Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος

 Μπολιβάρ

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, 
     για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
     τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
     γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
     κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
     γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
     πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
     οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
     νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
     η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
     συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
     Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.


****************************************************

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
     ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
     μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
     και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
     στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
     όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
     ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
     σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
     ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
     και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
     και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.


*****************************************************

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
     ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
     την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
     τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
     μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
     στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
     τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας....(απόσπασμα)


Νίκος Εγγονόπουλος , Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα , Ποιήματα Α -Β , Ίκαρος 1977


Η βυκάνη

ως την Kωνσταντινούπολη φυσάει αλύπητα
ο αφορεσμένος ο Kαράγιαλης
(πούρχεται από τον Bοριά)
και στη Θεσσαλονίκη λυσσομανάει πεισματάρικα
ο τρομερός Bαρδάρης
εκεί κατά πολύ μεγάλο ποσοστό τα σπίτια τους
τα χτίζουν ξύλινα
έτσι που να μπορούνε τον χειμώνα κάπως να ζεσταίνωνται
και να μη ξεπαγιάζουν

αλλοίμον’ όμως το κατακαλόκαιρο οι μελιτζάνες σα φανούν
κι’ αρχίσουνε τα τηγανίσματα και οι φουβούδες;
μια μόνη σπίθα αρκεί για να φουντώση το μεγάλο το κακό
μερόνυχτα να μαίνωνται οι πυρκαϊές
και να σωριάζωνται καπνίζοντα χαλάσματα
απέραντοι μαύροι ερειπιώνες
να καταντούνε
οι μεγαλουπόλεις

λοιπόν οι κάτοικοι ―πληθυσμοί αμιγώς ελληνικοί―
για νάβρουν έτσι μια κάποια λύση
στην λες ουρανόπεμπτη ―συχνά επανερχόμενη― θεϊκιά κατάρα
ξαναθυμούνται τους παληούς μύθους της Φυλής
προ πάντων ―τους συμφέρει― τον μύθο τον παλιό τον Φοίνικα
που από τις στάχτες του ανασταίνεται ―ξαναγεννιέται―
ακέριος σαν και πριν

Συνέπεια: εις την Kωνσταντινούπολη γεννήθηκε
ο πατέρας μου
σε μιαν ωραία πλατεία της Σαλονίκης στήθηκε
του ήρωα Παύλου Mελά εύμορφο άγαλμα
και ξέρω κάποιον ―να τον ξέρω άραγες;―
όπου στης Πόλεως τα μέρη κάποτες γνώρισε
―ανάμεσα σε πολλά πράματα θάματα και περιπέτειες―
μια δάφνη (δέντρο)
ωραία και με τις δόξες της και με τις πίκρες της
στη μνήμη του να ξαναφέρη τη δαφνοπούλα πάλε
πηγαίνει ―σα βραδυάζη― να πιη ένα κατοσταράκι στο μπακάλικο
του Kαχριμάνη στου Ψυρρή
(εκεί που παλαιότερα εσύχναζ’ ο Παπαδιαμάντης)

κάποτε ―μα χαμηλόφωνα― τραγουδάει το μεράκι του
και διακριτικά στο όργανό του
τον συνοδεύει
ο Mικρασιάτης με το μπουζούκι
(πάλι του Παπαδιαμάντη)


(από το Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, Ίκαρος 1992) 
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ο Ζωγράφος




Οι πίνακες από εδώ


Τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. 
Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε Νυχτερινό Γυμνάσιο. 
Από το 1930 έως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. 
Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τo μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης προσπαθεί να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού, μέσα από την πολυσημία της σουρεαλιστικής γραφής. 
Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις κι έλαβε τις διαστάσεις φιλολογικού σκανδάλου. Μερίδα των κριτικών τον ειρωνεύτηκε, όπως και τον Εμπειρίκο άλλωστε, θεωρώντας τη γραφή του πνευματικό παιγνίδι χωρίς βαθύτερο αντίκρισμα. 
Μοναδικός του υπερασπιστής υπήρξε ο επίσης υπερεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος. Του έγραφε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν». 
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.  
Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής. Σύμφωνα με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, το μακροσκελές αυτό ποίημα αποτελεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» της γενιάς του '30. 
Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Το 1969 έγινε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.  Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του. 
Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α'. Το 1979 θα του απονεμηθεί εκ νέου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». 
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδίας. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η καλλιτεχνική δημιουργία τού Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική σουρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση ελληνικότητας. 
Ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Επιπλέον, έχουν μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αργύρη Κουνάδη και τον Νίκο Μαμαγκάκη.

Τα βιογραφικά του ποιητή από εδώ


Μελοποιημένα ποιήματα του Εγγονόπουλου











Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

30 Οκτωβρίου 1988 - μνήμη Τάσου Λειβαδίτη


Αγαπημένη 
μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης
ακόμα καίνε οι παλάμες μου που κάποτε σε κράτησαν
μα δεν μπορώ να γυρίσω.

Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο που μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι
πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου που καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο
πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας που τού τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό
πώς ν' αρνηθώ το Νικόλα - 
τραγουδούσε, μάθαμε, καθώς τον πυροβολούσαν.

Αν γυρίσω δε θα' χουμε λάμπα, δε θα' χουμε πού
ν' ακουμπήσουμε τ' όνειρό μας.
Θα καθόμαστε αμίλητοι.
Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω
σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου
η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δε σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια - θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν' άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω.


Τάσος Λειβαδίτης,  Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1950 - 1956) (απόσπασμα από το ποίημα Απλή κουβέντα) . Γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950 .Βρίσκεται στην επιλογή ποιημάτων από τον Γιάννη Κοντό Υάκινθοι, βιολέτες και ηλιοτρόπια, Κέδρος, 2008

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Το σπίτι

Χρόνης Μπότσογλου, Η σκοτεινή σκιά του ανθρώπου
      Την πρώτη μέρα των μαχών είδα από μακριά το σπίτι όπου είχα γεννηθεί. Πυρπολήσαμε το χωριό και με κατέλαβε μεγάλη αγωνία, αν και δεν ήμουν εγώ ο υπεύθυνος, μην τύχει και καεί. Δεν κάηκε ωστόσο, γιατί μια μαγιάτικη μπόρα στάθηκε τόσο ευνοϊκή μαζί μου, ώστε να σταματήσει τις φλόγες στα διπλανά σπίτια. Απόρησα με την εύνοια των στοιχείων. Καθώς στεκόμουν έφιππος και κουκουλωμένος μ' ένα μουσαμά, που σκέπαζε ως και τα πόδια του αλόγου μου, καθώς στεκόμουνα για να δεχτώ τη βροχή, που μού φαινότανε σαν αναφιλητό της φύσης, έλεγα πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όχι γιατί επέστρεφα, μολονότι θα μπορούσε ακόμη κι ο ανόσιος νόστος μου να τιμηθεί από το αναφιλητό της φύσης, όσο γιατί, μόλις το είδα, τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως είχα ένα σπίτι[...]

      Αν ήθελα, θα μπορούσα τις επόμενες μέρες να το είχα επισκεφθεί. Ήθελα[...] Ήθελα, αλλά προετοιμαζόμουν. Εξακολουθούσε να μού φαίνεται απίστευτο ότι το σπίτι είχε επιζήσει και με περίμενε να επιστρέψω - με περίμενε άραγε; Απίστευτο ότι είχα αφεθεί στο αίμα αυτού του πολέμου, απλώς και μόνο για να θυμηθώ την ύπαρξή του, σαν πεμπτουσία της μνήμης[...]

     Αποφάσισα να το επισκεφτώ το πρώτο βράδυ μετά τις μάχες [...] Βρήκα το κλειδί κάτω από την πέτρα που το κρύβαμε. Ευχαριστήθηκα με τον αυτόματο πληθυντικό - σήμαινε πως το σπίτι με περίμενε. Αναρωτήθηκα κατά πόσον ο ήπιος μεταλλικός φθόγγος του κλειδιού θα μπορούσε πια να ορίζει τη ζωή, την όποια ζωή, σαν αλληλουχία. Ο ήχος του ακούστηκε σαν εκπυρσοκρότηση και με τρόμαξε[...]

       Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μπήκα και την έκλεισα. Έπειτα στήριξα την πλάτη μου πάνω στα χοντρά σανίδια της πόρτας αναζητώντας τον δικό της σκελετό από νερά του ξύλου, ρόζους και καρφιά. Τα δάκρυα με υποχρέωσαν να κλείσω τα μάτια. Τυφλός, άρχισα να βυζαίνω τον ίδιο αέρα. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ν' ανοίξω πάλι τα μάτια  και να πω ότι είχα  χορτάσει το γάλα. Διαπίστωσα πως η πόρτα, που πάνω της στηριζόμουν, είχε ψηλώσει, ενώ εγώ είχα μικρύνει σε παιδί. Μ΄ένα δεξί χεράκι σκούπισα τα χείλια.

     Αποσπάστηκα από την πόρτα και προσπάθησα να περπατήσω, νιώθοντας αδύναμος και φθαρτός. Με το ίδιο χεράκι στηρίχτηκα στον τοίχο κι έκανα ένα γύρο στο σπίτι. Κοντά στην παραστιά έβγαλα μια πέτρα από τον τοίχο, αλλά η σφεντόνα δεν ήταν πια εκεί[...] 

    [...] Παρά τις ενθυμήσεις μου, το σπίτι βρισκόταν άδειο, δείχνοντας πως δεν είχε κατοικηθεί για χρόνια. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη ομολογία των οριζοντίων, των κάθετων και της καμπύλης, πως απουσίασαν τα αισθήματα. Κάτι σαν σκόνη ή σαν ιστός αράχνης στις γωνίες. Με το ίδιο χεράκι όφειλα να παραμερίσω τα πέπλα τους.

    Προχώρησα και στάθηκα ακριβώς στη μέση της κεντρικής καμάρας. Άνοιξα μια μικρή λακκούβα στο πατημένο ξερό χώμα του δαπέδου. Αλλά δεν είχα όσα χρειαζόμουν. Ούτε άλλο αίμα από το δικό μου. Χάραξα με το γιαταγάνι το λεπτό δέρμα του καρπού, κι άφησα να χυθούν μερικές σταγόνες μέσα στη λακκούβα. Ύστερα κάθισα και περίμενα λέγοντας τα λόγια. Περίμενα ώρα, σαν ν' αντιστέκονταν οι ίσκιοι στα παρακάλια μου. Φοβόμουν μήπως δεν μπορούσαν να εισακουστούν, αφού δεν είχα τα απαιτούμενα, ή και για άλλους λόγους, που εδώ μέσα θα μπορούσαν να με συντρίψουν. Τέλος πολύ αργά, σαν ένα τυχαίο τίναγμα του βλέφαρου, οι οριζόντιες, οι κάθετες και η καμπύλη άρχισαν να τρέμουν, ώσπου άρχισαν να χύνουν τη σαφήνεια της γραμμής τους στο χώμα, ζωντανεύοντας το αναμεταξύ τους κενό. Ήρθαν οι γνώριμες φωνές ανθρώπων, των σπιτίσιων ζώων, ο ήχος του καιρού, των τραγουδιών, του κάματου, του πένθους και των εορτών. Έπειτα ήρθαν μυρωδιές του σώματος, του δέντρου, του υφάσματος, της χειμωνιάτικης φωτιάς, του θερισμένου κάμοπυ και των ώριμων μήλων` αυτή πλημμύρισε το σπίτι, όπως τότε, και το γύρισε στο κόκκινο. Στο φως των μήλων είδα το χέρι της, που είχε σταματήσει στο αδράχτι, να στρίβει επιτέλους τα δάχτυλα. Και το χέρι του πατέρα, που είχε σταματήσει στο χαλινάρι, να λυγίζει επιτέλους τον καρπό[...](απόσπασμα)




Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (Spina nel cuore), Άγρα,2006(β΄ανατύπωση νέας έκδοσης)














Ανατολή ηλίου


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Diana Krall

Λάμπα θυέλλης



Μ' αρέσουνε τα χρώματα που δίνουν δικαιώματα
για λύπη, για χαρά για φαντασία
Μ' αρέσουν κάτι βλέμματα, που πάλεψαν με θέματα
αγάπη, λησμονιά και προδοσία
Μ' αρέσει αυτό το επίμονο του ανθρώπου λέω, τ' αλίμονο
που θέλει κι απ' το σύμπαν σημασία
Θέλω να σε φιλήσω, στα χέρια σαν εικόνα σ' εκκλησία
Και να χαθώ

Αγάπη, αλήθεια, θλιμμένη
Αρχόντισσά μου, πόρτα μυστική
Ποια λάμπα θυέλλης κρυμμένη
Στο τί θα γίνω μ' έφερε ως εκεί

Μ' αρέσουν κάτι κύματα που σήκωσαν τα αισθήματα
σε μια κουβέντα, μια χειρονομία
Μ' αρέσει και τ' αντίθετο, το ίδιο να 'χει επίθετο
που ενώθηκαν οι δυο σε σάρκα μία

Μ' αρέσει που κατάλαβα, πως όσα πήρα τα' λαβα
μ' απρόσμενα σαφώς ταχυδρομεία
Θέλω να σε φιλήσω
Στα χείλη σαν μεγάλη γνωριμία και να χαθώ

Αγάπη, αλήθεια, θλιμμένη
Αρχόντισσά μου, πόρτα μυστική
Ποια λάμπα θυέλλης κρυμμένη
Στο τί θα γίνω μ' έφερε ως εκεί


Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Γιώργου Κοτζιούλα, Θέατρο στα βουνά*(2)



Το πρώτο βήμα

Είμαστε στο 1944, έβγα χειμώνα, στα ριζά των Τζουμέρκων. Η έδρα του κλιμακίου ΕΛΑΣ Ηπείρου - Δυτ. Στερεάς βρίσκεται στο Βουργαρέλι. Το Βουργαρέλι ήταν άλλοτε απ' τα καλύτερα χωριά, το πιο πολιτισμένο της περιοχής[...] το ελατόφυτο μεγαλοχώρι, το θαυμάσιο για παραθερισμό, μεταβλήθηκε σε πένθιμα χαλάσματα κι αποκαΐδια. Λίγα σπίτια μένουν ορθά[...]

Ήταν μια χειμωνιά διαβολεμένη. Αν κ' έμπαινε η άνοιξη πια, η βροχή και το χιόνι δεν εννοούσαν να κόψουν. Το νερόχιονο έμπαινε ως τα κόκκαλα, οι δρόμοι του χωριού ήταν παγωμένοι. Η γρίππη έδινε κ' έπαιρνε μες στους αντάρτες. Δεν είχαν ούτε ζάχαρη να κάμουν ένα ζεστό. Έβραζαν τσάι του βουνού με χαρουπόμελο, άμα βρίσκαν.

Εκείνες τις μέρες, έπειτ' απ' τη συμφωνία της Πλάκας, διαλύθηκε το Κλιμάκιο κ' έφυγε ο Άρης με τη συντροφιά του. Άφησαν εκεί την ΥΙΙΙ Μεραρχία με το στρατηγό Αυγερόπουλο, που είχε λάβει μέρος και στις χειμερινές  επιχειρήσεις. Θάμενε για ενίσχυση στα σύνορα του Αράχθου κ' ένα σύνταγμα θεσσαλικό. Απ' τη Θεσσαλία είχαν στείλει και τον καινούργιο καπετάνιο της Μεραρχίας τον Κόζιακα. Ήταν πανύψηλος, με ρούσα γένια, θεαματικός.

Πλησιάζε η 25 Μαρτίου κι οι αντάρτες ετοιμάζονταν για την εθνική εορτή. Θα γίνονταν επίσημη δοξολογία στην καμμένη εκκλησία, τον πανηγυρικό θα εκφωνούσε ο υπασπιστής της Μεραρχίας. Το απόγεμα θ' ακολουθούσε παράσταση με το "Να ζει το Μεσολόγγι" του Ρώτα. Το ετοίμαζαν οι νέοι του χωριού. Θα λάβαιναν και κοπέλλες, που ήταν αρκετά ξεβγαλμένες εκεί. Ξανάχαν παίξει, μού φαίνεται.

Λίγες μέρες πριν απ' του Ευαγγελισμού οι αντάρτες μού ζήτησαν κ' εμένα κάτι.
- Θ' απαγγείλω ένα ποίημα, τους είπα.
Τό ξέραν, αλλά δεν αρκούσε. Αυτοί θέλαν κάτι άλλο, που να βαστάει πιο πολύ.
- Έχουμε και το δράμα, τούς λέω.
Αυτού ζητούσαν να καταλήξουν κι αυτοί. Μού ζητούσαν να γράψω κ' εγώ ένα ανάλογο. Εκείνο ήταν παλιό, για το Εικοσιένα. Το δικό μου θα μιλούσε για τα σημερινά. Όσο θέλαν ας κράταγαν και τα δυο, αυτοί δε βαριόνταν να τα παρακολουθήσουν.

Ήταν τόση η δίψα τους , τέτοια η απαίτησή τους, ώστε έπρεπε να υποχωρήσω. Και άρχισα να σκέφτομαι πώς να τα βγάλω πέρα, εγώ που ως τότε δεν είχα καταπιαστεί με το θέατρο, που δε θάχα δει ούτε είκοσι παραστάσεις σ' όλη τη ζωή μου. Αλλά κ' οι σύντροφοί μου είχαν δίκιο. Ποιος άλλος θα τους έγραφε αν όχι εγώ;

Κάθισα λοιπόν μ' εκείνον τον διαβολόκαιρο στην άκρη απ' τη γωνιά και συμπώντας τα ξύλα που έβγαζαν καπνό, σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα, χωρίς δράση σχεδόν. Τού έβαλα και τίτλο: " Το καινούργιο Εικοσιένα".

Το διάβασα σε καναδυο και τούς άρεσε. Ανάλαβαν κιόλας να το παίξουν. Ακόμα έβγαλαν με καρμπόν και τρία τέσσερα αντίγραφα. Το ένα ήθελα να το πάρει μαζί του ο καπετάν Ερμής, του Ανεξαρτήτου συντάγματος, που βιαζόταν να φύγει την προπαραμονή της γιορτής.
Όταν έγινε η παράσταση , πάλι με χιόνι, με άθλιον καιρό, σ' ένα ακατοίκητο σπίτι σαν αχερώνα, σα χάνι, έπειτ' απ΄ το καθεαυτού έργο παίχτηκε και το δικό μου. Νόμιζα πως οι θεατές, στριμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, νόμιζα πως δε θάχαν υπομονή να καθίσουν άλλο μέσα κει. Κανένας όμως δεν έλεγε να φύγει κ΄έμειναν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη  σκηνή μου τούς είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα, κ' εγώ δεν ξέρω με τι.

Απάνω σ' αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:
- Το συγγραφέα!...   Το συγγραφέα!...

Ποιος δαίμονας τούς είχε σφυρίξει αυτήν τη λέξη στ' αυτί; Πού ήξεραν αυτοί οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων ! Μού φαινόταν άπρεπο, μα την αλήθεια, να γίνεται λόγος για κάτι που εγώ το είχα γράψει παίζοντας, σχεδόν για να τους ξεφορτωθώ. Κ' είναι ζήτημα αν είχαν γίνει δυο ή τρεις πρόβες.

Ωστόσο οι φωνές όλο μεγάλωναν. Ακούγονταν κι από δίπλα μου πια, όπου με βλέπαν. Τι να κάμω, ανέβηκα στη σκηνή! Κι' από κάτω βροντούσαν τα παλαμάκια, φώναζαν, σφύριζαν, (όχι βέβαια για ν' αποδοκιμάσουν), αξιωματικοί, καπεταναίοι, αντάρτες. Έπειτα  ήθελαν και λόγο.

Είχα συγκινηθεί πολύ απ' την υποδοχή τους, τόσο που αμφιβάλλω αν θα με συγκινήσει άλλη μου επιτυχία. Έβλεπα πως εργαζόμουν στη λογοτεχνία τόσα χρόνια χωρίς κάποια, έστω και ηθική ανταμοιβή. Το μόνο που κέρδιζε κανείς ήταν τα διφορούμενα των καλοθελητών. Και τώρα βρισκόσουν μπροστά σε μια γενική αναγνώριση, σε μια ατμόσφαιρα που πάλλονταν από ζωή. Έτσι αμοίβει το θέατρο τους εκλεχτούς του, άμεσα και ζωντανά. Ήταν να ντρέπομαι αλήθεια που υποτίμησα τόσο πολύ την αντίληψη του κοινού, που έδωσα τόσο λίγη σημασία στο γράψιμό μου. Θα έπρεπε να τούς αποζημιώσω το ταχύτερο με καλύτερη εργασία.

Αυτά περίπου τούς είπα, τέτοια υπόσχεση τούς έδωσα πάνω απ' τη σκηνή.

Και όλοι εκείνο το βράδι έμειναν ικανοποιημένοι.
Η «Λαϊκή Σκηνή» του θιάσου της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ σε περιοδεία στο Αγρίνιο (1945)
Την άλλη μέρα με κάλεσε ο νέος καπετάνιος μας στα γραφεία της Μεραρχίας. Μού ζήτησε πληροφορίες  για να μάθει ποιος είμαι. Ήταν φοιτητής της νομικής, αλλά δεν παρακολουθούσε  τα γράμματα. Δουλειά του είχε να μαζεύει αντάρτες και να πολεμάει.
- Άκουσε, μού λέει ο Κόζακας. Εγώ δεν ξέρω πολλά λόγια. Απ' αυτό που είδα φαίνεται  πως κάτι έχεις μέσα σου. Εμείς τους τίμιους τεχνίτες, εκείνους που βοηθάν το λαό, ξέρουμε να τους εχτιμάμε. Δούλεψε λοιπόν, γράψε κι άλλα, εδώ είμαστ' εμείς.

Με παρακινούσε κι αυτός να συνεχίσω.

Αλλά πιο επίμονος ήταν ένας άλλος, περαστικός από κει, φιλοξενούμενος μας. Τον έβλεπα για πρώτη φορά, λεγόταν Δημήτρης Καλλιτέχνης. Το δεύτερο ήταν ψευδώνυμο του, αργότερα έμαθα το πραγματικό του. Αυτός μ' έναν άλλο, το Γιάννη Νισύριο, περιόδευαν τα τμήματά μας και τα χωριά παίρνοντας αράδα φωτογραφίες με κάτι ειδικές μηχανές.  Ανήκαν στο κινηματογραφικό συνεργείο του Γενικού Στρατηγείου. Είχαν συγκεντρώσει αμέτρητο υλικό, από τα έμψυχα και άψυχα του αγώνα, μα δεν ξέρω αν διασώθηκαν  από τόσες καταστροφές. Τέτοιες αυθεντικές μαρτυρίες θάταν διδάγματα και για τις μέλλουσες γενιές.

Ο Δημήτρης λοιπόν, που κοντά στην άλλη του εργασία έπαιρνε και ωραία σκίτσα των αγωνιστών, κυνηγώντας από δω κι από κει γιατί δεν ευκαιρούσαν, όταν χωριζόμασταν μού είπε:
- Από σένα απαιτώ να μην αφήσεις το θέατρο. Δεν ξέρω τί άλλα κάνεις, αλλά έχουμε ανάγκη από θέατρο. Είδες πόσο τούς άρεσε, πόσο σε χειροκρότησαν προχτές;

Με την ευκαιρία μού αποκάλυψε πως  εκείνο το ανέβασμά μου στη σκηνή το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Υπολόγιζε στην εντύπωση που θα μούκανε και κοίταζε, λέει, να με γλυκάνει. Ήξερε κι αυτός από τέτοια, ήξερε πόσο κολακεύονται οι καλλιτέχνες. Ήθελε να με δέσει, να μού κάμει συμβόλαιο με το κοινό. Γι' αυτό είχε δώσει ο ίδιος το σύνθημα για τα χειροκροτήματα.

Έφυγε με τη βεβαίωση πως δε θα σταματούσε τη δουλειά μου.

Πραγματικά μες στον Απρίλη έγραψα δυο τρία μονόπραχτα, πιο επιμελημένα πια, με θέματα απ' τον αγώνα. Ένα απ' αυτά, " Ο υπεύθυνος", που είχε και στοιχεία κωμωδίας το έπαιξε η ίδια ομάδα ερασιτεχνών στο  Βουργαρέλι. Παίχτηκε την ημέρα τ' Αηγιωργιού, ενώ εγώ έλειπα σε περιοδεία, με το γιατρό της Μεραρχίας. Έμαθα όμως αργότερα πως είχε κι αυτό επιτυχία. Όλοι απ' το χωριό γέλασαν με την καρδιά τους. Ο λόγος ήταν πως το θέμα το είχα πάρει από κει, με ήρωες γνωστά πρόσωπα, με υπαινιγμούς που εύκολα τούς νιώθαν.

- Τί να τού κάμω που δεν είναι εδώ! φοβέριζε κατόπι στ' αστεία η κυρά Θυμία, η γερόντισσα πού κοιμόμουν στο σπίτι της. Τού άναβα τη φωτιά και πυρωνόταν κι αυτός συνομπόλιαζε τόνα και τ' άλλο. Ακόμα και τον Ιταλό που έχω στο κατώι, κι αυτόν τόν έβαλε μέσα. Κ' εκείνος ο αχαΐρευτος ο Γιώργο Μιχαλάκης που με το μαντήλι στο κεφάλι και με τα γυαλιά στα μάτια σκούπαγε τάχα απάνω στα σανίδια κι όλο μελέταε τη φωτιά και σωμό δεν είχε! Κ' οι άλλοι γέλαγαν από γύρω κ' εγώ δεν είχα τόπο να σταθώ. Αχ, δεν θα ματάρθει ποτέ στην πόρτα μου, θα του δείξω εγώ! ψευτομάλωνε η αξέχαστη κυρά Θυμία.

Κατά βάθος όμως ήταν ευχαριστημένη κι αυτή κι όλοι οι χωριανοί. Όταν ξαναπέρασα από κει μού ζητούσαν θέατρο πάλι.

Πρέπει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο. Το μισό της επιτυχίας οφειλόταν στους ηθοποιούς, σε δυο τρεις απ' αυτούς. Κι αν είχε σταθεί εκείνο το πρώτο κομμάτι , χρωστούσα την επιτυχία του σ'ένα απ' τα πρόσωπα του διαλόγου, τον αμίμητο Δημήτρη Γούλα, χωριάτη 50 περίπου χρονώ. Μόλις άνοιγε εκείνος το στόμα του, ξεραίνονταν όλοι στα γέλια. Τόσο έμφυτη, αβίαστη τού  ήταν η ηθοποιΐα. Ήταν εξασκημένος όμως κι από παλιότερες παραστάσεις , στο Ρωτόκριτο και άλλα.

Έβλεπα τώρα με τα μάτια μου πως στο θέατρο το ένα σκέλος είναι ο συγγραφέας, το άλλο ο ηθοποιός. Και για να καλοπιάσω το μουστακάτο Δήμο Γούλα, που είχε αδυναμία στις λιχουδιές, τον κρυφοφίλεψα, κάμποσες χούφτες σύκα και σταφίδα απ' τη φτωχή μας επιμελητεία.



* Αυτός είν' ο τίτλος των αφηγήσεων του για τη "Λαϊκή Σκηνή" θέατρο που έφτιαξε ο ίδιος κατά την περίοδο της κατοχής στην Ήπειρο και έδινε παραστάσεις ως τη Δυτική Στερεά Ελλάδα  και τα νησιά του Ιονίου. Τα έργα που έπαιζε η "Λαϊκή Σκηνή" της ΥΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ γράφτηκαν από το Γιώργο Κοτζιούλα και είναι αρκετά.

Η αφήγηση είναι δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης του Μαρτίου - Απριλίου 1962 ,στο  τεύχος 87-88, που είναι αφιερωμένο στην Αντίσταση.



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Γιώργου Κοτζιούλα, Θέατρο στα βουνά*(1)

Σαν εισαγωγή

Μιλώντας για τον τόπο μας και για τα χρόνια τα πριν τον πόλεμο, μπορούμε να πούμε πως η τέχνη σ' εμάς δεν είχε μεγάλη σχέση με το λαό. Ήταν προνόμιο λιγοστών αργόσχολων κι εκλεπτυσμένων. Αυτοί αγόραζαν βιβλία, σύχναζαν σ' εκθέσεις, παρακολουθούσαν συναυλίες. Οι άλλοι, ο πολύς λαός,  είχαν μεσάνυχτα από τέτοια. Ούτε τους σχετικούς όρους, τις ονομασίες δεν ήξεραν καλά - καλά. Εξάλλου κ' οι άνθρωποι της τέχνης δεν καταδέχονταν οι περισσότεροι να κοιτάξουν τη μάζα. Αντλούσαν τα θέματα απ' τον εαυτό τους, τα περιόριζαν στο στενό τους κύκλο, αδιαφορώντας αν βρίσκουν απήχηση από μέρος του συνόλου.Συχνά τους απομάκρυνε κ' η τεχνοτροπία τους απ' την αντίληψη του μεγάλου κοινού. Αυτοί δεν έγραφαν τάχα έργα με "θέση". Αυτοί έκαναν δήθεν "καθαρή" τέχνη. Μ' άλλα λόγια, ήταν οπαδοί της τέχνης για την τέχνη. Και ζούσαν μακάρια στο φιλντισένιο τους πύργο.

      Απ' αυτή την αδράνεια ήρθε να ξεσηκώσει πολλούς η περίοδος της κατοχής, του εθνικού μας αγώνα. Ό,τι  δε σκέφτηκαν στα σοβαρά ή δεν μπόρεσαν να κάμουν στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με την επαίσχυντη λογοκρισία της, παρουσιάστηκε πιο επιταχτικά, με τη μορφή του χρέους, την τετραετία του ξένου ζυγού. Ο καταχτητής είχε αφήσει κάθε πρόσχημα στην άκρη. Χτυπούσε αλύπητα όλους τους πατριώτες. Κ' η τυραννία διπλασιάστηκε, ξεσκεπάστηκε τώρα. Από κοινωνική - οικονομική που ήταν, έγινε επιπλέον εθνική. Σ' αυτή την πανελλήνια σκλαβιά μπορούσε να μείνει αδιάφορος ο τεχνίτης; Η πατριωτική του συνείδηση δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Δίπλα στο λαό που αγωνίζονταν, που έχυνε το αίμα τους στους δρόμους είτε στα βουνά, έπρεπε να δώσει ο άνθρωπος της τέχνης το παρών του. Αλλοιώς θάταν λιποταξία. Οι πιο πολλοί βρήκαν πραγματικά τον τρόπο να εκδηλωθούν. Αργά ή γρήγορα τα σχετικά έργα τους θα ιδούν αν δεν είδαν κιόλας το φως.

      Εκείνο που μένει άγνωστο ακόμα, που ίσως να μείνει για πολύν καιρό, είναι η εμφάνιση κ' η δράση της τέχνης έξω στις ελεύθερες περιοχές, εκεί που βρισκόνταν εξάλλου το επίκεντρο του αγώνα. Έχει σημασία να τονισθεί πως οι αντάρτες κι' ο πληθυσμός της υπαίθρου αισθάνθηκαν πολύ την ανάγκη της τέχνης. Κι' όπου δεν είχαν ειδικούς ανθρώπους γίνονταν οι ίδιοι τεχνίτες, δημιουργούσαν μοναχοί  τους. Πρώτα - πρώτα χρειάζονταν ψυχαγωγία. Εκεί στο λόγγο σχεδόν όπου ζούσαν, δίχως βιβλία, δίχως άλλα έντυπα απ' τον παράνομο τύπο που κ' εκείνος ερχόταν αραιά, οι σχετικά μορφωμένοι απ' αυτούς, όσοι ξέραν από απαγγελία, οι καλλίφωνοι έπρεπε να πουν κάτι τι για να περάσει η ώρα. Έτσι καθιερώθηκαν οι απαγγελίες, τ' αντάρτικα τραγούδια, πρώτα σε μικρό έπειτα σε πλατύτερο κύκλο. Έλεγαν  ό,τι θυμόνταν, ό,τι ταίριαζε στις περιστάσεις. Τα πιο πολλά έρχονταν απ' αλλού, ταξίδευαν από τόπο σε τόπο. Αλλά όπου χρειάζονταν, όπου είχαν τη δυνατότητα συμπλήρωναν, όπως είπαμε μοναχοί τους.
                          Φωτ.Σπύρος Μελετζής
       Είναι αληθινά κρίμα που δεν βγήκαν στα βουνά περισσότεροι λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Θα είχαν να προσφέρουν πολλά στον αγώνα, τόσα που δεν φαντάζονται από δω. Θα είχαν σίγουρα να ωφεληθούν κ' οι ίδιοι. Η αλληλεπίδραση μεταξύ τέχνης και λαού θάταν πολύ πιο αποδοτική. Τα παλληκάρια που πολεμούσαν χρειάζονταν τραγούδια. Έδιναν μάχες κ' ήθελαν να τις θυμούνται. Έμπαιναν στα χωριά κ' έπρεπε να τα ξεσηκώσουν. Ποιος θάγραφε τους στίχους; Ποιος θα βρισκε το σκοπό; Οι ποιητές, οι μουσουργοί έλειπαν στα κέντρα. Μα οι πολεμιστές , ο αγωνιζόμενος λαός δεν απογοήτευονταν εύκολα. Αυτοί που με το τίποτε είχαν δημιουργήσει έναν επίφοβο στρατό, αυτοί που είχαν θεμελιώσει μια νέα κατάσταση στα χωριά ήταν ικανοί να τα βολέψουν με όλα. Έτσι πέτυχαν αβοήθητοι και στον τομέα της τέχνης.

Απ' τις απλές απαγγελίες και τα τραγούδια της αντίστασης, που δεν απαιτούσαν άλλωστε κανένα υλικό, προχώρησαν σε πιο σύνθετες, πιο δύσκολες εκδηλώσεις. Έκαμαν και θ έ α τ ρ ο. Άρχισαν από μιμήσεις, σκετς, κ' έφτασαν σε κανονικές παραστάσεις. Έκαμαν την αρχή με κουβέντες και στο τέλος διαθέταν σκηνικά. Οι ερασιτέχνες εξελίχθηκαν σε αληθινούς ηθοποιούς που ικανοποιούσαν απόλυτα το κοινό. Από το "Χορό του Ζαλόγγου" κι άλλα του ίδιου ποιού μεταπήδησαν σ' έργα με συγχρονισμένα θέματα, με ανώτερη πνοή. Αυτά όλα έγιναν χωρίς διδασκαλίες, αυθόρμητα και ομαδικά, στο περιθώριο της άλλης υπηρεσίας. Και το σπουδαίο είναι πως βρήκαν μεγάλη απήχηση, πήραν παλλαϊκό χαρακτήρα. Ήταν θέματα ελεύθερα για όλους, χωρίς εισιτήριο, χωρίς διατυπώσεις. Τάβλεπαν κ' οι γυναίκες, τάβλεπαν και τα παιδιά, που τα χάραζαν για πάντα στο ξάστερο μυαλό τους.

Η λέξη θέατρο μόλις ήταν γνωστή ως τότε στα περισσότερα χωριά.Τη μεταχειρίζονταν όμως μ' έννοια μεταφορική, εξευτελιστική. Λέγοντας για κάποιον ή κάποια "γίνηκε θέατρο!" εννοούσαν πώς τον ρεζίλεψαν, τον έκαμαν σουργούνι. Μονάχα όσοι κατέβαιναν μια φορά στο παζάρι, στην εμποροπανήγυρη της επαρχίας, είχαν τον τρόπο να ιδούν απ' αυτό το πράμα. Μονάχα γελούσαν με τα κωμικά παθήματα του Μπαρμπαγιώργου από τον ανεψιό του ή με τους ατελείωτους ξυλοδαρμούς του τελευταίου από το Χατζαϊβάτη. Αυτό ήταν η μόνη πείρα τους από τη σκηνή. Ακόμα τις απόκρηες , της Λαμπρής, όταν έβγαιναν στο μεσοχώρι οι " προσωπίδες" και παράσταιναν πρόχειρα το πιο πολύ με χειρονομίες, ήταν κι αυτό ένα είδος θέατρο για τους χωριάτες. Αλλά ετούτο που τούς φέραν  οι αντάρτες, που τούς δημιούργησαν οι οργανώσεις, ήταν κάτι αλλοιώτικο, κάτι πολύ πιο ζηλευτό. Τους διασκέδαζε όμορφα και συνάμα τούς άνοιγε τα μάτια. Τούς έφερνε κοντά σε μια μορφή γνήσιου πολιτισμού.

Αμέτρητες είναι οι θεατρικές εκδηλώσεις στις επαρχίες μας ως τη λεγόμενη απελευθέρωση. Άλλες είχαν περιορισμένα πλαίσια, άλλες ξανοίχτηκαν και πιο πλατιά. Στις περισσότερες πρωτοστατούσαν οι νεώτεροι, οι επονίτες. Όσοι προπάντων ανήκαν στις υποδειγματικές ομάδες πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στο κεφάλαιο αυτό. Δεν έδιναν παραστάσεις μόνο στις έδρες τους( αυτό γινόταν και με τους άλλους αντάρτες) αλλά περίοδευαν και στα χωριά ψυχαγωγώντας έτσι το πλήθος. Σε πολλά τούς δόθηκε η ευκαιρία να στήσουν και σκηνή. Κ' έτσι το πέρασμά τους άφηνε πίσω σημάδια εξέλιξης. Τα κακοπάτια εκείνα μέρη οργώνονταν όλο και πιο βαθιά, με το αλέτρι της προόδου. Οι σπόροι δε φαίνονται πια μα κάποτε θα βγούνε.

Νομίζω πως επιβάλλεται, μόλις ανασάνουμε από τη συνέχιση της κατοχής, οι υπεύθυνοι για τέτοιες δουλειές να συγκεντρώσουν τα στοιχεία που υπάρχουν και να τα φέρουν στη δημοσιότητα. Θα φωτιστεί μια πλευρά  του αγώνα από τις πιο ανέλπιστες , τις πιο συγχρονισμένες. Σε μια εποχή όπου θα η πολύμορφη αντίδραση προσπαθεί με όλα της τα μέσα να κηλιδώσει τον τίμιο αγώνα αγώνα μας, έχουμε υποχρέωση απέναντι της ιστορίας ν' αποστομώσουμε τους συκοφάντες με τα γεγονότα.


* Αυτός είν' ο τίτλος των αφηγήσεων του για τη "Λαϊκή Σκηνή" θέατρο που έφτιαξε ο ίδιος κατά την περίοδο της κατοχής στην Ήπειρο και έδινε παραστάσεις ως τη Δυτική Στερεά Ελλάδα  και τα νησιά του Ιονίου. Τα έργα που έπαιζε η "Λαϊκή Σκηνή" της ΥΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ γράφτηκαν από το Γιώργο Κοτζιούλα και είναι αρκετά.

Η αφήγηση είναι δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης του Μαρτίου - Απριλίου 1962 ,στο  τεύχος 87-88, που είναι αφιερωμένο στην Αντίσταση.


Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

...σαν περιζωσμένα αγρίμια, που βάλανε φωτιά στο δάσος τους.

      " Kοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρούσαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο. Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τί να κάνεις.

     Ήταν τυχαίο ή μάς είχανε αντιληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το' να μουλάρι τρόμαξε, τινάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μάς γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξεφορτώσαμε όπως - όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω. Είχα κουβαριαστεί πίσω απ' έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι  σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διααλέξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κ' ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ' πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.

       Ήμουν κάπως βέβαιος( όσο και μ' όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν ' αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κ' ύστερα μ' έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μού φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ' άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι , δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του ε π ε ρ χ ό μ ε ν ο υ θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει` ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους ά λ λ ο υ ς  που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς` ούτε καν τούς σκέφτεσαι καθόλου - κ' είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ , που κι αυτόν δεν τον σ κ έ φ τ ε σ α ι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον ν ι ώ θ ε ι ς μ' όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί.

      Ο καταδικασμένος σε θάνατο, λέει ο Δοστογιέβσκυ, σκέφτεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή όλα τ' α γ α π η τ ά. Ίσως επειδή ξέρει πως γι' αυτόν δεν υπάρχει πια
 ε λ π ί δ α, ενώ σε σένα, παρ' όλ' αυτά, ως την τελευταία στιγμή, διαφαίνεται κάποια αμυδρή; Δεν ξέρω.

      Πόση ώρα περνούσε έτσι, κι αυτό δεν ξέρω - μα από πάνω μου άκουγα κάτι παράξενα φτερουγίσματα, σαν πουλιά που αναφουφουλιάζονται. Θα ' ναι τίποτα πουλιά απ' τους πιο πάνω θάμνους, σκέφτηκα που τρομάξανε και φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω. Περνούσαν, μόλις λίγο πιο πάνω απ' τις πλάτες μου, γρήγορα, σφυριχτά, πανικόβλητα, σαν πουλιά και σαν πολύ μεγάλες μαύρες πεταλούδες μαζί, μ' ένα παράξενο κ' ιλιγγιώδικο στριφογύρισμα γύρω στον άξονά τους, σα να θέλανε με το ράμφος τους να πιάσουν την ουρά τους.

       " Σκύψτε! Πέστε κάτω, κύριε Ανθυπασπιστά!" μού φωνάξαν άγρια δυο μεταγωγικοί που ' ταν πιο πέρα. " Σκύψτε! Τα θραύσματα περνούν από πάνω σας! Ελάτε γρήγορα εδώ!"

        Με δυο πηδήματα βρέθηκα ξάφνου κοντά τους, ανάμεσα και στους δυο, και κουβαριαστήκαμε κ' οι τρεις μας, αγκαλιασμένοι όσο σφιχτότερα μπορούσαμε για να δίνουμε λιγότερο στόχο.

        Α! να πω την αλήθεια, σ' αυτές τις στιγμές πόσο λαχτάρησα τη μέθη της μάχης! Ενώ εμείς τον βλέπαμε πάντα τον πόλεμο " εν ψυχρώ" κ' είμαστε πάντα σαν τρακαρισμένα, περισφυγμένα αγρίμια - που δεν είχαμε τίποτε ν' απαντήσουμε και μες στη λύσσα της απάντησής μας να ξεχαστούμε και να μεθύσουμε. Δεν είχαμε κανένα άλλο όπλο παρά το τρέξιμο, τη φυγή και το σουρτό κρύψιμο από τόπο σε τόπο - ναι, έτσι, όπως είπα, σαν περιζωσμένα αγρίμια, που βάλανε φωτιά στο δάσος τους."(απόσπασμα)


Γιάννη Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Ερμής,  Αθήνα 1973, δεύτερη έκδοση με ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις και πρόλογο του Κ.Θ. Δημαρά





Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Της σελήνης


...Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ' ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους...


Ζωή Καρέλλη 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Η κινηματογραφική μουσική του Ennio Morricone














Ευχαριστώ τον Οικοδόμο για την πρότασή του

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Περήφανος να τις κοιτάω στα μάτια

                                         Ρενέ Μαγκρίτ
Ιδανικές ημέρες που αρχίζουν
με άπλετο φως, με λίγα σχήματα θαμπά
που υπόσχονται και ξεθαρεύουμε στον ήλιο
και βγαίνουμε απ' του νου μας τις σπηλιές,
ιδανικές ημέρες που ως διαβαίνουν
πάντα μάς έχουν κάπου προς το τέλος τους προδώσει...

Θα βάλω τα ύπουλα σημάδια τους παντού...

Όταν με τον καιρό ίδιες θα επιστρέψουν
- σαν κάποια πρόσωπα που μάταια ταξίδεψαν-
ίδιες ημέρες κουρασμένες και θαμπές
και τη στερνή μου λύπη αποζητώντας
- μέσα στα βράδια που επιτέλους θα προφτάσουν
αυτόν τον ήλιο που όλο φεύγει δυτικά-
ορθός πάνω απ' τη θάλασσα και μόνος
- όπως μ' αγάπησε και μ'ήθελε η φωνή μου-
μακριά απ' όλα εκείνα που μού λείψαν
περήφανα να τις κοιτάω στα μάτια...

Τάσος Ζερβός, Η ρίζα του ήλιου(1958-1960) , Τα  Ποιήματα, Το Ροδακιό , Αθήνα 2004

(Αφιερωμένο στον καλό μου φίλο τον Οικοδόμο. Του οφείλω την γνωριμία μου με τον ποιητή)

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Πεφταστέρια


Ωριωνίδες ( τι ωραίο όνομα) ονομάζεται η βροχή των αστεριών που θα πέσει σήμερα αργά το βράδυ μέχρι αύριο την αυγή. Ονομάζονται έτσι γιατί εμφανίζονται κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα και στην πραγματικότητα είναι κοσμικά  "σκουπίδια", πέτρες και πάγος . Τα πεφταστέρια είναι απομεινάρια της ουράς του κομήτη του Χάλεϊ που πέρασε από τη γη το 1986.

Η παράδοση λέει ότι όταν πέφτει ένα αστέρι να κάνουμε μια μυστική ευχή.  Δεν νομίζω ότι την ώρα που θα αρχίσει η βροχή θα μπορώ να την απολαύσω , αλλά σιγοτραγουδάω το παλιό τραγούδι " ένα αστέρι πέφτει πέφτει το κοιτώ στον ουρανό...." και κάνω πολλές ευχές τόσες όσες και τ' αστέρια που θα πέσουν.

Μάρθα Βούρτση, στην ταινία "ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ"



Μεγάλη επιτυχία με τη Βίκυ Μοσχολιού



Ένα αστέρι πέφτει πέφτει
το κοιτώ στον ουρανό
μια ευχή κάνω για σένα
τελευταία μου ελπίδα
τον Θεό παρακαλώ

Ένα αστέρι πέφτει πέφτει
το κοιτώ στον ουρανό

Μήπως το 'στειλε η ψυχή σου
μήπως το 'στειλε η καρδιά σου
τ' άστρο αυτό το φωτεινό
κι ήρθε να μου φέρει δάκρυ
ή για να μου φέρει ελπίδα
μες στην ώρα που πονώ

Στίχοι: Γιώργος Σαμολαδάς.
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Η Αγάπη



"Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, δίχως να νιώσεις από πού
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει-αλλιώς θα προσπεράσει


Ποίηση: Κώστας Ουράνης
Μουσική επένδυση: Γιώργος Καζαντζής

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Τα μάτια-μαστίγια



Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια
Μην τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα ‘στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν είν’ αυτά τα δυό πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι μαστίγια και μέρα νύχτα σας γυμνώνουν
σας μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουΐζουν πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν
Δεν είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια
Κι εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεσθε
μαζοχιστές και δεν τ’ ομολογείτε

Γιάννης Δάλλας

Ο εχθρός λαός



Ήταν πατριώτη ένας λαός
ένας μεγάλος τοπικός εχθρός.

Θέλανε νά 'χουν όλοι το σπιτάκι τους
καθημερινά το μεροκαματάκι τους
νά 'χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν
μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός...

Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα
να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα
να κυβερνάει αυτός που θά 'χουνε διαλέξει
κανένας πια να μην τους κοροϊδέψει.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός...

Θέλαν το νόμο φίλο κι όχι φύλακα
να μη φοβούνται πια τον χωροφύλακα
την περηφάνια τους κανείς να μην πληγώνει
ούτε την πόρτα τους να ξεκλειδώνει.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός...

Όνειρα χίλια μέσα στο κεφάλι τους
τ' αποθηκεύανε στο προσκεφάλι τους.
Χρόνια καλύτερα ελπίζανε να 'ρθούνε
το σήμερα οι ληστές δεν εχτιμούνε.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός...

Ερμνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Τα μήλα


Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα• το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή• κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.

Ε.Χ.Γονατάς, Το Βάραθρο

Ποιείν

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Ο Κραβαρίτης

.
Πριν από λίγο καιρό ανακάλυψα το ιστολόγιο Κώστας Πουρναράς(Μπόσης), που είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση της προσωπικότητας και του έργου του Κώστα Πουρναρά (Μπόση). 
Γεννημένος στη Κυψέλη Άρτας το 1908 βρέθηκε στα Γιάννενα μερικά χρόνια αργότερα ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ήταν δάσκαλος . Οργανώθηκε στο ΚΚΕ και διώχτηκε από τη δικτατορία του Μεταξά . Εξορίστηκε στον Αη Στράτη , δραπέτευσε το 1942 και στη συνέχεια κατατάχτηκε στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μετά το τέλος του εμφυλίου βαριά τραυματισμένος βρέθηκε στην Τασκένδη και από εκεί στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας. Στην Ελλάδα δεν επέστρεψε ποτέ παρά μόνο ως στάχτη το Σεπτέμβρη του 1994.

Ο Κώστας Μπόσης όμως ήταν και συγγραφέας. Στο ιστολόγιο παρατίθενται αρκετά βιβλία.Ψάχνοντας στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία μπόρεσα να βρω δυο: Τον "Κραβαρίτη" και "....το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα ".

Αυτές τις ημέρες διάβασα τον" Κραβαρίτη ". Ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1963 και δημοσιεύτηκε το 1983. Ένα διαμάντι της νεοελληνικής λογοτεχνίας , που συνδυάζει τις  αρετές του καλού γραψίματος και τη ζωντανή δημοτική γλώσσα με το αγωνιστικό πνεύμα της αντίστασης και την αυθεντικότητα των απλών ανθρώπων με το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας.



    Στα χρόνια του μεσοπολέμου , λίγο πριν τον δεύτερο πόλεμο ,ένα παιδί , ο Θανάσης, κατεβαίνει από το χωριό του , το Κακοχώρι, στη μικρή  επαρχιακή  πόλη  για να πάει στο σχολείο, να μάθει γράμματα, να αποκατασταθεί και να αποκαταστήσει τις αδελφές του και την οικογένεια του.
    Οι συνθήκες που αντιμετωπίζει στην πόλη,  στο σχολείο και στο μικρό δωμάτιο που ζει είναι πολύ δύσκολες. Φτώχεια, στερήσεις, πείνα, προσβολές, τιμωρίες.
« Ο Θανάσης κρατώντας τα βιβλία παραμάσχαλα, βγήκε απ’ το σπίτι νωρίς και τράβηξε μέσα από τα παλιαντζίδικα της γειτονιάς, μόλο που στράτα δεν τον έφερνε από κει. Μόλις έστριψε στη γωνιά, τον χτύπησε η μυρωδιά ζεστού ψωμιού. Πήρε βαθιά ανάσα, κατάπιε δυο-τρεις φορές το σάλιο, π’ ανέβαινε απ’ το  λαρύγγι στο στόμα, σφούγγισε με τον αγκώνα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τη ματιά , που άχνιζαν στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο στην κρεβάτα. Να άρπαζε ένα, να το έσκιζε στη μέση , να έφτιαχνε δυο, μόνο δυο μεγάλες μπουκιές κι ώσπου να βάλει κι ώσπου να βγάλει ο φούρναρης τη φκιάρα....»
     Αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
« Έβαλε το χαρτάκι με τις ελιές στην τσέπη, το ψωμί παραμάσκαλα και ξεκίνησε. Στο φόρο έβγαλε τα παπούτσια, τα έδεσε με τα κορδόνια, τα έριξε στην πλάτη, το ένα μπρος, τ’ άλλο πίσω, έχωσε τις κάλτσες στην τσέπη, έριξε μια ματιά εχθρική κατά την πόλη και πήρε δρόμο για το χωριό.»
Περπατώντας φτάνει στο χωριό του όπου δεν είναι καλοδεχούμενος από τον πατέρα του, που βλέπει τα όνειρα του για καλύτερες μέρες να γκρεμίζονται.
« Η οικογένεια του Κωνσταντή του Κραβαρίτη κήδεψε κείνο το βράδυ τα όνειρά της. Ο γέρος καρτερούσε να γίνει ο γιος του δάσκαλος. Θα διοριζόταν στο ίδιο το χωριό, θα έπαιρνε και το γραμματιλίκι της κοινότητας και του συνεταιρισμού και θα είχε τρεις μιστούς, εχτός από τα τυχερά και εχτός από τα δώρα των παιδιών. Θα πλήρωναν τα χρεή, θα αγόραζαν το γειτονικό χωράφι...θα...Κι οι αδελφές τις ίδιες , πάνω κάτω , ελπίδες είχαν. Και τώρα;»
Οι σχέσεις γιου και πατέρα δεν είναι καλές. Φήμες και συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί για τη δράση του παιδιού στο σχολείο επιδεινώνουν την κατάσταση.
« - Μου λέρωσε το κεφάλι τώρα στα γεράματα, ο Γιούδας! Τρεις νύχτες δεν με κόλλησε ύπνος. Ψες σηκώθηκα και πήγα στο δάσκαλο. « Τους πληρώνουν απ’ άλλο βασίλειο, μού είπε, απ’ τη Ρωσία για να χαλάσουν την οικογένεια, να κάψουν τις εκκλησιές...»
     Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς τον αντιμάχονται. Κάθε του κίνηση καταγράφεται , κάθε του λόγος σημειώνεται. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Αρνείται να υπογράψει δήλωση και εξορίζεται.

    Μετά την κήρυξη του πολέμου και την επικράτηση των κατακτητών, επιστρέφει στο χωριό και προσπαθεί να οργανώσει την αντίσταση. Ο Θανάσης επανεμφανίζεται  στο χωριό του αντάρτης του ΕΛΑΣ .
«Ο στρατοκόπος ...έφτασε στο ύψωμα, ακούμπησε το χέρι στον κορμό του δέντρου και στάθηκε αγναντεύοντας . Στη ρεματιά το χωριό. Στο κέντρο η εκκλησιά, το σχολειό και κάμποσα σπίτια μαζεμένα...Στον πέρα μαχαλά ασπρίζει το σπιτάκι, χωμένο μες στα δέντρα, πίσω απ’ το μεγάλο ύψωμα τα χωράφια, και κατά το νοτιά, μακριά στον ορίζοντα, η πολιτειούλα...το γυμνάσιο, το μαγέρικο του Μήτσου του Σπανού...Η περασμένη ζωή γεμίζει ως απάνω –πάνω τη σκέψη κι η μορφή του πότε γίνεται γελαστή και παιχνιδιάρα, πότε σκυθρωπή και πικραμένη...ο νέος που είχε ξεχαστεί , ταξιδεύοντας στις αναμνήσεις του, συνήρθε. Άφησε την κάπα καταγής , στη ρίζα του δέντρου, και πλάκωσε το δίκωχο με μια  πέτρα, για να μην το πάρει ο αέρας . Περπατώντας προσεκτικά, σχεδόν μπουσουλώντας, ζύγωσε τη διπλανή πεζούλα....ξάπλωσε με την κοιλιά και συρτά συρτά σα φίδι μπήκε στη σπηλιά τ’ Ανδρούτσου....βγήκε κρατώντας στο χέρι ένα αυτόματο...Έριξε την κάπα στις πλάτες, πήρε το δίκωχο στο χέρι, καμάρωσε ένα-δυο λεφτά το πεύκο, το γύρω τοπίο, τη δύση μακριά, και, ξεκινώντας, μουρμούρισε: « Καλή αρχή!»
   Μέσα από τη δράση τη δική του και των συνεργατών του  το χωριό μεταμορφώνεται  και οι άνθρωποι αλλάζουν με πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα εκείνη του πατέρα Κραβαρίτη .
 « Ο γερο-Κραβαρίτης ...λιγόλογος, υπομονητικός, κάποτε μονοκόμματος, εργατικότατος, πάντα τίμιος και απροσκύνητος...Από πού ξεκίνησε; Και πού έφτασε;! Ήθελε να τον κάνει αποπαίδι, γιατί ήταν « αντίθεος», όπως του έλεγαν οι « φαύλοι». Μα σαν είδε την αλήθεια, τράβηξε μπροστά χωρίς φόβο, χωρίς συμβιβασμό κι έφυγε σκεπασμένος με την κόκκινη σημαία. ..»
Οι γυναίκες επίσης  αλλάζουν ζωή, τα παιδιά βοηθούν στον αγώνα.
 « Απ’ το Κακοχώρι πέρασε ο μάγος, ένας μάγος φτωχός, σχεδόν ξυπόλυτος και νηστικός, χωρίς άσπρα γένια, χωρίς δώρα στο σακί του, άγγιξε το  χωριό με το ραβδί του και το άλλαξε και γι’ αυτό οι Κακοχωρίτες το είπαν Καλοχώρι»
Σε μια μάχη όμως τραυματίζεται και ...
     Δυο εποχές διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου. Ο Μεσοπόλεμος και η δικτατορία του Μεταξά από τη μια , η Κατοχή και η Αντίσταση όπως αυτή οργανώθηκε από το ΚΚΕ με την ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
     Δυο κόσμοι αναδύονται συγχρόνως και συγκρούονται μεταξύ τους.  Οι φτωχοί, οι μεροκαματιάρηδες , οι άνθρωποι του μόχθου, οι ξωμάχοι, οι δουλευτάδες της γης  και οι άνθρωποι της εξουσίας, ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς , ο δάσκαλος, οι απατεώνες, οι κερδοσκόποι, οι εκμεταλλευτές. Η μιζέρια, η μοιρολατρεία, ο φόβος, η υποταγή, οι προκαταλήψεις δένουν τη ζωή των φτωχών και δεν τους αφήνουν να σκεφθούν. Έτσι η  καθημερινή εκμετάλλευση, η αδικία, η κατάχρηση της εξουσίας, τα «εθνικά» ιδεώδη, η θρησκοληψία στέκονται από πάνω τους και τους πατούν όσο πιο δυνατά μπορούν. Δίπλα στο Θανάση και γύρω από αυτόν ζουν και κινούνται διάφοροι άλλοι άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά.  Αλλά και οι δικοί του άνθρωποι , ο πατέρας , η μάνα, οι αδελφές του. Όλοι αυτοί είναι « σκλάβοι στα δεσμά τους» . Δέσμιοι μιας  άδικης κοινωνίας που οι ίδιοι διαιωνίζουν γιατί έμαθαν να τη θεωρούν φυσιολογική. 

« Εδώ και κάμποσα χρόνια η ζωή του χωριού, σκληρή σαν τα πέτρινα βουνά του τόπου , έδειχνε να μη σαλεύει καθόλου. Στο κέντρο του χωριού καμιά τριανταριά σπίτια  και τ’ άλλα σκόρπια στους τέσσερις ανέμους. ...Το σπίτι , το χωράφι, το μαντρί, και τα ζωντανά όλος ο κόσμος...Η φτώχεια ήταν πράμα θεϊκό. Έπρεπε να υποφέρει ο δούλος του θεού σε τούτον τον «ψεύτικο» κόσμο, για να κερδίσει τον αιώνιο...Κι αν ξεχώριζαν δυο-τρεις, ο Τσικνής, ο δάσκαλος και ο παπάς...Με τον ιδρώτα του προσώπου τους κέρδιζαν κι αυτοί το ψωμί τους. ...ζούσαν « ήσυχοι», γιατί είχαν βρει την «απόλυτη» αλήθεια: Έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι κι αύριο. Έτσι τον έφτιαξε ο θεός»
      Αυτοί οι δυο κόσμοι συγκρούονται, εξελίσσονται και μεταμορφώνονται κάτω από τις νέες συνθήκες που δημιουργεί η Κατοχή και η Αντίσταση.  Μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες  ορθώνουν το ανάστημά τους οι ήρωες του μυθιστορήματος , ανδρώνονται τα παιδιά, απελευθερώνονται οι γυναίκες, συνειδητοποιούνται οι αδύναμοι και αντιστέκονται, αγωνιζόμενοι για την ελευθερία τους , την αξιοπρέπειά τους και την περηφάνειά τους. Αποκτούν όραμα , διεκδικούν το γκρέμισμα της παλιάς κοινωνίας και τη δημιουργία μιας νέας . Ονειρεύονται μια διαφορετική ζωή.
«Πριν λίγα χρόνια μια χούφτα ήταν οι « απάτριδες» κι αυτοί στις φυλακές και στις εξορίες. Σήμερα αυξήθηκαν και πλήθυναν  « ως η άμμος της θαλάσσης» , έβγαλαν την πατρίδα τους από τη σκλαβιά κι αμόλυσαν ρίζες και κλωνάρια σαν τις χιλιόχρονες βελανιδιές . Ακόμα και τα αετόπουλα , όταν τα ρωτάς σε ποια οργάνωση ανήκουν, δεν καταδέχονται τις άλλες και απαντούν: « στο ΚΚΕ» Ο πατέρας του, η μάνα του, οι αδελφές του, οι χωριανοί του...Τούτοι οι « μισοτσάρουχοι» , οι « ανεπρόκοποι, τα γίδια» σήκωσαν το ανάστημά τους ορθό, περήφανο και κοιτάζουν μακριά, πέρα από τον ορίζοντα...Αύριο ο ουρανός θα είναι γαλάζιος, όπως και χτες. Οι φθινοπωριάτικες μέρες ήσυχες , απαλές. Η Ελλάδα θα λευτερωθεί...Θά’ ρθουν χρόνια χωρίς φτώχεια, χωρίς πολέμους. Τα παιδάκια ξέγνοιαστα θα τρέχουν στους δρόμους...Οι νέοι θα λένε το αιώνιο τραγούδι...Θα κυλάει η ζωή όλο και πιο χαρούμενη...»
      Απέναντι του οι διάφοροι τύποι ανθρώπων που συνεχίζουν να αδικούν, να πλουτίζουν, να απομυζούν τον ιδρώτα του φτωχού.
« ...οι άνθρωποι της « καινούριας τάξης» γλεντούσαν και η «καλή» κοινωνία κοιμόνταν  ήσυχη, γιατί, όσοι χαλούσαν την οικογένεια, τραβούσαν για τις φυλακές και τα ξερονήσια»
       Ανάλογα  όμως με το παρελθόν τους διαμορφώνονται και αυτοί. Κάποιοι γίνονται μαυραγορίτες, άλλοι προδότες, καταδότες, συνεργάτες των κατακτητών. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που παραμένουν ίδιοι και σιγολιώνουν όπως  ο καθηγητής Στασινόπουλος ή κατασπαρασσόμενοι από τις τύψεις και κυνηγημένοι από τις Ερινύες για τις αδικίες που διέπραξαν  αλλάζουν  δραματικά σαν τον Γυμνασιάρχη Γρηγοριάδη.
   « Ήταν κι αυτός μαυραγορίτης ... Αυτός εμπορεύτηκε τη διχτατορία , τη θέση του Γυμνασιάρχη ...και πουλούσε στις νεαρές ψυχές το δικό του εμπόρευμα. ...αυτός πουλούσε το άσπρο για μαύρο. ..Με λίγα λόγια δεν έχει ψωμί, δεν έχει ρούχα, δεν έχει φίλους, δεν έχει πατρίδα, τώρα κατάλαβε, πως δεν έχει και τιμή.»
 Ο Θανάσης γεμάτος πάθος για τον αγώνα, ιδεολόγος, σεμνός, δεν διστάζει να εκφράσει τη γνώμη του και να έλθει σε σύγκρουση με τους ΕΔΕσίτες και τον εκπρόσωπο των Άγγλων. Κριτήριο του το δίκιο του αγώνα, η πραγμάτωση του οράματος της νέας κοινωνίας.  Αυτό τον οδηγεί και σε σύγκρουση με την τακτική  του Κόμματος καθώς εκφράζει τη διαφωνία του με ορισμένες θέσεις του σε σχέση με την πολιτική των Άγγλων και των συνεργατών τους.
        Ο Μπόσης πλάθει με ρεαλισμό τους χαρακτήρες  και τους τόπους. Στο μικρόκοσμο του χωριού και της μικρής πόλης αντικατοπτρίζεται η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου , της Κατοχής και της Αντίστασης.
     Ξεχωρίζει η μορφή του Θανάση Κραβαρίτη, ένα απλό αγροτόπαιδο που  μεταμορφώνεται  σε λαϊκό ήρωα. Ο χαρακτήρας του διαπλάθεται μέσα από τις σκληρές συνθήκες στις οποίες ζει. Βιώνει την αδικία και την εκμετάλλευση από παιδί. Τα λίγα χρόνια του σχολείου τον έμαθαν να σκέφτεται. Δεν αποδέχεται τη μοίρα του, αντιστέκεται στη δουλική συμπεριφορά και σηκώνει το ανάστημά του σε όποιον τον αδικεί , αγωνίζεται και συνεχίζει να ονειρεύεται ακόμη και στο κελί της απομόνωσης
 « Σα μούχρωσε, στάθηκε κάτω απ’ το φεγγίτη και κάρφωσε τη ματιά σε μια στενή γαλάζια λωρίδα, που φαίνεται πλάγια , ψηλά- μακριά. Κι αύριο θα είναι γαλάζιος ο ουρανός. Ο κόσμος θα τραβάει το δρόμο του με  τις χαρές και τις λύπες του, με τις αγάπες και τις λαχτάρες του, με τα όνειρα και τα πάθη και θα χτίζει μια ζωή όλο και πιο ευτυχισμένη... θα φύγει η φτώχεια, θα ομορφύνει ο τόπος, θα ομορφύνουν τα ζωντανά, θα ομορφύνει ο άνθρωπος...και γι’ αυτή την ομορφιά...»
Οι σκέψεις του ταξιδεύουν στις αδελφές του, στον έρωτα της ζωής του τη Ζωίτσα , στη μάνα του
« Ο σκληρός αγώνας , ο καθημερινός αγώνας μεγάλωσε την καρδιά της μάνας τόσο πολύ, που να χωράει τον πόνο και την αγάπη όλου του σπιτιού. Μα τούτο δω δε το χωράει πια. Έφτασε ο πόνος στην απόγνωση. Αντάμωσε τις παλάμες , σήκωσε τα χέρια σε στάση προσευχής και μουρμούρισε : Θανάση μου! πού πάς;...Παιδί μου! Έλα ν’ αλλάξουμε...»
Οι αναμνήσεις, η αναπόληση, τα όνειρα , οι μορφές που ζωντανεύουν, το παράπονο του Θανάση στο κελί είναι ίσως από τις πιο δυνατές εικόνες του βιβλίου: « ένας σιγανός λυγμός...»
«Μάχη είναι, σύντροφοι και σε κάθε μάχη θα έχουμε και απώλειες»
      Οι ήρωες ζουν στο παρόν  αλλά με συνεχείς αναδρομικές αφηγήσεις μπορούμε να μάθουμε την ιστορία του καθένα, το παρελθόν του, τους δρόμους που ακολούθησαν στη ζωή τους. Τα πρόσωπα κινούνται συνεχώς μέσα σ’ ένα περιβάλλον αγροτικό ή αστικό , το οποίο προβάλλεται μέσα από λεπτεπίλεπτες περιγραφές.
      Οι περιγραφές των τόπων, των τοπίων, των ανθρώπων, των δραστηριοτήτων τους έχουν χρώματα, κίνηση, σχήματα, αρώματα, ήχους.  Η επιμονή στη λεπτομέρεια, ο έντονος λυρισμός και η ποιητικότητα των λέξεων χαρακτηρίζουν τις περιγραφές , οι οποίες δένουν με τους ήρωες διότι τονίζουν , αντιθέτουν ή προβάλλουν την κατάστασή τους και τα συναισθήματά τους.
« Η καταπληγωμένη όψη της γης, η μουντή και κρύα μέρα, που σβήνει, το σήμερα, που φεύγει, αφήνοντας  μια οδυνηρή ανάμνηση , το αύριο, που έρχεται σκοτεινό, γεμίζουν την ψυχή του Κραβαρίτη ανησυχία.
    Πίσω από το διάσελο ακούγονται συνέχεια χουγιατά: ‘ Οοοο!! Αααα! Κονίνω- απάνω!!! Μελίσω – ίσα! Το Σταυρό σας! Το Χριστό σας...Ερμες!’ Ο Νίκος ο Καλύβας οργώνει και η γυναίκα του , μ’ έναν κασμά φαγωμένο, σκάβει όσο αφήνει τ’ αλέτρι χέρσο. Οι αγελάδες σκύβουν και τεντώνουν το σβέρκο τους, σαν τις χελώνες, στυλώνουν τα πόδια, καμπουριάζουν τη ράχη, βάζουν δύναμη. Από την κούραση τρέχουν τα σάλια και τα μεγάλα αθώα μάτια τους είναι τόσο υγρά , που λες και κλαίνε. Πάνε δυο-τρεις δρασκελισιές και σταματούν. Ο ζευγίτης κουνάει τ’ αλέτρι δεξιά – αριστερά, χουγιάζει, χτυπάει, το τραβάει πίσω , το ξεσκαλώνει....»
« Το φθινόπωρο ήταν πολύ ανάποδο. Απ’ τον Τρυγητή κιόλας χιόνισε στις βουνοκορφές κι ύστερα έβαλε ξεροβόρι, που το κράτησε συνέχεια βδομάδες.  Σύννεφα αλαφρά, χτενισμένα, βαμβακερά έτρεχαν μέρα-νύχτα στον ουρανό, παίζοντας κυνηγητό, στιβάζονταν  χαμηλά στον ορίζοντα, κατά το νοτιά, και καρτερούσαν να αλλάξουν δρομολόγιο, μόλις θα έκοβε ο βοριάς. Τα φύλλα των δέντρων κάηκαν, προτού κιτρινίσουν καλά και, αντί να πέσουν στο χώμα, έμειναν τσουρουφλισμένα απ’το κρύο πάνω στα κλαδιά. Ο καιρός από τη ξέρα του καλοκαιριού πήδηξε απότομα στην παγωνιά κι ο τόπος δεν έβγαλε χορτάρι. Η γης με τις ανοιχτές πληγές της – τους γκρεμούς, τα στεφάνια, τα ξεκόμματα, τα γυμνά χωράφια – ασχήμυνε και σου γέμιζε τη ψυχή άγχος...»
 Ανάμεσα σε όλες αυτές θα ξεχωρίσω τη σπαρακτική σκηνή των αντιποίνων με τη θανάτωση των μικρών παιδιών
  « Πρώτο άρπαξαν ένα κοριτσάκι ως 9 χρονώ. Κει που σπαρταρούσε και κλωτσούσε να ξεφύγει απ’ τα χέρια τους, μαζεύτηκε το φουστανάκι, που το φορούσε κατάσαρκα , ψηλά στο στήθος και, όπως το κρεμούσαν , σκάλωσε  ένα φτερούδι στο σκοινί. Ο γερμανός το έπιασε απ’ το πόδι και του έδωσε μια σπρωξιά. Και τώρα , καθώς κουνιόταν πέρα- δώθε, φαίνονταν οι γυμνές αδύναμες σάρκες  του απ’ το λαιμό έβγαινε κάτι σαν φύσημα, σα σφύριγμα, σα λυγμός. Το ρούχο δεν άφηνε τη θηλιά να σφίξει.
    Δεύτερο έπιασαν ένα αγοράκι 5 χρονών με το ξύλινο ντουφεκάκι του περασμένο στο λαιμό χιαστί. Πάνω στη σαστιμάρα κι αυτό ξέχασε και τα άλλα δεν το σκέφτηκαν να του πουν να το πετάξει . Ένα τρίτο είχε στην πλάτη μια απλοχεριά καλαμπόκι ψημένο. Ένα τέταρτο ένα τόπι από παλιομπαλώματα στον κόρφο του. Τα κοριτσόπουλα εργόχειρα...Το καθένα με τα παιχνίδια του, με τα όνειρα του, με τον κόσμο του...¨οσα έμνησκαν πίσω δεν μπορούσαν ούτε να κλάψουν, ούτε να φωνάξουν. Κοίταζαν μαρμαρωμένα, με μάτια  γουρλωμένα, τρελά απ’ τον τρόμο κι άπλωναν  κι άπλωναν τα χέρια τους μπροστά σαν ασπίδα, να φυλαχτούν απ΄το δήμιο, στριμώχνονταν, τραβιούνταν προς τα πίσω κι έπεφταν στα χέρια του αλλουνού, που ερχόταν απ’ τις πλάτες. Σε δεκαπέντε – είκοσι τέλειωσε η « ηρωική» πράξη.  Εικοσιπέντε κορμάκια και μια  θηλιά άδεια κρέμονταν απ΄τα δέντρα. ..»
      Ο αφηγητής σε ρόλο παντογνώστη μπορεί και βλέπει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων  μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Μια ρυτίδα, ένα μορφασμό,  ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μια κίνηση.
« Στα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου, ξελασκαρισμένα από την ένταση και τις έγνοιες, απλωνόταν η γαλήνη. Στο μουστάκι κι ανάμεσα στα φρύδια έλαμπαν μικρές σταγόνες ιδρώτα. Η χοντρή φλέβα στο λαιμό χτυπούσε ρυθμικά. Το πλατύ στήθος ανεβοκατέβαινε αργά...»
Έχει όμως και τη δυνατότητα να διαβάζει  τις πιο μύχιες σκέψεις των ανθρώπων διεισδύοντας στον εσωτερικό τους κόσμο και αποδίδοντας όλες τις ψυχικές διεργασίες και διακυμάνσεις που οδηγούν σε εσωτερικές αλλαγές και αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς.  Ψυχογραφεί ο συγγραφέας τους ήρωες του.
« Είχε μπερδέψει το συμφέρον της τσέπης μερικών με το εθνικό συμφέρον, το μεγαλείο της Ελλάδας με το φασισμό. Σήμερα το ξέρει, νιώθει τύψη και πασκίζει να ημερέψει τη συνείδηση. μα γιατί η ψυχή γαληνεύει μια στιγμή και πάλι επαναστατεί; Η εσωτερική πάλη τον τραβάει πιο μακριά, πιο πίσω. Διώχνει τις σκέψεις αυτές, μα, ύστερα από λίγο χτυπούν ξανά  την πόρτα. ‘ Ήρθαμε να ξεκαθαρίσουμε όλους τους λογαριασμούς, διαφορετικά δε θα βρεις ησυχία, θα τυραννιέσαι σαν τον κολασμένο...»
       Μέσα απ’ όλα αυτά αναδεικνύονται οι προβληματισμοί, προβάλλονται τα μηνύματα και οι στάσεις που χαρακτηρίζουν τις ζωές των ανθρώπων.
 Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Μπόσης  είναι ζωντανές , βγαλμένες μέσα από τοπικούς ιδιωματισμούς γεμάτες χρώμα και ήχο. Οι διάλογοι των απλών ανθρώπων αποδίδονται πιστά. Είναι σαν να τους ακούμε να μιλάνε φυσικά και αβίαστα.
Ένα συγκλονιστικό και συνάμα συναρπαστικό  μυθιστόρημα που ανοίγει και κλείνει με την ίδια περιγραφή του τόπου που έζησε , ονειρεύτηκε και αγωνίστηκε ο Θανάσης Κραβαρίτης
« Στο βάθος – μες στην καταχνιά- φαίνεται η κορυφογραμμή  σαν αχνή πινελιά. Στην άκρη της οροσειράς, πάνω απ’ τον γκρεμό- τις Αετοφωλιές- στο Καραούλι του Κλέφτη – δίπλα στη Σπηλιά τ’ Ανδρούτσου- στέκει ο πεύκος περήφανος. Ο αγέρας τ’ άρπαξε τούτο το πρωινό ένα κλωναράκι. Μ’ αυτός ψηλώνει και φουντώνει, σειέται και λυγιέται και παίρνει δύναμη για καινούριο πάλαιμα»
(Η ανάρτηση αφιερωμένη στον Θ.Κ.Ν)
Οι φωτογραφίες είναι του Σπύρου Μελετζή και του Κώστα Μπαλάφα
                                                                                                                 
Κώστας Μπόσης, Ο Κραβαρίτης, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1983