Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Μάνες και παιδιά στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ


Γράφει η ofisofi //atexnos

Οι Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ κτίστηκαν το 1889. Ήταν το παράρτημα της κεντρικής φυλακής ανδρών. Μέσα σε αυτές επρόκειτο να κλειστούν γυναίκες που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα στην Ελλάδα. Ήταν ένα διώροφο κτίριο που αποτελούνταν από το κεντρικό διοικητικό τμήμα και δύο πτέρυγες κρατουμένων. Είχε ένα μικρό προαύλιο στη μέση του οποίου υπήρχε ένα εκκλησάκι και ένα φοίνικας. Η χωρητικότητά τους αντιστοιχούσε σε 100 με 120 άτομα.

Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά (1936- 1940) μεταφέρθηκαν οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι. Στα κατοχικά χρόνια γκρεμίστηκαν τα κελιά του πάνω ορόφου και δημιουργήθηκαν τέσσερις μεγάλοι θάλαμοι και η τραπεζαρία.
Παιδί και η νονά του στη φυλακή
Από το Φεβρουάριο του 1945 έως τον Μάιο του 1948 στους καταλόγους των φυλακών αναφέρονται 1.771 εισαγωγές κρατουμένων για ποινικά και πολιτικά αδικήματα. Το Φεβρουάριο του 1950 ο αριθμός των εισαγωγών είχε διπλασιαστεί και αφορούσαν πολιτικούς κρατούμενους.

Το 1949 ο αριθμός των φυλακισμένων γυναικών ήταν δεκαπλάσιος του αρχικού σχεδιασμού. Γυναίκες από όλη την Ελλάδα, κυρίως από 20 έως 40 ετών, καταδικασμένες για τη συμμετοχή τους στην Εαμική αντίσταση και το Δημοκρατικό Στρατό  ή τη βοήθεια ή τη συγγενική σχέση με τους αντάρτες φυλακίζονταν  εκεί.

Οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές εργάζονταν και το επάγγελμά που ασκούσαν προϋπόθετε ανώτερο επίπεδο μόρφωσης.

Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν πρωτόγονες. Δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη έπιπλα και ο απαραίτητος ιματισμός με αποτέλεσμα να κοιμούνται στο πέτρινο πάτωμα. Τα μόνα σκεύη που επιτρέπονταν ήταν ένα αλουμινένιο πιάτο, μια κούπα και ένα κουτάλι. Τα χρησιμοποιούσαν για να τρώνε στο πάτωμα.

Τα κελιά δεν αερίζονταν αν και τα παράθυρα ήταν ανοικτά. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτικά ζεστή το καλοκαίρι και πολύ κρύα το χειμώνα. Ξυλόσομπες υπήρχαν μόνο στο πλυσταριό και την κουζίνα.

Οι κρατούμενες εργάζονταν σκληρά καθώς  ήταν υποχρεωμένες να καθαρίζουν ολόκληρη τη φυλακή και το διοικητήριο τρεις φορές τη μέρα, να μαγειρεύουν, να μεταφέρουν τις προμήθειες φορτώνοντας από τα φορτηγά  βαριά φορτία στις πλάτες τους και ξεφορτώνοντας τα  στη φυλακή.

Δεν είχαν προσωπική ζωή και αναγκάζονταν να κάνουν τα πάντα σε δημόσια θέα. Μαζί με το αίσθημα της ντροπής είχαν χάσει και την αίσθηση του χρόνου και του εξωτερικού κόσμου. Δεν τους επιτρεπόταν να έχουν ρολόγια, ημερολόγια, εφημερίδες ή ραδιόφωνα, αλλά ούτε καφέ και τσιγάρα, ποτήρια, πιρούνια, μαχαίρια.

Οι ποινές με τις οποίες είχαν καταδικαστεί ήταν μεγάλες. 276 γυναίκες είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και από αυτές οι 17 είχαν ήδη εκτελεσθεί.

Το βράδυ πριν την εκτέλεση οι μελλοθάνατες οδηγούνταν από άνδρες φρουρούς σε ένα απομονωμένο κελί και τα χαράματα εκτελούνταν.


Οι 17 εκτελεσμένες γυναίκες από τη φυλακή Αβέρωφ
Από το 1945 – 1950 συμβίωσαν για ένα χρονικό διάστημα στη φυλακή γυναίκες που είχαν γίνει μητέρες μαζί με τα παιδιά τους. Αναφέρονται 106 μητέρες και 119 παιδιά. Οι γυναίκες αυτές ήταν μαζεμένες στους θαλάμους του ισογείου. Στη δυτική πτέρυγα σε ένα θάλαμο 8 Χ 10 βρίσκονταν οι μανάδες που είχαν παιδιά μικρότερα από 2 ετών. Στην ανατολική πτέρυγα σε έναν ακόμη μικρότερο θάλαμο ήταν οι μανάδες με παιδιά από 2 έως 5 ετών.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και απάνθρωπες. Υπήρχε ένα ράντζο για κάθε μητέρα με το παιδί της ή για δύο παιδιά μαζί. Αυτό ήταν το σπίτι τους μέσα στο θάλαμο. Εκεί έπρεπε να κοιμούνται, να τρώνε, να περνούν τις ώρες τους, να προετοιμάζουν το φαγητό, να  φροντίζουν και να πλένουν το παιδί τους χωρίς να υπάρχει τρεχούμενο νερό ή τουαλέτα.

Η τροφή ήταν ανεπαρκής διότι τα παιδιά δεν υπολογίζονταν στους κρατούμενους , αλλά και ό,τι υπήρχε ήταν φτωχό σε διατροφική αξία.

Τα παιδιά μεγάλωναν υπό την επίβλεψη  μόνο γυναικών μέσα στις φυλακές σε περιορισμένο και ανθυγιεινό χώρο, χωρίς δραστηριότητες και κίνηση αφού περιορίζονταν στο χώρο που καταλάμβανε το ράντζο τους. Το οπτικό τους πεδίο ήταν επίσης περιορισμένο στους τοίχους του θαλάμου και της φυλακής.

Οι άλλες φυλακισμένες γυναίκες βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο τις μητέρες στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τα παιδιά τους και να δώσουν στα παιδιά εκείνα τα ερεθίσματα με τα οποία θα αναπτύσσονταν σωστά. Γι’ αυτό αν και απομονωμένα στους τοίχους της φυλακής τα παιδιά ήταν κοινωνικά και δεν παρουσίαζαν προβλήματα στη συμπεριφορά τους. Τα περισσότερα είχαν φυσιολογική σωματική και ψυχική ανάπτυξη.

Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι οι φυλακές Αβέρωφ ήταν ένα ελληνικό Άουσβιτς για τις μητέρες και τα παιδιά γιατί έδιναν καθημερινά έναν αγώνα σωματικής και ψυχικής επιβίωσης.
Πάνω φωτογραφία: Θάλαμος της φυλακής Αβέρωφ
Κάτω φωτογραφία: Δυτική πτέρυγα της φυλακής. Στο βάθος ήταν το τμήμα με τα μωρά
Η απομάκρυνση των παιδιών από τις μανάδες τους  επιβλήθηκε από την ανώτατη διοίκηση των φυλακών ,τον Αύγουστο του 1950, ως τιμωρία , επειδή  οι φυλακισμένες διαμαρτυρήθηκαν  για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. 93 παιδιά μεγαλύτερα των 2 ετών απομακρύνθηκαν από τη φυλακή και την αγκαλιά της μάνας τους. Οι μανάδες αυτές και οι συγκρατούμενές τους  προσπάθησαν μέσω γνωστών και συγγενών τους να βρουν ανάδοχα σπίτια για τα παιδιά τους επειδή φοβήθηκαν ότι αν μεταφερθούν στις παιδουπόλεις θα υποβληθούν σε πλύση εγκεφάλου προκειμένου να στραφούν εναντίον των ιδανικών των γονιών τους αλλά και εναντίον των ίδιων των γονιών τους.

54 παιδιά βρέθηκαν σε ανάδοχα σπίτια , που ανήκαν κυρίως σε παπούδες ή θείους των παιδιών.

Αρχικά δίπλα στο βορεινό τοίχο των φυλακών υπήρχε ένα μικρό άσυλο για τα παιδιά που λειτουργούσε με εθελοντικές προσφορές και τις μικρές επιχορηγήσεις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των υπουργείων Δικαιοσύνης και Δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας. Αργότερα  τα  παιδιά (37) μεταφέρθηκαν στη βίλα Κατσίγερα στο Κεφαλάρι , που λειτουργούσε ως παιδικό ίδρυμα. Το οίκημα αυτό είχε επιταχθεί και χρησιμοποιήθηκε ως το πρώτο ίδρυμα για τα παιδιά που είχαν αποχωριστεί τις φυλακισμένες μανάδες τους. Η βίλα είχε απογυμνωθεί από την πολυτελή επίπλωση της  και τα παιδιά ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Μετά από παρεμβάσεις της διοικήτριας των φυλακών στη βασίλισσα Φρειδερίκη όλα τα παιδιά μεταφέρθηκαν την άνοιξη του 1952 στο Παιδικό Σανατόριο Καλαμακίου, το οποίο είχε ιδρυθεί από έναν πλούσιο Ολλανδό. Αυτός μετέτρεψε την πολυτελή βίλα σε παιδικό αναρρωτήριο και τη δώρισε στη Βασιλική Πρόνοια η οποία βρισκόταν υπό την αιγίδα της Φρειδερίκης. Εκεί μεταφέρθηκαν και μερικά παιδιά ακόμα που τα πήραν από τις μανάδες τους καθώς είχαν συμπληρώσει τα 2 χρόνια της ζωής τους. Η πλειοψηφία των παιδιών όταν έφτασε σε σχολική ηλικία μεταφέρθηκε σε άλλα ιδρύματα.

Στο μεταξύ από το 1947 ο Οργανισμός Πρόνοιας Βορείου Ελλάδος, που μετονομάστηκε αργότερα σε Οργανισμό Βασιλικής Πρόνοιας , ίδρυσε 52 παιδουπόλεις στα περίχωρα επαρχιακών πόλεων για να στεγάσει τα ορφανά παιδιά ή όσα είχαν απομακρυνθεί από τους γονείς τους κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Τα  παιδιά που απομακρύνθηκαν από τις φυλακισμένες μητέρες τους μεταφέρθηκαν εκεί.

Οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής ήταν άσχημες και πρωτόγονες.

Τα παιδιά κοιμούνταν σε μεγάλους θαλάμους , όπου υπήρχαν 30-100 κρεβάτια χωρίς κανονικά στρώματα και σεντόνια. Το φαγητό ήταν λιγοστό  όπως και ο ρουχισμός. Στα περισσότερα ιδρύματα λειτουργούσε σχολείο και εφαρμοζόταν στρατιωτική πειθαρχία σε συνδυασμό με σωματικές ποινές . Τα παιδιά ήταν απομονωμένα από την κοινωνία και μεγάλωναν σε ένα στερητικό περιβάλλον. Είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με αλληλογραφία με τις μανάδες τους στη φυλακή , τους πατέρες τους και τους συγγενείς τους. Η αλληλογραφία αυτή όμως δεν ήταν συχνή. Σπάνια δέχονταν επισκέψεις συγγενών τους.
Οι μανάδες πάλι όσο ήταν φυλακισμένες επικοινωνούσαν με τα παιδιά τους με γράμματα ή στέλνοντας δέματα. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην αποκοπούν από αυτά. Πολλές έμαθαν γράμματα για να μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την επικοινωνία αυτή. Μέσα στη φυλακή έκαναν όνειρα για το μέλλον των παιδιών τους , για την επανασύνδεσή τους μετά  την αποφυλάκισή τους, φοβόνταν όμως μήπως τα παιδιά υιοθετηθούν χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Είχαν  επίγνωση των δύσκολων συνθηκών που ζούσαν τα παιδιά τους και τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωναν και διαπαιδαγωγούνταν μέσα στα ιδρύματα.

Μετά την αποφυλάκισή της κάθε μητέρα ήθελε να επανασυνδεθεί με το παιδί της. Αυτή η επιθυμία δεν ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις εφικτή εξ αιτίας  των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Φοβόνταν αντίποινα από τη χωροφυλακή και τις διάφορες παρακρατικές οργανώσεις. τα σπίτια τους ήταν κατεστραμμένα ή κατασχεμένα, δεν είχαν χρήματα, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Πολλές άλλαξαν τόπο διαμονής και έκαναν ευκαιριακές δουλειές για να ζήσουν. Η φτώχεια ήταν μόνιμος σύντροφός τους και τα παιδιά αναγκάζονταν να δουλεύουν παράλληλα με τη φοίτησή στο σχολείο.

Οι πληροφορίες είναι από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Μαντώς Νταλιάνη – Καραμπατζάκη: Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946 – 1949, σημερινοί ενήλικες. Πρόκειται για μια διαχρονική μελέτη με αντικείμενο τα παιδιά που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους.


Η Μαντώ Νταλιάνη – Καραμπατζάκη γεννήθηκε το 1920 στο Πελαδάρι της Προύσας και μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένεια της στη Θεσσαλονίκη. Το 1938 ήταν  φοιτήτρια της Ιατρικής Σχολής και μαζί με το σύζυγό της γιατρό Δημήτρη Νταλιάνη αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές τους ΕΑΜ. Το 1949 συνελήφθη και φυλακίστηκε για δύο χρόνια στις Φυλακές Αβέρωφ. Ως διπλωματούχος γιατρός βοηθούσε το γιατρό των φυλακών και είχε υπό την άμεση ιατρική φροντίδα της τις μητέρες και τα παιδιά τους. Με τη διπλή ιδιότητα της πολιτικής κρατούμενης και της γιατρού μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των γυναικών και να τις γνωρίσει πολύ καλά. Εκεί μέσα , στις φυλακές, η Νταλιάνη συνέλαβε την ιδέα της μελέτης για την εξέλιξη των παιδιών της φυλακής και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του τραύματος των παιδιών του εμφυλίου στην ενήλικη ζωή τους. Συνάντησε τις μητέρες και τα παιδιά 30 χρόνια μετά και ξεπερνώντας δυσκολίες και φόβους μπόρεσε να καταγράψει και να μελετήσει την εξέλιξή τους και τα προβλήματα που συνάντησαν.  Η μελέτη αποτέλεσε τη διδακτορική διατριβή της που ολοκλήρωσε το 1986 και δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στη Σουηδία το 1994  και είναι μία από τις ελάχιστες διατριβές Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής που κρίθηκε ικανή να παρουσιαστεί σε επιστημονικό περιοδικό ιστορίας. Την επιστημονική επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης υπογράφουν οι Ι.Τσιάντης και Δ. Πλουμπίδης. Η έκδοση έγινε με τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη, της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου και των εκδόσεων της Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 2009.

Η Μαντώ Νταλιάνη – Καραμπατζάκη πέθανε το 1996 στη Στοκχόλμη όπου ζούσε από το 1961.

 Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Σεπτέμβριος

Δ. Χαρισιάδης, παιδί με αλφαβητάρι. 1951. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.

Ένα παιδί προχωράει στο δρόμο, στους ώμους του, 
γεμάτη μικρά ανεκπλήρωτα , βαραίνει η σχολική του τσάντα.
Κάθομαι πίσω απ' το τζάμι και κοιτάω τη βροχή
να παρασέρνει τους έρωτες του καλοκαιριού.

                                                                   Τάσος Λειβαδίτης

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλιαράκι του Εσταυρωμένος Λαός αφηγείται με  δυνατά ρεαλιστικό και σπαρακτικό  τρόπο τις θηριωδίες και τις φρικαλεότητες των Γερμανών και των ελλήνων συνεργατών τους στο Χορτιάτη. Σκηνές σκληρές, τρομερές και ανείπωτα τραγικές ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου. Οδύνη, πόνος και οργή για τις ωμότητες, που διεπράχθησαν και  αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους,  με αποκορύφωμα τον ομαδικό θάνατο στην πυρά των κατοίκων του χωριού, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.

Είναι το τρίτο βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, μετά το Χρονικό του Διστόμου και το Στρατόπεδο Χαϊδαριού, που γράφει, με ντοκουμέντα για την Αντίσταση εναντίον των κατακτητών και τα φοβερά αντίποινα τους εναντίον των αμάχων για να κάμψουν την  αντίσταση του ελληνικού λαού.

Ο πρόλογος είναι από την πρώτη έκδοση του 1945 και έχει τον τίτλο «Απαγορεύεται να θυμάσαι…». Σε αυτόν αιτιολογεί την έκδοση αυτών των μικρών βιβλίων αρχικά γιατί

«Την Ιστορία μας πρέπει να τη μάθει και το πιο φτωχό και το πιο αγράμματο παιδί και του δικού μας τόπου και των ξένων χωρών. Μ’ αυτούς εκάναμε τις συμφωνίες, και μ’ αυτούς έχουμε κοινούς λογαριασμούς.

Σ’ αυτούς εδώκαμε ΕΜΕΙΣ την ΠΡΩΤΗ βοήθεια και την ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ.



Και δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση, στ’ όνομα καμιάς πολιτικής σκοπιμότητας, να δεχόμαστε ραπίσματα από επίσημα χέρια, διαβατικών πολιτικών, σαν και τούτο:

– “ Κατά τους πρώτους μήνας του 1941, η Μεγάλη Βρεταννία εθυσίασε, παρά την θέλησίν της, και ίσως κάπως αστόχως τας κατακτήσεις της εις την Αίγυπτον και την Κυρηναϊκήν, δια να στείλη στρατιωτικάς δυνάμεις προς βοήθειαν της Ελλάδος εις τον αγώνα της κατά των Γερμανών. Και η Ελλάς δεν θα λησμονήση ποτέ την βοήθειαν αυτήν, την οποίαν την προσεφέραμεν, έστω και άνευ αποτελέσματος. Αλλ΄η τιμή μάς επέβαλλε να το κάμωμεν αυτό”.

Σ’ αυτό το κατασκεύασμα της « Υψηλής πολιτικής» που είναι γεμάτο κιντύνους για την Εθνική μας υπόθεση, σε παραμονές συνεδρίων Ειρήνης, πρέπει να απαντήσωμεν αμέσως, με αναλυτικό λογαριασμό των θυσιών και των αγώνων μας.

Οι πνευματικοί μας άνθρωποι πρέπει αμέσως να παρατήσουνε κάθε δουλειά. Να βάλουνε στον οδοιπορικό τους σάκκο λίγο ψωμί και λίγες εληές και να τρέξουνε στην ύπαιθρο . Να μαζέψουνε τα στοιχεία των αγώνων της Εθνικής μας Αντίστασης.

Οι δάσκαλοι, ας παρατήσουνε τις έδρες τους κι’ ας κάνουνε την ίδια δουλειά.

Οι μαθητές, ας γίνουνε συνεργεία, ας γίνουν σμήνη μελισσόπουλων που θα συνάξουνε το μέλι της Εθνικής Κυψέλης . Τα θρανία δεν πρόκειται να τους δόσουν τίποτα σοβαρότερο αυτή τη στιγμή.

Κι’ άλλα οργανωμένα συνεργεία πνευματικών παραγόντων, θα επεξεργαστούνε το υλικό, θα το εκδόσουν και θα το κυκλοφορήσουν, ως εκεί που μπορεί να φτάνει ανθρώπινο ταχυδρομείο.

Η πολιτεία έπρεπε να οργανώσει αυτή τη δουλειά. Όμως αντί γι’ αυτό σωπαίνει. Δέχεται τα ραπίσματα, αρνείται τους Νεκρούς και τους Ήρωές της. Διαγράφει την Τετράχρονη προσφορά του Έθνους στον μεγάλο αγώνα και διώκει τους επιζήσαντες στρατιώτες της Ιερής Αντίστασης.

Και κάτι ακόμη: Ετοιμάζει Νόμο να συνταξιοδοτήσει τους ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ του καταχτητή.

Αν αυτά τα μασκαριλίκια λέγονται «πολιτική», η πολιτική αυτή είναι απαράδεχτο να ασκείται για λογαριασμό του ηρωικότερου Λαού του Κόσμου.

Κι’ όποιος θέλει, ας πάει να την ασκεί στο Λαό των Κάφρων. Αν του το επιτρέψουνε.»

και στη συνέχεια

«Η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης θα αρχίσει να εκδίδεται σε πολύ μικρά βιβλιαράκια. Για να μπορεί να τα πάρει ο καθένας.»

Από τον εθνικό Γολγοθά βγαλμένο το χρονικό του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη.

«Ο Χορτιάτης είναι ορεινό χωριό. Λίγες ώρες όξω από τη Θεσσαλονίκη(…)

Στις 2 του Σεπτέμβρη 1943, πρωΐ – πρωΐ, δύναμη Γερμανών και Ταγματασφαλίτες μαζί πατήσανε το χωριό. Αρχηγός των Γερμανών είναι ο λοχαγός Σούμπερτ και των ασφαλιτών ο Καπετανάκης. Τη γενική διεύθυνση την έχει ο Γερμανός αξιωματικός. Το σχέδιο της επιχείρησης, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, δε μπορεί παρά να έχει καταστρωθεί από τα πριν. Γιατί, μόλις μπήκανε μέσα, σκορπάνε στο χωριό οι γενίτσαροι. Οι Γερμανοί πιάνουνε τις εξόδους και τους κεντρικούς δρόμους. Χτυπούνε και την καμπάνα για να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία.

Μερικοί μαζεύτηκαν. Προσπαθούνε να πείσουνε τους Γερμανούς πως είναι ξένοι. Επισκέπτες ή παραθεριστές. Τους λένε να περιμένουνε.

Σιγά – σιγά μαζεύονται κι’ άλλοι. Τους φέρνουνε οι τσολιάδες. Πρώτος ο παπάς του χωριού. Δημήτρης Τομαράς λέγεται κ’ είναι 75 χρονών. Αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να τον τραβά ένας από τα ράσα, άλλος από τα γένεια κι’ άλλος να τον χτυπά με τον υποκόπανο στα πλευρά. Μπροστά και τα δυο του κορίτσια. Η μια λέγεται Ερατώ και είναι 18 χρονών και η άλλη Αγγελική και είναι 20 χρονών. Εξαιρετικής καλλονής και οι δυο τους.

Τα κορίτσια φωνάζουνε για την μεταχείριση του πατέρας τους κι’ ο πατέρας εξαγριωμένος διαμαρτύρεται για τη μεταχείριση των κοριτσιών. Τις έχουν αναγκάσει να πορεύονται με σηκωμένα φουστάνια. Επειδή δεν υπακούνε τους τα δένουνε ανασηκωμένα στη μέση με σπάγγους.

Ξωπίσω φέρνουνε άλλοι, τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Χρήστο Παντάτσο, με τη φαμίλια του. Τη μητέρα του, 75 χρονών γερόντισσα, και τα τρία ανήλικα παιδιά του: Δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι.

Τον Πρόεδρο τον φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνή και τη γρηά Μάνα του!

Οι μαζεμένοι στην πλατεία ξεφωνίζουνε με φρίκη κι’ αγανάχτηση. Οι Γερμανοί γελούνε στην αρχή. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο γίνεται σκοτεινή γκριμάτσα, έπειτα τρέμουλο, σπασμός ερεθισμένου ζώου. Το γυμνό τούς έχει αποθηριώσει.



Από κάθε δρόμο, από κάθε γωνιά ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.

Το σχέδιο ασφαλώς , έγινε πριν να μπουν στο Χωριό. Γιατί δεν εξηγείται αλλοιώς, πώς όλοι κουβαλάνε μισόγδυμνες ή κι’ ολοωσδιόλου γδυμνές τις γυναίκες.

Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, των πατεράδων που εξευτελίζονται και δέρνονται, των Μανάδων με τα γδυμνά στήθια και των γδυμνών κοριτσιών, μπερδεύονται και τσαλαπατιούνται και κλαίνε τα μικρά παιδάκια. Παιδάκια, όπως φαίνεται από τον κατάλογο που βάζομε στο τέλος, δυο και τριώ και πέντε χρονών.

Πιστεύω να κλαίνε περισσότερο από τον πόνο που νοιώθει η ψυχούλα τους, για τη διαπόμπευση των γονιών και των αδερφάδων τους, παρά γιατί φοβούνται.

Στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου, που βγαίνει στην πλατεία, ανάβει δυνατή φωτιά. Τη συμπαίνουνε με δεμάτια σανό, για να αρπάξουνε φωτιά τα χοντρά κούτσουρα.

Ένας Γερμανός μπαίνει ανάμεσα στον κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ίσια στον παπά. Τον γαργαλάει στη γενειάδα, γελά σαν σατανάς, του κλείνει πρόστυχα το μάτι κι’ αρπάζζει βίαια τη μια του κόρη. Ο παπάς ορμά και του δαγκώνει το χέρι. Ο Γερμανός διατάσσει δυο άλλους Ες – Ες και βγάζουνε ένα ένα τα δόντια του παπά με μια τανάλια. Αυτός τραβά την κοπέλα, τη σούρνει, καθώς είναι πεσμένη χάμω κι’ αντιστέκεται, και μπαίνει στο πρώτο σπίτι που βρίσκεται μπροστά του.

Φαίνεται πως αυτό ήταν το σύνθημα. Οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σαν όρνια, μέσα στο πλήθος. Χτυπούνε τους άντρες, άλλους τους δένουνε και ορμούνε ανάμεσα στις παρέες των κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.

Σημειώνονται λιποθυμίες, ακούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αυτοί τη δουλειά τους!

Τρία κορίτσια τα καλούν με τα ονόματά τους. Τα διαβάζουνε από χαρτάκι. Δεν δίδεται καμμιά απόκριση. Δεν ακούγεται κανένα «Παρών».

Τότες αρπάζουνε τρία, από τη μεγάλη μέση.

Τα σέρνουν όξω απ’ το πλήθος. Λίγο παρέκει, μπροστά στα μάτια του ξέφρενου κόσμου, βιάζονται απάνθρωπα, στη λιποθυμία τους απάνω. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται. Αν και θα μπορούσαν να γραφτούν. Δε ζούνε πια. Στη φωτιά που είχαν ανάψει τις βάλανε! Δεν τις πετάξανε. Τις περάσανε ολοζώντανες σε σούβλες αρνιού. Και για λίγην ώρα τις στριφογυρίζουνε, όπως στριφογυρίζουνε τα σφαχτά…

Η μυρουδιά από την ψητή ανθρώπινη σάρκα, φέρνει το πλήθος σ’ έξαλλη ταραχή, που μοιάζει με παραφροσύνη.

Από την στιγμή αυτή μπερδεύονται τα πάντα.

Οι χωρικοί δεν είναι πια σίγουροι αν ζούνε αυτή την πραγματικότητα, ή αν βλέπουνε φριχτό εφιαλτικό όνειρο..

Το ίδιο κ’ οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες, ζούνε όξω κόσμου. Έχουνε χάσει τα σύνορα. Δεν είναι, λες, πια σε θέση να ξέρουνε αν βρίσκονται στην πανάρχαια ζούγκλα, εκατομμύρια χρόνια πίσω, ή αν ενεργούνε σαν όργανα ενός τωρινού κόσμου, για συγκεκριμένους, έστω κι’ ακάθαρτους σκοπούς.

Οι ανασταλτικές δυνάμεις των ανθρώπινων παθών στομώνονται. Η Ζούγκλα κατακλύζει τα πάντα, σαρκάζοντας με των θεριών τα στόματα. Τα πάθη ξεχειλούνε, παφλάζουνε, εξαφανίζουνε στη στιγμή κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, και τη στιγμήν αυτή δεν υπάρχει στη θέση του κόσμου των ανθρώπων τίποτ’ άλλο, παρά η μυρουδιά ψητής ανθρώπινης σάρκας και κάποιων αγριμικών ρουθούνια, που πάλλονται ερεθισμένα.

Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από γδυμνά γυναίκια κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, με θεατές τους ίδιους τους προστάτες της τιμής, τους πατεράδες, τις μανάδες, τ’ αδέρφια, τα μωρά παιδάκια.

Κι’ αυτοί αισθάνονται σαν απόκοσμοι, σαν υπερφυσικοί εξουσιαστές του κόσμου, που τίποτα δεν  τους είναι ξένο κι’ απαγορευμένο. Όλα μπορούνε να τα επιχειρήσουνε και να τολμήσουν.

Αυτή την ώρα δεν υπάρχει πια ανώτερος που διευθύνει και κατώτεροι που εκτελούν μια, έστω κι’ αυτή την απάνθρωπη, επιχείρηση.

Υπάρχει μόνο δύναμη και αδυναμία.

Γερμανοί και Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιούνται χάμω πλάι –πλάι, συνεννοούνται σε μια παράξενη άναρθρη γλώσσα, ανακατεύονται με κοπέλλες π’ αφρίζουν και παλεύουν κι’ αντιστέκονται , με Μανάδες που λιποθυμούν, με γονιούς που χυμούν και δαγκώνουν, και μ’ άλλους που δεμένοι παρακολουθούν με καταπιομένη τη γλώσσα και γουρλωμένα τα μάτια…

Ένα συνεχούμενο μουγκριτό λιμασμένων ζώων που ικανοποιούνται, ένας λυγμός, σπαρασσόμενων ανθρώπων, μια πηχτή – πνιχτή – πλανταμένη φρίκη που ξεχειλά από κάποια λαρύγγια, κι’ αθώες φωνούλες που ρωτούνε, χωρίς ν’ ακούγονται: « …Μπαμπά! Όλους θα μας φάνε οι Γερμανοί!…» Να, τι είναι αυτή η στιγμή.

Θέλετε ν’ αφήσομε λιγάκι και τη φαντασία λεύτερη, για να συμπληρώσει το ζωντανό πίνακα, με τις εκφράσεις των παιδικών προσώπων, με την τρομάρα των παιδικών ματιών, με την απελπισία που εκφράζουνε οι αδέξιες παιδικές χειρονομίες με τα ξαφνιασμένα τρυφερά λογάκια που φεύγουν απ’ τ’ αγγελικά στόματα, με την προσπάθεια να στραταρίζουνε ανάμεσα στον σπαρασσόμενο ανθρώπινο σωρό, για να παρηγορήσουν μ’ ένα χάδι τη λιπόθυμη αδελφούλα, τη μισοσπαραγμένη Μανούλα, ή το δεμένο τραγικό θεατή που λέγεται Πατέρας;

Δεν υπάρχει δύναμη που ν’ αντέχει στη δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Η καρδιά θα σπάσει. Θα τσακίσουν και τα ισχυρότερα νεύρα. Κ’ η εμπιστοσύνη του ανθρώπου θα χαθεί τελειωτικά από τον πλησίον. Όλη η ζωή μας θα καταντήσει σε σύγχιση και σε τρομερή κι’ ανείπωτη κρίση. Ο ύπνος θα περιφρονήσει τα μάτια μας, που θα μείνουν ορθάνοιχτα, για πάντα, μπρος σε εικόνες φρίκης, αιμάτων, διωγμών, ανθρωποφαγίας κι’ ανθρωποσφαγής.



Φτάνει η ίδια η πραγματικότητα. Είν’ αρκετή η συνέχεια που ακολουθεί, για να βαθμολογήσει τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Η φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστά σ’ αυτή τη συνέχεια των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Κ’ οι δυνάμεις ενός ανθρώπου είν’ ασήμαντες κι’ ανίκανες, μπροστά στο πελώριο θέμα των λεπτομερειών της ωμής αυτής πραγματικότητας, που λέγεται Ελληνική Αντίσταση.

Δεν έχομε καιρό για ξόμπλια και «ενορχήτρωση της φράσης», και παιχνίδια.

Δε γράφονται με πέννα τέτοια πράματα. Με τα νύχια γράφονται. Κι’ αντίς για μελάνι χρησιμοποιείται ολόσκετο « ανθρώπινο αίμα και δάκρυα κ’ ιδρώτας…»

(…) Από τους Εθνομάρτυρες αυτούς, που άπλωσαν τα πάλλευκα χέρια τους στους Μάρτυρες του Κρητικού Αρκαδιού, από έναν ασήμαντο φούρνο του Χορτιάτη, θα λείπουνε δυο, όταν θα γίνει το προσκλητήριο στη Χώρα των Ηρώων του έθνους.

Αυτοί οι δυο, μέσα στη μπόρα και στη σύγχιση, κατάφεραν να φύγουν μέσα από τις φλόγες. Είναι: Η Μαρία Αγγελίδη, σαράντα χρονών, και η Βασιλική Γκουραμάνη – που ζήσανε για να μας διηγούνται  πώς πεθαίνουν οι Ήρωες, πώς κρατάν το μυστικό του Έθνους, και πώς κερδίζεται η λευτεριά. Κι’ ακόμη, με τι ποτίζεται το δεντρί της Νίκης.

Είναι αδύνατο να μην τις αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί. Το πιο πιθανό είναι πως τις αφήκαν σκόπιμα για να μεταφέρουν την απίστευτη φρίκη και το ανήκουστο  θέαμα στους άλλους, στ’ άλλα χωριά, στην Ελλάδα ολόκληρη, και να σπείρουν τον τρόμο , τη σύγχιση και τον πανικό στον αγωνιζόμενο Λαό.

Το κέρδος των δημίων θα ήτανε ν’ αμβλύνουνε, με τον τρόπο αυτό, τη μαχητικότητα των Ελλήνων, για να ελπίσουνε οι ίδιοι σε μια σιωπηρή ανακωχή, σε μιαν άφωνη συμφωνία πως σε ώρα υποχώρησης ή συμμαχικής απόβασης, το εσωτερικό μέτωπο θα έμενε αδιάφορο κι’ ακίνητο. Κι’ ακίντυνο.

Ως την ύστερην ώρα οι Ούννοι δε θέλησαν να πιστέψουν πως ο Λαός μας δεν ξέρει να παζαρεύει τη λευτεριά και να βάζει διατίμηση στις θυσίες του.

Πόλεμο έκανε για την Ελευθερία του ανθρώπου. – Για την αυτοδιάθεση των Λαών της Γης. – Για την κατάργηση της Πενίας και του Τρόμου. – Για τη συντριβή του Φασισμού.

Για τη ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ  δεν προβλέπει το συμβόλαιό του με τους λαούς της Γης…(απόσπασμα)

«Δεν θα χαμηλώσουν οι φλόγες της μνήμης» : η κραυγή  στον επίλογο της τρίτης έκδοσης, το 1963..

«Το να θυμάσαι, και να επιμένεις να γράφεις για τις δυο χιλιάδες εφτακόσιες πολιτείες και χωριά της πατρίδας σου, που είχανε τη μοίρα του Χορτιάτη, απαγορεύτηκε αμέσως μόλις φύγανε οι Γερμανοί. Έπρεπε ν’ αρχίσουνε σιγά –σιγά να χαμηλώνουν οι φωτιές της μνήμης , και να δοθεί καιρός στους καννιβάλους του Χορτιάτη να πάνε στα σπίτια τους, ν’ αλλάξουνε, να πλύνουνε τα χέρια, και να πισωγυρίσουνε τουρίστες, έμποροι παιδικών παιχνιδιών, δάσκαλοι, αρχαιολόγοι, Ελληνολάτρεις!…

Δεν είναι βέβαια λαδολύχναρο αυτή η έρμη η μνήμη να το ανάβης όποτε κι όσο το χρειάζεσαι. Είναι στιγμές που λαβουρντανίζει χωρίς να το θες, πέφτει ίδιος κεραυνός, βάζει φωτιά στην κοιμισμένη οργή, στα ναρκωμένα μίση, βαράει συναγερμό ανάμεσα στους εξακόσιες χιλιάδες νεκρούς των Ελλήνων, κι’ από κει κανένας δε μπορεί να ευθύνεται για τ΄ αποτελέσματα της θύελλας.

Έγινε, βέβαια , νόμος που τιμωρεί τις τέτοιες θύελλες, και στην εφαρμογή του χτυπάει όποιον θυμάται τον πατέρα και τη μάνα του, όποιον θάβει τους νεκρούς του, ως και κείνον ακόμη που πάει ένα πιάτο κόλλυβα στην εκκλησία για να μνημονευτούνε οι στάχτες από τους φούρνους του Χορτιάτη κι’ από τ’ ατέλειωτα θυσιαστήρια της Πατρίδας(…)

(…) οι νεώτερες γενιές δε θα μείνουνε στα χέρια άνομης εξουσίας για να τους αμβλύνει και ν’ αφανίσει την εθνική τους συνείδηση, πλαστογραφώντας την ιστορία μας για συμφέροντα ξένα, και από τρόμο μιας ενοχής.

Είναι όμως ανάγκη, στις γενιές αυτές να μη κουραζόμαστε να θυμίζουμε την πρόσφατη ιστορία μας. Και να κρατούμε στο ακέραιο το θαυμασμό στη μνήμη των γονιών τους, που σε κρίσιμη ώρα σώσανε την τομή της Ελλάδας και την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους, με την ασύγκριτη Αντίστασή τους.

Αυτό το σκοπό εξυπηρετεί η επανέκδοση του μικρού τούτου χρονικού».



Θέμος Κορνάρος, Εσταυρωμένος Λαός, Νεοελληνικές Εκδόσεις – Βιβλιοθήκη του Λαού – Αθήνα 1963, 3η έκδοση. «Το εξώφυλλο επεξεργάστηκε ο νέος ζωγράφος Γιώργης Φαρσακίδης, τραυματίας της μάχης του Χορτιάτη.»

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Αύγουστος του 1922  σημαδεύτηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή, ιστορικό γεγονός τεράστιας και καταλυτικής σημασίας για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεότερης Ελλάδας. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης υποστηρίζει, στο απόσπασμα που ακολουθεί,  την άποψη ότι η νεότερη Ελλάδα, ουσιαστικά, επανιδρύθηκε, όλα φτιάχτηκαν από την αρχή. Μέσα από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες δημιουργήθηκαν εκείνες οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες που οδήγησαν στις δραματικές εξελίξεις των επόμενων  χρόνων. Θεωρεί πολύ σημαντικά τα  χρόνια που μεσολάβησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το ξέσπασμα του Πολέμου του 1940 και ό,τι ακολούθησε, δηλαδή  Κατοχή, Αντίσταση  και Εμφύλιο  διότι  εκεί βρίσκονται όλα όσα οδήγησαν σε αυτόν.
«Ο Εμφύλιος πάντως γεννήθηκε και εξελίχθηκε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της δικής μας κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής θα αναζητήσουμε λοιπόν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, τις συγκυρίες μέσα στις οποίες προκλήθηκε και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτόν. Η διαύγεια στην κατανόηση της τότε εικόνας και των λειτουργιών της χώρας μόνο ως αναγκαία προϋπόθεση μπορεί να εκληφθεί στη απόπειρα κατανόησης των συνθηκών του Εμφυλίου. Το βασικό σημείο νομίζω που πρέπει να μας απασχολήσει είναι η «νεότητα» της χώρας.

Πραγματικά, αν η κατάσταση της Ευρώπης μπορεί να χαρακτηριστεί ρευστή και υπό διαμόρφωση, για την Ελλάδα μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για χώρα «υπό κατασκευή». Ίσως εκπλήξει η θέση αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με τις περί μακρόχρονης ιστορίας παραδόσεις  ή έστω με την αντίληψη που θέλει την εξέλιξη του ελληνικού κράτους γραμμική και προοδευτική από το 1821 και δώθε. Στην αρχή, όμως, του αιώνα και ιδιαίτερα στη δεκαετία 1912 – 1922 η ιστορία των Ελλήνων και η αντίστοιχη του ελληνικού κράτους υπέστησαν τόσες αλλαγές ώστε είναι νόμιμο να μιλήσουμε για νέα αφετηρία. Η χώρα που προέκυψε πολύ λίγο έμοιαζε με αυτή την οποία διαδέχθηκε.

Δεν ήταν μόνο η αλλαγή της γεωγραφικής έκτασης και του ειδικού βάρους της χώρας στην περιοχή της. Δεν ήταν μόνο η σημαντική δημογραφική αλλαγή, ο πολλαπλασιασμός των υπηκόων του νέου κράτους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά υπερέβαλαν αυτές τις τεχνικές διαπιστώσεις . Μερικά, θεμελιώδη για την ιστορική πορεία των Νεοελλήνων, στοιχεία ανατράπηκαν ολοκληρωτικά την περίοδο αυτή. Παραδείγματος χάρη, η πριν από το 1912 Ελλάδα περιελάμβανε , εκτός από τους εντός των συνόρων πολίτες της, έναν δεύτερο, πραγματικό και φαντασιακό ταυτόχρονα, «εθνικό» χώρο. Εκείνο των εκτός των συνόρων Ελλήνων που προόδευαν, σχεδόν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο: στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, τον Δούναβη… Η μετά το 1922 χώρα δεν είχε τέτοιου είδους ενδοχώρα ενώ, αντίθετα, έπρεπε να αφομοιώσει και να ενοποιήσει πολιτισμικές ή και εθνικές κοινότητες που πολύ απείχαν από την τυπική εικόνα του Παλαιοελλαδίτη: πρόσφυγες από τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Ρωσία, τον Καύκασο, την Ιωνία, αλλά και μειονότητες: Σλαβομακεδόνες, Σεφαρδίτες Εβραίους, μουσουλμάνους κ.λ.π. Όσον αφορά δε τον κοινωνικό χώρο, εκεί πλέον η αναταραχή που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ξανάρχιζε, σε πολλούς χώρους, το παιχνίδι της κοινωνικής σύνθεσης σχεδόν από την αρχή. Με άλλα λόγια, η οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική λειτουργία της χώρας ξεκινούσε πάλι από νέες βάσεις, μέσα σε απόλυτη ρευστότητα. Γι’ αυτό νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για επανίδρυση της νεότερης Ελλάδας και να συμπεριλαμβάνουμε αυτή την κατάσταση στις αναλύσεις μας.

Από εκείνη την εποχή, το 1922 ή καλύτερα το 1925, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων στο νέο τους περιβάλλον, πέρασαν μόλις 15 χρόνια ως το 1940 και τις νέες περιπέτειες που η δεκαετία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου επιφύλασσε. Ήταν ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με το έργο που έπρεπε να συντελεστεί. Η χώρα έπρεπε να μάθει να ζει στις νέες συνθήκες, όπου το εθνικό ταυτιζόταν με τα γεωγραφικά και πολιτικά σύνορα και όπου ο πλούτος ή η φτώχεια των Ελλήνων δεν εξαρτιόταν πλέον από δραστηριότητες στα μήκη και τα πλάτη της Ανατολικής Μεσογείου αλλά από τα όσα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στα στενά όρια του κράτους τους. Οι Έλληνες έπρεπε να μάθουν να συζούν μεταξύ τους, ακόμη κι αν η προέλευσή τους ήταν διαφορετική, οι δεξιότητες άλλες, οι διάλεκτοι διαφορετικές και η κοινωνική διαμόρφωση και προέλευση ξένη προς τη νέα τους θέση. Με άλλα λόγια, η χώρα έπρεπε να αναπτυχθεί ως γεωγραφικό και δημογραφικό σύνολο και οι έλληνες έπρεπε να ομογενοποιηθούν, να γίνουν ενιαία κοινωνία.

Στα δεκαπέντε χρόνια που χώρισαν την ολοκλήρωση της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόλεμο του ’40 και την αφετηρία της νέας περιόδου ανατροπών, η ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα πέρασε από πολλές διαφορετικές εμπειρίες. Πρώτα απ’ όλα, τα χρόνια αυτά υπήρξαν , για την πλειοψηφία των Ελλήνων, χρόνια στερήσεων, φτώχειας και μόχθου. Ήταν, όμως και χρόνια σχεδόν αναγκαστικής προόδου. Ασφαλιστικές δικλίδες δεν υπήρχαν. Η μετανάστευση προς τις κοντινές στην Ελλάδα περιοχές είχε πολύ περιοριστεί στις νέες συνθήκες  ενώ το μεγάλο καταφύγιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κλείσει τις πόρτες τους το 1924. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα στο στενό ελληνικό χώρο. Πολλά πράγματα δε από εκείνα τα βασικά που κρίνουν την επιβίωση έπρεπε να χτιστούν. Σε πολλές περιοχές, σε πολλές δραστηριότητες τα πράγματα έπρεπε να φτιαχθούν από την αρχή. Αυτό ίσχυε για τις πόλεις: οι τελευταίες, για ν’ αρχίσουμε, έπρεπε να χτιστούν. Στην αρχή της νέας περιόδου, γύρω από τα αστικά κέντρα δημιουργήθηκαν ατελείωτες παραγκουπόλεις, χτισμένες με ό, τι δήποτε υλικό βρισκόταν πρόσφορο στον γύρω χώρο, χωρίς υποδομές, χωρίς σχέδια, χωρίς πρόνοια για τις στοιχειώδεις ανάγκες των ανθρώπων. Η εφευρετικότητα και τα χρήματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων έδωσαν το απαραίτητο στήριγμα, το κύριο, όμως, έργο αυτής της ανοικοδόμησης των εξωτερικών δακτυλίων περίπου όλων των ελληνικών πόλεων – της Παλαιάς ή της Νέας Ελλάδας – το ανέλαβε ο μόχθος των ενδιαφερόμενων ανθρώπων. Πολύ γρήγορα οι περιοχές αυτές της μιζέριας άλλαξαν μορφή και οι κάτοικοί τους, αφού εξασφάλισαν τις βασικές για την επιβίωσή τους προϋποθέσεις, άρχισαν να διεκδικούν την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό κατά τρόπο που να επιτρέπει την κοινωνική ανέλιξη και την ελπίδα. Η αρχική τους μιζέρια δεν ήταν τόσο κοινωνικά εκρηκτική όσο ήταν η προσπάθειά τους για ένταξη στη δυναμική της κοινωνίας. Γεννήθηκαν ανταγωνισμοί, πάθη, συγκρούσεις και προβλήματα, την πολιτική αντανάκλαση των οποίων εξέφρασε η ταραγμένη πολιτική ζωή της χώρας ιδιαίτερα από το 1932 και μετά. Ο κοινωνικός χώρος, ιδιαίτερα στις παρυφές της χειρωνακτικής εργασίας, στο σύνορο που χωρίζει τα κατώτερα στρώματα από τον μικροαστικό κόσμο, έγινε έντονα διαπερατός, ρευστός και διεκδικήσιμος.

Στην ύπαιθρο οι μεταβολές ήταν ακόμη πιο σαρωτικές. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να φτιαχτεί από την αρχή το ίδιο τοπίο ώστε να γίνει βιώσιμο και φιλόξενο για τους ανθρώπους που στάλθηκαν εκεί. Σε τούτα τα δεκαπέντε χρόνια, σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα , άλλαξε ο μορφολογικός χάρτης της Ελλάδας. Λίμνες αποξηράνθηκαν και έγιναν χωράφια, κοίτες ποταμών δαμάστηκαν και διευθετήθηκαν, κτίστηκαν χωριά, εκχερσώθηκαν δάση, εξοικονομήθηκε έδαφος για δουλέψουν και να ζήσουν οι νέοι και οι παλαιοί κάτοικοι της υπαίθρου. Όλ’ αυτά έγιναν με πόνο και με μόχθο. Η ελονοσία είχε τη μερίδα του λέοντος στα θύματα και η καταπολέμησή της αποτέλεσε ένα είδος πολέμου, μια αγροτική πανστρατιά, συγκρίσιμη ως προς τα θύματα με περιόδους στις οποίες κυριαρχούσε η μεταξύ των ανθρώπων βία.

Η γη διανεμήθηκε, οι άνθρωποι έμαθαν να συνεργάζονται, να ζουν μαζί, να συντονίζουν τις ενέργειες και τις εργασίες τους, αλλά και να ανταγωνίζονται στη διεκδίκηση κάποιας καλύτερης μοίρας, να εχθρεύονται, χωριό προς χωριό ή μαχαλάς προς μαχαλά. Η εργασία απέδιδε, ο τόπος μεταμορφωνόταν και μέσα στα δεκαπέντε αυτά χρόνια σκληρού μόχθου είχε δημιουργηθεί πλεόνασμα και υποσχέσεις πλούτου διεκδικήσιμες από εκείνους που ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί έχτισαν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Για τη δεκαετία του 1940 και ειδικά για τον Εμφύλιο αυτά τα δεκαπέντε χρόνια αγροτικής ιστορίας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση , η κατάτμηση της εκμεταλλεύσιμης γης σε μικρούς κλήρους, έκθετους στις πιέσεις της αγοράς, προκάλεσε ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Το κράτος ανέπτυξε  μηχανισμούς προστασίας, προσπαθώντας να περιορίσει τις πρόσθετες μετακινήσεις πληθυσμών προς τις πόλεις ενώ, από την δεκαετία του ’30, με το ξέσπασμα της κρίσης, την επικράτηση των αρχών της κλειστής οικονομίας και τον περιορισμό του εμπορίου, πρόσθετες λειτουργίες συγκεντρώθηκαν στον αγροτικό κόσμο.

Η κρατική παρέμβαση και οι παρενέργειές της ήταν ο άξονας αυτών των λειτουργιών. Η γεωργική παραγωγή έπρεπε να προσανατολιστεί κεντρικά προς την επίτευξη της αυτάρκειας στα αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας είδη, ενώ, ταυτόχρονα, ο ίδιος παραγωγικός τομέας έπρεπε να αποδίδει  τα εξαγώγιμα εκείνα προϊόντα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα στο σύστημα του δια των  συμψηφισμών εμπορίου. Τα καπνά και η σταφίδα έγιναν αντικείμενο κρατικής φροντίδας και παρέμβασης ακριβώς όπως και τα σιτηρά, για ανάλογους αν και ανόμοιους λόγους. Η ανάπτυξη και η διαχείριση της αγροτικής παραγωγής μεταβλήθηκαν σε σύνθετες υποθέσεις, που η εξυπηρέτησή τους απαιτούσε μηχανισμούς και υποδομές άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένους με το ζήτημα. Το πλέγμα των συνεταιρισμών, της Αγροτικής Τράπεζας, των κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών παρέμβασης και συγκέντρωσης της σοδειάς μπορεί να υπολογιστεί  στους άμεσα συνδεδεμένους οργανισμούς και λειτουργίες. Γύρω από αυτό διαρθρωνόταν ένας ολόκληρος κόσμος που από μόνος του δημιουργούσε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στις μικρές πόλεις της υπαίθρου: δικηγόροι, λογιστές, έμποροι, διαχειριστές, κρατικοί και τραπεζικοί υπάλληλοι, συνεταιριστές έφτιαχναν ένα ισχυρό πλέγμα που κυριαρχούσε στη ζωή των επαρχιακών κέντρων και αποτελούσε ένα είδος οικονομικής και πνευματικής ελίτ.

Κοντά και παράλληλα με αυτή την κοινωνική ομάδα, οι έμμεσες επιπτώσεις της προσοχής που δινόταν στις αγροτικές δραστηριότητες έκτιζαν με τη σειρά τους και αυτές έναν συγγενή και συνδεδεμένο με τον πρώτο κοινωνικό χώρο. Η εκπαίδευση, λόγου χάρη, στην οποία πολλά επενδύθηκαν στη μικρή αυτή περίοδο για να αντιμετωπιστούν οικονομικές και πολιτικές ανάγκες. Οι πρώτες συνοψίζονταν στην ανάγκη τροφοδοσίας των μηχανισμών που προπεριγράψαμε με επαρκώς μορφωμένα στελέχη. Οι δεύτερες σχετίζονταν με την πολιτισμική και μορφωτική ενοποίηση του νεοδημιουργημένου, μετά την εδαφική εξάπλωση και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ελληνικού λαού. Αυτός ο αναπτυξιακός και ενοποιητικός δεσμός, έντονα πρακτικός, αποτελεσματικός και προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα και στις ανάγκες, έγινε η ψυχή αυτών των τοπικών ελίτ, που κυριάρχησαν στις επαρχιακές μικροκοινωνίες του Μεσοπολέμου.

Αυτές ακριβώς οι τοπικές επαρχιακές αλλά και μικροαστικές ελίτ φαίνεται να βρίσκονται στη βάση των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που ακολούθησαν. Ο ρόλος τους στην ανασυγκρότηση και στη νέα αφετηρία του ελληνικού κράτους ήταν τόσο σημαντικός ώστε, στο τοπικό επίπεδο αρχικά και στο εθνικό στη συνέχεια, βρέθηκαν στη βάση του αιτήματος για επαναπροσδιορισμό της κρατικής εξουσίας και του ρόλου της, την αλλαγή δηλαδή του ταξικού προσανατολισμού της. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης δυναμικής, φιλόδοξης και ανατρεπτικής κοινωνικής ομάδας.

Ο Πόλεμος της Αλβανίας και οι πρώτοι κατοχικοί μήνες έφεραν τις κοινωνικές αυτές ομάδες στο προσκήνιο της εθνικής ιστορίας. Οι έφεδροι αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί που ουσιαστικά οδήγησαν – και φάνηκαν στους πολλούς ότι οδήγησαν, αυτό είναι το πιο σημαντικό – τον στρατό της Αλβανίας στις μεγάλες του επιτυχίες ανήκαν ακριβώς σε αυτόν τον κοινωνικό χώρο. Οι τοπικοί παράγοντες που οργάνωσαν την τοπική, αγροτική ή αστική, κοινωνία για την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων των πρώτων κατοχικών μηνών, που πέτυχαν δηλαδή την ανάπλαση των μηχανισμών επιβίωσης τους οποίους ο επίσημος κρατικός μηχανισμός μέσα στο συνολικό του ναυάγιο και την ανυποληψία του ήταν ανίκανος να εξασφαλίσει, ανήκαν επίσης στον ίδιο κοινωνικό χώρο. Οι νέοι ρόλοι, που οι συγκυρίες του 1940 – 1941 τους προσέδωσαν, μετέτρεψαν αυτές τις τοπικής εμβέλειας κοινωνικές ελίτ σε διάδοχο πολιτική κατάσταση σε εθνική κλίμακα ή τουλάχιστον τις κατέστησαν την πλέον αξιόπιστη κοινωνική και πολιτική δύναμη της χώρας μετά τη διαδοχική κατάρρευση και απαξίωση όλων των υπόλοιπων σχημάτων. Η πολιτική έκφραση αυτών των κοινωνικών ομάδων αθροίστηκε και αρθρώθηκε μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ.

Η παρουσία αυτών των τοπικών ελίτ που οι συγκυρίες ανέδειξαν σε βασική πολιτική και κοινωνική δύναμη στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν αρκετή από μόνη της για τη μεταβολή του πολιτικού σκηνικού. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες έπρεπε να ταχθούν με το μέρος αυτών των νέων δυνάμεων. Η ύπαιθρος έδινε πλούσιο υλικό σε αυτό τον τομέα. Οι ορεινές ή ημιορεινές περιοχές ιδιαίτερα – αυτές δηλαδή που θα στήριζαν τον ένοπλο αγώνα και τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντίστασης – βρίσκονταν σε κατάσταση αναβρασμού και ρευστότητας. Η άφιξη των προσφύγων και η συνεπακόλουθη πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση περιόρισαν τόσο τον οικονομικό χώρο των ορεινών χωριών όσο και τις ασφαλιστικές τους δικλίδες. Η ζήτηση εργατικών χεριών στα πλούσια πεδινά και στις πόλεις περιορίστηκε σημαντικά λόγω της προσφοράς εργατικού δυναμικού και λόγω της μικρής έκτασης των «αναδασμένων» γεωργικών κλήρων. Η εποχιακή μετανάστευση έπαψε να είναι σταθερή συμπληρωματική πηγή εισοδήματος σε μια περίοδο που οι δυνατότητες εξόδου στο εξωτερικό, κοντινό ή μακρινό, μηδενίστηκαν επίσης. Στη διάρκεια της Κατοχής η ένοπλη αντίσταση και η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας έδωσε διεξόδους στον κόσμο των ορεινών χωριών που έβλεπε τη θέση του να απειλείται. Η νέα εξουσία είχε επίκεντρο της τις ορεινές περιοχές και συχνά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τις προσδοκίες τους. Η αφαίρεση μέρους της αγροτικής παραγωγής των πλούσιων πεδιάδων και ο προσανατολισμός τους προς τα ορεινά με όρους επωφελείς στα τελευταία ήταν μία από αυτές τις παραμέτρους. Η διαδικασία δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον παραγωγικό χώρο των πεδιάδων ο οποίος, σε αντάλλαγμα, αποκτούσε ένα πολιτικό και στρατιωτικό στήριγμα στην αντίθεσή του προς τις αρχές κατοχής και το δικό τους σύστημα διαχείρισης  της αγροτικής παραγωγής: δηλαδή την υποχρεωτική συγκέντρωση του προϊόντος με αντίτιμο ελάχιστα χρήσιμο χρήμα – σε συνθήκες όπου η αγορά ελάχιστα λειτουργούσε – σε μια προσπάθεια προσανατολισμού των αγροτικών προϊόντων προς τις αγορές των πόλεων με τη διαμεσολάβηση των κατοχικών αρχών.

Η Ελεύθερη Ελλάδα ήταν το προϊόν αυτής της συνάντησης των επαρχιακών ελίτ με τον αγροτικό χώρο των ορεινών κατ’ αρχάς, των πολύ παραγωγικών στη συνέχεια, με παρονομαστή τη δημιουργία ενός οικονομικού συστήματος που θα άφηνε απ’ έξω τις μεγάλες πόλεις και, ως εκ τούτου, τις κατοχικές αρχές και εξουσίες.

Όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν αποκλειστικά τη διαχείριση των υποθέσεων της χώρας, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτέμβρη του 1943, το κίνημα της Αντίστασης βρισκόταν στην ακμή του. ο ΕΛΑΣ είχε αποκτήσει σημαντικό ποσοστό των όπλων και των στρατιωτικών ειδών των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής της χώρας, η έκταση της Ελεύθερης Ελλάδας είχε διευρυνθεί με την εξαφάνιση των ιταλικών φρουρών και το κύρος της Αντίστασης βρισκόταν στο απόγειό του , καθώς είχε ενσωματωθεί σε αυτό η δυναμική του νικητή. Στο εσωτερικό, η εύκολη διάλυση το καλοκαίρι του 1943 όλων των ανταγωνιστικών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ οργανώσεων, που στηρίχθηκαν στο σώμα των αξιωματικών και που δημιουργήθηκαν βιαστικά εν όψει μιας πιθανολογούμενης επέμβασης των Συμμάχων στην Ελλάδα, άφησε ουσιαστικά μόνο στρατιωτικό – και πολιτικό στις τότε συνθήκες – αντίπαλό του ΕΛΑΣ τον ΕΔΕΣ και τις ισχνές δυνάμεις της ΕΚΚΑ -5/42. Αντίπαλοι περιορισμένης εμβέλειας απέναντι στον θριαμβεύοντα, στις αρχές του φθινοπώρου του 1943, στρατό του ΕΛΑΣ.

Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε γι’ αυτούς η αναγκαστική διαίρεση της χώρας σε ζώνες κατοχής και ζώνες κυριαρχίας των ανταρτών. Διέγνωσαν επίσης τις δυνατότητες που τους πρόσφερε η ελληνική κοινωνία στην αντιμετώπιση του κινδύνου. Διαμόρφωσαν λοιπόν και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση να εφαρμόζουν μια επιθετική τακτική με πολλούς στόχους , που συνέκλιναν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η αιχμή του δόρατος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν ήταν οι βαθιές διεισδύσεις αξιόμαχων μονάδων στις περιοχές όπου κυριαρχούσε η Αντίσταση και η πρόκληση εκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερων καταστροφών στις οικονομικές υποδομές. Για την ακρίβεια, οι μόνες αισθητές καταστροφές που μπορούσαν να γίνουν στην αγροτική ορεινή Ελλάδα ήταν η καταστροφή των αγροτικών εγκαταστάσεων και εργαλείων, η πυρπόληση χωριών, που εκτός από τη καταστροφή των αποθεμάτων τροφίμων και των μέσων παραγωγής, αποσκοπούσε στην αποδιάρθρωση των ορεινών κοινωνιών και στον εξαναγκασμό των κατοίκων τους να καταφύγουν, ως πρόσφυγες , στα μεγάλα οικιστικά κέντρα, και στα υπό τον έλεγχο των αρχών πεδινά. Οι εκστρατείες των Γερμανών, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες του 1943 -1944, απέδωσαν σημαντικά αποτελέσματα. Η καταστροφή 1.700 χωριών και οικισμών της ορεινής Ελλάδας προκάλεσε έντονα προβλήματα στο κίνημα της ένοπλης αντίστασης, στον ΕΛΑΣ, καθήλωσε αριθμητικά τις δυνάμεις του και προσανατόλισε αναγκαστικά την τακτική του προς την επίλυση του επισιτιστικού, επιμελητειακού του προβλήματος.

Αυτό το τελευταίο υπήρξε ίσως η κυριότερη πηγή εμφύλιων συρράξεων τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Πραγματικά, το δεύτερο σκέλος της γερμανικής τακτικής απέβλεπε στη θωράκιση των πεδινών με την οργάνωση – σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και με την κοινωνική στήριξη όλων των αντιτιθέμενων στο ΕΑΜ κοινωνικών ομάδων – ένοπλων σωμάτων ασφαλείας, στα οποία θα ενσωματώνονταν και πολυάριθμοι αξιωματικοί του παλαιού ελληνικού στρατού. Τα Τάγματα Ασφαλείας, όπως αυτοί οι σχηματισμοί ονομάστηκαν , είχαν απρόσμενη επιτυχία σε πολλές περιοχές της χώρας. Πολιτικοί ή πολιτιστικοί παράγοντες έκριναν την επιτυχία ή την αποτυχία τους στις διάφορες περιοχές της χώρας, μπορούμε όμως βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο βασικός παρονομαστής της επιτυχίας τους ήταν η αυξανόμενη εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν οι πλουσιότερες αγροτικά παραγωγικές ζώνες της χώρας – λόγω των οικονομικών στην ουσία τους πιέσεων που εξασκούσε πάνω τους – την Ελεύθερη Ελλάδα και τη σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη ορεινή κοινωνία της. Μια κοινωνία που, το 1944, είχε εμφανές πρόβλημα να θρέψει τον εαυτό της και να στηρίξει ταυτόχρονα τον στρατιωτικό και πολιτικό μηχανισμό της Ελεύθερης Ελλάδας.

Τα Τάγματα Ασφαλείας έφθασαν στη μέγιστη αριθμητική τους ανάπτυξη το καλοκαίρι του 1944, παρά τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν εναντίον τους καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση. Οι δυνάμεις τους έφθασαν τους χίλιους αξιωματικούς και τους 25.000 με 30.000 άνδρες, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν οι μη ενταγμένοι σε οργανικούς σχηματισμούς εξοπλισμένοι χωρικοί, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Οι προαναφερθέντες αριθμοί ήταν συγκρίσιμοι με την ενεργό δύναμη του ΕΛΑΣ εκείνη την εποχή. Η ερμηνεία αυτής της κινητοποίησης μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να στηριχθεί μόνο στις εξελίξεις αυτού που ιστοριογράφοι της Αντίστασης – και οι τότε πηγές της – περιγράφουν ως «μάχη της σοδειάς», το καλοκαίρι του 1944. Στην προσπάθεια δηλαδή του ΕΛΑΣ και των αντιστασιακών οργανώσεων να εξασφαλίσουν στις παραγωγικές πεδιάδες τα αναγκαία για την επιβίωση του ΕΛΑΣ και της Ελεύθερης Ελλάδας αγαθά, αλλά και να δημιουργήσουν τα αποθέματα εκείνα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την εξουσία στην Απελευθέρωση.



Η διαίρεση της Ελλάδας σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα στην τελευταία φάση της Κατοχής ενισχύθηκε και από ένα άλλο μέτρο των αρχών κατοχής. Είναι γνωστό ότι από το φθινόπωρο του 1942 η χώρα ή μάλλον ορισμένες περιοχές της, Αθήνα και Πειραιάς κυρίως, βάσιζαν τον επισιτισμό και τον εφοδιασμό τους με είδη πρώτης ανάγκης στο προϊόν της μεταξύ των εμπολέμων συμφωνίας για εφοδιασμό της Ελλάδας από συμμαχικές πηγές. Η από το εξωτερικό βοήθεια με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, τη συνδρομή της Σουηδίας και την οικονομική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών έλυσε το επισιτιστικό αδιέξοδο των αστικών κέντρων και μαζί έλυσε τα χέρια της κυβέρνησης της Αθήνας, απαλλάσσοντάς την από το μεγαλύτερο βάρος της και δίνοντάς της  τα μέσα και την άνεση να ασκήσει πολιτική. Η ανθρωπιστική αυτή βοήθεια προοδευτικά διογκώθηκε σε μέγεθος – από 15.000 τόνους το μήνα άγγιξε τους 40.000 τόνους στις παραμονές της απελευθέρωσης – και ενίσχυσε βαθμιαία τις πολιτικές της λειτουργίες και παρενέργειες.

Μία από τις λίγες παρεμβάσεις που οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι έκαναν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Αθήνας  αλλά και τη συμφωνία του Ερυθρού Σταυρού, στο ζήτημα της διανομής της βοήθειας, ήταν ότι τα προερχόμενα από αυτή εφόδια δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πέσουν στα χέρια των ανταρτών. Κατά συνέπεια, η διανομή αυτών των αγαθών σταματούσε εκεί όπου άρχιζε η δραστηριότητα του αντάρτικου  και η κυριαρχία ή παρουσία των αντιστασιακών οργανώσεων. Δημιουργήθηκε έτσι μια ουσιαστική, από την πλευρά των ισορροπιών , διαίρεση της χώρας. Από τη μια πλευρά η Ελλάδα που επωφελείτο από τη διεθνή φροντίδα και συνδρομή και από την άλλη μια άλλη Ελλάδα, ελεύθερη μεν, που έπρεπε όμως να ζει με τις δικές της δυνάμεις και τους περιορισμένους πόρους της επικράτειάς της. Με λίγα λόγια, φτιάχνονταν σύνορα εκεί που λίγο αργότερα θα προέκυπταν τα μέτωπα του εμφυλίου.

Αυτού του είδους η διαίρεση της χώρας, εκπορευόμενη από οικονομικές εξελίξεις που με τη σειρά τους προκαλούσαν κοινωνικές στρατεύσεις, ήταν κατά τη γνώμη μας πολύ πιο ουσιαστική στο ζήτημα της δημιουργίας προϋποθέσεων εμφυλίου απ’ ό,τι ήταν οι διαμάχες μεταξύ των οργανώσεων της Αντίστασης. Η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με την ΕΚΚΑ ή με τον ΕΔΕΣ δεν είχε από μόνη της την απαιτούμενη εκείνη δυναμική, το κοινωνικό βάθος αν προτιμάτε, για να προκαλέσει βαθιές εμφύλιες ρήξεις. Αρκετές αποδείξεις για τη διαπίστωση αυτή δίνει, νομίζουμε, η ευκολία με την οποία ο ΕΛΑΣ διευθέτησε το θέμα αυτών των οργανώσεων μόλις του δόθηκε η ευκαιρία. Δεν συνέβαινε το ίδιο με την άλλη διαίρεση της Ελλάδας. Το κράτος της Αθήνας, στηριγμένο στη βοήθεια από το εξωτερικό και σε άμεση σύνδεση με τις διεθνείς ισορροπίες και εξελίξεις, περιλάμβανε γεωγραφικά τις πόλεις και τις βασικές πλουτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Στηριζόταν επίσης στις κοινωνικές ομάδες που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μέσα στο πλαίσιο αυτό, αλλά και στις παραδοσιακές, για τις οποίες η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία αντιπροσώπευε τη μέγιστη απειλή.

Μπροστά σε αυτό τον ισχυρό χώρο, η Ελεύθερη Ελλάδα της Αντίστασης ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από τον διεθνή παράγοντα, κυριαρχούσε γεωγραφικά στις λιγότερο παραγωγικές ζώνες της χώρας, ενώ μεγάλο τμήμα των κοινωνικών στρωμάτων που ενεργά ή δυνάμει τη στήριζαν, μικροαστικά και εργατικά στρώματα, βρίσκονταν στις πόλεις, κάτω από την πολιτική και οικονομική εξουσία του αντιπάλου. Η ηθική , ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική της ακτινοβολία ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το πραγματικό υλικό της υπόστρωμα. Για το λόγο αυτόν και ο εναντίον της αγώνας του στρατοπέδου των ισχυρών κράτησε τόσο πολύ και πήρε τη μορφή εμφύλιου πολέμου.»(σελ.52-62)



Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, Τόμος 1Α  Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Το τιμωρό χέρι του λαού


Γράφει η ofisofi //atexnos

Τον Οκτώβριο του 2012 κυκλοφόρησε από το Θεμέλιο η δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου του Ιάσονα Χανδρινού, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944.

Το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά το χρονικό διάστημα 1942 – 1944. Ο Ιάσονας Χανδρινός ερεύνησε και κατέγραψε μια δύσκολη ιστορικά περίοδο καθώς αυτή μελετάται μέσα από τη δράση του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και της Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ).

Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν μένει μόνο στην έκθεση και περιγραφή των γεγονότων αλλά θέτει βασικούς προβληματισμούς για την πολιτική του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Αθήνα από το καλοκαίρι του 1941, εποχή που ανασυγκροτούνται οι κομματικές οργανώσεις μέχρι την Απελευθέρωση.


Η προκήρυξη της ΟΠΛΑ που κυκλοφόρησε ως απάντηση στις καταγγελίες της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Φεβρουάριος 1944 (ΑΣΚΙ)

«Συγκεκριμένα: α) μέσα από ποιες διαδικασίες η κομματική και εαμική ηγεσία οδηγήθηκε στην απόφαση συγκρότησης ένοπλων τμημάτων σε κατεχόμενο αστικό περιβάλλον` β) ποιους στόχους εξυπηρετούσε αρχικά ο ΕΛΑΣ Αθήνας και ποιους στη συνέχεια και ποια η σχέση της ένοπλης δράσης με το συνδικαλιστικό – πολιτικό αγώνα στην κατεχόμενη Αθήνα, και γ) πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε ο ανελέητος πόλεμος με τους κατακτητές, τους ένοπλους συνεργάτες τους και τις αντίπαλες δοσιλογικές ή μη, οργανώσεις και πώς αυτές οι κατευθύνσεις διαφοροποιούνταν ανάλογα με τον αντίπαλο…»

Εκείνο όμως που ξεχωρίζει είναι η δράση της ΟΠΛΑ. Ένα κεφάλαιο της ιστορίας άγνωστο , αλλά που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για να κατηγορηθεί η ΕΑΜική αντίσταση και ο ΕΛΑΣ. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, αν και ελάχιστες, οι πηγές μελετήθηκαν εξαντλητικά. Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τη φυσιογνωμία αυτής της οργάνωσης αλλά όχι και τα αποτελέσματα της δράσης της αναλυτικά καθώς δεν επαρκούν τα γεγονότα που μπορούν να διασταυρωθούν.

Δηλώνει όμως ο Ιάσονας Χανδρινός ότι:

«Παρόλα αυτά, είναι δόκιμο να χρησιμοποιήσουμε όσα η έρευνα μας αποκαλύπτει ως υπόθεση εργασίας για μια σειρά καίριων ερωτημάτων: Ποια ήταν η οργανωτική σχέση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ και ποια τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο οργανώσεων; Ποιο ρόλο διαδραμάτιζε μια οργάνωση «περιφρούρησης» στην Αθήνα του ‘ 44 και ποιο περιεχόμενο αποκτά αυτός ο όρος στις πηγές; Ποιοι στελέχωναν την ΟΠΛΑ και πώς στρατολογούνταν τα μέλη της; Πώς και με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι ανθρώπινοι στόχοι ; Λειτουργούσε ως κλειστή κομματική αστυνομία ή αποτελούσε μια ακόμη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ευρείας βάσης με «ειδικότερα» καθήκοντα, μυθοποιημένη λόγω των πανίσχυρων κανόνων συνωμοτικότητας που επιβιώνουν στη σημερινή άτυπη omerta των βετεράνων;»

Στη μελέτη επιχειρείται και η προσέγγιση των βασικών αντιπάλων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως τα Τάγματα Ευζώνων, η Ειδική Ασφάλεια, η Χωροφυλακή, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Επίσης δίνονται συνοπτικά οι διάφορες δοσιλογικές οργανώσεις της Αθήνας αλλά και οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν έξω από το ΕΑΜ και γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί η στάση του ΕΑΜ απέναντί τους.




Ιδεαλιστική απεικόνιση της ομαδικής θυσίας των Ελασιτών της οδού Μπιζανίου στη μάχη της 24ης Ιουλίου 1944 στην Καλλιθέα (ΑΣΚΙ). Κάτω: Απελευθερωτής, επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΕΑΜ Αθήνας – Πειραιά.

Ως προς το ερευνητικό πεδίο και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ξεχωριστή περίπτωση της Αθήνας σε σχέση με την κατοχική πραγματικότητα και οι λόγοι που η πρωτεύουσα έγινε κέντρο δραματικών και σημαντικών εξελίξεων ως προς την υποδούλωση της στους κατακτητές αλλά και ως προς την αντίσταση της όχι μόνο σε αυτούς αλλά και τους έλληνες συνεργάτες τους.

Αξίζει να προσέξουμε αυτό που διευκρινίζει ο ιστορικός:

«Στην περίπτωση της κατοχικής Αθήνας του 1943/1944 τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα καταλήγουν να είναι ανεπαρκή ή άχρηστα, καθώς οι όροι Αντίσταση και Δοσιλογισμός αποδεικνύονται ομιχλώδεις μέσα στην πολυσημία τους. Κοιτάζοντας τα γεγονότα, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο χώρο της πρωτεύουσας ταυτίζεται περισσότερο με τον πόλεμο κατά των συνεργατών του κατακτητή παρά με τον ίδιο τον κατακτητή, ενώ, αντίστοιχα, η συνεργασία με τους Γερμανούς μπορεί να σημαίνει σε πολλές περιπτώσεις συνεργασία με τους συνεργάτες τους. Είναι γεγονός πως η πρωταγωνιστική συμμετοχή δοσιλογικών σωμάτων (Τάγματα Ευζώνων, Ειδική Ασφάλεια) στον πόλεμο κατά του ΕΑΜ προσδίδει στις συγκρούσεις έναν χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, ενώ η όχι αμελητέας έκτασης φονική δράση του ΕΑΜ – διαμέσου της ΟΠΛΑ – στην πρωτεύουσα μπορεί να οδηγήσει σε ηθελημένες αναγνώσεις και άκριτη προσχώρηση στην ελκυστική θεωρία της “κόκκινης βίας”. Η τιμωρία των προδοτών έλαβε ευρείες διαστάσεις ως κορωνίδα μιας πρακτικής που, για αυτονόητους λόγους, ήταν σύμφυτη με την πολυσυζητημένη διττή φύση του ίδιου του απελευθερωτικού κινήματος, ενώ οι απλές (όσο και αληθείς) διαπιστώσεις ότι ο ΕΛΑΣ Αθήνας σπάνια σκότωνε Γερμανούς ή ότι οι Γερμανοί αποτελούσαν σε πολλές περιπτώσεις απλοί παρατηρητές μιας ενδοελληνικής αιματοχυσίας, μπορεί να λειτουργήσουν παραπλανητικά.

Είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε τους κινδύνους μιας εκτός πλαισίων θέασης των γεγονότων. Καταρχάς, η ανάδειξη της «βίας» (μαύρης ή κόκκινης) σε βασική αναλυτική κατηγορία της μελέτης μοιάζει εντελώς απρόσφορη, ενώ ανάλογες ενστάσεις εγείρει η αβίαστη ενσωμάτωση της «μαύρης βίας» των Ταγμάτων Ασφαλείας και των λοιπών συνεργατών στο φαινόμενο του κατοχικού εμφυλίου και όχι στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυνάμεις Κατοχής και δυνάμεις Κατοχής και δυνάμεις Αντίστασης. Το νόημα των συγκρούσεων στην κατοχική Αθήνα μόνο από μια διεισδυτική ματιά στην κατοχική πραγματικότητα μπορεί να αναδειχθεί, ματιά που πριν από όλα προϋποθέτει σεβασμό στο τρίγωνο πόλεμος – πολιτική βία – κοινωνικός ριζοσπαστισμός. Στην κατοχική Αθήνα, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συντελέστηκαν ραγδαίες κοινωνικές μετατοπίσεις. Κάτω από την πίεση της πείνας, της ανέχειας, της ανασφάλειας και της καθημερινότητας των εκτελέσεων σημειώνεται μια μετακίνηση των κοινωνικών στρωμάτων σε ριζοσπαστικότερες θέσεις. Η αδιαπραγμάτευτη αντικατοχική στράτευση , την οποία επιδίωξε με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο το ΕΑΜ/ΚΚΕ, έδωσε μορφή και διέξοδο στο συσσωρευμένο κύμα φτώχειας και οργής, επιφέροντας επιπλέον ρήξεις στον κοινωνικό ιστό και πυροδοτώντας, όπως κάθε γνήσιο επαναστατικό πολιτικό φαινόμενο, μια αλυσίδα βίαιων αντιδράσεων. Το μεγάλο ερώτημα , στο οποίο καλείται να απαντήσει και η παρούσα εργασία, είναι κατά πόσο η βία των αθηναϊκών αντιστασιακών δυνάμεων είναι απαντητική στην κατοχική βία ή πρωτογενής. Εδώ υπεισέρχεται το ακανθώδες ζήτημα της ΟΠΛΑ που, γεννημένη κι ανδρωμένη στις απομακρυσμένες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, προσωποποιεί την «κόκκινη βία» στον αστικό χώρο της κατεχόμενης πρωτεύουσας και συνεκδοχικά σε ολόκληρη τη χώρα. Ως πρώτη σκέψη, η πολυσυζητημένη θεωρία που προτάσσει τη λογική της μονομερούς πολιτικής βίας από την πλευρά του ΚΚΕ φαίνεται, παρά την όποια επαληθευσιμότητά της, εντελώς ανεπαρκής ως πλαίσιο ερμηνείας. Παρά τις πολυάριθμες δολοφονίες ανθρώπων που εντάσσονταν στη ρευστή κατηγορία των «αντιδραστικών», από πουθενά δεν τεκμηριώνονται σχέδια «γενικών εκκαθαρίσεων» ή «μαζικών σφαγών αμάχων», όπως αυτά που βρέθηκαν στην Αργολίδα του 1944 και καθοδηγούν έκτοτε μια ολόκληρη συλλογιστική. Τα γεγονότα, όπως μας αποκαλύπτονται, συνηγορούν στο ότι η έκρηξη της βίας, και μάλιστα στο λυκόφως της γερμανικής Κατοχής, ήταν απότοκη ενός μαζικού εξοπλισμού κοινωνικών δυνάμεων που διατύπωναν σαφή εθνικοαπελευθερωτικά – κοινωνικά αιτήματα, παρά οργανωμένο σχέδιο δράσης μιας δομικά βίαιης κομματικής ηγεσίας. Την εποχή που η ΟΠΛΑ εγκαινιάζει τον αιματηρό της κατάλογο, τα θύματα των γερμανικών εκτελεστικών αποσπασμάτων, της καταστολής των διαδηλώσεων, των διώξεων από τους μηχανισμούς καταστολής των κυβερνήσεων συνεργατών, της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και της γερμανοκαθοδηγούμενης Ειδικής Ασφάλειας είχαν φτάσει σε τριψήφιο αριθμό. Με άλλα λόγια, και πάντα σε ό,τι αφορά την Αθήνα, η βία των κατοχικών δυνάμεων προϋπήρξε της «κόκκινης βίας», και μάλιστα με τρόπο που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.




Το φύλλο 9 της εφημερίδας Κατηγορώ που εξέδιδε η ΚΟΑ ως δελτίο καταγγελιών για "προδότες", με την προγραφή του Σήφη Βαρδινογιάννη, δύο ημέρες πριν την εκτέλεσή του από την ΟΠΛΑ στον Πειραιά (Συλλογή ΕΛΙΑ)

Μια ματιά στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι ως προς αυτό διαφωτιστική: Σε αντίθεση με την ύπαιθρο, όπου σε πλείστες περιπτώσεις άνθρωποι ωθήθηκαν στην ένοπλη συνεργασία με τους κατακτητές λόγω οικογενειακών διαφορών, τοπικών διαμαχών ή κομματικών αυθαιρεσιών, ο ένοπλος δοσιλογισμός στην πρωτεύουσα ( και εν γένει στα αστικά κέντρα) υπήρξε θεσμικός. Αποτελούσε ζωτική προϋπόθεση διατήρησης μιας ελληνικής κρατικής φυσιογνωμίας η καρδιά της οποίας χτυπούσε στην Αθήνα, ξεκινώντας και καταλήγοντας ως ειλικρινή συνεργασία ελληνικών και γερμανικών κατοχικών δυνάμεων` ένας «κυβερνητικός» δοσιλογισμός θεμελιωμένος σε μια σειρά νομικών διατάξεων που προσδιόριζαν με ακρίβεια τους κανόνες διεξαγωγής του πολέμου με την « κομμουνιστική απειλή». Κλειδί για την κατανόηση των συσχετισμών στην Αθήνα είναι η πρωταγωνιστική παρουσία των Σωμάτων Ασφαλείας. Εκεί καταγράφονται περιπτώσεις απόλυτης συνεργασίας, όπως της Ειδικής Ασφάλειας, που συνέπραττε με τα Ες – Ες ακόμα και σε διώξεις Εβραίων, και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων – που έμεινε στο κατοχικό λεξιλόγιο με τον τίτλο «Μπουραντάδες» από το όνομα του διοικητή του, αστυνόμου Νίκου Μπουραντά -, με πρωταγωνιστική συμμετοχή στα μπλόκα και τις συμπλοκές στις συνοικίες της Αθήνας. Αυτά τα σώματα, από κοινού με τα Τάγματα, δεν υπήρχαν παρά για να τροφοδοτούν τις φυλακές της πρωτεύουσας, τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα και τα στρατόπεδα του Γ’ Ράιχ με ομήρους. Η κανονική Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων αποτελούν λιγότερο μονοσήμαντες περιπτώσεις, αν και η λειτουργία τους για την περιφρούρηση του κατοχικού καθεστώτος ήταν δεδομένη…»

Ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο ιστορικός κατά τη διάρκεια της έρευνας του ήταν η διαθεσιμότητα των πρωτογενών πηγών. Πηγή πληροφοριών για τον ΕΛΑΣ υπήρξαν οι μαρτυρίες και τα απομνημονεύματα που αν και υποκειμενικά, υπήρξαν βασικά βοηθήματά του. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του ήταν η ανυπαρξία ουσιαστικών πληροφοριών για την ΟΠΛΑ. Έτσι ο ερευνητής δηλώνει ότι εξ αιτίας της τραγικής έλλειψης δευτερογενούς βιβλιογραφίας οδηγήθηκε σε μια “δημιουργική” σύνθεση ετερόκλητων αρχειακών συλλογών, την εξαντλητική αποδελτίωση του παράνομου και κατοχικού Τύπου και σε συστηματική καταγραφή μαρτυριών από μαχητές του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ καθώς και στα σωζόμενα δελτία πληροφοριών της Ειδικής Ασφάλειας αλλά και στα σπαράγματα του αρχείου του 1ου Συντάγματος Ευζώνων. Σημαντική βοήθεια του προσέφεραν τα δικαστικά και τα ληξιαρχικά αρχεία και ειδικά οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου.

Δεν παραλείπει να αναφέρει και τις δυσκολίες της επικοινωνιακής διαδικασίας με όσους ανθρώπους συμμετείχαν κυρίως στην ΟΠΛΑ, μια διαδικασία σύνθετη «που απαιτεί χρόνο, κόπο και κυρίως πείσμα».

Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου οι πολλές σημειώσεις που βοηθούν να φωτιστούν ακόμα περισσότερο τα γεγονότα και να διευκρινιστούν ζητήματα και απορίες.

Η εργασία αυτή αποτελεί μια πρώτη καταγραφή κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με την ΟΠΛΑ και προσφέρεται για μελέτη και προβληματισμό σε όποιον θέλει να φωτίσει τα σκοτάδια που δημιουργούνται από την ιστορική παραπληροφόρηση.



Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942 -1944, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, 2η έκδοση συμπληρωμένη.

(Τα αποσπάσματα από την εισαγωγή του συγγραφέα στο βιβλίο. Οι φωτογραφίες επίσης από το βιβλίο)

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Εμείς οι λίγοι

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ' όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο  όλο και δεν είμαστε τίποτα 
απ' αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
                                                                                        [1950]
                                                              Χειρ Γεωργίου Μακρή
                                                                             Πνεύμα Λένα

Γιώργου Β. Μακρή, Γραπτά,εισαγωγικό σημείωμα - σημειώσεις - επιμέλεια Ε.Χ. Γονατάς, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1986