Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Ηλέκτρα, σύμβολο πάλης και αντίστασης

Πρόσφατα, Ιούνιος 2014,  κυκλοφόρησε η νουβέλα" Ηλέκτρα "της Διδώς Σωτηρίου από τις εκδόσεις Κέδρος. Η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε στενή φίλη  και συναγωνίστρια της Ηλέκτρας Αποστόλου. Το φθινόπωρο του 1959 άρχισε να γράφει αυτή τη " μυθιστορηματική βιογραφία" στην οποία αφηγείται την πορεία της Ηλέκτρας μέχρι το μαρτυρικό θάνατό της.

 " Η Ηλέκτρα ενσωματώθηκε στην ανθολογία αντιστασιακού διηγήματος, την οποία επιμελήθηκες ο Θέμος Κορνάρος, και συγκεκριμένα στο δεύτερο τόμο, με τίτλο Αρματωμένη Ελλάδα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αναγέννηση...Έκτοτε η Ηλέκτρα ουσιαστικά  δεν επανεκδόθηκε ...Δυστυχώς δεν σώζονται τα χειρόγραφα της Διδώς. Το υπάρχον υλικό στο αρχείο της, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ, περιλαμβάνει μία μόνο χειρόγραφη σελίδα και ένα απόσπασμα δακτυλογραφημένο το 1975, το οποίο επρόκειτο να δημοσιευτεί στην επέτειο του θανάτου της Ηλέκτρας σε κάποια εφημερίδα, μάλλον στην Αυγή. Έτσι λοιπόν, κατ' ανάγκη , ως κείμενο εργασίας χρησιμοποιήθηκε αυτό των εκδόσεων Αναγέννηση..." ( από τον πρόλογο του βιβλίου).
Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται  η πολύ σημαντική   δράση  και συμβολή της Ηλέκτρας στην οργάνωση της Αντίστασης


Η Ηλέκτρα κρατάει τώρα στα χέρια της έναν από τους σημαντικότερους τομείς: τη διαφώτιση. Εκατοντάδες φανερά και μυστικά τυπογραφεία. χιλιάδες γραφομηχανές και πολύγραφοι, στο κέντρο, στις συνοικίες, στα περίχωρα, στα δημόσια καταστήματα, στα γραφεία, στα σπίτια, στις παράνομες κρύπτες, δουλεύουν και βγάζουν το έντυπο υλικό που κυριολεκτικά πλημμυρίζει την Αθήνα και τον Πειραιά. Κάπου είκοσι παράνομες εφημεριδούλες βγαίνουν μόνο στην Αθήνα! Ραδιοφωνικά νέα και νέα δίχως λογοκρισία, εφημερίδες των κομμάτων, της νεολαίας, των γυναικών, συνοικιακές, συνδικαλιστικές κι άλλες. Για να γραφούν και να μοιραστούν δίνουν άνθρωποι τη ζωή τους. Μα η δουλειά δε σταματάει ούτε λεπτό. Από καλύβι σε μέγαρο, από εργοστάσιο σ' εργαστήρι , από καφενείο σε κινηματογράφο, από γραφείο σε υπουργείο, από λιμάνι σε βαπόρι, χέρι με χέρι, κόρφο με κόρφο διοχετεύεται η έντυπη φωνή της πατρίδας. Ούτε ξέρει κανείς πολλές φορές πώς έφτασε ως την τσέπη του, το ντοσιέ του, το καρότσι του μικρού ή τη νεκροφόρα, το λυτρωτικό υλικό του ξεσηκωμού.
Είναι η περίοδος που η Ηλέκτρα βρίσκεται στο ζενίθ της αποδοτικότητάς της. Δεν ξέρει τι θα πει κούραση, δεν ξέρει τι θα πει ύπνος. Τη βοηθάει το ψυχικό σθένος της, η μέθη της πάλης, το όνειρο της λευτεριάς, το γερό σκαρί της, η διαβολεμένη ενεργητικότητά της. Στριφογυρνάει στους δρόμους οκτάωρα, κατεβαίνει πάντα στη βάση να παρακολουθήσει τη δουλειά. Γι' αυτή, " διευθύνω " δε θα πει δίνω εντολές και ζητάω ευθύνες, θα πει παίρνω μέρος ο ίδιος στην πρακτική δουλειά, σκέφτομαι πολύπλευρα και με προοπτική, απαιτώ περισσότερα πρώτα από τον εαυτό μου, κι ύστερα από τους άλλους.
Όταν στον τομέα της γίνει μια σύλληψη, ένα στραπάτσο, στέκει να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Ήρθε τυχαία το χτύπημα; Ήρθε από παρακολούθηση; Ήρθε από προδοσιά; Στην κάθε μια από τις τρεις περιπτώσεις αντιστοιχούν ορισμένες ευθύνες. Είναι οδυνηρό να ψαχουλεύεις πράξεις, κουβέντες, κινήσεις, σχέσεις τίμιων ανθρώπων, ακόμα και φίλων σου σαν να είναι ύποπτοι. Να βλέπεις μέσα από κουρτινάκια και κλειδαρότρυπες με αδιακρισία, να ζυγίσεις περιστατικά, να ερευνάς τα μύχια της ψυχής των άλλων. Από ιδιοσυγκρασία η Ηλέκτρα δεν είναι καχύποπτη και δε βλέπει γύρω της συνεχώς προδότες. Όμως δεν ησυχάζει αν δεν ανακαλύψει με απόλυτη σιγουριά πού έφυγε ο πόντος, για να προλάβει το παραπέρα ξήλωμα της κάλτσας. Να ειδοποιηθούν οι άνθρωποι που κινδυνεύουν, ν' αντικατασταθούν όσοι πρέπει, να προφυλαχτεί το υλικό, τα τυπογραφεία, τα σπίτια.
Ποτέ δεν προχωρούσε σ' ένα δεύτερο στάδιο αν δεν είχε απόλυτα ξεκαθαρίσει το πρώτο. " Δεν παίζουμε κουμπάρες ", έλεγε. " Γράφουμε την Ιστορία του τόπου μας, πασχίζουμε να χαρίσουμε μια καλύτερη ζωή στο λαό μας. Αν μπρος σ' αυτόν τον σκοπό η ζωή και η ευτυχία η δική μας δεν λογαριάζονται, η ζωή κι η προκοπή του λαού και των οργανωτών του είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε".
Γι' αυτό το λόγο ήταν αμείλικτη, πρώτα με τον εαυτό της. Τα λάθη της ήθελε να τα συζητάει, ήταν η πρώτη που τα' βλεπε και τα φανέρωνε, ακόμα κι όταν δεν τα είχαν αντιληφθεί οι άλλοι. Πίστευε στην αυτοκριτική` δεν τη θεωρούσε θεατρική παράσταση για δημιουργία εντυπώσεων. Αυτό το ήθος το διατηρεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλα, φροντίζει τους συνεργάτες της. Βρίσκει πάντα καιρό ν' ακούσει τι τους απασχολεί, τι τους στεναχωρεί. Ακόμα και τα προσωπικά τους ζητήματα τα προσέχει, δείχνοντας κατανόηση και ανθρωπιά. Δε συνηθίζει εκείνο το
" κόψε το λαιμό σου να τα βγάλεις πέρα..." Και μέσα στο μεγαλύτερο πυρετό της δουλειάς δεν ξεχνάει ποιος συνεργάτης της έχει γενέθλια ή ονομαστική γιορτή ή χαρές ή πένθη ή βάσανα οικογενειακά.

Κι όμως αυτή η γυναίκα τη δική της προσωπική ζωή πολλές φορές την ξεχνάει, τη βάζει σε δεύτερη μοίρα. Το κοριτσάκι της, τη μεγάλη αγάπη της ζωής της, δεν μπορεί πια να την έχει μαζί της. Μεγαλώνει με ξένους, πότε δω και πότε κει. Η μάνα αλαφιασμένη κοιτάζει να ξεκλέψει λίγη ώρα, να τρέξει, να την πάρει στην αγκαλιά της, να παίξει μαζί της, να δει πώς τρέφεται, πώς κοιμάται, τι λογάκια λέει, τι σκέψεις κάνει. Είναι όμως και στιγμές σκληρές. Το ταμπούρι τη θέλει άγρυπνη, νύχτα μέρα. Τα στραπάτσα στη δουλειά πολλά, οι συλλήψεις , οι εκτελέσεις χαλούν συχνά τα σχέδια. Η μάχη όταν συνεχίζεται δίχως ανάπαυλα δε σε ρωτάει αν είσαι μάνα...
Είχε να δει πολύ καιρό την Αγνούλα της, κι όταν έτρεξε να την πάρει στην αγκαλιά της εκείνη γύρισε αλλού το κεφαλάκι της κι έκανε πως δεν την θυμότανε. Αυτό της έγινε πληγή που την έκαιγε αδιάκοπα.
- Ακούς να με ξεχάσει το παιδί μου ! έλεγε.
Την Πρωτοχρονιά του 1943 άφησε ό,τι δουλειές είχε, γλίστρησε σ' έναν κήπο, έκοψε ένα κλαρί και στόλισε δέντρο για την κορούλα της. Έπαιξε μαζί της, τραγούδησε, χόρεψε. Α, τι γλυκές που' ναι οι ειρηνικές ανθρώπινες συγκινήσεις...
- Μαμά, είπε το παιδί, τι καλά που τα περνάμε οι δυο μας! Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις εδώ μαζί μου, να σε βλέπω πάντα; Να μη χωρίζουμε ποτέ...
- Θα' ρθω , Αγνή, σε λίγο που θα λευτερωθούμε, θα' ρθω κοντά σου και δεν θα ξαναφύγω ποτέ πια...

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Ψωμί και ντομάτα

 Η Έφη Πανσελήνου έγραψε το μυθιστόρημα " Δρόμοι της Αθήνας" αισθανόμενη το χρέος να μιλήσει για τη μεγάλη εποποιΐα της Αντίστασης στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940-1944. Ένα μέρος του μυθιστορήματος αναφέρεται στη ζωή και στο μαρτυρικό θάνατο της Ηλέκτρας Αποστόλου.Στην  πρώτη έκδοση του βιβλίου που  έγινε στα 1958 εξ αιτίας της λογοκρισίας δεν αναφέρει το όνομα Ηλέκτρα αλλά το όνομα Ηρώ. Αυτό επανέλαβε  και η δεύτερη στα 1959 στο Βουκουρέστι από τις" Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις". Επίσης το όνομα της κόρης της Ηλέκτρας αναφέρεται ως Αυγή και όχι Αγνή που ήταν το πραγματικό. 
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το δέκατο ένατο κεφάλαιο και έχει τον τίτλο Ψωμί και Ντομάτα. Η συγκεκριμένη έκδοση του μυθιστορήματος Δρόμοι της Αθήνας είναι μεταγενέστερη , αλλά δεν αναφέρεται χρονολογία έκδοσης και εκδοτικός οίκος.
Η Έφη Πανσελήνου μεταμορφώνει με τη λογοτεχνική της πένα το αληθινό γεγονός της σύλληψης και δολοφονίας της Ηλέκτρας σε τέχνη. Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της συγγραφέως.


ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΝΤΟΜΑΤΑ
  
Είναι Ιούλης του 44. Οι Γερμανοί ξεφτάνε. Φαίνεται από τη λύσα τους: Τα μπλόκα, οι εκτελέσεις, οι μάχες φουντώνουνε. Στους δρόμους, στις πόλεις, στα βουνά κρατάνε ανάστατη τη χώρα που παλεύει με τα δόντια, τα χέρια, τα πόδια, ορμητικά, απεγνωσμένα, ν' ανθέξει τους τελευταίους σφαδασμούς του θηρίου.
 Η μικρή Αγνή, κόρη της εξόριστης αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, στην Ανάφη


Η Ηλέκτρα κοιμήθηκε στ' αρπαχτά. Έγειρε την αυγή, σαν τέλιωσε η συνεδρίαση πάνω στο ντιβάνι όπως είτανε. Το μικρό δωμάτιο φλομώνει ο καπνός και η κλεισούρα. Πρέπει να φύγει μόλις αρχίσει η κυκλοφορία από την Αχαρνών, που γίνηκε η συνεδρίαση, να πάει στο Κολωνάκι που τη φιλοξενούν με το παιδί. Θα το λούσει, είναι η μέρα του σήμερα, θα του βάνει και τούτο το κόκκινο φορεματάκι που του στέλνει η Χρύσα. Πόσο θα το χαρεί!

- Σου' χω μια λιχουδιά. Μια ντομάτα, κόρη μου, άπλωσε το χέρι η μάνα του συντρόφου. Κάτσε να φας λίγο μη βγεις στο δρόμο νηστικιά. Έχω και σταρένιο ψωμάκι από το χωριό.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ!
Πήρε τη ντομάτα στο χέρι, τη χάιδεψε με το μάτι. Αστραφτερός ολοστρόγγυλος καρπός της πατρίδας, προσφάγι της φτωχολογιάς. Την κύταξε κι ένιωσε ευγνωμοσύνη.
- Η ντομάτα είναι η δόξα του ελληνικού , η ευλογία της γης μας, έκανε γελόντας ο σύντροφος, που κατάλαβε το βλέμα της Ηλέκτρας.
Σαν αποτέλειωσε σκούπισε βιαστικά τα χείλια και τα χέρια. Πήρε το μικρό πακέτο με το φόρεμα της Αυγής κάτω από τη μασχάλη.
- Στο καλό κόρη μου, την ξεπροβόδισε η γριά.
Της κούνησε το χέρι γελόντας και τράνταξε πίσω της η πόρτα. Τα δυνατά της πόδια σφυροκοπούνε το λιθόστρωτο κι αντηχούνε τη χαρά, που δονεί τούτο το δυνατό, γεροδεμένο κορμί: Να ζεις και να δουλεύεις. Να γυρνάς επί τέλους κάποτε, μέσα στους δρόμους της αγαπημένης Αθήνας.

Όταν βρισκότανε στους δρόμους, όπως είτανε διψασμένη για κίνηση και κόσμο, ένιωθε να σφυροκοπάει το αίμα της δυνατά, να λαγαρίζει η σκέψη της. Τότες είτανε που έβρισκε το κλειδί κάθε δουλειάς, το βασικό σημείο του άρθρου που θα' γραφε στην εφημερίδα, τη λύση που έπρεπε να δοθεί για να κινηθεί αποτελεσματικά ο μηχανισμός, να κυκλοφορήσει ο τύπος και στην άλλη γειτονιά. Μέσα στους δρόμους της Αθήνας ξεχνούσε και μπορούσε ν' αντέχει τα χτυπήματα, που έπερνε από κάθε εκτέλεση που κάνανε οι Γερμανοί και τη μάθαινε πάντα πρώτη σχεδόν, γιατί σ' αυτήν φτάνανε τα δελτία με τις ειδήσεις για την εφημερίδα.
Ύστερα από τους διακοσίους της Πρωτομαγιάς, έζησε τις εκτελέσεις των γυναικών στις δέκα του Μάη. Πόσες γνωστές δεν έκλαψε...
Εκείνο το πρωινό έφτασε λαχανιασμένη η μάνα της Κατερίνας. Έλπιζε να μάθει πως δεν είτανε αλήθεια για την κόρη της..Κάθε λέξη και λυγμός. Κάθε γράμα και πόνος.
- Πάει η Κατερίνα μου, πάει η κοπελιά μου, η ψυχή μου, το φως των οματιών μου! Γεμίζουνε τα μάτια, δαγκώνει τα χείλια, ξεχειλάνε τα δάκρυα, δεν τα σκουπίζει, τα στεγνώνει το αγέρι της Αθήνας. Βρίσκουνται μέσα στο δρόμο, την πνίγουνε τ' αναφυλητά.
- Την πήρανε. Τις πήρανε στην Καισαριανή. Δεν χορέψανε, δεν τις αφίσανε, είτανε γδυτές, μισόγυμνες. Μα σ' όλο το δρόμο τραγουδούσανε. Κι είπανε μονάχες τους, ύστατη παρηγόρια, μοναχούλες, το πένθιμο εμβατήριο:

" Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς..."

Κι η γριούλα βάλθηκε να το λέει με τη ραγισμένη της φωνή, που έσπασε σε θρήνο.
- Σώπα, Μάνα μου, μην κλαις!
- Κόρη μου! κόρη μου Ηλέκτρα! Δεν θα ξανακούσω πια αυτό...
- Θα' μαστε κόρες σου εμείς που μένουμε, έχεις εμάς.
Πόσο ν' ανθέξεις, πώς να κρατηθείς όταν ξεσπάει τούτος ο γόος, ο θρήνος του πληγωμένου ζώου.
Κοκινίζει, δαγκώνει τα χείλια μην κλάψει μέσα στο δρόμο...

Είτανε εδώ πάλι ξανά. Στην Τρίτη Σεπτεμβρίου, εδώ σε τούτο το τρίστρατο...
Τίναξε το κεφάλι η Ηλέκτρα σαν πουλάρι που χλιμιντρά. Τι της κατέβηκε να τα θυμηθεί όλα τούτα σήμερα! Όρμησε να περάσει αντίκρα, στη γωνιά της Ιθάκης. Έβιαζε το βήμα της, της φάνηκε πως αργεί.
- Καλώς μου την, τη δέχτηκε, μόλις ξεπέζεψε στο πεζοδρόμι.
- Καλώς μου την !
Τονε κύταξε κι ανετρίχιασε. Δεν είτανε για καλό τούτος ο λόγος. Δεν έπρεπε κανένας να τη γνωρίζει τούτη την εποχή την Ηλέκτρα στην Αθήνα. Ήταν παράνομη. Μα να που έπρεπε να περάσει από τούτα τα λημέρια, για να βγεί το συντομότερο στην Πατησίων! Τ' απόφευγε πάντα. Όμως ένα χρόνο τώρα γυρνούσε λέφτερα και δούλευε ανενόχλητη. Και είχε χάσει το αίσθημα του κινδύνου.
Το'χανε πάθει πολοί τότες. Γιατί βρίσκανε τόση αληλεγγύη από τον κόσμο, που έλεγες δεν θα βρεθεί κανένας να σε προδόσει. Εξόν και πέσεις πάνω σε "επαγγελματία".
Ανετρίχιασε , μα δεν τα' χασε. Έκανε να προχωρήσει αδιάφορη. Μα την άδραξε από την πλάτη. Ο Αστυνόμος Καγιάς.
Γύρισε τον κύταξε. Έκανε να την σπρώξει.
- Πρόσεχε, μη μ' αγγίζεις!
Είτανε τέτια η φωνή της που ο Καγιάς αυτόματα κατέβασε τα χέρι. Μα σαν έκανε να προχωρήσει στο πεζοδρόμιο την άδραξε. Κι αρχίνησε μια πάλη ανάμεσά τους.

Πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της πόρτας - Ελπίδος 5 - που κάποτε τη δρασκέλισε φτερουγίζοντας, στήλωσε μ' όλη της τη δύναμη τα πόδια, όπως ο ηνίοχος, όταν κρατάει τ' άλογα με ορμή, να συγκρατήσει το άρμα λίγο πριν το γκρεμό. Το ένστιχτο της ζωής στην έσχατη ορμή του, τέντωνε το κορμί στην υπέρτατη ένταση με απόγνωση.
Μα όταν πια κάποτε δρασκέλισε το κατώφλι η Ηλέκτρα, πίσω της έκλεισε η πόρτα της ζωής. Και άνοιξε η πύλη της Αθανασίας. Μια ακόμα θυσία στο βωμό της πατρίδας. Μια ανατριχιαστική σελίδα στο χαρτί της ιστορίας για τη Λεφτεριά της.
Μέσα στο κελί σαν έκλεισε η πόρτα, η αράχνη αναδεύτηκε πάλι - όχι όπως το μαλάκι της Αυγής τότε. Αναταράχτηκε έντρομη, όπως η τρικυμισμένη κόμη της Ηλέκτρας.

" Μαστίγιον, βούνευρον, πλεκτόν σύρμα, σχοινίον, άλυσος...".
Πέφτουνε πάνω στο κορμί , στο κεφάλι, στα ρούχα. Πετάνε σπίθες τα μάτια, αίμα οι σάρκες, κουρέλια τα ρούχα, βογγητό τα στήθη. Μα το στόμα μονάχα σιωπή. " Δεν έχω ιστορία ούτε μιας ημέρας".

-Από πού είσαι;
- Από την Αθήνα.
- Πού κάθεσαι;
- Στην Αθήνα!
- Πώς σε λένε;
- Ελληνίδα!
- Τι έκανες;
- Υπηρετούσα το λαό.
Και ξανά σπίθες, αίμα, βογγητό, πόνος, οδύνη και σιωπή.

Δεν έχουνε μορφές τούτοι που πηδάνε γύρω, πίσω, μπρος, αγκομαχούνε, βλαστημούνε, βρίζουνε, γελάνε κι οργώνουνε τη μαλακιά σάρκα, την καίνε μ' όλα τα είδη της φωτιάς, την πονάνε μ' όλα τα είδη του πόνου. Μα δεν την αγγίζει τίποτα την Ηλέκτρα. Είναι η ώρα που πληρώνει το χρέος της. 

" Ορκιζόμαστε να υπηρετήσουμε πιστά το λαό. Μέχρι θανάτου!". "Μαστίγιον, βούνευρον, πλεκτόν σύρμα, σχοινίον, άλυσος..."

Ωστόσο ο άνθρωπος αντέχει, λένε, ωρισμένο ποσό πόνου. " Ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου", θολά, θαμπά, περνάει, σαν ομίχλη από τη σκέψη της. Δεν είχε ποτέ σχέση με τις γραφές η Ηλέκτρα, μα κάπου ξεπήδησε τούτη η γνώση...
Τα μαλιά ανάκατα, πεσμένα μπροστά, τα χείλια ματωμένα, τα δόντια να λείπουνε, τα ρουθούνια να πάλωνται, το αίμα να τρέχει βρέθηκε...πώς βρέθηκε; Όπως βρίσκουνται όσοι έχουνε πυρετό ψηλό, βρέθηκε ακουμπισμένη στο δροσερό μαρμάρινο παραστάτη, κάτω από την καμάρα της βεράντας, στο σπίτι της θειας Αγγέλας, την Κηφισιά.

Αύγουστος κατακαλόκαιρο. Καίει ο ήλιος σαν πληγή...
Μπροστά της πράσινη απλωσιά το φουντωμένο δάσος.
Μια νότα νερό σταλάζει από πηγή, το φύλωμα της ελιάς παίζει κάτω από τ' ανάλαφρα σύνεφα. Τα χέρια αγγίξαν τον πυράκανθο, κεντήθηκε φαρμακερά. Από βούνευρο. Γιατί να τα χουφτώσει τ' αγκάθια;
Όμως τα κυπαρίσια τής κουνήσανε αδιόρατα τις λυγερές κορφές, τα μάτια της τα χάιδεψε η καμπύλη του βουνού. Ο Υμητός, η Αθήνα, τη χαιρετήσανε. Κουνάνε το μαντήλι, πέρα δώθε:
- Έχε γεια!
Τι καίγεται; Κρέας, ψήνουνε κρέας, τσιγάρο, τι καίγεται; Ω το νερό, να λούσει την Αυγή, έβρασε το νερό, της καίει τα χέρια, τα πόδια, το σώμα. Σβύνει, θολώνει. Κλαίει γοερά η μάνα. Έφυγε χτες ο Λεφτέρης στο νησί, κλαίει η μάνα, η Αυγή, ποιος κλαίει;
- Πονώ! αχ μάνα, πονώ!
Καίγεται, καίει ολόκληρη, σβύνει. Είναι ο ήλιος, η θαλπωρή του μέσα στο καταμεσήμερο, στο περιβόλι. Βουίζουνε οι μέλισσες. Σκύβει και βλέπει. Τα μικρά φύτρα μέσα στην υγρή αμπολή, περάσανε κάτω από το φράχτη και ξεπηδήσανε οι περικοκλάδες από τούτη τη μεριά. Μπλεχτήκανε αλούθε αγράμπελη, χιονάνθι, αγριοντριανταφυλιά...
Άπλωσε τα χέρια, ξεφύγανε, της ματώσανε το πρόσωπο οι αγριοντριανταφυλιές μπλεχτήκανε στο βούνευρο, στο σύρμα, στο σκοινί. Γλύφει το πρόσωπο ο ιδρώτας, τα πρησμένα βλέφαρα βαρύνανε. Πέρα στη γωνιά στηλώθηκε το μικρό κόκινο φόρεμα της Αυγής...Μητέρα!
Αν είχε χείλια η Ηλέκτρα θα γραφότανε πάνω τους το πλατό χαμόγελό της, ευγενικός συγκρατημός μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Κι υπόσχεση πως όλα αυτά κάποτες θα περάσουνε: Θα' ρθουνε ωραίες ημέρες , Αυγούλα, τότε να βάνεις τα ολοκόκινά σου...
Έγειρε το κορμί. Πόσο μακρυά ο πόνος, πόσο βαθιά η φωνή. Καίνε τ' αγκάθια της ροδιάς, πιάστηκε, ξεσκίστηκε, κρεμάστηκε ψηλά, γυμνώθηκε. Γέλασε, κάποιος γέλασε, ποιος γέλασε; Ο Καγιάς!
Έφυγε έντρομη να κρύψει τη γύμνια της. Η ελιά στο περιβόλι της χάιδεψε τα μαλιά με τα χαμηλά της τα κλαδιά, όπως έπεσε στο χώμα, δίπλα στη ρίζα της. Τα φλέβαρα κλείσανε . Ένας αχός στα φύλα της ελιάς: Ηλέκτρα. Ένας αχός που σκέπασε το λυγμό του Καγιά...Κλαίει ο Καγιάς. Τα χέρια στα μάτια, κλαίει σαν παιδί. " Σώπα Καγιά! Μας κάνουνε κακούς , μας ρίχνουνε τον ένα πάνω στον άλλονε, σώπα! Γίνηκε μια κραυγή, πολές κραυγές ο λυγμός: " Φτάνει, όχι πια άλλο". Οι ελιές πληθύνανε , γέμισε ο κάμπος ελιές, μα είναι πλήθη, λαός, χαρούμενος, κουνάνε άσπρα μαντήλια, είναι πολύχρωμη χαρά, κάτω από τον ήλιο, αλλαλαγμοί, κραυγές, μαντήλια άσπρα, όχι είναι περιστέρια, γέμισε ο ουρανός κραυγές, αλλάλαγμό και περιστέρια...
- Ήρθε, κόρη μου, ήρθε η Ειρήνη!
Είναι η γριά μάνα της Καίτης, κοιτάει ψηλά την ελιά.
Κοιτάει ψηλά τα κλαριά της ελιάς, που κρέμεται η Ηρώ. Όχι δεν κρέμεται. Είναι η φουντωτή κορφή, που την απόθεσε πάνω της ο κόσμος, όπως την είχε ψηλά στα χέρια.
- Η Ειρήνη! ήρθε λοιπόν, στον κόσμο η Ειρήνη, Μητέρα!
Τα χείλια της Ηλέκτρας χάραξαν το πιο ευτυχισμένο τους μειδίαμα. Το τελευταίο της. Κι απόμειναν.

Σαν είπανε στην κυρά Μάγδα το πρωί " να σκουπίσει λίγο" το θάλαμο, αντίκρυσε τη γύμνια της κοπέλας κι έκρυψε τα μάτια. Κύταξε γύρω να βρει κάτι να της καλύψει το κορμί. Στη γωνιά είδε το μικρό κόκινο φόρεμα πεταμένο, στραπατσαρισμένο. Η κυρά Μάγδα γονάτισε έκανε το σταυρό της. Κι εσκέπασε την κοιλιά και τα στήθεια με το φόρεμα, που δεν το φόρεσε η Αυγή. Της σφάλιξε τα μάτια κι ύστερα έσκυψε και της φίλησε τα καμένα μαλιά.
- Κόρη μου! Κόρη μου!
Σκούπισε τα μάτια κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Σέρνει βαρειά τα πόδια. Στενάζει ανήμπορη. Και με το στήθος της στέναξε η πατρίδα.

Στο Νεκροτομείο γράψανε κάπου ένα νούμερο: 59953. Και σημειώσανε: Το πτώμα ανήκε στην Ηλέκτρα του Αποστόλου.


- Και της στήσανε τούτο το Μνημείο, που το λένε "Έκθεση Νεκροψίας". Να το διαβάζουνε οι γενιές που θα' ρθουνε και να ντρέπονται, γιατί είτανε άνθρωποι, είπε η Μαρίνα στη συνεδρίαση της Νεολαίας που τη διευθύνει στη θέση του Λεφτέρη. Τούτος είναι φυλακή και περιμένει να δικαστεί. Το κορίτσι ξεδιπλώνει και διαβάζει:
- Ακούστε τη:
" Ο Ιατροδικαστής Π.Τ. σήμερον 26ην Ιουλίου 1944 ενήργησα λεπτομερή νεκροψίαν επί του πτώματος αγνώστου γυναικός ετών 33 περίπου...Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπεί ατέχνως δια μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών...Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν δια του στήθους και όπισθεν του κορμού υπάρχουν δύο παράλληλα εντυπώματα...άτινα παρήχθησαν εκ της πιέσεως χονδρού σχοινίου. Φαίνεται ότι το σώμα απαιωρήθη εν ζωή από των μασχαλών...εκχυμώσεις κυανώδεις και εξοίδησις...εγένοντο συνεπεία γρονθοκοπημάτων...Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας...αι εκχυμώσεις συρέουσαι ταινιωδώς, χρώματος κυανώδους...λίαν πυκναί και έντονοι...ως και αι των βραχιόνων παρήχθησαν κατόπιν δράσεως σκληρών οργάνων ( οίον μαστιγίου, βουνεύρου, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κ.λ.π) βιαιώτατα κατενεχθέντων..."
Όλα τα παιδιά έχουν σκυμένο το κεφάλι. Η Μαρίνα δαγκώνει τα χείλια. Η Τασούλα τρώει τα νύχια, σφίγγει τα χέρια. Βλέπει το χαρτί με σφιγμένη καρδιά.
- Έχει κι άλλο; ρωτάει και σηκώνει το κεφάλι χλωμή.
- Έχει κι άλλο!
Η Μαρίνα της ρίχνει μια κλεφτή ματιά και συνεχίζει:
- " Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Εις την επιφάνειαν του αριστερού άκρου ποδός παρατηρείται  έγκαυμα δεύτερου βαθμού, εκτάσεως ταλήρου...έτερον έγκαυμα δίδει τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου...Φαίνεται ότι η φρύξις των μηρών και των κνημών οφείλεται εις επίθεσιν κατ' αυτών ανημένων σιγαρέτων..."
" Ο στόμαχος περιείχεν τροφάς εξ άρτου και τομάτας..."

Σαν τελείωσε η Μαρίνα το διάβασμα, κανένας δε σήκωσε το κεφάλι, κανένας δε σάλεψε.
- Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ  ά ρ τ ο υ  και  τ ο μ ά τ α ς.  Ψωμί και ντομάτα πήρε μαζί της από τη γη της πατρίδας, είπε η Μαρίνα και δίπλωσε το χαρτί. Είτανε πιστό της παιδί...
Δεν το' πανε αναμεσό τους. Όμως κρατήσανε τη " σιγή του λεπτού".
Κυτάξανε μονάχα την άδεια καρέκλα, που είτανε μπροστά στο μικρό γραφείο. Είτανε η θέση της. Τρεις μέρες πριν είχε στηλώσει τον ολοζώντανο κορμό της, τα δυνατά της χέρια ακουμπισμένα στο μικρό τραπέζι. Είχε οργανώσει μαζί τους τη Νεολαία, ευθύς μόλις βγήκε από τη φυλακή, μόλις τόχε σκάσει δηλαδή. Ένα μικρό βάζο λουλούδια είχε βάλει στο τραπέζι της η Μαρίνα.
Μα η θέση της, το ξέρανε όλοι, είτανε μέσα στο πάθος, στο σθένος των παιδιών που γεμίζανε το δωμάτιο και τη βασανισμένη γη της Ελλάδας. Που ζούσε ξανά το νέο του Σηκωμό.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Ηλέκτρα Αποστόλου, μια τόσο σύντομη ζωή, γιομάτη τόσον απίστευτο αγώνα...

Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο, τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ήταν 26 Ιουλίου 1944. Το ιστολόγιο τιμώντας την κομμουνίστρια, την  αγωνίστρια, την  ηρωίδα, τον άνθρωπο, τη γυναίκα , τη μάνα Ηλέκτρα Αποστόλου  αφιερώνει τρεις αναρτήσεις  με κείμενα γραμμένα από τρεις γυναίκες - συγγραφείς  Είναι η Μέλπω Αξιώτη, η Έφη Πανσελήνου και η Διδώ Σωτηρίου.
 Η Μέλπω Αξιώτη γράφει για  αυτήν  στο βιβλίο της " Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας  " στις 26 Ιουλίου 1945 στα πλαίσια τιμητικού αφιερώματος στην Ελληνίδα της Αντίστασης και στη μνήμη της Ηλέκτρας Αποστόλου. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις " Ο Ρήγας. Εκδοτικός Οργανισμός" Αθήνα 1945. Αναδημοσίευτηκε  στον Γ' τόμο των Απάντων της Μέλπως Αξιώτη με τίτλο" Χρονικά " που εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1980



Ηλέχτρα Αποστόλου

Το χρόνο 1912, στην οικογένεια Αποστόλου γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Το βάφτισαν Ηλέχτρα. Το παιδί από μικρό παρατηρεί και ξεχωρίζει γύρω του την κοινωνική αδικία. Θλίβεται η μικρή καρδιά του και γυρεύει να καταλάβει, γιατί άλλοι είναι πλούσιοι, όπως ήταν η ίδια, κι άλλοι πεινούν αδιάκοπα. Όταν μεγάλωσε λιγάκι, τη στέλνουν οι γονείς της και τελειώνει τη Γερμανική Σχολή. Τότε η μικρή Ηλέχτρα έρχεται σ' επαφή με τους κομμουνιστές. Αυτοί θα τις λύσουν τώρα τις κοινωνικές απορίες της, κι αυτοί θα τη διδάξουν πως δε φτάνει να θλίβεσαι, αλλά πρέπει και να βοηθείς τους αλυσοδεμένους να καταλύσουν τα δεσμά της σκλαβιάς. Σ' αυτήν την ιδεολογία η Ηλέχτρα εντάσσεται από κείνη την ώρα, σ' αυτήν υπηρετεί μ' όσες δυνάμεις μπορεί να διαθέσει άνθρωπος. Απάνω σ' αυτό το καθήκον τη δολοφονούν με μαρτύρια οι χαφιέδες της Ασφάλειας.
Στα 1925, όταν κηρύχτηκε η διχτατορία Παγκάλου, βρίσκομε ένα κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια του, ήταν 13 χρονών, να γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ, της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Μες στη Γερμανική Σχολή ιδρύει έναν μικρό όμιλο που στέλνει ταχτικά εμβάσματα στους εξόριστους της Ανάφης, όπου βρίσκεται και ο αδελφός της.
Στα 1930, για να γλιτώσει απ' την αντίδραση της αστικής της οικογένειας, παντρεύεται τον κομμουνιστή γιατρό Γιάννη Σιδερίδη. Από κείνη την ώρα δίνεται πια ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του βασανισμένου  ελληνικού λαού.
Στα 1931, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, απ' τις ελάχιστες γυναίκες που βρίσκουνται τότε σ' εκείνο το κόμμα, κι η πιο μικρή οργανωμένη κομμουνίστρια που' χε ποτέ η Ελλάδα.
Γίνεται απ' τα πιο δραστήρια στελέχη της ΟΚΝΕ και συμμετέχει ειδικά  στο κίνημα της εργαζόμενης γυναίκας. Οργανώνει συγκεντρώσεις στα κλωστοϋφαντουργεία και καπνεργοστάσια, πρωτοστατεί στις απεργίες. Στις πιο δύσκολες ώρες της ζωής τους και του αγώνα τους οι εργαζόμενες γυναίκες της Αθήνας γνωρίζουν από κοντά της Ηλέχτρα που στέκει πάντα δίπλα τους. Όχι στεγνός ιδεολογικός οδηγητής , μα προπαντός ένας μεγάλος φίλος που συμμερίζεται την κάθε πίκρα της ζωής καθενός.
Στα 1932, διευθύνει τη Νεολαία, κεντρικό δημοσιογραφικό όργανο της ΟΚΝΕ. Στα 1933, γίνεται μέλος της καθοδήγησης της ΟΚΝΕ. Στα 1935, στέλνεται αντιπρόσωπος των Ελληνίδων γυναικών στο Διεθνές Αντιφασιστικό Συνέδριο του Παρισιού. Συνέχεια στέλνεται αντιπρόσωπος της ΟΚΝΕ στο VI Συνέδριο της Διεθνούς Κομμουνιστικής Νεολαίας. Στα συνέδρια κάνουν εντύπωση οι λόγοι της και η συνεισφορά της στη σύνταξη των διεθνών αποφάσεων.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα περιοδεύει επαρχιακά κέντρα, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, οργανώνει γυναικείες συγκεντρώσεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου του "Φασισμού" που κρέμεται κιόλας απάνω στην Ευρώπη. Συμμετέχει τότε  και στην οργάνωση του Αντιφασιστικού Συνεδρίου που συνήλθε το 1936 στην Αθήνα.
Μόλις κηρύχτηκε η Μεταξική διχτατορία πιάνεται απ'  την  Ειδική Ασφάλεια και δικάζεται σε δυο χρόνια φυλάκιση. Στις φυλακές Αβέρωφ μπαίνει επικεφαλής των αντιφασιστριών γυναικών, οργανώνει την εισαγωγή του παράνομου τύπου στη φυλακή, μέσα στη φοβερή τρομοκρατία οργανώνει μαθήματα, και κλείνεται συχνά στο μπουντρούμι.

Μόλις αποφυλακίζεται το 1938, εργάζεται οργανωτικά ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Πιάνεται τις παραμονές που περιμένει γέννα. Γεννά σ' ένα νοσοκομείο κρατούμενη, και 7 ημερών λεχώνα στέλνεται με το νεογέννητο εξορία στην Ανάφη. Υποφέρει από έλκος και εκμεταλλεύεται την αρρώστια της για να μεταφερθεί στην Αθήνα να μπορέσει να δραπετεύσει. Το Σεπτέμβρη 1942, από το Τμήμα Μεταγωγών όπου μεταφέρθηκε, διώχνει το κοριτσάκι της και την επόμενη το σκάζει μεταμφιεσμένη σε καθαρίστρια.
Βρισκόμαστε τότε στις αρχές της φοβερής ξενικής κατοχής, τότε που πρωτοοργανώνει ο ελληνικός λαός την αντίστασή του. Η Ηλέχτρα ρίχνεται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πρωτοστατεί στην οργάνωση της ελληνικής νεολαίας και στη δημιουργία της ΕΠΟΝ. Από το 1943 γίνεται μέλος του Γραφείου της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Αθήνας. Και το 1944, διευθύνει το Γραφείο Διαφώτισης της Αθήνας. Σ' αυτήν τη θέση τη δολοφονήσανε. Ήταν 32 χρονών.
Μια τόσο σύντομη ζωή, γιομάτη τόσον απίστευτο αγώνα. Κι όμως όσοι δεν την γνωρίσανε, δεν πρόκειται να την έχουν γνωρίσει ούτε τώρα. Δε βρίσκεται η Ηλέχτρα μέσα στην απαρίθμηση μιας οποιασδήποτε καταπληχτικής δράσης. Απάνω απ' όλα είναι άνθρωπος. Είναι  ο σωστός κομμουνιστής, ο τύπος ο ανθρώπινος που γι' αυτόν είπε ο Λένιν: " Με μια παράξενη αντίφαση, λεγόμαστε υλιστές, εμείς που είμαστε οι πιο μεγάλοι ιδεολόγοι".
Την αληθινή Ηλέχτρα τη βρίσκομε, όταν ανάμεσα στα μπλόκα τρέχει λαχανιασμένη να λούσει το παιδάκι της. Όταν ανάμεσα στα μπλόκα και κυνηγημένη τρέχει να παρηγορήσει μια μάνα, που ' χει δύο χρόνια ν' αντικρίσει την κόρη της για να της πει πως ζει. Τη βρίσκομε , όταν οι συναγωνίστριες τρέχουνε στην Ηλέκτρα να της πούνε τον πόνο τους, κι αυτή τ' αναβάλει όλα για να φροντίσει στοργικά " τον άνθρωπο".
Όταν βρισκόταν στην Ανάφη εξόριστη, στάλθηκε και ο άντρας της στα μπουντρούμια της Κέρκυρας. Αγαπιόνταν πολύ κι οι δυο κατάδικοι αλληλογραφούν ταχτικά. Ξαφνικά κάποιο γράμμα του τη βάζει σε μεγάλη έννοια. " Στενοχωρέθηκα, του απαντά, δεν θέλω να πιστέψω ότι μπορεί να εννοείς εκείνο που φαντάζομαι". Δεύτερο γράμμα του την κατατοπίζει σαφέστερα. Του απαντά: " Πρόσεξε Γιάννη. Θυμάσαι απάνω σε τι ορκιστήκαμε να βασίσομε το δεσμό μας. Πρόσεξε πολύ. Εγώ ποτέ δε θα πατήσω τον όρκο μου". Τρίτο γράμμα της φέρνει τη συγκλονιστική είδηση. Ο Σιδερίδης είχε κάμει δήλωση για να ξεφύγει από τη φυλακή.
Για την Ηλέχτρα το χτύπημα είναι φοβερό. Του ξαναγράφει λέγοντας πως παύει να είναι γυναίκα του, και μένει μόνο φίλη του, δίνοντας του χρόνο και συμβουλές να μετανοήσει. Όταν της γράφει απ' την Αθήνα, μιλώντας της για τη δουλειά του και πως θα βγάζει λεφτά να τη βοηθά μαζί με το παιδί τους, τότε η Ηλέχτρα απαντά: " Κύριε Σιδερίδη, από δω κι ύστερα θα λαβαίνετε είδηση για την υγεία της κόρης σας μέσω του τάδε γνωστού". Και κάθε τόσο στέλνει σε τηλεγράφημα δυο λέξεις: " Η μικρή αναπτύσσεται κανονικα΄".
" Έπρεπε να το κάμω αυτό, εξηγεί αργότερα η Ηλέχτρα, για να διατηρήσω την εικόνα του παλιού Γιάννη - αγωνιστή, κι όχι του Γιάννη αποστάτη"
Η αλληλογραφία αυτή είναι απ' τα τραγικότερα ανθρώπινα αισθηματικά ντοκουμέντα. Δείχνουν όλη την πάλη ανάμεσα σε μιαν ανθρώπινη καρδιά και στο καθήκον του κομμουνιστή. " Τον αγαπούσα πολύ, έλεγε η Ηλέχτρα αργότερα, κι εκρυβόμουν να κλάψω να μη με βλέπανε οι σύντροφοι".
- Μα κλαιν λοιπόν κι οι μπολσεβίκοι;
- Κλαίνε, φίλε, κι οι μπολσεβίκοι! Και κλαίνε ίσως απ' όλους ακόμη περισσότερο. Κλαιν την αγάπη που δεν χαίρουνται. Κλαιν τα παιδιά τους που δεν βλέπουνε. Κλαιν όλα τα δεινά του κόσμου. Και γι' αυτό αγωνίζουνται. Να στερέψουν τα δάκρυα.
19 χρόνια βρίσκεται η Ηλέχτρα στην υπηρεσία του ελληνικού λαού. 19 χρόνια τρώει ξυλοδαρμούς, εξευτελισμούς και εξορίες. Να γιατί αγωνίζεται. Να σταματήσουν απ' την ανθρωπότητα οι ξυλοδαρμοί και οι εξορίες.
6 χρόνια είναι μάνα, και βασανίζεται να βρει το γάλα, το φάρμακο και τη χαρά να δώκει στο παιδί της. Να γιατί αγωνίζεται. Να βρίσκουν όλες οι μανάδες γάλα, φάρμακα και χαρά να δίνουν στο παιδί τους.

Στις 25 Ιουλίου 1944, Τρίτη, στις 7.30 το πρωί πιάστηκε στη διασταύρωση Ιθάκης - Γ' Σεπτεμβρίου απ' την ομάδα Παρθενίου της Ειδικής Ασφάλειας. Μονάχη κι άοπλη πάλαιψε λεβέντικα με τους δήμιους. Κάλεσαν γερμανικό αυτοκίνητο , τους μίλησε εκείνη γερμανικά και την άφησαν. Κάλεσαν ελληνικό αυτοκίνητο και τη μετέφεραν στην οδόν Ελπίδας. Στο άντρο των μαρτυρίων , το ξενοδοχείο
 " Κρυστάλ", ο Παρθενίου , ο Καθρέφτης κι ο αντισυνταγματάρχης Πάτερης πέσαν απάνω της με λύσσα.

" Από πού είσαι; - Απ' την Αθήνα - Πού κάθεσαι; - Στην Αθήνα - Πώς σε λένε; - Ελληνίδα. - Τι έκανες ;- Υπηρετούσα το λαό". 

Χτυπούσαν και βασάνιζαν, αλλά δεν πήραν άλλη λέξη. Θυμόταν η Ηλέχτρα εκείνο που μας είπε κάποτε: " Εγώ όταν πιάνομαι, δεν νιώθω καμιά ανησυχία για την απολογία μου. Γιατί μόλις περάσω εκείνα τα κατώφλια, βάζω στο νου μου πως δεν έχω πια μνήμη, δεν έχω αυτιά, δεν έχω γλώσσα. Δεν έχω ούτε μιας μέρας παρελθόν".
Εκείνη τη βραδιά η Ασφάλεια πρόσφερε κρασί στα όργανά της. Επανηγύρισαν την τόσο σημαντική σύλληψη. Ήξεραν ότι σφάζοντας της Ηλέχτρα  Αποστόλου, γκρέμιζαν έναν από τους στύλους της Εθνικής Αντίστασης.
Ένα μερόνυχτο κράτησε το μαρτύριο. Μες στο μερόνυχτο την αποτελείωσαν.
Είχαν σκοτώσει μια γυναίκα που παράτησε πλούτη, μόρφωση κι ευτυχία για ν' αφοσιωθεί στην καλυτέρεψη της ανθρωπότητας. Είχαν σκοτώσει μια από τις καλύτερες ελληνίδες μητέρες, κι απ' τους πιο πιστούς φίλους του λαού. Τη λευτεριά που ετοίμασε δεν πρόλαβε να τη χαρεί[...]

Θάνατος πρόωρος εμπόδισε την ολοκλήρωση μιας τέτοιας αγωνιστικής προσωπικότητας. Αλλά κι ο τόσο ξέχωρος σε ηρωικότητα θάνατος ήρθε και σφράγισε με δόξα μια καταπληχτική ζωή.
Εμείς που' χαμε την τιμή να τη γνωρίσομε μες στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, τώρα μέσα στο μνήμα της την ανακηρύσσομε Αρχηγό.
Την τοποθετούμε να στέκεται δίπλα στις γυναικείες διεθνείς αγωνιστικές προσωπικότητες. Δίπλα στη γερμανίδα Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην ισπανίδα Πασσιονάρια, την πολωνίδα Βασιλέφσκα.
Κι απάνω στο άγνωστό μας μνήμα της, να της χαράξομε εκείνο το ρητό που της άρεσε:

 " Οι νεκροί μπολσεβίκοι είναι σεβαστοί όχι γιατί πεθάνανε, αλλά γιατί δεν πεθαίνουν ποτέ!"

Και την ημέρα της δολοφονίας της, όταν μέσα σ' ένα μπουντρούμι επί ένα μερόνυχτο χτύπησαν το κορμί της " άνθρωποι " που κατά λάθος λέγουνται άνθρωποι, και το θανάτωσαν απ' τα χτυπήματα, την ημέρα  εκείνη , την 26 Ιουλίου, να ορίσουμε " Ημέρα των ηρωίδων του αγώνα μας".
Να συγκεντρώνουνται αυτήν τη μέρα κάθε χρόνο οι Ελληνίδες. Να γονατίζουν μπροστά στις νεκρές του αγώνα μας. Να παραδίνει η μία γενεά στην άλλη γενεά, σαν λαμπάδα αναμμένη , τη φοβερή ανάμνηση απ' τα εγκλήματα του φασισμού. Και μ' όποια μάσκα κι αν μας ξεγελά, να μην τον ξαναφήσουν οι άνθρωποι ποτέ πια να φυτρώσει στο χώμα του πλανήτη μας!

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Σωτήρης Πέτρουλας

Ένα  βίντεο  απο τα αρχεία της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ (ΕΜΙΑΝ). Η εκπομπή  " Ρεπόρτερς" είχε κάνει  αφιέρωμα στην επέτειο των 17 χρόνων από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. 
Σήμερα , 49 χρόνια μετά, οφείλουμε τουλάχιστον να γνωρίζουμε τους αγώνες και τις θυσίες εκείνων που ονειρεύτηκαν , τόλμησαν και αγωνίστηκαν για μια διαφορετική κοινωνία. 



Παλαιότερη ανάρτηση για το Σωτήρη Πέτρουλα με κείμενο - απόσπασμα από τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Πέτρινα χρόνια

Ο Μπάμπης Γκολέμας έφυγε χθες από τη ζωή. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ . Τιμωρήθηκε για τη δράση του με μακρόχρονη φυλάκιση. Γνώρισε την Ελένη Βούλγαρη το 1954 και από τότε πέρασαν τη ζωή τους μέσα και έξω από τις φυλακές σε σκληρές συνθήκες παρανομίας και ανελευθερίας. Η ζωή τους ενέπνευσε τον Παντελή Βούλγαρη να δημιουργήσει την ταινία Πέτρινα Χρόνια, μια από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου  και από τις πιο σημαντικές στιγμές του. Φορτωμένη με πολλά βραβεία εξακολουθεί να συγκινεί με το θέμα της, τη σκηνοθετική ματιά, την φωτογραφία  αλλά και την  μουσική του Σταμάτη Σπανουδάκη αποδοσμένη μοναδικά με το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα. 
Η ταινία αφιερωμένη στη μνήμη του Μπάμπη Γκολέμα.

Τα τρύπια χέρια


Fred Hatt, Light

«Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα» είπες. «Τίποτα,
Είναι τρύπια τα χέρια μου».
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι’ όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως` αραιή, απαλή,
σαν καλωσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Το βάθος του κόσμου (1961)

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

...όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο το πολλαπλάσιο του ’22


                                                          Nίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ιούλιος 1974, λάδι, 1975
Ανομβρία και πάλι στον τόπο μου
τρέχουν στους δρόμους οι επίγονοι κι οι μεταπράτες

για τις δημοπρασίες και τις εκπτώσεις
όπου πουλιούνται παράσημα και θέσεις κι αξιώματα
κι όπου ξεπουλιούνται κι ανταλλάσσονται όνειρα
κι επιχρυσώνονται χάπια για να ταριχευτούν
όσο οι μη εξασκημένες μύτες και τα μη εξασκημένα αυτιά
να παραδεχτούν
πως πάμε καλά από υπόκλιση
και το καινούργιο όνομα της Κίρκης

πως δεν πάει κόντρα στην Ιθάκη
Κι εγώ ιδιωτεύω και ασκούμαι φιλέρημη
λέω πως λιμνάζω
μα μετακινούμαι άποδη κι άναυδη
σαν το μελάνι ή σαν την αμοιβάδα 

να μη με βρει η ξαφνική η καλοπέραση
Κι οσμίζομαι σαν το σκυλί
και λιώνω στις ολονυχτίες κερί
και δεν τα καρτερώ τα κατανυκτικά τα χελιδόνια
Γιατί τα χέρια των ποιητών ξεράθηκαν
και δεν αφήνουν οι φωνές κλαδιά
για να καθίσουν τα πουλιά να κελαδήσουν
Ανομβρία και ο σημαφόρος  δάσκαλος να ξεδιψά με ξύδι
Βγήκαν τότε φίδια ανάμεσα σε χόρτα ξερά
φίδια βασιλικά σηκώσαν κεφαλή, 

χοντρά μιας άλλης εποχής
φίδια, που σφυρίζουν
σέρνουν μαζί τον ψίθυρο
και πάνε κατά κει που οι καταθέσεις των υπομνημάτων

φιλοξενία κι άνοδο υπόσχονται
χάνονται ψίθυροι και μπαίνουν στις διόδους χιαστί
κι όλο σταυρώνουν
Γιατί την Πέμπτη όλα ασπρίζουν κι όλα κοκκινίζουνε
όλα σταυρώνονται και όλα σταυρώνουν
κι ανηφορίζουν την Παρασκευή 

και κείτονται το Σάββατο στη σκοτεινιά εξαντλημένα
Γιατί η Κυριακή των ποιητών λέγεται ερημιά
κι έρχονται με τη δοκό
να τα ξεπουπουλιάσουν τα κοκόρια
για Τρίτη αποφράδα ημέρα

 υστέρα από τον γάμο
Ξανά του γάμου χάχανα
όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο
το πολλαπλάσιο του ’22



Πίτσα Γαλάζη, Σηματωροί (1983)
   
                                                           


 Η Πίτσα Γαλάζη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Καλλιόπης Μόρτη-Σωτηρίου, Λεμεσός, 1940) σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή (1960-1964), όπου αργότερα (1969-1970) παρακολούθησε μαθήματα δημοσίων σχέσεων. Εργάστηκε στο ΡΙΚ (1966-1969) ως παραγωγός ραδιοφωνικών προγραμμάτων και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή (Στιγμές εφηβείας, 1963) είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά της βιώματα και τη συμμετοχή της στον Αντιαποικιακό Αγώνα. Στη συνέχεια (Στα περιθώρια των καιρών, 1968· Άσπρη πολιτεία, 1969· Δέντρα και θάλασσα, 1969· Ψηφιδωτό, 1973· Η αδερφή του Αλέξαντρου, 1973· Υπνοπαιδεία, 1978· Σηματωροί, 1983 κ.ά.), θα στραφεί σε κατά κανόνα πολύστιχες συνθέσεις. Αυτές οι δημιουργίες διακρίνονται για τη λυρική τους ευφορία, συνταιριασμένη όμως με το δραματικό βάθος και τη συγκρατημένη, στοχαστική συγκίνηση. Θα εκφράσει, έτσι, τη διάψευση της γενιάς της, η οποία δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη σύγχρονή της πραγματικότητα, καθώς αυτή απομακρύνεται διαρκώς από το προηγούμενο κλίμα των προσδοκιών και της ανάτασης. Εξέδωσε τη μονογραφία Οδός Αιμίλιου Χουρμούζιου (Αθήνα, 2005).


Πηγή: Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τ.Β

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Το στοίχημα


Ήταν μια σκοτεινή φθινοπωρινή νύχτα. Ο γέροντας τραπεζίτης βημάτιζε στο γραφείο του από τη μια γωνιά στην άλλη και θυμόταν που, δεκαπέντε χρόνια πριν, ένα φθινοπωρινό βράδυ, είχε στο σπίτι του καλεσμένους. Σ' εκείνη τη συγκέντρωση ήταν πολλοί γνωστικοί άνθρωποι κι έγιναν ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μεταξύ των άλλων μίλησαν και για τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά σχετικά με την ποινή του θανάτου. Έβρισκαν ξεπερασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο και ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις.Ορισμένοι υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα έπρεπε, γενικά και παντού, ν' αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.
— Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας, είπε ο οικοδεσπότης.
Δε δοκίμασα ούτε τη θανατική ποινή ούτε τα ισόβια δεσμά, αλλά, αν μπορεί κανείς να κρίνει a priori, τότε, κατά τη δική μου γνώμη, η θανατική ποινή είναι ηθικότερη και πιο ανθρωπιστική από τα ισόβια.Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, αλλά τα ισόβια σκοτώνουν σιγά σιγά. Ποιος δήμιος απ' τους δυο είναι πιο ανθρωπιστικός; Εκείνος που σας σκοτώνει μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός ο οποίος σας αφαιρεί λίγο λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια;
— Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα, παρατήρησε κάποιος απ' τους επισκέπτες, επειδή έχουν έναν και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής. Η κυβέρνηση δεν είναι θεός. Δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει εκείνο που δεν μπορεί, αν θελήσει, να δώσει πίσω.

Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός, νέος άνθρωπος, γύρω στα είκοσι πέντε. Όταν του ζήτησαν τη γνώμη, είπε:
— Και η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι
το ίδιο ανήθικα, αλλά, αν με πρότειναν να διαλέξω
ένα από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να
ζεις με κάποιον τρόπο είναι καλύτερα από το να μη
ζεις.
Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης, που τότε ήταν νεότερος και πιο νευρώδης, έγινε ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε απευθυνόμενος στο νεαρό νομικό:
— Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομμύρια
ότι δε θα μείνετε στο κελί ούτε πέντε χρόνια.
— Αν το λέτε σοβαρά, απάντησε ο νομικός, βάζω
στοίχημα ότι θα μείνω όχι πέντε αλλά δεκαπέντε!
— Δεκαπέντε. Εντάξει! φώναξε ο τραπεζίτης.
Κύριοι, βάζω δυο εκατομμύρια!
— Σύμφωνοι! Εσείς βάζετε τα εκατομμύρια κι
εγώ την ελευθερία μου! είπε ο νομικός.

Κι αυτό, λοιπόν, το ανήκουστο και ανόητο στοίχημα
μπήκε! Ο τραπεζίτης, μην ξέροντας τότε ούτε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια έχει, κακομαθημένος κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοίχημα.
Στο δείπνο πείραζε το νομικό κι έλεγε:
— Βάλτε λίγο μυαλό, νεαρέ μου, πριν ακόμα είναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τίποτα, εσείς όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία τέσσερα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής σας. Λέω τρία τέσσερα γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Μην ξεχνάτε επίσης, κακόμοιρε, ότι η εθελοντική φυλάκιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η σκέψη ότι οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα να βγείτε έξω ελεύθερος θα δηλητηριάσει όλη σας την ύπαρξη μέσα στο κελί της φυλακής. Σας λυπάμαι!
Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας από τη μια γωνιά στην άλλη, θυμόταν όλ' αυτά κι αναρωτιόταν:
«Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιο το όφελος που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής, κι εγώ πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό να αποδείξει στους ανθρώπους ότι η καταδίκη σε θάνατο είναι χειρότερη ή καλύτερη από τα ισόβια δεσμά; Όχι βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Από τη δική μου πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που είναι χορτάτος, κι απ' την πλευρά του νομικού απληστία για λεφτά...».
Θυμήθηκε επίσης αυτά που έγιναν ύστερα από το βράδυ εκείνο. Αποφάσισαν ο νομικός να εκτίσει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστηρότερη επίβλεψη, σε μία από τις πτέρυγες κοντά στο σπίτι του τραπεζίτη. Συμφώνησαν ότι στη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων δε θα είχε το δικαίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν' ακούει ανθρώπινες
φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες.
Του επιτρεπόταν να έχει μουσικό όργανο, να διαβάζει
βιβλία, να γράφει γράμματα, να πίνει κρασί και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα με ειδικό όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να μιλάει, μέσα από ένα μικρό παράθυρο φτιαγμένο ειδικά γι' αυτόν το σκοπό. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε να υπάρχει αυστηρή απομόνωση, και υποχρέωνε το νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε χρόνια, από τις 12 το μεσημέρι της 14ης  Νοεμβρίου 1870 μέχρι τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1885. Η παραμικρή απόπειρα από το νομικό να παραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το
τέλος της προθεσμίας, απελευθέρωνε τον τραπεζίτη
από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο εκατομμύρια.
Τον πρώτο χρόνο φυλακής του, κι όσο μπορεί κανείς να κρίνει από τα σύντομα σημειώματα, υπέφερε πολύ από τη μοναξιά και την πλήξη. Από την πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγόταν συνεχώς το πιάνο. Κρασί και καπνό αρνήθηκε να πάρει. Το κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, οι οποίες είναι εχθροί του φυλακισμένου. Άλλωστε, να πίνεις ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανέναν, δεν υπάρχει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρομίζει τον αέρα στο δωμάτιο του. Τον πρώτο χρόνο του έστελναν κυρίως βιβλία ελαφρού περιεχομένου Περίπλοκα ερωτικά μυθιστορήματα, διηγήματα με εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμωδίες και άλλα.

Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στην πτέρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματα του μόνο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι μουσική κι ο έγκλειστος νομικός παρακάλεσε για κρασί. Εκείνοι που τον παρακολουθούσαν απ' το παράθυρο έλεγαν ότι ολόκληρη εκείνη τη χρονιά μόνο έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά χασμουριόταν και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές καθόταν τις νύχτες να γράψει. Έγραφε για πολλή ώρα και, κοντά στα ξημερώματα, έσκιζε σε μικρά κομμάτια όλα όσα είχε γράψει. Άλλες φορές τον άκουγαν που έκλαιγε.

Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου ο φυλακισμένος ασχολήθηκε επίμονα με τη μελέτη γλωσσών, φιλοσοφίας και ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζίτης μόλις προλάβαινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του 'στειλαν γύρω στους εξακόσιους τόμους. Κατά την περίοδο αυτής της μανίας ο τραπεζίτης, μεταξύ των άλλων, έλαβε από τον κατάδικο του το εξής γράμμα:

«Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω αυτές τις γραμμές σε έξι γλώσσες. Δείξτε τις στους ειδικούς κι ας τις διαβάσουν. Αν δε βρουν κανένα λάθος, τότε, πολύ θα σας παρακαλούσα, προστάξτε να πυροβολήσουν στον κήπο με το ντουφέκι. Ο πυροβολισμός αυτός θα μου πει ότι οι προσπάθειες μου δεν πήγαν χαμένες. Οι μεγαλοφυίες όλων των εποχών και όλων των χωρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά μέσα σ' όλους καίει μία και μόνη φλόγα. Ω, αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμάζει τώρα η ψυχή μου που ξέρω πώς να τους καταλάβω! ».

Η επιθυμία του κατάδικου εκπληρώθηκε και ο τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουν στον κήπο δυο φορές.
Στη συνέχεια, μετά το δέκατο χρόνο, ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινόταν περίεργο που ένας άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να διαβάσει σε τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει ένα ευκολονόητο και όχι χοντρό βιβλίο. Μετά το Ευαγγέλιο πήραν σειρά η ιστορία των θρησκειών και η θεολογία.
Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης ο κατάδικος
διάβαζε υπερβολικά πολύ, χωρίς καμία διάκριση.
Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες, την άλλη ζητούσε Μπάυρον ή Σαίξπηρ. Σε μερικά σημειώματα του παρακαλούσε να του στείλουν ταυτόχρονα και χημεία και εγχειρίδιο ιατρικής και μυθιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική πραγματεία. Μ' όλα αυτά τα διαβάσματα που έκανε, έμοιαζε σαν να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού, και, επιθυμώντας να σωθεί, πιανόταν άπληστα πότε απ' το 'να συντρίμμι και πότε απ' τ' άλλο!

II

Ο γερο-τραπεζίτης θυμόταν όλα αυτά και σκεπτόταν:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι θα είναι ελεύθερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, για μένα όλα τελειώνουν, θα χρεοκοπήσω οριστικά...». Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια είχε, αλλά τώρα φοβόταν να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα χρέη του ήταν περισσότερα; Το ριψοκίνδυνο χρηματιστηριακό παιχνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και
το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, απ' το οποίο δεν μπορούσε ν' απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα, οδήγησαν λίγο λίγο τις δουλειές του σε παρακμή και ο απαθής, ο επαρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μεταμορφώθηκε σ' έναν κοινό και μέτριο τραπεζίτη που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που έπαιρναν τα χρεόγραφα.
— Καταραμένο στοίχημα! μουρμούριζε ο γέρος πιάνοντας με απόγνωση το κεφάλι του. Γιατί δεν πέθανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα χρονών. Θα μου πάρει ό,τι έχω και δεν έχω, θα παντρευτεί, θα απολαύσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστήριο, κι εγώ, σαν ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλια και θ' ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: «Μένω υπόχρεος απέναντι σας για την ευτυχία μου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω!». Ε όχι, αυτό πάει πολύ!
Η μοναδική σωτηρία από τη χρεοκοπία και την ντροπή είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου!
Χτύπησε η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε το αυτί του ν' αφουγκραστεί. Στο σπίτι όλοι κοιμούνταν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω απ' τα παράθυρα που έκαναν τα παγωμένα απ' το κρύο δέντρα. Προσπαθώντας να μη βγάλει ούτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της πόρτας, η οποία δεν άνοιξε ποτέ στη διάρκεια δεκαπέντε χρόνων, φόρεσε το παλτό του και βγήκε απ' το σπίτι.

Έξω ήταν σκοτεινά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουητό δυνατός υγρός αέρας, που έκανε τα δέντρα να γέρνουν ακατάπαυστα μια από δω και μια από κει. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όραση του, αλλά δεν έβλεπε ούτε γη ούτε άσπρα αγάλματα ούτε δέντρα ούτε την πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο φορές το φύλακα. Απάντηση καμία. Ήταν φανερό ότι είχε πάει να καλυφθεί απ' την κακοκαιρία και τώρα θα κοιμόταν κάπου στην κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.
«Αν έχω το κουράγιο να κάνω αυτό που σκοπεύω να κάνω» σκέφτηκε ο γέρος «η υποψία θα πέσει πρώτα απ' όλα στο φύλακα».
Ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και την πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ' ένα μικρό διάδρομο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γω νιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στην πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου ήταν άθικτες...
Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από την ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι. Μέσα στο δωμάτιο φώτιζε αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθόταν κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνο η ράχη του, τα μαλλιά του κεφαλιού και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί, κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία.
Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δεν κουνήθηκε ούτε μια φορά. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τον δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο ούτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά απ' την πόρτα τη σφραγίδα κι έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος και η πόρτα έτριξε. Ο τραπεζίτης περίμενε ότι θ' ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, αλλά πέρασαν δυο τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πρώτα. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.
Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους ανθρώπους. Ήταν σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακριά, όπως οι γυναίκες, σγουρά μαλλιά και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπο του ήταν κίτρινο με χωματένια απόχρωση, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή, και το χέρι με το οποίο κρατούσε το μαλλιαρό του κεφάλι ήταν τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες, ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν ασήμι και, κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανένας δε θα πίστευε ότι ήταν μόνο σαράντα χρονών. Κοιμόταν... Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που είχε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκε ο τραπεζίτης. «Κοιμάται και στα όνειρα του ίσως βλέπει εκατομμύρια!
Αρκεί να πάρω αυτόν το μισοπεθαμένο, να τον πετάξω στο κρεβάτι και να τον πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα και η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δεν πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά ας κοιτάξουμε πρώτα να δούμε τι γράφει εδώ».
Ο τραπεζίτης πήρε απ' το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:

«Αύριο στις 12 το μεσημέρι παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Προτού όμως αφήσω αυτό το δωμάτιο και προτού ιδώ τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπροστά στο Θεό, ο οποίος με βλέπει, σας δηλώνω ότι περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία και όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.
Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι δεν είδα γη και ανθρώπους, αλλά, διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες... Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ' επισκέπτονταν τα βράδια σαν ένα πανάλαφρο σύννεφο και μου έλεγαν ψιθυριστά υπέροχα παραμύθια, με τα οποία μεθούσε το μυαλό μου. Μέσα από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ' όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό, τον ωκεανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. Από κει ψηλά έβλεπα πώς έλαμπαν οι αστραπές, όταν πάνω απ' το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα σύννεφα. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδούν και τους βοσκούς να παίζουν τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά υπέροχων διαβόλων που έρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για το Θεό... Ριχνόμουν μέσα στην απύθμενη άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολόκληρα βασίλεια...
Τα βιβλία σας μου 'δωσαν σοφία. Όλα αυτά που για αιώνες δημιουργούσε η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη στριμώχτηκαν στο κρανίο μου σ' ένα μικρό σβόλο. Ξέρω ότι είμαι πιο γνωστικός απ' όλους σας.
Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είναι όλα ασήμαντα, εφήμερα, πλασματικά κι απατηλά, είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια που είναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.
Έχετε χάσει το λογικό σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια σαν ομορφιά. Θα σας έκανε έκπληξη αν, σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγάλωναν ξαφνικά, αντί καρπών, βάτραχοι και σαύρες
ή αν τα τριαντάφυλλα άρχιζαν να αναδίνουν μυρουδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι, λοιπόν, με σας, που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.
Για να σας αποδείξω στην πράξη την περιφρόνηση μου σε κάτι με το οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαινα πάρω τα δύο εκατομμύρια, τα οποία κάποτε ονειρευόμουν σαν να ήταν ο παράδεισος και τα οποία τώρα καταφρονώ. Για να αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα βγω
από δω πέντε ώρες πριν από το συμφωνημένο χρόνο και, με τον τρόπο αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».
Αφού τα διάβασε αυτά, ο τραπεζίτης άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενο άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από την πτέρυγα.
Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνηση για τον εαυτό του όπως τώρα.
Όταν έφτασε στο σπίτι ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δεν τον άφηναν να κοιμηθεί
για πολλή ώρα...
Την άλλη μέρα το πρωί έτρεξαν χλωμοί οι φύλακες και του ανακοίνωσαν ότι ο άνθρωπος που έμενε στην πτέρυγα βγήκε απ' το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε.
Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε αμέσως στην πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μην προκληθούν περιττές διαδόσεις, πήρε απ' το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση και, επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.


Άντον Τσέχωφ, Διηγήματα και Μονόπρακτα. Μια επιλογή.Μτφρ.Βασίλης Ντινόπουλος,Γιώργος Τσακνιάς,Πατάκης 2004