλινδρομήσεις, μπρος πίσω στην ζωή της ηρωίδας, δίνει την αίσθηση ενός μαγικού ρεαλισμού. Έτσι πολύ ρεαλιστικές καθημερινές στιγμές από την ζωή της συνδέονται με εικόνες και τραγούδια, με «θύμησες» και «συμβολικά όνειρα». “Η Βιολέτα πήγε στους ουρανούς” είναι ένα ταξίδι. Μια χαλασμένη παλιά κιθάρα η μόνη κληρονομιά από τον πατέρα της γίνεται το όχημα που θα την οδηγήσει μέσα από περιπλανώμενους θιάσους σε μια διεθνή καριέρα αλλά και στην καταγραφή και διάσωση της ξεχασμένης ως τότε λαϊκής παράδοσης της Χιλής. Έτσι το όνομα της γίνεται συνώνυμο του κινήματος το «νέου Χιλιανού τραγουδιού», Nueva Canción Chilena.
Η ταινία σκιαγραφεί τις προσωπικές της σχέσεις με τους ανθρώπους και τα γεγονότα που άλλαξαν και διαμόρφωσαν τη ζωή της. Ο αλκοολικός πατέρας της, η φτωχογειτονιά, οι περιορισμοί, οι έρωτες της, η σχέση με τα παιδιά της, ο θάνατος του μικρού της παιδιού, η περιοδεία στην Ευρώπη, η περιπλάνηση και η περιπέτεια, η αναζήτηση του ονείρου, οι απογοητεύσεις, η καταξίωση, η υπαρξιακή αγωνία, η δημιουργία, όλα συνέβαλλαν στο πορτραίτο της Βιολέτα Πάρα. Γι αυτό ήταν ένας άνθρωπος πολύπλευρος. Ένας άνθρωπος με ισχυρή θέληση, δημιουργικός και ταυτόχρονα πρακτικός, αθεράπευτα ρομαντικός και ταυτόχρονα σκληρός, υπέρμετρα παθιασμένος και απόλυτος αλλά και ασυμβίβαστος και ελεύθερος. Ένας άνθρωπος που σε κατακτά, όπως κατέκτησε η ίδια όλο τον κόσμο. Αυτό είναι το κράμα μιας τέτοιας προσωπικότητας που ακόμα και σε στιγμές που το όνειρο της δημιουργίας μπαίνει πάνω από τα παιδιά της, δεν σε αφήνει να μείνεις εκεί. Δεν σε αφήνει να την κρίνεις μονοδιάστατα. Είναι τόσα πολλά. Γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο της Φρανσίσκα Γκαβιλάν που την υποδύθηκε, η ερμηνεία της οποίας ήταν εξαιρετική, δεδομένου ότι η ίδια τραγούδησε και όλα τα τραγούδια της ταινίας. Αυτό είναι άλλο ένα συν της ταινίας.

Το τέλος που ίδια επέλεξε δεν ήταν υποταγή. Ήταν αντίσταση. Ήταν το τέλος μιας σχέσης. Η τελευταία συνομιλία με έναν εραστή θα μπορούσε κανείς να πει. Η Βιολέτα Πάρα αγωνίστηκε ενάντια στην φθορά και τις απώλειες που φέρνει ο θάνατος. Εμπνεύστηκε από αυτόν. Τον έζησε και τον κατέγραψε. Γι' αυτό τον επέλεξε από μια ζωή που δεν θα ήταν ικανή να προσφέρει τίποτα άλλο πια. Από μια ζωή που θα την ανάγκαζε να είναι κάτι άλλο. Άλλωστε πλέον η Βιολέτα Πάρα δεν είναι ένας άνθρωπος, γίνεται ένα σύμβολο. Γίνεται η τέχνη που πρέπει να παραμείνει ασυμβίβαστη και ελεύθερη για να είναι αυθεντική και δημιουργική. Αλλά σε δικτατορίες στρατιωτικές ή ακόμα και άλλων μορφών, η τέχνη δεν επιβιώνει. Οδηγείται στην αυτοκτονία.

Η ταινία  κέρδισε τα ακόλουθα βραβεία :
Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής – Sundance IFF 2012
Βραβείο Mayahuel, Βραβείο FIPRESCI – Guadalajara Mexican FF 2012 και ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Χιλής για το καλύτερο ξένο φίλμ στα Όσκαρ του 2012.



Οι πληροφορίες  από τη σελίδα jazz blues rock

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Το παραμύθι της σκάλας


Πάουλ ΚλέεΤο Μάτι, 1938

Αφιερώνεται σ' όλους εκείνους που θα πουν: "Αυτό δεν αφορά εμένα".
Χρίστο Σμυρνέσκυ

- Ποιος είσαι συ; ρώτησε ο διάβολος.
- Είμαι πληβείος απ' τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι αδέρφια μου είναι. Τι άσκημη που είναι η γη, πόσο βασανισμένοι οι άνθρωποι!
Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες. Στεκότανε με το κορμί στητό μπροστά σε μια σκάλα. Μια σκάλα μεγάλη από κάτασπρο μάρμαρο με ρόδινες φλέβες. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μακριά, εκεί όπου σαν τα θολά κύματα ενός φουσκωμένου ποταμιού βογγούσαν τα γκρίζα πλήθη της δυστυχίας. Ταράζονταν, κόχλαζαν ξαφνικά, ένα δάσος από μαύρα ξεραμένα χέρια υψώνονταν στον ουρανό, ένας κεραυνός από αγανάχτηση κι' οργισμένες κραυγές ξέσκιζε τον αγέρα κ' έπειτα ο αντίλαλος όλων αυτών έσβυνε αργά - αργά και πένθιμα σε μακρινό κανονίδι. Τα πλήθη μεγάλωναν, ζύγωναν μέσα σε σύννεφα κίτρινης σκόνης. Και πάνω σ' αυτό το φόντο με τη σταχτιά ομοιομορφία άρχισαν να ξεχωρίζουν όλο και πιο καθαρά κορμιά. Να, προχωρούσε μπροστά ένας γέρος σκυφτός ως τη γη σαν να γύρευε τη χαμένη νειότη του...Απ' το κουρελιασμένο ρούχο του κρατιώταν ένα ξυπόλητο κοριτσάκι, που κοίταζε τη μεγάλη σκάλα με τα αθώα γαλάζια μάτια του. Την κοίταζε και χαμογελούσε. Πίσω τους έρχονταν κουρελοντυμένα πλήθη, σκυθρωπά κι' αχαμνά, πετσί και κόκκαλο. Τραγουδούσαν όλοι μαζί ένα αργό μοιριολόι. Κάποιος σφύριζε και το σφύριγμά του έμοιαζε σαν στρίγγλισμα. Ένας άλλος είχε τα χέρια χωμένα στις τσέπες, γέλασε δυνατά με τη βραχνή φωνή του κ' η λάμψη της τρέλλας άστραφτε μες στα μάτια του.
- Είμαι πληβείος απ' τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι είναι αδέρφια μου! Η γης είναι άσκημη κ' οι άνθρωποι βασανισμένοι. Έ, σει εκεί πάνω!...
Έτσι μιλούσε ένας νέος με φλογισμένο μέτωπο και με τις γροθιές σφιγμένες απειλητικά.
- Τους μισείς εκείνους εκεί πάνω; ρώτησε ο διάβολος κ' έσκυψε ύπουλα κατά το μέρος του νέου.
- Εκείνοι οι βασιλιάδες και ηγεμόνες θα μάθουν τι θα πει δικιά μου εκδίκηση! Θα πάρω ανελέητο γδικιωμό για τ' αδέρφια μου. Για τ' αδέρφια μου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ' τις χιονοθύελλες του Δεκέμβρη. Κοίτα τη γυμνή σάρκα τους που ματώνει. Άκου τα βογγητά τους. Θα πάρω γδικιωμό γι αυτούς! Άσε με να περάσω.
Ο διάβολος χαμογέλασε.
- Εγώ είμαι εδώ για να φυλάω αυτούς κει πάνω και δεν θα τους προδώσω δίχως ανταλλάγματα.
- Δεν έχω χρυσάφι. Δεν έχω τίποτα που να μπορεί να σε πλανέψει...Είμαι ένα θεόφτωχο παιδί...Πρόθυμα όμως θα θυσίαζα το κεφάλι μου!
Ο διάβολος χαμογέλασε πάλι.
- Δε σου γυρεύω πολλά. Δεν έχεις παρά να μου δώσεις την ακοή σου.
- Την ακοή μου; Με μεγάλη μου χαρά...Ας μην ακούω πια. Ας...
- Δε θα πάψεις ν' ακούς, τον καθησύχασε ο διάβολος και παραμέρισε απ' το δρόμο του. " Ορίστε, πήγαινε!"
Ο νέος ρίχτηκε κατά μπρος κι ανέβηκε μονομιάς τρία σκαλοπάτια. Αλλά τον έπιασε πάλι το μαλλιαρό χέρι του διαβόλου.
- Στάσου! Ακούς τώρα το βόγκο των αδερφιών σου κάτω;
Ο νέος σταμάτησε και στύλωσε τ' αυτί.
- Περίεργο πράμα! Πώς γίνεται κι άρχισαν ξαφνικά να τραγουδάν εύθυμα τραγούδια; Και τι σημαίνει αυτό το ξέγνοιαστο γέλιο;...
Ρίχτηκε πάλι κατά μπρος αλλά ο διάβολος τον συγκράτησε.
- Για ν' ανέβεις άλλα τρία σκαλιά πρέπει να μου δώσεις την όρασή σου.
Ο νέος έκανε μιαν απελπισμένη χειρονομία.
- Μα τότε δεν θα μπορώ να βλέπω ούτε τ' αδέρφια μου, ούτε εκείνους που πηγαίνω να εκδικηθώ!
- Δεν θα πάψεις να βλέπεις. Θα σου δώσω μια καλύτερη όραση. Έτσι ο νέος ανέβηκε άλλα τρία σκαλιά και κοίταξε χαμηλά. Ο διάβολος του λέει:
- Κοίτα πώς ματώνουν οι γυμνές σάρκες τους.
- Κύριε ελέησον! Τι παράξενο πράμα! Πώς μπόρεσαν τόσο γρήγορα να ντυθούν έτσι καλά; Οι σάρκες τους δεν ματώνουν. Είναι σκεπασμένες με κατακόκκινα τριαντάφυλλα!...
Για κάθε τρία σκαλιά που ανέβαινε ο νέος, ο διάβολος έπαιρνε τη μικρή ξαγορά του. Κι ο νέος προχωρούσε διαρκώς. Ήταν έτοιμος να τα δώσει όλα αρκεί να έφτανε εκεί πάνω για να μπορέσει να εκδικηθεί τους απαίσιους βασιλιάδες και ηγεμόνες.
- Είμαι πληβείος από τη γέννα μου κι όλοι οι δυστυχισμένοι...
- Νεαρέ μου, σου μένει τώρα ένα μονάχα σκαλοπάτι. Μόνο ένα σκαλοπάτι ακόμα και θα μπορέσεις να εκδικηθείς. Αλλά γι αυτό το σκαλοπάτι παίρνω πάντα τα διπλά. Δώσε μου την καρδιά σου και τη μνήμη σου!
Ο νέος άνοιξε τα χέρια του απελπισμένος.
- Την καρδιά μου! Όχι, είναι πολύ άσπλαχνο.
- Δεν είμαι τόσο άσπλαχνος. Θα σου δώσω σ' αντάλλαγμα μια καρδιά χρυσή και μια καινούργια μνήμη. Αν αρνηθείς, δε θα μπορέσεις ποτέ να διαβείς αυτό το σκαλοπάτι και δεν θα μπορέσεις ποτέ να πάρεις γδικιωμό για τα αδέρφια σου. Τ' αδέρφια σου που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της άμμου και που το παράπονό τους είναι πιο κακοσήμαδο απ' τις χιονοθύελλες του Δεκέμβρη.
Ο νέος κοίταξε τα πράσινα μάτια του διαβόλου που ήταν γεμάτα ειρωνία.
- Μα θα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος. Εσύ μου παίρνεις ό,τι ανθρώπινο έχω!
- Το αντίθετο. Θα είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος απ' όλους τους ανθρώπους. Λοιπόν, είσαι σύμφωνος; Μονάχα την καρδιά σου και τη μνήμη σου...
Το πρόσωπο του νέου σκοτείνιασε. Έγινε σκεφτικό και σταγόνες ιδρώτα έλαμψαν πάνω στο συνοφρυωμένο μέτωπό του. Έσφιξε οργισμένα τις γροθιές του κι άφησε να βγει η φωνή μέσα απ' τα σφιγμένα δόντια του:
- Ας είναι! Πάρτες!
Και με τα μαλλιά του ν' ανεμίζουν στον αγέρα, μανιασμένος σαν καλοκαιριάτικη καταιγίδα, διάβηκε το τελευταίο σκαλί. Είχε φτάσει πια στην κορφή. Ξάφνου, το πρόσωπό του ξαστέρωσε. Μια μαλακή και γλυκειά λάμψη φώτισε τα μάτια του. Οι γροθιές του ξεσφίχτηκαν. Έριριξε μια ματιά στους ηγεμόνες που γλεντοκοπούσαν κ' έπειτα κοίταξε κάτω, όπου το σκυθρωπό και κουρελοντυμένο πλήθος ούρλιαζε και καταριόταν. Όμως μήτε ένας μυς δεν σάλεψε κάτω απ' το δέρμα του. Το πρόσωπό του έμεινε γαλήνιο, χαρούμενο, ικανοποιημένο. Έβλεπε κάτω τα πλήθη να είναι ντυμένα με πλούσια φορέματα και τα βογκητά τους είχαν μεταβληθεί σ' εύθυμα τραγούδια.
- Ποιος είσσι συ; τον ρώτησε η βραχνή και δολερή φωνή του διαβόλου.
- Είμαι ηγεμόνας απ' τη γέννα μου κι αδέρφια μου  είναι οι Θεοί. Τι όμορφη που είναι η γη και πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι!
                του   Χρίστο Σμυρνένσκυ και σε μετάφραση του Κώστα Κουλουφάκου
Δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης , Νοέμβρης - Δεκέμβρης 1957, τεύχος 35-36

Ο Χρίστο Σμυρνένσκυ ήταν Βούλγαρος ποιητής, από τους κύριους εκφραστές της βουλγαρικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα. 


Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Μνήμη Χριστόδουλου Χάλαρη

Στις 30 Ιανουαρίου συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ημέρα που "έφυγε" ο σεμνός και πολύ σπουδαίος συνθέτης Χριστόδουλος Χάλαρης.
Μεγάλωσε σε κρητική οικογένεια παραδοσιακών μουσικών και πρώτη και παντοτινή αγάπη του ήταν η βυζαντινή μουσική. Αλλά ήταν ένας από τους πρώτους συνθέτες της χώρας μας που σπούδασε μαθηματικά -αλλά και μουσική- στο Παρίσι.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα επένδυσε και τις επιστημονικές γνώσεις του στη δημιουργία της βασισμένης στη δημοτική και, πολύ περισσότερο, στη βυζαντινή παράδοση δικής του μουσικής, της οποίας αποκορύφωμα κατά γενική ομολογία θεωρείται ο εμβληματικός δίσκος «Δροσουλίτες».
Παράλληλα όμως με τη δημιουργία του ο Χριστόδουλος Χάλαρης υπήρξε επί δεκαετίες και ένας σπουδαίος ερευνητής της βυζαντινής μουσικής με σπουδαίο έργο του το τρίτομο σύγγραμμα «Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής μουσικής.
Ο σπουδαίος συνθέτης και μουσικός ερευνητής έχει αφήσει έντονο το μουσικό του στίγμα κατά τη δεκαετία του '70 με μια αξιόλογη σειρά ιδιότυπων κύκλων τραγουδιών ("Τροπικός της Παρθένου", "Ακολουθία", "Δροσουλίτες", "Ερωτόκριτος" κ.ά.).
Σποραδικά καταπιάστηκε και με τη μουσική για εικόνα, γράφοντας κάμποσα soundtrack για κινηματογραφικές ταινίες ή ντοκιμαντέρ. Η πρώτη μεγάλη στιγμή του στον τομέα αυτό ήρθε το 1980 με τη μουσική που έγραψε για την ταινία «Μεγαλέξαντρος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Το 1986  συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη για το κοινωνικό δράμα «Η φωτογραφία». Η ταινία εκτυλίσσεται μεταξύ Καστοριάς και Παρισιού, όπου η φωτογραφία μιας τραγουδίστριας διαδραματίζει τον καίριο ρόλο στη ζωή και το τραγικό τέλος του κεντρικού ήρωα. Στην ταινία εμφανίζονται οι ηθοποιοί, όπως οι: Χρήστος Τσάγκας, Άρης Ρέτσος, Στρατής Παχής, Γιάννης Τότσικας και Χρήστος Βαλαβανίδης. 
Οι πληροφορίες από το ogdoo

Μερικά από τα πιο σπουδαία έργα του με τα οποία ο Χριστόδουλος Χάλαρης έδωσε νέα ώθηση στο ελληνικό τραγούδι. Η ανεπανάληπτη μουσική του έδεσε με τους συγκλονιστικούς στίχους του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Νίκου Γκάτσου και του Γιάννη Κακουλίδη και απογειώθηκε με τις μοναδικές ερμηνείες του Νίκου Ξυλούρη, της Τάνιας Τσανακλίδου, της Δήμητρας Γαλάνη και του σπαρακτικού Χρύσανθου.






Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν...

Βίνσεντ βαν Γκογκ, «Άνθη Αμυγδαλιάς», 1890

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

                                                 Γιώργος Σεφέρης
Καλό μήνα!