Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Σερενάτες

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Σημειώματα, επιστολές και ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη

Μυρτώ και Μίκης στα 1944.
Επιμέλεια: ofisofi //atexnos

Ο Μίκης Θεοδωράκης συμπληρώνει σήμερα 90 χρόνια ζωής. Οι ευχές μας ας ενωθούν  μαζί με όλων εκείνων που οι μελωδίες και τα τραγούδια του σημάδεψαν και ενέπνευσαν τη ζωή τους. Να είναι γερός, δυνατός και πάντα νέος στην ψυχή,  στην καρδιά και στο νου. Χρόνια  του πολλά και καλά.

Μια στιγμή από τη ζωή του, τη νεότητά του, με  σημειώσεις και σχόλια  για την τέχνη και την επανάσταση, τη μουσική, το κίνημα  και  ποιήματα για τον αγώνα και τον έρωτα παρουσιάζει αφηγούμενος  στο δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφίας του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» και μας βοηθάει να καταλάβουμε το κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε το  μουσικό του έργο.

[…Ευθύς μετά τα Δεκεμβριανά έγραψα τους «ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ»

( Σημειωματάριο πολέμου). Το παραθέτω ολόκληρο, για να δοθεί η διαφορά από το ύφος της εποχής της Τρίπολης και, κυρίως, για το περιεχόμενο, που αποκαλύπτει τον ψυχικό και πνευματικό μου κόσμο, ευθύς μετά τη συμμετοχή σε μια κορυφαία μάχη της νεότερης ιστορίας μας.
1946. Ημιπαράνομος με τη Μυρτώ στην Ακρόπολη, μετά τον τραυματισμό στις 31.3.46, στην Ομόνοια
«ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ» (Σημειωματάριο πολέμου), Δεκέμβρης 1944.

Πώς βρέθηκα μεμιάς τόσο μακριά; – Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω – Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή – όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δυο φώτα – Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου. – Είχε τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου – κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου – ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα. – Προχωρήσαμε όλοι μαζί – αναγκαστικά σφιχτοδεμένοι – με αλλαγμένες καρδιές – από στήθος σε στήθος. – Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε . – Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια – στο βάθος του ορίζοντα – Χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν. – Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας μεγάλη απόσταση. – Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε – μπορέσαμε να διακρίνουμε – την κόκκινη πινακίδα. – Υποθέσαμε πως μπορεί να σημαίνει – το σύνορο που χωρίζει – το παρόν απ’ το μέλλον. – Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο – προσπαθώντας να αναπνεύσουμε  – με τον παγωμένο αέρα – κάποια σκέψη  που ν’ αντέχει – το θλιβερό τοπίο. – Οι τοίχοι των σπιτιών – ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι – τους ήχους των βημάτων μας. – Βλέπουμε τους ίσκιους μας – να καθρεφτίζονται  κουρασμένοι – στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού – καθώς προχωρούμε προσεχτικά – πιασμένοι χέρι με χέρι – πάνω στη γραμμή που χαράζει – το φρύδι του πολέμου.

Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες – παραμονεύει τριχωτό – το χέρι του Πολύφημου. – Είμαστε πέντε σύντροφοι – πιασμένοι χέρι με χέρι – καρδιά ξεπλυμένη στο χιόνι της νύχτας – Και τα λιβάδια της άνοιξης  – ζωγραφισμένα.

Χωμένος στη λάσπη – σφίγγω στο χέρι μου την αραβίδα. – Για μια στιγμή – αισθάνθηκα  το κεφάλι να ξεκολλά απ’ το σώμα μου – και να πηγαίνει σε άλλο σώμα – και μετά σε άλλο και σε άλλο – ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα και – μόνο το κεφάλι μου γυρίζει – από σώμα σε σώμα. – Τι γινήκαν λοιπόν τα κεφάλια – των συντρόφων μου;

Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη. Έχουν κατέβει. Πιστεύω πως μέχρι το πρωί δεν θα υπάρχει πια τίποτα. Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά. Οι τοίχοι θα λυγίσουν και σπάζουν λίγο λίγο. Έπειτα θα’ ρθεί η σειρά των σπιτιών. Τελευταία θα λιώσουν οι συνοικισμοί κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι.

Τότε στην απέναντι γωνιά από μας – φάνηκαν τέσσερις άντρες. – Ήτανε τέσσερις άντρες της αρχαίας Αθήνας – και φορούσαν χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες. –  Ήταν πια καιρός – γιατί το χώμα είχε γίνει ρευστό και – τρικυμισμένο. – Περάσαμε προς το μέρος τους συρτά – κι όλοι μαζί – βλέπαμε – την Πολιτεία μας – να κλυδωνίζεται τριγύρω ακυβέρνητη και – μεθυσμένη.

Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα – πλάι σ’ αυτούς τους άντρες – ανακαλύψαμε πως τα γερμανικά κράνη – κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο – δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε – τα μάτια μας. – Η Ελένη – με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου.

Όμως μάταια.- Μια βουή άρχισε να σηκώνεται – απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας  έως την άλλη. – Βουτήσαμε τότε αμέσως κι οι πέντε – στην τρικυμισμένη θάλασσα. – Καθώς κολυμπούσαμε – για πρώτη φορά φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε – την ατελείωτη σειρά των κρεμασμένων, – κι όλοι όμοιοι – η μητέρα μου κι η Ελένη – η μητέρα μου κι η Ελένη – η μητέρα μου κι η Ελένη – Χίλιες φορές – η μητέρα μου κι η Ελένη – κι από πάνω – περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου – να σχηματίζουν – γιορτινή πολύχρωμη αλέα.

Οι τέσσερις σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε – κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας – στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου – μπορούσε κανείς να διακρίνει – τη λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε – τις καρδιές μας.

Ο ουρανός και τα σύννεφα κατεβαίνουνε ολοένα προς την Πολιτεία. Γύρω μας η θάλασσα φουσκώνει και τα κύματα μάς κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια. Απ’ το λόφο του Αρδηττού ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει « Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά», όμως η αυγή δεν έλεγε να’ρθεί.

Ο ουρανός με τα σύννεφα καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει τις ψηλές πολυκατοικίες και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά. Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει. Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως κι η φωνή σου αντήχησε δυνατή πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει. Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια. Όμως ήταν πια αργά. Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας ανοίγουν ξανά διάπλατα  τις πόρτες τους βρέθηκε να στερέψει διαμιάς η απέραντη θάλασσα και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά. Η φωνή σου ήταν άχρηστη πια έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ερείπια και οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν

…………………………………………………………………………………………………………..

πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου δρασκελίσανε με τόση αγάπη το σύνορο του θανάτου.


Σε διάλειμμα της παρανομίας (1948) στο σπίτι της Νέας Σμύρνης μπροστά από το αρμόνιο.

Το σύνολο της ερωτικής μου ποίησης είναι εμπνευσμένο και αφιερωμένο στη Μυρτώ. «Όλη η σκέψη μου είναι ένα ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς κρεμασμένο στο παράθυρό σου.» Έτσι αρχίζει το «ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ».

« Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες μυστικές ανταύγειες – κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη στο όνειρο της ζωής σου(…) Και μην ξυπνήσεις. Δε θα’ χεις εδώ να γνωρίσεις τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις – αφού κι ο πόνος ακόμα, που σημαδεύει μ’ ένα άστρο το σκεφτικό μέτωπο της ζωής , αρνήθηκε τον εαυτό του – και γίνηκε, ως κι αυτός , απόψε χαρά!» Το Μάρτη του 1945, ανάμεσα σ’ ένα λιντσάρισμα στο Πανεπιστήμιο και μια φυλάκιση στην Καλλιθέα, έχω το κουράγιο ο αθεόφοβος να γράφω στο ποίημα « ΜΥΡΤΩ», αυτούς τους στίχους: « Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό, αγαπημένη, πως το σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο Θεός – χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη!»

Πριν όμως συνεχίσω με τα ερωτικά, επανέρχομαι στα πολεμικά, με την ποιητική περιγραφή ενός επεισοδίου, που σας διηγήθηκα πιο πριν. Για κείνη τη νύχτα σε μια ταράτσα στην Άνω Νέα Σμύρνη. Το ποίημα έχει τίτλο

«Χριστούγεννα 1944». « Ο αγέρας κάλπαζε  βαστώντας με πύρινα χαλινά τα σκοτεινά σύννεφα – Τσακισμένοι, βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλον – πάνω στο σανίδι, που είχε μυρουδιά κηδείας – Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF- σπέρνουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες – Οι λεύκες γέρνουν στο χώμα οργισμένες – προσπαθώντας να φτάσουν τα τανκς – που μας παραμονεύουν σιωπηλά – μέσα στη νύχτα – ο Μαργαρίτης πηγαίνει μπροστά – στη γυριστή σκάλα που οδηγούσε στη σκοπιά – Ανεβαίναμε σπρώχνοντας προς τα πάνω – με όλη μας τη δύναμη – το σκοτεινό ουρανό που μας πιέζει – Χαϊδεύω με το γυμνό δάκτυλο τη σκανδάλη του όπλου – Ο άνεμος κι η βροχή χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου, τα περιβόλια με τα όνειρα – την αίθρια τόλμη της γενιάς μου – (…) Ήξερα τώρα, πως τα βήματα μου – πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας – μετρούσαν τον παλμό του κόσμου». Στην «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ» , ένα κάπως εκτεταμένο ποίημα, γραμμένο στα 1946 τελειώνω ως εξής: « Το αίμα έχει σχηματίσει μια λίμνη – λίγο πιο πάνω από το μέρος που στεκόμαστε – ο μύθος της φυλής αυτής λέει πως στο βυθό της – κατοικούν τα ινδάλματα όλων των ανθρώπων – όποιος θελήσει να δει τον εαυτό του – δεν έχει παρά να σταθεί – πάνω από την ακίνητη επιφάνειά της». Βλέπει κανείς την αγωνία από την αδελφοκτόνο διαμάχη, που καθημερινά παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Ήδη, στο βάθος του ορίζοντα, αρχίζει να διακρίνεται αποκρουστικό το φάντασμα του επερχόμενου εμφυλίου. Έτσι, όλα θα κατέληγαν σε μια πελώρια λίμνη αίματος. Καθισμένοι στο πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, συζητάμε για την πολιτική κατάσταση. Όλοι μας φυσικά ΕΑΜίτες. Νέοι, ως επί το πλείστον, διανοούμενοι, καλλιτέχνες. Νεοσσοί. Ο βασικός διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα σε δύο απόψεις. Η πρώτη: « Εμείς, σαν πνευματικοί άνθρωποι, έχουμε ανάγκη τα κρατικά μέσα για να επικοινωνήσουμε με το λαό. Το ΕΑΜ χάνει τη μάχη. Αν το ακολουθήσουμε στην πτώση του, τότε πώς θα επικοινωνούμε με το λαό, που είναι και το βασικό μας χρέος;» Η δεύτερη:

« Το πρώτο μας χρέος είναι να εκφράσουμε πιστά και σωστά το λαό. Αν το ΕΑΜ τον εκφράζει πολιτικά, τότε κι εμείς, μόνο μαζί με το ΕΑΜ, συμμεριζόμενοι τα πάθη του λαού, μέσον των παθών του ΕΑΜ, θα μπορέσουμε, αν και εφόσον επιζήσουμε, να εκφράσουμε καλλιτεχνικά το λαό. Το πρόβλημα της επικοινωνίας έρχεται μετά…».

Ύστερα από λίγους μήνες βρεθήκαμε οι μισοί στις εξορίες και οι μισοί στην Αθήνα, στα σπίτια τους, έως ότου, τους περισσότερους η αντιδραστική εξουσία, μέσον του κράτους – Σειρήνα, εξαγόραζε τη φρονιμάδα τους με την ψυχή τους. Μέσα από τις σκέψεις και τα ποιήματα, εγώ προετοίμαζα να σταθώ πάνω από τη λίμνη του αίματος , προκειμένου να δω το πρόσωπό μου. Να είμαι, δηλαδή , εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε εποχή έχει, φυσικά, το δικό της τίμημα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυρωθείς για να αναστηθείς. Όμως, εκείνον τον καιρό, ναι – ο μόνος τρόπος για να μείνεις πιστός στον εαυτό σου ήταν να διαλυθείς μέσα στους άλλους , που εκείνην τη στιγμή το’ παιζαν κορόνα γράμματα με την ιστορία. Θα μου πείτε: « Και τι έγινε; νικήσαμε; φτάσαμε στην Ιθάκη;» Την απάντηση την έχει δώσει προ πολλού ο ποιητής. Σημασία είχε το «ταξίδι». Η απόφαση που παίρνεις εσύ ο ίδιος και που σε εκσφενδονίζει στο κέντρο του ηφαιστείου. Γίνεσαι τότε ένα με τη λάβα. Και αν επιζήσεις, τότε θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους. « Η λέξη ‘ευαισθησία’ είναι κάτι που ταιριάζει – στους ώριμους καρπούς που πλημμυρίζουν από ζωή – πολύ περισσότερο αν είναι μητρικό στήθος – παρ’ ότι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοήθεια – Εξάλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματος – δεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητο ούτε ένα μικρό σπόρο σταριού – Ήδη τρώγοντας ψωμί – τρέφεις τις σάρκες σου – με πόνους και χρέη»( « Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ»).

Μαζί με το Διόνυσο , σύμβολο της βιολογικής και πνευματικής μέθης, η επαφή με τη γη, η αγάπη για το χώμα και τη βλάστηση, ξανάρχονται τώρα μέσα μου από έναν άλλο δρόμο, από κείνον της Τρίπολης. Η φύση, τότε, ήταν το άλλο πρόσωπο της μεταφυσικής, δηλαδή της μόνης αλήθειας και πραγματικότητας. Υπήρχε μια προσπάθεια για μια ριζική μεταστροφή. Σκληρή και απεγνωσμένη, θα’ λεγα, προσπάθεια, γιατί ο πραγματικός μου εαυτός έχοντας ανακαλύψει πια σαν κύριο όργανο έκφρασης τη μουσική σύνθεση, βυθιζόταν όλο και σε πιο απομακρυσμένες πνευματικές και ψυχικές περιοχές από τους ανθρώπους, τους φίλους, τους συντρόφους. Ο διχασμός γινόταν ουσιαστικότερος. Βαθύτερος. Η αποξένωση τραγικότερη. Ακόμη και οι συνάδερφοί μου στο Ωδείο – εκτός σπανίων εξαιρέσεων, όπως , λ.χ., ο Τάτσης Αποστολίδης, που ήταν πολύ κοντά μου – κατανοούσαν και πίστευαν τότε στα έργα, κυρίως μουσικές δωματίου, που τότε οι ίδιοι τα έπαιζαν. Ακούω σήμερα τα « ΕΝΤΕΚΑ ΠΡΕΛΟΥΔΙΑ» για πιάνο, γραμμένα το 1947, λίγες βδομάδες μόλις πριν με πιάσουν, και σκέφτομαι πόσο μπροστά κατόρθωσα τελικά να οδηγήσω τη μουσική μου έκφραση και τα εκφραστικά μου μέσα. Κι όμως κανείς δεν τα κατάλαβε. Κανείς δεν τα’ παιξε. Έπρεπε να περιμένω πάνω από τριάντα πέντε χρόνια για να τα ανακαλύψουν τρεις θαυμάσιες Ελληνίδες πιανίστες, η Τόμπρα, η Μουζάλα και η Καρρά. Ακούγοντας το έργο αυτό και τοποθετώντας το στην Αθήνα του 1947, και μάλιστα στην Αθήνα του ΕΑΜ του 1947, θα κατανοήσετε την τραγική μοναξιά μου.



Το ίδιο ισχύει και για το «ΤΡΙΟ» και ένα σωρό άλλα συμφωνικά έργα, που θα δούμε παρακάτω. «Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη – κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι – με τις ρίζες νωπό χώμα – να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.» Είναι οι πρώτοι στίχοι από το εκτεταμένο ποίημα με τίτλο «ΕΤΣΙ ΜΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΗ». Θυμάμαι, σαν και τώρα, στη Λέσχη της ΕΠΟΝ το Ρίτσο να λέει: « Θεέ μου, τι μεγάλος τίτλος!» Και με το δίκιο του.

Και για να ξαναγυρίσω στην ερωτική ποίηση. « Ξέρεις τις μικρές ανεμώνες που φυτρώνουν τον Απρίλη; – θα’ θελα πολύ να στις αραδιάσω πλάι – πλάι – μέσα σ’ ένα ουρανί πλαίσιο – Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σου εκφράσω τα όνειρα που με δέρνουν για σένα.» Φαίνεται ότι μονάχα  ο έρωτας ήταν ικανός να με σώσει από την τραγική αντίφαση που οδηγήθηκα άθελά μου. Εγώ, ο εραστής των άστρων, ο αιθεροβάμων, να είμαι βουτηγμένοςς ως το λαιμό μέσα στη λάσπη και στο αίμα, που σηκώνουν θάλασσα γύρω μας τα πάθη των ανθρώπων. Στο μάθημα μαρξισμού, με το Μήτσο Παρτσαλίδη, στην οδό Ερμού, έκανα την εξής πρόταση : « Να δοθεί γραμμή να πάνε τα μέλη μας στο Ωδείο Ηρώδου ν’ ακούσουν την «ΕΝΑΤΗ», που είναι αυτό κι αυτό…». και ο τιμημένος ηγέτης απάντησε: « Μα για Μπετόβεν είμαστε τώρα, σύντροφε;» Υπονοώντας, προφανώς, ότι ο Μπετόβεν είναι ένα «στοιχειό» τόσο απομακρυσμένο από την «πάλη του λαού», όσο και ένα πολικό άστρο. Έτσι, μια άλλη μέρα, όταν δίδασκε πάλι ο ίδιος «καθηγητής», ακούγοντας τη «ΣΕΡΕΝΑΤΑ» του Σούμπερτ από το απέναντι σπίτι άφησα την ψυχή μου να πετάξει σαν ένα κόκκινο μπαλόνι. Μέθυσα από τα ύψη και τις ομορφιές και ζητώντας ξαφνικά το λόγο, είπα: « Σύντροφε, άκουσα τη

«ΣΕΡΕΝΑΤΑ» του Σούμπερτ και μάτωσε η καρδιά μου. Δεν κάνω για επαγγελματικό στέλεχος. Θα μείνω πιστός. Θα είμαι στην πρώτη γραμμή…Όχι όμως επαγγελματικά…Ανήκω αλλού…».

Υποσχέθηκα να μην επεκταθώ σ’ αυτήν την αφήγηση σε καταστάσεις και προβλήματα ιδεολογικοπολιτικά. Μονάχα στα αναγκαία, για να κατανοηθεί κύρια το μουσικό μου έργο. Μιλώντας όμως για τραγικό διχασμό, βάζουμε αυτομάτως αντιμέτωπη τη Μουσική με την Επανάσταση. Ήταν έτσι; Βλέπετε ότι η ίδια η φύση μου, ως καλλιτέχνη και επαναστάτη, έβαζε και βάζει επί τάπητος το πρόβλημα των σχέσεων Τέχνης και Επανάστασης. Ή, με άλλο όνομα, της πολιτικής και της πολιτιστικής επανάστασης. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα αφηρημένο συλλογισμό, αλλά για μια βιωματική αναγκαιότητα, που μην μπορώντας να λυθεί – τι λέω να λυθεί; ούτε να εκφραστεί! – στην πράξη, αισθανόμουν και αισθάνομαι να διχοτομούμαι. Να είμαι ξένος στον εαυτό μου. Όταν ο εαυτός μου είναι ο αγωνιστής, να είναι ξένος ο μουσικός.
Πάσχα 1949. Επισκεπτήριο στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο με τη Μυρτώ και τον πατέρα του, μετά την επίσκεψη Παπάγου και το ολονύχτιο ξύλο

Και όταν γίνεται μουσικός, να είναι ξένος ο αγωνιστής. Κι αυτό γιατί, και τότε και τώρα, το αριστερό μας κίνημα, για χίλιους δυο λόγους, με την Τέχνη έχει σχέσεις …κοινωνικές. Απλώς, ζουν και οι δυο στην ίδια πόλη. Να μην πουν κάπου κάπου καμιά «καλημέρα»; Δίκαια, λοιπόν, και ενώ είμαι απ’ τη μια μεριά ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος στον Εκπολιτισμό της Αθήνας, ενώ από την άλλη συνθέτω το «ΤΡΙΟ», να προσπαθώ να σωθώ απ’ τον έρωτα:

«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΜΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός. Ποιος θα με κατηγορήσει; Ο « Ριζοσπάστης» μήπως δεν έγραφε , την επομένη της διαδήλωσης  για την «αποχή», για μένα « ένας φοιτητής νεκρός;» Άρα, δεν είχα καμιά προκατάληψη να μη λυτρωθώ μέσα στο « κίνημα». Να όμως που οι προβοσκίδες του καλλιτέχνη έπιαναν τότε, όπως και σε άλλες εποχές, μηνύματα μυστικά και απόκρυφα για τους άλλους.

«Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει – το μικρό αυτό γιασεμί που έσπειρες – με τα λεπτά σου δάκτυλα αυτήν τη νύχτα – στην καρδιά μου – Δεν σ’ έβλεπα καθόλου – δεν μπορούσα να σε διακρίνω – μέσα σε τόσο σκοτάδι  – τα μάτια σου όμως τα ένιωθα – πάνω σ’ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν – σαν τα κοπάδια της Πίνδου – και μπορούσα να μαντέψω ακόμα – τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους – πάνω από τα πρασινόγκριζα νερά τους – Δεν ήμουν πια μόνος – αιχμάλωτος αυτής της σκοτεινής δυστυχίας – Πλάι μου άρχισε ήδη να φουντώνει – η πυρκαγιά που άναψες εκείνο το βράδυ – τρίβοντας με δύναμη το γέλιο σου – πάνω στην ανώμαλη επιφάνεια της καρδιάς μου – όπως κάνουν στα ανήσυχα δάση – της Κεντρικής Αφρικής – Τώρα κατάλαβες κι εσύ πόσο κοντά μου – είναι αυτή η φωτιά ώστε να κινδυνεύω – να γίνω στάχτη – Έτσι όμως που μ’ έχεις ποτίσει με κρασί και με γάλα – με χαρά κι εμπιστοσύνη – πιστεύω  πως θα γίνω μια γόνιμη στάχτη  – Θέλω λοιπόν να με σκορπίσεις – στις ρίζες των μικρών καρδιών – που ονειρεύονται έναν παρόμοιο θάνατο – Θ’ ανάψω παντού πυρκαγιές – θα κάνω ν’ ακούγεται παντού – το πύρινο γέλιο σου – Αμφιβάλλω όμως αν οι φωτιές μου – φτάσουν το φως τόσο ψηλά – που ανεμίζεις τη σημαία των ματιών σου – Θα ζήσουν λοιπόν οι άνθρωποι ακόμα – ανυποψίαστοι πως υπάρχουν – σαν τρομαγμένα πλοία που τσακίζονται – στους βράχους – κι οι μικροί Νάρκισσοι πεσμένοι – πάνω από την πρασινόγκριζη επιφάνειά τους – θα εξακολουθούν να πνίγονται γεμάτοι έκσταση – προσπαθώντας να ανακαλύψουν το βυθό – που υποβαστάζει – τόση απλότητα και αγάπη- συμπυκνωμένη.»

Γιατί τάχα αυτό το συναίσθημα της αυτοκαταστροφής; Η Μυρτώ, που ως τότε ήταν φανατικιά ΕΠΟΝίτισσα, μπροστά στο δικό μου πάθος άρχισε να φοβάται. Γινότανε κάθε μέρα και πιο συντηρητική. Ήταν ήδη τριτοετής στο Πανεπιστήμιο. Οι συνάδελφοί της, επίδοξοι γιατροί, έκαναν τα επαγγελματικά τους όνειρα. Που όλα φυσικά κατέληγαν σ’ ένα ιατρείο γύρω απ’ το Κολωνάκι. Δε μου το’ λεγε, όμως το ένιωθα ότι μαζί μου είχε πρόβλημα. Τι θα κάνουμε στο μέλλον; Από τους φτωχότατους γονείς μας δεν μπορούσαμε να περιμένουμε καμιά βοήθεια. Εμείς εξάλλου εξακολουθούσαμε να μένουμε στο σαλόνι του θείου Αντώνη, ο ένας πάνω στον άλλον, μην έχοντας τη δυνατότητα ούτε να νοικιάσουμε κάπου δυο δωμάτια. Τέλος του ’46, ο Συνεταιρισμός έκλεισε και βρέθηκα χωρίς δουλειά.

Η μόνη μου ελπίδα το δίπλωμα Αρμονίας. Ίσως μ’ αυτό να διοριζόμουν κάπου καθηγητής της μουσικής. Να όμως που δίνω εξετάσεις και με κόβουν! Η πολιτική μάχη έχει μεταφερθεί και μέσα στο Ωδείο Αθηνών. Οι Χίτες μαθητές μπαίνουν ένοπλοι. Από την άλλη πλευρά πρέπει να οργανωθούμε, για να μη μας πετάξουν έξω. Διεκδικούμε το χώρο με καθημερινές συγκρούσεις. Σαν αρχηγός των αριστερών, ενοχλώ τη διεύθυνση και τους καθηγητές μου. Έτσι με απορρίπτουν και δε μου δίνουν το δίπλωμα. Γιατί, παρακαλώ; Γιατί στις εξετάσεις τις ιστορίας δε γνώριζα την ύπαρξη του κυρίου Χαϊνίχεν: Ποιος είναι αυτός; Ένας συνθέτης – φυσικός που διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στο συγκερασμό του τόνου. Όπως ίσως ξέρετε, ο τόνος υποδιαιρείται σε εφτά ίσα μέρη. Πράγμα που σημαίνει ότι μεταξύ του ΝΤΟ δίεση και του ΡΕ ύφεση υπήρχε μια έβδομη διαφορά. Για να διαιρεθούν τα εφτά σε τρισήμισι και τρισήμισι πέρασε ένας αιώνας προσπαθειών. Ο καημένος ο κύριος Χαϊνίχεν – βασικά φυσικός – συνέτεινε αποφασιστικά σ’ αυτό. Όμως εκείνος που εδραίωσε το νέο σύστημα ήταν ο Μπαχ, με τα περίφημα « πρελούδια και φούγκες για ένα καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο».

Έχοντας χάσει το δίπλωμά μου για τον κύριο Χαϊνίχεν, αναγκαστικά τον έμαθα καλά. Και βρήκα άμεση αντιστοιχία, ανάμεσα σ’ αυτόν και ορισμένους σημερινούς μαθηματικούς  – φυσικούς συνθέτες. Έτσι  μια μέρα περπατώντας στην avenue de l’ Opera στο Παρίσι, θα΄λεγα σ’ έναν από αυτούς: « Είσαι σαν το Χαϊνίχεν. Προετοιμάζεις το έδαφος για κάποιο μελλοντικό Μπαχ». Πώς θέλετε να με αγαπούν αυτοί οι άνθρωποι, όταν τους χτυπάς πάνω στο αδύνατο τους σημείο; Άλλο η φυσική και άλλο η μουσική, κύριε Χαϊνίχεν. Συμβολική λοιπόν και η απόρριψή μου. Για κάποιον που δε θα μπορούσα ποτέ να του μοιάσω . Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Και άμεσα και μελλοντικά. Ας είναι καλά ο Μενέλαος Παλλάντιος , που μίλησε για μένα στον ιδιοκτήτη του ΛΥΚΕΙΟΥ « ΑΘΗΝΑ», που με διόρισε έστω και χωρίς δίπλωμα. Έτσι έγινα καθηγητής στη μουσική. Τότε το σχολείο ήταν στην πλατεία Βικτωρίας. Το μεσημέρι έτρωγα ένα σάντουιτς στην τάξη, για να μελετώ πιάνο. Και μετά υποδεχόμουνα τα αγόρια και τα κορίτσια (προπαντός) που έρχονταν να σπάσουν πλάκα με το μάθημα της μουσικής.

Ματαίως προσπάθησα να υψώσω τον τόνο, μιλώντας τους για τους μεγάλους συνθέτες και τις μεγάλες φόρμες. Υπήρχε διάχυτη η προκατάληψη. Τα κορίτσια , λίγο μικρότερα από μένα, έπαιρναν πόζες και εκφράσεις βαμπ, για να με γοητεύσουν. Ήταν ένα φανερό ερωτικό παιχνίδι με μπαγκράουντ την πλάκα. Είχα γράψει μερικά σχολικά τραγούδια. Ένα από αυτά, σε ποίηση του Βασίλη Ρώτα, ήταν ο « Κόκοράς μας». Στο μέσον του τραγουδιού, κάποια από τις «μοιραίες» φωνάζει «κουκουρίκου». Οπότε την πλησιάζω και της αστράφτω ένα χαστούκι. Μονομιάς η τάξη ησύχασε. Μερικοί με κοίταζαν με θαυμασμό. Τι συμπέρασμα να βγάλω; Δεν κράτησε πολύ το καθηγητιλίκι. Μόνο λίγους μήνες , γιατί τον Ιούλιο του 1947 με πιάσανε. Αυτήν τη φορά για εξορία. Ήδη το μουσικό κατεστημένο, με επικεφαλής τον ίδιο το Δάσκαλό μου, με τιμωρούσαν για τις ιδέες μου.

Μια βδομάδα πριν, πήγα να συναντήσω τον κύριο Φαραντάτο, πιανίστα, διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, και διευθυντή του μουσικού τμήματος του ΕΙΡ. Απόρησε για την επίσκεψή μου. Νόμιζε ότι θα διαμαρτυρηθώ, γιατί αυτός μου υπόβαλε την ερώτηση « Χαϊνίχεν». Εγώ όμως πήγα για να του δώσω τα «ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΑ» για πιάνο, που μόλις είχα τότε συνθέσει. Τα κοίταξε, με κοίταξε και μου τα γύρισε πίσω.Έτσι βοηθούσαν τότε οι μεγάλοι τους μικρούς. Συμβουλευόμενος τα χαρτιά μου, ανακάλυψα μερικές επιστολές με το πρόβλημα της απόρριψής μου στις εξετάσεις. Απευθυνόμενος στο Φαραντάτο γράφω: « Το γεγονός ότι κανείς από την εξεταστική επιτροπή δεν είχε καν υπόψη του τον πρώτο μουσικό που εφήρμοσε το συγκερασμένο σύστημα, το Δαβίδ Χαϊνίχεν, μου δίνει το δικαίωμα να ερωτήσω την επιτροπή: Με τι δικαίωμα με απορρίπτουν επειδή δεν ήξερα τον Γκρετρύ, όταν αυτή αγνοεί έναν επίσης μουσικό σημασίας , το Χαϊνίχεν;» Επομένως τα πράγματα είναι αντίστροφα απ’ ό,τι σας τα αφηγήθηκα. Εγώ γνώριζα το Χαϊνίχεν και όχι η επιτροπή.)

Η ζωή μου – η μουσική μου καριέρα – παίχτηκαν μεταξύ Γκρετρύ και Χαϊνίχεν. Νίκησε ο Γκρετρύ και μαζί του, η σοφία και η δύναμη του ελληνικού μουσικού κατεστημένου. Το ότι είμαι ένας φτωχός βιοπαλαιστής που τόλμησα να αφήσω τη δυστυχία και να αφοσιωθώ μ’ όλη μου την ψυχή στη μουσική , αυτό δε σας συνεκίνησε. Δε θέλω να πω πως ήθελα να μου φερθείτε με επιείκεια. Γνωρίζω όμως ότι μου φερθήκατε με αδικία.

Τον Ιούνιο, ένα μήνα πριν από τη σύλληψή μου, έγραψα στο Δημήτρη Μητρόπουλο. Δεν είμαι βέβαιος όμως αν του έστειλα την επιστολή. « Προ ημερών έδωσα εξετάσεις για πτυχίο. Με χτύπησαν όμως με εμπάθεια και φανατισμό(..). Η περίπτωση αυτή αντανακλά, ως ένα σημείο, το κατάντημα της μουσικής ηγεσίας στην πατρίδα μου. Η μουσική σήμερα στην Ελλάδα έγινε σχεδόν μια επιχείρηση εμπορική, με αφεντικά τους επιτήδειους και πονηρούς, και με σκλάβους τους τίμιους και ικανούς εργάτες της τέχνης.»

Στο μεταξύ το αντάρτικο άρχισε να φουντώνει για καλά στα βουνά. Όσο η τρομοκρατία θέριευε, τόσο οι αγωνιστές αποφάσιζαν να τους αντιμετωπίσουν με το όπλο στο χέρι. Όλα γίνονταν, λες και κάποιος σιδερένιος εγκέφαλος καθοδηγούσε τα γεγονότα. Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο «Ριζοσπάστης», όλα νόμιμα και νόμιμοι στην Αθήνα. Στα βουνά, ο πόλεμος. Σχιζοφρένεια. Αρχές του ’47, ετοιμάζονταν να μας επιστρατεύσουν. Τα παιδιά μάς ρωτούν: « Τι να κάνουμε;» Το κόμμα λέει: « Να παρουσιαστείτε, να παλέψετε μέσα από το στρατό». Αυτά έλεγα στους άλλους. Όμως εγώ έξυσα τις ημερομηνίες στην ταυτότητά μου και τις άλλαξα. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να δράσω μέσα από τον εθνικό στρατό. Προτιμούσα να βγω στο βουνό.

Συναντώ τον Πίνδαρο, κομματικό υπεύθυνο, με παραμορφωμένη τη μύτη από σφαίρα, πλάι στον κινηματογράφο « Ορφέα». « Όχι, μου λέει. Δε θα πάμε στο βουνό. Το κόμμα πιστεύει ότι η κύρια μάχη θα δοθεί εδώ, στην Αθήνα. Από δω ξεκινούν οι εφεδρείες του εχθρού. Εδώ είναι οι μηχανισμοί του.» Εμένα όμως η ψυχή μου πετούσε μακριά – πλάι στους μαχητές του καινούργιου αντάρτικου. Στους κόρφους των προαιώνιων βουνών μας. Απευθύνομαι στον ΟΛΥΜΠΟ και του γράφω ( το Φεβρουάριο του 1947): « Αν έμεινες ξαφνικά τόσο έρημος κι εγκαταλελειμμένος – από τις φωνές που χρωμάτιζαν τον ορίζοντα – σου’ χαν απομείνει σύντροφοι πιστοί τα γέρικα έλατα – και η πολύχρωμη μεταμόρφωση της Άνοιξης – Ήσουν ένας καλόγνωμος πατέρας – με σγουρά γένια κι ολόισιες σκέψεις – και θυμάσαι που καλούσες – τους αχτένιστους βοριάδες της Θράκης – να κρατούν φουντωμένες τις φωτιές που φυτρώνουν – στις καρδιές των αμέτρητων παιδιών σου – Μιλούσες ήσυχα με τον Ήλιο για με τη Νύχτα – καθώς γέμιζες με κόκκινους σπόρους – τις φτερούγες των πουλιών – Κι εκείνα τρέχαν χαρούμενα να τους σκορπίσουν – στις τέσσερις γωνιές της γης μας – Φυτρώναν από κάθε σπόρο δέντρα με κόκκινα μήλα – κι όσοι τρώγαν γίνονταν παιδιά σου. – Ήσουν πατέρας μας – έπρεπε να ξαναρθούμε κοντά σου – να συνάξουμε τα τρομαγμένα πουλιά – να βάψουμε ξανά πολύχρωμο τον ουρανό – με τα τραγούδια μας – Σ’ ακούσαμε πάλι να κουβεντιάζεις ήρεμα – με τη Νύχτα και με τον Ήλιο – καθώς βλέπαμε να’ ρχονται  από κάθε μονοπάτι – τις ρόδινες λαχτάρες του κόσμου – και ν’ απευθύνονται στα γόνατά σου – Είμαστε τώρα δυο φορές παιδιά σου – κι οι φωτιές μας που φλογίζανε τον ουρανό – οδηγούν απ’ το ψηλό σημείο – τα τρομαγμένα πλοία – στο γαλήνιο λιμάνι της άνοιξης».

Μίκης Θεοδωράκης Οι δρόμοι του Αρχάγγελου . Αυτοβιογραφία. τ. 2, Κέδρος 1987

( Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)

Μίκης Θεοδωράκης, 90 χρόνια ζωής


Ολόκληρη η μουσική παράσταση "Μίκης Θεοδωράκης - Ποιος τη Zωή μου..." με θέμα τη ζωή και το έργο του κορυφαίου έλληνα δημιουργού, που δόθηκε στη Μακρόνησο στις 14 Σεπτεμβρίου 2013
Μουσική ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Σενάριο-Σκηνοθεσία ΘΕΜΗΣ ΜΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ
Σκηνικό ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΤΣΑΣ
Κοστούμια ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΟΚΚΟΡΟΥ
Χορογραφίες ΑΠΟΣΤΟΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗ
Ενορχηστρώσεις ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑΚΗΣ
Φωτισμοί ΝΙΚΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Παραγωγός ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΔΑΜ

Παίζουν:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ/ΑΡΗΣ ΛΕΜΠΕΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΑΦΗ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΛΑΪΝΗΣ, ΜΑΡΟΥΣΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΘΕΣ, ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΠΑΛΑΙΟΘΟΔΩΡΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΛΕNΤΖΑΣ, ΝΑΤΑΣΑ ΖΑΓΚΛΗ, ΚΩΝ/ΝΟΣ ΦΑΜΗΣ, ΕΡΡΙΚΑ ΜΠΙΓΙΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΥΡΜΙΖΑΚΗ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΕΡΓΟΥΝΙΩΤΗ, ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ, ΕΥΘΥΜΗΣ ΜΠΑΛΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΝΙΚΟΡΕΣΤΗΣ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΡΖΟΥΛΙΔΗΣ, ΝΑΤΑΣΑ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Τραγουδούν:
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ /ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑ,
ΚΩΣΤΑΣ ΘΩΜΑΪΔΗΣ, ANNA ΛΙΝΑΡΔΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΘΕΣ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Αλεξάνδρα , η ερμηνεύτρια με την ιδιαίτερη φωνή

Η ιδιαίτερη φωνή της Αλεξάνδρας μου άρεσε . Ερμήνευσε πολλά και αξιόλογα τραγούδια σημαντικών δημιουργών ( Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις κ.α) Την άκουγα παιδί στο ραδιόφωνο, αλλά δεν γνώριζα τίποτε γι' αυτήν. Σήμερα το πρωί , πάλι στο ραδιόφωνο, πληροφορήθηκα το θάνατό της. Η κηδεία της θα γίνει σήμερα το μεσημέρι. 
Ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα του Θανάση Γιώγλου  για την Αλεξάνδρα δημοσιευμένο τον Αύγουστο του 2014  μπορείτε να διαβάσετε στο μουσικό περιοδικό όγδοο.




Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού



Γράφει η ofisofi //atexnos

Ο τίτλος θυμίζει το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ. Το περιεχόμενο όμως είναι γεμάτο εικόνες, τοπία, χρώματα , ήχους και μνήμες παιδικών χρόνων.
Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι  ένα μεγάλο ποίημα για παιδιά. Αν όμως το διαβάσει σε συνδυασμό με τη ζωή του Γιάννη Ρίτσου τότε θα διακρίνει την προσπάθεια του ποιητή να κρατηθεί ζωντανός, ακμαίος και αισιόδοξος σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του.
Είναι ποίημα «ευφάνταστο και παιδικότροπο» [1]
Ενταγμένο στη συλλογή «Δοκιμασία» ( 1935 -1943) που δεν έχει θεματική ενότητα, αλλά ποιήματα σε άλλο ύφος σε σχέση με όσα ο Γιάννης Ρίτσος είχε γράψει πριν. Ο ποιητής ενέταξε τη συλλογή αυτή στον Α’ τόμο των Ποιημάτων του που κυκλοφόρησε το 1961.
Το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού είναι αφιερωμένο στο Βασίλη Ρώτα.
Η πρώτη αυτοτελής έκδοση  έγινε από τον Κέδρο το 1980, εικονογραφημένη από τη Τζένη Δρόσου.

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού το 1938. Βρισκόταν τότε άρρωστος στο σανατόριο της Πάρνηθας. Είχε χάσει τον αδελφό του και τη μητέρα του από φυματίωση, βίωσε την τρέλα του πατέρα του και της αγαπημένης του αδελφής Λούλας. Ο ίδιος έκανε αιμοπτύσεις από το 1926 για να διαγνωσθεί φυματικός το 1927 και να εισαχθεί στο Νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί, η αρρώστια του έγινε η αφορμή για να έρθει σε επαφή με μαρξιστές διανοούμενους και να  συνειδητοποιηθεί ιδεολογικά. Ζει δύσκολα χρόνια. Ο αγώνας του για επιβίωση τον κάνει να δουλεύει εντατικά και σκληρά σε διάφορες δουλειές και αυτό  βοηθάει  στον υποτροπιασμό της ασθένειας του. Η φυματίωση τον φέρνει στο κεφαλόσκαλο του θανάτου και αυτό  δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη ζωή του. Από τον Οκτώβριο του 1937 ως τον Απρίλιο του 1938 ζει στο Σανατόριο της Πάρνηθας.
Ο ποιητής βρίσκει τον τρόπο να μετατρέψει τα τραυματικά του βιώματα σε νέες μορφές ζωής , να δει μέσα από τα αρνητικά τα θετικά, να υμνήσει την ομορφιά της φύσης και της νιότης.

« ...επάνω στη ζωή μου συνέπεσαν τέτοια γεγονότα – βέβαια που ευδοκίμησαν  μέσα μου και μου έδωσαν τρομακτικές εμπειρίες – που τις ζηλεύει κάθε άνθρωπος, γιατί όπως είπαμε η ποίηση δεν είναι μόνο ταλέντο, δεν είναι μονάχα άσκηση. Δεν είναι μονάχα συνειδητοποίηση και γνώση , απέραντη γνώση όλης της παγκόσμιας ποίησης από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, αλλά ταυτόχρονα και τα βιώματα. Τα προσωπικά βιώματα τα οποία είναι εκείνα που ξυπνούν και τις δυνάμεις μας και που αναπτύσσουν την ευαισθησία μας.

Αυτή ,ύστερα, ολόκληρη η ευαισθησία, πολιτογραφείται στη νόηση κι αυτή είναι το μεγάλο αποθησαύρισμα ολόκληρης της ζωής ενός καλλιτέχνη. Λοιπόν εμένα με ευνόησε η τύχη να έχω τρομακτικά βιώματα, να γνωρίσω αρρώστιες, να γνωρίσω θανάτους, να γνωρίσω την τρέλα από κοντά, τόσο του πατέρα μου όσο και της αδελφής μου, να είναι ταυτόχρονα κι ο ένας κι ο άλλος. Αυτά τα πράγματα όμως δε λέγονται γιατί είναι ιδιωτικές υποθέσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των βιωμάτων και οι διεργασίες τους μέσα μου , αυτά έχουν αποτυπωθεί μέσα σ’ ολόκληρο το έργο μου, όχι πια σαν προσωπικές πείρες αλλά καλλιτεχνικά αντικειμενοποιημένα. Γιατί, όπως είπαμε , για την τέχνη στο βαθμό που το υποκείμενο αντικειμενοποιείται και το αντικείμενο προσωποποιείται , σ’ αυτό ακριβώς το βαθμό αρχίζει μια ουσιαστική σχέση με τον κόσμο και με την τέχνη(...)
Σκοπός της τέχνης είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε είναι να μεταλλάζει, να μετασχηματίζει τα αρνητικά στοιχεία της ζωής σε θετικά.»[2]


Τι είναι το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού;  Ανάμνηση ,διαφυγή από την μίζερη πραγματικότητα ή  επιστροφή στην παιδική του ηλικία και στην ξένοιαστη ζωή του μέσα στη φύση ;
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Γιάννης Ρίτσος « Πάντα γειωμένος στην πραγματική πραγματικότητα, καταφεύγει στο φανταστικό όχι ως φυγή από το παρόν , περισσότερο ως ανακάλυψη της ίδιας και γνωστής ηπείρου του πρώτου πληθυντικού, είτε είναι ιστορικό γεγονός ιδεολογικά φορτισμένο είτε χειρονομία προς τα πράγματα χειραφετημένα από τη χρήση τους» [3]


Το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού γράφεται σε μια περίοδο( 1937 -1943) που χαρακτηρίζεται από « λυρική έξαρση» ή « λυρική έκρηξη».
« Ένας μοντέρνος λυρισμός ,σε ελεύθερο στίχο, όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει με τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες. Οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας πάντα στα απλά πράγματα» [4]


«Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
 Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος, τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντήλια.
 Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.
 Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και τα κορίτσια.
 Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι μαργαρίτες να χαιρετίσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς φορτίο σκιάς και θύμησης.
 Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το καπέλο, κι έλεγες μόνο στα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’ άκουγε κανένας.
 Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα στην άδεια κάμαρα της ευωδιάς.
Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ» που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις.»


Σύνθεση λυρική με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία και παραμυθένιες εικόνες .

« Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κ’ είτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κ’ έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι
κι όλη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν
αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.»

Σε πρώτο πλάνο τα παιδιά, ανάμεσα τους και ο ποιητής καθώς κυριαρχεί το α’ πρόσωπο αφήγησης.

« Κοιμηθήκαμε την ώρα που δε νυστάζαμε. Φάγαμε την ώρα
που δεν πεινούσαμε.
Μετρούσαμε τις ώρες μας με το ρολογάκι του χεριού που μας
χαρίσαν στη γιορτή μας, ξεχνώντας το ρολόι του κήπου
 πούδειχνε καλοκαίρι.
Τώρα θέλουμε να βάλουμε μαζί το ρολογάκι του χεριού με το σφυγμό μας,
κοιτάζοντας την ώρα που δείχνουν οι ωροδείχτες των σκιών πάνου στη χρυσοπράσινη πλάκα της χλόης.
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε  παπαρούνες για να μη γεράσουν
τα χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.»

« Εμείς μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε  τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»

Μικρές καθημερινές σκηνές, αταξίες, σκανταλιές και παιχνίδια

« Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν
απ’ τα σπίτια, κυλιόνταν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα
της αλυγαριάς κι αγκάλιαζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.»

«Θα χώσουμε λοιπόν κ’ εμείς απόνα τζιτζίκι στα ρουθούνια του παππού
 για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα»

« Περπατάμε ξυπόλυτοι στο ζεστό χώμα, γδυνόμαστε κάτου
απ’ τα πλατάνια και παλεύουμε, παίζουμε πετροπόλεμο, αμολάμε
χαρταϊτούς και λουζόμαστε στο ποτάμι μαζί με τα κοτσύφια
και τις πέρδικες».

Μια αίσθηση ελευθερίας και αθωότητας είναι απλωμένη παντού.

 « Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου τα μάτια της.
Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το νησιώτικό χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε θα χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.»


Η αγαπημένη μορφή της μητέρας

« ΜΗΤΕΡΑ, μη θυμώνεις μαζί μας που δεν μπορούμε να κάτσουμε σπίτι.
   Ο ήλιος μάς φωνάζει.
   Θα σου φορέσουμε ένα φόρεμα τριανταφυλλί που το πλέκει η άνοιξη
   κάτου απ’ τις μυγδαλιές με το βελονάκι της πιο μικρής αχτίνας.
   Θα σε πάμε μπροστά στον καθρέπτη να κοιταχτείς, να γελάσεις
    και να μας   γνωρίσεις.
   Τότε τα μικρά χελιδόνια θα καθήσουν στα δάχτυλά σου, μα πάλι εσύ
   δε θα ξέρεις να γελάσεις πολύ.
   Πώς να βγάλουμε, μητέρα , την πέτρα που φράζει την πόρτα σου;
   Κι όμως στα τζάμια των παραθυριών μας λάμπει ζωγραφισμένο
   το πρόσωπο της αυγής και γύρω σαν κορνίζα οι ανθισμένες μηλίτσες
   της βουνοπλαγιάς.
   Εμείς πηδάμε απ’ τα παράθυρα.
   Ο ουρανός ανθίζει μέσα μας χαμόγελα, κι όπου στεκόμαστε
   είμαστε παντού.
   Μητέρα, πικραμένη μητερούλα, πάμε στον κήπο να σε μάθουμε τώρα
   με τη σειρά μας να συλλαβίζεις το αλφάβητο του ήλιου και λίγο - λίγο
   να διαβάζεις λουλούδια.
   Θα σε βάλουμε καβάλλα στη ράχη μιας αγριόχηνας και θ’ ανεμίζει
   στον αέρα το φουστάνι σου σα μια γιορταστική σημαία πάνου
   απ’ τους πράσινους αγρούς.»

Πουλιά, έντομα, λουλούδια, ήχοι  και πολύ φως .

« Όλος ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
 Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
 Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
 Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
 Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
 Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
 Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
 Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.


Η επιστροφή στα παιδικά χρόνια ταυτίζεται με την επιστροφή στη φύση.

« Μήτε στιγμή δε μένουμε στο σπίτι.
Πάμε στα λιβάδια και στήνουμε το δόκανο.
Πάνου στ’ αλώνια οι θημωνιές γυαλίζουν σα γυμνά βυζιά και τ’ άλογα
αφηνιάζουν κάθε μεσημέρι, πατούν στα στάχυα και χάνουνται
καλπάζοντας μέσα στο δάσος.
Ώσπου έρχεται το βράδι, και τ’ άλογα γυρίζουν ήμερα στις αυλές
κ’ οι τεμπέλες χελώνες μαζεύουν μαργαρίτες μέσα στα σιωπηλά χωράφια.
Η ώρα μυρίζει ιδρώτα και ρετσίνι καθώς ανεβαίνει ο βραδινός καπνός
πάνου απ’ τις στέγες κ’ εμείς καθόμαστε ακόμη στο δρόμο μαζεύοντας αστέρια για να πιστέψει η μάνα μας πως  κάτι κάναμε κ’ εμείς και
πως δεν πήγε κατ’ ανέμου ο μόχτος κ’ η μέρα μας.
Όμως οι μεγάλοι δεν ξέρουν πού κοιτάμε εμείς,
δεν ξέρουν το δικό μας θερισμό κι ούτε μπορούν
να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.
Ωστόσο εμείς χαϊδεύουμε τα κουρασμένα χέρια της μητέρας μας
ενώ κοιτάζουμε μακριά, τη μεγάλη άρκτο με το χρυσόμαλλο τομάρι.»

Μαγεία και όνειρο σε τοπίο  ειδυλλιακό και αρκαδικό.

«Μόλις κοιμόμαστε, ξυπνούσε το μαγεμένο δάσος του μεσημεριού.
Η σκιά μας έρριχνε τ’ ανάλαφρο σεντόνι της, μα μέσα από τις τρύπες
της σκιάς έχωνε ο ήλιος τα χρυσά του δάκτυλα που άχνιζαν απ’ τη ζέστα και
μας χάιδευε τα στήθεια και τα σκέλια.
Το γυάλινο πρόσωπο του νερού γελούσε κάπου απόμακρα
και ράντιζε τις ροδοδάφνες με μικρά διαμάντια.
Γυμνές γυναίκες πέρναγαν κάτου απ’ τα δέντρα, ήρεμες και
παράξενες σα νάχαν πιεί το αμίλητο νερό.
Πίσω τους τρέχανε νιογέννητα ελαφάκια στεφανωμένα
με τριφύλλι.
Άλλες κρατούσαν ψηλά σταμνιά στον ώμο.
Άλλες χορεύανε συρτό χορό κάτου απ’ τις δυό μεγάλες λεύκες.
Τ’ άσπρα κορμιά τους φέγγριζαν στους ίσκιους, πλασμένα
με νερό και φως κι αέρα.
Θέλαμε να ξυπνήσουμε, μα πάνου στην καρδιά μας γονάτιζε το καλοκαίρι.»


Είναι γεγονός ότι η μόνη περίοδος που η ζωή του Ρίτσου ήταν χαρούμενη και ξένοιαστη ήταν των παιδικών του χρόνων. Όλη μέρα στα κτήματα της οικογένειας , μέσα στη φύση και στη θάλασσα, να παρακολουθεί τα πουλιά , τα έντομα και τα λουλούδια. Μετά παραμύθια από τη γιαγιά του .
Το σχολείο δεν του άρεσε και προτιμούσε να παίζει παρά να  παρακολουθεί τα μαθήματα και  να διαβάζει .
« Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» [5]
Οι τιμωρίες εντάσσονταν στην  σχολική του καθημερινότητα.
« Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Θα πει ότι δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση» [6]

« Κάναμε τόπι εμείς τη σφαίρα που’ χε ο δάσκαλος για το
 μάθημα της γεωγραφίας και την κυλάμε στον πράσινο κάμπο με τα
 μικρά χαμομήλια.
Τη νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, εκεί στο κοιμητήρι του χωριού, πήραμε κάμποσα γυμνά κεφάλια και τα γιομίσαμε με χόρτο και λουλούδια.
 Στη θέση των άδειων ματιών βάλαμε δυο τριαντάφυλλα.
 Τώρα είναι όλα φωτεινά και ρόδινα.
 Εμείς το ξέραμε από πριν πως γρήγορα θα’ ρχόταν το καλοκαίρι
 κι ας μην το’ γραφε το ημερολόγιο.»

«Δεν αγαπάμε, αυτή την ώρα, τα βιβλία με τους λιγνούς καλόγερους των στίχων.»

«Έχουμε κρύψει στη σάκκα του σχολείου ένα κουτί χρυσόμυγες
και τις ακούμε να βουΐζουν στο μάθημα της αριθμητικής.»

« Ο λιγνός δάσκαλος που φοράει ματογυάλια από χιόνι και σακκάκι
από τσουκνίδες θα μας μαλώσει πάλι γιατί δεν έμαθε πως το φως
λουλούδισε στις αυλές απ’ τα δικά μας μόνο μάτια.
Εμείς γελάμε πάλι.
Το σκάμε απ’ το μάθημα της ιστορίας και των θρησκευτικών.
Μαζί μας το σκάει κ’ η Ρουθ κ’ η Ιουδήθ, ανασηκώνουν τα φουστάνια τους,
πηδούν το φράχτη και τρέχουν να μας βρούνε.
Πετάμε στη θάλασσα το αναγνωσματάρι, και ζωγραφίζουμε στον άμμο
με το δάχτυλο τον ήλιο που γελάει.
Έτσι του αρέσει κάποτε και του ήλιου να γελάει μην τύχει και γεράσει
κλεισμένος μές στο φως του.»

« Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ανεμπόδιστος της αθωότητας, ο παλαιός ελληνικός κόσμος της μεσογειακής συνείδησης, ο θίασος της αναίμακτης Επανάστασης, ένας εστέτ ο οποίος δεν ακκίζεται αλλά προσπαθεί να χτίσει οίκους ευγένειας σε καιρούς ανοίκειους.» [7]

« Ένα ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει
και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.»

« Μια κοπέλα καθισμένη στο κατώφλι της μέρας μαθαίνει μαντολίνο.
Μα το φως μπλέκεται στα μικρά δάχτυλά της και στάζουν λουλουδάκια
πασχαλιάς απ’ τις σπασμένες νότες.
Ο κάμπος γελάει και σαλεύουν τα πράσινα γένεια του.
Ο ήλιος μεθυσμένος με την κόκκινη μύτη του τρεκλίζει
ανάμεσα στα δέντρα και κυνηγάει τα νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλαμιές, φωνάζουμε στον ήλιο:
« Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θα σκοντάψεις
κ’ η μύτη σου θα σπάσει και θα γεμίσεις παπαρούνες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζιτζίκια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά
και ξύπνησαν το Θεό απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρίβει τα μάτια του, μας βλέπει και γελάει.»

Διάσπαρτες μέσα στους αισιόδοξους  και χαρούμενους στίχους υπάρχουν στιγμές θλίψης και μελαγχολίας .

   « Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
    Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
     Μη χαμογελάς που’ χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι.
     Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
     Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
     Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπό σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν αφήνει μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο φεγγάρι.
     Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι
που κουρεύουν τα πρόβατα.
      Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
     Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
 οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου στον κάμπο».

« Όταν ξυπνούσαμε είμαστε θλιμμένοι.
Εκείνες είχαν φύγει αμίλητες έτσι όπως ήρθαν.»

«Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου
απ’ τα παράθυρά μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομή, την Κυριακή, πιασμένες δυό – δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα – ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κ’ ευτυχισμένα.»

«...Στις χειμαρρώδεις ( σε ελεύθερο στίχο πια) λυρικές συνθέσεις αυτής της περιόδου τα μηνύματα εκπέμπονται με συνωμοτική κρυπτικότητα και συμβολική εμβέλεια...» [8]

« Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.»

« Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ό,τι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.»

« Σε κανέναν μην πεις πού πηγαίνουμε.»

« Τη νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, εκεί στο κοιμητήρι του χωριού, πήραμε κάμποσα γυμνά κεφάλια και τα γιομίσαμε με χόρτο και λουλούδια.»

« Όμως οι μεγάλοι δεν ξέρουν πού κοιτάμε εμείς, δεν ξέρουν το δικό μας θερισμό κι ούτε μπορούν να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.»

Μέσα από συμβολισμούς και υποδηλώσεις  δίνεται ο αγώνας  και οι θυσίες για έναν καλύτερο κόσμο .
Ο ποιητής είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1934. Οι πολιτικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες καθώς από τον Αύγουστο του 1936 είχε επιβληθεί η μεταξική δικτατορία. Ο Μάης του 1936 είχε αφήσει το αποτύπωμά του στον «Επιτάφιο» και ο Ρίτσος είχε  νιώσει τη βαρβαρότητα του καθεστώτος βλέποντας αντίτυπα του έργου του να καίγονται στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

«Οι μεγάλοι μάς λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του ήλιου
πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι είναι
να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων
για να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών
με τ’ ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τα ψηλά καμπαναριά
των κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.

« Άταχτα, σιωπηλά και πεισματάρικα παιδιά, που δεν ακούσαμε
ποτέ κανέναν, ακούσαμε τη σιωπή μες στη νύχτα και
 μιλήσαμε αγνώριστα λόγια.
Μάθαμε κείνο πούναι πιο πολύ απ’ όλα και δε μαθαίνεται
πάνου στα θρανία, έξω απ’ τα φωτεινά σχολεία των δέντρων.
Θάταν άδικο να πεις πως δεν κάναμε τίποτα και πως αφήσαμε
το σπίτι να ρημάξει.
Κοίταξε τον κήπο και πες.
Δεν το ξέρεις τάχα πως κι αν πέσει το σπίτι, θα μείνει το φως
να μας δείξει να χτίσουμε σ’ ένα καλύτερο σχέδιο το καινούργιο σπίτι;
Κοίταξε τ’ ασημένια χέρια μας που δούλεψαν στον άλλο αγρό,
στην άλλη μέρα.
Βλέπεις πώς λάμπουν τ’ ασημένια χέρια μας μέσα στους ίσκιους
- τα χέρια μας που καμιά νύχτα δε μπορεί ποτέ να τα κερδίσει.»

Όλα κινούνται προς το φως και καλούν με όλες τους τις δυνάμεις τον ζωντανό και ζωογόνο ήλιο

« ΕΪ, ΜΗΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ. Το μεσημέρι σαν ξυπόλυτο παιδί με πρόσωπο ιδρωμένο,
μ’ αχτένιστα χρυσά μαλλιά και με μια  φυσαρμόνικα στο στόμα, στέκεται κάτου απ’ τα παράθυρα και σε φωνάζει.
Παράτα την άρρωστη μάνα σου.
Ξεγέλασε τον παράξενο παππού σου που όλη την ώρα ξύνει τη φαλάκρα του και παραπονιέται για τις μύγες.
Πήδα, λοιπόν, απ’ το παράθυρο κ’ έλα να κυνηγήσουμε ορτύκια.
Ο μόρτης ήλιος αγκαλιάζει την άνοιξη κάτου απ’ τα δέντρα
κ’ εμείς αγκαλιάζουμε τα δέντρα.
Τα περιστέρια παίζουνε πλάι στο ποτάμι, πηδάει το ένα πάνου στη ράχη του αλλουνού, κ’ έτσι δυό – δυό περπατάνε στην όχθη παραπέφτοντας σα να ζητάνε να ψηλώσουν για να δουν πιο πέρα τι γίνεται αύριο.
Αύριο είναι τα γενέθλια του ήλιου κι ο ήλιος έχει τα χρόνια μας.
Εδώ που φτάσαμε άκρη – άκρη στ’ όνειρο μας, γιορτάζουμε
 μαζί με τον ήλιο την ίδια μέρα – κάθε μέρα.»

« Το χώμα ποτίστηκε με φως. Δεν ξεχωρίζεις φως και χώμα.
Εμείς είμαστε τ’ όνειρο μας.»

Γιάννης Ρίτσος , Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού , Δοκιμασία ,Ποιήματα ,
 τ. 1, Κέδρος 1961

Βιβλιογραφικές πηγές:

[1], [4] Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη , Επιμέλεια Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα. Κέδρος 2006, 7η έκδοση. Από την εισαγωγή της Χρύσας Προκοπάκη.
[2] Ο Γιάννης Ρίτσος συζητά με τον Γιώργο Σγουράκη . Γιάννης Ρίτσος Αυτοβιογραφία, Αρχείο Κρήτης Αθήνα 2008
[3] , [7] Βασίλης Κ.Καλαμαράς, Από τη λυρική έξαρση στη σκηνογραφία της καθημερινότητας, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία  Λέσχη Αθανάτων Γιάννης Ρίτσος
[5], [6] Χρήστος Σιάφκος , Ο Άγγελος της Ποίησης ,δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία  Λέσχη Αθανάτων Γιάννης Ρίτσος
[8] Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου, Οι δύο « αναγκαιότητες», άρθρο δημοσιευμένο στη Βιβλιοθήκη, ένθετο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2000, τεύχος 128.

Οι πίνακες  είναι του Ρώσου  ζωγράφου Dima Dmitriev