Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται...

 

Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται·
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

Τάσος Κόρφης, Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1983

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Η ΔΩΔΩΝΗ. Ο λαός και το κλασσικό θέατρο

Η ΔΩΔΩΝΗ

Ο λαός και το κλασσικό θέατρο

Ένιωσα πολλή ευτυχία την περασμένη Κυριακή, που βρέθηκα στη Δωδώνη. Και μολονότι καταγράφω στη στήλη τούτη τις εντυπώσεις μου κάπως πάρωρα, δεν έχω τη γνώμη, πώς μπορώ ν’ απιστήσω σε μια εσωτερική προσταγή, που αναφέρεται στα ιερώτατα και του τόπου τούτου και του ανθρώπου. Είμαστε, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας, δύσκολος λαός και μεμψίμοιρος. Αγαπούμε με πάθος την επίκριση και προσπαθούμε να βρούμε παντού αφορμές δυσαρέσκειας. Ακόμη κι’ εκεί όπου δεν υπάρχουν. Φειδωλευόμαστε το εγκώμιο, γιατί δεν επιθυμούμε ν’ αφήσουμε να μας υποσκελίση το αντικείμενο του εγκωμίου. Κάθε μορφή προκοπής τη θεωρούμε προσωπική μείωση. Είναι και ο πνευματικός «σνομπισμός» ένας τρόπος, που επιτρέπει σε πολλούς να υπάρχουν. Αν έλειπε, η κούφια τους ύπαρξη θα ήταν ακατόρθωτη και αδιανόητη.
Η Δωδώνη αφοπλίζει. Καμμιά επιφύλαξη, καμμιά κακοπιστία δεν μπορεί να της αντισταθή. Είναι ένας θεσμός, καθώς οι παραστάσεις της Επιδαύρου, που κάθε χρονιά φανερώνει πληρέστερα τη δύναμη της ακτινοβολίας του. Δεν θα επιχειρήσω παρά μόνο μια σύγκριση. Η γοητεία της Επιδαύρου, μιλώ αυτή τη στιγμή για το τοπίο και για την ιστορική παράδοση, είναι ολωσδιόλου διαφορετικής υφής από τη γοητεία της Δωδώνης. Εκεί η πλάση διατηρεί αμόλευτο το κλασσικό πρόσωπο της. Είναι η Ελλάδα της προϊστορικής μνήμης και της κλασσικής αρμονίας. Η ελιά, το πεύκο, το κυπαρίσσι, το όραμα του γαλάζιου πελάγους στο βάθος υποβαστάζουν τη συνείδηση του μέτρου. Η Επίδαυρος αναπτύσσεται στο διάστημα σαν ένα χορικό τραγωδίας: έχει ευμέλεια, συμμετρία, ευγένεια, είναι μια αποκορύφωση του κάλλους της χρυσής εποχής. Η Δωδώνη ξεκινάει από το σκοτεινό κόσμο της πρώτης ρίζας. Το τοπίο είναι αυστηρό, αγέρωχο, επιβλητικό, η αρμονία του δεν είναι αρμονία γραμμής, είναι αρμονία όγκου.
Θυμούμαι την πρώτη στιγμή, που την αντίκρυσα, εδώ και χρόνια πολλά. Ήταν η μέρα φθινοπωρινή, ο τραχύς Τόμαρος, ο Ολύτσικας, σκεπασμένος με σταχτιά καταχνιά, ωρθωνόταν εύρωστος, με τους αρμούς του ασύντρφτα σφυρηλατημένους, με τη ραχοκοκκαλιά του χοντρή και βαρειά, σαν πανάρχαια δύναμη και ηγεμονική. Στα πόδια του και στις πλαγιές του, σε μια γύμνια κοσμογονική, που την εσκέπαζαν κάποτε σκληροτράχηλες βαλανιδιές, έζησαν σα να φύτρωσαν από τις ραγισματιές των βράχων του οι πρώτοι Έλληνες, οι Σελλοί, οι ωγύγειοι πρόγονοι, που δεν είχαν νερό να πλυθούν, οι «ανιπτόποδες», που πλάγιαζαν χάμου, στην άξεστη πέτρα, και στο σγουρό χώμα, οι «χαμαιεύναι», οι πενέστατοι, «βαλανηφάγους» τους έχει ονομάσει η Ποίηση, που κληροδότησαν σαν αρετή και κατάρα στους απογόνους την ολιγάρκεια. Κυβερνήτης του τόπου ο πρωτόγονος Δίας, ο Δωδωναίος, ο Πελασγικός και η μυστική θεότητα , η Διώνη. Και χρησμοδότισσες οι Πέλειες, που ήρθαν από την καυτερή Λιβύη. Όταν οι βοριάδες σειούσαν τα φύλλα της ιερής φηγού και τα κρόταλα γέμιζαν την ορεινή κοιλάδα με τον απόκοσμό τους αντίλαλο, ο απλοϊκός λαός πρόσμενε κατανυχτικά ν’ ακούση τα προστάγματα των θεών και να μάθη την πορεία του πεπρωμένου του. Οι βουνίσιοι, που έπαιρναν τις γιδόστρατες από χώρες γειτονικές και μακρυνότερες, οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες και οι Αθαμάνες και οι άλλοι όλοι, έβρισκαν στη Δωδώνη αντιστύλι για μια ζωή τραχύτατη κ’ ένιωθαν, για μια στιγμή, την κακοπαθημένη τους ύπαρξη να συνομιλή με τους θεούς. Η Δωδώνη δεν είναι χορικό τραγωδίας. Είναι χρησμός. Είναι η ουσία της τραγωδίας, ο άνθρωπος και η μοίρα του.
Αναφέρομαι και πάλι στο πρώτο μου αντίκρυσμα, για να πω, πόσο συγκλονιστική υπήρξε για μένα εκείνη η βίαιη κάθοδος στις πρώτες ρίζες, η αποκαλυπτική συνείδηση της καταγωγής. Πόσο κακός, εξ άλλου, ήταν ο δρόμος , που ωδηγούσε στη μυστική εκείνη Ελλάδα, πόση μοναξιά περίζωνε τον ερειπιώνα, που αξιόλογοι αρχαιολόγοι ανέβαζαν σιγά σιγά, με το πάθος της καρδιάς  και της σοφίας, στο φως. Και να υπογραμμίσω τη θαυμαστή αλλαγή. Μέσα στην τραχιά και υπεράνθρωπη , όχι απάνθρωπη, ερημιά όχι μονάχα το μέγιστο θέατρο ξαναβρήκε κατά πολύ την πρώτη μορφή του, αλλά και ο γύρω χώρος έγινε προσιτός και χρησιμοποιήσιμος έτσι, που, με την πρώτη ματιά, να θυμίζη την άνεση, την προβλεπτικότητα, τον « πολιτισμό» με μια λεξη της Επιδαύρου. Όπως η Επίδαυρος, έτσι και η Δωδώνη άρχισε με το Ροντήρη. Εφέτος ήταν η Πέμπτη χρονιά της. Όχι, φυσικά, πολλές παραστάσεις. Μονάχα δύο. Ένα Σάββατο και μια Κυριακή του Αυγούστου. Δέκα πέντε χιλιάδες θεατές το Σάββατο, με τον « Ίωνα». Είκοσι χιλιάδες την Κυριακή, με την « Άλκηστη».
Χρέος τιμής μου επιβάλλει ν’ απευθύνω το θερμότερο έπαινο προς την « Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών», που πήρε επάνω της την ευθύνη της προετοιμασίας, με τη βοήθεια του « Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» και ολωσδιόλου ιδιαίτερα προς τον πρόεδρό της , τον Κώστα Φρόντζο. Πολλά πρόσωπα κ’ εμόχθησαν και μοχθούν για την ολοένα καλύτερη οργάνωση των εκδηλώσεων της Δωδώνης. Αλλά για τον Κώστα Φρόντζο, άνθρωπο με ακατάβλητη δραστηριότητα, με ανέσπερο ενθουσιασμό, με αράγιστη πίστη και με επινοητικότητα ικανή να διασκελίση εμπόδια και εναντιώσεις, η υπόθεση της Δωδώνης είναι όρος ζωής. Νομίζω, πως η δικαιοσύνη επιβάλλει να τον πούμε και τούτον «Δωδωναίο», καθώς είπαμε κάποτε και το Σωτήρη το Δάκαρη, τον αρχαιολόγο. Φρόντζος ο Δωδωναίος. Μέσα στην ψυχή του βρίσκεται ολόκληρη η ψυχή της Ηπείρου. Εμπνευστής και πραγματοποιός, απλώνει και πέρ’ από τη Δωδώνη τη δράση του. Η προκοπή της « Εταιρίας Ηπειρωτικών Μελετών», η δημιουργία του « Άλσους των ποιητών», η ίδρυση του λαμπρού υπαίθριου θεάτρου και του τουριστικού περίπτερου στα Γιάννενα είναι καρποί της ακάματης πρωτοβουλίας του. Όταν τον άκουγα να μιλή, πριν από την « Άλκηστη», στο ακροατήριο, ορθός, καταμεσίς της ορχήστρας του θεάτρου, με μια ευγλωττία που γινόταν λυρικό παραλήρημα, όταν τον έβλεπα, λίγο αργότερα, ανάμεσα στο πλήθος, να διαδηλώνη με ασυγκράτητη διάχυση την ευδαιμονία του, εστοχαζόμουν, πως ο άνθρωπος αυτός, με το έντονο τοπικιστικό πνεύμα, θ’ αποτελούσε ευτύχημα για κάθε τόπο.
Αλλ’ εκείνο, που έχει να προσέξει κανείς στις παραστάσεις της Δωδώνης, δεν είναι μόνο η περίπτωση Φρόντζου. Ή η συγκινητική συμμετοχή, την κάθε χρονιά, του « Οργανισμού του Εθνικού Θεάτρου» με ολόκληρο τον εξοπλισμό του σε έμψυχο υλικό και σε βοηθητικά μέσα, αλλά και η ομόθυμη συμμετοχή του ηπειρωτικού λαού, που νιώθει, σύρριζα στην ψυχή του, τη Δωδώνη δική του και που ανεμπόδιστα αφομοιώνεται με το θέαμα, ξαναβρίσκοντας στη μοίρα της τραγωδίας τη μοίρα του.
Ξεκίνησα Κυριακή πρωΐ από την Κέρκυρα. Και, καθώς περνούσα τους δρόμους της Θεσπρωτίας και της άλλης Ηπείρου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την οπισθοφυλακή του λαού, που συντροφιές συντροφιές κατηφόριζε από τις μακρυνές μοναξιές της, για να γεμίση ασφυχτικά το αρχαίο θέατρο. Δεν ήταν το ποικίλο πλήθος της Επιδαύρου, όπου ο εγχώριος πληθυσμός αποτελεί περιωρισμένο ποσοστό. Δεν έλειπαν, φυσικά, οι ξένοι. Οι αρμόδιοι τους λογάριασαν, με κάποια ίσως υπερβολή, σε τρεις χιλιάδες. Δεν έλειπαν και οι Αθηναίοι ή οι Κερκυραίοι ή οι άλλοι Έλληνες. Ας τους λογαριάσουμε, με κάποια επίσης υπερβολή, σε χίλιους. Ας προσθέσουμε κι άλλους χίλιους αστούς Γιαννιώτες. Απομένουν δέκα πέντε χιλιάδες. Αυτές οι δέκα πέντε χιλιάδες , ήταν ατόφιος λαός. Γιδοβοσκοί, ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι της καθημερινής χαμοζωής, της αφώτιστης, της πολύμοχθης. Πολλοί ανάμεσά τους δεν είχαν ίσως παρακολουθήσει, πριν από τη Δωδώνη, θεατρική παράσταση. Απαίδευτοι, σ’ ένα τόπο καθώς η Ήπειρος, που πρόσφερε τόσες προσωπικότητες λαμπρής παιδείας στο έθνος, αγνοούσαν και τη μορφή και το νόημα του κλασσικού θεάτρου. Και να που μέσα σε λίγα χρόνια έμαθαν να καρτερούν τις παραστάσεις της Δωδώνης σαν ένα λαϊκό πανηγύρι, όπου η συμμετοχή τους δεν αποτελεί απλή πράξη αναψυχής, αλλά πραγματική μέθεξη, ολόψυχη και ολόκαρδη. Αυτό είναι το θαυμαστό κατόρθωμα της Δωδώνης. Ξανάφερε το « κοινόν των Ηπειρωτών» στις αρχέγονες ρίζες του. Ξανάφερε και την τραγωδία στην αρχέγονη καταβολή της. Γιατί μέσ’ από τα σπλάχνα του λαού ξεκίνησε και η τραγωδία και μια λαϊκή τελετουργία, υποταγμένη σε πανάρχαια εθιμοταξία, υπήρξε ο διθύραμβος, ο πατέρας του θεάτρου. Το «κοινόν των Ηπειρωτών», στοιβαγμένο στις κερκίδες της Δωδώνης, με την ψυχή ανοιχτή, παραδινόταν στο θέαμα και το άκουσμα και ξεσπούσε σε καίρια  σημεία σε θριαμβευτικές ιαχές. Αυτό, το ξέσπασμα εννοώ, μολονότι σύντομο και διακριτικό, μια θερμή επιδοκιμασία, όχι αφορμή πατάγου, οι αρμόδιοι προσπάθησαν να το αποτρέψουν με αυστηρές προειδοποιήσεις. Αλλά γιατί να το αποτρέψουν; Γιατί να φυλακίσουν τη λαϊκή ψυχή μέσα σε μια σιωπηλή ευπρέπεια, που δεν είχε τόπο.
Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
 
Δημοσιευμένο στις 23 Αυγούστου 1964. Από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου


Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

«Είμαστε αστρόσκονη και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα…»

 Το κείμενο - βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα την 1η Απριλίου 2018. Αναδημοσιεύεται στη μνήμη του Διονύση Σιμόπουλου , ο οποίος  από τις 7 Αυγούστου 2022  ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα .


Τι όμορφες που είναι οι έναστρες βραδιές!
Πόσες φορές κοιτάζοντας ψηλά τον σπαρμένο με άστρα ουρανό δεν ψάξαμε να εντοπίσουμε τους αστερισμούς, να δούμε τη γαλατένια  λωρίδα που απλώνεται κατά μήκος του ουρανού, τον Γαλαξία, δεν αισθανθήκαμε δέος με το μεγαλείο του και δεν αναρωτηθήκαμε για το Σύμπαν και τη θέση μας σ’ αυτό; Και πόσες φορές δεν νιώσαμε τη γαλήνη και τη μαγεία που εκπέμπει το αστρικό φως φέρνοντας στο νου τους στίχους του ποιητή «Nύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια…».
Τρισεκατομμύρια των τρισεκατομμυρίων τα άστρα που βρίσκονται στο Σύμπαν, στο Γαλαξία μας και στους άλλους Γαλαξίες γειτονικούς και πιο μακρινούς.
Κάποτε ίσως στα παιδικά χρόνια να ονειρευτήκαμε και ένα ταξίδι στα άστρα. Τότε που πιστεύαμε ότι αρκεί να ανέβουμε στην κορυφή ενός βουνού για να μπορέσουμε να τα αγγίξουμε. Ιδέα βέβαια δεν είχαμε από αστροφυσική και αστρονομία και ούτε βέβαια αποκτήσαμε στο σχολείο.
Χρόνια μετά εκλαϊκευμένα βιβλία αυτών των επιστημών κατόρθωσαν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε περίπλοκους όρους και θεωρίες για το Σύμπαν, τα άστρα, τους πλανήτες και ό,τι αναφερόταν σε αυτά.  Βοήθησαν πολύ και οι φωτογραφίες από τα τεράστια τηλεσκόπια που κατορθώνουν να διεισδύουν στις εσχατιές του Σύμπαντος και να διαπερνούν τους Γαλαξίες.
Είναι χάρισμα και μεγάλο ταλέντο να κατορθώνει ένας επιστήμονας όχι απλά να εξηγεί, να μεταδίδει γνώση, αλλά να μαγεύει με το γράψιμό του παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα αστρικό ταξίδι μέσα στο Σύμπαν βοηθώντας τον να το κατανοήσει και να τοποθετήσει τον εαυτό του και γενικά τον άνθρωπο  μέσα σε αυτό.
Ένας τέτοιος επιστήμονας είναι ο Διονύσης Σιμόπουλος, αστροφυσικός και για χρόνια διευθυντής στο Ευγενίδειο Πλανητάριο (επίτιμος τώρα) με τεράστια συμβολή στην εκλαΐκευση της  αστροφυσικής και της αστρονομίας. Το συγγραφικό του έργο πολύ μεγάλο όχι μόνο σε αυστηρά επιστημονικό επίπεδο αλλά και στη δημιουργία σεναρίων για την κατανόηση του Σύμπαντος.
Το τελευταίο βιβλίο του κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2017 είναι το «Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος». Βιβλίο μαγευτικό που διαβάζεται ευχάριστα, με μια ανάσα και κατορθώνει να μας πάρει από το χέρι και να μας ταξιδέψει στα αστέρια. Αρχίζοντας με έναν ενδιαφέροντα πρόλογο για το κοσμικό μας νησί, περνάει στα αστρικά γεννητούρια, συνεχίζει με την αστρική εξέλιξη, τις αστρικές καταστροφές, τους ψιθύρους από το Σύμπαν και καταλήγει στη Γη και στον άνθρωπο.
Κοσμικά σύννεφα, διαστημική σκόνη, χημικά στοιχεία, νεφελώματα, πρωτοάστρα και αστρικά σμήνη ορατά και αόρατα, εντυπωσιακοί σχηματισμοί και χρώματα, κόκκινοι, γαλάζιοι γίγαντες και άσπροι νάνοι, λείψανα άστρων και αστρικοί κανίβαλοι.
Παρακολουθούμε έτσι τη γέννηση, το μεγάλωμα και το θάνατο των άστρων και μαθαίνουμε για τη σουπερνόβα και τα λείψανα των γιγάντιων εκρήξεών τους, τα πάλσαρ.
Και από κοντά η βαρύτητα, ο χωροχρόνος και ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της Σχετικότητας, η οποία παρουσιάζεται με απλό και κατανοητό τρόπο.
Βαρυτικά κύματα και μαύρες τρύπες μάς κατεβάζουν στις Πύλες της Κόλασης και μετά μάς παίρνουν τα δαιμονικά πουλιά του Σύμπαντος και δεν αργούμε να  «δούμε»  τα τέρατα των γαλαξιακών κέντρων, δηλαδή τις γιγάντιες μαύρες τρύπες.
Ταξιδεύοντας στον Γαλαξία απαλλαγμένοι από το χώρο και το χρόνο αφήνουμε «πίσω μας τα νεαρά γαλαζόλευκα άστρα – που είναι τα λαμπρότερα και θερμότερα του Γαλαξία – και πλησιάζουμε τις κεντρικές του περιοχές, θα συναντούσαμε μια άλλη γενιά άστρων πολύ παλιότερη από εκείνη των σπειροειδών βραχιόνων. Γιατί καθώς εισχωρούμε βαθιά στο Γαλαξία συναντάμε όλο και λιγότερα νεφελώματα, και τα άστρα που βρίσκουμε είναι κυρίως πορτοκαλί και κόκκινα, σχετικά ψυχρά και προχωρημένης ηλικίας. Έτσι, για να φτάσουμε στο κέντρο του, διασχίζουμε τους σπειροειδείς βραχίονες, ενώ στο διάβα μας βλέπουμε τη συνεχή δημιουργία νέων άστρων. Πιο βαθιά συναντάμε κόκκινους γίγαντες, γαλάζιους γίγαντες, κοινά άστρα σαν τον Ήλιο, διπλά και πολλαπλά άστρα, άσπρους νάνους, άστρα νετρονίων και μαύρες τρύπες, καθώς προχωράμε ακάθεκτοι προς την περιοχή όπου βρίσκεται ο αστερισμός του Τοξότη. Είναι η πιο πλούσια σε αστρικές ομάδες και νεφελώματα περιοχή του Γαλαξία μας. Σ’ αυτό τον αστερισμό, και σε απόσταση 27.000 ετών φωτός από τη Γη, βρίσκεται το κέντρο του Γαλαξία μας, δίπλα σχεδόν σε μια ιδιαίτερη ενεργή πηγή ακτινοβολιών που ονομάζουμε Τοξότη Α*. Μόνο οι εξωτερικές περιοχές του είναι ορατές σ’ εμάς, ενώ το υπόλοιπο μέρος κρύβεται πίσω από τη σκόνη των σπειροειδών βραχιόνων. Παρ’ όλα αυτά, ο γαλαξιακός πυρήνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστρικό νεκροταφείο λόγω του ότι, κατά κάποιο τρόπο, τα άστρα «πέφτουν» σιγά σιγά προς αυτόν μέχρι να  εγκλωβιστούν μέσα του, όταν θα έχουν πια γεράσει. Μερικοί μάλιστα υποθέτουν ότι ο πυρήνας περιέχει μεγάλο αριθμό από μαύρες τρύπες…»
Από τα «μονοπάτια των άστρων του γαλαξιακού πυρήνα» επιστρέφει στη Γη και στον άνθρωπο «Γιατί, όσο παράξενο και αν σας φανεί, το όνειρο της ανθρωπότητας να φτάσει τα άστρα και να τα ψηλαφίσει με τα ίδια της τα χέρια γίνεται καθημερινά 
πραγματικότητα εδώ, πάνω στον δικό μας πλανήτη».



Διονύσης Π. Σιμόπουλος
Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος
εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2017

Αυτός ο μικρός πλανήτης, η Γη, το μεγάλο άστρο που τη φωτίζει, ο Ήλιος, όσα υπάρχουν πάνω, κάτω και γύρω της, έμψυχα και άψυχα, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργήθηκαν από τα υλικά των άστρων που εκτοξεύτηκαν δισεκατομμύρια χρόνια πριν από κάποια καταστροφική έκρηξη σουπερνόβα.
Οι θάνατοι των άστρων δημιουργούν ύλη, ζωή.
«Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος».
Όλα δημιουργήθηκαν από την αστρόσκονη.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος παίρνει τα πράγματα με τη σειρά και παρουσιάζει θεωρητικά μοντέλα, παρατηρήσεις, περιγραφές και επιστημονικά τεκμήρια που επιβεβαιώνουν αυτά που κάποτε ήταν ενδείξεις. Υπάρχουν και άλλα πολλά που χρειάζεται να αποδειχθούν και σε αυτό βοηθούν οι έρευνες και η τεχνολογική εξέλιξη. Και όλα αυτά σε μια εξελικτική πορεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διανθισμένα με ευφάνταστα παραδείγματα και λεξιλόγιο βγαλμένο από τα παραμύθια, ποιητικό πολλές φορές.
Στα αρνητικά της έκδοσης θα μπορούσε να θεωρηθεί η ανυπαρξία εικόνων. Για όλα αυτά τα καταπληκτικά που παρουσιάζει υπάρχουν πολύ όμορφες και εντυπωσιακές φωτογραφίες από τα διάφορα τηλεσκόπια, που σίγουρα θα βοηθούσαν  τον αμύητο αναγνώστη να καταλάβει ό,τι ο συγγραφέας παρουσιάζει. Ευτυχώς το ίντερνετ συμπληρώνει αυτή την έλλειψη, γιατί διαβάζοντας για νεφελώματα, αστρικά σμήνη, γαλαξίες, μαύρες τρύπες, πάλσαρ κ.λ.π δεν μπορείς να μη μπεις στον πειρασμό να τα αναζητήσεις. Εκπληκτικές φωτογραφίες!
Η ανάγνωση του βιβλίου όχι μόνο ανοίγει το μυαλό και διευρύνει τους ορίζοντές του απαλλάσσοντάς το από στερεότυπα και μύθους σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και του ανθρώπου, αλλά στέκεται στην αισιόδοξη πλευρά της ανθρώπινης παρουσίας, δράσης και εξέλιξης στη Γη, στη δημιουργική,  καθώς και στο θέμα του θανάτου.
«Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Κάποια μέρα θα υπάρξουν άλλοι κόσμοι, γεμάτοι με άλλα όντα, αστράνθρωποι σαν εμάς, που θα γεννηθούν από τις στάχτες ενός, κάποιου άλλου, πεθαμένου άστρου. Ενός άστρου που σήμερα το λέμε Ήλιο».


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Δυνατοί άνεμοι...ακούστε τους!

 


Ευχαριστώ πολύ την καλή φίλη, τη Μαρία Ι., που το ανακάλυψε και μου το έστειλε.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Θα ξημερώσει ένα «πρωί»;



Θα ξημερώσει ένα «πρωί»;
Υπάρχει αυτό που λένε «Μέρα»;
Θα το 'βλεπα απ' τα βουνά
Αν ψήλωνα μες στον αιθέρα;

Να ’χει του Νούφαρου τα πόδια;
Να ’χει το φτέρωμα Πουλιού;
Είν’ από μέρη ξακουσμένα
Που δεν τα έχω καν στο νου;

Ε συ Σοφέ! Κι εσύ Θαλασσινέ!
Πολύμαθε απ' τους Ουρανούς, εσύ!
Πείτε σ' έναν Προσκυνητή μικρό
Πού πέφτει ο τόπος που τον λεν «πρωί»;

Ποίηση: Emily Dickinson
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Μουσική: Γιάννης Μπαϊρακτάρης
Ερμηνεία: Ευτυχία Μητρίτσα

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Από τις αναμνήσεις του ανθυπίατρου Πέτρου Αποστολίδη στη Μικρά Ασία

 

Ο Πέτρος Αποστολίδης συμμετείχε ως ανθυπίατρος στη μικρασιατική εκστρατεία και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος σε ένα δίτομο έργο τα απομνημονεύματά του με τίτλο: «Όσα θυμά­μαι» (Α' τόμος: Γκαρνιζόν Ουσιάκ - 1922/23 και Β' τόμος: Η συνέχεια - 1990/1922 και 1923/1969). Το βιβλίο έλαβε το «Α' Βραβείο Φιλίας και Ειρήνης Αμπντί Ιπεχτσί».
Στην εισαγωγή του Α' τόμου γράφει ανάμεσα στα άλλα:

"  Εγώ χωριατόπαιδο από την Καλουτά του Ζαγοριού, μαθητούδι και γυμνασιόπαιδας συνέχεια στα Γιάννενα, έζησα μέχρι την απελευθέρωση του 12 - 13 υπό τουρκική κατοχή.
Στον ύπνο και στον ξύπνιο μας, όνειρο κι απαντοχή μας ήταν το πότε θα λευτερωθούμε. Καθημερινές σχεδόν κουβέντες μας μέσα κι έξω από το σχολειό ήταν οι δόξες των προγόνων κι η λευτεριά.
Δεν ήταν ανυπόφερτη σε μας τους αστούς η στυγνή τουρκική καταπίεση και εκμετάλλευση, πάντα με το μπαχτσίσι γίνονταν αρκετά ανεκτή η ζωή, όλο το βάρος έπεφτε στην πλάτη του δύσμοιρου αγρότη, αλλά αισθανόμασταν αφόρητη την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα του Τούρκου υπάλληλου και ζαπτιέ. Περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή να ξεκουμπιστούν από πάνω μας. Μισούσαμε και περιφρονούσαμε κάθε τι το τούρκικο.
Έφτασε καμιά φορά η ευλογημένη ώρα, η Λευτεριά.
Πήγα φοιτητής της ιατρικής στην Αθήνα. Δεν ονειρευόμουν πλούτη κι αρχοντιές, όνειρο μου ήταν να σπουδάσω καλά και να μπορέσω να προσφέρω κάποια βοήθεια στους πατριώτες μου.
Κηρύχτηκε ο Α' Παγκόσμιος και μπήκα στο στρατό, πέντε χρόνια συνέχεια υπηρεσία και το τελευταίο αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Λίγος καιρός ας πούμε ειρήνης και ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος, Αλβανία, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η γενική αναστάτωση. Από ιδιοσυγκρασία και εκλογή μου δεν ήμουνα μόνο θεατής, όλον αυτόν τον καιρό, αλλά μπλέχτηκα με τα γεγονότα και πήρα κι εγώ μέρος.
Είδα πολλά και διδάχτηκα περισσότερα. Βγήκα στο τέλος ζωντανός ευτυχώς χωρίς απώλειες δικών μου ανθρώπων και όχι ταπεινωμένος. Κάθησα κι έγραψα  ό,τι θυμόμουν από την πολυτάραχη αυτή ζωή(...)
Άρχισα από την αιχμαλωσία. Η περιπέτεια αυτή σημάδεψε βαθειά τη ζωή μου, είδα κι έπαθα πολλά - και πολλά Ταμπού που είχα σωριάστηκαν ερείπια. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο: εγώ, οι άλλοι, οι Τούρκοι, όλα(...)"

Από  τις αναμνήσεις από την Μικρά Ασία και την περίοδο της αιχμαλωσίας το απόσπασμα που ακολουθεί:

Το στρατόπεδο Ουσιάκ
Οι πρώτοι αιχμάλωτοι στο Ουσιάκ ήταν 5 -5.500 χιλιάδες, έφερναν δε κατά διαστήματα και άλλους. Το μεγαλύτερο μέρος το έβαλαν στα συρματοπλέγματα και τους υπόλοιπους σε εγκαταλειμένα  σπίτια χριστιανών στα δύο άκρα της πόλης, το βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό. Ο Μπόσιακας κι ο Παπαδόπουλος ανάλαβαν τα σύρματα κι εγώ τις δυό συνοικίες.
Στα σύρματα δεν υπήρχε κανένα κτίριο, ευτυχώς όμως οι δικοί μας φεύγοντας εγκατέλειψαν εκεί σε μιαν άκρη έναν μεγάλο σωρό θολωτούς τσίγγους, απ' αυτούς που φτιάχνουν τα τολ. Αυτοί οι τσίγγοι κυριολεκτικά έσωσαν τους αιχμαλώτους μας.
Εδώ φάνηκε η μεγάλη αξία που έχει το να δίνεται στα παιδιά από το σπίτι τους η πρωτοβουλία και η συνήθεια στη δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που τους κλείσαν στα σύρματα, οι πιο εργατικοί και με πρωτοβουλία, άρπαξαν από ένα τσίγγο και έφκιαξαν κάποιο στέγαστρο και έχωσαν το κεφάλι τους, εκείνοι δε που ήταν παιδιά πλούσιων οικογενειών, μαθημένα να τους τα ετοιμάζουν άλλοι, αυτοί έχασαν κυριολεκτικά τα νερά τους. Γι' αυτό τις πρώτες μέρες τους περισσότερους θανάτους τούς είχαμε από τα πλουσιόπαιδα και από κείνους που προέρχονταν από θερμότερες περιοχές, Κρήτη, νησιά και αλλού. 
Στη συνέχεια συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν δυό δυό τσίγγους, τους τοποθέτησαν στη γραμμή και έφκιασαν μακριά τούνελ και μπήκαν όλοι μέσα.
Τρυπωμένοι στα τούνελ αυτά, κουβαριασμένοι πάνω στα τσιουβάλια τους, πέρασαν όλο το χειμώνα, χειμώνα σκληρόν, σε υψόμετρο 800 μέτρα, όπως το Ουσιάκ. Για να μπεις στο τούνελ αυτό έπρεπε να μπεις μπουσιουλώντας, κι αν κανένας γυρίζοντας από την αγγαρία κουβαλούσε μερικά σανιδάκια που έβρισκε στο δρόμο και τα άναβε και για να ζεσταθούν, το τούνελ γέμιζε καπνό και όλοι έκλαιγαν ομαδικά. Τις δυό εισόδους τις έκλειναν με κουρέλια για να μη σχηματίζεται ρεύμα.
Εδώ σαν τρωγλοδύτες έβγαλαν το χειμώνα, οι πολλοί λίγοι που τον έβγαλαν.



Ξεκινούσα πρωί πρωί. Τα σπίτια που τους είχαν βάλει, εγκαταλειμένα σπίτια Ελλήνων και Αρμένηδων, ήταν όλα λεηλατημένα, μόνον οι τέσσερες τοίχοι, με σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, πολλά δωμάτια χωρίς πόρτες. Τους αρρώστους τούς είχαν συγκεντρώσει οι νοσοκόμοι σε ένα δυό δωμάτια, όλοι κουβαριασμένοι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα και κουκουλωμένοι με τα τσιουβάλια τους, γδυτοί από χιτώνια και περισκελίδες και μισοκοιμόντουσαν.
" Ένας έχει πολύν πυρετό εδώ...", μια φωνή. Βρίσκονταν στην άλλη άκρη του δωματίου και δρασκελίζω τους κουβαριασμένους στο πάτωμα για να τον πλησιάσω. Άκουγες τότε: " Το Χριστό σου, μου πάτησες τη μύτη μου" από δω, " ωχ, το χέρι μου, Την Παναγία σου", από κει.
Παίρνω κατόπιν θέση σε μια γωνιά και περνούν ένας ένας να τους εξετάσω - και ήταν πολλοί, 600 - 700 την ημέρα. Στο πλευρό μου έχω το νοσοκόμο μου να κρατάει στο χέρι του ένα μπουκάλι. Όλους σχεδόν τους θερίζει η διάρροια και τα μόνα φάρμακα που μου διέθεταν ήταν λίγα σκονάκια υπονιτρικό βισμούθιο και λίγο λαύδανο, κι αυτά ήταν λάφυρα από τα δικά μας. Καθώς δεν μ' έπαιρνε ο χρόνος να μετρώ για τον καθένα 14 - 15 σταγόνες λαύδανο, διέλυσα λαύδανο στο κονιάκ - βρέθηκε ευτυχώς κάμποσο στις δικές μας καντίνες -, ώστε να αναλογούν 15 -16 σταγόνες λαύδανο σε κάθε κουταλιά της σούπας και έδινα από μια κουταλιά της σούπας στον καθένα.
Οι τελευταίοι που έρχονταν, για να προκάνουν μη φύγω, ούτε καν μου' λεγαν τι έχουν, στέκονταν μπροστά μου, τέντωναν το σκελετωμένο λαιμό τους, άνοιγαν το στόμα τους κι ο νοσοκόμος μου έρριχνε μια κουταλιά της σούπας κονιάκ με λαύδανο στο στόμα σαν παπάς τη μετάληψη. Είχα μπροστά μου την εικόνα της οσίας Μαρίας της Αυγυπτίας με το σκελετωμένο λαιμό της να μεταλαβαίνει, από μια παλιά βυζαντινή εικόνα στο μοναστήρι μας στο χωριό μου.
Οι ψείρες δισεκατομμύρια. Σήκωνα το πάνω τσιουβάλι για να ακροασθώ την πλάτη του άρρωστου και στο από κάτω τσιουβάλι αυτές μετακινούνταν σαν τα πρόβατα στην πλαγιά του λόφου. Μετά την επίσκεψη, το βράδι που γύριζα στο δωμάτιό μου, τίναζα τα ρούχα μου να διώξω τις ψείρες. Το πρωί που πήγαινα για την επίσκεψη, η κυλόττα μου δεν είχε ψείρες και όταν γύριζα το βράδι ήταν άσπρη. Οι ψείρες είχαν ανεβεί από τις αρβύλες και τις πέτσινες μπότες μου και είχαν καταλάβει την κυλόττα μου.
Γύριζα στο κατάλυμμά μας σωματικά, αλλά περισσότερο ψυχικά εξουθενωμένος. Και αναρωτιόμουν! Μα τι κάνω εγώ εδώ; Γιατρική είναι αυτό που κάνω, ή κοροϊδεύω τους δυστυχισμένους αυτούς;
Και όμως ήταν γιατρική. Και γρήγορα το αντιλήφτηκα. Από τη γενική συμπεριφορά τους απέναντί μου ένιωθα ότι τους ήμουν απαραίτητος. και μόνο που μ' έβλεπαν μπροστά τους σαν γιατρό τους, έπαιρναν κουράγιο και ελπίδα ότι θα γίνουν καλά και θα γυρίσουν μια μέρα στο σπίτι τους. Η παρουσία μου σαν γιατρού τους, μια συμβουλή, μια καλή κουβέντα, ένα χάδι, ένα " κάντε κουράγιο παιδιά και όπου να' ναι και υπογράφεται ανακωχή και φεύγουμε", ενεργούσε απάνω τους σαν το ισχυρότερο τονωτικό.
Ο μακαρίτης ο Μπόσιακας και μεγαλύτερος στα χρόνια από μένα και τον Παπαδόπουλο ήταν, αλλά και σωματώδης. Τον είχαμε σαν ένα είδος συντονιστή προϊστάμενο και αναλάβαμε, κυρίως εμείς οι δυό, την ιατρική δουλειά του στρατοπέδου. Και κάπως κουρασμένος φαίνονταν, αλλά και σαν μόνιμος αξιωματικός που ήταν, είχε ένα είδος στρατοκρατική νοοτροπία, εφάρμοζε στην αντιμετώπιση των προσερχόμενων αρρώστων μια μέθοδο, πώς να την εκφράσω; στρατοκρατική. Τους μιλούσε σαν διοικητής λόχου, με αυστηρότητα και επιταγή. Μερικούς που εξέτασε μια μέρα, είχαν διάρροια, τους έβαλε, πολύ σωστά, σε δίαιτα μια δυό μέρες και αυτοί δεν ήθελαν να την κρατήσουν - συνηθισμένα αυτά στο στρατό. Και τους λέει: " Μη την κρατάτε, αλλά εσείς θα πεθάνατε, δεν θα πεθάνω εγώ". Λοιπόν, τόσο άσχημα τούς χτύπησαν αυτά τα χωρίς κακία λόγια - συμβολή, που τους διέθεσαν εχθρικά απέναντί του. Μετά το θάνατό του άκουσα να μιλούν μερικοί μεταξύ τους και να λεν, με ένα είδος ειρωνείας: " σε μας έλεγε θα πεθάνουμε, κι αυτός πέθανε πριν από μας."
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τότε εκεί, ούτε φάρμακα - δεν υπήρχαν άλλωστε - ούτε καμιά άλλη ιατρική φροντίδα έπαιζαν κανένα σπουδαίο ρόλο. Εκείνο που ζύγιζε πιο πολύ ήταν η ψυχοθεραπεία, ο καλός ο λόγος, ένα χάδι και η ενίσχυση της ελπίδας ότι όπου να' ναι και φεύγουμε. Το είχα νιώσει βαθιά αυτό...


Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι. 1900 -1969. Α' Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922 -1923, Κέδρος , Αθήνα 1981

Οι φωτογραφίες από το βιβλίο

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Τσεκριέ

Οι Λαοί, οι Λαοί,
φέρνουμε θάνατο στους Λαούς,
Οι στρατιές, οι στρατιές,
του Μεγάλου Τζένκις - Χαν.
( Παλιό Μογγολικό τραγούδι)

Είναι το όμορφο προάστειο της Προύσας, με τις θερμοπηγές. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της λουτρόπολης είναι τώρα νοσοκομεία, για να στεγάσουνε τις χιλιάδες των λαβωμένων της μάχης της Άγκυρας. Όλα τα ξενοδοχεία - νοσοκομεία είναι χτισμένα στην άκρη του γκρεμού και μέσα από τα παράθυρά τους βλέπεις τον πλούσιο κάμπο και την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, σκαρφαλωμένη στα ριζά του Μύσιου Όλυμπου.
Ανάμεσα στα σπίτια της πόλης στηλώνουνται τα παλιά τεμένη με τους διπλούς μιναρέδες. Το Γεσλί Τζαμί, το μεγάλο τζαμί του Σουλτάν Μπαγιαζίτ, οι τάφοι του Σουλτάν Οσμάν και του Ορχάν.
Στην άλλη άκρη της πολιτείας, σαν περιφρονημένος παρίας, είναι η Χριστιανική συνοικία κι' η Μητρόπολη.
Αυτή την Τούρκικη Προύσα θέλησαν να λευτερώσουνε ο Γυιός του Ψηλορείτη κι' αργότερα ο Κόμης Αχαρνών.
Μα αυτοί οι δυό τρανοί, πεθάνανε αναπαυτικά πάνω στα κρεββάτια τους, όταν χτύπησε η ασημένια καμπάνα που τους καλούσε για το μεγάλο τους ταξίδι.

Πάνω , όμως, στο Τιρνακσίζ Τεπέ του Σαγγάριου, ο Μ.Α. αντίκρυσεν αφάνταστα κι' απίστευτα πράγματα. Στην πλαγιά του Τεπέ, προς το μεγάλο ποτάμι, κοίτουνται δυό 20χρονοι άντρες, που η ξιφολόγχη του μιανού είναι μπηγμένη μέσα στα στήθεια του άλλου. Τα κοκκαλιασμένα τους χέρια ακόμα κρατάνε σφιχτά το Γαλλικό όπλο και το μάουζερ.
Η μια ξιφολόγχη είναι Γαλλικής κατασκευής κι' η άλλη είναι προϊόν των εργοστασίων του Κρουπ, πριονωτή από το πίσω μέρος και κοφτερή από το μπροστινό. Όταν τραβήξεις αυτή την ξιφολόγχη πίσω, σέρνεις μαζύ της σάρκες και κόκκαλα.
Στα βάλτα, κοντά στο ποτάμι, κοίτεται ένας άμορφος πολτός που βρωμοκοπά. Είναι τρία μεγαλόσωμα άλογα πυροβολικού και τρεις πυροβολητές. Έτσι που περνούσαν βιαστικά πλάι στη μακάβρια μάζα, ο Μ.Α. παρατήρησε το κομμένο κεφάλι ενός πυροβολητή να κοίτεται ανάμεσα στη ξαντερισμένη κοιλιά τ' αλόγου του. Τρία μέτρα παραπέρα, ακρωτηριασμένα, κοίτουνταν σταυρωτά ένα ανθρώπινο χέρι κι' ένα μπροστινό πόδι αλόγου. Το χέρι είχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι πάνω σ' ένα δάχτυλο και το πόδι ένα γυαλιστερό, καινούργιο πέταλο.
Κι' ύστερα, λένε πως το πέταλο φέρνει γούρι και καλοτυχιά! Και το ζωγραφίζουνε με φανταχετρά χρώματα πάνω στις πρωτοχρονιάτικες κάρτες! Το ασημένιο δαχτυλίδι ίσως να ήτανε η βέρα του γάμου του ανώνυμου νεκρού.
Όρσε!! Πολιτισμέ του εικοστού αιώνα!!

Στο Μεραρχιακό χειρουργείο, πλάι στο θολό ποτάμι κοίτουνται κατοσταριές νεκρά κορμιά παλληκαριών. Το συνεργείο ταφής δεν προφταίνει να θάβει τα νεκρά κουφάρια. Μέσα στο χειρουργείο ο Μ.Α. βλέπει ξαπλωμένο ένα παιδί του λόχου τους, που φαίνεται πως χτύπησε ύστερ' απ' αυτόν. Όταν τον πέρνανε πίσω, αυτός ο σύντροφός του ήταν γερός και έρριχνε θεριστική βολή με τ' οπλοπολυβόλο του μέσα στη νύχτα της κόλασης, πάνω στον Μέλανα Λόφο, μπροστά στο Πολατλή. Είναι βαρειά λαβωμένος στην κοιλιά. Πλάι στο φορείο του στέκεται ο μικρός τρίποδας του φυσιολογικού ορρού. Το παλληκάρι παραμιλά πάνω στην επιθανάτια πάλη του. Κατάγεται από την περιοχή της Φλώρινας. Είναι Σλαυόφωνος.
Ο Μ.Α. γονατίζει πλάι του και φωνάζει τ' όνομά του:
" Δαμιανέ!!"
Ο ετοιμοθάνατος σουφρώνει για μια στιγμή τα φρύδια του, σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Μα απότομα, ο Μ.Α., βλέπει την ωχράδα του θανάτου να τρέχει πάνω στο πρόσωπό του, κι' η όψη του να πέρνει τη γαλήνια έκφραση του λυτρωμού.
Σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο και του κλείνει με σταθερά δάχτυλα τα γκρίζα μάτια του. Του σταυρώνει τα χέρια και του σιάχνει τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα της αγωνίας μαλλιά του:
" Έχε γεια, για πάντα, Δαμιανέ", μουρμουρίζει αδάκρυτος ο Μ.Α.

Στο χειρουργείο γνωρίστηκε τυχαία μ' ένα συνομίληκό του τραυματία. Κι' οι δυό τους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, ο ένας στο κεφάλι κι' ο άλλος στο μηρί, στα ψαχνά. Ο καινούργιος του φίλος, που τον έφερε κοντά του η μπόρα του πολέμου, ήταν του πυροβολικού. Καταγώτανε από τ' Αμπέλια της Χαλκίδας. Τ' όνομά του , Ορέστης Γράντζης.
Φύγανε μαζύ, με το ίδιο αυτοκίνητο για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρή Γκιόλ. Άμα φτάσανε στο σταθμό, τρίβανε κι' οι δυό τα μάτια τους: Στοίβες ολόκληρες οι κονσέρβες, τάπιες τα τσουβάλια η γαλέτα κι' απίστευτο αν δεν τώβλεπε κανείς με τα μάτια του...ένας πελώριος σωρός κουραμάνα, από χιλιάδες καρβέλια.
Κι' οι δυό τους ήταν θεονήστικοι. Για μέρες τώρα, μασούσανε στάρι που το μάζευαν μέσ' από τ' αλώνια πάνω στη γραμμή μάχης, μπροστά στο Πολατλή. Με χίλια βάσανα ο σιτιστής τους ο Χρίστος τούς έφερνε δυό καζάνια βρασμένο πλιγούρι με κρέας και 4 βαρέλια νερό, φορτωμένα στα μουλάρια, τη νύχτα. 
" Εδώ έχει μπόλικη μάσα", λέει ο Ορέστης στον Μ.Α., άμα αντίκρυσε την τάπια με τις κουραμάνες.
Ο Μ.Α., με τραχειά φωνή, λέει τούρκικα, κι' ύστερα εξηγεί στον φίλο του από την Εύβοια, την Τούρκικη παροιμία:
" Ω! ουρανέ, μήτε αμπάς απόμεινε μήτε γελέκο. Γιατί άλλους ταΐζεις με γλυκά καρπούζια κι' άλλους πικρά ξυλάγγουρα;".
Πηδάνε σβέλτα κι' οι δυό τους από τ' αυτοκίνητο.
" Ωχ!", ξεφωνίζει ο Ορέστης. " Ξέχασα πως έχω το μηρί μου πληγωμένο. Μα πεινώ. Νομίζω πως μπορώ να καταπιώ όλη τούτη την στοίβα τα καρβέλια".
Πλησιάζουνε έναν ένοπλο σκοπό:
"Συνάδελφε", του λένε ντροπαλά σαν ζητιάνοι. " Πεινάμε. Κει πάνω βράζαμε στάρι και τρώγαμε. Δώσε μας λίγο ψωμί. Κει πάνω βράζαμε και τρώγαμε τα κόλλυβά μας ζωντανοί ακόμα".
Ο σκοπός, μ' ένα κόμπο στο λαρύγγι, τους λέει:
" Πάρτε ό,τι θέλετε κι' όσα θέλετε. Κουραμάνες, κονσέρβες, γαλέτα. Η Στρατιά υποχωρεί από το Καλέ Γκρόττο. Όλα τούτα θα τα περιχύσουμε βενζίνα και θα τα βάλουμε μπουρλότο, άμα οι δικοί μας περάσουν το ποτάμι. Βλέπετε κείνη τη στοίβα; Είναι κάσες βενζίνας για το μπουρλότο, πρόχειρες".

Ήταν κοντά μεσάνυχτα άμα φτάσανε στο Εσκή Σεχίρ, μέσα σ' ένα ανοιχτό, φορτηγό βαγόνι. Το πόδι του Ορέστη τού πονούσε πολύ και το κεφάλι του Μ.Α. το σούβλιζαν οδυνηρές μαχαιριές. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό. Σιδηροδρομικοί δικοί τους, με στρατιωτικά ρούχα, κρατάνε κλεφτοφάναρα και φωνάζουν οδηγίες ο ένας στον άλλον, μέσα στη νύχτα.
" Τίνας χώρους αφίγμεθ' ή τίνων ανδρών πόλιν;", καλαμπουρίζει ο Ορέστης, ρωτώντας ένα σιδηροδρομικό.
" Η δε πόλις Φρυγίς, Δορύλαιον τούνομα, γυιέ μου Οιδίποδα", κακανίζει ο σιδηροδρομικός. Ήταν ο Σταθμάρχης.
" Κι' εμείς ερχόμαστε από το Γόρδιον", φωνάζει ο Μ.Α. γελώντας.
" Ναι, μα δεν μπορέσατε να λύσετε τον Γόρδιον δεσμό".
" Αμ, αφού δεν μπόρεσε να τον λύσει μήτ' ο Μεγ' Αλέξανδρος", φωνάζει ένας άλλος τραυματίας.
" Ναι, μα τον έκοψε με τη σπάθα του", αποσώνει ο σταθμάρχης με γέλιο στη φωνή του.
" Άμα σ' βαστά ισένα, κυρ - σταθμάρχι', πάρι μια γιαταγάνα σαν του μπόγι σ' κι πάνι να τουν κόψεις ισύ", φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος από το άλλο βαγόνι.
" Εσύ είσαι, Στράτη;", φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μ.Α.
Η φωνή ήταν του Στράτη του Σπαρά, από το Μαραθόκαμπο της Σάμου, τρομπλονιστή του λόχου τους.
" Βρε, ψ'χούλα μ', είσι ζωντανός στ' αλήθεια, κριάς κι κόκκαλα, για του φάντασμα σ'; Ιγώ έμαθα πους η σφαίρα σ' σκόρπισ' τα μυαλά".
" Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, Στράτη, κι' έτσι η σφαίρα, δεν μπορούσε να δει καλά. με χτύπησε ξώπετσα".
" Βρε αδιρφέλι μ' οι σφαίρες βλέπ' ν κι τ' νύχτα κι τ' μέρα, άμα πιρνούν απού κουντά σ' κι σφυρίζ'ν σαν όχεντρις".

Μένουνε μια βραδυά στο Εσκή Σεχίρ, τους αλλάζουνε τους επιδέσμους τους, κι' οι ελαφρά τραυματίες μπαίνουνε μέσα σε φορτηγά βαγόνια, την άλλη μέρα το πρωί για το Καρά Κιόι. Αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή , στην πλαγιά ενός λόφου, χιλιάδες πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια, πηγαίνανε σιγά - σιγά προς το Καρά Κιόι και την Προύσα. Ήταν τα ΛΑΦΥΡΑ!!
Πήγανε κι' αφίσανε άθαφτα τα Ελληνικά νηάτα, νεκρά, πάνω στα οροπέδια της Ανατολίας, και γι' αντάλλαγμα των νεκρών, κουβαλούσανε ζωντανά πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια!
Μέσ' από το βαγόνι, ο Μ.Α. δείχνει στον Ορέστη την Κοβαλίτσα, το Ακ Μπουνάρ και την καμμένη μεγάλη κωμόπολη του Μποζ Εγιούκ, που την πυρπόλησαν υποχωρώντας τον περασμένο Μάρτη.
Ως τα σήμερα ακόμα, θυμάται ο Μ.Α. την πυρπόληση του Μποζ Εγιούκ. Ήταν νύχτα όταν εγκαταλείψανε την Κοβαλίτσα και, κακήν - κακώς, υποχωρούσανε για την Προύσα. Στη μέση της πυρκαϊάς, στεκότανε η μαύρη σιλουέττα του μεγάλου τζαμιού με τον ψηλό μιναρέ. Ένας διαβολικός ήχος ακουότανε, έτσι που οι φλόγες της καταστροφής καταπίνανε αχόρταγες τα χτίρια. Τότες θυμήθηκε την πυρπόληση της Ρώμης και τον Νέρωνα.
" Ποιος ήτανε ο Νέρωνας του Μποζ Εγιούκ;"
" Εσύ, αθώο μου περιστεράκι", άκουσε να του φωνάζει μέσα του μια τραχειά φωνή, γεμάτη σαρκασμό.
Κι' έτσι, ο Ορέστης από την Εύβοια κι' ο Μ.Α. από το νησί της Εκάτης, φτάσανε στην Προύσα και στο νοσοκομείο του Τσεκριέ. Κι' οι δυό τους κοιμούνται πλάι - πλάι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, κατάχαμα. Έχουνε μπόλικες κουβέρτες, μα το κορμί τους κι' οι κουβέρτες είναι γεμάτες ψείρα. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα ζώο υπομονετικό, πιο υπομονετικό κι' από τον γάιδαρο. Μπορεί να συνηθίσει και στην ψείρα. Και τι ψείρα! Άσπρη, μεγάλη, παχειά και στρουμπουλή σαν το κουκουνάρι! Αν η Ελλάδα την έστελνε σε διεθνείς ζωοτεχνικές εκθέσεις, θα έπερνε σίγουρα το πρώτο "χρυσούν μετάλλιον".
Αν πάλι, η Ελλάδα είχε σήμερα όλη την ψείρα της Στρατιάς Μικρασίας στην υποχώρησή της από την Άγκυρα, και την πουλούσε στα μικροβιολογικά εργαστήρια των " Πεπολιτισμένων Χωρών" για πειράματα του μικροβιολογικού πολέμου του μέλλοντος, θα μπορούσε από τα λεφτά που θάπερνε να ξοφλήσει όλα τα ξένα δάνειά της τοις μετρητοίς, και να γλυτώσει μια για πάντα απ' όλους τους Σάυλωκς.

" Κοιμάσαι, Ορέστη;"
" Όχι, σκέφτομαι".
" Τι σκέφτεσαι;"
" Τους συντρόφους μου που φύγανε για πάντα. Μια μεγάλη οβίδα SCODA κομμάτιασε το πεδινό πυροβόλο μας, μέσα στα βάλτα, κοντά στο Τιρναξίζ Τεπέ. Τρία άλογα και τρεις σύντροφοί μου κομματιάστηκαν. Ο ένας τους ήταν αδερφικός μου φίλος. Το πρωί, την ίδια μέρα που σκοτώθηκε, το αεροπλάνο μάς έρριξε τον σάκκο του ταχυδρομείου. Είχε γράμμα από τη γυναίκα του στο Γύθειο, πως γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι".
" Φορούσε δαχτυλίδι ο φίλος σου, Ορέστη;"
" Ναι, μια ασημένια βέρα του γάμου του".
" Μην κλαις, Ορέστη. Κι' εγώ πάνω στην Κοβαλίτσα, τον περασμένο Μάρτη, έχασα πάνω από εκατό συντρόφους μου. Μια μονάχα οβίδα βαρέως από το Ινονού, σκότωσε 21 συντρόφους μου. Τους μετρήσαμε προσεχτικά. Ήταν ακριβώς 21. Τον Χάρη τον Κίτσιο από τα Χάσια, τον γνωρίσαμε από τ' ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το κεφάλι κι' ο λαιμός του λείπανε..."
Ξαπλωμένοι μέσα στις ψειριασμένες κουβέρτες, σ' ένα πρώην ξενοδοχείο πολυτελείας του Τσεκριέ της Προύσας, δυο παλληκάρια 21 χρονών, κλαίνε σιγανά, για να μη ξυπνήσουνε τους άλλους λαβωμένους συντρόφους τους που κοιμούνται.
Κλαίνε για τους συντρόφους τους, που δεν θα τους ξαναδούνε οι δικοί τους.

Πλάι στο ξενοδοχείο - νοσοκομείο του Τσεκριέ είναι ένα μεγάλο αρχαίο τζαμί με διπλόν μιναρέ. Ο Ορέστης κι' ο Μ.Α. κολυμπάνε στη μαρμαρένια  δεξαμενή του ξενοδοχείου με το ζεστό νερό της θερμοπηγής. Ντύνουνται, πέρνουν το συσσίτιό τους και πάνε στον αυλόγυρο του τζαμιού. Το τζαμί είναι χτισμένο πάνω στον γκρεμνό. Ένα δυνατό, χοντρό, λίγο πλαγιαστό ντουβάρι, χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά, ανεβαίνει ως την αυλή του τζαμιού και κλείνει τον αυλόγυρο από το μέρος του κάμπου. Το ντουβάρι έτσι που τελειώνει, σχηματίζει μια χαμηλή πεζούλα στον αυλόγυρο.
Οι δυό σύντροφοι πάνε και κάθουνται στην πεζούλα. Ο καθένας ανοίγει στον άλλο αβίαστα το βιβλίο της ιστορίας του, μ' εμπιστοσύνη και μ' απλότητα:
Ο Ορέστης έχει ένα καλό κορίτσι που τον περιμένει στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκείνη πήγαινε στο Παρθεναγωγείο και κείνος στο Γυμνάσιο όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε φιλολογία και κείνος δασοκομία. Του άρεζαν τα δέντρα και τα δάση και τα ρουμάνια:
" Εδώ, η Μικρασία σας, έχει τα πιο όμορφα δάση που αντίκρυσα στη ζωή μου. Τα δάη του Μύσιου Όλυμπου είναι υπέροχα. Από τούτη την πλαγιά της Προύσας, βορεινή βλάστηση. Από το μέρος της Κιουτάχιας, παρθένα δάση θεόρατων πεύκων. Όταν φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, έγραψα στην Έλλη και την ρωτούσα, αν θα της άρεζε άμα απολυθώ και παντρευτούμε να έρθουμε να μείνουμε για πάντα στην Προύσα. Τα άρεσα πολύ τούτα τα μέρη. Η ζωή μου ολόκληρη έχει κολλήσει πάνω τους."

....................................................................................................................................................

Ο Μ.Α. άνοιξε και κείνος το βιβλίο των παραμυθιών της ζωής του. Τον θάνατο του πατέρα του, την προσφυγιά, το σβύσιμο των ονείρων του να γίνει εμποροπλοίαρχος σε καράβια γραμμής εξωτερικού, να δει όλον τον μεγάλο κόσμο. Στο τέλος τού μίλησε για τον ορκισμένο αδερφό του από τα βουνά του Πίνδασου.
" Τον ξαναντάμωσες ποτέ σου τον Σουλεϊμάν;" ρωτά ο Ορέστης συγκινημένος.
Ο Μ.Α. για λίγο διστάζει. Κυττά τον σύντροφό του κατάματα. Εκεί μέσα στα μάτια του καινούργιου φίλου του, είδε την άσπρη ψυχή του, σαν μια μεγάλη πέτρα, πεταμένη με πολύχρωμα φύκια, εκεί που ψάρευε λιθρίνια στη Σκάλα του Κεμέρ.
" Ναι, ανταμώσαμε κρυφά μέσα στο ρουμάνι πάνω από το Τζουμαλή Κιζίκ, έξω από την Προύσα, πριν λίγους μήνες. Ήρθε κρυφά μέσ' από τα βουνά επίτηδες να μ' εύρει".

* * *
" Ογλούμ, γυιέ μου!"
Δυό αδύνατα χέρια γέρικα τον αγκαλιάζουνε από πίσω. Ο Μ.Α. σηκώνει το κεφάλι του και πετιέται ολόρθος.
" Μπουμπά!! Τι γίνεσαι;"
Ένας γέρος Χότζας αγκαλιάζει ένα αλλόπιστο παλληκάρι, ντυμένο στα μπλε, μάλλινα, ρούχα του νοσοκομείου στο Τσερκριέ. Κι' οι δυό τους φορούνε σαρίκι, ο γέρος γύρω στο κόκκινο φέσι του, κι' ο νηός το σαρίκι του άσπρου επίδεσμου γύρω στο λαβωμένο κεφάλι του.
" Χτύπησες βαρειά, γυιέ μου;" ρωτά ο γέρος ανήσυχα.
" Όχι, ελαφριά. Λαβώθηκα κει πάνω στο Σακάρια. Πώς βρέθηκες εδώ μπουμπά;"
" Μουατζίρ ( πρόσφυγας). Τα χωριά μας, όλα τα Κιζικλάρ, τα κάψανε οι δικοί σας", λέει ο γέρος πονεμένα, μα ήρεμα. " Τώρα μένω στην Προύσα".
Ένας άλλος Χότζας, κοντόχρονος, με καλοκάγαθη έκφραση, παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Ορέστης παρακολουθεί και κείνος με συγκίνηση την απρόοπτη αυτή συνάντηση του φίλου του με το Χότζα.
" Είναι ο Χότζας που μούλεγες;"
" Ναι, αυτός είναι Ορέστη".
"Πατέρα, ο σύντροφός μου μού είπε πως φωνάζεις γλυκά κι' όμορφα την προσευχή σου πάνω από τον μιναρέ. Πόσο θάθελα να σ' άκουα!" λέει ο Ορέστης.
Ο Μ.Α. εξηγεί στον λιπόσαρκο Χότζα την παράκληση του φίλου του.
" Σήμερα είναι η σειρά του συντρόφου μου", λέει ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ, δείχνοντας τον κοντόχοντρο ιερωμένο που πλυνότανε στο μαρμαρένιο συντριβάνι.
Ο άλλος Χότζας, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους, του φωνάζει:
" Κάνε το χατίρι των παιδιών και πες την εσύ την προσευχή".
Ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ πλένεται στο συντριβάνι κι' ανεβαίνει στον ψηλό μιναρέ. Η φωνή του ξεχύνεται πάνω από την πλαγιά του Τσεκριέ. Δεν ήτανε όμως η παλιά φωνή, γεμάτη πίστη στον Αλλάχ και στους ανθρώπους. Ήτανε μια κραυγή απελπισιάς κι' απόγνωσης, το τραχύ ξεφωνητό ενός ανθρώπου, που έχασε πια την ακλόνητη πίστη του για το θεό και για τον άνθρωπο.

Άμα κατέβηκε από τον μιναρέ, τους προσκάλεσε και τους δυό στο προσφυγικό καλύβι του. Τους έψησε καφέ και κουβεντιάζανε. Ο Μ.Α. εξηγούσε στον Ορέστη τι έλεγε Τούρκικα.
" Έμαθες τίποτα για τον αδερφό σου τον Σουλεϊμάν;"
" Όχι, μπουμπά".
" Ο Σουλεϊμάν χτύπησε βαρειά πάνω στο Καρά Μπουγιού Νταγ, μα γίνηκε ολότελα καλά. Είχα στείλει μήνυμα στον πατέρα του στο Πελήτ Κιόι , ζητώντας νέα του. Ο πατέρας του μ' απάντησε αν τύχει και σε ξανανταμώσω, να σου δώσω τα χαιρετίσματά του και να σου πω πως πρέπει να κρατήσετε τον όρκο σας ως το τέλος κι' οι δυό σας".
Σε λίγο οι δυό τραυματίες σηκώθηκαν να φύγουνε για το νοσοκομείο. Ο Μ.Α. πήρε το χέρι του γέρου ανάμεσα στα δυό του χέρια και το φίλησε. Ο γέρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο κεφάλι.
" Ο Αλλάχ μαζύ σας, παιδιά μου".

* * *
Οι δυό τραυματίες κάθουνται πάνω στην πεζούλα του αυλόγυρου του τζαμιού και κουβεντιάζουν. Κι' άλλοι τραυματίες παραπέρα, παρέες - παρέες , κάθουνται και μιλούν και γελάνε ή στε΄κουνται βουβοί, για ώρα, κυττώντας στον κάμπο. Είναι απομεσήμερο.
" Ο Μεγαλειότατός μας έστειλε το διάγγελμά του στον στρατό. Ξέρετε, παιδιά, πώς τελειώνει το Βασιλικό Διάγγελμα; " Μολών λαβέ". Μα ο Λεωνίδας προσπάθησε, μαζύ με τους τριακόσιους του, και νεκρός ακόμα, να βουλώσει την κλεισούρα στις Θερμοπύλες, με το κουφάρι του και με τα νεκρά κορμιά των παλληκαριών του. Ενώ τούτος;"
Ο ομιλητής μιλά χαμηλόφωνα στην παρέα του. Φαίνεται πως είναι αντιβασιλικός, ή το λάβωμα του κι' ο όλεθρος π' αντίκρυσε κει πάνω στην Άγκυρα τον κάνανε αντιδυναστειακό. Μιλά με πίκα και μίσος.
" Μίλα σιγότερα, Μήτρο, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Κύττα κείνα τα δυό αυγοτάραχα που πάνε πάντα μαζύ! Πρόσεχε άμα μιλάς πολιτικά".
" Ποιους; Εκείνους κει στην πεζούλα; Μωρέ, είναι χρυσά μωρά κι' οι δυό τους. Προψές τη νύχτα, μιλούσαν σιγανά για τους σκοτωμένους συντρόφους τους και στο τέλος κλαίανε σαν παιδιά κι' οι δυό τους. Κοιμάμαι κοντά τους, μέσα στον ίδιο θάλαμο. Ο ένας είναι από την Εύβοια κι' ο άλλος είναι Μικρασιάτης. Ανθρώποι που κλαίνε τη νύχτα για τους χαμένους συντρόφους τους, δεν μπορεί νάναι Βασιλικοί. Ορέστη, Μ.Α., ελάτε στην παρέα μας".
Οι δυό φίλοι πάνε στην παρέα του "μολών λαβέ". Έτσι η παρέα από έξη, γίνουνται οχτώ.
" Ο Βασιλιάς έδωκε ρητή διαταγή, όλοι οι τραυματίες να μην ξαναπάνε στο μέτωπο, παρά να τοποθετηθούν σε μετόπισθεν υπηρεσίες".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε. Έμαθα πως ο Βασιλιάς πήγε να δει τους βαρειά πληγωμένους στα νοσοκομεία της Προύσας κι' έκλαιε σαν μωρό".
" Εγώ γεννήθηκα στο Ασουάν, στην Άνω Αίγυπτο, κι' έχω δει κροκόδειλους με τα μάτια μου. Οι κερατάδες, τη νύχτα κλαίνε σαν μωρά, για να ξεγελάσουν κι' ανθρώπους και ζούδια να πέσουν στα νύχια τους. Λένε πως βγάζουνε και δάκρυα  από τα μάτια τους. Μα εγώ δεν τα είδα , γιατί φοβόμουνα να πάω κοντά τους. Κι' ο δικός μας κροκόδειλος, πρώτα μάς έσυρε στο μακελειό, ύστερα μάς έκλαψε ζωντανούς και πεθαμένους, πέταξε την ασπρογάλαζη ρουκέτα του "μολών λαβέ" και γεια σας - χαίρετε για το Τατόι, να κυνηγήσει ελάφια, άμα μπει ο χειμώνας".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε πάντα. Κι' ο βασιλιάς κι' οι σύμβουλοί του. Δεν μας νοιαστήκανε άμα βγάλανε τον φετφά τους στο Συνέδριο της Κιουτάχιας. Ο ξετσίπωτος ο Πρωθυπουργός του έκανε τη δήλωση στους αντιπροσώπους του Τύπου: " Εάν δεν διαλύσωμεν τας ορδάς του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας, εν ανάγκη θα βαδίσωμεν και μέχρι Σεβαστείας". Ξέρετε, βρε παιδιά πόσο απέχει η Άγκυρα από τη Σεβάστεια; Ρίξτε κάτω τον χάρτη και μετρήσετε μ' ένα χάρακα. Η Άγκυρα απέχει από τη Σεβάστεια όσο ακριβώς η Προύσα από την Άγκυρα".
" Μπας και θα περπατάνε αυτοί με τον γυλοιό στην πλάτη, ψειριασμένοι, κουρελιάρηδες, δαρμένοι από την πείνα και την δίψα; Κατουρήσανε μέσα στο κύπελλό τους και να πιούνε το κάτουρό τους το ίδιο; Εγώ τώπια πάνω στον Τραπεζοειδή λόφο, μπροστά στο Πολατλή, μα το ξέρασα και φώναξα στους συντρόφους μου: " Παιδιά, για τ' όνομα του Χριστού, μην πιήτε το κάτουρό σας, θα τελλαθήτε".

..........................................................................................................................................................

Σε λίγο φτάνει ένας τραυματίας κουτσαίνοντας.
" Έμαθα πως ο Βασιλιάς φεύγει σε μια ώρα για τα Μουδανιά μ' αυτοκίνητο κι' από εκεί για την ωραία Αθήνα".
Όλων τα μάτια, και των εννιά, καρφώθηκαν πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στον κάμπο, μα η κουβέντα εξακολούθησε.
" Εκεί στα Μουδανιά θα τον αναμένει η Αμφιτρίτη, η βασιλική θαλαμηγός, το αμαρτωλό σκάφος".
Από τον τρόπο που μιλούσε, ο Μ.Α. στοιχηματούσε το κεφάλι του πως τούτος δω, πριν καταταχτεί θα ήτανε δάσκαλος.
" Ο Βασιλιάς, σε κάθε πόλεμο, παραχωρεί την Αμφιτρίτη στο Έθνος, για πλωτό νοσοκομείο".
" Δεν μου λες, βρε συνάδελφε, μπας κι' έφερε την Αμφιτρίτη ο πατέρας του από τη Δανία; Για η μάνα του την έφερε από τη Ρωσία των Τσάρων;"
" Ογδόντα χιλιάδες λιποτάχτες είναι στην Ελλάδα. Δεν θέλουνε να ξαναγυρίσουν στο μέτωπο".
" Κι' εγώ νάμουνα στη θέση τους, το ίδιο θάκανα".
" Υποχωρώντας από το Καλέ Γκρόττο, δεν αφήκαμε ολόρθο ντουβάρι. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαμε. Όλα τα κάναμε Γης Μαδιάμ. Και στο τέλος, αν έρτουνε ανάποδα τα πράγματα, εμείς θάχουμε τα σπίτια μας και τους δικούς μας ασφαλισμένους. Μα όλη την καταστροφή που φέραμε στην Ανατολή, θα την πληρώσουνε με αίμα και δάκρυα τούτοι οι φουκαράδες οι Μικρασιάτες".
Όλοι τους ρίξανε μια ματιά συμπόνοιας προς τον Μ.Α. Εκείνος έκανε πως δεν πρόσεχε τα λόγια τους και κυττούσε κατά το Ντεμιρντές.
" Ο " Μολών Λαβέ" φεύγει, παιδιά", ξεφωνίζει ένας από τους εννιά. 
Όλοι κυττάνε κατά τον κάμπο. Πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, τρέχανε τρία αυτοκίνητα κρατώντας κανονική απόσταση αναμεταξύ τους. Στο μεσαίο αυτοκίνητο καθώτανε αναπαυτικά ο νεώτερος Τζένκις Χαν, αφίνοντας ρημαδαριό κι' απόγνωση στο διάβα του, χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις ρημαγμένα.
Τα Ελληνικά νηάτα, η χαρά της σήμερα κι' η ελπίδα της αύριο, τα μισά, κοιτόντουσαν νεκρά πάνω στ' αγριοβούνια της Ανατολίας ή ακρωτηριασμένα μέσα στα νοσοκομεία. Ο νεώτερος Τζένκις Χαν, πήγαινε να περάσει τον χειμώνα του στο γενέθλιό του Κερουλέν, το Κερουλέν της Δεκέλειας.
Οι μπαγκαντούρ του, οι μισάνθρωποι πολιτικάντηδες του, θα σεμνύνουνε τα θεωρεία του Βασιλικού Θεάτρου με την αιματοβαμμένη κορμοστασιά τους, στο ερχόμενο χειμερινό "σαιζόν". Θα πηγαίνουνε οι σαδιστές ν' ακούσουνε την τραγική μητέρα, την προδομένη Μήδεια, να μακελειάζει πίσω από τις διπλοαμπαρωμένες πόρτες τα δύστηνα τα παιδιά της.


Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα. Μελβούρνη, Αυστραλία, Νοέμβρης 1953