Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

...Καλοκαίρι, μην πίστεψες πώς δεν συλλογιέμαι!


...Καλοκαίρι, μην πίστεψες πώς δεν συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κ'  η  αγάπη  μου σκέψη.


Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.


Μη ρωτείστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.


Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:


Αγαπώ, άρα υπάρχω.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Το μεσουράνημα της φωτιάς, Ποιήματα, τ.1 , Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, β΄έκδοση

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι...



" Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, ρώτησε τον κ.Κ η κορούλα της οικονόμας του, θα φέρονταν τότε πιο καλά στα μικρά ψαράκια; Σίγουρα, αποκρίθηκε εκείνος. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έχτιζαν για τα μικρά ψαράκια στη θάλασσα τεράστια κλουβιά και θα έβαζαν μέσα διάφορες τροφές, φυτά καθώς και ζωντανά. Θα φρόντιζαν τα κλουβιά να 'χουν πάντα καθαρό νερό και γενικά θα τα εφοδίαζαν με διάφορες εγκαταστάσεις υγιείνης. Όταν λογουχάρη ένα ψαράκι τραυμάτιζε την ουρά του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο μην τυχόν και ψοφήσει πριν την ώρα του. 


Έπειτα, για να μην μελαγχολούν τα ψαράκια, θα οργάνωναν κατά διαστήματα στη θάλασσα μεγάλες γιορτές, γιατί τα κεφάτα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα θλιμμένα. Τούτα τα μεγάλα κλουβιά θα είχαν βέβαια και τα σχολειά τους. Εκεί τα ψαράκια θα μάθαιναν να κολυμπάνε στο στόμα του καρχαρία. Θα έπρεπε λογουχάρη να μάθουν γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, όταν αυτοί κάπου τεμπελιάζουν. Βέβαια, το σπουδαιότερο θα ήταν η ηθική διάπλαση των μικρών ψαριών. Θα τους μάθαιναν ότι για ένα ψαράκι δεν υπάρχει μεγαλύτερη και ωραιότερη αρετή από το να θυσιάζεται πρόθυμα κι ότι τα ψαράκια θα έπρεπε να πιστεύουν τυφλά στους καρχαρίες, προπαντός όταν αυτοί τους λένε ότι θα φροντίσουν για ένα ωραίο μέλλον. Θα έδιναν στα ψαράκια να καταλάβουν πως αυτό το ωραίο μέλλον τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένο, όταν εκείνα μάθουν να υπακούνε. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται από κάθε λογής ταπεινές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις, κι αν τύχαινε κανένα από δαύτα να φανερώσει τέτοιες αδυναμίες, τα άλλα τα ψαράκια θα έπρεπε να τα αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες. 


Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν βέβαια αναμεταξύ τους και διάφορους πολέμους, για να κυριέψουν ξένα κλουβιά και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς ο κάθε καρχαρίας θα πολεμούσε με τα δικά του ψαράκια. Θα μάθαιναν τα ψαράκια ότι ανάμεσα σ' αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια θα τους έλεγαν, είναι ως γνωστό βουβά, σωπαίνουν ωστόσο σε όλότελα διαφορετικές γλώσσς, γι' αυτό και είναι αδύνατο να καταλάβει το ένα τ' άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε μερικά εχθρικά ψαράκια που σωπαίνουν σ' άλλη γλώσσα, θα καρφίτσωναν κι από 'να παράσημο από φύκι και θα του έδιναν τον τίτλο του ήρωα. 


Αν βέβαια οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαν και τη δική τους τέχνη. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα παράσταιναν τα δόντια των καρχαριών με θαυμάσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σαν τους κήπους της Βαβυλώνας, όπου μπορεί να κάνει κανείς τρελό σεργιάνι. Τα θέατρα στο βυθό θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια με την μπάντα μπροστά θα ορμούσαν μαγεμένα και νανουρισμένα με τις πιο όμορφες σκέψεις στο στόμα των καρχαριών. Δε θα έλειπε βέβαια και η θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Αυτή θα δίδασσκε ότι τα ψάρια μονάχα στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζαν να γεύονται την αληθινή ζωή. 


Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, όλα τα ψαράκια δε θα ήταν πια ίσα κι όμοια όπως συμβαίνει σήμερα. Μερικά από δαύτα θ' αποχτούσαν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα ψαράκια. Όσα μάλιστα είναι λίγο πιο μεγάλα θα είχαν το λεύτερο να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα ήταν άλλωστε ευχάριστο για τους καρχαρίες, γιατί έτσι εκείνοι δε θα χρειάζονταν πια παρά να καταπίνουν συχνότερα πιο μεγάλες μπουκιές. Και τα πιο μεγάλα ψαράκια, αυτά που θα είχαν τις ψηλές θέσεις, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί και μηχανικοί στα ψαροκλουβιά. Κοντολογίς, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαμε πολιτισμό στη θάλασσα...


 ( Μπέρτολτ Μπρεχτ, Οι ιστορίες του κ. Κόινερ)


Την ιστορία την  άκουσα σήμερα το πρωί στο ραδιόφωνο , στην εκπομπή της Αγνής Στρουμπούλη " Στις  ίλινες τις μπίλινες, παραμύθια της προφορικής παράδοσης" . 

Το κείμενο βρήκα εδώ




Ο Κορυδαλλός του πρωινού



Κρουνός γαλάζιος ξέσπασε η ψυχή μου,
όλες οι φλέβες μου τρέχουν μες στη φωνή μου,
το αίμα μου λαρυγγίζει στη σιωπή σαν τους γρύλλους των θάμνων,
σαν το ποτάμι που δε σκέφτηκε ποτέ τον αριθμό των σταγόνων του
κατεβαίνοντας σα μια λάμψη ή σαν ένα μεθυσμένο φιλί προς τη
θάλασσα.


Πάνω μου οι κόσμοι βουίζουνε σε μια γιορταστική διασταύρωση-
μενεξεδένια, ρόδινα, άσπρα και γαλανά ποτάμια
που κυλούν μες από έγχορδα και λαμπυρίζουνε οι αιθέρες.
Τα στάχυα τρέμουν απ΄ τον ασημένιο αντίλαλο του σύμπαντος.


Ακούω βουβός το φιλικό μήνυμα του Θεού,
που με ρωτάει μες απ΄το φως, μ΄ όλων του των αγγέλων
τα στόματα, να του απαντήσω αν είμαι ευτυχισμένος∙
που με ρωτάει με τα χρυσά πίφερα των αχτίνων,
και του απαντώ με το ίδιο του το φως, που ξεχειλίζοντας


μες στης ψυχής μου γαλανίζει την κορυδαλλένια κοίτη-
σαν άστρο ανάμεσα στο φως του ήλιου και της αγάπης,
φτεροκοπώντας στο ψηλό δέντρο του παραθύρου του,
ραμφίζω του πρωινού το φως και του απαντώ
σφυρίζοντας σαν τα πουλιά, δίχως λέξεις.




Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιήματα, τ.1, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, β΄έκδοση

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Το άνοιγμα της πόρτας



"...Λοιπόν , το στερέωμα είναι αγάπη.
Ποτέ δε θα πέσει..."
Γυρνώ τραγουδώντας.
Στα πόδια μου σκόνη απ' όλα τα έθνη. Απ' όλους
τους πόνους.
Στην κόμη μου στάχτη. Μισανοίγω την πόρτα.
Στο βάθος, το τζάκι. Και δίπλα η μητέρα μου.
Τινάζεται όρθια, ξαφνιάζεται, τρέχει.
Διπλώνω τα χέρια μου γύρω στους ώμους της.
Ρίχνω το μέτωπο πάνω στο στήθος της.

"...Δος μου μια τούφα χλόης...
να κοιμηθώ..."
Δος μου τ' άγιο  σου χέρι ,
να γράψω ένα ποίημα. Όχι με λέξεις.
Όχι πια λέξεις! Μ' ένα μου φίλημα.
Πάρε τώρα τα κουρασμένα μου δάκτυλα,
κρέμασέ τα στον τοίχο να στεγνώσουνε. Κοίταξε.
Στάζουν έρημο, αγέρα, λύπη και θάλασσα.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, τ.2, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, β΄έκδοση

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Τζένη Καρέζη










Ου - τοπία



Ήρθες και μου 'φερες το καλοκαίρι μου χάρη στο χέρι σου δεν χάθηκα




Έμαθ' η νύχτα να μην κλαίει
το δάκρυ να' χει υπομονή
κι όσος καημός και να με καίει
βρίσκω δροσιά σε μια βροχή
Ήρθες και μου 'φερες το καλοκαίρι μου
χάρη στο χέρι σου δεν χάθηκα
στην καλοσύνη σου και στην αγάπη σου
πόσο ζεστάθηκα
Έμαθε ο πόνος να λυγάει
πήρα κουράγιο στη ζωή
τώρα η αγάπη μ' οδηγάει
στ' όνειρο που κάναμε μαζί


Μουσική/Στίχοι: Τζίφας Θόδωρος/Κινδύνης Κώστας
Τραγούδι : Γιάννης Πουλόπουλος

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Αυτόπτης μάρτυρας



Εγώ τους είδα – λέει – τους δύο διαρρήκτες 
πίσω απ’ τις γρίλιες να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα. 
– δε φώναξα διόλου . 
είχε φεγγάρι . Φαινόνταν καθαρά τ’ αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε. 
Έφυγα, απ’ το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα,
ακούμπησα το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. Μέσα στον ύπνο μου
μ’ έπιασε πονοκέφαλος απ’ το φεγγάρι. Τα χαράματα
μού χτύπησαν τήν πόρτα. 'Ηταν οι δύο διαρρήκτες κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες. Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω,
μ’ ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα. 


Γιάννης Ρίτσος, Γραφή Τυφλού, Κέδρος, Αθήνα 1979

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Ένας ουρανός μ΄αστέρια

"η αγάπη δεν είναι δρόμος, είναι συμμετοχή και μοιρασιά. Το να ζεις με τη φιλοσοφία της αγάπης είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής"*



* Λέο Μπουσκάλια

Μὲς τὴ διαφάνεια τοῦ πρωινοῦ



Μὲς τὴ διαφάνεια τοῦ πρωινοῦ ἄνοιξα τὰ παράθυρά μου καὶ σ᾿ εἶδ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα χαρούμενη νὰ κατεβαίνεις, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς οὐρανούς, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς λόφους, σὰ νἄρχεσαι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κι ἀπ᾿ τὴν πηγὴ τοῦ κόσμου. Κουδούνια καὶ χαμόγελα τὸ φόρεμά σου
ποὺ τὸ φιλοῦν, καὶ τὸ γυρίζουν οἱ αὖρες στὸ γαλάζιο
κι εἶσαι παντοῦ μὲ μι᾿ ἀγκαλιὰ τριαντάφυλλα ποὺ φέγγουν τὶς πέτρες χρωματίζοντας γύρω μου ὅταν βραδιάζει.
Μὰ ὅταν νυχτώνει, κλείνοντας τὰ τέσσερα παράθυρά μου, ἐνῷ στὸ σκοῦρο θαλασσὶ παίρνουν ν᾿ ἀνθίζουν τ᾿ ἄστρα, σμίγω ἔξω μὲ τοῦ σύμπαντος τὸ μέγα φῶς, τὸ φῶς σου, λιώνοντας τὴν εἰκόνα σου σ᾿ ἄχνινα συννεφάκια.
Κι ἐνῷ κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη μου γέρνω τὸ μέτωπό μου
κι ἀκούω σκυμμένος τοῦ δικοῦ μου κόσμου τὶς καμπάνες,
ἀπ᾿ ἔξω ὑπάρχεις ἐσύ: φῶς, στερέωμα, οὐρανός
(Νικηφόρος  Βρεττάκος)

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Το παλληκάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει*



[...] με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας . Άνοιξα, ήταν η Ματθίλδη ναι, όμως αγνώριστη. Κάτασπρη σαν πανί, αχτένιστη, με ασάλευτα μάτια έκανε μερικά βήματα, στάθηκε και είπε δισταχτικά:
 - Σκότωσαν το Σωτήρη.
    Την πήρα στην αγκαλιά μου, την κάθισα στο κρεβάτι. Έφερα βρεγμένη πετσέτα και της σκούπισα το πρόσωπο από τις καπνιές και τον ιδρώτα, της έστρωσα τα μαλλιά, της έδωσα να πιεί νερό.
- Ποιο Σωτήρη; ρώτησα
- Τον Πέτρουλα. Πάει το παλικάρι, το φάγανε οι δήμιοι. Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: " Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο". Ο Σωτήρης είχε σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ' εκεί πάνω φώναζε συνθήματα. Τώρα, πάει.
- Φαντάσου, κι εγώ να είμαι λίγα μέτρα πιο κάτω. Μα αυτό είναι σκέτη δολοφονία. Ήταν τίποτε στέλεχος ο Πέτρουλας;
    Τότε μόνο  άρχισε τους λυγμούς. Πώς ξέχασα, μου παραπονέθηκε, αφού στο διαμέρισμά της τον γνώρισα την Κυριακή το βράδυ[...]
- Τον πήγαν στο Νεκροτομείο. Οι μπάτσοι έχουν ζώσει την περιοχή και δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει, μήτε τους γονείς του, μήτε τους βουλευτές της ΕΔΑ, που τρέξανε. Ο Μίκης χαλάει τον κόσμο, μα έχουν διαταγές από τον Τούμπα και φυσικά τούτος εξαφανίστηκε[...]

 [...] Ποιος εκεί; Εσύ' σαι Αντρέα; Πέτρος εδώ. Άκουσε , φίλε: Ειδοποίησαν από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως τους γονείς του Σωτήρη πως η ταφή θα γίνει στις οχτώ και τριάντα το πρωί στο Γ' Νεκροταφείο Κοκκινιάς. Επιτρέπεται να παραστούν μόνο οι πολύ στενοί συγγενείς. Απαγορεύονται λουλούδια και στεφάνια. Ο Μίκης όμως, μαζί με Μπριλλάκη, Νεφελούδη, Ηλιόπουλο και Κύρκο, κινούνται δραστήρια για να σταματήσουν την ταφή και να γίνει νεκροψία με την παρουσία γιατρών της οικογένειας. Διότι, λένε, υπάρχουν πληροφορίες πως ο Σωτήρης στραγγαλίστηκε. Όλοι στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς! [...]

 [...] Ο ταξιτζής [...] , θα άκουε, δε γίνεται, μα έκανε τον αδιάφορο. Κι όταν φτάσαμε μπρος στο Νεκροταφείο κι είδε τα μηχανοκίνητα και τους χωροφύλακες με πολεμική εξάρτηση, κράνη, παλάσκες και μακρύκαννα τουφέκια, μας ξεφόρτωσε στα βουβά και εξαφανίστηκε. Προχωρήσαμε, κανείς δε μας εμπόδισε, θέλαμε να φτάσουμε όσο κοντά γινόταν στο νεκροθάλαμο, μα οι διάδρομοι ήταν όλοι μπλοκαρισμένοι από μηχανοκίνητα και χωροφύλακες με κάτι πελώρια ραβδιά. Κόψαμε μέσα από τους τάφους και τις πικροδάφνες. Εδώ κι εκεί , μικρές ομάδες από νέους και μαυροντυμένες γυναίκες σιγανοκουβέντιαζαν. Από μακριά [...] μια γυναίκα μοιρολογούσε. [...]

     Ένας φοιτητής σίμωσε και της είπε πως ο Πέτρος την περιμένει πιο κάτω.
-   Δεν παραδίνουν το νεκρό, της είπε. Είναι εδώ η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή κι ο αδελφός, κατασυντριμμένοι από την αγωνία, ράκη.  Ήρθαν και οι βουλευτές μας, ο δήμαρχος κι ο αντιδήμαρχος Νίκαιας, οι δικηγόροι της οικογένειας κι ο εισαγγελέας. Αυτός λέει πως η νεκροψία έγινε, τι χρειάζεται δεύτερη κι όλοι οι άλλοι πολεμούν να τον πείσουν να τηλεφωνήσει στο Υπουργείο, για να επιστρέψει το πτώμα στο Νεκροτομείο. Αυτοί όμως φοβούνται πως όσο περνά η ώρα θα μαζεύεται κι άλλος κόσμος γι' αυτό ζήτησαν διακόσιους χωροφυλάκους ενίσχυση από τον Πειραιά.
 [...] Μέσα από τις πικροδάφνες μια καθαρή φωνή, γεμάτη οργή και σπαραγμό, έπιασε το μοιρολόι:
       Αχ και δεν τους έδωνες μιλιά,
      τι δεν εμπόρας καψερό,
      είχες τη σφαίρα στο λαιμό,
      κι αδέρφι, ω αδέρφι, αδέρφι

[...] - Εκείνη με τ' άσπρα μέσα στις μαυροντυμένες, είναι η κοπέλα του Σωτήρη.
         Τότε φάνηκε η Χρύσα πίσω από τις πικροδάφνες. Έτρεξε και ρίχτηκε στην αγκαλιά της κοπέλας. Ύστερα λύγισε, και της τύλιξε με τα μπράτσα τα γόνατα.
       - Νυφούλα εσύ, χαροκαμένη, αγάπη μου, φώναζε.
         Η άλλη στάθηκε ίσια, με το δεξί χάιδευε τα μαλλιά της φίλης της, και δίχως να σαλεύει καθόλου τα βλέφαρα, κοίταζε μακριά. Πού να ταξίδευε ο νους της, ποια να κοίταζε κατάματα; Την Παναγιώτα Σταθοπούλου, την Κούλα Λίλη, τη Μάρω Μάστρακα, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τη Θύελλα, την Ισμήνη Σιδηροπούλου, την Αλίκη Τσουκαλά, τη Γεωργία Πολυγένους, την Κατερίνα μου; Σε λίγο τα μηχανοκίνητα της Χωροφυλακής έβαλαν μπρος και φεύγαν. Ελευθερώθηκαν οι διάδρομοι. Ήρθε η νεκροφόρα, πήρε το φέρετρο και δίχως να περιμένει συνοδεία ξεκίνησε.[...]

        Χύθηκε ο κόσμος στην έξοδο[...] ο πολύς κόσμος έτρεχε πίσω από τη νεκροφόρα φωνάζοντας:

Αθάνατος
Κάτω οι δολοφόνοι
Ο Σωτήρης ζει.

[..] Είχαν τοποθετήσει χάμω το λείψανο μέσα σε φέρετρο με κρυστάλλινες πλευρές: ένα ξανθό παλικάρι ψηλό ένα μέτρο και ογδόντα, είκοσι τριώ χρονώ λεβέντης πάνω στην καλύτερή ώρα του. Από πάνω του, ορθοί με σφιγμένα δόντια, ο πατέρας, ο αδερφός και δυο άλλοι συγγενείς ή χωριανοί. Ολοτρόγυρα στο θάλαμο που μύριζε βαριά βασιλικό και μαντζουράνα γυναίκες καθισμένες ανακλαδιστά, η μάνα, η αδελφή του, ίσως άλλες συγγένισες, με τα μαύρα τσεμπέρια τους γύρω στο λαιμό και τις άκρες ριγμένες μπρος , με τα μαλλιά χωρισμένα στα δυο, χουφτιάζοντας την κάθε άκρη και σηκώνοντας πότε το δεξί πότε τ' αριστερό ξεφώνιζαν όλες μαζί πένθιμα και μονότονα: " ω αδέρφι, αδέρφι!"[...]

[...] Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του , ντυμένη πάντοτε στ' άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ'ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται , γέρνουν απ' εδώ κι απ'εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ΄τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.

- Ο Σωτήρης ζει!

[...] Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.
   
      Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη...Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. [...]

Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.


Σωτήρη Πέτρουλα 
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά

[...] Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:

Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

   Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και στους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο,

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

    Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ' εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα του ήρωα , που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ' αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χεοροκροτούσαν και ζητοκραύγαζαν, όχι δεν έκλαιγαν και δεν θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει:
 
" Αδέρφια του παιδιού μου...Ο Σωτήρης ζει...Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού...Ο Σωτήρης μου γι' αυτό θυσιάστηκε...Δε θέλω να κλαίτε...Εμπρός στον Αγώνα για τη Δημοκρατία..."

[...] Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ'ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαραμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας. "

Στρατής Τσίρκας, Η Χαμένη Άνοιξη, Κέδρος , Αθήνα 1978, στ΄έκδοση(αποσπάσματα)




Με σκότωσαν γιατί χαμογελούσα
γιατί μιλούσα στα παιδιά
Με σκότωσαν γιατί δεν μαρτυρούσα
ποιος έχει μέσα του καρδιά

Νύχτα έπεσε βαθιά
άστρο άστρο ανάβει
ξεγυμνώστε τα σπαθιά
οι φτωχοί κι οι σκλάβοι

Με σκότωσαν απάνω στο τραγούδι
όπως σκοτώνουν τα πουλιά
τους τρόμαξε το φως κι ένα λουλούδι
πού΄χα καρφώσει στα μαλλιά

Μέρα έρχεται ξανθιά
άστρο άστρο σβήνει
Ξεγυμνώστε τα σπαθιά
κι ό,τι γίνει, ας γίνει

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος

* Γιάννης Ρίτσος , Επιτύμβιο, από τα  Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας


Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι...*

   Tο ρολόι έδειχνε πέντε το πρωί. Στο σπίτι σήμανε εγερτήριο. Είχαμε αποφασίσει να ανέβουμε στο βουνό, στα 1600 μέτρα, πριν πιάσει η ζέστη.


 Είχα χρόνια να ανέβω ψηλά στην Ολύτσικα και τον τελευταίο καιρό το επιθυμούσα πολύ. Πριν μερικές μέρες το οριστικοποιήσαμε για την Κυριακή το πρωί. Σήμερα.
    Παίρνουμε εφόδια, νερό , μπαστούνια και ξεκινάμε στις έξι την ανάβαση. Ήθελα να προλάβω την ανατολή του ήλιου.
    Πολύ όμορφη η διαδρομή αν και δύσκολη. Οι ρίζες των θάμνων και των δέντρων έχουν κάνει σκαλοπάτια. Τα πόδια σχηματίζουν ορθή γωνία με το σώμα για να ανέβουν.
    Πιο δύσκολη όμως η κατάβαση. Τα μονοπάτια έχουν έντονη κατωφερική κλίση και πολύ εύκολα τα πόδια γλιστρούν.
  
    Ξεκινάμε την ανάβαση από τη μεριά του βουνού που στους πρόποδες του βρίσκεται η Δωδώνη.



Αρχίζει να γλυκοχαράζει



Παίρνουμε το μονοπάτι




Ροδοκόκκινα τα χρώματα της αυγής. Αχνογάλαζα τα απέναντι βουνά





 Ανατολή



Τα τζιτζίκια μας ξεκουφαίνουν. Η μέρα προμηνύεται πολύ ζεστή. Έλατα, βελανιδιές, πεύκα, πουρνάρια δροσίζουν το πρωινό.







Μετά από μιάμιση ώρα ανάβασης φτάνουμε στη θέση " Παναγία ". Ένα εκκλησάκι χτισμένο από το 18ο αι. βρίσκεται εδώ. Πολλές οι παρεμβάσεις του ανθρώπου πάνω του, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικό για τους κατοίκους των Δωδωνοχωρίων καθώς  γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο και είναι σημείο αναφοράς. Το εκκλησάκι αυτό υπήρξε καταφύγιο των κατοίκων στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.













Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε










* Νικηφόρος Βρεττάκος, Πικραμένος αναχωρητής