Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια


Το έργο του Στράτη Μυριβήλη «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», φαίνεται ως συνέχεια του έργου «Η Ζωή εν τάφω», με το θαυμάσιο γλωσσικό του όργανο, το εντελώς προσωπικό και ανεπανάληπτο ύφος του, και τον ολάνθιστο πεζογραφικό λυρισμό του, μας δίνει σαν σε ραφαηλική ζωγραφιά το νησί του ολόκληρο και πανέμορφο: στεριά, θάλασσα, βλάστηση, χωριό, πολιτεία, λαό.
 O Λεωνής γυρίζει στο νησί του τη Μυτιλήνη, μετά την μικρασιατική καταστροφή, με τραυματικές εμπειρίες  κυρίως ψυχικές και ελαφρώς σωματικές. Τον υποδέχονται συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί με αγάπη και σεβασμό. Συναντά την Σαπφώ, δασκάλα χήρα γυναίκα του αδικοσκοτωμένου λοχία και φίλου του, που έκλεισε τα μάτια του στο διπλανό κρεββάτι του άθλιου νοσοκομείου όπου νοσηλεύονταν και οι δύο, για να της παραδώσει τα φτωχά προσωπικά αντικείμενα του άτυχου συζύγου της! Μα συναντά τα απίστευτα χρυσά της μάτια! Μια ιστορία τρυφερής αγάπης εξελίσσεται μεταξύ τους κάτω απο τα αδηφάγα αντρικά βλέμματα του χωριού και τα ζηλόφθονα γυναικεία της τότε τοπικής συντηρητικής κοινωνίας! Μα πάνω απ'όλους το φάντασμα του αδικοπεθαμένου συζύγου Βρανά που θυσίασε την ζωή του για την πατρίδα, θα τους κυνηγά ανελέητα! Θα νικήσει άραγε η αγάπη ζωντανούς και πεθαμένους;
 Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.[1]

 Το μυθιστόρημα γυρίστηκε σε τηλεοπτική σειρά 14 επεισοδίων, σε σκηνοθεσία του Κώστα Αριστόπουλου και σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Στους κύριους ρόλους η Κάτια Δανδουλάκη (Σαπφώ) και ο Γιάννης Φέρτης (Λεωνής). Μεταδόθηκε από την ΕΡΤ το 1979.

Το τραγούδι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς είναι σύνθεση των Κώστα Χατζηευστρατίου - Ευάγγελου Χατζημανώλη και τραγουδά η Μαρία Αγιασώτου. Στο ακορντεόν ο Κώστας Χατζηευστρατίου και στο βιολί ο Παναγιώτης Ανδριώτης.

Ο Στρατής Μυριβήλης γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1892 στη Συκαμιά της Λέσβου


Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

"...κι όσο έμπαινε πιο βαθιά στην πόλη, όλο και πιο πολύ άκουγε να μιλάνε χαμηλόφωνα για κάτι σαν απόπειρα που έγινε το πρωί στο Σαράγεβο, για δολοφονία του Φραντς Φέρντιναντ και της γυναίκας του..."

...Όπως κάθε χρόνο στις 28 Ιουνίου οι Σερβικοί σύλλογοι οργάνωσαν και φέτος πανηγύρι στην εξοχή, στο Μέζαλιν ( είναι η επέτειος της μάχης του Κόσοβο Πόλιε όπου καταλύθηκε το βασίλειο των Σέρβων από τους Τούρκους). Εκεί που ενώνονται τα δυο ποτάμια, ο Ρζαβ με το Δρίνο, στην καταπράσινη όχθη, κάτω από βαθύσκιες καρυδιές, στήθηκαν τσαντίρια και παράγκες όπου πουλούσαν πιοτά και δίπλα έψηναν στη θράκα αρνιά στη σούβλα. Κάτω από τον πλατύ ίσκιο κάθονταν οι οικογένειες με απλωμένα φαγητά που είχαν φέρει από το σπίτι. Και κάτω από ένα τσαρδάκι, σκεπασμένο με φρέσκα κλαδιά, τα όργανα έπαιζαν κιόλας ζωηρούς σκοπούς. Στο ξέφωτο εκεί κοντά, πάνω στο πατημένο χόρτο, ο χορός είχε ανάψει από το πρωί. Χορεύουν μόνο οι νεότεροι κι οι αργόσχολοι, αυτοί που, αμέσως μετά τη λειτουργία, από την εκκλησία πήγαν κατευθείαν για το Μέζαλιν. Το κανονικό πανηγύρι θ' αρχίσει μόλις τ' απομεσήμερο. Ο χορός όμως είναι από τώρα ζωηρός κι άναψε για τα καλά. Τώρα μάλιστα είναι πιο όμορφος και πιο ζωηρός απ' ό,τι θα' ναι αργότερα που θα γεμίσει κόσμο και θα μπαίνουν όλοι, κι οι παντρεμένοι κι οι ζωηρές χήρες και τα παιδάκια, τότε που όλος ο χορός θα μοιάζει με μια χαρούμενη, μακριά, αλλά άδετη και μπερδεμένη καλαμωτή. Τούτος ο μικρότερος και πιο σφιχτός χορός, όπου τ' αγόρια είναι περισσότερα από τις κοπέλες, κρατάει γερά και πετάει σαν ζωντανό γιορτάντι. Γύρω από το χορό όλα κινούνται, όλα λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής: ο αέρας, τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, τ' άσπρα καλοκαιρινά σύννεφα, τα κρυστάλλινα νερά των ποταμών. Η γη γυρίζει κάτω από τα πόδια των χορευτών, όπως και γύρω τους, κι αυτοί αφήνονται και συνταιριάζουν τα κορμιά τους σ' αυτή την κίνηση.
Οι νεαροί τρέχουν από μακριά να πιαστούν στο χορό, οι κοπέλες όμως, πιο συγκρατημένες, μένουν για λίγο απ' έξω και παρακολουθούν  μονάχα, λες και μετρούν το χρόνο και περιμένουν να συμπέσει  αρμονικά με το δικό τους μυστικό ρυθμό, για να μπουν κι αυτές ξαφνικά κι ορμητικά με λυγισμένα τα γόνατα και σκυμμένο το κεφάλι, σαν να πέφτουν λαίμαργα, δίχως να μπορούν να συγκρατηθούν, στο παγωμένο νερό. Κι ένα ρίγος δυνατό περνάει από το ζεστό καλοκαιρινό χώμα στα πόδια των χορευτών κι απλώνεται στα χέρια που είναι πιασμένα σε ζωντανή αλυσίδα κι όλοι πετούν στον ξέφρενο χορό. Κι αυτή η αλυσίδα των χορευτών πάλλεται και στροβιλίζεται σαν ένα και μοναδικό πλάσμα που το ζεσταίνει το ίδιο καυτό αίμα και το συνεπαίρνει ο ίδιος ρυθμός. Οι νεαροί με τα κεφάλια ριγμένα πίσω, χλομοί, με ανοιχτά κι ανήσυχα ρουθούνια, κι οι κοπέλες με ροδοκόκκινα φλογάτα μάγουλα και ντροπαλά χαμηλωμένα μάτια από φόβο μη τυχόν και προδοθεί η γλυκιά διέγερση που τους φέρνει ο χορός.
Κι εκείνη ακριβώς την ώρα που μόλις άρχιζε το πανηγύρι, στην άκρη, στο ξέφωτο του Μέζαλιν, φάνηκαν κάποιοι χωροφύλακες, ντυμένοι με τις καινούριες τους μαύρες στολές και τα όπλα τους που γυάλιζαν στο μεσημεριανό ήλιο. Ήταν πιο πολλοί απ' ό,τι το συνήθιζαν για περίπολα που τριγυρίζουν σε πανηγύρια και γιορτές. Τράβηξαν κατευθείαν για το τσαρδάκι που ήταν τα όργανα, κι οι οργανοπαίχτες, ξαφνιασμένοι, ένας ένας σταματούσαν να παίζουν. Ο χορός ταλαντεύτηκε για λίγο και σταμάτησε. Ακούστηκαν φωνές των νέων που διαμαρτύρονταν. Όλοι τους κρατιόνταν  ακόμα από τα χέρια. Μερικοί είχαν τόσο παρασυρθεί στο ρυθμό, που δε σταμάτησαν να χορεύουν, χωρίς μουσική, περιμένοντας να ξαναρχίσουν τα όργανα. Οι βιολιτζήδες όμως σηκώνονταν στα γρήγορα ένας ένας και μάζευαν τα βιολιά και τα τρομπόνια τους και τα' βαζαν στις μουσαμαδένιες θήκες.
Οι χωροφύλακες πήγαν λίγο πιο πέρα, κατά τις παράγκες και τις οικογένειες που ήταν σκορπισμένες στο χορτάρι. Παντού ο περιπολάρχης έλεγε αυτά που είχε να πει, ήσυχα αλλά ξεκάθαρα, που δε σήκωναν αντίρρηση. Και μ' αυτά που έλεγε, λες κι ήταν λόγια μαγικά, χάλαγε αμέσως το κέφι, σταματούσε ο χορός και κοβόταν κάθε κουβέντα. Κι όπως πλησίαζε τον καθένα, σχεδόν αμέσως εκείνος πεταγόταν από τη θέση του και πάσχιζε όσο πιο γρήγορα να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει. Ο χορός των αγοριών και των κοριτσιών διαλύθηκε τελευταίος. Δεν τους έκανε καρδιά ν' αφήσουν το γλέντι στο γρασίδι και δεν τους χωρούσε στο μυαλό πως πραγματικά όλα τέλειωσαν, πως αυτό ήταν το τέλος του γλεντιού και της διασκέδασης. Μπροστά όμως στο χλομό πρόσωπο και το φαρμακερό βλέμμα του περιπολάρχη, τα παράτησαν κι οι πιο πεισματάρηδες.
Απογοητευμένος κι απορημένος γύριζε ο κόσμος από το Μέζαλιν, ακολουθώντας τον γκρίζο φαρδύ δρόμο, κι όσο έμπαινε πιο βαθιά στην πόλη, όλο και πιο πολύ άκουγε να μιλάνε χαμηλόφωνα για κάτι σαν απόπειρα που έγινε το πρωί στο Σαράγεβο, για δολοφονία του Φραντς Φέρντιναντ και της γυναίκας του και για το κυνηγητό των Σέρβων που τώρα απλώνεται παντού. Μπροστά στο διοικητήριο έπεσαν απάνω στους πρώτους που είχαν πιάσει οι χωροφύλακες και τους είχαν εκεί δεμένους, κι ανάμεσα τους ο νεαρός παπα - Μίλαν. Τους πήγαιναν στη φυλακή.
Έτσι το υπόλοιπο αυτής της καλοκαιρινής ημέρας, που όλοι το περίμεναν εύθυμο και γιορταστικό, έγινε ξαφνικά ταραγμένο, άγριο, γεμάτο τρόμο για το τι θα ξημερώσει. Στην Πύλη, αντί για κέφι γιορτινό και τα χωρατά των αργόσχολων, έπεσε σιωπή θανάσιμη. έχουν κιόλας βγάλει και σκοπιά. Ο σκοπός, με την καινούρια του πανοπλία, κόβει αργές βόλτες από το σοφά μέχρις εκείνο το σιδερένιο καπάκι που σκεπάζει την τρύπα της κολόνας όπου έχουν τα εκκρηκτικά. Περνάει πέρα δώθε, αυτά τα πέντ' έξι βήματα, χωρίς να κουράζεται, και κάθε φορά που κάνει στροφή, η λόγχη του αστράφτει στον ήλιο, σαν να στέλνει σινιάλο.
Την άλλη κιόλας μέρα, με το που ξημέρωσε, φάνηκε πάνω στο λευκό τοίχο, κάτω από την τούρκικη επιγραφή, μια ανακοίνωση σε άσπρο χαρτί και με πλατύ, μαύρο περιθώριο, τυπωμένη με χοντρά γράμματα. Μ' αυτήν ανακοινώνεται στον κόσμο επίσημα η δολοφονική ενέργεια κατά της ζωής του διαδόχου κι εκφράζεται η αγανάκτηση για την εγκληματική πράξη. Κανένας όμως από τους περαστικούς δε σταματάει να διαβάσει, όλοι τους περνάνε δίπλα από την ανακοίνωση και μπροστά από το σκοπό με το κεφάλι κάτω κι όσο πιο γρήγορα μπορούν.
Από την ημέρα εκείνη η σκοπιά έμεινε πάνω στο γεφύρι. Νέκρωσε κι ολόκληρη η ζωή της πόλης μονομιάς, ίδια σαν το χορό στο Μέζαλιν, όπως κι όλη εκείνη η καλοκαιρινή μέρα του Ιούνη που θα' πρεπε να' ταν γιορταστική και χαρούμενη. Από δω και πέρα οι μέρες περνούσαν παράξενα. Διάβασμα εφημερίδων στα βουβά, ατμόσφαιρα έντασης, ψίθυροι παντού, καρτερικότητα και φόβος για καινούριες συλλήψεις Σέρβων και ύποπτων περαστικών αλλά και ενίσχυση των στρατιωτικών μέτρων στα σύνορα. Οι καλοκαιρινές νύχτες περνούσαν χωρίς τραγούδια, δίχως τις νεανικές συντροφιές στην Πύλη και δίχως τα σιγανοκουβεντιάσματα των ερωτευμένων στα σκοτεινά. Τώρα στην πόλη βλέπεις πιο πολλούς στρατιώτες. Κι όταν κατά τις εννιά το βράδυ οι σάλπιγγες, από τα παραπήγματα του Μπίκαβατς κι από το μεγάλο στρατώνα κοντά στο γεφύρι, χτυπήσουν το λυπητερό αυστριακό σιωπητήριο, οι δρόμοι σχεδόν ερημώνουν. Άσχημοι καιροί για όσους αγαπιούνται και θέλουν ν' ανταμώνουν και να μιλούν στο σκοτάδι δίχως να τους βλέπουν... 


Στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο ο  Φραγκίσκος - Φερδινάνδος , δούκας της Αυστρίας. Το γεγονός έγινε η αφορμή για να ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Ίβο Άντριτς αποδίδει την ατμόσφαιρα της ημέρας εκείνης στο παραπάνω απόσπασμα που περιέχεται στο αριστουργηματικό μυθιστόρημά του Το Γεφύρι του Δρίνου. 
Πρόκειται για ένα χρονικό της ιστορίας των Βαλκανίων από το 16ο αι. έως και τον 20ο αι. Γύρω από το θρυλικό Γεφύρι του Δρίνου εκτυλίσσεται η βαλκανική και ευρωπαϊκή ιστορία. Οι ανθρώπινες ζωές και τα ανθρώπινα έργα πρωταγωνιστούν μέσα από τις συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν με τραγικό τρόπο για τέσσερις συνεχείς αιώνες  σε μια περιοχή που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται  από κοινότητες πολυεθνικές, πολυπολιτισμικές και ποικιλία θρησκειών. Έργο διορατικό και προφητικό για όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν και να ταλανίζουν τα πολύπαθα Βαλκάνια.

Ίβο Άντριτς, Το Γεφύρι του Δρίνου,μτφρ. Χρήστος Γκουβής, Καστανιώτης 1997

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Του σκότους


Αλέκος Φασιανός
Μετράει τον ήλιο`
πόσο ακριβαίνει
με τα χρόνια
το φως.

 Λευτέρης Ξανθόπουλος



Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

"Μας παίρνουν το αίμα και το φως μα την καρδιά να ξέρεις πως όσο στο χώμα την πατάς ύστερα πιο ψηλά πετάς"

Ήρθαν τα βάσανα νωρίς
κι ούτε να κλάψεις δεν μπορείς
πρωί σε πνίγει ο καημός
και βράδυ η πίκρα καθενός

Φεύγουν οι μέρες κι ο καιρός
κι ο ουρανός είναι μικρός
για να χωρέσει τη φωτιά
το δάκρυ και την ξενιτιά

Μας παίρνουν το αίμα και το φως
μα την καρδιά να ξέρεις πως
όσο στο χώμα την πατάς
ύστερα πιο ψηλά πετάς

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Δημ. Γληνός: Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Σε μια εποχή που η πολιτική και οι πολιτικοί αμφισβητούνται έντονα από τους νέους, που τα πάντα έχουν σαρωθεί από ισοπεδωτικές θεωρίες και τη λογική «όλοι ίδιοι είναι  και ο καθένας ας κοιτάει πώς θα βολευτεί καλύτερα», που το συλλογικό υποχωρεί υπέρ του ατομικού, σε μια εποχή που η πανεπιστημιακή εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι σημαντική αλλά θεωρείται ανεπαρκής χωρίς μεταπτυχιακό και διδακτορικό και γίνεται όχημα που οδηγεί τους νέους σε συνεχή και μεγαλύτερη εξειδίκευση προκειμένου να αποκατασταθούν επαγγελματικά και κατά συνέπεια οικονομικά αδιαφορώντας όμως για την ουσιαστική μόρφωση και αδυνατώντας να δουν το πραγματικό τους ρόλο και τη σχέση τους με την κοινωνία και την πολιτική, το γράμμα  προς τους νέους του μεγάλου Δάσκαλου Δημήτρη Γληνού εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και σημαντικό.
Το 1932 το φοιτητικό περιοδικό «Μελέτη – Κριτική», μηνιαίο όργανο του «Ακαδημαϊκού ομίλου», έκανε μια έρευνα για τις πνευματικές κατευθύνσεις των νέων. Στην έρευνα αυτή απάντησε και ο Δημήτρης Γληνός με το παρακάτω γράμμα του, που δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού. (Αθήνα, Μάης 1932, σελ.23-26)
glinos1

Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους

Αγαπητοί μου νέοι,
Μ’ ερωτάτε να σας πω κ’ εγώ, ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά σας και φυσικά, ποιον απ’ όλους θα σας συμβούλευα ν’ ακολουθήσετε. Ίσως αρμοδιότεροι απ’ όλους εμάς της ώριμης γενιάς, είσαστε σεις οι ίδιοι, για ν’ απαντήσετε σ’ αυτό το ερώτημα. Γιατί το αντίκρυσμα της ζωής που ζείτε τώρα σεις στα είκοσι χρόνια σας και στη σημερινή κρίσιμη θέση του κόσμου, εμείς δεν το ζήσαμε κι ούτε μπορούσαμε να το ζήσουμε, όταν είμαστε στη δική σας θέση στα πανεπιστημιακά θρανία. Γι’ αυτό μπορείτε βέβαια ν’ ακούσετε τι θα σας πούμε εμείς οι άλλοι, να τραβήξετε όμως το δρόμο, που θα νοιώσετε μέσα σας να σας δείχνει με εσωτερική αναγκαιότητα ο ίδιος ο εαυτός σας. Ν’ ακολουθήσετε τη φωνή της συνείδησής σας, γιατί μέσα σ’ αυτή θα μιλάει και κάτι πλατύτερο από το άτομό σας, η κοινωνική και ταξική συνείδηση, που ζει χωρίς άλλο μέσα σας.
Οι δρόμοι που ανοίγονται σήμερα μπροστά σας, δεν είνε πολλοί, είνε δυό. Είτε θελήσετε να τους αναγνωρίσετε είτε όχι, είτε προσπαθήσουν να σας τους κρύψουν μέσα στην ομίχλη ιδεαλιστικών σοφισμάτων, οι δρόμοι, που ανοίγονται μπροστά σας, είνε και μένουνε δυό: ή θα πάτε με το μέρος της συντήρησης και της αντίδρασης, ή θα πάτε με το μέρος της επανάστασης. Tertium non datur.
Μα θα μου πείτε: Τι δουλειά έχουμε μεις με την αντίδραση ή με την επανάσταση; Πολιτικάντηδες ήρθαμε να γίνουμε; Ήρθαμε να σπουδάσουμε μιαν επιστήμη και να ζήσουμε έπειτα στην κοινωνία με την άσκηση της επιστήμης αυτής. Τι δουλειά έχει η μελέτη της επιστήμης μας με την πολιτική;
Αλήθεια υπάρχουν άνθρωποι, που θα σας μιλήσουνε με φρίκη και αηδία και με έσχατη περιφρόνηση για την «πολιτική» και θα σας ξορκίσουνε να μην έχετε καμιά σχέση μ’ αυτή την κατάρα του καιρού μας, την « π ο λ ι τ ι κ ή», που χώνει σαν το Μεφιστοφελή την ουρά της στην «καθαρή φιλοσοφία», στην «καθαρή επιστήμη», στην «καθαρή τέχνη» και τα μολύνει όλα.
Και όμως και όμως! Δεν πιστεύω να σας ξέφυγε, αγαπητοί μου νέοι, πώς και άλλοι συμβουλάτορες, που προηγήθηκαν από μένα, ας αναφέρω τους κ.κ Λούβαρι, Θεοδωρακόπουλο και Κανελλόπουλο, κάτω από τις βαθυστόχαστες φιλοσοφοντυμένες συμβουλές, που σας έδωσαν, δεν έκαμαν τίποτα άλλο από π ο λ ι τ ι κ ή, απ’ αυτή την καταραμένη πολιτική, που πάει να χωθεί σήμερα και μέσα στο 2+2=4. Και οι τρεις τους κρατώντας από μια φιλοσοφική αγιαστούρα ξόρκιζαν τον « ι σ τ ο ρ ι κ ό  υ λ ι σ μ ό» και τίποτα άλλο. Έκαναν καθαρή, καθαρότατη, αλλά…ανομολόγητη πολιτική.
Εγώ πάλι από την άλλη μεριά πιστεύω, πως είνε των αδυνάτων αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς οποιοδήποτε κλάδο της ανθρώπινης πνευματικής ενέργειας από την πολιτική. Γιατί ο άνθρωπος ούτε σαν άτομο ( που ουσιαστικά δεν υπάρχει) ούτε σα σύνολο, μπορεί να μεταβληθεί ποτέ σ’ ένα απλό και μόνο θεωρητικό πλάσμα. Ζωή σημαίνει ενέργεια και τρόπος ενέργειας. Τρόπος ενέργειας σημαίνει πολιτική, είτε συνειδητή, είτε όχι. Γιατί δεν υπάρχει ενέργεια του ανθρώπου, που δεν είνε κοινωνικά καθορισμένη. Ο τρόπος λοιπόν, που πραγματώνεται η ομαδική βούληση, είτε μέσα στις ομαδικές, είτε μέσα στις ατομικές ενέργειες, είνε πολιτική, αφού στον έναν τρόπο μπορεί να αντιταχθεί ένας άλλος τρόπος.
Μα ας εξετάσουμε τα ζητήματα κάπως ειδικότερα με τη δική σας περίπτωση. Ας υποθέσουμε λοιπόν, « έ ξ ω  α π ό  κ ά θ ε  π ο λ ι τ ι κ ή», ότι ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά σας και το μοναδικό χρέος που έχετε, είνε να γίνετε ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς. Τι είνε όμως επιστήμη; Θα μου απαντήσετε: « ένα συστηματοποιημένο σύνολο από γνώσες, που αναφέρονται σε μια περιοχή από φαινόμενα του φυσικού κόσμου ή της ανθρώπινης κοινωνίας». Ωραία. Ποιος είνε λοιπόν ο σκοπός σας, όταν λέτε πως πρέπει να γίνετε επιστήμονες; Θα μου απαντήσετε: « να οικειοποιηθούμε αυτό το συστηματοποιημένο σύνολο σε μια περιοχή του επιστητού και ν’ αποχτήσουμε την ικανότητα από τη μια μεριά να το πλουτίζουμε με νέες έρευνες και από την άλλη να εφαρμόζουμε ένα μέρος από τις γνώσες αυτές για την ωφέλεια των συνανθρώπων μας». Έτσι λοιπόν αντιλαμβάνεστε την κάθε επιστήμη σαν ένα άθροισμα από μερικές θεωρητικές και πραχτικές ικανότητες, που θα σας προσπορίζουνε και τα μέσα της ζωής σας.
Ο επιστήμονας είνε ουσιαστικά για σας ένας δεξιοτέχνης γιατρός, δικηγόρος, δάσκαλος, θεολόγος κ.λ.π.
Μα εδώ αμέσως γεννιέται μια σειρά από απορίες. Πώς δημιουργήθηκε αυτό το συστηματοποιημένο σύνολο από γνώσες, που το καλούμε επιστήμη; Γιατί έχει τούτη τη μορφή που έχει σήμερα και τούτη τη θέση, που έχει σήμερα στη ζωή;
Και οι απορίες αυτές μας φέρνουν αμέσως έξω από το γυάλινο πύργο της «καθαρής επιστήμης» και μας οδηγούνε ν’ αναζητήσουμε τα κοινωνικά αίτια, που ευνοούνε τη γέννηση, την ανάπτυξη και τη θέση, που έχει σήμερα η κάθε επιστήμη στη ζωή.
Έπειτα μια δεύτερη απορία. Με τον τρόπο της ζωής σας έξω από τον κύκλο αυτής της δεξιοτεχνίας, που θα ασκείτε για επάγγελμα, δεν έχει να κάμει τίποτε η επιστήμη; Η επιστήμη διαλύεται σε ατομικές δεξιοτεχνίες και δεν επιδρά καθόλου απάνω στον τρόπο της ζωής, που πρόκειται να ζήσετε σα μέλη μιας κοινωνίας; Η επιστήμη είναι χωρισμένη από τη ζωή;
Εδώ και σεις οι ίδιοι, όσοι δεν είσαστε διαλεχτικοί ματεριαλιστές, μα και η ολότητα ίσως από τους δασκάλους σας, θα απαντήσουνε μ’ ένα στόμα. Ν α ι! Τη ζωή τη ρυθμίζουνε, θα σας πούνε, άλλες «α ξ ί ε ς», ηθικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές. Και οι αξίες αυτές δεν πηγάζουν από τη γνώση. Ά ρ α  η ε π ι σ τ ή μ η  μ π ο ρ ε ί  ν α  μ ε λ ε τ ά ε ι  τ ι ς  α ξ ί ε ς  σ α  δ ε δ ο μ έ ν α, π ο τ έ  ό μ ω ς  δ ε  μ π ο ρ ε ί  ν α  γ ί ν ε ι  ρ υ θ μ ι σ τ ή ς  τ ο υ ς. Μα αν ρωτήσετε ποια είνε η πηγή αυτών των αξιών, θα πάρετε τις πιο σκοτεινές, τις πιο αόριστες, τις πιο θολές απάντησες, απάντησες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλες οδηγούνε στο μυστήριο, στην αποκάλυψη, στο υπερκοσμικό και φανταστικό.
Αυτή όμως η επίμονη τάση να χωριστεί η α ξ ί α, που ρυθμίζει τη ζωή από τη γ ν ώ σ η, φαντάζεσθε πως δεν είνε και αυτή κοινωνικά καθορισμένη; Είνε γνώρισμα όλων των κοινωνιών , που είνε χωρισμένες σε κοινωνικές τάξες και στηρίζονται στην κυριαρχία μιας τάξης απάνω στις άλλες. Και το λόγο του χωρισμού θα τόνε δείτε παρακάτω.
Αν όμως ακολουθήσετε μιαν άλλη σειρά στοχασμών, θα φτάσετε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Για θέσετε παρακαλώ το ερώτημα, ποια είνε η σχέση, που κάθε φορά, σε κάθε ιστορική στιγμή της ανθρωπότητας, υπάρχει ανάμεσα στο «ε ί ν α ι», στο «ν ο ε ί ν» και στο «π ρ ά τ τ ε ι ν»; Η μόνη απάντηση, που μπορείτε να έχετε σε μιαν αντικειμενική έρευνα του προβλήματος αυτού, είνε, πως σε κάθε στιγμή της ιστορικής διαδρομής, σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, το «ε ί ν α ι», το «ν ο ε ί ν» και το «π ρ ά τ τ ε ι ν» είνε αλληλένδετα και αλληλοεξαρτημένα. Το ε ί ν α ι, δηλαδή οι αντικειμενικοί  όροι της ανθρώπινης ζωής, καθορίζουνε τη γ ν ώ σ η και αυτή οδηγεί την π ρ ά ξ η, που από την άλλη μεριά κι αυτή είνε κάθε φορά το κίνητρο και το κριτήριο της γνώσης. Και η πράξη πάλι με τη γνώση μαζί επιδρούνε απάνω στην πραγματικότητα και τήνε μεταβάλλουν.
Γι αυτό όταν αλλάζουν ο ι  α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ί  ό ρ ο ι  και δημιουργείται νέα  γ ν ώ σ η και βγαίνει ένα καινούριο π ρ έ π ε ι, ξεσπάει η αντίθεση με το παλιό και δημιουργείται η ανάγκη μιας καινούριας σύνθεσης. Γι αυτό και η τάξη, που άρχει κάθε φορά, θέλει από τη μια μεριά να μονοπωλεί και να κοντρολάρει τη γ ν ώ σ η, δηλαδή την επιστήμη και από την άλλη μεριά να χωρίζει  απ’ αυτή το « π ρ έ π ε ι» ( το « π ρ έ π ε ι» που της συμφέρει) και να το ανάγει σε θεία καταγωγή, για να μην επηρεαστεί από την αλλαγή της γνώσης ( δέκα εντολές δοσμένες από το Θεό στο Μωυσή, η θ ι κ ό ς ν ό μ ο ς, που πηγάζει από την υπερβατική φύση του ανθρώπου κλπ. κλπ.)
Αν αυτό είνε έτσι, τότες η αντίληψη, που περιορίζει την έννοια της επιστήμης στην κατάχτηση μιας περιορισμένης περιοχής του επιστητού, ξεχωρισμένης με σινικά τείχη από κάθε γενική επισκόπηση του επιστητού και από την άλλη μεριά χωρίζει με στεγανά και αδιαπέραστα χωρίσματα την επιστήμη από τη ρύθμιση της ζωής, η αντίληψη λοιπόν αυτή της «καθαρής επιστήμης» είνε κ α ι  α υ τ ή  μια « π ο λ ι τ ι κ ή  α ν τ ί λ η ψ η» της επιστήμης. Όπερ έδει δείξαι.
Δικαιούμαστε λοιπόν σ’ αυτή την αντίληψη της επιστήμης ν’ αντιτάξουμε τη δική μας, που δε χωρίζει την επιστήμη από τη ρύθμιση της ζωής. Και την αντίληψη τούτη για την ενότητα επιστήμης και πράξης τη βλέπουμε να εφαρμόζεται πέρα για πέρα στη μόνη χώρα, που θέτει τα θεμέλια μιας νέας αταξικής κοινωνίας, που καταργεί την εκμετάλλεψη και βαδίζει προς τον κομμουνισμό, δηλαδή στη Σοβιετική  Ένωση.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η σπουδή της επιστήμης είνε αναπόσπαστα ενωμένη με γενική θεώρηση της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Και η γενική αυτή θεώρηση είνε μια επιστημονική φιλοσοφία.
Επιστήμονας χωρίς τέτια γενική επιστημονική κοσμοθεωρία είνε ένας απλός δεξιοτέχνης, ένας επαγγελματίας, πολύ κατώτερος από έναν εργάτη, γιατί ο τελευταίος, όταν είνε συνειδητός, έχει, έστω και στις γενικές γραμμές, την επιστημονική θεώρηση του κόσμου.
Με την έννοια αυτή μπορώ λοιπόν να σας πω κ’ εγώ:
Ο δ ρ ό μ ο ς,  π ο υ  α ν ο ί γ ε τ α ι  μ π ρ ο σ τ ά  σ α ς  ε ί ν ε  ν α  γ ί ν ε τ ε  ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς. Μου αρκεί αυτό. Γιατί είμαι βέβαιος, πως τότες τα εννιά δέκατα  από σας θα δεχτούνε για μόνη επιστημονική κοσμοθεωρία, που θα τους ικανοποιήσει , το δ ι α λ ε χ τ ι κ ό  μ α τ ε ρ ι α λ ι σ μ ό. Κ΄ έτσι λέγοντάς σας να γίνετε αληθινοί επιστήμονες, είνε το ίδιο σα να σας λέω:
Γ ε ν ν ε ί τ ε  ο π α δ ο ί  τ ο υ  δ ι α λ ε χ τ ι κ ο ύ  υ λ ι σ μ ο ύ.
Κ’ έχω τούτη την πεποίθηση, γιατί αυτός είνε και ο μόνος γνήσιος κοινωνικός σας καθορισμός.
Αλήθεια! Σκεφτείτε λιγάκι. Από πού έρχεστε σεις, παιδιά μου; Από ποια κοινωνικά στρώματα; πού ανήκετε; Το μεγαλύτερο πλήθος από σας είνε φτωχά παιδιά. Η αστική τάξη βέβαια υψώνει μπροστά στα μάτια όλων σας το τίμημα της προδοσίας: θέσεις κρατικές, πελατεία, αξιώματα, τίτλους, για να γίνετε οι πνευματικοί στυλοβάτες της. Ένα τραγικό παιδομάζωμα!
Έτσι και οι γιανίτσαροι γίνονταν οι πιο φανατικοί διώχτες των χριστιανών, όπως τα παιδιά των φτωχών, που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και αλλάζουν κοινωνική κατάσταση, γίνουνται οι πιο φανατικοί αντιδραστικοί.
Αν όμως ακούσετε τι σας λέει κατάβαθα το αίμα σας, δε θ’ αλλαξοπιστήσετε, δε θα προδώσετε την τάξη σας. Θα πάτε με το μέρος των φτωχών και θ’ αγωνιστείτε και σεις για να θεμελιώσετε τη νέα ζωή.
Και τότε θα βαδίσετε με βήμα ακλόνητο στο μ ό ν ο  δ ρ ό μ ο, που αληθινά ανοίγεται μπροστά σας.

Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού. Μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενα, «Τα Νέα Βιβλία» Α.Ε. Αθήνα 1946

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Μίκης Θεοδωράκης - Μανόλης Αναγνωστάκης


Μίκης Θεοδωράκης 90 χρόνια από τη γέννησή του.
Μανόλης Αναγνωστάκης 10 χρόνια από το θάνατό του.

Ανοίγουμε τον κλείδωνα στου Αγιαννιού τη χάρη κι όποια έχει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει...


...Την παραμονή του Αη- Γιαννιού στις 23 του Ιούνη είχαμε άλλο πανηγύρι. Μεγάλοι και μικροί τρέχαμε από νωρίς να προμηθευτούμε κουρελαρία για κάψιμο, παλιοσάνιδα, άχυρα και παλιοστρώματα, καφάσια και καλάθια κι απάνω - απάνω οι ξεραμένοι Μάηδες` το πιο μεγάλο γλέντι γινότανε την ώρα που καιγότανε ο " Ρηρός ".
Ο Ρηρός ήταν απ' τις μεγάλες προσωπικότητες του Συνοικισμού. Πλανόδιος μικρομανάβης πήγαινε  αργά στη Λαχαναγορά, αγόραζε ό,τι περίσσευε και πούλαγε στη φτήνια. Σέρνοντας το ξύλινο καρότσι του έφτανε απομεσήμερο πια στην πλατεΐτσα και βάζοντας το χέρι του στ' αυτί φώναζε δυνατά: " Ο Ρηρόοοος...". Τρέχανε όλες οι γυναίκες να προμηθευτούν σε τιμές ευκαιρίας. Ευκαιρία και για μας τους πιτσιρικάδες να χωθούμε ανάμεσά τους και να βάλουμε τίποτα στην τσέπη: τζάνερα και κυδώνια, μούσμουλα και κεράσια, κάστανα, τζίτζιφα και γλυκοπατάτες, ρόδια και φραγκοστάφυλα, άγουρα ή σαπισμένα, χωρίς καμιά πολυτέλεια επιλογής. Ύστερα, μαζεμένοι κάτω απ' την ακακία, πλυμένα ή κι άπλυτα , τα ροκανίζαμε αργά - αργά γιομάτοι γλύκα κι ευχαρίστηση. Λίγοι νοικοκυραίοι τολμούσαν τότε ν' αγοράσουν φρούτα από του " Λάρου" ή τα άλλα μεγάλα μανάβικα της Χαροκόπου.
Απ΄τα χαράματα η Ελένη η χήρα, η Ελένη η Τσεμπερλού, η Κατίνα η Σκατοκολίνα κι άλλες, μαζωμένες στην αυλή, φτιάχνανε το ξόανο του Ρηρού. Παίρνανε ένα παλιό παντελόνι, το γιομίζαν ροκανίδια, ντύνανε μια παλιά πουκαμίσα κι ένα σακάκι κι ο Ρηρός ήταν έτοιμος. Μ' ένα τραγιασκάκι χωμένο ως τ' αυτιά και το τσιγάρο κουτσαβακίστικο στο ζωγραφισμένο στόμα.
Ίδιος κι απαράλλαχτος, κοντόχοντρος και καλοσυνάτος. Το βράδυ λαμπάδιαζε ο ντουνιάς. Καιγότανε και φάνταζε ο τόπος. Πηδούσαν οι μεγάλοι τρεις φορές και χίλιες οι πιτσιρικάδες. Όταν διασταυρώνονταν έλεγαν μια ευχή.


Αργά το βράδυ, σαν καταλάγιαζε η φωτιά, οι κοπέλες ετοιμάζανε τον κλείδωνα!
Παίρναν αντικείμενα, τα λεγόμενα " ριζικάρικα ": δαχτυλίδια, καρφίτσες, παραμάνες, κουμπιά κι άλλα πολλά. Ύστερα τα σκεπάζανε μ' ένα ύφασμα, λέγοντας το εξής δίστιχο:

Κλειδώνουμε τον κλείδωνα στου Αγιαννιού τη χάρη
κι όποια έχει το καλό να δώσει και να πάρει.

Το δοχείο έμενε όλη τη νύχτα έξω στη δροσιά. Τ' άλλο βράδυ - ανήμερα του Αγιαννιού - μαζευόντουσαν οι μεγάλοι στην αυλή της Καραγιαννούς, κι ο κλείδωνας ανοιγότανε, αφού έλεγαν τον παρακάτω στίχο:


Ανοίγουμε τον κλείδωνα στου Αγιαννιού τη χάρη
κι όποια έχει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει.

Η αρχιμαστόρισσα έβαζε ένα-ένα τ' αντικείμενα, λέγοντας κάποιο δίστιχο που αντιστοιχούσε στην τύχη αυτής που το είχε. Και να τα γέλια κι οι προστυχιές! Χαρά και μεις οι πιτσιρίκοι που, χωμένοι ανάμεσά τους, ακούγαμε τους μεγάλους να λένε πρόστυχα , τα προλαβαίναμε κι εμείς κι η γλώσσα μας πήγαινε ροδάνι...



Βασίλης Λιόγκαρης, Συνοικισμός Χαροκόπου , Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1998, 2η έκδοση














Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Κλεονίκη Τζοανάκη, μια αυθεντική μικρασιάτικη φωνή


 Η Κλεονίκη Τζοανάκη, το γένος Κουρεπίνη, γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1915 στη Χίο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διωγμού και το 1919 επέστρεψε στην πατρώα γη, στα Αλάτσατα.
Η αγροτική οικογένεια της Κλεονίκης ζούσε κατά διαστήματα και στον ελληνικό οικισμό Τσικούρια, ανατολικά των Αλατσάτων, όπου είχε χτήματα κι αμπέλια. Στις μέρες της Καταστροφής του ‘22, η οικογένεια γλίτωσε με την ψυχή στο στόμα στη Χίο, ενώ ο μικρότερος γιος, ο δεκαεξαετής Γιώργος Κουρεπίνης, συνελήφθη και χάθηκε στην Ανατολή αιχμάλωτος των Τούρκων. Μάταια τον αναζήτησε η Κλεονίκη, κάνοντας πολλά ταξίδια ως τα βάθη της Μικράς Ασίας, κυρίως μετά το 1972.
Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κηφισιά, μαζί με πολλούς άλλους Ερυθραιώτες πρόσφυγες και ζούσαν σε σχολεία, αποθήκες και παράγκες, νοσταλγώντας πάντα τη μικρασιατική πατρίδα. Το Κλεονικάκι τραγουδούσε συχνά τούτα τα στιχάκια για την προσφυγιά:

Από μικρή στην Κηφισιά, μέσα στα περιβόλια,
πολύ μακριά απ’ τ’ Αλάτσατα, μαύρα μου φαίνουντ’ όλα.

Τση τύχης μου ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω,
στ’ Αλάτσατα να γεννηθώ, στα ξένα να γεράσω.


Το 1925 ιδρύθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας κι από τότε η Κλεονίκη εγκαταστάθηκε για πάντα εδώ. Παντρεύτηκε το 1936 τον Γιώργη Τζοανάκη από το Λυθρί (αρχαίες Ερυθρές) της Ερυθραίας κι απόκτησαν τέσσερις γιους, τον Αντρέα, το Δημήτρη, το Μανούκα και το Γιαννακό.

 Η Κλεονίκη, σαν άξιο γέννημα της ερυθραιώτικης Ρωμιοσύνης, δεν έβγαλε ούτε στιγμή από το νου της την Πατρίδα, όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς της. Από μικρό κορίτσι έμαθε να τραγουδά, να χορεύει και να παίζει στο τουμπελέκι της τους σκοπούς της μικρασιατικής γης. Η μάνα της Λουλουδιά Κουρεπίνη κι η θειά της Χαρικλείτσα Κουνέλα, καθώς και πολλές άλλες συγγενείς, γειτόνισσες και φίλες, της μετέδωσαν όλο τον μουσικοχορευτικό πλούτο της Ερυθραίας.

 Η Κλεονίκη ήταν πάντα το κέντρο της παρέας στα γλέντια των Ερυθραιωτών. Με το τουμπελέκι και τα τραγούδια της φούντωνε τους καημούς και τα μεράκια των προσφύγων και συντηρούσε δραστικά τη μνήμη της Πατρίδας. Με τα παμπάλαια αλατσατιανά τραγούδια έζησε όλη του τη ζωή το Κλεονικό μας. Σαν αρπούσε το ντουμπελέκι της κι αρκίναε να τραγουδά, αντιλαλούσε η Ερυθραία από τους χαβάδες της Μικρασίας κι από τη μοναδική, την υπέροχη φωνή της, που μάγευε κόσμο και ντουνιά. Λες κι είναι τώρα δα, μες στα μάτια μας, που το Κλεονικάκι ηχόρευγε με τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο τη Γιωργίτσα, που ηπαίνευγε τα νιόνυφα με τα στιχάκια τσης, που ηκογιόναρε τραγουδώντας για τσι κουδουνάτοι, που ‘γκώμιαζε του Χριστού τα πάθη, που ητραγούδαε τσι χαρές, την αγάπη, τσι λαχτάρες και τα πάθια της Ερυθραίας, τσι καημοί και τα μεράκια της Μικρασίας.
 Ερευνώντας στις γειτονιές των προσφύγων, την ανακάλυψε η Δόμνα Σαμίου, γύρω στο 1976 κι από τότε η Κλεονίκη γνώρισε δόξα μεγάλη κ’ ηγένηκε φουμισμένη. Η Δόμνα έμαθε πολλά τραγούδια από την Κλεονίκη. Την παρουσίαζε συχνά στις μουσικές εκπομπές της στην Ελληνική Ραδιοφωνία και την ηχογράφησε στους δίσκους της Μικρασιάτικα Τραγούδια 1 και 2. Στο σπίτι της Κλεονίκης γυρίστηκε ένα τμήμα της αρχειακής πλέον τηλεοπτικής σειράς «Μουσικό Οδοιπορικό» με χορούς και τραγούδια της Ερυθραίας και κυρίως των Αλατσάτων, που επιμελήθηκε και πάλι η Δόμνα. Από τότε η Κλεονίκη συμμετείχε συχνά, άλλοτε με τη Δόμνα κι άλλοτε μόνη της, σε αμέτρητες συναυλίες και χορευτικές εκδηλώσεις μικρασιατικών συλλόγων (κυρίως του Συλλόγου Αλατσατιανών), δήμων κ.ά. φορέων στην Αττική κι αλλού, με αποκορύφωμα τις εμφανίσεις της στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στην Πολιτιστική Εταιρία «Πανόραμα», στο κινηματοθέατρο Παλλάς (6 Μαρτίου 1992, Μέρες Μουσικής), στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων (1993-1994), στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα (Ναύπλιο 1995) και στο Ηρώδειο (Φεστιβάλ Αθηνών, Μουσικές στις άκρες του Ελληνισμού, 19-20 Σεπτ. 1995), πλάι στα «ιερά τέρατα» της δημοτικής μουσικής Δ. Σαμίου και Χρ. Αηδονίδη, όπου οι θεατές την αποθέωσαν μόλις τραγούδησε την Αλατσατιανή.

 Το 1977 οργανώθηκε στο Γυμνάσιο της Ν. Ερυθραίας μια αναπαράσταση ερυθραιώτικου γάμου, στον οποίο βέβαια η Κλεονίκη πρωτοστατούσε με τα τραγούδια, το χορό και το τουμπελέκι της. Αυτή η αναβίωση του γάμου ίσως είναι από τις πρώτες του είδους σε πανελλήνια κλίμακα, γιατί μέχρι τότε ήταν ελάχιστοι αυτοί που ασχολούνταν με το μικρασιάτικο δημοτικό τραγούδι, με μουσικοχορευτικές παραστάσεις κλπ. Περιττό να πούμε ότι η Κλεονίκη ήταν εξ αρχής η ψυχή της γιορτής «Αλλοτινές Πατρίδες» που οργανώνει από κάθε χρόνο από το 1978 ο Δήμος Ν. Ερυθραίας, καθώς και όλων των παρομοίων εκδηλώσεων στην περιοχή. Και ποιος Νεοερυθραιώτης δεν έχει συγκινηθεί, βλέποντάς την, ντυμένη με αλατσατιανά μισοφούστανα φερμένα απ’ την Πατρίδα, να τραγουδά, να παίζει και να χορεύει, πότε με τον άντρα της, το μπάρμπα-Γιώργη, και πότε με παλιούς και νεότερους Ερυθραιώτες, τον Άτταρη, το μπάλλο (σημ. Αλατσατιανός μπάλος), τη Γιωργίτσα και τον καρσιλαμά!

 Αυτοί οι δυο άνθρωποι στήριξαν και τον Χορευτικό Όμιλο του Πνευματικού Κέντρου Ν. Ερυθραίας από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, το 1980. Τραγούδησαν και χόρεψαν με τον Όμιλο για περισσότερα από 10 χρόνια κι έγιναν οι γνήσιοι δάσκαλοι των ερυθραιώτικων χορών και οι εμπνευστές των νέων χορευτών. Σ’ αυτούς – και ιδιαιτέρως στην Κλεονίκη – ο Χορευτικός Όμιλος οφείλει ίσως την ύπαρξή του, γιατί του μετέδωσαν όλη τη γνώση, το μεράκι, το κέφι, τη λατρεία και την αγάπη τους για την ερυθραιώτικη μουσικοχορευτική κι ενδυματολογική παράδοση. Χωρίς το ζεύγος Τζοανάκη κι ορισμένους άλλους ανθρώπους – το Σταύρο Σφαντό, τη Μαρία Τζοανάκη, τη Βάσω Γεώργαντζη, το Νικολή Μαπάκη, τη Στέλλα Φαρατζή, τη Στάσα τη Μούσαινα κ.ά. – δεν θα ξέραμε τους ερυθραιώτικους χορούς και σίγουρα θα ήμασταν πολιτισμικά φτωχότεροι στη Ν. Ερυθραία.

 Από το 1980 το σπίτι της Κλεονίκης έγινε στέκι περίφημων κι εκλεκτών Μικρασιατών μουσικών. Εκτός από τη Δόμνα, ο γλυκύτατος βιολιτζής Στέφανος Βαρτάνης, ο κορυφαίοςΝίκος Στεφανίδης με το κανονάκι του, ο σπουδαίος λαουτιέρης Μαθιός Βεντούρης, ο χρυσοδάχτυλος Μαθιός Μπαλαμπάνης με το τουμπελέκι, ο μερακλής Αντώνης Αναγνώστου με το ούτι και κοντά τους νεότεροι τραγουδιστές κι οργανοπαίκτες (όπως η Γιώτα Βέη, ο Αντρέας Παπάς κι άλλοι) έρχονταν στης Κλεονίκης να παίξουν, να τραγουδήσουν και να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να κάνουν παρέα και να γλεντήσουν, συνοδεύοντας πάντα την Κλεονίκη με τη γλυκιά μελωδική φωνή και το αμίμητο χορευτικό ύφος.

Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από κείνο το γλεντζέδικο και ξένοιαστο σπίτι! Μουσικοί, δημοσιογράφοι, φοιτητές, ιερωμένοι, ερευνητές, σκηνοθέτες, δάσκαλοι, όλοι λάτρεις της Μικρασίας που ήθελαν να τους τραγουδήσει και να μάθουν από το Κλεονικό όσα περισσότερα για τη μικρή Μεγάλη Πατρίδα της. Κι εκείνη τους δεχόταν πρόθυμα κι ακούραστα, χωρίς ποτέ να γίνει ντίβα και σταρ.

Το 1991, με έρευνα κι επιμέλεια του γράφοντος, το Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών κυκλοφόρησε το δίσκο Χοροί και τραγούδια από τα Αλάτσατα και την Ερυθραία της Μ. Ασίας, στον οποίο η Κλεονίκη τραγουδά 9 από τα 13 τραγούδια του. Την επόμενη  χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος Τραγούδια στις άκρες του Ελληνισμού, σε επιμέλεια του Λάμπρου Λιάβα, με 4 ηχογραφήσεις της Κλεονίκης από τη συναυλία στο Παλλάς. Το 1994 ακολούθησε νέος διπλός δίσκος του Λυκείου Ελληνίδων – συμπλήρωμα του πρώτου – με 30 χορούς και τραγούδια από τη Σμύρνη και την Ερυθραία, όπου και πάλι η Κλεονίκη τραγουδά 10 από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια.

Οι δίσκοι αυτοί, μαζί με εκείνους της Δόμνας που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1980, αποτελούν σήμερα πολύτιμη αρχειακή πηγή για το μικρασιάτικο και μάλιστα το ερυθραιώτικο τραγούδι. Όλοι οι νεότεροι μουσικοί, τραγουδιστές και χορωδίες πολλών μικρασιατικών συλλόγων εκεί ανατρέχουν, για να αποδώσουν σε μεταγενέστερες εκτελέσεις τα τραγούδια της Ερυθραίας (π.χ. Γαϊτάνος, Θαλασσινός, Μαριώ, Γ. Τζώρτζης κ.ά.). Χάρη σ’ αυτούς τους δίσκους με τη μοναδική ερμηνεία της Κλεονίκης, αλλά και άλλων Ερυθραιωτών, έγιναν σχεδόν πανελλήνιες επιτυχίες τα τραγούδια Αλατσατιανή, Γιωργίτσα, Γιαλό γιαλό (σημ. γνωστό και ως Γιατζηλαριανή), Λαλεδάκια κ.ά., που τραγουδιούνται κατά κόρον από διάφορους σε συναυλίες δημοτικής μουσικής, ακόμη και σε ρεμπετάδικα. Τα τραγούδια με τη φωνή της Κλεονίκης χρησιμοποιήθηκαν επίσης και σε θεατρικές παραστάσεις με μικρασιάτικο θέμα, όπως ο Κοινός Λόγος της Έλλης Παπαδημητρίου και η περίφημη Αγγέλα Παπάζογλου, με επιμέλεια του Λάμπρου Λιάβα.
 Τα τραγούδια κι η φωνή της δεν λείπουν μέχρι σήμερα από καμιά εκπομπή δημοτικής μουσικής κρατικών, εκκλησιαστικών ή ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό και τα χρησιμοποιούν αμέτρητοι χορευτικοί όμιλοι σε πρόβες και παραστάσεις.
 
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Φαίνεται πως την Κλεονίκη τήνε ζήλεψε ο Χάρος κι αποφάσισε να τη χτυπήσει αλύπητα. Το 1996 πεθαίνει ο μικρότερος γιος της Γιαννακός και μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια τον ακολουθούν άλλοι δυο, ο Μανούκας κι ο καπετάν-Αντρέας. Τ’ αηδόνι τ’ Αλατσάτου ρημάχτηκε. Ζώντας μια ολόκληρη ζωή με το τραγούδι και γνωρίζοντας απ’ αυτό τέτοια φήμη, όση ίσως κανένας απλός άνθρωπος του καιρού μας, η κερά-Κλεονίκη πέρασε τα τελευταία 9 χρόνια της ζωής της μέσα σε ανείπωτο πόνο για το χαμό των γιων της. Επιπλέον η σταδιακή απώλεια της όρασης την καθήλωσε για πάντα στο κρεβάτι, προς επιβεβαίωση, γι’ άλλη μια φορά, του σολώνειου ρητού «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε».

Η Νέα Ερυθραία κήδεψε τραγουδιστή τη διάσημη Ερυθραιώτισσα στις 16 Μαΐου 2005, έτσι όπως της έπρεπε. Πάνω από το λείψανο της Κλεονίκης η Δόμνα Σαμίου, οι γυναίκες του Χορευτικού Ομίλου κι όλοι οι Ερυθραιώτες, υπό τους ήχους του τουμπελεκιού που έπαιζε ο Παντελής Πολιτάκης, της τραγουδήσαμε για ύστατη φορά πολύ συγκινημένοι τηνΑλατσατιανή.

Τι να την κάνω τη ζωή, αν είναι κι άλλη τόση,
αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λιώσει.


Τώρα πια το Κλεονικάκι μας δε θα ξαναπιάσει το ντουμπελέκι και το τραγούδι ντου ούτε θε’ να μας νεστορήσει κείνα τα ξένοιαστα παιδικάτα στην Ανατολή, ανεκατωμένα με τα πικρά φαρμάκια τση προσφυγιάς. Η γλυκύτερη φωνή τ’ Αλατσάτου ησώπασε πια. Βουβαμός! Τ’ αηδονάκι μας ηπέταξε γι’ αλλού. Ήμπε στου Χάρου το καράβι κ’ ήφυε για κείνα τα νερά, για τον καλλιότερο τόπο: πάει στα δικά ντου Αλάτσατα, σε κείνα τση παράδεισος!
Όμως το Κλεονικό μας του την ήσκασε του Χάρου! Ήκλεισε τη φωνή της σε δίσκους και μας την άφηκε για πάντα εδώ, σαν αιώνιο δώρο και πολύτιμη κληρονομιά, για ν’ αποτελεί το σπουδαιότερο κεφάλαιο πολιτισμού στην πόλη μας, για να μας συντροφεύει στις χαρές και στα ντέρτια μας, για να μας οδηγεί στα μυστικά μονοπάτια που μας ενώνουν με τη μικρασιατική γη.

 Το άρθρο δημοσιεύτηκε αντί νεκρολογίας, από τον φιλόλογο – ερευνητή και προσωπικό φίλο της Κλεονίκης Τζοανάκη, Θοδωρή Κοντάρα στην εφημερίδα Η Νέα Ερυθραία, 21 Μαΐου 2005.
Το δανείστηκα από εδώ 

 
 
 









Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

"Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες..."


Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισια βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ, βρίσκεται στην αρχή του πάντα

                                 Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος (ΙΙΙ)



Οδυσσέας Ελύτης , Σύγχρονοι ποιητές 2, Άκμων , Αθήνα 1979 , 2η έκδοση

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Ζοζέ Σαραμάγκου

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

[…Ο καιρός ήταν αίθριος, οι βροχές φαίνεται πως είχαν τελειώσει κι ο ήλιος, αν και χλωμός, ήταν πια αισθητός στην αφή. Δεν ξέρω πώς θα τα βγάλουμε πέρα όταν σφίξουν οι ζέστες, είπε ο γιατρός, μ’ όλα αυτά τα σκουπίδια που σαπίζουν εδώ πέρα, τα νεκρά ζώα, ίσως και άνθρωποι ακόμα, θα πρέπει να υπάρχουν νεκροί άνθρωποι μέσα στα σπίτια, το κακό είναι ότι δεν είμαστε οργανωμένοι, θα έπρεπε να υπάρχει οργάνωση κατά πολυκατοικία, κατά δρόμο, κατά γειτονιά. Μια κυβέρνηση, είπε η γυναίκα, Μια οργάνωση, και το σώμα ακόμα είναι ένα σώμα οργανωμένο, κι ο θάνατος δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας αποδιοργάνωσης, Και πώς μπορεί να οργανωθεί μια κοινωνία τυφλών για να ζήσει, Να οργανωθεί, κι αν οργανωθεί είναι κατά κάποιον τρόπο σαν να έχει κιόλας μάτια, Ίσως να έχεις δίκιο, αλλά η εμπειρία αυτή της τυφλότητας μόνο θάνατο και αθλιότητα μας έφερε, τα μάτια μου, όπως και το ιατρείο για σένα, δεν χρησίμεψαν σε τίποτα, Χάρη στα μάτια σου είμαστε ζωντανοί, είπε η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά, Ζωντανοί θα ήμασταν ακόμα κι αν ήμουν τυφλή, ο κόσμος είναι γεμάτος από ζωντανούς τυφλούς, Εγώ πιστεύω ότι θα πεθάνουμε όλοι, είναι ζήτημα χρόνου. Πάντα ζήτημα χρόνου ήταν ο θάνατος, είπε ο γιατρός, Να πεθάνει όμως κανείς μόνο και μόνο επειδή είναι τυφλός είναι ο χειρότερος τρόπος θανάτου, Πεθαίνουμε από αρρώστιες, ατυχήματα, δυστυχήματα, Και τώρα θα πεθάνουμε επειδή είμαστε τυφλοί, θέλω να πω θα πεθάνουμε από τυφλότητα και καρκίνο, από τυφλότητα και φυματίωση, από τυφλότητα και έιτζ, από τυφλότητα και έμφραγμα, οι αρρώστιες μπορεί να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα μας σκοτώνει τώρα είναι η τυφλότητα, Δεν είμαστε αθάνατοι, δεν μπορούμε να γλιτώσουμε απ’ το θάνατο, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να μην είμαστε τυφλοί, είπε η γυναίκα του γιατρού, Πώς όμως , αφού η τυφλότητά μας είναι συγκεκριμένη και αληθινή, είπε ο γιατρός, Δεν είμαι και τόσο σίγουρη, είπε η γυναίκα, Ούτε κι εγώ , είπε η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά…]

Περί τυφλότητος είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος από όπου και το μικρό απόσπασμα.[1]
Η υπόθεση ξεκινά με την ξαφνική τύφλωση ενός ανθρώπου στη μέση του δρόμου και συνεχίζει με την ομαδική τύφλωση ενός ολόκληρου λαού εκτός μίας γυναίκας. Δύσκολο  αλλά  εξαιρετικό βιβλίο. Πολύ σκληρό, πολύ ωμό  αλλά και βαθιά ανθρώπινο. Δείχνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και πόσο λίγο θέλει η ανθρώπινη συμπεριφορά  να μετατραπεί σε κτηνώδη. Ψυχογραφικό, αποκαλυπτικό των ανθρώπινων σχέσεων, πολυεπίπεδο, εφιαλτικό. Για σκεφθείτε τον εαυτό σας τυφλό σε έναν κόσμο που είναι όλοι τυφλοί εκτός από μια γυναίκα που όμως δεν αποκαλύπτεται. Πώς να οργανώσεις τη ζωή σου, πώς να εξυπηρετήσεις τις ανάγκες σου, πώς να ελέγξεις τα πάθη των διπλανών σου;
Η δυσκολία της ανάγνωσης βρίσκεται στον τρόπο της αφήγησης, στην οποία ενσωματώνονται οι διάλογοι. Χρειάζεται να είσαι πολύ συγκεντρωμένος για να καταλαβαίνεις ποιος μιλάει, σε ποιον μιλάει αλλά να αντιλαμβάνεσαι και τα σχόλια του συγγραφέα που παρεμβάλλονται και δεν αφήνουν τίποτε όρθιο.


Συγγραφέας ο Ζοζέ Σαραμάγκου  από το χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, γιος ακτημόνων αναγκάστηκε αν και καλός μαθητής να εγκαταλείψει το σχολείο. Παρακολούθησε μαθήματα σε Επαγγελματική σχολή και ανακάλυψε για πρώτη φορά την λογοτεχνία μέσα από τα σχολικά βιβλία. Αργότερα επισκεπτόταν μια δημόσια βιβλιοθήκη στη Λισσαβώνα και έτσι μόνος του, χωρίς βοήθεια με μόνο κίνητρο την περιέργεια και τη θέληση να μάθει του άρεσε να διαβάζει. Ουσιαστικά είναι ένας συγγραφέας αυτοδίδακτος.Το 1947 εξέδωσε το πρώτο του έργο με τίτλο Γη της αμαρτίας. Λογοτεχνικά επανεμφανίζεται το 1966. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το  1969 και τιμημένος με το Βραβείο Νόμπελ το 1998.
Η Πορτογαλική Κυβέρνηση απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας εξ αιτίας του βιβλίου του Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου συμμετείχε σε συνέδρια και συναντήσεις σε όλον τον κόσμο για λογοτεχνικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Αγωνίστηκε για μια δίκαιη κοινωνία που θα έχει στο επίκεντρο της τον άνθρωπο και το σεβασμό των δικαιωμάτων του και όχι το κέρδος.
Τα έργα του πολλά και σπουδαία. Μερικά από αυτά είναι: Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, Η Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, Περί τυφλότητος, Η πέτρινη σχεδία, Περί φωτίσεως κ.α
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου πέθανε στις 18 Ιουνίου του 2010.[2]
[1] Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί Τυφλότητος, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, Καστανιώτης 2010
[2]  Οι πληροφορίες για τον συγγραφέα είναι από τον ιστότοπο Jose Saramago .

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Ο Γιώργος Σεφέρης για τον Άγγελο Σικελιανό

Ο θάνατος του ποιητή είναι η συντέλεια μιας γέννησης. Ο Άγγελος Σικελιανός έπεσε` το έργο του τώρα, έξω από τον ήσκιο του μεγάλου άντρα, υψώνεται ακέριο, κατορθωμένο μέσα στο απόλυτο φως,

Σα μυγδαλιά που είναι ντυμένη μόνο μ' άνθια,
δίχως φύλλο πουθενά,
θάμπος λευκό ως τα βάθη των φρενών,
ολάνθιστη σιωπή!

Καθώς αναμετρούμε το βαθύτατο λάκκο που άνοιξε, πέφτοντας ανάμεσά μας, ο Άγγελος Σικελιανός, αυτή την ολάνθιστη σιωπή μιας γέννησης συλλογίζομαι. Είναι δύσκολο να εξηγήση κανείς όταν βρίσκεται πολύ κοντά στη συγκίνηση. Κι όμως, καθώς προσπαθώ να συγκρατήσω όσο μπορώ πάνω στη γη μας την ανθρώπινη παρουσία του, συλλογίζομαι ακόμη πως ήταν εκείνος που έβαλε όλη την ορμή της ψυχής του για ν' αγκαλιάσει τη ζωή και το θάνατο μαζί. Δεν ξέρω αν υπάρχει μορφή που να ξυπνά μέσα μας τόσες εικόνες επιταφίων και αναστάσεων` ήμουν έτοιμος να πω πως το έργο του θα μπορούσε να πλαισιωθεί με την υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: με μιαν ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα.
Καθώς περνούν τα χρόνια και με τη βοήθεια των ποιητών μας αρχίζουμε και υποψιαζόμαστε πόσο βαθιά μπορούν και πάνε οι αντίλαλοι της παράδοσής μας, ξεκαθαρίζουμε σιγά σιγά ποια είναι τα πράγματα που μας ξεχωρίζουν μέσα στον κόσμο που ζούμε. Βλέπουμε κάποτε πως τα αισθήματά μας, όταν είναι πραγματικά, τα σύμβολα της λατρείας μας, όταν πρόκειται για πραγματική λατρεία, τα ορμέμφυτά μας, επειδή ταξίδεψαν τόσο πολύ μέσα στο χρόνο και στις γενεές, επειδή ριζοβόλησαν όχι μόνο ανάμεσά μας, αλλά και σημαντικά μακρύτερά μας, έχουν ένα αρμονικό πλούτο πολύ πλατύ κι έναν τόνο κάποτε εξαιρετικά ιδιόμορφο. Πόσο ιδιόμορφο, μπορεί να το λογαριάσει κανείς όταν συλλογιστεί τους μεγάλους ποιητές που είχαμε τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Αν τους φανταστεί κανείς αυτούς τους ανθρώπους σαν τα σημεία που προσδιορίζουν τον ορίζοντα μιας ιδέας, της ελληνικής ιδέας, αν προσπαθήσει να προσέξει πόσο ιδιότροπα διαφορετικοί και συνάμα πόσο σύμφωνοι είναι, ίσως και νιώσει το πλάτος και τη φυσιογνωμία του πνευματικού μας χώρου. Πάντα πιστός στον εαυτό του, θα λέγαμε, κι ωστόσο μυστικός και αντιφατικός σαν όλα τα πράγματα όπου σφύζει η ζωή.
Η παράδοσή μας είναι γεμάτη αντιθέσεις. Οι επιφανείς άντρες τις αρμονίζουν. Στην Ελλάδα και ο Διόνυσος είναι Εσταυρωμένος. Αλλά χρειάστηκε η δυνατή πίεση της φωνής του Σικελιανού για να σαρκωθεί σε μιαν ενότητα ο λόγος:

Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου...

Έτσι συλλογίζομαι και τη μορφή της Μητέρας του Θεού που είναι τόσο κοντά του` συλλογίζομαι όνειρα σαν το ακόλουθο που πρέπει να έχουν πάρει το χρώμα τους από το παιδικό εικονοστάσι:

...είδα τον πατέρα μου απλωμένο δίπλα μου,
   βγαίνοντας ξάφνου απάνωθέ του το σεντόνι,
   ολόγυμνος να πεταχτεί στα μάτια μου μπροστά,
   ωραιότερος,
   μεστότερος,
   με σάρκα ωσάν τριαντάφυλλο,
   όλο φως,
   και να μου πει:
   " Γιε μου, ελυτρώθηκα..."

Και προσπαθώ να κοιτάξω το θρησκευτικό αίσθημα του Σικελιανού να ξεκινά από τη λευκαδίτικη πατρογονική του χριστιανοσύνη , να προχωρεί και να θρέφεται με όλες τις ανάσες της ελληνικής γης, ν' απλώνεται και ν' αφομοιώνει μύθους που τους πιστεύαμε τελειωτικά πεθαμένους, να κινείται ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Άδη, που είναι το ίδιο, καθώς το θέλει ο Ηράκλειτος, και να ποθεί ολοένα μιαν ανάσταση, ένα ξαναγέννημα: την " Άνω Ελλάδα".
Στα χρόνια που ο Σικελιανός είναι ακόμη έφηβος, ολόκληρος ο πνευματικός  μας κόσμος κεντρίζεται από αυτόν τον πόθο:

Στο νου των νέων Ελλήνων,
όπου λούζεται στο νέο 
ρόδινο φως βαθιά,
παίζεται κάποια μίμηση
της πάλης του άνηβου Θεού,
του νέου Απόλλωνα,
όταν σκότωσε τον Πύθωνα...

Είναι η εποχή του Παλαμά, αλλ' ανάμεσα στις τόσες μορφές της εποχής εκείνης θα ήθελα ν' αναφέρω μόνο τον Περικλή Γιαννόπουλο, έτσι καθώς ο ίδιος ο Σικελιανός τον ιστορίζει. Του μοιάζει σαν αδερφός:

Κι η αγάπη του όμορφου κορμιού και του ήλιου,
της ρυθμισμένης δύναμης που δείχνει
την ομορφιά δίχως κανένα αγώνα,
με μόνον ένα σάλεμα, με μόνον
ένα ήσυχο χαμόγελο, με μόνον
ένα γοργό και ένα καθάριο γέλιο,
σαν κοράκου κραυγή μες στης αβύσσου
των αττικών ουράνιων τη γλαυκότη,
καθάρια κι ασυντρόφευτη αναζούσε
στο σάλεμα και στο χαμόγελό του,
ω Αττική, - και κανένας τα λεπτά σου
τα μύρα δεν ανάσανε με τόσον
αρχοντική την αίστηση, κανένας
τ' ανέλπιστά σου χρώματα δεν πήρε
να κλείσει πιο σφιχτά στα βλέφαρά του,
και το λιτό σου πνέμα να σαρκώσει
τριγύρα μας δεν ξέραμε κανένα
να μοιάζει πιο πολύ με την ελιά σου,
με το ξανθό τ' αστάχυ σου, κι ακόμα
με τα κιτρινισμένα μάρμαρά σου...

Αλλά ο Σικελιανός ήταν πολύ πιο ρωμαλέος δημιουργός. Αν είχε μέσα του κι αυτός τη λαχτάρα που έκαιγε τον Γιαννόπουλο και τον οδήγησε καβαλάρη στο θαλασσινό του τάφο, μπόρεσε ωστόσο, με τον Διόνυσο ακέριο μέσα στις φλέβες του, ν' αναστήσει μια ζωή παρούσα από τα πιο μακρυνά άδυτα της παράδοσής μας. Στη φωνή του ένας ολόκληρος κόσμος ξεχασμένος, ενταφιασμένος, εγείρεται, σαν δεύτερη παρουσία ριζωμένη σε μιαν ελληνική φύση που ανασαίνει με όλη τη δρόσο της πρώτης ματιάς, ριζωμένη στις αισθήσεις του ανθρώπου.
 Ο Σικελιανός είναι χωρίς διάσπαση, χωρίς διάθλαση. Και όπως δεν παραδέχεται να χωρίσει το θάνατο από την πιο θερμή στιγμή της ζωής, όπως δεν παραδέχεται να χωρίσει το σώμα του από το σώμα του τόπου του, έτσι αγωνίζεται να ενώσει τον κόσμο των θεών και τον κόσμο των ανθρώπων. Υπάρχει στον Σικελιανό ένας ιερός ελληνικός ενανθρωπισμός.

...και λέμε η γη να σμίξει με τ' αστέρια
   μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι
   στάχυα να θρέψει κι ο ουρανός` πατέρα,
   τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
   της ζωής η πίκρα μ' όλο της το βάρος...

Όμως η πρόθεση μου δεν ήταν ν' ανιστορήσω την ποίηση του Σικελιανού. Ήθελα μόνο να κρατηθώ για λίγο ακόμη κοντά στο φίλο που εχάσαμε.
Τον συνάντησα αργά στην ζωή. Λέω πως το φταίξιμο πρέπει να ήταν δικό μου. Θαρρώ πως το πραγματικό συναπάντημά μας έγινε όταν πρωτοδιάβασα σε χειρόγραφο την " Ιερά Οδό".

Από τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει...

Θυμούμαι με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη δροσερή συγκίνηση που μου είχε δώσει αυτός ο μεστός τόνος, κάπως τραυματισμένος στην ευρωστία του. Έπειτα, όσες φορές έτυχε να τον ιδώ στην ύπαιθρο, ή ν' ακούσω χωρικούς να μιλούν για το πέρασμά του, πάντα τον συλλογιζόμουνα, με το καλογερίστικο ραβδί του της Φανερωμένης, να ξεκινά από αυτόν τον δρόμο της Ψυχής, όπως τον λέει, που ήταν και ο τελευταίος δρόμος του Γιαννόπουλου. Μ' άρεσε να θαυμάζω αυτόν τον άρχοντα της λαλιάς μας μέσα στην ελληνική φύση, που την εζούσε με τόσην οικειότητα, που την άγγιζε βουνά, μάρμαρα, ακρογιάλια, όπως ένας βοσκός αγγίζει τα γνώριμα αντικείμενα της καλύβας του. Μ' άρεσε ο τρόπος που τον αγαπούσαν οι απλοί άνθρωποι του βουνού και του κάμπου που τον έλεγαν Κυρ Άγγελο. Με συγκινούσε αυτή η ζωή που είχε κατορθώσει ένα τόσο σπάνιο πράγμα, να είναι καθαρή από κάθε κακομοιριά και στα μικρά και στα μεγάλα.
Έτσι τον ένιωσα ακόμη τα τελευταία χρόνια, όσες φορές η τύχη μού έδωσε την άδεια να τον ιδώ στο μακρύ χαροπάλεμά του. Γιατί η μοίρα αυτού του ανθρώπου που είπε ξεκινώντας " η μόνη μέθοδο είν' ο θάνατος", θέλησε να ζήσει για ένα μακρύ διάστημα στο κεφαλόσκαλο του κάτω κόσμου. Το έζησε κι αυτό, όπως όλα, με την ίδια μεγαλόκαρδη ευφροσύνη, με τον ίδιο αέρα που ήξερε να διαλέξει και να χαρίσει ένα τριαντάφυλλο. Τον θυμούμαι ένα βράδυ στο σπίτι του ύστερ' από ένα μεγάλο χτύπημα που έμοιαζε να είναι το τελευταίο αυτού του λαβωμένου λιονταριού. " Είδα" μου είπε " το απόλυτο μαύρο. Ήταν ανέκφραστα ωραίο." Ξεκινούσα για ένα μακρύ ταξίδι` δεν ήξερα αν θα τον ξαναέβλεπα. Ένιωσα τα φτερά ενός μεγάλου αγγέλου να τρέμουν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σαν να μας άγγιξε η πνοή πραγμάτων που δεν είδαμε ποτέ μας κι όμως τ' αγαπούμε πάνω από κάθε άλλο στη ζωή - το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν.
Βγαίνοντας ψιθύρισα την τελευταία στροφή του "Μεγάλου Νόστου":

Γιατί το ξέρω` πιο βαθιά κι απ' το πηχτόν αστρόφως,
               κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
                 ο  π ρ ώ τ ο ς  μ ο υ  ε α υ τ ό ς....

Κοίταζα την ανάσταση των άστρων.



Γιώργου Σεφέρη , Εκλογή από τις "Δοκιμές" , εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα 1966

Ήταν 19 Ιούνη του 1951 όταν ο Κυρ Άγγελος πέρασε στο απόλυτο μαύρο, το ανέκφραστα ωραίο.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Της προσφυγιάς

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

To 1979 με τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και του αναγκαστικού εκπατρισμού χιλιάδων ανθρώπων, μαχητών και υποστηρικτών του, στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η Σύγχρονη Εποχή εξέδωσε μια ποιητική ανθολογία με τον τίτλο Της προσφυγιάς. Σε αυτή περιλαμβάνονται ποιήματα πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση.
Την ανθολογία προλογίζει ο Νίκος Παπανδρέου ο οποίος αναφέρει ότι:

«…Εκατό περίπου χιλιάδες Έλληνες υπήρξαν ο στόχος της πιο σκληρής, αιματηρής πολιτικής Βίας. Είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου κατέφυγαν αναγκαστικά στις σοσιαλιστικές χώρες για να ζητήσουν άσυλο εκεί. Ο βασικός κορμός της πολυάνθρωπης αυτής κοινότητας ήταν φτωχοί αγρότες, από τις βορειότερες κυρίως περιοχές της χώρας. Άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ τη Βία. Άνθρωποι που κουβαλούσαν μέσα τους ένα πλήθος βιώματα καταπίεσης και καθυστέρησης – κληρονομιά της παραδοσιακής εγκατάλειψης της ελληνικής επαρχίας από την άρχουσα αστική τάξη. Άνθρωποι που δεν είχαν μέσα τους τίποτε άλλο, παρά τη φλόγα του κοινωνικού τους ιδανικού και μια θάλασσα θέλησης να ζήσουν, να δημιουργήσουν.
Με τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους οι πόρτες της επιστροφής στην πατρίδα κρατήθηκαν κλειστές ερμητικά από την πιο αλόγιστη μισαλλοδοξία των κάθε φορά κρατούντων. Κάθε πρόσβασή τους, ακόμα και η ταχυδρομική επικοινωνία με τα σπίτια τους, με τους φίλους, με τον τόπο τους, κι αυτή ακόμα, ώσπου να φτάσει στα χέρια του παραλήπτη, έπρεπε να περάσει προηγούμενα «του λιναριού τα πάθη» από τον πολυπλόκαμο μηχανισμό της Βίας(…)
Στις σοσιαλιστικές χώρες οι χιλιάδες έλληνες πολιτικοί  πρόσφυγες βρήκαν αγάπη, στοργή, βοήθεια. Να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που ζουν. Να φτιάξουν μια ζωή ανθρώπινη, αξιοπρεπή. Να ανοίξουν δρόμο στις κλίσεις  τους. Να μάθουν μια τέχνη, να κατακτήσουν μια ειδικότητα, να μετατραπούν αυτοί οι καθυστερημένοι αγρότες της Ελλάδας, σε σύγχρονους βιομηχανικούς εργάτες. Να κατακτήσουν τις επάλξεις της επιστήμης. Να γνωρίσουν το σύγχρονο πολιτισμό, τις Τέχνες. Κι απ’ αυτόν το δεσμό να βγουν όχι μόνο καλλιεργημένοι δέκτες των μηνυμάτων της Τέχνης, αλλά και φορείς της.
Έτσι δημιουργήθηκε η Ποίηση της προσφυγιάς, μια ποίηση πούναι δεμένη πρώτ’ απ’ όλα με τη δημιουργία του Θεοδόση Πιερίδη, του Δήμου Ρεντή, του Κώστα Γκολφίνου και τόσων άλλων.
Στη μικρή τούτη ανθολογία παρουσιάζονται ελάχιστα δείγματα από τη δημιουργία των πολιτικών προσφύγων ποιητών μιας μόνο κοινότητας: εκείνης που δεκαετίες ολόκληρες έζησε και ζει στη Σοβιετική Ένωση. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ποιητές οι πιο πολλοί διάβασαν για πρώτη φορά ποίηση , κι ακόμη περισσότερο, έγραψαν ποίηση στην αναγκαστική προσφυγιά τους. Μέσα από τα ποιήματα που παρουσιάζονται στον αναγνώστη με τούτη την έκδοση, προβάλλει ξέχειλη η αγάπη για την πατρίδα, έντονο το αίσθημα του νόστου στην πατρική γη, βαθύ το συναίσθημα της ανθρώπινης, της αγωνιστικής αξιοπρέπειας, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για το λαό και τη χώρα που τους φιλοξενεί. Προβάλλει επίσης ζωντανό, παλλόμενο το κοινωνικό ιδανικό(…)
Για την ελληνικότητά τους, για τον ακοίμητο πόθο του γυρισμού τους, πούναι από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, για την ανθρώπινη ποιότητά τους, μιλούν οι ίδιοι οι ποιητές της προσφυγιάς(…)

Μικρή επιλογή ποιημάτων.

ΑΕΤΟΣ
του Ηλία Αρμάγου
Έναν αετό, μπροστάρη γιο, λεβεντογέννας μάνας,
δεν τον φοβίζουν παγωνιές, αντάρες δεν τον σκιάζουν,
με τα φτερά μισαπλωτά στην πέτρα καθισμένος
και με ματιά αγέρωχη τους κάμπους αγναντεύει,
το πού να φτιάσει τη φωλιά και να ξεχειμωνιάσει,
ώσπου να πάρει η άνοιξη, τα κρούσταλλα να λυώσουν,
να τρέξει γάργαρο νερό, να πρασινίσει ο τόπος.
Κι απάνω στους συλλογισμούς, στης σκέψης τη ζαλάδα,
ένας οχτρός μπαμπέσικος κρυφά παραμονεύει,
του στήνει δίχτυα ύπουλα, φαρμακερές παγίδες,
και τον αετό τον πιάσανε, στα σίδερα τον βάλαν.
Με τ’ αντρειωμένα του φτερά χτυπάει στο σκοτάδι,
κι από τα φτερουγήματα λυγίσαν οι αλυσίδες
κι ακούστηκε βαριά η φωνή, σαν σάλπισμα εγερτήριο:
Αν πιάσατε έναν αετό, δε θα χαθεί η γενιά μας,
χίλιοι αετοί, μύριοι αετοί, μιλιούνια τα σαΐνια,
θα βγουν από τη γη αυτή, τη γαιμοποτισμένη.
Κι ένα πουλάκι με πικρό παράπονο τού λέει:
– Αετέ μου, που είσαι στο κλουβί στα σίδερα κλεισμένος,
τι το κακό που έκανες , ποιο είν’ το φταίξιμό σου;
– Κάνα κακό δεν έκανα και φταίξιμο δεν έχω.
Εχτές, προχτές τ’ αποβραδίς, πριν πέσει ακόμα η νύχτα
ψωμί να δόσω πήγαινα στα ορφανά μιας μάνας,
πούτανε απροστάτευτα και δίχως αποκούμπι
και μείνανε χωρίς γονιό, στους δρόμους πεινασμένα.
Ανάθεμα στους τύραννους, κατάρα στα κοράκια,
που ρήμαξαν τον τόπο μας και φυλακή τον κάναν,
κλείσαν αηδόνια και πουλιά και πετροπερδικούλες
που κελαηδούσαν την αυγή, τα πετρωτά διαβαίναν,
τραγούδαγαν της λευτεριάς τραγούδια αντρειωμένα.
Μα θάρθει πάλι ένας καιρός, κι η μπόρα θα περάσει,
θα ξαστερώσει ο ουρανός, θα λάμψει πάλι ο ήλιος,
θα ανθίσουν τ’ αγριολούλουδα, ο μόσχος, τα δακράκια,
θα πλέξουμε ανθοστέφανα, της λευτεριάς γιρλάντες.


ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
του Αλέκου Αστέρη
( Αφιερωμένο στους φυλακισμένους και εξόριστους)
Μουγκρίζουν, σειούνται τα πελάγη κι οι στεριές,
γύρω σου απλώνεται πηχτό σκοτάδι,
μα συ πετάς ελπιδοφόρα στις καρδιές,
πουλί της θύελλας, καταλυτή του Άδη.

Τινάζεσαι σαν σαϊτιά στους ουρανούς,
σαν αστραπή τα σύννεφα τα μαύρα σκίζεις,
με την εκδίκησ’ αρματώνεις ολουνούς,
της λευτεριάς το εμβατήριο σαλπίζεις.

Καταχωνιάζονται στη βουρκοκαλαμιά
απ’ τις βροντές τα βαλτοπούλια τρομαγμένα,
μα συ φτεροκοπάς ποτέ καμιά
δε σε τρομάζει θύελλα εσένα.

Πέτα, πουλί της θύελλας, πάντα ομπρός,
κι απ’ το δρολάπι της δικής σου οργής,
προβάλλει ο νέος ήλιος πορφυρός,
γόνος της κόκκινης του χρόνου προσταγής.


ΝΑ ΔΩΡΙΣΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

του Γιώργη Βελλά
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
την Άνοιξη,
να δωρίσω ένα κλωνάρι
ανθισμένης μυγδαλιάς,
να δωρίσω την αγνότητα
της Άνοιξης
και της δικής μου καρδιάς.

Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τον κόρφο της γης μας
μεστωμένα κίτρινα στάχυα
που να θυμίζουν την ευωδιά
του ψωμιού
και την πείνα του 1941.

Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
ένα κόκκινο γαρύφαλλο,
το αγαπητό χρώμα του
Εικοστού αιώνα.

Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τις νύχτες της Πατρίδας μου
γαλάζιο ήσκιο του φεγγαριού της
που ακούμπησε τα ασημένια φτερά του
στους ώμους της πρώτης αγάπης μου.
Την αγάπη μου να δωρίσω στον Άνθρωπο.


ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

του Γιώργη Νικολάου
Όπου κι αν σε τραβήξουνε οι δρόμοι
σε ξένα τόπια, σε χρυσές ακρογιαλιές,
σ’ όμορφες ξελογιάστρες αγκαλιές,
ένα θυμήσου απ’ όλα πιο πολύ,
το πατρικό σου σπίτι, την καλύβα,
που σούφεξε το δρόμο σαν αχτίδα,
κι’ ήτανε κούνια σου και της ζωής φιλί.

Περνώντας από κάμπους, κορφοβούνια,
σχίζοντας θάλασσες, πλατειούς ωκεανούς,
ψηλά πετώντας στους γαλάζιους ουρανούς,
θυμήσου εσύ την πρώτη σου την κούνια.
Τότε θα νοιώσεις μια αδάμαστη ελπίδα
γιατί το σπίτι σου αυτό το πατρικό,
είναι τραγούδι της ζωής χαϊδευτικό,
από αυτό αρχίζει η Πατρίδα.


ΠΑΤΡΙΔΑ

του Μήτσου Πανάκη
Απ’ τα φιλόξενα κι αλαργινά μου ξένα
σα χελιδόνια η σκέψη μου κι η ελπίδα
πετούν μ’ ακούραστα φτερά σε σένα
χιλιάκριβή μου, μυριόποθητη Πατρίδα.

Υφαίνουνε γοργά τα καρδιοχτύπια
του γυρισμού μου τη χαρμόσυνη ώρα.
Πατρίδα, απ’ τ’ αθάνατο κρασί σου ήπια,
αχ, κι είμαι μεθυσμένος ως τα τώρα!

Και σ’ αγαπώ, Πατρίδα μου, με πόνο,
κι όλο σε σκέφτομαι με μάτια βουρκωμένα,
και το παράπονο δεν το ζαπώνω,
μα η ίδια η αγάπη μου με δυναμώνει εμένα.

Έχεις λιοφώς γλυκό και ζηλεμένα κάλλη,
γαλάζια θάλασσα και ξάστερα ουράνια,
δαντελωτό και μαγεμένο γυρογιάλι,
που παίζουνε τα κύματα φωτογεράνια.

Μοσχοβολάνε τα βουνά σου από θυμάρι
και χύνονται απ’ τα πλάγια τους νερά καθάρια.
Διαμάντι λάμπεις συ, Πατρίδα μου καμάρι
και τα νησιά σου αστράφτουν σαν μαργαριτάρια.

Και να’σαι, με φεγγάρι, σε χωριού ραχούλα,
νύχτα Μαγιού με δροσαρώματα γεμάτη,
και να το λεν στα ρέματα τ’ αηδόνια ούλα
ως το πρωί, χωρίς να κλείνουν μάτι.

Και τα χαράματα να βλέπεις τον τσοπάνο
με τη φλογέρα του και με τα λίγα πράτα
να τ’ ανεβάζει στο βουνό απάνω
ολόισια απ’ του χωριού την άσπρη στράτα.

Και να θωρείς τις λυγερές που παν στο πλύμα,
και στις δουλειές τους να τραβούν αργά οι ξωμάχοι,
ν’ ανθεί η αγράμπελη και να βλαστεί το κλήμα,
κι ολούθε να θεριεύει της ζωής η μάχη.

Μα πιο πολύ σε πανηγύρι θέλω να’ μαι
με τους λεβέντες συντοπίτες μου, τ’ αδέλφια
εκεί στη βρύση, στα πλατάνια να γλεντάμε,
και να βροντά ο χορός και να βροντάν τα ντέφια.


Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

του Ιορδάνη Τερζίδη
Χτύπα βοριά και παγωνιά
πυργόσπιτα ορόσημα
στήνω τα όνειρά μου

Λύσσαγε, τύραννε, όσο θες
και παίδευε
και ξέσχιζε
και τρύπα την καρδιά μου!

Το αίμα μου
χιλιάκριβη σπονδή
σ’ όποιο κλωνί της ανθρωπιάς
σ’ όποιο λουλούδι,
σ’ όποιο βωμό της Λευτεριάς,
σ’ όποιας ανάστασης τραγούδι.
Δεν είμ’ ανήμπορος
κι ας με καρφώνουν λόγχες.

Είμαι φωνή,
είμαι η αλήθεια,
είμαι η καταδίκη των τυράννων.
Κι όταν αγγίζει μάγο χάδι
η πνοή μου
κάθε σκλάβο,
όσ’ από τρόμο ληθαργώσανε στοιχεία
μέσ’ την ψυχή του
τα ξεθάβω.

Τα κάνω δάδες,
τα πετώ σ’ όποια γωνιά,
το είναι κάθ’ ανθρώπου που πονά
το πυρπολώ,
μ’ άσβηστη φλόγα
το ανάβω.
Απ’ τη φωτιά μου
ίσως να καώ
μέσα στην ίδια μου τη φλόγα
ίσως σβήσω!
Μα τρέμε Δία – τύραννε
την πυρκαγιά
που πίσω μου
ακόπαστη θ’ αφήσω!
Για κοίτα πώς μ’ ακολουθούν οι φάλαγγες –
σκλάβοι αλύτρωτοι
κι οι λεύτερες του μέλλοντος γενιές
καθώς της γης
διαβαίνουμε τ’ αφάλι!

Το φως μου
της θυσίας τ’ άγιο φως,
υψώνουνε μεσούρανα
στα χέρια τους,
την πιο σκληρή
ματώβρεχτη
σκυτάλη.


ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ
του Χρήστου Τσομάκου
Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή κρατάνε
τέσσερις φίλοι, ασπρομάλληδες, σκυφτοί,
με πίκρα στη στερνή του κατοικία τον πάνε,
στην ελαφρή και τη φιλόξενη ετούτη γη.

Δεν πρόλαβε κι αυτός, όπως και άλλοι,
την ποθητή μας γη, την όμορφη να ξαναδεί,
να γναντέψει το ταμπούρι κει στη ράχη τη μεγάλη,
που όταν νέος μάχονταν στην κατοχή.

Δεν πρόλαβε στους γιους του να αφήσει
την τελευταία του ευχή στο μέλλον, στη ζωή,
και να χαϊδέψει τα εγγόνια του που δεν τα’ χε γνωρίσει,
την κόρη να παντρέψει τη μοναδική.

Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή βαστάνε
τέσσερις γέροντες, συνομήλικοι βουβοί,
τέσσερις σύντροφοι νεκρό τον πέμπτο πάνε,
το δοξασμένο φίλο, συμπολεμιστή…


Της Προσφυγιάς. Ποιητική ανθολογία πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979