Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Νίκος Καρούζος "...δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα"

Θέλω να υπάρχω

Μισώ το λάκκο μου φθονώ την ακαμψία
την όμορφη νεκρώσιμη ακολουθία
μισώ την ορατή μυθολογία· τους παπάδες
τη λεχτική τους αθανασία
τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως
τρομαχτικά ψέματα
δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα
θα σκίσω τα επιθανάτια σεντόνια
θαν τη δαγκώσω άγρια την άγνωστη νοσοκόμα
τους αμέριμνους γιατρούς
θα ουρλιάξω απόγνωση που δεν ερωτεύτηκε ποτέ της
απόκριση
θ' αναστατώσω το νοσοκομείο
πλην αν πεθάνω ξαφνικά μονάχος μου στο σπίτι
θες η καρδιά θες άχραντο επεισόδιο.
Να μην ξεχάσω όμως κι ας την εύχομαι ο έρμος
την άμυνα της αφασίας
όταν το σώμα μένει μόνο του φευγατίζοντας
την επικατάρατη συνείδηση.
Θρίαμβος ανωριμότητας που με κατατρύχει!

Νίκος Καρούζος από τα Ποιήματα Β' (1979 - 1991) στο Χερουβείμ Αρουραίος. Ο ποιητής Νίκος Καρούζος( 1926 - 1990). Εισαγωγή -Ανθολόγηση Γιάννης Πατίλης. Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος - Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2017

" Για τον Καρούζο ο θάνατος και η αγωνία του από πολύ νωρίς έχει πάψει να είναι(αν ήταν ποτέ) συμβάν ψυχολογικό, λαμβάνοντας την περιωπή πνευματικού γεγονότος με μεταφυσικές προεκτάσεις, που τροποποιεί το νόημα της ζωής


Τι θα έκανα τις πράξεις μου
αν δεν υπήρχε ο θάνατος

προίκα πολύτιμη της ανθρώπινης ύπαρξης, ασύλληπτη για το νου του ανθρώπου:


Εκεί που μοιάζει το μυαλό μ' ένα σύνολο
ξερνώντας δυό και τρεις φορές όλα τ' αθροίσματα
προικίζει θαλερός ο θάνατος τον άνθρωπο

και κάνει την ποίησή του μια διαρκή σπουδή θανάτου(...)

Από πλευράς ποιητικής διαχείρισης του άγχους θανάτου ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικά πολλές εικόνες φαντασίας του τέλους που εμφανίζονται στο ώριμο έργο του της δεκαετίας του '80 και αποσκοπούν στην ανακουφιστική οικείωση της αποτρόπαιης εικόνας του, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ενδόμυχη ευχή του γράφοντος για ένα σύντομο και ανώδυνο τέλος, όπως εξομολογήθηκε και σε συνέντευξή του το 1986: "Εγώ, την ώρα που θα πεθαίνω, θα' θελα να είμαι σε αφασία...να μην έχω συνείδηση, αυτό εύχομαι..." (Από την Εισαγωγή)

Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990  αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας 


πώς θα' μουνα αλήθεια μέσ'
στην κάσα μου
το τι γέλιο θα πέσει κάτω
απ' το καπάκι της
με κείνα τα υπέροχα νεκρώσιμα...

"

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΑΜ

ΕΑΜ.
Τρία γράμματα σκέτα
απλά μεστά
τρία γράμματα σκέτα διαλεγμένα
απ' το αλφάβητο της καρδιάς του λαού μας
τρία γράμματα
ένα σύμβολο
μια ιστορία
ένας λαός.

ΕΑΜ.
Μ' αυτά τα γράμματα υπογράφει η Ελλάδα μας
τη μακριά επιστολή της λευτεριάς
μ' αυτά τα γράμματα υπογράφουμε την πίστη μας.

ΕΑΜ.
Έτσι που ξεφυλλίζουν οι άνεμοι
τις μεγάλες σελίδες των σύγνεφων
δείχνοντας κάθε τόσο την πλατιά επικεφαλίδα του ήλιου
έτσι παντού πίσω απ' τους ίσκιους
απάνω σ' όλες τις σελίδες του αγώνα μας
απάνω σ' όλες τις σελίδες της νίκης μας
ετούτη η απλή επικεφαλίδα: ΕΑΜ.

ΕΑΜ.
Τρεις προβολείς μέσα στη νύχτα της σκλαβιάς
τρία όνειρα ηλεκτρικά
σ' όλο το φάρδος του ελληνικού ορίζοντα
σ' όλο το βάθος της καρδιάς μας
σ' όλο το ύψος της παγκόσμιας λευτεριάς.

ΕΑΜ.
Τρία γράμματα γραμμένα μ' αίμα
εδώ κι εκεί παντού
σ' όλους τους τοίχους των εργοστασίων
στην άσφαλτο των πολιτειών
σ' όλες τις πόρτες των φτωχόσπιτων
στα κυπαρίσσια του Σκοπευτήριου
στην Κοκκινιά και στα Ταμπούρια
απάνου στα ψηλά βουνά της Ρούμελης,
της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας,
πάνου στις πέτρες του Μωριά και στα δέντρα της Ήπειρος
πάνου στον κόρφο της αντάρτισσας Αθήνας
εδώ κι εκεί παντού παντού
στο κούτελο της περηφάνιας μας
απάνου σ' όλες τις αγρύπνιες μας
πάνου στη στρογγυλή ασπίδα του ήλιου
ΕΑΜ, ΕΑΜ.

Δεν είναι τίποτ' άλλο να μιλήσει πιότερο -
μια πίστη, μια κραυγή -
απάνου ο ουρανός κι εδώ ο λαός που πάει απάνου
και γίνεται ουρανός -
μια πίστη μια κραυγή
στην ψυχή και στα χείλη
ΕΑΜ.

Καθώς περνά ο στρατός της λευτεριάς
μες απ' τους δρόμους των αιώνων
μες απ' τα φώτα μες απ' τα όνειρα
με μια μυριόστομη ιαχή
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ
ίσια στης λευτεριάς το δρόμο
ίσια στο μέλλον
ίσια μπροστά πάντα μπροστά
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ.

                                                                        ΑΘΗΝΑ, Οχτώβρης 1943
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Ριζοσπάστη στις 26 Σεπτεμβρίου 1946 και περιλαμβάνεται στη συλλογή:
Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά Τραγούδια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, 4η έκδοση
Η αφίσα από τη Συλλογή Χρήστου Π. Μοσχανδρέου, Χαράγματα Μνήμης 1941-1944, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2019

Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο(ΕΑΜ) ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1941.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Λευκάδιος Χερν, Η ιστορία της Ο -Τέι

Πριν από πολύ καιρό, στην πόλη Νιιγκάτα, στην επαρχία της Ετσίζεν, ζούσε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ναγκάρ Τοσζέι.
Ο Ναγκάο ήταν γιος γιατρού και σπούδασε την επιστήμη του πατέρα του. Όταν ήταν ακόμη μικρός, τον είχαν αρραβωνιάσει με ένα κορίτσι, την Ο - Τέι, κόρη ενός φίλου του πατέρα του. Οι δυο οικογένειες είχαν αποφασίσει να γίνει ο γάμος μόλις ο Ναγκάο τελείωνε τις σπουδές του. Όμως η υγεία της Ο - Τέι ήταν κλονισμένη και στα δεκαπέντε της χρόνια προσβλήθηκε από μια απαίσια φθίση. Όταν ένιωσε πως θα πεθάνει, έστειλε να καλέσουν το Ναγκάο για να τον αποχαιρετήσει.
Καθώς αυτός γονάτιζε δίπλα στο κρεβάτι της, του είπε:
"Ναγκάο - Σάμα, αρραβωνιαστικέ μου, από την παιδική μας ηλικία μάς έταξαν τον έναν στον άλλον και θα παντρευόμασταν στο τέλος του χρόνου αυτού. Αλλά τώρα πεθαίνω. Οι θεοί ξέρουν τι είναι καλό για μας. Αν θα μου δινόταν η ευκαιρία να ζήσω μερικά χρόνια ακόμη χρόνια, θα προκαλούσα μόνο ανησυχία και λύπη στους άλλους. Με αυτό το αδύναμο κορμί δεν θα ήμουν καλή σύζυγος, γι' αυτό αν επιθυμούσα να ζήσω κι άλλο, θα ήταν μια εγωιστική επιθυμία. Είμαι πρόθυμη να πεθάνω και θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα λυπηθείς! Εκτός από αυτό, θέλω να σου πω ότι πιστεύω πως θα συναντηθούμε πάλι..."
"Ναι, αλήθεια θα συναντηθούμε και πάλι," είπε ο Ναγκάο με σιγουριά. " Και σ' εκείνη την Αγνή Χώρα δεν θα υπάρχει χωρισμός".
" Όχι, όχι", του απάντησε γλυκά εκείνη. " Δεν εννοούσα την Αγνή Χώρα. Πιστεύω πως είμαστε προορισμένοι να συναντηθούμε πάλι σε αυτόν τον κόσμο, παρόλο που θα με θάψουν αύριο".
Ο Ναγκάο την κοίταξε με βλέμμα ρεμβαστικό και την είδε να χαμογελάει με το ονειροπόλημά του. Το κορίτσι συνέχισε να του μιλά με τη γλυκιά, υπέροχη φωνή του.
"Ναι, εννοώ σ' αυτόν τον κόσμο, στην τωρινή σου ζωή, Ναγκάο - Σάμα. Φυσικά, μόνο αν το επιθυμείς. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ξαναγεννηθώ κόρη και να μεγαλώσω. Επομένως θα' πρεπε να περιμένεις δεκαπέντε, δεκάξι χρόνια,,,δηλαδή πολύ καιρό. Αλλά, αγαπημένε μου, τώρα είσαι μόλις δεκαεννιά χρονών".
Θέλοντας να γλυκάνει τις τελευταίες της στιγμές, της απάντησε τρυφερά.
" Το να περιμένω για σένα, αγάπη μου, είναι περισσότερο χαρά παρά καθήκον. Είμαστε δεμένοι ο ένας με τον άλλον για επτά ζωές".
" Όμως αμφιβάλλεις;" ρώτησε, κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο.
" Αγάπη μου", της απάντησε, " αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σε αναγνωρίσω κάτω από άλλο σώμα, πίσω από άλλο όνομα, εκτός πια αν μπορέσεις να μου δώσεις κάποιο σημείο, κάποια απόδειξη".
"Αυτό δεν μπορώ να το κάνω", του είπε. " Μόνο οι θεοί και ο Βούδας ξέρουν πώς και πού θα συναντηθούμε. Αλλά είμαι βέβαιη, απόλυτα βέβαιη, πως αν εσύ δεν αρνιέσαι να με δεχτείς, θα μπορέσω να γυρίσω πίσω σε σένα. Να θυμάσαι αυτά μου τα λόγια".
Ξαφνικά έπαψε να μιλάει και έκλεισε τα μάτια. Ήταν νεκρή. Ο Ναγκάο αγαπούσε ειλικρινά την Ο - Τέι και η λύπη του ήταν βαθιά. Παρήγγειλε μια νεκρική πλάκα γραμμένη με το ζοκιουμιό της (το κοσμικό όνομα), την τοποθέτησε στο δικό του μποντσουντάν( βουδιστικό παρεκκλήσι) και κάθε μέρα άφηνε μπροστά του διάφορες προσφορές. Σκέφτηκε πολύ για τα παράδοξα πράγματα που του είχε πει η Ο-Τέι πριν πεθάνει και, με την ελπίδα να ευχαριστήσει το πνεύμα της, έγραψε μια επίσημη υπόσχεση να τη νυμφευθεί , εάν επέστρεφε κοντά του μέσα από άλλο σώμα. Αυτή τη γραμμένη υπόσχεση τη σφράγισε με τη σφραγίδα του και την τοποθέτησε στο μποντσουντάν, κοντά στη νεκρική πλάκα της Ο-Τέι.
Εντούτοις, επειδή ο Ναγκάο ήταν μοναχογιός, έπρεπε να νυμφευθεί. Λίγο καιρό αργότερα αναγκάστηκε να υπακούσει στις επιθυμίες της οικογένειάς του και να δεχτεί για σύζυγό του εκείνη που του διάλεξε ο πατέρας του. Ωστόσο, και μετά τον γάμο του, εξακολούθησε να αφήνει προσφορές μπροστά στην πλάκα της Ο-Τέι και ποτέ δεν έπαψε να τη θυμάται με αφοσίωση και τρυφερότητα. Όμως σιγά σιγά, η εικόνα της ξεθώριαζε στο μυαλό του, σαν όνειρο που δυσκολεύεται να το ξαναθυμηθεί κανείς. Και τα χρόνια περνούσαν.
Μέσα σε αυτό το διάστημα του έτυχαν πολλές δυστυχίες.
Πρώτα έχασε τους γονείς του και έπειτα τη γυναίκα του και το μοναδικό του παιδί, κι έτσι βρέθηκε μόνος στον κόσμο. Εγκατέλειψε το χαροκαμένο του σπίτι και έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι, με την ελπίδα να ξεχάσει τις λύπες του.
Μια μέρα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, έφτασε στο Ικάο, ένα ορεινό χωριό, που ακόμα φημίζεται για τις ιαματικές πηγές του και την όμορφη θέα του στις γύρω περιοχές. Στο χάνι του χωριού που έμεινε, μια νέα κόρη ήρθε για να τον περιποιηθεί. Μόλις ο Ναγκάο είδε το πρόσωπό της, λαχτάρησε όσο ποτέ άλλοτε μέχρι τότε.
Τόσο πολύ έμοιαζε με την Ο-Τέι, που τσίμπησε το χέρι του για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευόταν. Όσο εκείνη πηγαινοερχόταν για να φέρει φωτιά και φαγητό ή να τακτοποιήσει το δωμάτιο του ξένου, κάθε κίνησή της ξυπνούσε μέσα του κάποια ευχάριστη ανάμνηση της κόρης με την οποία είχε δεθεί μικρός. Της μίλησε και εκείνη του απάντησε με μια τόσο τρυφερή και καθάρια φωνή, που η γλυκύτητά της του θύμισε εκείνες τις ευτυχισμένες  μέρες, προκαλώντας του μια ανεξέλεγκτη θλίψη.
Έπειτα, με μεγάλη περιέργεια, τη ρώτησε:
" Αδελφή μου, τόσο πολύ μοιάζεις μ' ένα πρόσωπο που γνώριζα πριν από πολύ καιρό, που ξαφνιάστηκα μόλις μπήκες για πρώτη φορά σ' αυτό το δωμάτιο. Επίτρεψέ μου, λοιπόν, να σε ρωτήσω ποια είναι η πατρίδα σου και πώς σε λένε;"
Με την αλησμόνητη φωνή της πεθαμένης, του απάντησε αμέσως:
" Με λένε Ο -Τέι κι εσύ είσαι ο Ναγκάο Τσοζέι από το Ετσίζεν, ο προορισμένος για μένα σύζυγος. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια πέθανα στη Νιιγκάτα. Τότε έκανες μια γραπτή υπόσχεση πως θα με νυμφευόσουν, αν ποτέ γύριζα πίσω σε σένα σ' αυτόν τον κόσμο, στο σώμα γυναίκας, και σφράγισες αυτή τη γραπτή υπόσχεση με τη σφραγίδα σου και την τοποθέτησες στο μποντσουντάν, κοντά στην πλάκα που είχε γραμμένο το όνομά μου. και γι' αυτό γύρισα..."
Μόλις είπε αυτά τα λόγια, έπεσε αναίσθητη.
Ο Ναγκάο την παντρεύτηκε και ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος. Όμως ύστερα από την πρώτη συνομιλία τους, η Ο - Τέι δεν μπόρεσε ποτέ να θυμηθεί τι του είπε σαν απάντηση στην ερώτηση που της έκανε στο Ικάο. Ούτε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από την προηγούμενή της ύπαρξη. Η ανάμνηση της προηγούμενης ζωής της, που μυστηριωδώς ανέλαμψε τη στιγμή εκείνη της συνάντησης, λησμονήθηκε και έμεινε για πάντα στο σκοτάδι.

Λευκάδιος Χερν, Καϊντάν. Ιαπωνικές Ιστορίες για Παράδοξα Πράγματα,μετφρ. Φρίξος Ηλιάδης Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2017
" Και μόνο με το να διαβάσει κανείς τα ονόματα των ιστοριών αυτών, νομίζει πως θα ακούσει την καμπάνα κάποιου βουδιστικού ναού να χτυπά κάπου μακριά. Μερικές από αυτές τις ιστορίες είναι γραμμένες για γυναίκες και παιδιά, δηλαδή από το λεπτό εκείνο υλικό από το οποίο γίνονται τα πιο όμορφα παραμύθια του κόσμου όλου. Είναι παράδοξες αυτές οι Γιαπωνέζες κόρες και γυναίκες. Είναι σαν κι εμάς χωρίς να είναι. Και τα βουνά, και τα λουλούδια, και ο ουρανός είναι εντελώς διαφορετικά από τα δικά μας. Κι όμως, με μια μαγική δύναμη που μόνο ο Λευκάδιος Χερν κατέχει, σ' αυτές τις παράξενες ιστορίες ενός κόσμου που είναι τόσος ακατανόητος σ' εμάς, μας δίνει μια φευγαλέα εντύπωση κάποιας πνευματικής πραγματικότητας" ( από το οπισθόφυλλο)
Ο Λευκάδιος Χερν θεωρείται ο εθνικός συγγραφέας - λαογράφος της Ιαπωνίας. Γεννήθηκε στην Αγία Μαύρα, σημερινή Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου 1850 και πέθανε από ανακοπή στο Οκούμπο της Ιαπωνίας στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 σε ηλικία 54 ετών.
Γονείς του ήταν ο Ιρλανδός γιατρός Κάρολος Χερν, στρατιωτικός γιατρός στο Βρετανικό Σώμα των Επατνήσων και η  Ρόζα Κασιμάτη,Ελληνίδα από τα Κύθηρα. Όταν ο πατέρας του μετατέθηκε το 1856 στις Δυτικές Ινδίες, η οικογένεια έφυγε για το Δουβλίνο. Μετά το διαζύγιο των γονιών του  την επιμέλεια του ανέλαβε η Σάρα Μπρέναν, συγγενής του πατέρα του. Σε ηλικία 16 ετών έχασε το ένα του μάτι σε κάποιο παιχνίδι και στα 19 του χρόνια, έφυγε για την Αμερική. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στη Γιοκοχάμα, απεσταλμένος ενός αμερικανικού περιοδικού. Λίγο καιρό αργότερα έσπασε  το συμβόλαιο με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε της Β.Δ. Ιαπωνίας. Εκεί σχετίστηκε με διάφορους σημαντικούς ανθρώπους αναπτύσσοντας αδελφική σχέση μαζί τους. Δεκαπέντε μήνες μετά παντρεύτηκε την κόρη ενός πρώην σαμουράι, την Κοϊζούμι Σέτσου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κουαμαμότο και δίδαξε τρία χρόνια στο δημόσιο κολέγιο της πόλης. Το 1896 πήρε την ιαπωνική υπηκοότητα και το ιαπωνικό επώνυμο του πεθερού του, Κοϊζούμι, μαζί με το γιαπωνέζικο όνομα Γιάκουμο. Έγινε ο Γιάκουμο Κοϊζούμι. Προσχώρησε  επίσης στον σιντοϊσμό και στο βουδισμό. Μετά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Τόκιο και δίδαξε στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας.

Ο τάφος του Λευκάδιου Χερν, στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκιο.

" Στην καρδιά της Άπω Ανατολής, ρίζωσε και εργάστηκε ως δάσκαλος αγγλικών και συγγραφέας, μέχρι το θάνατό του, σε ηλικία 54 ετών. Αφηγήθηκε παραδοσιακές ιστορίες, σκοτεινούς μύθους, αλλόκοτες δοξασίες, παγερές νύχτες με φαντάσματα, νεαρούς σαμουράι και ματωμένα ξίφη.
Άφησε λογοτεχνική προίκα 4000 σελίδων και έναν πολυπολιτισμικό μύθο, αναζητώντας τη φωνή που " μου έλεγε πάντα ιστορίες που με έκαναν να αναρριγώ από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από την ευχαρίστηση"".
Το 1965 ο σκηνοθέτης Μασάκι Κομπαγιάσι μετέφερε τέσσερις ιστορίες από το Καϊντάν στον κινηματογράφο.
Το 2004 η Ιαπωνία τίμησε τον Λευκάδιο Χερν με έξι ιαπωνικά και διεθνή συμπόσια καθώς και με αναμνηστικό γραμματόσημο στη σειρά Εξέχοντες του Πολιτισμού.
Στη Λευκάδα, στην επέτειο των 110 χρόνων από το θάνατό εγκαινιάστηκε το Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιος Χερν. Στους γαλάζιους τοίχους του ξετυλίγεται η ζωή του και το ταξίδι του στην άλλη άκρη του κόσμου , αλλά και στη φαντασία ( Οι πληροφορίες βασίστηκαν στη εισαγωγή του βιβλίου)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Pablo Nerouda, Canto General

Το «Canto General» εκδόθηκε για πρώτη φορά παράνομα στη Χιλή το 1950, μεταφράσθηκε στα ελληνικά από την Δανάη Στρατηγοπούλου και μελοποιήθηκε στο Παρίσι το 1972 από τον Μίκη Θεοδωράκη. Eκείνη την εποχή, ο Pablo Neruda ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι και παρακολούθησε, ενθουσιασμένος, κάποιες από τις πρόβες του έργου μαζί με τη σύζυγό του. Τον Σεπτέμβρη του 1973, στο πλαίσιο της μεγάλης περιοδείας του στη Λατινική Αμερική, ο Μίκης Θεοδωράκης επρόκειτο να παρουσιάσει το έργο στο στάδιο του Santiago. Τα σχέδια του ανατράπηκαν όμως στις 11 του Σεπτέμβρη, όταν ευρισκόμενος στη Βενεζουέλα, πληροφορήθηκε για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε την εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αλιέντε (o οποίος πέθανε τη μέρα του πραξικοπήματος). Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου, έφυγε από τη ζωή και ο Pablo Neruda. Ο Πινοσέτ παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1990, με αποτέλεσμα τo έργο να παρουσιαστεί τελικά στη Χιλή είκοσι χρόνια μετά, το 1993…

Τον Σεπτέμβρη του 1974 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι η ηχογράφηση μιας πρώτης μορφής με τέσσερα κομμάτια του «Canto General», με την Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή, τα περίφημα Κρουστά του Στρασβούργου και την Εθνική χορωδία της Γαλλίας. Από την ηχογράφηση αυτή προέκυψε ένας μονός δίσκος που κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ αρχικά στην Γαλλία και στη συνέχεια και στην Ελλάδα.

Οκτώ κομμάτια του έργου παρουσιάστηκαν σε τέσσερις μεγάλες συναυλίες στο Στάδιο Καραϊσκάκη από τις 13 έως τις 16 Αυγούστου 1975, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, απαγγελία από τον Μάνο Κατράκη και τη συμμετοχή της Εθνικής χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Από τις συναυλίες αυτές προέρχεται και ο διπλός δίσκος που κυκλοφόρησε από την Μinos. Στα κατοπινά χρόνια ακολούθησαν κι άλλες δισκογραφικές εκδόσεις, με το έργο ολοκληρωμένο πια από το συνθέτη του.

Πηγή: ogdoo.gr

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Προσφυγιά...

Η προσφυγιά κίνησε κι απλώθηκε σ' ολόκληρη την έκταση της Ελλάδας, σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι που αναζητάει βοσκή. Οι καταυλισμοί και οι περιμαντρωμένοι χώροι δε τη χωρούσαν πια και δεν την κρατούσαν.
Ενάμισι εκατομμύριο πεινασμένα στόματα...Ενάμισι εκατομμύριο φτηνά χέρια...Ενάμισι εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας!
Έβγαζε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνιας, όσο όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί του είπανε πως ο πρόσφυγας θα έπαιρνε εκκλησιαστικά χτήματα κι απαλλοτριωμένη γη να την κάνει, καταπώς λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ' όλη αυτή τη σύγχυση τ' αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες. Γέμισαν οι πολιτείες άνεργους και η ύπαιθρος παρακεντέδες. Ξεχέρσωναν την άγονη γη. Πέτρα να δει το μάτι σου!
Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατέλειωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γενεί οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα "εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών" κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η " αστική αποκατάστασις των προσφύγων". Κι έμενε στυφή η ανάμνηση τους πάνω στις πρησμένες σπλήνες των παιδιών.
Μα η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη γη της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να χαράζει αποφασιστικά την εξέλιξή της. Είδε κι έπαθε ν' απαλλαγεί ο πρόσφυγας από το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Κι όταν το ξερίζωσε απ' την ψυχή του, τότε, η μοναξιά κι η κακομοιριά, κι ανάμνηση του χαμένου παράδεισου, κι η ανάμνηση της νικημένης ραγιαδοσύνης και της πολεμικής αντάρας, όλα έσμιξαν σιγά σιγά κι έγιναν αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη, ανθρωπινότερη ζωή. Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μια καινούρια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα, προζύμι προκοπής.
Κάποιοι τη νιώσαν αυτή την αλλαγή, της δώσανε συνείδηση και χρώμα και τη μεταδώσανε και στους άλλους. Δέσανε κόμπο τη δυστυχία τους με του πλαϊνού τους, όποιος κι αν ήταν, πρόσφυγας ή ντόπιος, κι από το τριμμένο αυτό νήμα άρχισαν να πλέκουν τις νέες ελπίδες τους, μαζί μ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Τέντωσαν τ' αυτί τους και το' μαθαν ν' αφουγκράζεται όλες τις καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό· χιλιάδες αγαναχτισμένες καρδιές. Κι ένιωσαν τότε μια ξαφνική, πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πρόσφυγας δεν ήταν μόνος με τη μοίρα να κλαίει· ήταν πολλοί. Ήταν ο ελληνικός λαός...



Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες, Κέδρος , Αθήνα 1996, 28η έκδοση.
Το μυθιστόρημα αυτό της Διδώς Σωτηρίου, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, στηρίζεται σε μια ιστορία εμπνευσμένη από το άλλο της μυθιστόρημα " Οι νεκροί περιμένουν". Η συγγραφέας την δούλεψε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να τη διαβάσουν παιδιά. 

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Βιβλία του δρόμου

Στο πάτωμα ενός βιβλιοπωλείου με παλιές εκδόσεις βρίσκονται τις περισσότερες φορές αληθινοί θησαυροί σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Ανάμεσα σε διάφορα βιβλία με φθαρμένες και κιτρινισμένες σελίδες εντόπισα πέντε τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού" Ηπειρωτικές Σελίδες" που το εξέδιδε επιτροπή κάθε μήνα στα Γιάννενα από το 1952 και έγραφαν αξιόλογοι συγγραφείς και ποιητές , ηπειρώτες κ.α. Στο πρώτο φύλλο του περιοδικού, Σεπτέμβριος 1952, διάβασα και αυτό το όμορφο άρθρο για τα "Βιβλία του δρόμου" , το οποίο ο αρθρογράφος υπογράφει με το ψευδώνυμο ΕΦΗΜΕΡΟΣ. Πού να ήξερε ότι και το δικό του άρθρο το βρήκαμε όχι στο ράφι του βιβλιοπωλείου , αλλά στο πάτωμα, στο"δρόμο"



Συνηθίσαμε να λέμε γυναίκες του δρόμου, τις δυστυχισμένες εκείνες υπάρξεις που κατάντησαν να πωλιούνται στο πεζοδρόμιο. Μα να που έχουμε και βιβλία του δρόμου, τα βιβλία που κι' αυτά προσφέρονται στο δρόμο. Υπάρχει μια κάποια ομοιότητα μεταξύ τους γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια όπως και το βιβλίο έχουν μια ιερότητα που όταν γίνει αγοραία, θλίβει. Το ανθρώπινο πνεύμα δεν ανέχεται αυτόν τον ξεπεσμό. Διαμαρτύρεται.
Στην πόλι μας τα βιβλία πωλιούνται κι' αγοράζονται μόνο στα βιβλιοπωλεία, μ' επιμέλεια και στοργή φυλαγμένα στα ράφια και στις προθήκες τους. Μα στην Αθήνα, όπως και στις μεγάλες ξένες πολιτείες, είναι κάτι συνηθισμένο το είδος αυτό των βιβλίων του δρόμου,των βιβλίων που περιφέρονται εδώ -εκεί ή σ' ένα καροτσάκι φίρδην μίγδην ριγμένα, ετερόκλιτα και τσαλαπατημένα, ή πωλιούνται στην πρόχειρη τάβλα του πεζοδρομίου. Ποιος που έζησε στην Αθήνα δεν θυμάται και δεν νοσταλγεί τη γραφικότητα των γύρω από το Πανεπιστήμιο δρόμων, όπου μπρος στον υπαίθριο βιβλιοπώλη, ο φτωχός φοιτητής, η δασκάλα της ξένης γλώσσας με την καθώς πρέπει μαθήτρια, ο αυστηρός ερευνητής, ο χαριεντιζόμενος αργόσχολος έψαχναν και παζάρευαν όρθιοι, ατέλειωτα;
Μα να που τις προάλες έκαμε και δω την εμφάνισή του το καροτσάκι με τα βιβλία. Κάπου σε μια γωνιά ο αδιάφορος και κουρασμένος πωλητής μπρος στο καροτσάκι του διαλαλούσε το εμπόρευμά του.
Η σκηνή που ήταν απροσδόκητη και ξαφνική με κράτησε ακίνητο, ενώ διάβαινα.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα ένοιωθα μια συγκίνησι μπρος σ' αυτά τα καϋμένα έκθετα βιβλία που κάπως βάναυσα και χυδαία στοιβάζονται στα καροτσάκια να πωληθούν. Μου θύμιζαν τους τρυφερούς στίχους του Άγρα για τις μυγδαλιές που τις περιφέρουν οι κυρίες σαν "άρρωστα παιδιά". Ίσως γιατί, όπως και παραπάνω είπα, το βιβλίο έχει για το ανθρώπινο πνεύμα μιαν ιερότητα, έχει ( πώς να το πω) κάτι από την ιερότητα του ίδιου του πνεύματος του ανθρωπίνου. Κάτι από την πολυτιμότητα της ίδιας του της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο εμπόρευμα, ανώνυμο, όπως όλα τ' άλλα εμπορεύματα της αγοράς. Το ίδιο αίσθημα έννοιωσα πάλι μπρος το καροτσάκι του πλανώδιου πωλητή της πόλης μας. Βιβλία μικρά, μεγάλα, χρυσοδεμένα, πανόδετα, άδετα, πολύχρωμα μού φάνηκε πως καρτερούσαν υπομονητικά το χέρι που θα τα ανέσυρε από το πνιγηρό αυτό ανακάτεμμα, να τα τοποθετήσει εκεί που τους άξιζε. Στην γαλήνη και στην ασφάλεια του σπουδαστηρίου. Και στην αναμονή τους αυτή - μου φάνηκε - πως είχαν όλη τη στωικότητα, την καρτερία του διαπαιδαγωγημένου, του πολιτισμένου ανθρώπου που μπορεί και εξαίρεται πάνω από τη μικρότητα της ανθρώπινης ζωής ατενίζοντας ήρεμα προς μια αιώνια αλήθεια.
Μα - όπως πολλές φορές συμβαίνει - η πρώτη συγκίνησι υποχώρησε μπρος την περιέργεια και το ενδιαφέρο: Ας ρίξουμε μια ματιά!
Η αναζήτηση αυτή ήταν το δεύτερο σκέλος του ενδιαφέροντός μου για τα βιβλία αυτά του δρόμου. Ένα παράδοξο θέλγητρο, μια γοητεία μικρής περιπέτειας με πλημμύριζαν όταν  γρήγορα, νευρικά, ανακάτευα τους σωρούς των βιβλίων αναζητώντας κάτι ώμορφο και σπάνιο που θα με αποζημίωνε και θα μου έδινε  χαρά και ικανοποίησι.
Ήταν ένα ωχρό και μακρινό αντιφέγγισμα απ' τον πυρετό του αρχαιολόγου που προσδοκά την ανακάλυψι ενός μυστικού από τη μητέρα γη, από την αγωνία και το πάθος του τυχοδιώκτη του Ελντοράντο που σκυμμένος στην άμμο του ποταμού, έψαχνε, για τους χρυσούς κόκκους που θα τον λύτρωναν από  τη φτώχεια και την περιπέτεια...
Τι μικρή ευτυχία όταν τέλος πάντων ύστερ' από μιαν αναζήτηση ( παρ' όλη τη δυσφορία του αμύητου πωλητή που δεν κατανοούσε ούτε συγχωρούσε αυτή την παράξενη βιασύνη) κρατούσα στο χέρι, μικρούς υπάκουους αιχμαλώτους, ένα - δύο βιβλία! Ένοιωθα την ίδια ευχαρίστησι, την ίδια αγνή, πηγαία χαρά ενός ωραίου ηλιοβασιλέματος, μιας καλής πράξης, μιας σπάνιας παρέας!
Ο πωλητής που με το εμπορικό του ένστικτο ωσφράνθηκε στο σταμάτημά μου το "αλισβερίσι" τόνωσε κάπως την κουρασμένη διαφήμισί του. Τι να γίνει; Ο καθένας τη δουλειά του...
Η σκέψεις, η εικόνες που σαν κινηματογραφική ταινεία με παρέσυραν - για λίγες στιγμές - έσβυσαν. Πλησίασα το καροτσάκι κι' άρχισα να ψάχνω τους σωρούς των σκονισμένων βιβλίων...
                                                                                                                                     ΕΦΗΜΕΡΟΣ
Τηρήθηκε η ορθογραφία του αρθρογράφου
Στη φωτογραφία η πρώτη σελίδα του περιοδικού. Λείπει το εξώφυλλο

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

- Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά - σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά - σιγά θα' ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

- Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

- Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά - σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

- Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου 
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά - σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει 
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

- Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεαοανηφόρα.

                                            Αθήνα, άνοιξη '38
Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1977, 11η έκδοση
Έφυγε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971



Μουσική:  Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία :Λάκης Χαλκιάς & Ιωάννα Κιουρκτσόγλου 
Δισκογραφία: "Ο Στράτης θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" 1973.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου

Μείναμε πάνω από έξι μήνες στο καταραμένο αυτό νησί του θανάτου, που το σκίαζαν τα φαντάσματα των χιλιάδων ανδρών και γυναικών που βασανίστηκαν εκεί. Ο μαύρος αυτός μακρύς όγκος που απλωνόταν γύρω μας πίεζε τόσο την ύπαρξή μας, γιατί ξέραμε πως σε κάθε πλαγιά του και σε κάθε χαράδρα του μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Ο τρόμος, το άγχος, η καθημερινή ταλαίπωρη ζωή, μάς είχαν αλλάξει εντελώς τη φυσιογνωμία. Ήμασταν νέα κορίτσια οι περισσότερες και γίναμε όλες αγνώριστες. Η ζωή μας ένα καθημερινό μαρτύριο. Αρχίζαμε με τη σάλπιγγα, που χτυπούσε στις 6 το εγερτήριο και σβήναμε τις λάμπες στις 8 η ώρα με το σιωπητήριο. Υπηρετούσαμε , θάλεγε κανείς, κι εμείς τη στρατιωτική μας θητεία. Και κάτι χειρότερο, εμείς θα έπρεπε να πολεμούμε μόνες μας να κρατήσουμε τις σκηνές μας μ’ εκείνους τους αγέρηδες, που η βουή τους μούρχεται ακόμη στ’ αυτιά.
Στη Μακρόνησο δεν είναι μόνο η άγρια αυτή φύση που σε καταπλακώνει, το μουγγρητό αυτό της θάλασσας που φτάνει στ’ αυτιά σου σαν μια βοή εγκέλαδου και σε φοβίζει, δεν είναι μόνο το χακί που σε περιτριγυρίζει, τα μεγάφωνα που δεν παύουν να μεταδίδουν άλλοτε διαταγές κι άλλοτε να σε προκαλούν με τις μελωδίες που σκορπούν.
Είναι αυτό το ψιλοχάλικο που το σηκώνει ο δυνατός αέρας, η κόκκινη αυτή σκόνη που περπατά στο πετσί σου και σε τσούζει, εισχωρεί στα μάτια σου, κολλά πάνω στα χείλη σου και την καταπίνεις. Είναι η αίσθηση εκείνη της αφόρητης απλυσιάς, το μεγάλο δράμα των γυναικών, η αναζήτηση μιας στάλας νερού, η άσβεστη δίψα.
Σαράντα άτομα σε κάθε σκηνή δεν είχαμε την ευχέρεια ούτε να γυρίσουμε στον ύπνο μας από το άλλο πλευρό. Όπως κοιμόμασταν κατάχαμα, πάνω σε χαρτόνια από κούτες ( κι αυτά όσες είχαν), μια και τα ράντζα μάς τα είχαν απαγορεύσει, δίναμε το σύνθημα πότε θα γύριζε καμία και μαζί της γυρίζαμε και οι υπόλοιπες, γιατί αλλιώς δεν υπήρχε θέση.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη νύχτα που, τρομαγμένη από έναν αόριστο φόβο, πετάχτηκα πάνω στα στρώματά μου φωνάζοντας και ζήτησα της Σιούρας να μου ανάψει φως. Η Αννούλα και η Μαρίκα ανάψανε τους αναπτήρες. Η Ελένη και η Αθηνά, που κοιμούνται δίπλα μου κατάχαμα, με καθησυχάζουν. " Θα είδες κανένα όνειρο". Μα εγώ ξέρω πως δεν ήταν όνειρο. Φοβήθηκα το άγριο εκείνο σκοτάδι και το φοβήθηκα τώρα, ύστερα από τόσον καιρό εξορίας.
Πλάκωνε την ψυχή μου η αγριάδα αυτή του νησιού, ιδιαίτερα μόλις έσβηνε η λάμπα. Αυτό το πανί της σκηνής, που το θωρούσα να κρέμεται πάνω μου μαύρο και ελεεινό, με καταπίεζε. Το ν' ακούω σαράντα γυναίκες ν' αναπνέουν μέσα στην ίδια σκηνή, ν' ανακατεύονται οι αναπνοές τους με το βουητό του αέρα και το ξέσπασμα της θάλασσας κι ανάμεσα σ' όλα αυτά να αιωρούνται οι εικόνες του πατέρα και των άλλων χτυπημένων, μου δημιουργούσαν ένα τέτοιο οδυνηρό ερέθισμα, που τα νεύρα μου δεν το μπορούσαν. Χτύπαγε η καρδιά μου έντονα, στέγνωνε η γλώσσα μου, με κυρίευε ένα τέτοιο άγχος, που μόνο το φως με ηρεμούσε. Και τότε κρυφάνοιγα το πανί της πόρτας και προσπαθούσα ν' ατενίσω τα φώτα στο Λαύριο.
Ο φόβος αυτός, που δεν μπόρεσα να τον εξηγήσω ποτέ, μ' ακολούθησε πολλά χρόνια στη ζωή μου. Τον απέβαλα τα χρόνια που έζησα στη Γαλλία. Γυρίζω τη σκέψη μου στο παρελθόν και στο νου μου έρχονται οι φυσιογνωμίες εκείνες των κοριτσιών, που με το ανεξάντλητο χιούμορ τους σκορπούσαν στιγμές γέλιου στη σκηνή μας και τις ευχαριστώ· το θέλαμε τόσο πολύ. Ακόμη θυμάμαι τις ωραίες παρτίδες σκάκι που παίζαμε κρυφά με τις Άννα Νικολακοπούλου και Έφη Καπασακάλη. Αυτές ήταν οι στιγμές που μας απογείωναν από τη σκληρή πραγματικότητα. Και ένιωθα πως είχα τόση ανάγκη από την απογείωση αυτή.
Ζούσαμε χειμώνα - καλοκαίρι μέσα στις σκηνές. Κοιμόμασταν καταγής σαράντα γυναίκες σε κάθε σκηνή. Μυρίζαμε η μια τα χνώτα της άλλης και το καλοκάιρι όταν άναβε από τη ζέστη το πισσωμένο πανί, δεν μπορούσαμε ούτε ν' αναπνεύσουμε.
Για να πάμε στους καμπινάδες, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, έπρεπε να περπατήσουμε τριακόσια και πάνω μέτρα μ' εκείνον τον άγριο αέρα που μας γέμιζε τα μάτια με το κοκκινόχωμα.
Συχνά μέσα στο βαρύ χειμώνα τρίζανε οι σκηνές μας από το βοριά και η αγωνία μας πώς θα ξημερωθούμε ήταν απερίγραπτη. Μέναμε άγρυπνες με το φόβο μήπως έρθει η σκηνή και πέσει επάνω μας ενώ γυναίκες χειροδύναμες κρατούσαν τους ορθοστάτες.
Μα παρ' όλα τα μαρτύρια και την πειθαρχημένη στρατιωτική ζωή μας θα βρίσκαμε πάντα λίγα λεπτά της ώρας για καμιά παρτίδα σκάκι, για καμιά απαγγελία στίχων, για διάβασμα της σατιρικής μας σελίδας. Αυτά ισορροπούσαν τα νεύρα μας, την ψυχή μας. Και όταν μας συνόδευαν οι Αλφαμίτες για να πάμε να πάρουμε το νερό για τις σκηνές μας και αναλογούσε ένα λίτρο για την κάθε μία, κι αυτό για όλες τις χρήσεις, η Έλλη Νικολαΐδου , η μεγάλη μουσικός, θάδινε πάντα το σύνθημα για κανένα τραγούδι της χορωδίας μας και τότε έκπληκτοι αυτοί λέγανε μεταξύ τους: " Κοίτα τες, βρε, αυτές είναι τρελές. Στη Μακρόνησο τις φέρανε κι αυτές τραγουδάνε"....




Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Μαρτυρία, Αθήνα 2004

Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών η αγωνίστρια Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, η οποία είχε γεννηθεί το 1925 στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς. Οι γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες από τον Καύκασο της Ρωσίας το 1920 και στην αρχή ασχολήθηκαν με τη γεωργία. 
Αρχικά οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943 στο Γυμνάσιο του Κιλκίς. Το Μάιο του 1944 η Οργάνωση προωθεί αυτήν και τη μεγάλη της αδελφή στην Ελεύθερη Ελλάδα για να συναντήσουν τον πατέρα τους, Κώστα Γαβριηλίδη, ο οποίος συμμετείχε στην Κυβέρνηση του Βουνού. Εκεί παρακολούθησε  τις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες.
Με την Απελευθέρωση ήρθαν στην Αθήνα, αλλά με τα Δεκεμβριανά όλη η οικογένεια Γαβριηλίδη συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Θεμιστοκλέους μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του πατέρα της στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας ( ΑΚΕ) μέχρι τον Ιούλιο του 1947, όταν άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις με εντολή του Ζέρβα και τα γραφεία έκλεισαν.
Η ίδια συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1947 και εξορίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρίκερι, της Μακρονήσου και πάλι του Τρίκερι. Το 1956, και αφού είχε απελευθερωθεί, κατόρθωσε να διαφύγει στη Γαλλία, όπου δημιούργησε οικογένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1985. 
Εξέδωσε τα βιβλία " Ο πατέρας μου, Κώστας Γαβριηλίδης" και " Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες".
Διετέλεσε Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ).







Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οδός Οφθαλμιατρείου ( ένα μυθιστόρημα για τον Κώστα Κρυστάλλη)


Το 2018 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη και δόθηκε η αφορμή για αφιερώματα που οδήγησαν με τη σειρά τους σε μια σύγχρονη θεώρηση της προσωπικότητας και του έργου του. 
Η αλήθεια είναι πως ο Κώστας Κρυστάλλης και το έργο του δεν είναι και τόσο γνωστά εκτός από πολύ λίγα ποιήματά του. Θα έλεγε κανείς ότι είναι υποτιμημένος, αλλά μήπως είναι ο μοναδικός; Παλιότερα υπήρχε δείγμα της δουλειάς του στα σχολικά βιβλία, αλλά νομίζω ότι έχει αφαιρεθεί από τα σημερινά.
Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας το μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου Οδός Οφθαλμιατρείου. 
Οδός Οφθαλμιατρείου είναι ο δρόμος στον οποίο βρισκόταν το τυπογραφείο που δούλεψε ο Κώστας Κρυστάλλης όταν κυνηγημένος από τους Τούρκους έφτασε στην Αθήνα. 
Η ιστορία αρχίζει κάπου στην Αμερική όταν ο Κρυστ Σούλτις, νεαρός απόγονος Ηπειρωτών μεταναστών, τεχνοκράτης , με μεγάλη καριέρα και πολλά λεφτά, συναντιέται με τα ποιήματα του Κρυστάλλη και αρχίζει  σιγά σιγά να αλλάζει ο τρόπος που μέχρι τότε έβλεπε τα πράγματα και τους ανθρώπους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό και τις σχέσεις του.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα σηματοδοτεί ένα ταξίδι στη μνήμη, ένα προσκύνημα στο γενέθλιο τόπο των προγόνων του αλλά του ανοίγει και ένα δρόμο προς την αυτογνωσία.
Ο Κρυστ / Χρήστος αναζητεί τα ίχνη του Κρυστάλλη στους τόπους που γεννήθηκε, έζησε, δούλεψε και πέθανε. Οι ενσωματωμένοι στίχοι του ποιητή και τα στοιχεία από τα πεζογραφήματά του πλέκουν την ιστορία της ζωής του. Ο ήρωας όμως συνομιλεί και με άλλους ποιητές και συγγραφείς των οποίων τα ονόματα αλλού αναφέρονται και αλλού υπονοούνται. Το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν , οι εποχές εναλλάσσονται και ο Κρυστάλλης παίρνει τη θέση του στον παρόντα χρόνο. 
Ο Κρυστ νιώθει συνεχώς δίπλα του τον ποιητή σαν σκιά, σαν ήχο , σαν φάντασμα, σαν ύπαρξη ζωντανή μπροστά του να εξομολογείται στιγμές από τη ζωή του. Βλέπουμε έναν Κρυστάλλη κυνηγημένο για τις ιδέες από την τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, πεινασμένο στην απελευθερωμένη Αθήνα, διψασμένο για ζωή και μόρφωση να έρχεται αντιμέτωπος με την αναλγησία και την αδιαφορία των ομογενών του στην πρωτεύουσα. Αναδεικνύεται επίσης ο ερωτικός Κρυστάλλης μέσα από τη σκέψη, το όνειρο και τη συνομιλία της Φωτεινής, της φίλης του Κρυστ.
Ο συγγραφέας με λογοτεχνικά ευρήματα όπως επιστολές και όνειρα προωθεί την ιστορία και αποκαλύπτει βιογραφικές πληροφορίες για τον Κρυστάλλη και μέσα από αυτές τις επαφές και τη διαρκή αναζήτηση ο ήρωας του μυθιστορήματος ωριμάζει πνευματικά.
Ο αναγνώστης ίσως διαπιστώσει σε ορισμένα σημεία έναν υπερβολικό λυρισμό, αλλά συγχρόνως θα νιώσει συγκίνηση με την τρυφερότητα και την ευαισθησία που ο συγγραφέας προσεγγίζει τον λογοτέχνη Κρυστάλλη και κυρίως τον άνθρωπο Κρυστάλλη. Η γραφή συνεπαίρνει και σε αυτό βοηθάει η ωραία γλώσσα και οι πλούσιες περιγραφές τόπων και τοπίων. Οι σελίδες αποπνέουν άρωμα ποίησης και ο Κρυστάλλης παρουσιάζεται μπροστά μας ζωντανός και σύγχρονος να δανείζεται την ύπαρξη του ήρωα για να μιλήσει για τα ανομολόγητα.
Φτάνοντας στο τέλος του μυθιστορήματος γεννιέται η επιθυμία να πάρουμε στα χέρια μας τα ποιήματα και τα πεζογραφήματα του Κώστα Κρυστάλλη  να τα διαβάσουμε ξανά από την αρχή και να του δώσουμε τη θέση που του αξίζει στη νεοελληνική λογοτεχνία . Το έργο του νερό που ξεδιψάει την ψυχή σε μια άνυδρη εποχή. 

Ευάγγελος Αυδίκος Οδός Οφθαλμιατρείου, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2019.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

"Πέθανε ο Μάνος Λοΐζος;"

Στις 15 Αυγούστου 1982, ο Μάνος πήγε στο σπίτι της πρώτης γυναίκας του στο Χολαργό, για να ευχηθεί και στη Μάρω και στη Μυρσίνη, "χρόνια πολλά", που γιόρταζαν. Στο δρόμο για το Χολαργό, μέσα στο αυτοκίνητο του Παγωμένου, γύρισε στον πατέρα του και του είπε: " Μπαμπά, θα' ρθεις να με πάρεις από το αεροδρόμιο, όταν θα επιστρέψω;" Λέει, σήμερα, ο Ανδρέας Λοΐζου: " Τον κοίταξα έκπληκτος. Ποτέ δε μου'χε πει τέτοιο πράγμα - να πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο. " Και πού θα ξέρω παιδί μου, πότε θα' ρθεις;" τον ρώτησα. " Θα σου τηλεγραφήσω", μου απάντησε. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω γιατί μου' κανε αυτή την κουβέντα. Λες να προαισθανόταν το τέλος του και ζητούσε, σαν παιδί, να πάρει κουράγιο, με τη σκέψη πως θα γυρίσει και θα τον περιμένω, εγώ, ο πατέρας του, στο αεροδρόμιο;"
Ο Μάνος διανυκτέρευσε στο σπίτι της Μάρως και της Μυρσίνης. Το πρωί της επομένης, κι ενώ τον περίμενε στο αυτοκίνητο για να τον πάρει στο αεροδρόμιο, ο Παγωμένος, ο Λοΐζος, κατεβαίνοντας μαζί με τη Μάρω, με το ασανσέρ, έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της και της εξομολογήθηκε: " Μάρω, φοβάμαι, πως αυτό το ταξίδι στη Μόσχα, θα' ναι το τελευταίο. Φοβάμαι, πως δε θα ξαναγυρίσω..."
Ήταν η κατάρρευση. Γιατί, ως τότε και από παιδί, ο Μάνος, όπως θα μου πει ο παιδικός του φίλος Φώτης Κωνσταντινίδης, " έμπαινε, συνεχώς, σ' ένα δικό του πλανήτη. Σ' ένα δικό του κόσμο. Παρατηρούσα, πως συχνά, βρισκόταν σε μια κατάσταση μέθης. Και καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος. Ότι μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κατάχρηση, να μπει σε οποιαδήποτε συγκινησιακή περιπέτεια και να βγει χωρίς απώλειες. Ναι. Καλλιέργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος".
Μένω σ' αυτό το τελευταίο: " Καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος". Και ρωτάω: " Πέθανε ο Μάνος Λοίζος;"

Λευτέρη Παπαδόπουλου , Μάνος Λοΐζος, Κάκτος, Αθήνα 1983, 2η έκδοση



Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Βατόμουρα


Μαζεύοντας βατόμουρα

                               για τον Philip Hobsbaum

Όψιμος Αύγουστος, με δυνατές βροχές και ήλιο,
σε μια βδομάδα μέσα τα βατόμουρα ωριμάσαν.
Μονάχα ένα, στην αρχή, θρόμβος στιλπνός, μαβής,
μέσα σε κόκκινα και πράσινα σκληρά κομπάκια.
Αυτό το πρώτο έφαγες κι η σάρκα του γλυκιά,
σαν το πηχτό κρασί∙ μέσα του αίμα καλοκαιριού
που λέκιαζε τη γλώσσα, γέννησε τη λαχτάρα
να δρέψεις τον καρπό. Ύστερα και τα κόκκινα σκουρήναν∙ κι η πείνα
μάς έστειλε με κάδους, άδεια κονσερβοκούτια και βαζάκια του γλυκού,
εκεί που αγκύλωναν τα βάτα και το νωπό γρασίδι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Στα σταροχώραφα, ανάμεσα στ' αραποσίτια και τις πατατιές
τρέχαμε και σοδιάζαμε, ώσπου οι κουβάδες ξεχειλίσαν,
πάτοι καμπανιστοί σκεπάστηκαν απ' τους χλωρούς καρπούς
και στην κορφή αστράφτανε σκούροι, μεγάλοι σβόλοι
σαν μια πιατέλα μάτια. Τα δάχτυλά μας έκαιγαν
από των βάτων τις ακίδες, κολλούσαν οι παλάμες μας, σαν του Κυανοπώγωνα.

Καταχωνιάσαμε τα ολόφρεσκα βατόμουρα στο στάβλο
μα όταν τα καλάθια μας είχανε πια γεμίσει, βρήκαμε ένα χνούδι
Μύκητες γκρίζοι, στο χρώμα του αρουραίου, είχανε τη σοδειά μας κατακλύσει
ώς κι ο χυμός τους έζεχνε. Κομμένα από το θάμνο,
τα φρούτα είχαν ξινίσει∙ η σάρκα, από γλυκιά, στυφή είχε γίνει.
Πάντα μού ερχότανε να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
τα ωραία μας κοφίνια να μυρίζουν σήψη.
Kάθε χρονιά έλπιζα να κρατήσουν, και το' ξερα – ματαίως.

Από τη συλλογή του Σέιμους Χίνι Ο Θάνατος ενός φυσιογνώστη (1966) (μτφρ. Κατερίνα Σχινά).

Πηγή: Book Press

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Μαριάννα Τζιαντζή, Αντίο στις αυλές των θαυμάτων

Ο Στέλιος Καζαντζίδης έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 2001. 
Η κηδεία του εμπνέει τη συγγραφέα Μαριάννα Τζιαντζή και γίνεται η αφορμή για μια περιήγηση στις αυλές των θαυμάτων στο εξαιρετικό μυθιστόρημα "Αντίο στις αυλές των θαυμάτων"

Η βιβλιοπαρουσίαση αναδημοσιεύεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα





[…] Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.

Το παραμύθι αρχίζει με μια πρόσκληση για την Ελευσίνα, εκεί που θα γινόταν η κηδεία του Στέλιου Καζαντζίδη και γίνεται η αφορμή για μια περιήγηση στις αυλές των θαυμάτων. Στην Πλάκα, στην Πλατυθέα, στο ξενοδοχείο Άτλας, στο Υπόγειο του Κουν, σε αυλές και διαμερίσματα… Τόποι, χρόνοι, πρόσωπα και σχέσεις ανθρώπων με φόντο αλλοτινές εποχές, όχι και πολύ μακρινές, αλλά διαφορετικές από τη σημερινή.
Μικρές ιστορίες από τις ζωές των ανθρώπων, δεμένες μεταξύ τους,  ξανοίγονται μπροστά μας διαχέοντας στην ατμόσφαιρα μια γλυκιά μελαγχολία και μια ξεχασμένη μυρωδιά από πράγματα παλιά σαν και αυτή που έχουν οι σελίδες ενός βιβλίου καταχωνιασμένου για χρόνια σε ένα σκονισμένο ράφι. Μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, ένας αντίστροφος καταρράχτης. Σε προκαλεί να σκεφτείς χωρίς να φανατιστείς, να χαμογελάσεις αλλά και να νιώσεις τα συναισθήματα των ηρώων, να ταυτιστείς ακόμη με κάποιους από αυτούς, ειδικά αν έτυχε η παιδική και η εφηβική ηλικία να βιώθηκε την ίδια εποχή με τη δική τους.

Γρήγορος ρυθμός, τρυφερότητα, καυστικός σχολιασμός που φτάνει στο σαρκασμό, πολιτικές αναφορές, νύξεις και ευθείες βολές για όλα όσα σημάδεψαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα, την Αθήνα. Ιδέες, όνειρα και  οράματα, ο αντιδικτατορικός αγώνας και η μεταπολίτευση με όσα αυτή έφερε στην καθημερινότητα, στις συμπεριφορές των ανθρώπων και στους χώρους που ζούσαν και κινούνταν.  Μια ολόκληρη εποχή.

Μια εποχή που χάθηκε μαζί με τους ανθρώπους της και παράλληλα ιστορίες για τον Καραγκιόζη και τους καραγκιοζοπαίχτες, για την τέχνη, το θέατρο, για ηθοποιούς και ζωγράφους, για την φτώχεια, την μετανάστευση και την ξενιτιά, για το ξενοδοχείο Άτλας στην οδό Σοφοκλέους 30, το  καταφύγιο μετά τον εμφύλιο των πρώην εξορίστων, φυλακισμένων, κατατρεγμένων, των αγωνιστών της αριστεράς.

Μιας και η κηδεία του Καζαντζίδη ήταν το γεγονός που έδωσε έναν κλώτσο στην ανέμη να γυρίσει, μπορούμε και εμείς να «ακούσουμε» τις συζητήσεις, τα σχόλια, κοινωνικά και πολιτικά, συνοδευμένα με τα τραγούδια του που έρχονταν από παντού και εκείνο το «αααχ» που έβγαζε η φωνή του μέσα από την ψυχή του.

Και μετά την κηδεία τι; Ένα πάρτι στην ταράτσα του Άτλαντα, όπου όλα και όλοι είναι εκεί, ζωντανοί και νεκροί, σε μια σύνθεση υπερρεαλιστική γεμάτη χρώμα και χαρά, για «το θαύμα του κόσμου, το θαύμα του ανθρώπου, των ανθρώπων» που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν οι παλιές αυλές των θαυμάτων τελειώνουν. Αρκεί να ψάξουμε να το βρούμε ξεκινώντας το ταξίδι από την αρχή με νέα φτερά, ελπίδες, προσδοκίες.

Εξαιρετικό μυθιστόρημα, ανθρώπινο, συγκινητικό, γλυκόπικρο, τρυφερό και πολιτικό συνάμα, με όμορφη γραφή και ενδιαφέρουσα αφηγηματική τεχνική.

Κλείνοντας το  μάτι πέφτει στο εξώφυλλο: Θάνος Τσίγκος, Λουλούδια, 1957.

«Χίλια τραγούδια ηχογράφησε ο Καζαντζίδης, χίλιες ζωγραφιές χάρισε ο Τσίγκος. Και τώρα όλα πετούσαν, βρίσκονταν παντού, υπήρχαν, όπως υπήρχε και η αγάπη της Λένας για τον Άγγελο, του Άγγελου για τη Λένα, για κάθε Λένα, για κάθε Ελένη…»



Μαριάννα Τζιαντζή, Αντίο στις αυλές των θαυμάτων, Καστανιώτης, Αθήνα 2016

"Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ' άνθη τα στερνά..."



Άσε το Φθινόπωρο
γύρω σου να στρώσει 
τ' άνθη τα στερνά. 
Μια ζωή πεθαίνει 
μια πνοή περνά. 
Πάντα σε προσμένει 
μια άνοιξη ξανά.

Άσε το Φθινόπωρο 
γύρω σου να απλώσει 
μια στερνή ευωδιά. 
Μια χαρά χαμένη 
μέσα στην καρδιά. 
Πάντα σε προσμένει 
μια άνοιξη ξανά.

Ποίηση: Κώστας Χατζόπουλος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 
Ερμηνεία : Διονύσης Τσακνής και Παιδική Χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου 

Δίσκος: ΔΕΣ ΤΙ ΛΑΜΠΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ (2005)

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Ξεριζωμός!



...Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε απανωτά οι καμπάνες. Φωνές απ' το δρόμο, φασαρία, τρεχαλητά.
- Φωτιά, φωτιά...
- Φωτιά...Βοήθεια...
- Φωτιά, Χριστιανοί καιγόμαστε...
Άνοιξαν την πόρτα. Η γειτονιά ξεχυμένη έξω. Όλοι ρωτάνε μ' απόγνωση. Σε λίγο, λες κι έγιναν οι δρόμοι ποτάμια από ανθρώπους που τρέχουν στη θάλασσα...Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν. Φέρνει ο ξάδελφος Λεωνίδας με τον Κλήτο έναν αραμπά που βρήκαν παρατημένο στο δρόμο. Ανεβάζουν εκεί τη νενέ, φορτώνουν τα ντέγκια και τους μπόγους, και ξεκινάνε για την παραλία. Ο Κλήτος κι ο Λεωνίδας σέρναν τον αραμπά. Η μαμά βαστούσε το μωρό το Βασιλάκη. Ο μπαμπάς το Λευτεράκη, και τ' άλλα παιδιά κρατιόταν απ' τα χέρια.
Κοντεύοντας στην παραλία, μπούκωσαν οι δρόμοι. Χιλιάδες κόσμος φορτωμένος με μωρά, με μπόγους, με ντέγκια. Άρρωστοι, γέροι και παιδιά στους αραμπάδες. Κι η φωτιά όλο και δυνάμωνε...

Κάποτε το μπουλούκι των χριστιανών σταμάτησε. Ούτε μπρος , ούτε πίσω. Μπρος η θάλασσα. Πίσω η φωτιά. Κι απ' τα πλάγια άλλα μπουλούκια. Και πίσω, παντού οι Τούρκοι που χτυπούσαν, σκουντούσαν με όπλα, με σπαθιά. Κανείς δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. Σφηνώθηκαν εκεί, πλάι στη θάλασσα, ώσαμε το πρωί. Τα παιδιά ξάπλωσαν κάτω απ' τον αραμπά.
Η φωτιά χυμούσε στον ουρανό. Φώτιζε παράξενα τη νύχτα. Μαυροκόκκινες φλόγες γλείφαν το στερέωμα, λες κι ήταν φαντάσματα που χόρευαν αλλόκοτα, με μουσική τα ουρλιάσματα των Τούρκων, το θρήνο των χριστιανών, το βόγκο των πληγωμένων, το τρίξιμο και το γδούπο των σπιτιών που γκρεμίζονταν.
Το πρωί τους βρήκε άλλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Πού να κρυφτεί τόσο αντρομάνι; Ζάρωναν τα παλικαράκια να φαίνονται παιδιά. Καμπούριαζαν και γίνονταν κουβάρι οι μεγάλοι να δείχνουν γέροι. Άρπαζαν τα όμορφα κορίτσια. Μονομιάς όλα φόρεσαν της νενές το φακιόλι να κρυφτεί τ' όμορφο νεανικό μούτρο.
Μες στο ξεδιάλεγμα και στην ανεμομπουμπούλα, βρέθηκε ο Χατζηνάσος με την οικογένειά του μαζί με άλλους σ' ένα δρόμο της Πούντας. Σε λίγο είδαν έναν σκοτωμένο. Ήταν μισοσκεπασμένος μ' ένα παλτό. Η Ιφιάνασσα πρώτη φορά βλέπει σκοτωμένο. Κοιτάει τα γυμνά ξυλιασμένα πόδια με τα κιτρινιασμένα νύχια, που εξείχαν απ' το παλτό. Δεν ήξερε, καθώς τον κοίταζε, πως απ' εκείνη τη μέρα, μόλις θα' βγαζε τη νύχτα τα πόδια της όξω απ' το σκέπασμα, αμέσως θα' ρχόταν στο νου ο σκοτωμένος της Σμύρνης, και τρομαγμένη θα τα ξανατραβούσε μέσα.
Πιο πέρα σμίξαν μ' άλλους, κι όλοι μαζί φτάσανε στο Πανιώνιο...Εκεί μπήκαν μέσα στο νεκροταφείο. Η πρώτη δουλειά όλων ήταν ν' ανοίξουν τα μνήματα. Να κρύψουν μέσα τους άντρες. Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια. Να τα ντύσουν γριές.
Πάει η Ελένη να ξεσκεπάσει τη μητέρα της, βλέπει ότι ήταν πεθαμένη. Μάνι μάνι, άνοιξαν ένα μνήμα να τη θάψουν. Βρέθηκε κι ένας παπάς.
- Τύχη που είχε η γριά! Τη διάβασαν κιόλας! Κάνει ένας Αρμένης, που είχε κρυφτεί στον πλαϊνό τάφο. Αλί σε μας, που θα πάμε αδιάβαστοι...
Δυό μέρες έμειναν στο νεκροταφείο.
Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά.
- Οι Τούρκοι σφάζουν, κρεμούν, σκοτώνουν.
- Το Χρυσόστομο τον σέρνανε στα σοκάκια και σιγά σιγά τον κόβανε κομμάτια κομμάτια. Μαρτύρησε ο Μητροπολίτης μας. Άγιασε...
- Οι σύμμαχοι δεν βοηθούν...
- Βαπόρια φορτώνουν κόσμο για την Ελλάδα. Όποιος προφτάσει και μπει...
- Η φωτιά τίποτα δεν άφησε όρθιο. Από τέσσερα μέρη η φωτιά...
- Η φωτιά κι οι λεηλασίες φάγανε τη Σμύρνη.
- Πάει πια, πέθανε η Σμύρνη.
- Μου' ρχεται στο νου το γνωμικό που λέει:
" Η Πόλη αν καεί, η Σμύρνη κάνει Πόλη.
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη".
- Τώρα που κάηκε, κανείς πια δεν μπορεί να την αναστήσει.
-Ας γλιτώσει ο κοσμάκης, και πάλι θα ξαναγίνει. Η Σμύρνη θα ξανακάνει τη Σμύρνη.
Τρεις μέρες στο νεκροταφείο. Η πείνα άρχισε να τους παιδεύει. Κανείς δεν παίρνει απόφαση. Κι όλο έρχονται και καινούριοι. Να κουνηθούν δεν μπορούν.
Ένας παραγιός, πώς και βρήκε το Χατζηνάσο.
- Αφεντικό, έφερα ψωμί και κασκαβάλι. Ήταν ο Πανάνης.
- Ποιος σου είπε; πού ήξερες ότι είμαστε εδώ;
- Σας είδε από μακριά ο αδερφός μου. Μ' έστειλε να σας πάρω. Έχουμε δικό μας φούρνο στο Νταραγάτσι. Εκεί πλύθηκαν, άλλαξαν, έφαγαν ψωμί και φαΐ μαγειρεμένο.
- Δεν ξεχνάμε, αφεντικό, που μας βοήθησες ν' ανοίξουμε το φούρνο. Τι γίνεται ο κύριος Μήτσος;
- Πριν απ' τη φωτιά έχω να τον δω. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα;
- Όχι, μονάχα για τους Μαινεμενλήδες μάθαμε. Πιάσανε καμιά δεκαπενταριά, όσους βρήκαν, και τους σκοτώσαν, επειδή σκοτώσανε τότε τον καϊμακάμη.
- Έμαθες ποιους σκότωσαν;
- Τον Ανανία τον πιάσαν αμέσως στο Κορδελιό. Εκεί τον κρέμασαν. Το Νικολάκη το Σαραφείδη , τον Αλέκο τον Αλεξίου, το Σπύρο και το Στέλιο Παλά, τον Νίκο τον Ατζεμιδάκη, τον Αυγεράκογλου και δεν ξέρω ποιους άλλους. Δάκρυσες αφεντικό. Ποιος να το περίμενε...
- Εσύ τι θα κάνεις; Βλέπω δουλεύεις. Τι σκοπό έχεις;
- Λέω να μείνω αφεντικό. Μπόρα είναι και θα περάσει. Τώρα που έχω δουλειά δικιά μου, να την αφήσω; Εσύ τι σκέφτεσαι;
- Εγώ;...Μόλις μπορέσουμε θα φύγουμε.

Σε μια βδομάδα ξεσηκώθηκε πάλι ολόκληρη η οικογένεια, μ' απόφαση να φτάσουν στα βαπόρια. Ο μπαμπάς ντύθηκε γυναίκα. Ο Κλήτος έβαλε πολύ κοντά πανταλόνια κι όλο καμπούριαζε να φαίνεται πιο μικρός. Πήραν μαζί τους μονάχα όσους μπόγους μπορούσαν. Όλα τ' άλλα έμειναν.
Μόλις κάνουν να προχωρήσουν λίγο, τους σταματούν οι Τούρκοι. Η μαμά είχε μαζί της παράδες και κάθε φορά τούς έβαζε στο χέρι.
Δώσε εδώ, δώσε εκεί, κόντευαν να τελειώσουν οι παράδες. Σε λίγο τους κόβουν το δρόμο άλλοι Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Ζητάνε κι άλλα. Τους χώνει δυό χρυσές στο χέρι η μαμά. Δε φτάνουν. Αγριεύουν. Ο Κλήτος ζαρώνει πιο πολύ. Ο μπαμπάς, μες στα γυναικεία ρούχα, τυλίγει πιο πολύ το φακιόλι στο κεφάλι. Σφίγγει πιο πολύ το Λευτεράκη στην αγκαλιά του. Αρπαέι ένας Τούρκος τον μπόγο με το ασημένιο σερβίτσιο απ' το χέρι του Κλήτου. Χύθηκαν τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια του γλυκού κάτω. Κατρακυλούσαν οι κούπες τουγλυκού στο ντουσεμέ. Ντιντίνισαν ο δίσκος και τα ζάρφια. Αφού τους πήραν ό,τι είχαν, τους ανάγκασαν με κοντακιές και χτυπήματα, ν' αλλάξουν δρόμο κατά τον Άι Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν λίγο, σκόνταψαν σ' ένα μπουλούκι τούρκικο που έσερνε κοπέλες κι άντρες. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι κι άλλοι, που σπρώχνουν προς το μέρος τους γυναικόπαιδα...Σπρώξε απ' εδώ, σπρώξε απ' εκεί, καρφώθηκαν στη μέση οι χριστιανοί. Τώρα χτυπάνε από παντού. Σαν είδε μια γυναίκα να σκοτώνουν μπροστά της την γκαστρωμένη κόρη της, άρπαξε το χέρι του Τούρκου. Θεριό έγινε εκείνος. Δίνει μια στη γυναίκα και την ξαπλώνει κάτω. Αυτό λες κι ήταν το σύνθημα. Αμέσως αρχίζει σφαγή. Η Ιφιάνασσα κι οι δικοί της βρίσκονται πιο άκρη, κοντά στο δρόμο. Μες στο μακελειό, τα κλάματα, τα ξεφωνητά, ξέφυγαν απ' τους Τούρκους. Τρέχοντας σαν παλαβοί φτάσανε στο "Και". Εκεί έσμιξαν με τον κόσμο. Όλοι σπρώχνουν και σπρώχνονται για την αποβάθρα, όπου είναι αραγμένα τα πλοία. Απ' την εξάντληση και το συνωστισμό, κάθε τόσο κι αφήνουν όλοι από κανένα μπόγο. Όλα τα πολύτιμα και τ' ακριβά της Μικρασίας ήταν σκορπισμένα στην προκυμαία της Σμύρνης. Κανείς για τίποτα δε νοιάζεται. Μονάχα, πώς να φτάσουν στο καράβι. "Παναγιά μου, βοήθησε να σωθούμε, και ζητιάνοι ας γυρίζουμε σ' όλη μας τη ζωή". "Χριστέ μου, δώσε να φτάσουμε στην Ελλάδα, κι όρκο δίνω σε μοναστήρι να κλειστώ". " Άι Λεφτέρη μου, λευτέρωσέ μας, και τάμα κάνω ξυπόλητη να' ρχομαι στην εκκλησιά σου, να σου ανάβω το καντήλι".
Ακόμα λίγο και κοντεύουν.
Στα πλάγια η θάλασσα λερωμένη, και τα πτώματα τουμπανιασμένα χτυπολογιούνται αναμεταξύ τους. Αλίμονο, αν παραπατήσει κανείς. Δε θα σηκωθεί. Αλίμονο, αν πέσει κανείς στη θάλασσα. Εκεί θα μείνει.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Φόρτωσε το βαπόρι κι έφυγε. Τώρα περιμένουν τ' άλλο. Ώρες περνούν...Η Ελένη μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά. Μη χαθεί κανένα...Όλα κρατιούνται σφιχτά απ' το φουστάνι της κι απ' τα χέρια τους. Κοιτάει τον άγνωστο κακοπαθιασμένο κόσμο. " Τι να' γινε η Ευαγγελία;" σκέφτεται. " Ο Λεωνίδας, που πήγε να την βρει, τη βρήκε άραγε; Πού να βρίσκονται η Χρύσα, ο Καρατζόπουλος, η Δέσποινα, τα ανίψια της; Τι έγινε με το Μήτσο;" Η Βάσω είπε θα πήγαινε σε μιαν φιλενάδα της Εβραίισσα. Πού να' ναι τώρα;
Με το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν πια στο καράβι, ξεσκισμένοι, καταματωμένοι, ξεμαλλιασμένοι. Ούτ' ένα μπογαλάκι μαζί τους...Κι οι πιο πολλοί άντρες να λείπουν...
Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το μυαλό, τότε, απ' τ' ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνονταν απ' τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να σκίζει τον αγέρα. Ένα ουρλιαχτό που' γινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα χώματά τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν. ( απόσπασμα)

Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Πυρπολημένη Γη, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981.
Η " Πυρπολημένη Γη " είναι το πρώτο βιβλίο της  τριλογίας της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Αρχίζει το 1877 και τελειώνει το 1922 με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία. Το δεύτερο " Μαρτυρική Πορεία" αναφέρεται στην ομηρία 1922 - 1924. Το τρίτο " Ξεριζωμένη Γενιά" αρχίζει με το καράβι που κουβαλάει τους ξεριζωμένους του 1922, την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη, την πάλη τους για την επιβίωση και τελειώνει το 1977 με το ρίζωμα και τις επιτεύξεις τους.



Ο Ξεριζωμός! Από το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Το μεγάλο μας τσίρκο" (1973) με τον Νίκο Ξυλούρη και την Τζένη Καρέζη σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.Εμβόλιμα μέσα στο τραγούδι ακούγονται αυθεντικές αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.