Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Confiteor

Όταν φτάνεις στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος του Καταλανού συγγραφέα Jaume Cabre, Confiteor , η σκέψη να γράψεις κάτι σχετικό με αυτό στριφογυρίζει επίμονα στο μυαλό. Αν όμως μπεις στον πειρασμό και αναζητήσεις πληροφορίες και κριτικές για το βιβλίο, τότε αποθαρρύνεσαι εντελώς. Τι να γράψεις εσύ η ταπεινή αναγνώστρια , όταν έχουν γράψει τόσα και τόσα κριτικοί λογοτεχνίας και διάφοροι άλλοι.
Μάλλον δεν χρειάζονται πολλά λόγια.
Το Confiteor είναι ένα εξαιρετικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα , που σε καθηλώνει με την περίτεχνη πλοκή του και την αριστουργηματική αφήγησή του. Όλα είναι σαν ένα μπερδεμένο κουβάρι, που ξετυλίγεται σιγά - σιγά και οδηγεί μέσα από τους λαβύρινθους της μνήμης και της φαντασίας σε μια σπαρακτική έξοδο. Πολλές ιστορίες και ιστορία, πολλά πρόσωπα και πολλές φωνές εγκιβωτισμένες η μία μέσα στην άλλη  επιβάλλονται συναισθηματικά και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα άλλοτε υποβλητική και άλλοτε επώδυνα μελαγχολική.
Το Confiteor είναι η εξομολόγηση ενός ανθρώπου ευφυούς  που δεν ευτύχησε να γνωρίσει τη γονεϊκή αγάπη και περιπλέχτηκε πολύ η ερωτική του ζωή. Είναι η αναζήτηση της προέλευσης του κακού και της επίδρασης του στη ζωή και στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Είναι μια κατάθεση ψυχής για το θάνατο και την απώλεια, τη ζωή και την αγάπη, τη μουσική και τα βιβλία, τη φιλία και τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μετάνοια και τη συγχώρεση, την ενοχή, την  εκδίκηση και την αντεκδίκηση. Και όλα γραμμένα πριν το Αλτσχάιμερ καταστρέψει κάθε μορφή επικοινωνίας και επαφής με τους ανθρώπους του και την καθημερινοτητά του. Ή μήπως όλη αυτή η ιστορία είναι αποτέλεσμα της αρρώστιας που ερχόταν να καταλάβει το μυαλό του καλπάζοντας; 
Το Confiteor δεν είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται γρήγορα αν και δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Χρειάζεται να είσαι προσηλωμένος για να μπορείς να παρακολουθείς την αφήγηση και την πλοκή. Επομένως είναι ένα βιβλίο για απαιτητικούς αναγνώστες και λάτρεις της καλής λογοτεχνίας. 
Αξίζει όμως να αφιερώσει κανείς χρόνο και να το διαβάσει.

Jaume Cabre,Confiteor,μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2016


Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Εκστατικός μες στη βροχή



Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

Μ’ ένα όνειρο ακατάβλητο
στ’ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.

ΣΤΑΥΡΟΣ  ΒΑΒΟΥΡΗΣ, από την ποιητική ενότητα «Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε» της επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.

( Στη  Rosa Mund)

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Μαρία Φαραντούρη







Η Μαρία Φαραντούρη γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα.











Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

" Είδε το παπούτσι της να πετάει αργά και τον εαυτό της μ' απλωμένα χέρια να πλέει στον αέρα. Ποιος είπε ότι δεν μπορούσε να πετάξει;" Ρέκβιεμ για τη Βούλα Μάστορη


Λύπη και θλίψη ένιωσα χθες διαβάζοντας την είδηση για το θάνατο της αγαπημένης συγγραφέα παιδικών βιβλίων και όχι μόνο, Βούλας Μάστορη. Φτωχαίνουμε συνεχώς...
 Ήταν κάπου εκεί στα 1988 , όταν νεαρή μαμά, προσπαθούσα να απαντώ στα γιατί της πρώτης μου κόρης, 3 ετών τότε. Υπηρετούσα στο Αγρίνιο και στην προθήκη ενός μικρού βιβλιοπωλείου είδα το βιβλίο " Απορίες παιδιών - Θάλασσα". Συγγραφέας η άγνωστη σε μένα τότε Βούλα Μάστορη. Από τότε μια σειρά βιβλίων της πήραν θέση στη βιβλιοθήκη των παιδιών μου .Βιβλία  από  εκείνα που ποτέ δε σκονίστηκαν. Η Βούλα Μάστορη με ρεαλιστική, ζωντανή, τρυφερή και τολμηρή γραφή και με πολλούς αφηγηματικούς τρόπους, βοήθησε  ανάλογα με την ηλικία,  τα παιδιά  και τους εφήβους να μυηθούν στο κόσμο της λογοτεχνίας και συγχρόνως να μάθουν τον κόσμο γύρω τους , να "συνομιλήσουν"  με δύσκολα θέματα σχετικά με την εφηβεία, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τα οικογενειακά προβλήματα, τον έρωτα και τη πολιτισμική διαφορετικότητα.
Σημαντική η συμβολή της και στη λογοτεχνική απόδοση γεγονότων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας γιατί " η ΖΩΗ είναι αναπόφευκτα ένας ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ"
Από το βιβλίο της " ένα - ένα - τέσσερα", το τρίτο της τετραλογίας με την Άννα, το παρακάτω απόσπασμα:

" - ΕΝΑ - ΕΝΑ - ΤΕΣΣΕΡΑ! ΕΝΑ - ΕΝΑ - ΤΕΣΣΕΡΑ!
- ΠΡΟΙΚΑ - ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ - ΚΙ ΟΧΙ - ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ!
- Γιατί δεν προχωράμε, Μαίρη;
- Δεν ξέρω. Να, εκεί στη στροφή μπροστά έχουν σταματήσει.
- Λες να πέφτει ξύλο; Αν είναι, να φύγουμε τώρα...
- Επειδή το είπε ο Τάσος ΣΟΥ;
- Κατ' αρχήν, δεν είναι Τάσος ΜΟΥ και, κατά δεύτερον, εμένα δεν μ' αρέσουν οι φασαρίες. Ήρθαμε, κάναμε το καθήκον μας για την παιδεία, τώρα μπορούμε να φύγουμε.
- Αν θες, φύγε. Εγώ δε φοβάμαι.
Η Άννα δεν είπε τίποτε. Κοίταξε ανήσυχη ολόγυρα. Ακόμη μπροστά στη Λυρική βρίσκονταν. Οι μαθητές έσπρωχναν από πίσω να προχωρήσουν. Δίπλα τους η αλυσίδα περιφρούρησης είχε σπάσει κιόλας κι ο κόσμος από τα πεζοδρόμια είχε ενωθεί με τα παιδιά.
- Μαίρη, δεν τα βλέπω καλά τα πράματα...
Ένας νεαρός με πέτσινο μπουφάν κόλλησε από πίσω τους.
- Κουμουνάκια μου! τους σφύριξε γελώντας πρόστυχα.
Η Άννα σφίχτηκε πάνω στη Μαίρη.
- Άι στο διάολο, βρομιάρη ! του πέταξε αγριεμένη η φιλενάδα της.
Την ίδια στιγμή εκείνος  βρέθηκε μπροστά τους.
- Ποιον είπες "βρομιάρη", κλώσα; και της άστραψε ένα χαστούκι.
Το πάνω χείλι της Μαίρης μάτωσε.
Η Μαίρη είχε μεγάλα και πεταχτά χείλια. Παρ' όλα αυτά μπορούσε και μιλούσε χωρίς να τα κουνάει. Αυτό γινόταν στην ώρα του "Γλόμπου", όταν έλεγε το έργο της Κυριακής - η Μαίρη δηλαδή. Διηγιόταν ωραία η Μαίρη. Κι έβαζε μπόλικη σάλτσα. Να καταλάβεις, η Άννα, που το είχε δει το έργο μαζί της, το ξανάκουγε μ' ευχαρίστηση. Ήταν, βέβαια, κι η ατμόσφαιρα αλλιώτικη. Ο " Γλόμπος" να παραδίδει στον πίνακα κι η Μαίρη με φωνή υπόκωφη να του κάνει αντίπραξη. Και γερή μάλιστα. Γιατί, βέβαια, όλες προτιμούσαν το έργο της Κυριακής από τις όποιες χημικές αντιδράσεις. Ναι, ο " Γλόμπος" τούς έκανε και χημεία εφέτος στην ογδόη.
Μόνο όταν πήγαιναν στο χημείο, μονοπωλούσε την παράδοση ο "Γλόμπος". Όλοι χαίρονταν εκεί. Ο " Γλόμπος" γιατί ένιωθε το ακροατήριο δικό του, κι αυτές γιατί απολάμβαναν μοναδική παράσταση. Και μάλιστα με "σασπένς". Ποτέ δεν ήξερες αν θα πετύχαινε το πείραμα. Αν είχε αίσιο τέλος, ήταν χάρμα οφθαλμών να βλέπεις το " Γλόμπο" ν' ακτινοβολεί και να γυροφέρνει το επίτευγμά του καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι. Τις περισσότερες φορές όμως έβλεπαν το Τρίο Στούτζες σε μονή έκδοση. Και μια φορά μάλιστα η παράσταση παρά λίγο από κωμωδία να γίνει τραγωδία. Ήταν τότε μ' εκείνα τα δυο υγρά, που έπρεπε να ρίξεις στο δοκιμαστικό σωλήνα πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αν έριχνες, λέει, πρώτα άλλο και μετά το άλλο, γινόταν έκρηξη. Καμιά τους, μα καμιά τους όμως, δεν έλεγε να πιστέψει το "Γλόμπο".
- Αδύνατον, κύριε καθηγητά!
- Άντε, καλέ, που γίνεται κάτι τέτοιο!
- Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω.
- Απλές διαδόσεις είναι...
- Φήμες και τίποτε άλλο...
Τον πέισμωσαν τον άνθρωπο. Άσε που δεν ήθελε να χάσει το ακροατήριό του.
- Να, για να δείτε και να πειστείτε. Θα βάλω μια πολύ μικρή ποσότητα και θα τ' ανακατέψω αντίθετα...
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν λίγο ανήσυχα. Λες;
- Τόση λίγη ποσότητα δεν έχει φόβο...
Καλέ, αυτός δεν αστειευόταν!
- Δε χρειάζεται, κύριε καθηγητά, σας πιστεύουμε, είπε η απουσιολόγος.
Μα εκείνος ήταν γυρισμένος στην έδρα με τα όργανα και δεν κατάλαβε πως του μιλούσε.
- Σας πιστεύουμε! Σας πιστεύουμε! φώναξαν χορωδιακά τα κορίτσια.
Μάταια. Ο "Γλόμπος" είχε ήδη ρίξει το ένα υγρό μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα.
Οι δυο πρώτες σειρές του αμφιθεάτρου άδειασαν διακριτικά. Στριμώχτηκαν πίσω πίσω, ενώ μπροστά στα θρανία ορθώθηκαν προπετάσματα από βιβλία, τετράδια, παλτά, ζακέτες...
Το πείραμα, φυσικά, πέτυχε στην εντέλεια. Ολόκληρο το γυμνάσιο μαζεύτηκε έξω από το χημείο. Όταν σκόρπισε ο καπνός, μάζεψαν τον μπαρουτοκαπνισμένο " Γλόμπο" μέσα από ένα ντουλάπι με πάλαι ποτέ γυαλικά.
***
Η Άννα κοίταξε αλαφιασμένη ολόγυρα. Μα δεν έβλεπαν τι γίνεται εδώ; Δεν έβλεπαν αυτόν τον αλήτη;
- ΕΝΑ - ΕΝΑ - ΤΕΣΣΕΡΑ! ακουγόταν σαν κραυγή βοήθειας τώρα από παντού.
Μα κανείς δεν έβλεπε επιτέλους; Και γιατί κυνηγούσαν οι αστυνομικοί εκείνους τους μαθητές; Και τους χτυπούσαν με τα ρόπαλα! Έδιναν γροθιές! Χαστούκια! Όπως αυτός εδώ στη Μαίρη.
- Τι με κοιτάζεις εσύ έτσι; Μπας και θες κι εσύ το μερτικό σου; είπε ο νεαρός κοιτάζοντας κατάματα κι εριστικά την Άννα.
Εκείνη όμως δε χαμήλωσε τα μάτια. Κι ας της έλεγε η μάνα της να μην κοιτάζει τους άντρες στα μάτια, γιατί τους προκαλούσε.
Ε, ναι. Τον προκαλούσε. Και λοιπόν;
- Φασίστα! του πέταξε με φωνή που έτρεμε από θυμό.
Εκείνος λύσσαξε. Σήκωσε το χέρι του, μα την ίδια στιγμή η Άννα είχε ορμήσει με το κεφάλια στο στομάχι του. Μωρέ, ας ερχόταν όλη η αστυνομία να την πιάσει. Κι ας την έπιαναν! Και σκασίλα της αν θύμωνε η μάνα της!
Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Μπουνιές, κλοτσιές, χαστούκια, ροπαλιές, τραβήγματα, σπρωξίματα...Ο νεαρός με το μπουφάν, οι μαθητές, οι αστυνομικοί, οι φοιτητές...Κι ανάμεσα η Άννα να δίνει και να παίρνει. Για μια στιγμή το μάτι της άρπαξε τη Μαίρη κι ένα τσούρμο μαθητές να τρέχουν προς τα κάτω την Ακαδημίας. Εκείνη όμως είχε παγιδευτεί εδώ μπροστά στη Λυρική. Έτσι και την έβλεπε από μια μεριά η μάνα της...Θα της ξερίζωνε το μαλλί τρίχα τρίχα. Πάντως, εκείνη η ορμήνια της είχε πιάσει τόπο. " Στ' αχαμνά! Έτσι και σε στριμώξει αρσενικός, δώσ' του μια εκεί και βάλ' το στα πόδια!" Μπορεί η μάνα της να εννοούσε διαφορετικό στρίμωγμα, αλλά και σε τούτο έκανε τη δουλειά μια χαρά.
Ξαφνικά όμως πίσω από την πλάτη της η Άννα ένιωσε ένα τζάμι να υποχωρεί και το επόμενο λεπτό βρέθηκε να πετάει μέσα στη Λυρική μαζί με τα θρυμματισμένα κρύσταλλα. " Πρόσεχε τις καράμπες!" της έλεγε η μάνα της, όταν έσπαγε κάποιο γυαλί. Κι εδώ υπήρχαν χιλιάδες. Και θα' μπαιναν όλες μέσα της, μόλις προσγειωνόταν. Ή είχε κιόλας προσγειωθεί; Δυο σκιές είδε να δρασκελίζουν τα σπασμένα τζάμια και να' ρχονται προς το μέρος της.
Η Άννα ανασηκώθηκε και βροντοφώναξε με φωνή σοπράνο:
- ΕΝΑ - ΕΝΑ - ΤΕΣΣΕΡΑ! ντεμπούτο και φινάλε μαζί στη Λυρική, όπου ήθελε να την έβλεπε μια μέρα ο πατέρας της.
- Δεν έπαθε τίποτε!
- Το χέρι της είναι κομμένο λίγο. Έχεις μαντίλι; Δώσ' το μου.
Πώς έλεγε εκείνο το τραγουδάκι που έλεγαν όταν ήθελαν να τα "βγάλουν" στο κρυφτό; " Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι...Δώσ' μου το μαντιλάκι σου, το χρυσοκεντημένο, να δέσω το χεράκι μου..."
- Γρήγορα. Να τη βγάλουμε από δω μέσα...Εγώ από τη μια κι εσύ από την άλλη...
- Θα μας την έχουν στημένη απ' έξω οι μπασκίνες.
- Θα προσπαθήσουμε να περάσουμε. Εσύ, μικρή, μπορείς να σταθείς λιγάκι στα πόδια σου; Θα σε κρατάμε...
Η Άννα έκανε "ναι" με το κεφάλι της. Αλλά δε χρειάστηκε να πατήσει τα πόδια της. Τα δυο ντερέκια που ήταν είχαν πιάσει από τις μασχάλες τη σήκωσαν σαν πούπουλο κι οι τρεις μαζί έκαναν " έξοδο". Τα χτυπήματα έπεσαν βροχή πάνω τους. Ο ένας από τους δυο που την κρατούσαν την άφησε κι έπιασε το κεφάλι του. Η Άννα τον είδε να πέφτει κάτω.
- Τρέχα! Τρέχα! της φώναξε ο άλλος από την άλλη μασχάλη και της έδωσε μια σπρωξιά, γιατί είχε μαρμαρώσει.
Κι εκείνη έτρεξε μπροστά σφίγγοντας το μαντίλι στη ματωμένη παλάμη της. Ένιωσε να λιγοψυχάει. Αν είχε τη Μαίρη δίπλα της...Και δεν ήξερε πού πήγαινε. Ένα τσούρμο παιδιά την παράσερνε πότε αριστερά και πότε δεξιά. Και φωνές ολόγυρα λαχανιαστές.
- Διαλυθείτε!
- Πέφτει ξύλο!
- Να μπούμε στη Χαριλάου...στη Μαυρομιχάλη...
Κάνα δυο φορές ένιωσε στα πόδια της κάτι μαλακό και ζεστό κάτω. Σαν άλογο το δρασκέλισε ανατριχιάζοντας. Εκείνη έπρεπε να κρατηθεί όρθια. Να μην πέσει. Κι άρχισε να φωνάζει:
- ΔΗ - ΜΟ - ΚΡΑ - ΤΙ - Α! ΚΑΤΩ - ΟΙ ΦΑΣΙ - ΣΤΕΣ! ΕΝΑ - ΕΝΑ - ΤΕΣΣΕΡΑ!
Και φώναζε δυνατά, λες κι ήταν ξόρκια αυτά, που θα της έδιναν φτερά.
Κι η ανθρωποθάλασσα την παράσερνε. Τώρα είχε γαντζωθεί σπασμωδικά πίσω από μια πλάτη. Ήταν  μια δυνατή πλάτη, ζεστή και γιομάτη παλμό. Σαν εκείνη τότε της αδερφής της.

Δεν ήθελε η Άννα να μείνει έξω στην παραλία, όσο οι μεγάλες της αδερφές θα πήγαιναν στα βαθιά με την παρέα τους. Έτσι, για να μην κλαίει, η μια από τις δυο αδερφάδες τη ζεύτηκε στην πλάτη. Η παρέα, αγόρια και κορίτσια από το γυμνάσιο της επαρχίας, προχωρούσε για τα βαθιά καλαμπουρίζοντας. Για να φτάσεις στα βαθιά αυτής της θάλασσας είχε πολύ δρόμο. Το νερό άργησε πολύ να γαργαλήσει τις πατούσες της Άννας. Έπειτα, με τα πολλά έφτασε στη μέση της γάμπας της. Μετά στην κοιλιά της...Στο στήθος της όμως έφτασε πιο γρήγορα κι ακόμη πιο γρήγορα στο λαιμό της. Το νερό μπήκε στ' αυτιά της κι έσβησε τα γέλια και τις φωνές της παρέας. Η αδερφή της μπροστά ούτε που ένιωθε το φορτίο στην πλάτη της. Η Άννα άνοιξε το στόμα της να της μιλήσει, αλλά η θάλασσα της πήρε τη φωνή. Τότε σφίχτηκε πάνω στην πλάτη που την κουβαλούσε κι έκλεισε τα μάτια.

Τώρα όμως δεν έπρεπε να τα κλείσει τα μάτια της η Άννα. Δεν ήτανε άλλωστε παιδαρέλι. Κι αν είχε κολλήσει πίσω απ' αυτήν εδώ την πλάτη, ήταν γιατί οι σπάλες της ανέμιζαν σαν φτερά.

Κι η Άννα είχε φτερά, όταν ήτανε μικρή στην επαρχία. Έτρεχε κι έδινε μεγάλους πήδους κι αργούσε να πατήσει στη γη. Και πηδούσε από ψηλά σκαλοπάτια. Και πάλι αργούσε να προσγειωθεί. Από δέντρα. Από βουναλάκια...Κανείς δεν την πίστευε, όταν έλεγε ότι μπορούσε να πετάει. Στον ύπνο της όμως δεν την έλεγαν "παραμυθού". Γιατί εκεί πετούσε πιο ψηλά. Κανονικά. Να, άπλωνε τα χέρια της, τα κουνούσε αργά κι αμέσως βρισκόταν πάνω από σπίτια και δέντρα. Κι όταν την κυνηγούσαν οι "εχθροί", έδινε ένα τίναγμα και βρισκόταν στον αέρα. Μόνο αυτή μπορούσε να πετάξει, λέει. Αλλά μερικές φορές δεν προλάβαινε. Και τη στρίμωχναν ένα γύρο κι έβγαζαν σπαθιά. Τότε άνοιγε το στόμα της για να φωνάξει τη μαμά της, αλλά τη φωνή την έπνιγε θαλασσινό νερό. Η ανάσα της κοβόταν. Κι έκλεινε τα μάτια της.

Τώρα όμως δεν έπρεπε να κλείσει τα μάτια της η Άννα. Να, είχαν καταφέρει να περάσουν τον κλοιό των αστυνομικών. Δεν τους έδερνε κανείς. Αυτή η πλάτη μπροστά θα την ξενέριζε σίγουρα. Όπως η αδερφή της τότε.

Μετά οι μαντράχαλοι της παρέας τη ζούληξαν από δω, τη ζούληξαν από κει...Τη γύρισαν ανάποδα...Πάντως, της έβγαλαν το θαλασσινό νερό από μέσα της. Έπειτα ήταν η βασίλισσα της ημέρας. Το τι αχιβάδες και κοχύλια τής έφεραν δε λέγεται. Εκείνη όμως όλο το θυμόταν, λέει, ότι παρά λίγο να την πνίξουν, κι έκλαιγε. Και δώστου να της φέρνουν και πεταλίδες, που της άρεσαν. Και τα καβουράκια που έψησαν μετά, τα πιο πολλά τα έφαγε αυτή. Και δεν είπε τίποτα μετά στο σπίτι. Ούτε τώρα θα έλεγε.

Η Άννα σταμάτησε να ξανασάνει. Το ίδιο κι η πλάτη μπροστά της.
- Πάμε στο Πανεπιστήμιο τώρα, ακούστηκε να της λέει.
Κι εκείνη δεν ξαφνιάστηκε που της μιλούσε.
- Ναι, πάμε, είπε με φυσικότητα.
Ούτε κι όταν την έπιασε από το χέρι ξαφνιάστηκε. Ούτε τραβήχτηκε. ένιωσε τη φούχτα του ζεστή και σταθερή. Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε στο πρόσωπο. Ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς το πρόσωπο αυτής της φτερωτής πλάτης.
- Πώς σε λένε;
- Άννα. Εσένα;
- Άγγελο.
Γέλασε η Άννα.
- Γιατί γελάς;
- Για μια στιγμή, έτσι που τρέχαμε, μου φάνηκε πως είχες φτερά στην πλάτη...
- Όλοι έχουμε, Άννα.
Και την τράβηξε να τρέξουν πάλι.
Στο Πανεπιστήμιο είχαν καταφέρει να φτάσουν μερικοί ακόμη φοιτητές. Τους άνοιξαν την πόρτα και τους έμπασαν και τους δυο βιαστικά μέσα.
- Γρήγορα, να κλείσουμε την πόρτα. Έρχονται κατά δω οι μπασκίνες.
- Πόσοι είμαστε εδώ μέσα;
- Καμιά διακοσαριά.
Η Άννα είχε σταθεί στην άκρη κι άκουγε τα νεαρά παιδιά που μιλούσαν λαχανιασμένα, ενώ μια φευγαλέα σκέψη την έκανε να χαμογελάσει. Είχε "μπει" στο Πανεπιστήμιο, παρ' όλα αυτά. Και χωρίς εξετάσεις. Ή μήπως είχε δώσει;
- Μέσα εδώ δεν μπορούν να μας πειράξουν. Δεν μπορούν να παραβιάσουν το πανεπιστημιακό άσυλο, είπε μια φοιτήτρια.
- Χμ, δε θα είναι η πρώτη φορά...Καλύτερα να είμαστε έτοιμοι για όλα.
Ήταν έτοιμη κι η Άννα.
- Πλησιάζουν! φώναξε ένας.
Τότε, λες κι ήταν όλοι τους συμφωνημένοι, άρχισαν μεμιάς να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο. Μαζί τους κι η Άννα, ενώ η τρίχα της ορθωνόταν σ' όλ της το πετσί. Έτσι γινόταν πάντα. Με το " Σε γνωρίζω από την κόψη..." το κορμί της ηλεκτριζόταν. Στο σχολείο ντρεπόταν γι' αυτή της τη συγκίνηση. Μάλιστα αυτοσαρκαζόταν, για να προλάβει τις συμμαθήτριές της. " Εμένα στέκεται κλαρίνο η τρίχα μου. Έτσι χαιρετάω εγώ" έλεγε γελώντας βραχνά. Μα τώρα εδώ δεν είχαν σχολική γιορτή. Ούτε γιόρταζαν καμιά εθνική επέτειο. Η Άννα αναρίγησε ξαφνικά. Αυτά τα παιδιά εδώ ίσως να γεννούσαν αυτή τη στιγμή καμιά εθνική επέτειο...
- ...Χαίρε, ω Χαίρε, Ελευθεριά! η φωνή της ενωμένη με τις άλλες αντιλάλησε στους τοίχους του Πανεπιστημίου.
- Κάτω οι φασίστες!
- ΔΗ - ΜΟ - ΚΡΑ - ΤΙ - Α!
- ΣΥΜΠΑ - ΡΑΣΤΑ - ΣΗ ΛΑΕ!
Το Πανεπιστήμιο δονούνταν συθέμελα από τα συνθήματα που είχαν γίνει σφαίρες, λες, στα στόματα των παιδιών. Τα τζάμια έτριζαν. Οι καρδιές φούσκωναν. Το αίμα κόχλαζε.
Μια ομάδα αστυνομικών κινήθηκε προς την κεντρική είσοδο του Πανεπιστημίου.
- Απάνω τους ! φώναξε ο Άγγελος κι αρπάζοντας ό,τι βρήκε μπροστά του μισάνοιξε την πόρτα και το εκσφενδόνισε στους αστυνομικούς.
Η Άννα κοίταξε ολόγυρά της σπασμωδικά. Στην επαρχία, όταν έπαιζαν πόλεμο, τα πυρομαχικά ήταν σπαρμένα στα πόδια τους. Λιθάρια και ματσούκια όσα ήθελαν. Εδώ τι να πετάξει; Κι όμως, οι άλλοι έβρισκαν και πετούσαν στους αστυνομικούς απ' εξω. Ξύλα, τζάμια, σοβάδες...Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατη. Τα ρόπαλα όρμησαν μέσα. Για μια στιγμή η Άννα ένιωσε σαν ένα από κείνα τα εφτά  κατσικάκια του παραμυθιού. Ασυναίσθητα, τα μάτια της έψαξαν για το ρολόι όπου δε θα κοίταζε ποτέ ο κακός ο λύκος.
Μα να, κάποιος μεγάλος μάλωνε τους αστυνομικούς.
- Κύριοι! Περάστε έξω, κύριοι! Γρήγορα έξω! φώναζε μ' έντονο ύφος. Στα πέντε μέτρα μακριά από το Πανεπιστήμιο!
" Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!" Έτσι δε θα έλεγε τώρα κι η μάνα της; Μα η Άννα είχε καλύτερο τρόπο. Έβγαλε το παπούτσι της και κραδαίνοντας το έκανε επίθεση. Να, εδώ, στη Χαριλάου πιο κάτω τα είχε αγοράσει τα παπούτσια της. Πριν λίγες μέρες. Είχε πάει με τον μπαμπά της. Και τα είχε διαλέξει μόνη της. Μαύρα με στρογγυλωπή μύτη, λουρί πλατύ απάνω με αγκράφα και λίγο τακουνάκι. Λίγο, αλλά έκανε τη δουλειά του μια χαρά. Ορίστε, ο αστυνομικός παράτησε τον Άγγελο. Η Άννα στράφηκε ευχαριστημένη για άλλο στόχο, μα την ίδια στιγμή ένα χτύπημα από πίσω της έκοψε την ανάσα. Είδε το παπούτσι της να πετάει αργά και τον εαυτό της μ' απλωμένα χέρια να πλέει στον αέρα. Ποιος είπε ότι δεν μπορούσε να πετάξει;"
( Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από την πανσπουδαστική συγκέντρωση που έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 1963)
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ...


Βούλα Μάστορη, ένα - ένα - τέσσερα, Πατάκης , Αθήνα 1995, 4η έκδοση





Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Νέκυια: Ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη (κατά Μιχάλη Γκανά)

Jan Styka, Επίκληση των νεκρών
Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι,
κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα τη θεοτική,
σηκώσαμε τ' άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι
και το φορτώσαμε μ' αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας
βαριά από δάκρυα, κι οι αγέρηδες ολόπρυμα
μας πήραν πέρα μακριά με το πρησμένο καραβόπανο,
της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς.
Τότες καθίσαμε σην κουπαστή, κι ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι.
Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα.
Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ' ολάκερο τον ωκεανό,
και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά,
στις Κιμμέριες χώρες...
Έτσι λοιπόν...

...βρεθήκαμε σ' αυτόν τον ανήλιαγο τόπο με τους γκρίζους ανθρώπους. Πυκνό, χειροπιαστό σκοτάδι τούς τυλίγει, που δεν μπορεί ο ήλος να τρυπήσει ούτε στο μεσουράνημά του. Εκεί αράξαμε. Πήραμε τα σφάγια και φτάσαμε στο μέρος που μας είχε πει η Κίρκη.
Τράβηξα το σπαθί μου κι άνοιξα λάκκο ίσα με μια οργιά κι ύστερα άρχισα τις χοές στους πεθαμένους. Έχυσα μέλι πρώτα, κι ύστερα γάλα, γλυκό κρασί και δροσερό νερό, και τα πασπάλισα με άσπρο κατάλευκο αλεύρι. Κι έταξα στους νεκρούς να θυσιάσω, μόλις γυρίσω στην Ιθάκη, μια στείρα δαμάλα, την καλύτερη. Και για τον Τειρεσία ειδικά, ένα κατάμαυρο κριάρι, το πρώτο γκεσέμι του κοπαδιού.
Έσφαξα έπειτα τ' αρνιά στον λάκκο, και το αίμα τους πότισε βαθιά το χώμα ώσπου λίμνασε. Τότε άρχισαν να' ρχονται οι ψυχές των πεθαμένων: νιόνυφες σκονισμένες απ' τα χώματα και παλικάρια με μαλλιά σαν σπάρτα` βασανισμένοι γέροι και τρυφερές παρθένες με λυπημένο βλέμμα` κι άλλοι λαβωμένοι από χάλκινα κοντάρια, με τ' άρματα και τις πανοπλίες τους μέσα στο αίμα, το δικό τους και το ξένο.
Έτρεχαν στον λάκκο όλοι μαζί, σαν τα μυρμήγκια στη μυρμηγκοφωλιά, με φωνές και αλαλαγμούς όμως τέτοιους, που άσπρισα από τον φόβο μου.
Κανέναν ωστόσο δεν άφησα να πλησιάσει να πιεί μαύρο αίμα γιατί περίμενα τον Τειρεσία.
Μα ήρθε πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα, του σύντροφου που παρατήσαμε νεκρό φεύγοντας βιαστικά από το παλάτι της Κίρκης.
Με πήρανε τα δάκρυα γιατί δεν το περίμενα να φτάσει πριν από μας στον Άδη, πεζός αυτός κι εμείς με καλοτάξιδο καράβι. Έκλαιγε ασταμάτητα και μου' πε πως έπεσε από τη σκάλα, πιωμένος και ζαλισμένος όπως ήταν, κι έσπασε τον αυχένα του, κατρακυλώντας γρήγορα ως εδώ κάτω.
ΕΛΠΗΝΩΡ: Βασιλιά μου, θυμήσου με όταν γυρίσεις στο νησί της Κίρκης. Μη μ' αφήσεις άκλαυτο κι άθαφτο να με φάνε τα όρνια και τ' αγρίμια, γιατί μπορεί να γίνω αιτία να σου θυμώσουν οι θεοί και να σε τιμωρήσουν. Κάψε το λείψανο και τ' άρματά μου, και φτιάξε τάφο δίπλα στο ακοίμητο κύμα να με θυμούνται οι μελλούμενοι. Κι ύστερα μπήξε στον τάφο το κουπί, αυτό που έλαμνα με τους συντρόφους μου.
Του υποσχέθηκα πως θα κάνω όλα όσα μου ζήτησε, κρατώντας πάντα το σπαθί στο χέρι και διώχνοντας τις λιμασμένες ψυχές των νεκρών.
Jan Styka, Η ψυχή του Τειρεσία προβλέπει το μέλλον του Οδυσσέα
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΗΡΘΕ Η ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ. Και δεν την άφησα! Δεν άφησα τη μάνα μου να πιεί αίμα μια στάλα. Κι εκείνη παραμέρισε για να περάσει ο Τειρεσίας που είχε φτάσει φουριόζος στον λάκκο. Κρατούσε το ολόχρυσο σκήπτρο του και μ' αναγνώρισε αμέσως.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Οδυσσέα, δυστυχισμένε γιε του Λαέρτη, γιατί ήρθες εδώ; Γιατί πολυμήχανε, άφησες το λαμπρό φως του ήλιου για να βρεθείς στον μαύρο κι άραχλο κόσμο των νεκρών; Μάζεψε το σπαθί σου να σκύψω και να πιω αίμα ζεστό για να σου πω τα μελλούμενα που περιμένεις.
Έσκυψε με λαχτάρα, ήπιε μαύρο αίμα και ύστερα σηκώθηκε και μου είπε.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Είναι γλυκιά η πατρίδα, Οδυσσέα, αλλά ο νόστος είναι μέλι πικρό που τρώει τα σωθικά σου. Ο γυρισμός σου έχει απoφασιστεί από τους θεούς, αλλά ο Ποσειδώνας σου' χει μεγάλο άχτι και θα σε δυσκολέψει όσο μπορεί. Έχει μεγάλο πόνο, σαν να του έχουν μπήξει έναν πάσσαλο στην καρδιά, σαν αυτόν με τον οποίο τύφλωσες τον γιο του τον Πολύφημο. Πολύφημος αλλά μονόφθαλμος, κι εσύ πήγες και του' βγαλες το μάτι!
Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο θα το βρεις μπροστά σου, όταν φτάσετε στο νησί της Θρηνακίας. Εκεί, μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, βόσκουν τα ιερά γελάδια και τα πρόβατα του θεού Ήλιου.
Αν θέλεις να γυρίσεις στην Ιθάκη μην τ' αγγίξεις. Πες το και στους συντρόφους σου. Γιατί άμα σφάξετε και φάτε έστω και ένα ζώο, χαθήκατε! Κυριολεκτικά. Αυτοί θα χάσουν τις ζωές τους κι εσύ καράβι και συντρόφους. Θα μείνεις μόνος και θα βασανιστείς πολύ μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη.
Φτάνοντας εκεί, θα βρεις μέσα στο ίδιο σου το παλάτι κάτι ευγενείς αλλά χαρμοφάηδες "γαμπρούς", τους περίφημους μνηστήρες. Πιέζουν τη γυναίκα σου, την Πηνελόπη, να διαλέξει έναν από αυτούς και να τον παντρευτεί. Και όσο ν' αποφασίσει εκείνη, τρώνε και πίνουν ροκανίζοντας την περιουσία σου.
Θα πρέπει όλους αυτούς να τους ξεκάνεις για να πάρεις πάλι στα χέρια σου τον θρόνο, το σπιτικό και τη γυναίκα σου, φυσικά.
Αν όλα πάνε καλά, που θα πάνε, άκουσε τι θα κάνεις. Θα πάρεις ένα γερό και καλοφτιαγμένο κουπί στον ώμο σου και θα πας σε μέρη ορεινά κι απόμακρα. Εκεί θα βρεις ανθρώπους που δεν έχουν δει θάλασσα στη ζωή τους, ούτε καράβια ούτε κουπιά και τρώνε ανάλατο φαΐ.
Εσύ περπάτα ανάμεσά τους με το κουπί στην πλάτη. Κι όταν ακούσεις κάποιον να σου πει: " Ωραίο λιχνιστήρι κουβαλάς, πού το βρήκες;" σταμάτα και μπήξε το κουπί στο χώμα. Κάνε θυσίες στον Ποσειδώνα για να τον εξευμενίσεις και, μόλις γυρίσεις στο παλάτι σου, φρόντισε να προσφέρεις εκατόμβες σε όλους τους θεούς, κανείς μη μείνει παραπονεμένος.
Έτσι θα ζήσεις πολλά και καλά χρόνια, τιμημένος και σοφός Βασιλιάς ανάμεσα στον ευτυχισμένο λαό και την οικογένειά σου.
Δεν είναι της μοίρας σου να πνιγείς στη θάλασσα, Οδυσσέα. Θα κοιμηθείς γλυκά, ήσυχος και γαλήνιος στην κλήνη σου, πλήρης ημερών.
Είπα και ελάλησα την πάσα αλήθεια.
Όσην ώρα μιλούσε ο Τειρεσίας, η μάνα μου στεκόταν μπροστά στον λάκκο. Δεν σήκωσε ούτε μια φορά τα μάτια της επάνω μου, σαν να μη με γνώριζε.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Ασ' τη να πιεί και θα δεις. έτσι γίνεται με τους νεκρούς. Αν τους αφήσεις να πιουν αχνιστό αίμα, σε αναγνωρίζουν και σου μιλάνε. Αν τους εμποδίσεις, γυρίζουν και φεύγουν.
Έτσι γύρισε κι αυτός και χάθηκε στα ερεβώδη δώματα του Άδη, βαδίζοντας αργά και τελετουργικά.
Εγώ καθόμουνα μπροστά στο λάκκο κοιτάζοντας επίμονα και πυρετικά τη μάνα μου. Ώσπου ήρθε πιο κοντά, οσμίστηκε το αίμα κι ύστερα έσκυψε και ήπιε. Σηκώθηκε, με κοίταξε και μ' αναγνώρισε αμέσως. Βούρκωσα ακούγοντας την αγαπημένη και τόσο γνώριμη φωνή της.

ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ: Πώς ήρθες παιδάκι μου, στον Κάτω Κόσμο αφού είσαι ακόμα ζωντανός; Όσο είμαι εδώ δεν είδα άλλον κανένα να' ρχεται από εκεί έξω. Και πώς να' ρθει κανείς από τον Πάνω Κόσμο. Μας χωρίζουν συναγωγές πολλών υδάτων, ποτάμια γεμάτα ρεύματα και ρουφήχτρες. Και πάνω απ' όλα μας χωρίζει ο μέγας Ωκεανός, που κανένας δεν μπορεί να περάσει αν δεν έχει κότσια και γρήγορο, καλοχτισμένο καράβι.
Μήπως έρχεσαι κατευθείαν από την Τροία; Δεν έφθασες ακόμη στην Ιθάκη, δεν είδες τη γυναίκα σου και το παιδί σου, άμοιρε;
- Όχι, δεν έφτασα, μάνα. Βασανίζομαι χρόνια και τυραννιέμαι, σε μανιασμένες θάλασσες και αφιλόξενες στεριές. Δεν πάτησα ακόμα μια πιθαμή αχαϊκής γης. Ήρθα εδώ να βρω τον Τειρεσία, να μου πει τη μοίρα μου.
Άσε με εμένα όμως. Πες μου πώς έφτασες εσύ εδώ. Από κακιά αρρώστια ή από κανένα ατύχημα;
Πες μου ακόμη για τον πατέρα και τον γιο μου. Για τη γυναίκα μου, την Πηνελόπη. Είναι καλά, με σκέφτονται καθόλου ή με ξέχασαν;
ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ: Όλοι σε σκέφτονται και σε θυμούνται, γιόκα μου. Η Πηνελόπη κρατάει το σπίτι με τη βοήθεια του Τηλέμαχου και κλαίει για σένα πότε κρυφά και πότε φανερά.
Ο πατέρας σου έφυγε από το παλάτι. Του φαινόταν άδειο χωρίς εσένα και πήγε στο αχούρι, δίπλα στο αμπέλι που φυτέψατε μαζί. Εκεί μένει και κοιμάται, πάνω στο χώμα, χωρίς σκεπάσματα σχεδόν, μαζί με τους δούλους. Είναι πολύ λυπημένος. Περίλυπος! Δεν μπορεί ν' αντέξει που λείπεις τόσα χρόνια και μαραζώνει μέρα με τη μέρα.
Αυτό το μαράζι, γιόκα μου, αυτός ο καημός μ' έφαγε κι εμένα. Ξύπναγα μέσα στη νύχτα και σε σκεφτόμουνα - πού να' σαι, πώς να' σαι, γερός ή σακάτης, ζωντανός ή νεκρός - σκόρπιζε ο νους μου κι άντε μετά να τον μαζέψω. Έτσι μ' έπαιρναν τα χαράματα. Το άλλο βράδυ τα ίδια.
Δεν άντεξα, καμάρι μου, να μη σεβλέπω, να μη σ' ακούω, να μη σ' αγκαλιάζω, να μη σε καμαρώνω. Έλιωσε το κορμί μου, στέγνωσε η ψυχή μου, σώθηκε.
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από τον πόνο κι έτρεξα να την αγκαλιάσω. Δοκίμασα μια, και δυο, και τρεις φορές, αλλά ήταν σαν να' πιανα τον αέρα. Σαν ν' αγκάλιαζα έναν ίσκιο, ένα όνειρο πες. Με πήρε το παράπονο.
Jan Styka, Ο Οδυσσέας θέλει να αγκαλιάσει την ψυχή της μάνας του

- Μάνα, γιατί δεν μ' αφήνεις να σ' αγκαλιάσω; Γιατί δεν απλώνεις τα χέρια σου να σφιχταγκαλιστούμε και να κλάψουμε μαζί;
ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ ( με απόκοσμη φωνή):
Με τι ποδάρια να σταθώ, χέρια να σ' αγκαλιάσω, ψυχή, καρδούλα μου...Οι σάρκες λιώνουν, τα νεύρα σπάνε, τα κόκαλα γυμνώνονται κι ασπρίζουν. Όλα τα τρώει η φωτιά και μόνον η ψυχή βγάζει φτερά και πάει...
(Κι ύστερα με την κανονική φωνή της, αλλά σαν φοβισμένη.)
Φύγε αποδώ αμέσως, γιόκα μου, πήγαινε προς το φως που σε καλεί. Ό,τι κι αν είδες, ό,τι κι αν άκουσες, πες το αν θέλεις στη γυναίκα σου και στους άλλους. Αλλά μην περιμένεις να σε πιστέψουν.


Ομήρου Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες. Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016
" Το ανάγνωσμα απευθύνεται σε παιδιά που ετοιμάζονται να μπουν στην εφηβεία και σε άλλους που έχουν βγει πρόσφατα ή προ πολλού από αυτήν, χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ ολόκληρη την Οδύσσεια. Ας όψεται το ελληνικό σχολείο. Εκεί δεν τα φορτώνουμε όλα;
Ολόκληρη, πάντως, δεν θα τη βρούνε οι αναγνώστες ούτε στη δική μου διασκευή, γιατί έπρεπε να τη συμμαζέψω κάπως. Έτσι, έκοψα, έραψα, κάπου έβαλα δικά μου λόγια και ανθολόγησα στίχους ποιημάτων και τραγουδιών, που ενσωμάτωσα στο κείμενο της αφήγησης, όπου νόμιζα ότι ταιριάζουν.
Ελπίζω να μην τραυμάτισα βαριά ή θανάσιμα το μεγάλο έπος του Ομήρου..." ( Μιχάλης Γκανάς, από το επιλογικό σημείωμα)
Τρυφερή η αφιέρωση:
Στην Κάλλη - Κάλλη πορτοκάλι
         και στην Αλίκη το τζιτζίκι

            από τον παππού Μιχάλη

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Το παιδί με τη σάλπιγγα


Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγεννα - στο τζάκι του νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί και να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες 
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.

Να την κάνεις αγάπη.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, τ.2, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση


Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Χρήστος Λεοντής " Παραστάσεις "

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ (1975 )

Μουσική: Χρήστος Λεοντής 
Στίχοι: Μήτσος Ευθυμιάδης (01, 02, 03), Ντάριο Φο (απόδοση: Κωστής Σκαλιώρας / 04, 05, 06), Μάνος Ελευθερίου (12), Κωστούλα Μητροπούλου (14)
Ποίηση: Πάμπλο Νερούντα (απόδοση: Δανάη Στρατηγοπούλου / 07, 08, 09), Διονύσιος Σολωμός (10), Μακρυγιάννης (11), Ρήγας Φεραίος (13)
Τραγουδούν οι: Μανώλης Μητσιάς, Νίκος Ξυλούρης, Τάνια Τσανακλίδου και ο Γιώργος Μεράντζας

01. ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ - Μανώλης Μητσιάς 
02. ΧΑΘΗΚΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΑΣ - Μανώλης Μητσιάς
03. ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, ΓΡΑΦΗ - Μανώλης Μητσιάς 
04. ΤΟ ΣΤΡΕΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ - Τάνια Τσανακλίδου - Μανώλης Μητσιάς 
05. ΤΕΤΟΙΟΣ ΤΡΑΝΟΣ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ - Τάνια Τσανακλίδου - Μανώλης Μητσιάς 
06. ΔΟΞΑ! ΔΟΞΑ! - Τάνια Τσανακλίδου - Γιώργος Μεράντζας 
07. ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ - Νίκος Ξυλούρης 
08. ΜΟΡΑΖΑΝ - Τάνια Τσανακλίδου 
09. ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ - Γιώργος Μεράντζας 
10. ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ (Α' Σχεδ.) - Τάνια Τσανακλίδου  
11. Ο ΗΛΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΨΕ - Νίκος Ξυλούρης 
12. ΜΕ ΠΙΑΣΑΝΕ ΣΑΡΑΚΗΝΟΙ - Μανώλης Μητσιάς 
13. ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ - Νίκος Ξυλούρης 39:10

και 

14. ΘΑ ΧΑΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ - Μανώλης Μητσιάς 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Αντόνιο Γκράμσι, Το δένδρο του σκαντζόχοιρου


Γράφει η ofisofi // atexnos

«Το δένδρο του σκαντζόχοιρου» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μικρούς αναγνώστες, σε έφηβους και  σε όσους νιώθουν νέοι. Περιλαμβάνει εξήντα γράμματα του Αντόνιο Γκράμσι από τη φυλακή στη γυναίκα του Τζούλια, στην αδελφή της Τάνια, στα παιδιά του, Ντέλιο και Τζουλιάνο,, στην ανεψιά του Τερεζίνα και στη μητέρα του. Μαζί με τα γράμματα στέλνονται και οι ιστορίες – παραμύθια των  Πούσκιν, Ραβενιάνι, Κίπλινγκ, Ντίκενς, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Σαϊντίνε και Γκόρκι.
«Το παραμύθι, αγαπητά παιδιά, είναι μια φανταστική επινόηση, αλλά κρύβει πάντα ένα δίδαγμα: ένα πολύτιμο μάθημα για τους καλούς ανθρώπους» γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι στο τέλος του παραμυθιού Ο χρυσός πετεινός του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Με αυτό τον τρόπο και με την αναφορά άλλων συγγραφέων στα γράμματα του κατευθύνει προσεκτικά τα αναγνώσματά των παιδιών του και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας θέτοντας συνεχώς θέματα συζήτησης και  ανιχνεύοντας ταυτόχρονα τα ενδιαφέροντα τους. Έτσι ξαναγίνεται ο ίδιος ένα παιδί και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρδηνία, «και εκεί βρίσκει τις πιο κατάλληλες εικόνες για να δείξει την απόγνωση εκείνου που ξέρει ότι δεν θα γευτεί πια τον αέρα, το νερό, τον ήλιο, τους ήχους, τις γεύσεις, τη σιωπή, γιατί προετοιμάζεται μια τεράστια φυλακή, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά για όλους εμάς, στην οποία ούτε οι « ώρες του αέρα» δεν θα είναι επιτρεπτές..»
Ο Αντόνιο Γκράμσι δεν ήταν μόνο μια σημαντική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος στην Ιταλία, στην οποία οι εργάτες αναγνώρισαν ένα σύντροφο, δάσκαλο και καθοδηγητή, αλλά ήταν και ήθελε να είναι Άνθρωπος γι’ αυτό  έζησε μια ζωή που «μπορεί να σας φανεί παραμύθι, ακριβώς γιατί η ζωή για όλους, μικρούς και μεγάλους, είναι ένα παραμύθι, γεμάτο από τριαντάφυλλα ή αγκάθια, σύμφωνα με τη θέληση που θέλει να αποδοθεί στη μοίρα και της μοίρας δεν είναι…»
Από μικρό παιδί αγαπούσε τη φύση, τα ζώα , τα βιβλία, τους ανθρώπους και τη ζωή έχοντας « σαν από φυσικό προνόμιο, τη σωστή αίσθηση της καλοσύνης και της κακίας, της δικαιοσύνης και της αδικίας, του καλού και του κακού». Μεγαλώνοντας του άρεσε να βρίσκεται με τους ανθρώπους της δουλειάς, τους εργάτες, να μαθαίνει κοντά τους τα όνειρά τους, τις δυσκολίες τους, τα βάσανά τους και τις ελπίδες τους.
«Περπατούσε με τις τσέπες φουσκωμένες με βιβλία και το κεφάλι γεμάτο ιδέες…»
Άνθρωποι σαν τον Αντόνιο Γκράμσι δεν είναι αρεστοί στο δεδομένο κοινωνικό σύστημα, γι’ αυτό τις περισσότερες φορές τους φυλακίζει, τους εξορίζει ή τους σκοτώνει. Τον Γκράμσι τον έστειλε στη φυλακή. Ήταν ήδη παντρεμένος με τη Τζούλια και είχε έναν γιο, τον Ντέλιο. Τον δεύτερο γιο του , τον Τζουλιάνο, δεν τον γνώρισε ποτέ πραγματικά, παρά μόνο από φωτογραφίες και γράμματα. Γεννήθηκε , όταν αυτός ήταν στη φυλακή. Στη φυλακή έζησε επτά χρόνια και εκεί πέθανε, χωρίς να λυγίσει και να υποταχθεί.
Εκεί μέσα συνέχισε να διαβάζει, να γράφει , να σκέφτεται και κυρίως να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, τους έξω. Αυτοί ήταν οι φίλοι του και η οικογένειά του. Η  επιθυμία για συνεχή και ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά του γέννησε αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και τις αφηγήσεις που περιέχονται στο « Το δένδρο του σκαντζόχοιρου
«Κατά θαυμάσιο τρόπο ο Γκράμσι συνέχισε να ζει τη ζωή των άλλων, τη ζωή των πολλών φίλων και των οπαδών του, που συνέχισαν να πιστεύουν όλο και περισσότερο σ’ αυτόν, τη ζωή των παιδιών του, του Ντέλιο και του Τζουλιάνο. Παιδιά αόρατα, που γεννιόντουσαν από μια φωτογραφία, από ένα γράμμα, από μια λέξη, από ένα περιοδικό, από ένα βιβλίο, τον έδεναν με τον έξω κόσμο. Και ο έξω κόσμος υπήρχε μέσα του σαν από μαγεία. Γεννήθηκε έτσι μια θαυμάσια επικοινωνία μεταξύ της ψυχής του και αυτής των αγαπημένων του` μεταξύ της ψυχής του και εκείνης των άλλων ανθρώπων που συνέχιζαν να εργάζονται και να μελετούν ελεύθερα` μεταξύ της ψυχής του και του κόσμου. Και στη σκέψη του τίποτα δεν ξέφυγε από τα γεγονότα και την ιστορία της κάθε μέρας, όπως και τίποτα δεν ξέφυγε από τα μαθήματα του Ντέλιο και τα παιχνίδια του Τζουλιάνο. Έτσι από αυτή την επικοινωνία, γεννήθηκαν και αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις, που θα σας δείξουν τώρα…πως στη ζωή του Γκράμσι η ψυχική δύναμη και η λαμπρότητα του πνεύματος λύγισαν ακόμα και τα βάσανα της φυλάκισης, έστω και αν στο τέλος αυτά νίκησαν το σώμα…»
Οικογένεια Γκράμσι
Οικογένεια Γκράμσι
Ο Γκράμσι ήταν  ένας φυλακισμένος για τις ιδέες του άνθρωπος, αλλά ήταν  και ένας φυλακισμένος πατέρας που λαχταρούσε να δει και να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του. Προσπαθούσε να παρέμβει στο μεγάλωμά τους στέλνοντας τους γράμματα για να τα καθοδηγήσει, να τα εμπνεύσει, να τα διαπαιδαγωγήσει και να δηλώνει τη συνεχή παρουσία του, αν και απών, το πατρικό ενδιαφέρον και την έγνοια του.
«Αγαπητέ Ντέλιο,
Έμαθα από τη μαμά Τζούλια ότι το τελευταίο μου γράμμα( ή μήπως και άλλα;) σε δυσαρέστησε. Γιατί δεν μου έγραψες τίποτα γι’ αυτό; Όταν κάτι δεν σ’ αρέσει στα γράμματά μου είναι καλύτερο να μου το λες και να μου εξηγείς τους λόγους.
Μου είσαι πολύ αγαπητός και δεν θέλω να σου προξενώ καμιά στενοχώρια: βρίσκομαι πολύ μακριά και δεν μπορώ να σε χαϊδέψω και να σε βοηθήσω να λύσεις τα προβλήματα που γεννιούνται στο μυαλό σου. Για παράδειγμα, πρέπει να μου επαναλάβεις το ερώτημα που μια φορά μου είχε βάλει σχετικά με τον Τσέχοφ, και στο οποίο δεν σου έδωσα απάντηση: Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Αν υποστήριζες ότι ο Τσέχοφ είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, είχες δίκιο, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να υπερηφανεύεσαι, γιατί ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ζώα κοινωνικά. Πιστεύω ότι ήθελες να πεις περισσότερα, ότι ο Τσέχοφ αντιπροσώπευε μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση, ότι εξέφραζε κάποιες μορφές της ζωής του καιρού του και τις εξέφραζε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρείται ένας «προοδευτικός» συγγραφέας. Φυσικά δεν γίνεται να εκφραστεί κανείς για τον Τσέχοφ με τόσο λίγες κουβέντες. Το ίδιο ισχύει και για τον Τουργκένιεφ.
Παρατηρείς ότι το περιοδικό των πιονέρων, στο παρελθόν, αφιέρωνε πολύ χώρο για τον Τολστόι και πολύ λίγο για τον Γκόρκι.
Τώρα που ο Γκόρκι πέθανε και έγινε αισθητός ο πόνος του χαμού του, αυτό μπορεί να φαίνεται άδικο. Πρέπει, όμως, να εκτιμούμε τα γεγονότα με πνεύμα κριτικής κάθε στιγμή , κατά συνέπεια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Τολστόι υπήρξε ένας «παγκόσμιος» συγγραφέας, ένας απ’τους λίγους συγγραφείς όλων των χωρών που έφθασε την τελειότητα στην τέχνη, προκάλεσε και προκαλεί χείμαρρους συγκίνησης παντού, πολλές φορές με χείριστες μεταφράσεις, ακόμα σε άνδρες και γυναίκες που κάτω απ’ το βάρος της κούρασης της ζωής δεν μπόρεσαν να έχουν μια στοιχειώδη καλλιέργεια. Ο Τολστόι υπήρξε στ’ αλήθεια φορέας του πολιτισμού και της ομορφιάς, και στον σύγχρονο κόσμο κανένας δεν τον έφτασε: για να του βρεις συντροφιά, πρέπει να ανατρέξεις στον Όμηρο , στον Αισχύλο, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Θερβάντες και σε πολύ λίγους άλλους.
Ευχαριστήθηκα από το γράμμα σου, και ακόμα περισσότερο γιατί αισθάνεσαι καλύτερα, γιατί σκαρφαλώνεις στους τοίχους για να δεις τις εκλείψεις, για το ότι θα κάνεις μπάνια και περιπάτους στην εξοχή και γιατί θα μάθεις τα ιταλικά. Ακόμα και το να δυναμώνεις είναι κάτι σημαντικό.
                                                                Αγαπητέ μου, σ’ αγκαλιάζω δυνατά
                                                                                                          Αντόνιο»
Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι
Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι
Ένας πατέρας  επαναστάτης, ιδεολόγος και ασυμβίβαστος που πάσχιζε με τα γράμματα του και τις ιστορίες του να επικοινωνήσει, να επιπλήξει, να συμβουλεύσει, να διασκεδάσει τα αγόρια του, το μεγάλωμα των οποίων προσπαθεί να φανταστεί με τις φωτογραφίες και τα γράμματα που του στέλνουν και τα οποία δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες του.
«Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου για την καινούργια σχολική χρονιά σου.
Θα με ευχαριστούσε πάρα πολύ αν μου εξηγούσες σε τι συνίστανται οι δυσκολίες που βρίσκεις στη μελέτη. Νομίζω ότι αν εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις ότι συναντάς δυσκολίες, αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλες και θα μπορέσεις να τις ξεπεράσεις με τη μελέτη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακατάστατος, ίσως αφαιρείσαι, η μνήμη δεν λειτουργεί  κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λειτουργεί; Κοιμάσαι καλά; Όταν παίζεις σκέφτεσαι αυτό που έχεις μελετήσει ή όταν μελετάς σκέπτεσαι το παιχνίδι; Είσαι τώρα πια ένα ανεπτυγμένο παιδί και μπορείς να απαντήσεις στα ερωτήματά μου με ακρίβεια.
Στην ηλικία σου εγώ ήμουν πολύ ακατάστατος, πήγαινα για πολλές ώρες περίπατο στην εξοχή, όμως ταυτόχρονα μελετούσα και καλά, γιατί είχα πολύ καλό μνημονικό και δεν μου ξέφευγε τίποτα από αυτά που μου χρειάζονταν για το σχολείο: για να σου πω την αλήθεια πρέπει να προσθέσω ότι ήμουν πονηρός και ήξερα να βγαίνω λάδι από τις δυσκολίες, έστω κι αν δεν είχα διαβάσει αρκετά. Αλλά το σχολικό σύστημα που ακολούθησα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.
Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών μου δεν ήξεραν καλά τα ιταλικά και αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να παίρνει υπόψη του το μέσο επίπεδο των μαθητών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιταλικά ήταν κάτι που διευκόλυνε πολλά πράγματα( το σχολείο ήταν σε αγροτική περιοχή και η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών ήταν παιδιά αγροτών).
Αγαπημένε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γράφεις χωρίς διακοπές και θα με κρατάς ενήμερο για τη ζωή σου.
                                                                           Σε φιλώ
                                                                            Αντόνιο»
Στο κελί της φυλακής του (εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστινέλι)
Στο κελί της φυλακής του (εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστινέλι)
Τα γράμματα στη γυναίκα του είναι τρυφερά και αποκαθιστούν κατά κάποιο τρόπο την απουσία του καθώς μέσω αυτών συζητούν για τα διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας, της υγείας του και των παιδιών.
«Αγαπητή Τζούλια
Μπορείς να πεις στον Ντέλιο ότι η είδηση που μου διαβίβασε με ενδιέφερε πολύ, γιατί ήταν σπουδαία και εξαιρετικά σοβαρή. Και όμως ελπίζω ότι κάποιος με λίγη κόλλα θα μπορέσει να επισκευάσει την απροσεξία του Τζουλιάνο, και ότι το καπέλο δεν θα γίνει για πέταμα.
Θυμάσαι στη Ρώμη πώς ο Ντέλιο πίστευε ότι μπορούσα να επισκευάσω όλα τα χαλασμένα πράγματα; Φυσικά, τώρα θα το έχει ξεχάσει. Έχει και αυτός την τάση να επιδιορθώνει; Αυτό κατά τη γνώμη μου θα ήταν θετική ένδειξη ότι έχει κλίση στις κατασκευές, μεγαλύτερη από το παιχνίδι παιδικών κατασκευών.
Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογοτεχνικές και φιλοσοφικές τάσεις, όπως μου έγραψες. Αντίθετα, ήμουν ένας άφοβος σκαπανέας και δεν έβγαινα από το σπίτι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στάρι και σπίρτα τυλιγμένα σε αδιάβροχο περίβλημα, για την περίπτωση που θα΄ βγαιναν σε ένα ερημικό νησί όπου θα έπρεπε να αφεθώ στα δικά μου μέσα.
Έπειτα, ήμουν ένας ακούραστος κατασκευαστής πλεούμενων και καροτσιών και γνώριζα απ΄έξω όλη τη ναυτική ορολογία: η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν όταν ένας ντόπιος κατασκευαστής μου ζήτησε το σχέδιο μιας έξοχης γολέτας με δύο καταστρώματα, γιατί ήθελε να την ξαναφτιάξει από λευκοσίδηρο. Ήμουν παθιασμένος μ’ αυτά τα αντικείμενα, γιατί στα επτά μου χρόνια είχα διαβάσει τον Ροβινσώνα και το Μυστηριώδες νησί.
Επίσης, πιστεύω ότι μια ζωή παιδική όπως πριν τριάντα χρόνια είναι κάτι το αδύνατο: σήμερα τα παιδιά ‘όταν γεννιούνται είναι ήδη ογδόντα χρονών, όπως ο κινέζος Λάο – Τσε. Το ράδιο και το αεροπλάνο έχουν καταστρέψει για πάντα τον ροβινσωνισμό που γέμιζε τη φαντασία πολλών γενεών. Η ίδια η ανακάλυψη των παιδικών κατασκευών είναι ένδειξη του ότι το παιδί μεγαλώνει πνευματικά πολύ γρήγορα. Ο ήρωάς του δεν μπορεί πλέον να είναι ο Ροβινσώνας, αλλά ο αστυνόμος ή ο επιστήμων κλέφτης, όπως τουλάχιστον συμβαίνει στη Δύση.
                                                        Αγαπημένη μου σε αγκαλιάζω με τα παιδιά.
                                                                                                          Αντόνιο»
Στη σκέψη του έχει συνεχώς και τη μητέρα του για την οποία ανησυχούσε πολύ και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο της από την φυλάκισή του.
Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης (Ρώμη 1989)
Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης (Ρώμη 1989)
«… Γι’ αυτήν, η φυλάκισή μου είναι μια  δυστυχία, τουλάχιστον μυστηριώδης, σε σχέση με τις αντιλήψεις της για τα αίτια και τα αποτελέσματα` για μένα είναι ένα από τα συμβάντα των πολιτικών αγώνων που γίνονται και θα εξακολουθούν να γίνονται, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει για πόσον χρόνο ακόμα. Εμένα με συνέλαβαν, όπως θα μπορούσα να αιχμαλωτισθώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ήταν υπόψη μου ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και ότι ίσως να ήταν και χειρότερα….»
Το τελευταίο γράμμα είναι προς τη μητέρα του και το πλημμυρίζει η αγάπη, η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη
«Αγαπημένη μητέρα,
Έλαβα το γράμμα που μου έγραψες με το χέρι της Τερεζίνας.
Νομίζω ότι πρέπει συχνά να μου γράφεις έτσι` αισθάνθηκα μέσ’ απ’ το γράμμα όλο το πνεύμα και τον τρόπο σκέψης σου` ήταν ένα γράμμα δικό σου και όχι της Τερεζίνα.
Ξέρεις τι μου ήρθε στη μνήμη; Μου ήρθε πολύ καθαρά στη θύμηση, τότε που ήμουν στην πρώτη ή Δευτέρα δημοτικού και εσύ μου διόρθωνες τα γραπτά: θυμάμαι πολύ καθαρά ότι δεν κατόρθωνα να μάθω πως η λέξη uccelo ( πουλί) γράφεται με δύο c και το λάθος αυτό μου το είχες διορθώσει τουλάχιστον δέκα φορές.
Αν, λοιπόν, μας βοήθησες στο να μάθουμε τη γραφή ( πρώτα μας είχες μάθει πολλά ποιήματα απ’ έξω` ακόμα θυμάμαι το Ραταπλάν και το Τραγούδι της Λόιρα), είναι σωστό, νομίζω, ένας από μας να σε βοηθήσει να γράψεις όταν δεν έχεις την κατάλληλη δύναμη για να το κάνεις.
Ξέρω ότι η θύμηση του Ραταπλάν και του Τραγουδιού της Λόιρα θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Επίσης θυμάμαι πόσο θαύμαζα την ευχέρεια που είχες ( ήμουν τότε τεσσάρων ή πέντε χρόνων) να μιμείσαι τον ήχο του ταμπούρλου πάνω στο τραπέζι όταν απάγγελες τον Ραταπλάν.
Γενικά δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα θυμάμαι, μέσα στα οποία εσύ φανερώνεσαι σαν μια ευεργετική δύναμη, γεμάτη από τρυφερότητα για μας.
Και να σκεφτείς ότι όλα τα ζητήματα για την ψυχή, για την αιωνιότητα της ψυχής, για τον παράδεισο και την κόλαση δεν είναι κατά βάθος παρά ένας τρόπος του να βλέπεις αυτό το απλό γεγονός: ότι κάθε πράξη μας μεταφέρεται στους άλλους σύμφωνα με την αξία της, η θετική ή αρνητική, περνά από τον πατέρα στο γιο και από τη μια γενεά στην άλλη, με μια συνεχή κίνηση. Επειδή όλες οι αναμνήσεις που έχουμε από σένα είναι αναμνήσεις καλοσύνης και δύναμης, κι εσύ έδωσες τις δυνάμεις σου για να μας μεγαλώσεις, που σημαίνει ότι έχεις στην κατοχή σου τον μοναδικό παράδεισο που υπάρχει και που πιστεύω πως για μια μάνα είναι η καρδιά των παιδιών της.
                         Σας αγκαλιάζω μαζί με όλους τους άλλους στο σπίτι
                                                                                             Αντόνιο»
Οι σελίδες του βιβλίου « διαπνέουν τον πόνο ενός ανθρώπου που κατανόησε και αγάπησε πολύ τη φύση και τώρα, στη φυλακή, έχει «δύο ώρες αέρα» κάποια τριανταφυλλιά που αργοπεθαίνει, ένα πουλάκι αρρωστιάρικο, τον ήλιο ανάλογα με τη θέση του κελιού και την ελπίδα ότι θα κάνει να βλαστήσουν κάποιοι σπόροι, που όμως είναι αρκετά κακομεταχειρισμένοι και δεν θα γίνουν ποτέ φυτά…» και αναδεικνύουν έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ανυποχώρητα και με ταπεινότητα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο Αντόνι Γκράμσι έζησε μια ζωή σαν παραμύθι με την έννοια  των συνεχών αγώνων και των βασάνων  και δημιούργησε  παραμύθια και ιστορίες για να ξεφύγει από τα στενά όρια της φυλακής και να μάθει τα παιδιά του και όσα παιδιά τα ακούνε ή τα διαβάζουν να ονειροπολούν, να διασκεδάζουν και να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι  αγωνιζόμενοι. Έτσι η ζωή του όπως όλα τα παραμύθια, «περιέχει ένα συμπέρασμα και ένα δίδαγμα: Μας λέει ότι ο πρωταγωνιστής του, ξεπερνώντας τα όρια της κάθε πράξης του, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και έπειτα, μπόρεσε να ζήσει σ’ εκείνον τον ευρύτερο κόσμο του πνεύματος που αποτελεί τον πλούτο της ανθρωπότητας…»
gramsi21h
Αντόνιο Γκράμσι, Το δένδρο του σκαντζόχοιρου, μτρφ. Αργύρης Αργυράκης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991. Πρόλογος: Τζουζέπε Ραβενιάνι και σχολιασμός: Αντόνιο Φαέτι. Εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστέλι