Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Άγιοι


Σα να μην γεννήθηκαν ποτέ,
σα να 'ταν ένα ψέμα
άνθρωποι που δώσαν την χαρά,
που 'φτασε και σε μένα.

Άγιοι που δεν θα γιορταστούν
γιατί δεν θα τους βρουν
ημέρα που ταιριάζει.

Άμυαλοι που πέσαν στην φωτιά
για να 'χει τ' όνειρο
φωλιά για να κουρνιάζει.

Δεν τους πρέπουν εικονίσματα
κεριά και καντηλέρια
που και που τις ώρες μας στην γη
και τη ματιά στ' αστέρια.

Μέσα στης ζωής τον πανικό
ασίκικο χορό
χορεύουν οι ψυχές τους

Αχ! καρδούλα δως μου δύναμη
να βρω κάποια στιγμή
κι εγώ τις αντοχές τους.


 Γιάννης Χαρούλης - Άγιοι
Δίσκος: Μαγγανείες [Σε τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου]

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Duke Ellington & John Coltrane


Η μπαλάντα της Μαρίας Πολυδούρη


Στίχοι - Μουσική : Σταύρος Κουγιουμτζής
Τραγούδι: Μαρία Κουγιουμτζή

Διπλή επέτειος

    Διπλή επέτειος η σημερινή. Ημέρα γέννησης ( 29 Απριλίου 1863) και  ημέρα θανάτου (29 Απριλίου 1933) του Κωνσταντίνου Π.Καβάφη

   Michelangelo," Pieta "

   Το δειλινό μιας μέρας χλωμής, μέσα στη μυστηριακή μελαγχολία της μισοφωτισμένης σάλας, άκουσα για πρώτη φορά τους στίχους του κ. Καβάφη - με τη θλίψη τη συγκρατημένη που απλώνει η χειμωνιάτικη δύση, όμορφης μέρας, στα κουρασμένα δέντρα, απλωθήκανε κ' οι στίχοι του στην ψυχή μου και σκεπάσαν μ' ένα ανατριχιαστικό πέπλο μυστηρίου την Πραγματικότητα.
    Ποτέ μου ως τότε δεν είχα ακούσει τ' όνομα του κ. Καβάφη. Κ' είτανε φυσικό , σε μια τόσο ταιριασμένη ώρα δειλινή, βαθύτατα κ' εξαιρετικά να με συγκινήσουν, τα ωραία σιγοπρόφερτα λόγια.
     Την ποίηση του κ. Καβάφη δυο μού φάνηκαν από τότε πως την ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ' η αισθαντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από το άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπορεί να βαστάξει κ' έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε  και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα και σιγοσταλάζουν και πετρώνονται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι τα ποιήματα του κ.Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τραντάγματα, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος , σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης.


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

    Βαθύτερη , δραματικότερη σκέψη, αδύνατο πιο λιγόλογα και πιο αριστοκρατικά να μας δοθεί.
    Τι είναι λοιπόν εκείνο το που το φιλοσοφικό αυτό κομμάτι το αλλάζει σε ποίημα αισταντικό και βαθύ; Είναι ο βουβός σπαραγμός της καρδιάς που θέλει να ξεσπάει και δεν την αφήνει ο νους , γιατί τη φοβάται. Ρυτιδώνεται λες η ηρεμία η φαινομενική της επιφάνειας από το σιγαληνό , το αιώνιο θαρρείς πέρασμα του πόνου του φριχτού, του διπλά φριχτού γιατ' είναι αθώρητος. Έτσι λένε πως ρυτιδώνεται κ΄η επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας , σαν κάτω από τα νερά περνά καρχαρίας. Πάντα τέτοιο αθώρητο θεριό περνά κάτω απ' όλους τους στίχους του κ. Καβάφη. Ένας ρυθμός περιώδυνος. Μιλεί σα να παραμιλεί. Δεν προσπαθεί, φαίνεται πως δεν προσπαθεί, αρμονικά να πλέξει τις λέξεις κι ομοιόμορφα τη γλώσσα. Κ' έχει τι το βαθειά αισταντικό αυτή του η τεχνοτροπία. Θαρρείς κι ο πόνος ο κρυφός τον έχει τόσο κουράσει που δεν του είναι δυνατό να στολίζεται με φράσεις. Κάποτε οι ρίμες του τελειώνουν με την ίδια λέξη. Και δείχνει αυτό σαν idee fixe, που έρχεται και ξανάρχεται το ίδιο και απαράλλαχτο επίμονα και δεν έχει διωγμό. Ο ρυθμός του κ. Καβάφη, μας δείχνει τέλεια την ψυχή του την τόσο υποταγμένη, μα και τόσο περίλυπη. Καμιά θερμή έκφραση επαναστατημένου λυρισμού, καμιά απότομη, αποφασιστική χειρονομία. Η Αγάπη, ο Πόνος, τα Πάθη, η Φύση, συναιστήματα πολύ βαριά, θα σπούσαν το στίχο του ποιητή. Συναιστήματα τόσο υποκειμενικά, θα τον οδηγούσαν άθελα σε καμιά διαμαρτυρία, σε κανένα ανατίναγμα, σε καμιά πρόκληση στη Μοίρα. Τα πάθη αυτά τα φοβάται ο κ. Καβάφης. Τα κυτάζει να περνούν και να τον σκανιάζουν και συμαζώνεται σε μια γωνιά και ανησυχεί μήπως τον δουν και τον προκαλέσουν και τον αναγκάσουν να πει μες σ' αυτά τη σκέψη του. Αν έπαιρνε την αγάπη - την αγάπη που ή μας σπα ή μας κάνει θεούς, το ξέρει, θάπεφτε από τη συγκρατημένη αριστοκρατοσύνη και θα μιλούσε με το θόρυβο λυρικής χαράς ή αγωνίας. Ακούσετε:


Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για  νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει. 

   Είναι το πιο χαρακτηριστικό απ' όλα του τα τραγούδια... 

    Κι έτσι οι στίχοι του κ. Καβάφη έρχονται τόσο τρομαχτικά ήρεμοι που νιώθεις πριν νάρθουν να μας βρουν - μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα έρημη, αγρύπνησαν και κλάψανε πολύ - και μας ήρθαν μόνο, σαν είδαν πως μπορούν να μας πουν τον πόνο τους, δίχως με κανένα μελοδραματικό κίνημα, να τον θεαματοποιήσουν ή με καμιά πομπώδικη έκφραση να εγγίσουν την ιερότατη θλίψη του. Προσπαθεί να μας παρηγορήσει για τη ζωή, να μας χαμογελάσει , είναι ήρεμος και κρύβει όσο μπορεί και πιο σπαρτιάτικα, το μυστικό πόνο που του ξεσκίζει τα στήθια ο κ. Καβάφης.
    Ένα από τα ωραιότερα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου είναι μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το άγαλμα της Παρθένου Μαρίας όταν σηκώνει τον πεθαμένο γιο της απάνω από τον τάφο. Είχε τόσο κλάψει τις φριχτές μέρες των Παθών, που τώρα πια την ημέρα τη στερνή του Ενταφιασμού κουράστηκε, καταβλήθηκε , έλυωσε. Κρατεί πεθαμένο τη Ζωή της απάνω στα χέρια της κ' είναι τόσο ήρεμη από την πολλή κούραση που θαρρείς και χαμογελά. Αριστοκρατικότερη έκφραση πόνου δεν υπάρχει, μου φαίνεται. Και τραγικώτερη. Και μου φαίνεται ακόμα τίποτα άλλο στον κόσμο στον κόσμο δεν ξέρω να μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του κ. Καβάφη. Έτσι θλιμμένη, έτσι σεμνά απελπισμένη μάς παρουσιάζεται ύστερα από ανάκουστο μοιρολόι η ψυχή του κ. Καβάφη, κρατώντας στα χέρια της σεμνά και υπομονετικά τη χαρά της ζωής του. Όλη η ποίηση του κ. Καβάφη μας διηγάται για κάποια μερόνυχτα, πολύ μακρυνά, πολύ μακρυνά, που ο ποιητής πολλή χαρά και πολλή θλίψη θα αιστάνθηκε. Ως ότου που μια μέρα:

 Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

"Νέα Ζωή" 1910         ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Δημοσιευμένο στη Νέα Τέχνη του Ιουλίου - Οκτωβρίου 1924



 

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

H πολιτική σκέψη του Κώστα Μπόση στο μυθιστόρημα « Ο Θωμάς, ο Καρατζάς»


    «Ο Θωμάς ο Καρατζάς, ο παπούς, κατέβηκε να κοιμηθεί στο τελευταίο του γιατάκι. Ο Θωμάς ο Καρατζάς, τ’ αγγόνι, ξεμπαρκάρει στα Γιούρα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Πιο απότομη γίνεται η ανηφόρα....» Διαβάζω τις τελευταίες γραμμές  και σκέφτομαι. Στο νου μου  έρχονται οι στίχοι του Μήτσου Ευθυμιάδη
Χάθηκε η επανάστασή μας
και δεν ήρθε η νεκρανάστασή μας
όπως γράφει η ιστορία
στα μαθητικά βιβλία

Μπρος λοιπόν ολιγαρχία
βάλε αγέρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία

Ζώσαμε οι ραγιάδες τ΄ άρματά μας
θέλοντας να ζήσουν τα παιδιά μας
σε μια νέα κοινωνία
με ψωμί κι ελευθερία

Μα την ανεξαρτησία
που κερδήθηκε σκληρά
μας την πήρε η ολιγαρχία
με απάτη και με βία

      Η ιστορία αρχίζει στα πολύ παλιά χρόνια. Τέλη 19ου αι. Η Ελλάδα δεν έχει απελευθερωθεί ολόκληρη από τους Τούρκους. Στην τοιχογραφία  που στήνει ο συγγραφέας απλώνονται ορεινοί όγκοι, υψώματα, χαράδρες, γκρεμοί, πλαγιές και διάσελα. Ανάμεσα τους χωριά , άνθρωποι και ζώα με τα βάσανα τους και τα προβλήματά τους. Προχωρούν τα χρόνια, αλλάζουν οι εποχές, οι συνθήκες και οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων μεγαλώνουν τον πίνακα. Όλα και όλοι  δένονται μεταξύ τους . Οι σχέσεις τους είναι δύσκολες . Ο τόπος είναι σκληρός και οι άνθρωποι τού μοιάζουν. Η αδικία, η εκμετάλλευση έρχονται να πάρουν τη δική τους θέση στη ζωή των περισσοτέρων. 
Προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους , ονειρεύονται , αλλά τα εμπόδια που στήνονται δύσκολα ξεπερνιούνται. 
    Κάποιοι  ξεχωρίζουν . Δεν τους αρέσει η ζωή τους. Οι πρώτοι προβληματισμοί γεννιούνται από  μικρά και απλά περιστατικά. Τα χρόνια περνούν , νέες ιδέες αρχίζουν να κυκλοφορούν. Ορισμένοι  μιλούν για μια διαφορετική κοινωνία.
    Η αφήγηση του Κώστα Μπόση  έχει τα γνώριμα πλέον χαρακτηριστικά. Πλούσιες περιγραφές του φυσικού τοπίου, ρεαλιστική απόδοση των χαρακτήρων, φτώχεια και αγώνας για την επιβίωση από τη μια μεριά, καιροσκόποι από την άλλοι . Πρωταγωνιστική θέση επίσης κατέχουν τα διάφορα ζευγάρια μέσα από τις σχέσεις των οποίων ο Μπόσης προβάλλει ανθρώπινες καταστάσεις και συναισθήματα. Έρωτες, αγάπες, προδοσίες, πάθη, αλλά και πολλή τρυφερότητα . Πάντα στα μυθιστορήματα του Μπόση ξεχωρίζουν ένα ή δυο ζευγάρια πολύ αγαπημένα που οι δυσκολίες της ζωής  και η συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες με όλες τις συνέπειες κατορθώνουν να τα ενώσουν ακόμη περισσότερο. 
    Οι οικονομικές αντιθέσεις , οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι  πολιτικές αντιπαραθέσεις  σε διαφορετικές εποχές που η μια όμως διαδέχεται την άλλη αποτελούν το φόντο μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Η δράση εκτυλίσσεται σε διάφορους τόπους. Τα πρόσωπα συνεχώς μετακινούνται. Το κέντρο είναι το μικρό χωριό, το Περιστέρι,  και γύρω από αυτό πάνε και έρχονται  οι άνδρες, οι γυναίκες ,τα παιδιά. Από αυτό το κέντρο απλώνονται σε διάφορες πόλεις  και  τόπους και μετά  επιστρέφουν πάλι σε αυτό. Θεσσαλονίκη , Αθήνα, Αίγινα, Αη- Στράτης.

     Αυτό το μυθιστόρημα όμως διαφέρει από τα προηγούμενα του ίδιου συγγραφέα γιατί μέσα από τις σελίδες του περνάει η ιστορία της νεότερης Ελλάδας . Ο Μπόσης εστιάζει κυρίως στη δράση των ανθρώπων εκείνων που διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπους γιατί προχώρησαν ένα βήμα πιο μπροστά και συνειδητοποιήθηκαν. Μπόρεσαν δηλαδή μέσα από τις διάφορες αντιξοότητες της ζωής τους να καταλάβουν την πραγματική αιτία των δεινών τους και να οργανωθούν σε μικρές σοσιαλιστικές ομάδες αρχικά , στο κομμουνιστικό κόμμα αργότερα. Σε όλη την ανάπτυξη της δράσης των ηρώων παρακολουθούμε το συνεχή αγώνα αυτών των ανθρώπων.
    Ανάλογα με την εποχή οι άνθρωποι δρουν, βάζουν στόχους και προσπαθούν να τους πετύχουν. Η δράση τους προκαλεί την αντίδραση της εξουσίας που απαντά με διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Άνθρωποι συνεχώς κυνηγημένοι και καταδιωκόμενοι.

Συγκλονιστικές οι σκηνές από τον Αη Στράτη, από τις φυλακές, από την απομόνωση, τα δικαστήρια. 
Αποτύπωση του φόβου των ανθρώπων, της έλλειψης εμπιστοσύνης. Οι προδότες κυκλοφορούν ανάμεσα τους . Σε ποιον να απευθυνθούν , πού να ακουμπήσουν; Ποιος είναι ο διπλανός τους.;
 Τους παρακολουθούμε να αγωνίζονται συνεχώς σε όλα τα μέτωπα και η πληρωμή ήταν πολλές φορές ο θάνατος.

Η πίκρα του πατέρα, η αγωνία και ο καημός της μάνας για το γιο τον φυλακισμένο. 
     Σε αυτό το μυθιστόρημα οι παρεκβάσεις του συγγραφέα, του Κώστα Μπόση, γίνονται  με τη μορφή προβληματισμών για την πολιτική πραγματικότητα και εκφράζονται είτε με τη φωνή ή τη σκέψη κάποιου ήρωα ή με τη φωνή του αφηγητή.  Αμφισβητήσεις , ερωτηματικά, εκτιμήσεις εμπλουτίζουν το μυθιστορηματικό υλικό.


    «Ο Θωμάς ο Καρατζάς» είναι ένα μυθιστόρημα πλούσιο σε πολιτικές εκτιμήσεις και ιστορικές αναλύσεις  Η ματιά του  συγγραφέα είναι διαφορετική, διαφοροποιημένη  και αιρετική σε σχέση με τα διάφορα ιστορικά γεγονότα , τα αίτια και τις συνέπειές τους.

      Η ιστορία του Θωμά του Καρατζά αρχίζει λίγο πριν τον αποτυχημένο πόλεμο του 1897. 


« Πόλεμος! Πόλεμος ! ,,,Γενική επιστράτευση!...


    Ο Μπόσης παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο την αφέλεια των απλών ανθρώπων που θεωρούσαν τον πόλεμο ένα πανηγύρι « Μια βδομάδα...το πολύ δύο...» Συγχρόνως προβάλλει το μεγαλοϊδεατισμό που είχε καλλιεργηθεί από χρόνια στην κοινωνία και ωθούσε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι « Με του Χριστού την πίστη  και στρατηλάτη το γεναίο βασιλιά μας θα τους κυνηγήσουμε πίσω απ’ την Κόκκινη Μηλιά, θα πάρουμε την Πόλη, θα αναστηθεί ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, θα ανοίξουν οι πύλες της Αγίας Σοφίας, θα ξεμαρμαρώσει ο Πατριάρχης...»
    Νομίζουν ότι η Ελλάδα θα γίνει μεγάλη και τρανή . Η εικόνα του στρατεύματος  παρουσιάζεται διαφορετική « οι πρώτοι πήραν ντουφέκια...για τους υπόλοιπους δεν είχαν...Νηστικοί , διψασμένοι , σκονισμένοι , περπατούν χωρίς σταθμό μες στον κάμπο»  Ο πόλεμος εξελίσσεται σε τραγωδία, πανωλεθρία, υποχώρηση  « Μάς πήραν φαλάγγι, έλεγαν. Τίποτα δεν τους κρατάει» 
    Ο Μπόσης σχολιάζει με μια πικρή ειρωνεία το αποτέλεσμα του πολέμου, της ήττας « Ο Θωμάς ξέχασε και την Κόκκινη Μηλιά και το Μαρμαρωμένο βασιλιά. Τώρα σκεφτόταν το Περιστέρι, τη Βάσω»  Η ήττα προκαλεί ανησυχία και φόβο.  Ποιον να αντιμετωπίσουν πρώτα ; Από τη μια οι Τούρκοι από την άλλη οι τσιφλικάδες, το μοναστήρι. Τα κτήματα, τα ζώα, οι ακτήμονες. Ο πρώτος ξεσηκωμός των χωρικών 
« Τα χωράφια μας θέλουμε!...να μάς δώσετε τον τόπο μας!...»  
     Είναι αλήθεια πως η προβολή των εθνικών διεκδικήσεων και των αλυτρωτικών ζητημάτων  υπήρξαν ανασταλτικοί παράγοντες στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης στην Ελλάδα. Η λύση των οικονομικών προβλημάτων και η καλυτέρευση της ζωής των φτωχών ανθρώπων είχαν ταυτιστεί με την απελευθέρωση των σκλαβωμένων περιοχών. Έτσι κανείς δεν έβλεπε τον τσιφλικά ή το μοναστήρι που του έκλεβε το μόχθο και τον ιδρώτα. 
      Μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897 αρχίζει να διαμορφώνεται ένα διαφορετικό κλίμα. Μέσα σε αυτό εντάσσεται το πρώτο αυθόρμητο ξέσπασμα των αγροτών που το κατέστειλε βίαια η αστυνομία.
      Αυτή η καταστολή  προκαλεί προβληματισμούς , απορίες και οδηγεί σε αμφισβητήσεις τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος Θωμά Καρατζά.


« Κάτι έσπασε μέσα του απότομα και τού έφερε δυνατό πόνο. Κείνα τα παραμύθια έγιναν κουρνιαχτός και στάχτη.  Αντί να φτάσουμε στην Κόκκινη Μηλιά λέει με πίκρα,κόντεψε να μπουν οι Τούρκοι στην Αθήνα..» 


   Το αδιαμόρφωτο ακόμη μυαλό του « βλέπει» από τη μια το δίκιο των ακτημόνων αλλά από την άλλη δεν μπορεί να εξηγήσει την επέμβαση της Αστυνομίας, το ρόλο του κράτους. Η σκέψη του είναι ακόμη μπερδεμένη αλλά σιγά σιγά αρχίζει να ξεκαθαρίζει « Κρίμα κι άδικο να μάς χτυπήσουν οι Τούρκοι, αλλά ...κάμποσοι πήραν χωράφια και, όσο κι αν τους ζορίζουν, πίσω δεν τα δίνουν...Για τη ντροπή!...Τί να κάνουμε;! Με τον καιρό θα περάσει...» 
   Τα πρώτα βήματα προς τη συνειδητοποίηση  έγιναν.
   Η Ελλάδα του τέλους του 19ου αι και των αρχών του 20ου δεν έχει ακόμη βιομηχανική ανάπτυξη.  Δίπλα στα υποτυπώδη εργοστάσια  και τις  βιοτεχνίες  συναντάμε τις άσχημες συνθήκες εργασίας , την εκμετάλλευση των εργατριών, την παιδική εργασία.  Ο σκληρός συναγωνισμός των πρώτων εργοστασιαρχών για μεγαλύτερο κέρδος και επικράτηση τους σπρώχνει σε ακόμη πιο σκληρή εκμετάλλευση. 


« Ο Αγγελής δε συμπονάει ούτε τα μικρά κοριτσάκια των 13 χρονώ , που κλαίνε πάνω στους αργαλιούς, ούτε τις έγκυες γυναίκες, που λιποθυμούν , ούτε τις γριούλες, που τρέμουν από τα χρόνια και την αδυναμία...»


    Ο συγγραφέας αποτυπώνει  τις πρώτες εικόνες της αδιαμόρφωτης ακόμα ταξικής συνείδησης στην Ελλάδα. Οι εργάτες, οι εργάτριες δεν μπορούν να καταλάβουν ποιος φταίει για την άθλια ζωή τους, για την πείνα τους, την αρρώστια τους, την ανημπόρια τους. «  Ο κόσμος πίνει , για να ξεχάσει τις πίκρες του , τη φτώχια του...» 

«Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.»*


  Ο Θωμάς όμως έχει αρχίζει να ξεχωρίζει γιατί έχει αρχίσει να σκέφτεται


« Το φουκαρά τον αγρότη όλοι τον κυνηγάνε . Και ο χωροφύλακας και ο εισπράχτορας και ο δασικός,  και  ο ίδιος ο Θεός...»


   Στις πόλεις η άγρια εκμετάλλευση και στα χωριά η φτώχεια. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια παντού. « Απ’ τα χωριά κατεβαίνουν συνέχεια για δουλειά αγρότες...» Εσωτερική μετανάστευση, σκληρή ζωή , το μεροκάματο που δε βγαίνει. Οι αγρότες  μεταμορφώνονται σε εργάτες , δουλεύουν στα εργοστάσια . Αρχίζουν οι πρώτες προσπάθειες οργάνωσης σωματείου  και οι πρώτες απολύσεις « Στο υφαντουργείο  έγινε μια προσπάθεια να οργανωθεί σωματείο κι έδιωξαν μερικούς, μαζί  και τον Αλέκο...»
    Αρχές του 20ου αι. Ο Βενιζέλος κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Ο Θωμάς πάλι ζυγιάζει την κατάσταση. Αναλύει την πολιτική κατάσταση. Τον βασιλιά δεν τον ήθελε. Ο νέος πολιτικός  λένε ότι είναι ικανός, ότι θα φέρει τη δημοκρατία και ότι θα κάνει την Ελλάδα σπουδαία και μεγάλη. Προβληματίζεται . 
    Και πάλι πόλεμος . Ο Βαλκανικός αυτή τη φορά. Πικρό  και ειρωνικό το σχόλιο του συγγραφέα έτσι όπως το εκφράζει  η σκέψη του Θωμά. 


« Μεγάλωσε η Ελλάδα. Θα μεγαλώσει κι ακόμα περισσότερο «Θα τους διώξουμε τους Τούρκους πίσω από την Κόκκινη Μηλιά» Πού  βρίσκεται  η Κόκκινη Μηλιά και σήμερα δεν το ξέρει, όμως είναι περήφανος γιατί μεγάλωσε η Πατρίδα...Αλλά...Απ’ τον άνθρωπο ποτέ δε φεύγουν οι πίκρες...»


    Ο πόλεμος  σταμάτησε κι έγινε ειρήνη. Η Ελλάδα μεγάλωσε. Τα προβλήματα όμως για τους φτωχούς παραμένουν  τα ίδια και χειρότερα. Οι άνθρωποι πεινούν 
« μείναμε χωρίς καλαμπόκι...» και  « κείνη η σκέψη , πως μεγάλωσε η Ελλάδα, σα να έσβησε...» Και πάλι οι άνθρωποι αναγκάζονται να αναζητήσουν διεξόδους. Άλλα παιδιά έφευγαν και οδηγούνταν σε ακόμα μεγαλύτερες πόλεις ,άλλα δίνονταν σε πλούσιες οικογένειες  Ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ρόδα. Κυριαρχεί η φτώχεια, η ανεργία και η ανηλεής εκμετάλλευση από τη μια και ο πόλεμος από την άλλη. 
    Η έκτακτη επιστράτευση ,η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου  Πολέμου ,οι αρχικές ταλαντεύσεις της Ελλάδας , οι αλλαγές που συντελούνται στην Θεσσαλονίκη, την πόλη που έχουν καταφύγει τα αγόρια του Θωμά, η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας , οι οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στους μικρούς και αδύναμους. Η κατάσταση επιδεινώνεται με τον διχασμό, την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων ,τον αποκλεισμό, την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.


« Οι παλιότερες δυσκολίες χάνονταν στο βάθος του χρόνου και ξεθωριάζουν . Τις μελλοντικές δεν τις ξέρει  ακόμα...»


   Πόλεμοι γίνονται, κυβερνήσεις αλλάζουν, τα σύνορα μεγάλωσαν αλλά ο φτωχός άνθρωπος παραμένει φτωχός. Γιατί;
    Οι νέες συνθήκες φέρνουν  αλλαγές στις συνήθειες  και στις αντιλήψεις . Η γυναίκα βγαίνει στην παραγωγή.  Ήδη στην πόλη είναι εργάτρια . Στο χωριό οι γυναίκες αναγκάζονται να ξενοδουλέψουν  για ένα κομμάτι ψωμί, για να ζήσουν τις οικογένειές τους.
    Οι μεγάλες αλλαγές όμως συντελούνται στην  πόλη. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με βιομηχανική και βιοτεχνική ανάπτυξη. Εκεί οργανώνεται για πρώτη φορά το εργατικό κίνημα, εκεί συναντούμε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες και  οργανώσεις.



   Ο Μπόσης  έχει δώσει αυτό το ρόλο στον Γιώργο Καρατζά. Μετά από αρκετές δυσκολίες  και διάφορες δουλειές ,τον συναντάμε σε καπνομάγαζο να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με λέξεις πρωτάκουστες , συνδικάτο, απεργία, οχτάωρο. Όλα αυτά τον οδηγούν στην συμμετοχή του στην πρώτη πολιτική συγκέντρωση  που καταλήγει στη δημιουργία σοσιαλιστικής οργάνωσης. 
   Ο Γιώργος Καρατζάς φωτίζεται σιγά σιγά. Στο μυαλό του οι μπερδεμένες σκέψεις μπαίνουν σε σειρά και σημαντική  επίδραση σε αυτό ασκεί  η Οχτωβριανή Επανάσταση. « Εμείς είμαστε οι κολασμένοι...Πολλά είναι τα σκοτεινά. Μόνο ένα είναι ολοκάθαρο: Μπαίνει σε καινούριο δρόμο...» Το δρόμο της ταξικής συνειδητοποίησης.

   Τα χρόνια περνούν. Γύρω στα 1920 , η μικρασιατική εκστρατεία είναι σε εξέλιξη, οι άνθρωποι κουρασμένοι να πολεμούν καταψηφίζουν τον Βενιζέλο και επαναφέρουν το Βασιλιά με την ελπίδα να σταματήσει ο πόλεμος. Όμως ο πόλεμος στο μικρασιατικό μέτωπο συνεχίζεται και νέοι στρατιώτες μεταφέρονται εκεί. 
     Ήδη έχει ιδρυθεί το ΣΕΚΕ και αντιπαλεύει το μεγαλοϊδεατισμό και τη συνέχιση του πολέμου. Τι γυρεύει ο ελληνικός στρατός στα βάθη της Μ.Ασίας; Ο συγγραφέας υιοθετεί τις απόψεις του νέου κόμματος. Η φωνή του ακούγεται  να σχολιάζει


« Στα βάθη της Μ.Ασίας. Η Πατρίδα, ακόμα και η παραλιακή ζώνη με τον ελληνικό πληθυσμό, είναι μακριά. Ο στρατός  προχωράει « νικηφόρα». Οι Τούρκοι υπερασπίζουν τα χωράφια τους, τα σπίτια τους, τα παιδιά τους...Μάχες  μέρα- νύχτα. Στην πρώτη γραμμή με τον τακτικό στρατό . Στις πλάτες με τους Τσέτες» 


   Μια διαφορετική άποψη για το μικρασιατικό πόλεμο, αντίθετη από την επικρατούσα.
   Λίγο πιο κάτω ο διάλογος είναι αντιπροσωπευτικός  


« - Εκεί περνάει ο Σαγγάριος , λέει. Μια δρασκελιά ακόμη και  μπαίνουμε στην Άγκυρα.

-  Και θα γίνει η Πατρίδα μας μεγάλη και τρανή, μουρμουρίζει ο Γιώργος...»


κρύβει το μάταιο της προσπάθειας και το άκαιρο του στόχου. Οι έλληνες στρατιώτες αντιμετωπίζονται ως θύματα ενός προδιαγεγραμμένου τέλους. Μια σειρά ερωτήσεων « Πού πάμε ; Πατάμε ξένη γη, καίμε χωριά, ξεκληρίζουμε τον κόσμο, σκοτώνουμε και μάς σκοτώνουν. Θα ξεσηκωθούν οι Τούρκοι , όπως έκαναν οι Έλληνες το ’21. Τι να κάνουμε;»  θίγει θέματα ταμπού για τους Έλληνες διότι αναφέρεται στη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού. Δίνει επίσης τις αντιδράσεις που εκδηλώνονταν στην Αθήνα με τις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις αλλά και τις διαθέσεις των στρατιωτών που θέλοντας να ξεφύγουν από την κόλαση αυτοτραυματίζονται ή πετούν τα όπλα. Αλλά και στην Ελλάδα οι συνέπειες είναι οδυνηρές « ο Χάρος χτυπάει πότε το ένα σπίτι και πότε το άλλο».
    Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη μικρασιατική καταστροφή οι ήρωες του αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα. Ανάμεσα σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι ιδεολογικές διαμάχες που ξεσπούν στο χώρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
 « Φύσαγαν κάθε λογής αγέρηδες κι άκουγες διάφορες θεωρίες... « Να βάλουμε άλλους μπροστά. Οι εργάτες μονάχοι τους δεν τα βγάζουν πέρα» , « Να φτιάξουμε κόμμα με άλλο όνομα», « Ο ένας μιλούσε για λικβινταρισμό, ο άλλος για δογματισμό»

     Οι  πρώτες διαδηλώσεις, οι αγώνες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, η συνομωτική δουλειά, το κυνηγητό, οι συλλήψεις , οι φυλακίσεις δίνουν το κλίμα της μεσοπολεμικής εποχής και τις δυσκολίες του κινήματος. Τίποτε δεν είναι εύκολο, τίποτε δεν είναι δεδομένο.


    Ο Μπόσης καταπιάνεται επίσης με το δύσκολο θέμα των σλαβοφώνων και  το χειρίζεται με πολύ λεπτό και ανθρώπινο τρόπο μακριά από εθνικιστικές φωνές και υστερίες. Ο δάσκαλος, ο Λευτέρης Καρατζάς, διορίζεται  σε ένα από τα χωριά αυτά στη Μακεδονία, κοντά στα σύνορα. Έρχεται αντιμέτωπος με τη μισαλλοδοξία , τον φανατισμό και τις διακρίσεις. Ο Λευτέρης έχει στο νου του τον πραγματικό ρόλο του δάσκαλου, που έχει « υψηλή αποστολή» και « αναμορφωτικό ρόλο»  Ο δάσκαλος είναι «ευγενικό επάγγελμα» , αλλά η εικόνα του σχολείου και η έχθρα των κατοίκων  σε όσους δεν μιλούσαν ελληνικά τον καταρρακώνει .Θύματα της έχθρας οι μικροί μαθητές που κάθονται χώρια πάνω σε πέτρες μέσα στην τάξη « αυτά είναι Βούργαροι κομιτατζήδες...»  και ο ίδιος που κατηγορείται για συνεργασία με τους «εχθρούς» και ότι δεν έδωσε στον κόσμο τη βοήθεια που ήθελε αλλά αντίθετα του πλήγωσε τα εθνικά αισθήματα.  
     Αν η συνωμοτική δουλειά διαμόρφωσε τον επαναστατικό χαρακτήρα του Γιώργου Καρατζά , ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία που βίωσε ο Λευτέρης στο μακεδονικό χωριό έπλασαν τη δική του προσωπικότητα « διαμόρφωσαν τελειωτικά τη ψυχή του Λευτέρη» . Ο Λευτέρης πικραμένος και ψυχικά τραυματισμένος ονειροπολεί « Θα’ρθει ένας καιρός και θα σβήσει η μισαλλοδοξία και θα γίνει αφέντης η  αγάπη , που δεν έχει ούτε εθνικότητα ούτε κοινωνική προέλευση ...»

       Τα χρόνια και οι μέρες που ακολουθούν είναι δύσκολα για τους κομμουνιστές ήρωες του Μπόση. Η εποχή του μεσοπολέμου, η δικτατορία του Μεταξά, η παράνομη δουλειά, οι χαφιέδες , οι συλλήψεις , τα βασανιστήρια, οι εξορίες , η ανασφάλεια αλλά και οι εντεινόμενες κομματικές και ιδεολογικές διαμάχες  δοκιμάζουν τις αντοχές τους.  Υπάρχει μια έντονη φαγωμάρα ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο για χαφιέ , για ταξικό έχθρό, για οπορτουνισμό. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και αυτό ο Μπόσης το σχολιάζει με αρκετή δόση πίκρας « Είμαι χαφιές και δε με πιάνει η Ασφάλεια . Με φώναξε ο Τάσος και μού ζήτησε να τους βοηθήσω να τσακίσω τους πράχτορες του εχθρού» Σαν τού είπα: Δεν καταλαβαίνω τί διαφορές έχετε και δεν πρόκειται να ρίξω κι εγώ λάδι στη φωτιά  θύμωσε: Από σένα το Κόμμα περίμενε πολλά και είπε : Η στάση σου βοηθάει τον ταξικό εχθρό . Κάτι ξέρει η Ασφάλεια και δεν σε πιάνει...»
     Μολονότι τα ιδεολογικά προβλήματα είναι έντονα, ακόμα και στην εξορία,  όταν συζητούν οι κομμουνιστές μεταξύ τους  ο αφηγητής επιμένει να τους  ιχνογραφεί με τα πιο όμορφα χρώματα. Είναι αισιόδοξοι και ονειροπόλοι για την μελλοντική κοινωνία που θέλουν να κτίσουν . Είναι ρεαλιστές και ξέρουν ότι θα χρειαστούν χρόνια, αγώνες και θυσίες. Λέει κάπου ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος : 
« ...όταν έγινα κομμουνιστής, έλεγα: Σ΄ένα δυο χρόνια. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι και δεν ξέρουμε τι δυσκολίες θα συναντήσει το κίνημα και πόσες θυσίες θα χρειαστούν ακόμη...» Διορατικός ο αφηγητής  στην εκτίμησή του για τα χρόνια που έρχονταν.
     Σε αρκετά σημεία των διαλόγων αναφέρει τη λέξη αισιοδοξία, την οποία θεωρεί 
« νόμο του κινήματος» γιατί « λιποψυχίες , ακόμα και προδοσίες παρουσιάστηκαν και σε άλλες εποχές...όμως οι λαοί κερδίζουν τις επαναστάσεις με τον ηρωισμό και τις θυσίες.» 
     Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά ξεσπάει ο πόλεμος του 1940. Πολλά και δύσκολα τα ζητήματα που θίγει σε σχέση με το κόμμα. Δίνει με έντονο τρόπο τη διαμάχη ανάμεσα στα κομματικά μέλη για τη συμμετοχή των κομμουνιστών ή όχι στον πόλεμο. Παρουσιάζει τη σύγχυση που επικρατούσε. Η διαφορετική γραμμή της καθοδήγησης , οι λαθεμένες εκτιμήσεις. Το γράμμα του Ζαχαριάδη. 
    Ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής. Οι εξόριστοι παραδίνονται στους χιτλερικούς από τους Έλληνες συνεργάτες τους. Το κόμμα αποδιοργανωμένο από τα χτυπήματα  με ελάχιστα μέλη . Μια διάχυτη απογοήτευση υπάρχει παντού. Οι Γερμανοί προχωρούν . Οι πρώτες φωνές για ένοπλη αντίσταση αρχίζουν να ακούγονται.


   Από αυτή την περίοδο και μετά ο Μπόσης εκφράζει έντονους προβληματισμούς, κάνει εκτιμήσεις και κριτική σε ζητήματα τακτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι ήρωες του ενθουσιώδεις μπαίνουν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας από τους κατακτητές. Να σώσουν το έθνος .Μέσα στη δίνη των γεγονότων διαπράττονται λάθη γιατί αδυνατούν να ορίσουν τις διαχωριστικές γραμμές. Δείχνουν εμπιστοσύνη στα πρόσωπα «Και αυτή η αγάπη, η εμπιστοσύνη, ήταν το βάθρο  των κατοπινών επιτυχιών και μια από τις αιτίες των λαθών. Καταλάγιαζε τις ανησυχίες , τη δημιουργική σκέψη...»
    Οι εχθροί δεν ήταν μόνο οι κατακτητές . Ήταν και οι σύμμαχοι, οι Άγγλοι. Ήταν και οι ντόπιοι συνεργάτες τους. « Μακριά από τη φαυλοκρατία, το παλάτι , τους Εγγλέζους...» 
    Ο Μπόσης  διερευνά   τα αίτια που οδήγησαν το κίνημα της Αντίστασης σε ήττα. Στην Αντίσταση αποδίδει το εύρος της Επανάστασης. Ο στόχος δεν ήταν απλά να απελευθερωθεί η πατρίδα από τους Γερμανούς, αλλά ήταν η ευκαιρία να ανατραπεί όλο το προηγούμενο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και να οικοδομηθεί μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία στηριγμένη στη μαρξιστική –λενινιστική θεωρία. Ο πρώτος λόγος που αυτό δεν πέτυχε ήταν ότι δεν έγινε η απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στο εθνικό και το ταξικό. Οι κομμουνιστές δεν πρόσεξαν αυτό το ιδιαίτερο σημείο.  Μέσα στην ένταση του αγώνα και στον ενθουσιασμό της νίκης δεν κατάλαβαν ότι  οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, η αντίδραση όπως την ονομάζει ο συγγραφέας , πολεμούσαν λυσσαλέα για να μη χάσουν την εξουσία. 

« Εμείς οι κομμουνιστάδες ...πάμε για το σοσιαλισμό , όμως τώρα πάνω απ’ όλα μπαίνει το εθνικό πρόβλημα...δεν τον άφηνε να δει ...πως ο λαός ξεσηκώθηκε  σύσσωμος στο πόδι  και τα έδωσε όλα στον αγώνα , όχι για να ρθει ξανά το καθεστώς  του Μεταξά ή κάτι παρόμοιο και τη θέση των Γερμανών να την πάρουν οι Εγγλέζοι  με κάποια άλλη μορφή...δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το γενικό από το μερικό, να τα συνδυάσει, να υποτάξει το ένα στο άλλο και να μην τα αντιπαραθέτει. Τη σκέψη του διαπότιζε όλο και περισσότερο η μικροαστική , η αφηρημένη κι όχι η ταξική ηθική...»


   Φιλτράρει τα γεγονότα, διαφωνεί με  κουβέντες , σαν εκείνες που διατύπωνε ο Άρης, και πράξεις όπως τις σχέσεις ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Θεωρεί ότι κάποια πολύ βασικά γεγονότα δεν ξεκαθαρίστηκαν και οδήγησαν την αντίσταση , το κίνημα, την επανάσταση σε ήττα με την υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου και της Βάρκιζας. Αποδίδει τεράστιες ευθύνες στην καθοδήγηση του κόμματος , στην ηγεσία του κινήματος.
    Ο Γιώργος Καρατζάς αντιπροσωπεύει τον τύπο εκείνο του κομμουνιστή που δεν μπορούσε να δει ή μάλλον να παραδεχτεί την αρνητική πορεία των γεγονότων, τα λάθη και  πίστευε ότι στο τέλος « παρ’ όλες τις ατιμίες  τους εμείς θα νικήσουμε!»

Κι όμως τα σημάδια ήταν κάτι παραπάνω από καθαρά « Ο ΕΛΑΣ από καιρό  είχε μπει κάτω από τις διαταγές του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, δηλαδή του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού» 
     Επιπλέον πιστεύει ότι η ίδρυση της ΠΕΕΑ  δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του μαχόμενου λαού, διότι  οι πραγματικοί εκπρόσωποι του ήταν μειοψηφία και δεν καθοδήγησε ούτε προστάτεψε την επανάσταση από τα χτυπήματα και τις μηχανορραφίες των εχθρών της . Σε αυτή τη θέση φαίνεται η διαφοροποίηση του εθνικού από το ταξικό. Η ΠΕΕΑ είχε εθνικό περίβλημα και για αυτό δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της.

      Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν γρήγορα ότι οι Άγγλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν οποιαδήποτε κατάσταση έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Ο Μπόσης καταδικάζει την ανευθυνότητα της καθοδήγησης του ΚΚΕ  και του ΕΑΜ που « αντί να καλέσουν το λαό να υπερασπίσει  και με τα όπλα τη λευτεριά  και την τιμή του , τον αφόπλιζαν πολιτικά , ιδεολογικά, στρατιωτικά...Και άφηναν την αντίδραση να τον σύρει στη σφαγή άοπλο...Κι άρχισε ο Δεκέμβρης» .

  Με πόνο, θα έλεγα , ίσως και παράπονο, δηλώνει 

« Αύριο – μεθαύριο, όταν φύγουν απ’ τη ζωή και τα τελευταία πρόσωπα – πρωτεργάτες κείνων των γεγονότων  και μπει τάξη  στο Κόμμα , κι αν θ’ αξιωθεί να δει το φως  της δημοσιότητας τούτη η προσπάθεια , πολλοί θα πουν, πως κάμποσα απ΄αυτά της αφήγησης είναι απίστευτα . Ωστόσο , αν ψάξουν την ιστορία κείνης της περιόδου , θα βρουν κι άλλα περισσότερο απίστευτα...»


« Δεν θα έπρεπε να υπογράψουμε τη Βάρκιζα;» ρωτάει κάποιος


« Δεν θα έπρεπε να φτάσουμε στη Βάρκιζα» απαντά ο άλλος


    Οι έντονες   συζητήσεις  οι συγκρούσεις μεταξύ συντρόφων και συναγωνιστών δείχνουν και τη σύγχυση που επικρατεί. 


« Ο αγώνας χάθηκε και συνεπώς ήταν μάταιος» λέει ο ένας


« Ο αγώνας αποτελούσε ιστορική ανάγκη , τα λάθη δεν ήταν απαραίτητα»


   Η πιο σπαρακτική όμως σκηνή  βρίσκεται σε εκείνο το ΓΙΑΤΙ; 


   Γιατί χάσαμε την Επανάσταση; αναρωτιέται ο φυλακισμένος κομμουνιστής, ο αγωνιστής  ένα βήμα πριν την εκτέλεση.


   Επιχειρεί μια ανάλυση των γεγονότων, της τακτικής του Κόμματος  και διαπιστώνει  με πόνο ψυχής 

« την αδυναμία , τη σύγχυση, τον πανικό κι όχι...εθνική μεγαλοψυχία. Εθνική μεγαλοψυχία, και παλληκαριά , και προσήλωση στην ομαλή εξέλιξη , και νομιμοφροσύνη θα δείχναμε , αν βοηθούσαμε  το λαό να πάρει την εξουσία, να απαλαγεί  από κάθε ζυγό, εθνικό και κοινωνικό. Στη δική μας «ευγένεια» , στο δικό μας «ανθρωπισμό»  η αστική τάξη απάντησε με αφάνταστη θηριωδία...»


   Πολύ οδυνηρό  το συμπέρασμα. Σαν να ακούω ένα βουβό κλάμα , ένα σιγανό λυγμό

 « Σπάνια μια επανάσταση  θα πετύχει τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες , όμως οι υποκειμενικές!...Το Κόμμα δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την εξουσία, ούτε  και πάλεβε  για την εξουσία. Και το τραγικότερο , την εξουσία που τη δημιουργούσε αντικειμενικά ο αγώνας, την παράδωσε στον ταξικό εχθρό. Η πολιτική του ήταν δεξιο –οπορτουνιστική  και η ήτα της Επανάστασης αναπόφεχτη...»
 

   Η ήττα άνοιξε μια πληγή που εξακολούθησε στα επόμενα χρόνια να αιμορραγεί γιατί  

« η αντίδραση κατάφερε να πείσει μια μερίδα πώς το ΚΚΕ , το ΕΑΜ, ο ΔΣ έφταιγαν , να χωρίσει το λαό σε παρατάξεις και να στρέψει τη  μια , τη «νικήτρια» ενάντια στην άλλη ...» 


  Το χειρότερο όμως ήταν η φθορά των συνειδήσεων , η τρομοκρατία. Παλιοί αγωνιστές βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη , ο καθένας για το λόγο του. Αυτό όμως δεν ματαιώνει την προσπάθεια , δεν ακυρώνει τον αγώνα αλλά δεν πρέπει να καλύπτει και τις ευθύνες και τα λάθη . « Το κίνημα προχωρεί...»

Πολλοί λένε πολλά. 


« Ωστόσο ένα πράμα είναι σίγουρο . Κείνο το όνειρο της νιότης μένει ακόμα όνειρο...Για τα μεγάλα όνειρα δε φτάνει η ζωή και οι αγώνες μιας γενιάς...Μόνο με την ψήφο στις εκλογές και μια συνδρομή στο σωματείο τα όνειρα δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα...»


 « Ο αγώνας συνεχίζεται . Πιο απότομη γίνεται η ανηφόρα...»

(Αφιερωμένο στον Οικοδόμο)


Κώστα Μπόση, Ο Θωμάς ο Καρατζάς, Σύγχρονη Εποχή,Αθήνα 1978


*Οι στίχοι από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη , Οι μοιραίοι

*Στα αποσπάσματα που παρατίθενται διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα

* Οι πίνακες είναι του Γιάννη Μόραλη
*Η παρουσίαση του μυθιστορήματος δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ιστολόγιο Κώστας Μπόσης. 


 







 











Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Μνήμη Τραϊανού Γάγου


Η λύπη μου είναι που δεν μπορείς να μου γράψεις, καλέ μου φίλε, 
ακρίβυναν οι φάκελοι και τα ταχυδρομικά, και, μάλιστα, για ένα νεκρό
(που, απρονόητα, τον θάβουν μες στην υγρασία)- όμως , πάντα, όταν σε σκέφτομαι
είναι σαν να ντύνομαι όλα τα μαύρα σταχτοδοχεία
κι η μητέρα σου, ας τη λένε τρελή, που κρατάει πάντα μαζί της μιαν ομπρέλα,
γιατί βρέχει, βρέχει σ' όλον τον κόσμο τώρα, όπως θα' λεγε ένας παλιός ποιητής,
κι οι πραγματικές ιστορίες έγιναν σπάνιες.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα, τ.2, Κέδρος 2003



Στη μνήμη του αδελφικού μου φίλου Τραϊανού Γάγου , που" έφυγε " πολύ νωρίς πριν από τρία χρόνια

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Ella Fitzgerald



Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου τὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.*

   
         Ήταν έξι το πρωί όταν ο ντελάλης φώναξε: " Όλοι οι Αρμεναίοι στην πλατεία!". Τρέμοντας και κλαίγοντας έντυσα τα παιδιά, γρήγορα - γρήγορα, απανωτά ρούχα. Όταν ετοιμαστήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, γίναμε ένα κουβάρι μ' ενωμένα τα κεφάλια μας και κλάψαμε - άντρες, γυναίκες, παιδιά. Όχου λαχτάρες!...
      " Ελάτε, πάμε, να μην περάσει η ώρα και έρθουν να μας κατασπαράξουνε".
      " Και τι ελπίζουμε φεύγοντας;"
      " Δεν ξέρεις. Πολλά μπορούνε να γίνουν".

     Πήγαμε στην πλατεία. Κόσμος χιλιάδες. Μάτια στεγνά, χείλη σφαλισμένα. Άλλοι να ουρλιάζουν, άλλοι να σουρομαδιούνται και οι Τούρκοι να διασκεδάζουν.
     Είχαμε μαζευτεί αρκετοί, γνωστοί και συγγενείς, και δεν αισθανόμουν μόνη. Είδα τους Τούρκους που ορμήσανε μόλις βγήκαμε από το σπίτι. Τώρα θα ξεπουπούλιαζαν το παλατάκι μου. Έσφιγγα τα παιδιά μου. Τουλάχιστον αυτά να μην πάθαιναν τίποτα...
      Ακούστηκε ένας ντελάλης. " Όσοι δεν έχετε στρατιώτες προχωρείτε στο δημόσιο δρόμο". Κάτι άγριοι Τούρκοι, με καμτσιά στο χέρι, άρχισαν να φωνάζουν " cabuk, cabuk" - " γρήγορα, γρήγορα", και βάραγαν στο ψαχνό. Ξεκίνησε ο κόσμος να βαδίζει και μέναμε μόνο όσοι είχαμε στρατευμένο. Φιληθήκαμε στα γρήγορα, η συντροφιά μου πήρε το δρόμο της εξορίας, εγώ πάλι ανάμεσα σε άγνωστους, μόνη με τα παιδιά μου.
       "Εσείς οι άλλοι από δω" μας είπανε.

     Πήρα την Ανζέλ αγκαλιά και στο άλλο χέρι τον μπόγο. Είχα δώσει και στην Κουήν ένα καλάθι με τρόφιμα. Ακολούθησα τον κόσμο όπου πήγαινε. Μας περίμενε μια σειρά από βοϊδάμαξες. 
        " Cabuk, cabuk, itler gavular" - " γρήγορα, άπιστα γαϊδούρια", φώναζαν οι Τούρκοι και άφριζε το στόμα τους. Τρομαγμένη έτρεχα όσο μπορούσα. Σαν άδεια σακιά μας πέταγαν επάνω. Στριμωχτήκαμε όπως οι σαρδέλες. Δεν είχαμε πού να βάλουμε τα πόδια μας. Αλλά πάλι δόξασα το Θεό. Αυτό ήταν σωτηρία για μας.

      Όταν κάπως τακτοποιήθηκα κοίταξα σαστισμένη τον κόσμο που ήτανε κάτω . Θεέ μου, τι συφορά, τι ταπείνωση! Όσοι Τούρκοι δεν είχανε πάει για πλιάτσικο, ήρθαν εδώ για να κάνουνε χάζι. Κορόιδευαν, χλεύαζαν, κάτι αλάνηδες φώναζαν διάφορα τέτοια: " Ματμαζέλ, ξεχάσατε την πούδρα σας! Ω, μαντάμ, το καπέλο σας! Να πάω να σας το φέρω; Μα δίχως ομπρελίνο δεν είναι σωστό , πού πάτε;" Έκλαιγε ο κόσμος που έπαιρνε το δρόμο, δίχως να ξέρει πού πάει, πού τραβάει...Γέροι, γριές, ανάπηροι, άρρωστοι, παιδιά, γυναίκες έγκυες. Πού πήγαιναν και πόσο θα μπορούσαν να περπατήσουν...

      Περιμέναμε κάμποσο, μέχρι που άδειασε σχεδόν η πλατεία, όταν ξεκίνησαν τα βοϊδάμαξα. Έκανα κρυφά - κρυφά το σταυρό μου. Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου...Ήμαρτον, Παναγία μου , σε τι φταίξαμε; Ξεκίνησε και το δικό μας αμάξι, βγάζοντας κι αυτό μια στριγκιά φωνή. Όλα τ' αμάξια ήταν καταφορτωμένα σε σημείο να μην μπορείς να τραβήξεις ή ν΄απλώσεις το πόδι σου. Αλλά πάλι δοξάζαμε το Θεό που δεν πηγαίναμε με τα πόδια. Ο κόσμος που βάδιζε δίπλα μας, σχεδόν μας κοίταζε με κακία και ζήλευε. Προπάντων οι ανήμποροι. Αυτοί, πριν βγούμε από την Προύσα είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν. Δεν έμαθαν ποτέ πού πήγαιναν κι ίσως να ήτανε πιο τυχεροί από πολλούς άλλους...Οι Τούρκοι με τ' άλογα διάταζαν τον κόσμο να τρέχει. Τα καμτσιά κατέβαιναν αλύπητα στα κεφάλια και στα πρόσωπα. Τουρκόκοσμος έτρεχε να δει και να απολαύσει το θέαμα - απ' όπου κι αν περνούσε το θλιβερό καραβάνι μας. Κάτι χωριάτες με τις βράκες, κάτι γιουρούκια, χαχάνιζαν. Όσους πέφτανε από εξάντληση και κούραση, τους έπιαναν από τα πόδια και τους πέταγαν στα πλάγια του δρόμου, στα χαντάκια. Αν οι δικοί τους φώναζαν και παρακαλούσαν, έτρωγαν καμτσικιές μέχρι να πέσουν κι αυτοί. Και τα χαντάκια γέμιζαν με νεκρούς και μισοπεθαμένους. Τα αμάξια μας είχαν περάσει πια τον ταλαίπωρο κόσμο, που βάδιζε θλιβερός, σούρνοντας τα πόδια μέσα σε σύννεφο σκόνης.

        Κατά το μεσημέρι σταμάτησαν για να ξεκουραστούνε τα βόδια. Τα τράβηξαν παράμερα για να μην εμποδίζουν τα άλογα των Τούρκων και τον κόσμο που βάδιζε στο δρόμο. Τα τάισαν και τα πότισαν.
     Έβγαλα κι έδωσα στα παιδιά μου να φάνε κάτι, όπως κάνανε και οι άλλοι. Εγώ είχα τρεις μέρες που δεν ήθελα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, πριν φύγουμε όμως ο θείος με έβαλε με το ζόρι να φάω κάτι. " Τρελάθηκες;" μου έλεγε, " τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;" Πρέπει να' χεις αντοχή". Αλλά και να μην είχα τσιμπήσει, δε νομίζω πως θα κατέβαινε τίποτα από το λαιμό μου. Στο μεταξύ ο κόσμος περνούσε πάλι. Κι όπως είχαν σταθεί ψηλά τα βοϊδάμαξα, τους βλέπαμε σαν ένα γκριζόμαυρο φίδι, που ούτε ουρά είχε ούτε κεφάλι, σε όλο το μήκος του δρόμου που ανέβαινε στο λόφο.

     Ξεκινήσαμε πάλι μέσα στις στριγκιές των κάρων, το σούρσιμο των ποδιών των εξορίστων, τις αγριφωνάρες των Τούρκων και τις καμτσικιές που κατέβαιναν με μανία. Οι νεκροί  στα πλάγια, βουνά. Όσοι είμαστε πάνω σε αμάξια νιώθαμε άσκημα. Λυπόμαστε τον κόσμο και μερικοί θέλησαν αν κατέβουν για ν' ανεβάσουν άλλους ανήμπορους. Μα ένας Τούρκος τους φώναξε " yasak" -
 " απαγορεύεται", και κούρνιασαν πάλι στη θέση τους φοβισμένοι.
     Σαν θεαταί πια, βλέπαμε τον κόσμο να πέφτει. Σκεφτόμουν πως κι εγώ, αν ήμουν στη θέση τους, δε θα είχα φτάσει μέχρις εδώ. Δεν θα άντεχα με την Ανζέλ αγκαλιά, ούτε κι η Ρόζα μου θα μπορούσε να περπατήσει τόσην ώρα. Προσευχόμουν και παρακαλούσα το Θεό. Εμείς είχαμε μουδιάσει, στριμωγμένοι στα κάρα, κι ο κόσμος έπεφτε από την κούραση. Είναι άδικο, άδικο! Τα χαντάκια όλο και γέμιζαν. Σκυμμένη μπροστά μου, σκεφτόμουν πού τάχα μας πάνε.
     " Μαμά, μαμά, κοιτάξτε", μου λέει η Κουήν.
     Σηκώνω το κεφάλι, τι να δω. Μια κοπέλα νεκρή, πεταμένη ανάσκελα , στο σωρό. Τα στήθια της έξω, και ένα μωράκι παχουλό, μέχρι έξι μηνών, βύζαινε με μανία, πότε το ένα στήθος και πότε το άλλο. Όλοι στο αμάξι κλάψαμε. Τσιμπιόμουν μήπως έβλεπα όνειρο, δυστυχώς όμως ήταν η αλήθεια. Και πού είσαι ακόμα...

       Πολλοί πέταγαν τους μπόγους που κρατούσαν για να μπορέσουν να βαδίζουν πιο ελεύθερα . Έκλεινα τα μάτια μου για να μη βλέπω τη δυστυχία του κόσμου. Ας ήταν δυνατόν σε όλους αυτούς τους δρόμους ν' αναφτούν καντήλια για τις ψυχές αυτών που χάθηκαν! Χάθηκαν εξ αιτίας των Τούρκων, μόνο και μόνο για ν' αρπάξουν τα πλούτη τους, με την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκατοντάδες εδώ, χιλιάδες εκεί, εκατομμύρια ψυχές αθώων...(απόσπασμα)


Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν ( μνήμες από τη Μικρά Ασία, 1915- 1924). Πλέθρον, Μαρτυρίες, Αθήνα 1980 , 2η έκδοση

Η Ανζέλ Κουρτιάν γεννήθηκε στην Προύσα το 1912. Από τριών χρόνων ζει τους διωγμούς των Αρμενίων. Ακολουθεί την οικογένειά της στο Αφιόν Καραχισάρ και με την πρώτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού έρχεται στη Μαγνησία και μετά στη Σμύρνη, όπου γίνεται μάρτυς της καταστροφής της πόλης. Μαζί με τους πρόσσφυγες πηγαίνει στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη( 1922 -1931) και στη συνέχεια εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Από το 1948 αρχίζει να γράφει την αυτοβιογραφία της, που την ολοκληρώνει το 1978.
Το βιβλίο της είναι μια μαρτυρία που αναφέρεται σε μια κρίσιμη δεκαετία της ιστορίας του αρμενικού λαού και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και είναι αποτέλεσμα της συνείδησης που είχε ότι οι μνήμες που έφερνε μαζί της έπρεπε να διασωθούν, γιατί δεν αφορούσαν μόνο την ίδια αλλά και όποιον ήθελε να μάθει " τι έγινε τότε" ( οι πληροφορίες από το βιβλίο)

Και ένα αρμένικο λαϊκό τραγούδι σε μια σπαρακτική ερμηνεία


* Οι στίχοι του τίτλου από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη , Τελευταίος Σταθμός




Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Μια μικρή ιστορία για το βιβλίο

 

    Μεγάλωσα σ' ένα σπίτι που δεν κυκλοφορούσαν βιβλία , γι΄αυτό δεν ξέρω πώς αγάπησα τόσο πολύ κάτι που δεν ήξερα. Προσπαθώ να θυμηθώ την πρώτη μου επαφή με τις σελίδες ενός βιβλίου αλλά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο εκτός από το Αναγνωστικό της Α΄Δημοτικού. Μια εγκυκλοπαίδεια αργότερα που τη διάβασα μέχρι και την τελευταία λέξη και μετά ό,τι έντυπο έπεφτε στα χέρια μου. 

     Βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε στο χωριό ούτε και βιβλιοθήκη. Ένα από τα πρώτα μου βιβλία το απέκτησα με πολλή χαρά μαζεύοντας χαρτάκια από τις σοκολάτες της δραχμής. Τα ταχυδρόμησα στην εταιρεία και μου έστειλαν τις Περιπέτειες των Εξερευνητών . Έτσι γνώρισα το Μάρκο Πόλο και το δρόμο του μεταξιού. Για να αποκτήσω δεύτερο πέρασαν πολλά χρόνια. Καλή τύχη όμως οδήγησε τα βήματά μου στη βιβλιοθήκη του σπιτιού ενός δικηγόρου. Τόσα πολλά βιβλία δεν είχα ξαναδεί. Δανείστηκα αρκετά από αυτά χωρίς ο ίδιος να το ξέρει. Τα διάβαζα με πολλή προσοχή και αρκετά τα επέστρεφα χωρίς να έχω καταλάβει το περιεχόμενο τους. Ήταν αρκετή η επαφή όμως μαζί τους για να διατηρείται το πάθος της ανάγνωσης και η επιθυμία απόκτησής τους. Τότε ήταν που αυτή η αγάπη έβαλε ένα στόχο για το μέλλον. " Όταν θα μεγαλώσω θα δουλεύω για να μπορώ να αγοράζω βιβλία" . Έγινε όνειρο, από αυτά που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν στη ζωή μου. 

     Εγώ και τα βιβλία. Σχέση μόνον αγάπης. Κάθε επαφή μαζί τους μυσταγωγία και ιεροτελεστία . Προσεκτικό άγγιγμα πρώτα και ύστερα η μυρωδιά του χαρτιού,  το ξεφύλλισμα κάθε σελίδας με θρησκευτική ευλάβεια και μετά η προσπάθεια της ανακάλυψης του κόσμου  μέσα  από αυτές.

      Άρχισα να φτιάχνω τη βιβλιοθήκη μου με αιματηρές οικονομίες τον καιρό που ήμουν μαθήτρια στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου.Συνεχίζω να την εμπλουτίζω με ακόμη πιο αιματηρές οικονομίες σήμερα. Τα βιβλία αποτελούν κομμάτι του εαυτού μου και γι' αυτό πολύ δύσκολα τα αποχωρίζομαι. Όταν θα συμβεί αυτό, ο αποχωρισμός, θα είναι μόνο για να προσφερθούν ως δώρα σε ανθρώπους που έχουν καταλάβει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Προσφορά φιλίας και δείγμα ισχυρών και αγαθών συναισθημάτων.

     Μεγάλη αδυναμία μου τα παλιά βιβλία, σημαδεμένα πολλές φορές από αφιερώσεις και υπογραμμίσεις μαρτυρούν φιλίες και ανησυχίες, κουβαλούν μέσα στις κιτρινισμένες σελίδες τους τη γοητεία και τη μυρωδιά μιας άλλης εποχής. Τα καινούρια  πάλι συνεχίζουν να κεντρίζουν τη σκέψη μου, να εξάπτουν την περιέργεια μου και  να καλύπτουν τα κενά μου. 

    Όσο περισσότερο διαβάζω τόσο μεγαλύτερη γίνεται η επιθυμία της απόκτησης και άλλων βιβλίων. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο ώριμο το διάβασμα και οι επιλογές.Περισσότερο από ποτέ μ΄αρέσει να γράφω πάνω τους, να σημειώνω, να τσακίζω τις σελίδες τους, να μιλώ γι΄αυτά και να προσπαθώ να μεταδώσω λίγο από το δικό μου πάθος και στους άλλους. 

    Αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί διαβάζω; Τι μου προσφέρει; 
Εκτός από αυτά που συνήθως υποστηρίζουμε, ότι τα βιβλία είναι φίλοι, είναι παρέα, εμένα τα βιβλία μου προσφέρουν τα κλειδιά  για να ανοίξω τις πόρτες της γνώσης και του νου, με βοηθούν να κατανοήσω τον κόσμο και τους ανθρώπους, αλλάζουν τη ζωή μου, με οδηγούν σε άλλους δρόμους , ίσως πιο μοναχικούς, με κάνουν άλλον άνθρωπο, πιο ελεύθερο, πιο ανεκτικό, πιο συνειδητό. Διότι ποτέ δεν χρησιμοποίησα την ανάγνωση μόνο για να περάσει η ώρα μου, αλλά για να βρεθώ ένα βήμα πιο μπροστά και να μπορέσω να βάλω ένα λιθαράκι στη διαμόρφωση  ενός πιο όμορφου κόσμου.

Στην μνήμη του αγίου Θερβάντες και του αγίου Σαίξπηρ που τιμώνται σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου




Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Μια προφητεία και μια συμβουλή...



Μια προφητεία από το Τσιλάμ Μπαλάμ

Φάε, φάε, υπάρχει ψωμί,
πιες, πιες, όσο υπάρχει νερό.
Θα έρθει η μέρα που καπνός θα σκοτεινιάσει τον ουρανό,
όταν η ερημιά θα απλωθεί στη χώρα,
 όταν ένα σύννεφο θα μετακινηθεί,
όταν ένα βουνό θα ξεριζωθεί,
όταν ένας δυνατός άνδρας θα κατακτήσει την πόλη,
όταν όλα θα μεταβληθούν σε ερείπια, 
όταν το μπουμπουκιασμένο φύλλο θα τσαλαπατηθεί, 
όταν τα μάτια θα κλείσουν από το θάνατο,
όταν το δέντρο θα φέρει τα τρία σημάδια,
πατέρας, γιος και εγγονός θα κρέμονται νεκροί
από το ίδιο δέντρο,
όταν ο πόλεμος θα ξεσπάσει και ο λαός θα σκορπιστεί μακριά στα δάση.


Να αγαπάς τη γη

Ο Λούθερ Στάνιγκ Μπέαρ γεννήθηκε το 1868 και ήταν ένας από τους πιο σοφούς Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής. Ανήκε στην ομάδα Λακότα της φυλής των Σιου. Παραβίασε από μόνος του τη συνθήκη του Σίτινγκ Μπουλς, όταν είδε πόσο άσχημα μεγάλωναν οι λευκοί τα παιδιά τους και όταν συνάντησε στις πόλεις των λευκών παιδιά που ζητιάνευαν στους δρόμους. " Ο λευκός ξέρει να φτιάχνει περιουσίες, αλλά δεν ξέρει πώς να τις μοιράζει" είχε πει. Ο Λούθερ Στάνιγκ Μπέαρ έχει γράψει για την αγάπη του λαού στη φύση:

     Δε βλέπαμε τα λιβάδια, τους κυματιστούς λόφους και τις πεδιάδες με την πυκνή τους βλάστηση σαν κάτι άγριο.
     Μόνο στα μάτια του λευκού η φύση είναι άγρια, κατοικημένη από άγρια ζώα και ανθρώπους. Για μας τα πάντα ήταν κοντινά και γνώριμα. Η γη ήταν απαλή, προστατευμένη από την ευλογία του Ιερού Μυστηρίου.
      Όταν έφτασε ο τριχωτός άνθρωπος από την Ανατολή και με εγκληματική κακία άρχισε να διαπράττει το ένα αδίκημα μετά το άλλο, τότε η γη έγινε άγρια και αφιλόξενη ακόμα και για μας. Όταν τα ζώα του δάσους άρχισαν να φεύγουν από κοντά μας, δημιουργήθηκε η Άγρια Δύση. Οι Λακότα αγαπούσαν τη γη και ό,τι υπήρχε πάνω της και η αγάπη αυτή μεγάλωνε με τα χρόνια. Οι ηλικιωμένοι αγαπούσαν τη γη, κάθονταν να αναπαυθούν στη γη και ένιωθαν έτσι να πλησιάζουν τη μητρική δύναμη. Τα σκυλιά χαίρονταν να τη σκαλίζουν και οι γέροι έβγαζαν τα μοκασίνια τους και περπατούσαν πάνω της με γυμνά πόδια. Τα ιερά τους τα έφτιαχναν με χώμα. Τα πουλιά πετούσαν στον αέρα, κατέβαιναν στη γη για να ξεκουραστούν και η γη ήταν ο τελικός τόπος ανάπαυσης για καθετί που ζούσε και μεγάλωνε.
      Γι' αυτό ο γερο - Ινδιάνος κάθεται στη γη και δε στέκεται με πομπώδη τρόπο πάνω στις ζωογόνες της δυνάμεις.
     Το να κάθεται ή να ξαπλώνει στη γη σήμαινε γι΄αυτόν βαθύτερη σκέψη και δύναμη, μπορούσε να δει βαθύτερα και καθαρότερα το μυστήριο της ζωής, να νιώσει πιο κοντά με καθετί ζωντανό ολόγυρά του...
     Η συγγένεια με καθετί ζωντανό στη γη, τον ουρανό και το νερό ήταν μια πραγματική, μια ζωντανή πίστη.
     Έβλεπαν τα πουλιά και τα ζώα σαν αδέλφια τους και αυτό τους έκανε να νιώθουν πιο ασφαλείς. Μερικοί γέροι από τους Λακότα ήταν τόσο κοντά στους φτερωτούς και τους τριχωτούς φίλους τους που μπορούσαν μέσα από τη βαθιά αδελφοσύνη τους να μιλούν την ίδια γλώσσα.
     Οι γέροι Λακότα ήταν σοφοί. Ήξεραν πως η ανθρώπινη καρδιά σκληραίνει  όταν είναι μακριά από τη φύση, ήξεραν πως η έλλειψη σεβασμού σε ό,τι αναπτύσσεται και ζει, οδηγεί γρήγορα και σε έλλειψη σεβασμού προς τους ανθρώπους.
    Γι΄αυτό πέρασαν τη νιότη και τη ζωή τους ολόκληρη κοντά στην ομορφιά της φύσης.


Λαρς Πέρσον( Lars Persson), Άκου, Λευκέ!,Διηγήσεις και ομιλίες Ινδιάνων στους κατακτητές(1470-1976) , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1993

    Ο Lars Persson ήταν Σουηδός ανθρωπολόγος. Γεννήθηκε στη Σουηδία το 1934. Έγραψε 9 βιβλία με θέμα τους Ινδιάνους της Αμερικής, καθώς και διάφορες αφρικανικές φυλές, μια νουβέλα και μια σάτιρα.Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, νορβηγικά, δανέζικα και στη γλώσσα σουαχίλι. Επίσης έχει συλλέξει σε 2 δίσκους μουσική των Ινδιάνων.
    Δούλεψε χωρίς κανενός είδους υποστήριξη από επίσημους φορείς με τους Ινδιάνους του Αμαζονίου και τους Αρουνάκο  του  Περού και της Κολομβίας. Χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πήγε στην Αφρική όπου και εκεί ασχολήθηκε με την κατάσταση των μειονοτήτων. Σκοτώθηκε το 1981 σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Νοτιοαφρικανική Ένωση. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας για τις Υποθέσεςι των Ιθαγενών( IWGE) , του διεθνούς οργανισμού, που με συστηματικές εκδόσεις καταγράφει και παρουσιάζει την κατάσταση των εθνικών μειονοτήτων.(οπισθόφυλλο)