Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Αργοναύτες



Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτὴ βλεπτέον:
τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη.
 
Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φωνάζαν
οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά,
εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων
ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ
δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο
χωρὶς ν᾿ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή.

Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας μὲ ρυθμὸ
καὶ τὸ αἷμα τοὺς κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια
ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς
κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων
ποὺ γαβγίζουν.

Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, ἔλεγαν
καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στὸ ἡλιόγερμα.

Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
ποὺ φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὀλολυγμοὺς
κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ
κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο
καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Ἀράξαμε σ᾿ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινὰ
μὲ κελαηδίσματα πουλιῶν, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια
τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης εὐτυχίας.

Μὰ δὲν τελειῶναν τὰ ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα με τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς
μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης
μὲ τ᾿ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά,
μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους
δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλι.
Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.

Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα , Δ΄ στο Ποιήματα, Ίκαρος , 1977, ενδέκατη έκδοση

Οι δικοί μου ξένοι ειν' οι αγαπημένοι



Οι δικοί μου ξένοι

Στίχοι: Χαρούλα Αλεξίου
Μουσική: Χαρούλα Αλεξίου
Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου
Από το album "Το παιχνίδι της αγάπης", 1998

Οι δικοί μου ξένοι οι πιο μακρινοί
είναι αυτοί που ζουν κοντά μου
τους κοιτάζω, τους αγγίζω, τους μιλώ
τους ανοίγω την καρδιά μου

Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός
μες στην άγνωστη ψυχή του
Ο καθένας στη δική του ξενιτιά
πολεμάει για τη ζωή του

Οι δικοί μου ξένοι
είν' οι αγαπημένοι

Οι δικοί μου ανθρώποι ζούνε μακριά
κι από μακριά αγαπάνε
Έτσι μεγαλώνει ο κόσμος κι η καρδιά
και θυμόμαστε όπου πάμε

Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός
κι αδελφή ψυχή γυρεύει
και στα κρύσταλλα κομμάτια της καρδιάς
την αλήθεια του λαξεύει

Οι δικοί μου ανθρώποι
της καρδιάς μου οι τόποι

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει...



Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε
η απώλεια θα μπορούσε να 'ναι κούνια μας
δεν μπορείς να τα ΄χεις όλα
πρώτη φράση που μαθαίνουμε

Από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε
τα γλυκά και τα παιχνίδια με τ' αδέρφια μας
μάθε πλέον να μοιράζεσαι
έτσι δίνουμε ό,τι παίρνουμε

και τα χρόνια περνάνε
και ό,τι τρώμε κερνάμε
δίνουμε ό,τι αποκτάμε
ώσπου κάτι τελειώνει...

και οι άνθρωποι φεύγουν
και εμείς δεν αντιδράμε
μάθαμε να ξεχνάμε
και να μένουμε μόνοι...

μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...

η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...


Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Ερμηνεία: Νατάσσα Μποφίλιου


Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Η μητέρα


 Η Μητέρα
Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά...
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.


Μίλτος Σαχτούρης , Έκτοτε (1996)

Σ΄αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί...


401
Αγωνία για ηλεκτροσόκ. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ.
Φωτογραφία με την Μπέλλου.


Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς

Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές

Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό
ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22 ( θα χαθώ απ'τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ' ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ'ένα κατώι μυστικό)

Σ' αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή

Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαυρο πνευμα)
η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος

Μουσική : Διονύσης Σαββόπουλος
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου - Διονύσης Σαββόπουλος
(Μες στις παρενθέσεις είναι τα λόγια του Σαββόπουλου).

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

κόσμος μικρόψυχος που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται ...

            Το φευγαλέο καμπαναριό
     Κάθε πρωί ξυπνώντας κρατάω τα κλειδιά 
    ενός κόσμου που βασίλεψα μέσα στ'   όνειρο,
    οι μύγες τρέχουν ταραγμένες σαν κάτι πολύ σπουδαίο
   να έχουν μόλις πληροφορηθεί
   οι φτωχοί όταν τους ταπεινώνουν κοιτάζουν
    στο βάθος του καπέλου τους
   σαν να'ναι εκεί  προφυλαγμένη η αληθινή τους ζωή
   πρόσωπα λησμονημένα που δε θέλουν να πεθάνουν
   τοπία εντελώς αδιάφορα σαν εκείνους που λένε πολλά
   θυμάμαι, παιδί, τα τζιτζίκια ή τις μέλισσες
   κι ύστερα τους  χαμένους συντρόφους εδώ κι εκεί
   κάποτε πιάναμε φιλίες με το άγνωστο 
   πίσω απ' τον καναπέ
   αργότερα έφτασε μια νύχτα να τραβήξεις την κουρτίνα 
   για  ν' αντικρίσεις όλο το ανεπίστρεπτο
   κι αυτή η αλλόκοτη ευδαιμονία που νιώθεις καμιά φορά,
   ακόμα κι όταν όλα γύρω σου έχουν γίνει στάχτη - ίσως
   αυτό είναι Θεός
   οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, 
   η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία
   η ματαιότητα είναι ένας κήπος
   όπου παίζουμε τους αθανάτους
   μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος -
   ποιος φεύγει;
   τι σημασία έχει,
   η μητέρα κι ο πατέρας πέθαναν, τ΄αδέλφια πέθαναν,
   περάσαν τα χρόνια - 
   ούτε τα φαντάσματά τους δεν εμφανίζονται πια,
   λοιπόν, γιατί απορείτε που βιάζομαι; 
   είναι μια γνωριμία από μιαν άλλη ζωή
    και τρέχω να την ξαναβρώ,
   στον καθένα μας υπάρχει ένα έγκλημα 
    που το'χουμε ξεχάσει
   - αλλά φοβόμαστε τον ύπνο
   ο νέος που υπήρξα πεθαίνει ακόμα μες στους καθρέφτες
   κι άλλοτε " θα χιονίζει στη Σιβηρία" σκέφτομαι, 
   αλλά θα μου  πείτε τι μ' ένοιαζε - λάθος,
   γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω
   η ζωή μας στη διάθεση των άλλων
    σαν την επιγραφή ενός τάφου
   αλλά όταν εν' αστέρι πέφτει το βράδυ,
    φέρνει ειδήσεις στα παιδιά
   ή όταν φεύγουν τα πουλιά το φθινόπωρο, 
   ποιος θα χτυπήσει
   φιλικά στον ώμο το φυλακισμένο
   και συχνά τις νύχτες οι νεκροί σύντροφοι
   παραμερίζουν με κόπο τη λήθη
   για να μου στείλουν λίγα δάκρυα,
   κόσμος μικρόψυχος που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
   πάνω  απ' το δέντρο που βρέχεται - 
  ο ήχος ενός σφυριού την ώρα που βραδιάζει,
  η μυρουδιά ενός  μουσκεμένου κήπου, 
  κάποιος περαστικός - πράγματα
  απόμακρα ή ξένα που κάποτε θα τα θυμηθείς με πόνο
  κι αυτή η μυστική εύνοια που σου χαρίζεται
  όταν σ' έχουν όλοι  εγκαταλείψει
  λοιπόν, ποιος είμαι; ποιος είσαι; 
  καιρός να γνωριστούμε καλύτερα
  - ένα καμπαναριό φεύγει μες στα σύννεφα
  ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω - που 
  διαβαίνω ανυπεράσπιστος κι ωραίος....
Τάσος Λειβαδίτης , Βιολέτες για μιαν εποχή (1985), στην επιλογή ποιημάτων από τον Γιάννη Κόντο, Υάκινθοι, βιολέτες και ηλιοτρόπια, Κέδρος, Αθήνα 2008

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Ψυχής ιατρείον*

  Χιλιάδες χρόνια πριν κάπου εκεί στα εύφορα εδάφη της Μεσοποταμίας , οι Σουμέριοι αξιοποίησαν τον πηλό που τους έδινε η γη τους και κατασκεύασαν πινακίδες . Πάνω σ' αυτές χάραξαν σφήνες και γραμμές. Δημιούργησαν τη σφηνοειδή γραφή.

 Από τότε , το 3000 π.Χ. περίπου, η γραφή και οι γραφείς, οδήγησαν την ανθρωπότητα  στον εγγράμματο πολιτισμό. Μακρύ το ταξίδι . Μέσα από τη διαδρομή αυτή βασιλιάδες , ευγενείς , ιερείς , λόγιοι, άνδρες και γυναίκες , λίγοι στην αρχή περισσότεροι στη συνέχεια παθιάστηκαν με την ανάγνωση.
 Το πάθος τους τους οδήγησε στην απόκτηση των πρώτων "βιβλίων" που ξεκίνησαν από πηλό και πάπυρο και κατέληξαν σε περγαμηνή και χαρτί.

 Πήλινες πινακίδες, κύλινδροι, κώδικες.


 


      Η μανία της συλλογής, η οργάνωση της και η ίδρυση της πρώτης βιβλιοθήκης
Τιγλάτ- Πιλασάρ Α΄ ο πρώτος ιδρυτής βιβλιοθήκης και  η βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ  η πρώτη συστηματική συλλογή στην Εγγύς Ανατολή. Από τους μεγαλύτερους ηγέτες των Ασσυρίων και οι δυο.


       Το ταξίδι των βιβλιοθηκών συνεχίζεται . Αρχαία Ελλάδα, Αρχαία Ρώμη, Λατινόφωνη Δύση, Βυζάντιο.
Κελσιανή Βιβλιοθήκη Εφέσου
Βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου, του Παλατίνου λόφου, της Τανιγάδης, Κελσιανή Βιβλιοθήκη της Εφέσου, 
της Κωνσταντινούπολης. Βασιλικές , ιδιωτικές και δημόσιες.


      Οι  ενδιάμεσοι σταθμοί προσπαθούν να δώσουν μια εικόνα για τη σχέση των βιβλιοθηκών και την ανάπτυξη του μορφωτικού επιπέδου των ανθρώπων, για τα βιβλία , τα βιβλιοπωλεία, τους βιβλιοπώλες, τους συγγραφείς, να διαφωτίσουν για τον τρόπο έκδοσης και απόκτησης των βιβλίων, για το περιεχόμενο τους και το αναγνωστικό κοινό, να ερευνήσουν την επίδραση των διαφορετικών εποχών, λαών και ιδεών στην οργάνωση των βιβλιοθηκών.






Ξεναγός και συνταξιδιώτης ο Lionel Casson, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και οδηγός το απολαυστικό βιβλίο του  Οι βιβλιοθήκες στον Αρχαίο Κόσμο, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2006










* Η επιγραφή  στην είσοδο της ιεράς βιβλιοθήκης του Ραμσή Β΄ ( 1279- 1213 π.Χ.) (Διόδωρος Σικελιώτης) σελ.34 του  βιβλίου

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Ο μελοποιημένος Federico Garcia Lorca



Η νύχτα στέκει μουσκεμένη

μέσα στου ποταμιού τις όχθες

και στα στήθια της Λολίτας

από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά


Γυμνή η νύχτα τραγουδάει

πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια

Λούζ' η Λολίτα το κορμί της

με νάρδους και γλυφό νερό.


Η νύχτα, από πιοτό και ασήμι

λάμπει ανάμεσ' απ' τις στέγες

Ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες

απ' τ' άσπρα πόδια σου πιοτό

Ποίηση: Federico Garcia Lorca.

Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Γιάννης Γλέζος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος



Στον αγέρα - στον αγέρα παν

της αγάπης μου οι στεναγμοί

στον αγέρα - στον αγέρα παν

και στα μάτια μου φέρνουν βροχή.

Σταλαγματιά το δάκρυ

κι εσύ που καρτερώ

στου βελονιού την άκρη

στης νύχτας το φτερό.

Στον αγέρα - στον αγέρα παν

οι ελπίδες μου σαν τα πουλιά

στον αγέρα - στον αγέρα παν

μα δε βρίσκουν να χτίσουν φωλιά.

Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μουσική: Χρήστος Λεοντής.
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς, «ΑΧ, ΕΡΩΤΑ», 1974.


Ξάφνου στον ποταμό από πέρα φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές σαν δελφινιού πηδήματα.

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν - ήταν έξι και δεν εμπόραε πια ν' αντέξει.


Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, π' άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.

Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ' άναψε καντήλι.

Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη, « ROMANCERO GITANO», 1967.

Πέρα στο θολό ποτάμι
έσκυψε η νύχτα να λουστεί.
Έτσι και η όμορφη Μπελίσα
μ' ένα φιλί θα δροσιστεί.

Πάνω στο πέτρινο γεφύρι
κάθεται η νύχτα δροσερή.
Έτσι και η όμορφη Μπελίσα
στον κήπο θα τον καρτερεί.

Ποίηση : Federico Garcia Lorca
Ποιητική απόδοση: Νίκος Γκάτσος
Μουσική : Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Φλέρυ Νταντωνάκη


Κουβάρι, κουβαράκι
τί θέλεις να γενείς;
Ένα χαρτί κρουστάλλι
έν΄ άσπρο γιασεμί.
Πριν γεννηθεί να σβήσει
πριν ζήσει να χαθεί.

Κουβάρι, κουβαράκι
τι λες να τραγουδήσεις;
Λαβωματιές κερένιες
καημούς από μυρτιά.
Η χαραυγή θα γιάνει
τον πόνο της νυχτιάς.

Κουβάρι, κουβαράκι
για ποιόν θέλεις να πεις;
Γι αγαπημένο φίλο
γαμπρό χωρίς μιλιά.
Τους είδα ξαπλωμένους
στη μαύρη λαγκαδιά.


Στίχοι: Federico Garcia Lorca
Ποιητική απόδοση : Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παππάς





 Το χτύπημα και ο θάνατος


Ποίηση: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Σύνθεση  διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Έργο: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)












Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Σαν τα χηνάρια

     " Το θέρος στον κάμπο είχε αρχίσει. Την αυγή τα στενόμακρα κάρρα φορτώνανε τις γυναίκες και τις φέρνανε μέσα στον κάμπο για το θέρο.

         Οι βαριοί τροχοί κυλούσαν με τραντάγματα στον ανώμαλο δρόμο. Τα ζα, καλοταϊσμένα και ξεκούραστα, πετούσανε, μόνο τ' άγγιζε το καμτσίκι. Στο βάθος του καταχνιασμένου κάμπου, θεόρατος κείτονταν ο Όλυμπος, κι ακόμα μιαν ασπρογάλανη πυραμίδα η κορφή της Όσσας. Ο κάμπος είνε χωρίς πνοή με την χαραυγή κι άλλο από τα τραγούδια των γυναικών και των παιδιών δεν ακούγεται.

         Η Τασία πήγαινε στο θέρο. Έτρεχε στον κάμπο τρεις ώρες την ημέρα δρόμο, με το κάρο, πρωί   και  βράδι. Ήταν γερή. Τίποτε δεν έπαθε. Με το μικρό κορμί της, εξογκωμένο τρομαχτικά, τριγύριζε σκυφτά στη δουλειά, με το στόμα ξερό, τη γλώσσα κολλημένη στο λαρύγγι. Στο ξεκούρασμα του μεσημεριού αυτή έκανε μπασάκι , θέλοντας να φανεί άξια στην καινούργια της φαμίλια. Κλωνί, κλωνί, μάζευε το χρυσαφένιο χοντρό καρπό. Τριγύριζε στα θερισμένα με τα μικρά γυμνά πόδια της χοντροπετσιασμένα, αψηφώντας τον κόπο και το λίβα. Ολόγυρά της ο ατέλειωτος κάμπος , σα μαρμαρωμένος, χρυσάστραφτε κάτου από το θερινό ήλιο.

       Το μάτι δεν είχε απακούμπι να ξεκουραστεί. Μόνο σκόρπια σημάδια ανθρώπων δείχναν εδώ και κει μέσα στα στάχια. Κανένας άντρας με μεγάλο ψαθί. Οι γυναίκες όλες μαγουλικωμένες. Όλοι σκυφτοί για τον αγώνα το βαρύ του ψωμιού.

      Ο Νικόλας φαινόταν γνωστικός` είχε τα χρόνια του. Θα τον περιποιηθεί, συλλογιέται, δουλεύοντας η Τασία. Θέλει καλοφαγία από την εγχείρηση. Η Τασία θα δουλέψει, θα κάνει και μπασάκι. Θα δει τον άρρωστο, θα κάνει και κανένα τζιπούνι του μωρού. Οι χοντρές ξανθές κοτσίδες της είναι το μοναδικό στολίδι, που της έμεινε. Η μόνη ομορφιά. Τυλιγμένες σφιχτά στο κεφάλι της το βαραίνουν θαρεί πολύ, πολύ. Βαραίνουν το στενό αυλακωμένο μέτωπο, που είναι όλο συλλογή και όλο σχέδια.

       Είναι νέα, είναι βασανισμένη, μα έχει κουράγιο. Όλα θα τα κατορθώσει . Να κάνει νοικοκυριό. Αυτό είναι το μοναδικό το όνειρο, ο καημός. Ο άρρωστος εγχειρίστηκε. Με τα μεροκάματα της Τασίας καλότρωγε και γινούντανε. Σαν παραβάρυνε η κοιλιά της, η Τασία πήγαινε μόνο για μπασάκι. Μάζεψε όλο κι όλο ως τρακόσες οκάδες στάρι. Οι μέρες της ζύγωναν. Σπίτι είχε ο Νικόλας κι αυτή το ψωμί της χρονιάς τόβγαλε πες. Θα γεννήσει, θα δουλέψουν κι οι δυο, θα νοικοκυρευτούν. Θα γίνει καλή και γνωστική νοικοκυρά, σαν τη μάνα της.

       Τη θυμάται λίγο. Ήταν μικρή σαν την έχασε. Ο πατέρας της ήταν κακορίζικος. Τη χτυπούσε τη μάννα κι έτρωγε το βιος τους μ'άλλες γυναίκες. Εδώ κάτω στη Θεσσαλία χαλάστηκε πολύ. Η Τασία ξέρει πως ήρθαν πρόσφυγες από τη Βουργαρία. Μα δε θυμάται πιο πολλά γι' αυτό. Μόνο τη μάννα θυμάται. Φορούσε τα ρούχα του τόπου της. Βαρειά σκούρα μάλλινα ρούχα, κεντισμένα όμορφα με σκέδια αυστηρά.

       Πίσω , κοντά στις στρατώνες, κάθονται λίγες φαμίλιες χωριανές της. Οι βάβες. Κατσουφιασμένες, ψηλόλιγνες, ασπρισμένες γρηές, φοράνε ακόμα τα χωριανά τους ρούχα. Τα παιδιά, που μεγαλώσανε στην ξενητειά, στην προσφυγιά, φοράν τα συνηθισμένα σαν όλες τις γυναίκες.

         Αυτά τα βαρειά ρούχα είναι όλα δουλειά του χεριού τους. Από τα κοπάδια του τόπου τους το μαλλί. Από τα δάχτυλά τους στριμένο το γνέμα. Από τη γνώση τους φασμένο στον αργαλειό, το ρούχο και τα κεντίδια του και η χάρη του. Μέσα στις φτωχές αυλές ξεφυτρώνουν από τα παλιά σάπια σπίτια καθαρές, αρχοντικές, αυστηρές. Πάνω στη λάσπη και μέσα στα καθημερινά και τα τριμμένα, αυτές ζούνε τη ξεχωριστή ζωή, που τις δένει πιότερο εξ αιτίας αυτό το ρούχο, με το χωριό που αφίσανε.

        Εκεί έμεινε το σπίτι. Δε θα γίνει κανένα πιο άνετο, πιο βολικό, πιο αγαπημένο. Εκεί μείνανε τα όνειρα, που μεγαλώσανε μαζί τους. Κοντά στους νεκρούς, πλάι στην αγριωπή μεγάλη θάλασσα.

        Και η μάννα της Τασίας ήρθε από κει. Ο άντρας της την έφερε στην καρδιά του κάμπου. Τα καλύβια του χωριού ήταν ταπεινά και στην άκρη του βαρύπνοου κάμπου τα μαβιά βουνά φαντάζανε πιο τρανά, πιο απόμακρα πιο ξένα. Εδώ κύλαγε το καλοκαίρι ο μπουχός, το κάμα, που σε μαράγκιαζε και σούκοβε τη πνοή. Και το χειμώνα το νερό ήταν όπου παντού. Μια λάσπη όλος ο κάμπος και τα καλύβια δε χωρίζανε απ' αυτή. Όλα μουλισμένα, όλα δύσκολα.

        Μια  ζωή πικρή, τυραννισμένη. Και οι άνθρωποι πίνανε το ρακί. Το πίνανε πολύ. Τι άλλο να κάνανε σαν κλενούντανε τις βαρυχειμωνιές; Έμαθε κι ο πατέρας της Τασίας να το πίνει. Τ' άρεσε. Με τον καιρό τόπινε πολύ. Κι έπειτα οι γυναίκες.

        Αυτό ήταν το πιο βαρύ κακό για τη μάννα. Φτένεψε με τον καιρό. Θωριά δεν της έμενε. Κι έπειτα χάθηκε μια μέρα και τη θάψανε κάτου από το παχύ χώμα του κάμπου.

        Η Τασία ήταν ως δέκα χρονώ τότε. Ο πατέρας μέθαγε ολοένα κι ο αδερφός μάθαινε να τη χτυπά. Κι έπειτα...είναι τόσα χρόνια...τα χώνεψε πια, δεν τις κάνουν εντύπωση.

       Ο πατέρας κι ο αδερφός της την πουλήσανε. Αυτό γινότανε πολύ εύκολα για μικρά και μεγάλα παιδιά, μέσα στον κάμπο. Την πήρε ένας αρχοντοχωριάτης. Είχε πάρει κι άλλες και του φύγανε. Γι' αυτό συμφώνησε , αν του φύγει η Τασία να τού γυρίζουν το χρήμα. Η Τασία δε λέει το γιατί, έφυγε κι αυτή. Κάτι το άσκημο, κάτι που άφησε στην παιδιάτικη ψυχή μια δαχτυλιά λάσπης, βούρκου, και δε λέγεται.

      Έφυγε και τι έγινε πίσω της δεν το συλλογίστηκε , ούτε τόμαθε ποτέ! Από κει συνεχίζει μια ζωή πικρή. Βάσανα, κόποι, εξευτελισμοί. Ένα μικρό κορίτσι που χτυπά μια πόρτα κάθε τόσο. Έτσι περπατεί στα σπίτια και τις πολιτείες. Μεγαλώνει, βλέπει μαθαίνει. Και παντού το κακό, το άσκημο είναι πολύ. Έτσι κατασταλάζει στα σημερινά.

      Ο δρόμος ήτανε πολύς εκείνη την ημέρα. Αγάλια γυρίζει με το ηλιοβασίλεμα. Το κορμί είναι βασανισμένο από το διπλό βάρος. Τα μάτια είνε κομένα βαθειά. Μαβίζουν από κάτω, πάνω στο χλωμιασμένο πρόσωπο. Η μαγουλίκα της κρέμεται στον ώμο. Θέλει να τα παρατήσει και να καθίσει χάμου, μα πάλι δίνει κουράγιο στον εαυτό της για να φτάσει σπίτι.

       Τα παιδιά παίζουν στους δρόμους. Οι γυναίκες συμμαζεύουν τα σπιτικά, μπαλώνουν, μαγειρεύουν.

      Στο σπίτι η πόρτα είναι κλειστή. Τραβά την μπετούγια και μπαίνει. Πατεί προσεχτικά να μη λερώσει. Ο Νικόλας δεν είναι στο γιατάκι του. Οι γυναίκες είναι πίσω στο κουζινάκι. Δεν τις λένε κάτσε. Έχει κάτι ψηλά πονάκια, μα κείνο που την κάνει να θέλει να φωνάξει είναι το αβάσταγο βάρος που έχει σ' όλο το κορμί. Ακουμπά. αυτές κοιτάζουν τις δουλιές τους.

      - Πού είναι ο Νικόλας; ρωτά. - Δεν είναι εδώ, έφυγε, τι τον θες; - Πώς τι τον θέλω; να μη μάθω μαθές πού πα, πώς έφυγε;
     -  Δεν είν' δουλειά σ 'να μάθεις. Πα σε δουλιές. Πα στην Κατερίνη. - Τι αράθυμα μιλάς, καλέ Σταθούλα, πώς έτσι, πώς μαθές να μη μάθου;

      Η Σταθούλα φωνάζει, δεν θα τις δώσουν το λόγο. να φύγει, να ξεκουμπιστεί, με την κοιλιά της, να και τα κουρέλια της, βουρ, στο δρόμο. Τι σ 'έχουμ'; δε σ 'έχουμ' τίποτι.

      Χτυπούν καμπάνες μεγάλες, βουίζουν μηχανές, τρεμ' η γης. Ου!...κακό πράμα, οχτρός.
     
      Πώς να σταθείς. Η γειτονιά βλέπι, ακού. - Να την στο δρόμο , πάλι, με το μπογαλάκι της και την κοιλιά της. Κάθεται σ' ένα σωρό πληθιές.

      Πέτρα δεν έχει ο κάμπος, ούτε για να κοπανάς το κεφάλι σου. Δεν κλαι. Όλα είναι καμωμένα πόνοι στο κορμί της. Και τα κλάμματα και οι ένοιες και τα γέλοια.

     Μόνο που σκοτεινιάζει. Και το σιτάρι της, ο ακριβομαζωμένος καρπός. Είναι ως τρακόσιες οκάδες, με το σημερινό μαζί, θα τον πάρει, μπα! Μα τώρα, πού να πάει. Στέκει εκεί με τα χέρια κρεμασμένα πλάι στην κοιλιά της. Μια γυναίκα διαβαίνει. Μια μελαχροινή, γλυκομίλητη. Τυραννισμένη και τούτη. Έχει τρία μωρά. Στέκει και την συμπονεί.

     -  Και τώρα πού θα πάς, πώς θα τα βολέψεις καλέ; Έλα ως το σπίτι μου και γω να πάω στο Νοσοκομείο να δω τι θα γίνει. Πάνε μαζί. Με μιας μοιράζεται ο πόνος της. Ακολουθά. Τούτη την ώρα είναι πάλι παιδί. Έτσι ακλούθαγε τη μάννα της.

         Μονοκάμαρο είναι το σπιτάκι, καθαρό, φτώχεια. Την αφήνει κειδά. Της βάνει ένα ποτήρι νερό από το κανάτι. Ξεκουράσου να πάμε σιγά σιγά ως εκεί. Το μικρό κορμί κάθεται πάνω στο μπαουλάκι. Χίλιοι μαστόροι, χίλια καρφιά σφυροκοπούν πάνω του. Μπορεί νάνα καλλίτερη η ζωή για κείνην"(απόσπασμα)

Το απόσπασμα αυτό είναι το τέταρτο μέρος από το μεγάλο διήγημα της
 Μαρίας Κλωνάρη " Σαν τα χηνάρια", που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων " Ήμεροι Άνθρωποι".
Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε το 1953 από τις Εκδόσεις Πηγής και προλογίζεται από τον Γ. Βαλέτα.

Η Μαρία Κλωνάρη καταγόταν από τη Λέσβο. Άρχισε να γράφει γύρω στα 1925 και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς συγγραφείς της Λεσβιακής Άνοιξης, ένα σημαντικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Λέσβο μετά το 1922 και έδωσε σημαντικά έργα στην πεζογραφία . Έφυγε από τη Μυτιλήνη το 1929 και από το 1930 χάνεται για τα γράμματα. Είκοσι χρόνια μετά παρουσίασε το σκόρπιο διηγηματογραφικό της έργο.

" Τα διηγήματα της Κλωνάρη έχουν κοινωνικό περιεχόμενο και αυτό τους δίνει μεγάλη αξία. Μια βαθύτερη α ν θ ρ ω π ι ά αναδίνεται απ'όλο το έργο της. Ο γενικός τους τίτλος Ήμεροι Άνθρωποι αγκαλιάζει όλες τις μορφές του βιβλίου και την κεντρική ιδέα του. Οι ήμεροι άνθρωποι , οι ανθρωπισμένοι και καλοί, που ζητούν κάτι καλλίτερο, οι πονεμένοι και χτυπημένοι άγρια από τον πόνο και την αδικία της ζωής. Η Κλωνάρη έζησε τους ανθρώπους της και τους μελέτησε, γι' αυτό μάς τους έδωσε τόσο ζωντανούς μέσ' απ' την καυτερή ουσία, μέσ' απ' το δράμα της ζωής τους "
( Γ. Βαλέτας)

* διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου
     

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Μιχάλης Μενιδιάτης

     Στο σπίτι μας , μετά τον Καζαντζίδη , ακουγόταν πολύ ο Μιχάλης Μενιδιάτης. Ο τραγουδιστής με τη χαρακτηριστική μεγάλη μύτη . Δεν γινόταν γλέντι, γάμος, γιορτή  χωρίς αυτούς τους δυο τραγουδιστές.
    Σαν σε όνειρο  όμως θυμάμαι να αναφέρουν οι μεγάλοι τον Μενιδιάτη να τραγουδάει στο λαϊκό πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, που γινόταν στο χωριό. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έγινε αυτό ούτε ποια χρονιά. Ήμουν  πολύ μικρή και μόνο ο απόηχος έχει μείνει και μια φωτογραφία - μάρτυρας.


Στο βάθος ανάμεσα από τους δυο πρώτους χορευτές διακρίνεται ο Μενιδιάτης.

Ποιος δεν τραγούδησε το Πετραδάκι - πετραδάκι


Το περιφρόνα με γλυκειά μου


Τις αγωνίες καρδοχτύπια



Αλλά και τη  Θητεία από την ταινία Happy Day του Παντελή Βούλγαρη



Θα ζει μέσα από τα τραγούδια του.


* Η φωτογραφία είναι από το Λαογραφικό Μουσείο Αναβύσσου

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Άνθρωπος μονάχος

«Θέλω να πάρω ένα βαπόρι και να σηκωθώ να φύγω»

     Την παρακολουθώ να περπατάει πάνω – κάτω μονολογώντας. Η μορφή της μαγνητίζει εδώ και ώρα το βλέμμα μου. Είναι άσχημη , πολύ άσχημη και αποκρουστική. Κοντούλα με σώμα σαν σακί φουσκωμένο. Πρόσωπο γεμάτο χοντρές γκρίζες τρίχες , χείλη στραβά, παχιά και κρεμασμένα. Τα δόντια της κίτρινα και μισά. Σαν κάτι ξεδοντιασμένες μάγισσες βγαλμένες από τα παραμύθια. Τα ρούχα της παλιά, φθηνά και φθαρμένα. Τα πόδια της σέρνονται βαριά μέσα σε ένα ζευγάρι στραβοπατημένες παντόφλες.

« Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου, αυτός ο γάμος μού έκανε τη ζωή μαρτύριο και τώρα; Τι θα απογίνω τώρα;»

  Ψάχνω να βρω έναν τρόπο να την πλησιάσω , να πιάσω κουβέντα μαζί της, να μάθω. Την ακούω που μιλάει στην κοπέλα στο διπλανό κάθισμα. Εκείνη την κοιτάζει με ύφος αδιάφορο. Σηκώνεται και φεύγει από κοντά της. Αλλάζει θέση.

   Την πλησιάζω . Κάθομαι απέναντι της .

   Πόση δυστυχία κουβαλάει πάνω της Θεέ μου!

- Θα πάω να πάρω έναν καφέ , μήπως θέλετε και εσείς έναν; βρίσκω την ευκαιρία να της μιλήσω.

- Όχι ευχαριστώ. Περιμένω να έρθουν να με πάρουν . Είμαι από χθες εδώ μέσα , δεν έχω φάει αλλά δεν πεινάω.

- Έχετε οικογένεια;

- Όχι , ο άντρας μου πέθανε πριν μερικά χρόνια και δεν έκανα παιδιά. Κάποια ανίψια μου περιμένω, αν αποφασίσουν να έρθουν. Δεν έχω λεφτά να φύγω με ταξί , δεν μπορώ να ανέβω στο λεωφορείο.

- Έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας;

- Ένα εγκεφαλικό πριν μερικά χρόνια . Το αντιμετώπισα όμως μόνη μου. Δεν είχα κανέναν. Κανέναν ! Όχι να με φροντίσει αλλά ούτε να μου πιάσει το χέρι , να με βοηθήσει, να μου πει μια κουβέντα. Μόνη μου το αντιμετώπισα. Έζησα για να βασανίζομαι.

- Πόσο χρονών είστε;

- 65

      Ξεθαρρεύει. Αρχίζει να μιλάει σαν να εξομολογείται . Νομίζει ότι θα διώξει το βάρος από μέσα της, ότι θα αλαφρώσει η καρδιά της. Τα λόγια της, κατηγόριες στον εαυτό της.

- Πώς κατάντησα ; Να σου δείξω φωτογραφίες μου να δεις πώς ήμουν στα νιάτα μου. Έτσι ήμουν εγώ; Ήμουν όμορφη, αλλά δεν άκουγα. Ο γάμος που έκανα με κατέστρεψε και πάει η ζωή μου στράφι. Δεν έχω στον ήλιο μοίρα, είμαι άπορη . Άπορη , το καταλαβαίνεις;

- Μόνη σας ζείτε;

- Με τον αδελφό του άντρα μου. Αλκοολικός με πολλά προβλήματα . Χωρίς οικογένεια και αυτός . Μια γυναίκα και δυο παιδιά δεν θέλουν να τον ξέρουν. Τον φροντίζω , παίρνει ένα μικρό επίδομα κάθε δυο μήνες, 300 ευρώ. Δύσκολα τα βγάζουμε πέρα.

     Μιλάμε για ώρα. Μου κάνει εντύπωση ο καθαρός της λόγος, οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί, το ήρεμο ύφος της. Πόση αναντιστοιχία τα λόγια με την εμφάνιση της. Έχει μιαν ευγένεια η φωνή της , μια θλίψη το πρόσωπό της. Η ασχήμια της έχει χαθεί, δεν μου φαίνεται πια αποκρουστική. Όσο συνεχίζει να μιλάει η έκφρασή της γίνεται γλυκιά , αλλά ο πόνος της ψυχής της διαχέεται σε όλη της τη μορφή.

- Σας ακούω τόσην ώρα και ο τρόπος που μιλάτε δείχνει άνθρωπο μορφωμένο.

- Δεν ήμουν πάντα έτσι, δούλευα παλιότερα σε ασφαλιστική εταιρεία. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σπουδάσω, όμως βιάστηκα να πάρω εκείνον τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη ζωή μου. Τώρα είναι αργά . Δεν μπορώ να διορθώσω τίποτα. Θέλω να πάρω ένα καράβι και να σηκωθώ να φύγω. Ξέρεις παλιότερα μου άρεσαν τα ταξίδια και η θάλασσα. Μα πιο πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στην Άνδρο, στο πατρικό μου. Τώρα δεν υπάρχει κανείς . Και πώς να σηκωθώ να φύγω αφού δεν έχω λεφτά. Πού να πάω; Ποιους δρόμους να περπατήσω , σε ποιες πόλεις να κρυφτώ; Δεν έχω κανέναν και δεν υπάρχει κανείς να με περιμένει πουθενά. Ωχ ,τι σκέφτομαι κι εγώ τώρα; Με βλέπεις πώς είμαι; Ξέρω ότι έχω γίνει άσχημη. Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω το βλέμμα των ανθρώπων; Δεν βλέπω πώς γυρίζουν το κεφάλι τους για να μη διασταυρωθούν τα μάτια μας. Νιώθω τον οίκτο τους, την απέχθεια τους. Ξέρω τι σκέφτονται μέσα τους. Δεν με νοιάζει. Για ποιον να φροντίσω τον εαυτό μου. Άνθρωπος μονάχος. Τι σε ζαλίζω και σένα τώρα!

     Σηκώνεται. Δεν με χαιρετάει. Το βλέμμα της, σκληρό . Ο φόβος της έκθεσης. Ακούω ακόμα τα πόδια της καθώς τα σέρνει για να απομακρυνθεί πιο αργά απ’ όσο νομίζει. «Μαντάρα τα έκανα στη ζωή μου.» Άθελα του ο τελευταίος ψίθυρός της κάθεται στο αυτί μου. Με άφησε να μάθω όσα εκείνη ήθελε και κάτι παραπάνω .





Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Γιατί η ησυχία, αυτή καθ' εαυτή , είναι ο ήχος των διαμαντιών που μπορούν να κόψουν οτιδήποτε,...



[...] ΤΙ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ γλυκές σκέψεις σου'ρχονται στη μοναξιά των βουνών! Ένα βράδυ, συνειδητοποίησα ότι όταν δείχνεις στους ανθρώπους κατανόηση και κουράγιο, παίρνουν μια αστεία δειλή παιδική έκφραση, ανεξάρτητα από το τι κάνανε, χωρίς να' ναι σίγουροι αν είναι σωστό. Αρνάκια, σ' όλο τον κόσμο!

      Όταν διαπιστώνεις ότι Θεός είναι τα Πάντα, ξέρεις ότι πρέπει ν ' αγαπάς οτιδήποτε, όσο κακό και να'ναι, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό ( σκέψου τη σκόνη), είναι απλώς αυτό που είναι, δηλαδή αυτό που φαίνεται. Ένα είδος δράματος να πρέπει να διδάξεις κάτι σε κάποιον, κάτι σαν "σιχαμένη ουσία του πιο θείου θεάματος".

      Και διαπίστωσα ότι δεν χρειαζόταν να κρυφτώ στην απελπισία μου αλλά μπορούσα να δεχτώ την κοινωνία, καλώς ή κακώς, σαν μια γυναίκα. Κατάλαβα ότι χωρίς τις έξι αισθήσεις, την όραση, την ακοή, την όσφρηση, την αφή, τη γεύση και τη σκέψη, η ουσία, που είναι ανύπαρκτη , δεν θα υπήρχαν φαινόμενα να πέσουν στην αντίληψή μου, στην πραγματικότητα ούτε οι έξι  αισθήσεις ούτε ο εαυτός μου. Ο φόβος της εξαφάνισης είναι πολύ χειρότερος από την ίδια την εξαφάνιση. Το να επιδιώκεις το χαμό με την έννοια του βουδιστικού Νιρβάνα είναι τελείως ηλίθιο, καθώς αποδεικνύουν οι νεκροί του γεμάτου ηδονή ύπνου τους μέσα στη Μάνα Γη, που έτσι κι αλλιώς είναι κάποιος άγγελος  σε τροχιά μέσα στα ουράνια.

      Άραξα στο λιβάδι μέσα στο φεγγαρόφωτο, το κεφάλι στο γρασίδι, άκουγα τη σιωπηλή αναγνώριση των προσωρινών μου παθών. Ναι, το να προσπαθείς να φτάσεις στο Νιρβάνα όταν είσαι ήδη εκεί, το να φτάσεις στην κορυφή ενός βουνού ενώ είσαι ήδη εκεί και το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να μείνεις - δηλαδή , το να μείνω στο Νιρβάνα μου είναι το μόνο που πρέπει να κάνω, χωρίς προσπάθεια, στην πραγματικότητα δεν είναι κανένας δρόμος, δεν είναι πειθαρχία, απλώς μια γνώση ότι τα πάντα είναι άδεια και ξύπνια, ένα Όραμα, μια κινηματογραφική ταινία στο Παγκόσμιο Μυαλό του Θεού ( Αλάγια - Βιγνάνα)μόνο να μείνεις λίγο πολύ σ' αυτή τη σοφία. Γιατί η ησυχία, αυτή καθ' εαυτή , είναι ο ήχος των διαμαντιών που μπορούν να κόψουν οτιδήποτε, ο ήχος του θείου Κενού, ο ήχος της εξαφάνισης και της ηδονής, αυτή η ησυχία νεκροταφείου που μοιάζει με την ησυχία ενός μωρουδίστικου χαμόγελου, ο ήχος της αιωνιότητας, ο ήχος του τίποτα - δεν συνέβη- ποτέ - εκτός - από - το - Θεό. ( Κάτι που θ'άκουγα σύντομα στη μέση μιας καταιγίδας στον Ατλαντικό). Αυτό που υπάρχει είναι ο Θεός στην Απόρροιά Του, αυτό που δεν υπάρχει είναι ο Θεός μέσα στην ειρηνική Ουδετερότητά Του, αυτό που ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει είναι η αθάνατη πρωτογενής αυγή του Πατέρα Ουρανού ( σ' αυτό τον κόσμο αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή). Έτσι είπα: " Μείνε σ' αυτό, χωρίς διαστάσεις, εδώ ή στα κουνούπια ή στα βουνά ή σ'όλους τους γαλαξίες του κόσμου". Γιατί η αίσθηση είναι το κενό, τα γεράματα είναι το κενό. Είναι μόνο η Χρυσή Αιωνιότητα του Μυαλού του Θεού, γι' αυτό φερθείτε με καλοσύνη και συμπάθεια να θυμόμαστε ότι ο κόσμος δεν είναι ατομικά υπέυθυνος για την άγνοια και την έλλειψη καλοσύνης, χρειάζεται λύπηση. Ο Θεός τούς λυπάται γιατί ποιος λέει κάτι για οτιδήποτε αφού οτιδήποτε είναι απλώς αυτό που είναι, ελεύθερο από επεξηγήσεις. Ο Θεός δεν είναι "αυτός που κατορθώνει", είναι το "μέσον", ώστε ο καθένας να'ναι αυτό που είναι, είναι η " βάση" - μια κάμπια , χίλιες τρίχες του Θεού. Έτσι, να'χετε στο νου σας συνεχώς ότι μόνον εσείς είσαστε ο Θεός, άδειοι και ξύπνιοι και αιώνια ελεύθεροι όπως τα αναρίθμητα άτομα στο κενό γύρω μας.

      Αποφάσισα ότι όταν θα ξανακατέβαινα στον κόσμο εκεί κάτω θα προσπαθούσα να κρατήσω το μυαλό μου καθαρό καταμεσίς των βρωμερών ανθρώπινων ιδεών που καπνίζουν σαν καμινάδες εργοστασίων στον ορίζοντα, μέσα από τις οποίες θα προχωρούσα μπροστά...

      Όταν ξανακατέβηκα, το Σεπτέμβρη, το δάσος φαινόταν ένα δροσερό χρυσάφι, σε λίγο θα' πιανε κρύο και πάγος και πού και πού καμιά θύελλα που θα ούρλιαζε και θα έθαβε την παράγκα μου εντελώς, εκτός αν οοι άνεμοι εκείνοι, στην κορυφή του κόσμου, τη διατηρούσαν καθαρή. Καθώς έφτανα τη στροφή του μονοπατιού, όπου χανόταν η καλύβα, και κατέβαινα προς τη λίμνη να συναντήσω τη βάρκα που θα με πήγαινε σπίτι, γύρισα κι ευλόγησα την κορυφή της Απελπισίας και τη μικρή παγόδα στην κορυφή και τα ευχαρίστησα για το καταφύγιο και το μάθημα" (απόσπασμα)

Jack Kerouac, Μοναχικός  Ταξιδιώτης, Πλέθρον, 1996

Ο ίδιος ο Κέρουακ, πεισματικά αυτοβιογραφούμενος:

«ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ: Τα πάντα. Ας διευκρινίσουμε: Λαντζέρης σε καράβι. Πρατήριο βενζίνης. Μούτσος σε καράβι. Αθλητικός συντάκτης σε εφημερίδες (Ο Ηλιος του Λόουελ). Φρεναδόρος σε τρένα στη Νέα Υόρκη. Εκανα περιλήψεις σεναρίων για την 20th Century Fox στη Νέα Υόρκη. Πωλητής σόδας. Υπάλληλος στα τρένα. Επίσης: αχθοφόρος, συλλέκτης βαμβακιού, βοηθός χαμάλης σε γραφείο μετακομίσεων, παραγιός σε κατεργασία μετάλλου στο Πεντάγωνο, το 1942. Παρατηρητής για πυρκαγιές στα δάση (το 1956), οικοδόμος (το 1941)... Εκανα του κεφαλιού μου. Είμαι γνωστός σαν "τρελός, χαζός και άγγελος", με ένα "γυμνό, ατέλειωτο κεφάλι πρόζας". - Επίσης, στιχουργός, Μέξικο Σίτι Μπλουζ (1959). Πάντα θεωρούσα το γράψιμο ως καθήκον μου πάνω στη Γη. Επίσης, το κήρυγμα της παγκόσμιας καλοσύνης, πράγμα που οι υστερικοί κριτικοί απέτυχαν να εντοπίσουν μέσα στην έντονη δράση των αληθινών ιστοριών μου σχετικά με τη Γενιά των Μπητ. Ουσιαστικά δεν είμαι Μπητ, αλλά περίεργος, μοναχικός, παλαβός, καθολικός, μυστικιστής... Τελικά σχέδια: ερημίτης σε δάσος, ήσυχο γράψιμο σε προχωρημένη ηλικία, γλυκές ελπίδες για Παράδεισο (όπου πάει ο καθένας έτσι κι αλλιώς)... Το αγαπημένο μου παράπονο για τον σύγχρονο κόσμο: η ειρωνεία τού "καθωσπρέπει" κόσμου που, μην παίρνοντας τίποτα στα σοβαρά, καταστρέφει τα παλιά ανθρώπινα αισθήματα... Δουλειά στα τρένα, στη θάλασσα, μυστικισμός, δουλειά στα βουνά, ηδονή, εσωτερικότητα, ενδοσκόπηση, ταυρομαχίες, ναρκωτικά, εκκλησίες, μουσεία, δρόμοι, ένα συνονθύλευμα ζωής, όπως το ζει ένας ανεξάρτητος, μορφωμένος, αδέκαρος αλήτης που πάει οπουδήποτε"
Πηγή






Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Υπήκοοι δίχως βασιλιά


      Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους` τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ' άλλο` συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο` τί στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν , αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ' τα κεφάλια τους; Ένιωθαν άραγε κάποια ανασφάλεια; Είχανε τάχα έμφυτη κάποιαν ανάγκη γι' αφοσίωση κι υποταγή; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μπορούσε των δέντρων τη σκέψη να διαβάσει;

      Τέλος πάντων, όπως και να'χει το πράγμα, τα δέντρα ήταν αποφασισμένα να υποταχθούν σε ένα σκήπτρο. Ξεκίνησαν, λοιπόν, απ' την ελιά, κι αφού υποκλίθηκαν σεβαστικά μπροστά της, της πρότειναν βασίλισσα τους να τη χρίσουν.

      Η ελιά, σαν άκουσε την πρότασή τους, τίναξε με τσαχπινιά τ' ασημοπράσινα μαλλιά της στον αέρα και τους είπε: " Ελάτε, ρε παιδιά, στα συγκαλά σας! Θα παρατήσω εγώ το λάδι μου, που το τιμούν  ανθρώποι και θεοί, βασίλισσα των δέντρων για να γίνω; Χτυπήστε άλλη πόρτα!"

       Και τα δέντρα χτυπήσανε την πόρτα της συκιάς, κι αφού κι αυτή  τα άκουσε, την πιάσανε τα γέλια και τους είπε: " Δεν είμαστε καλά...Θ' αφήσω εγώ τη γλύκα των καρπών μου, που τέρπει ανθρώπους και θεούς, για να λυγιέμαι και να σειέμαι σαν βασίλισσα πάνω από τ' άλλα δέντρα; Χτυπήστε άλλη πόρτα!"

       Και χτύπησαν τα δέντρα του κλήματος την πόρτα. " Έλ' αδερφέ" , τού είπανε, " να γίνεις βασιλιάς μας, κι εμείς για σε θα κάνουμε τούμπες και κωλοτούμπες".

       " Αδέρφια, για συνέλθετε!" τους αποκρίθηκε το κλήμα. " Θα παρατήσω εγώ τα σταφυλάκια μου και το κρασί μου, που ευφραίνουνε ανθρώπους και και θεούς, για να μου κάνετε εσείς τούμπες και κωλοτούμπες; Κρασί σας δίνω όσο θέλετε, αλλά μακριά από μένα η βασιλεία. Πιείτε μια κούπα, φίλοι μου, και θα με θυμηθείτε` θα νιώσετε οι ίδιοι βασιλιάδες".

       Είδαν κι απόειδανε τα δέντρα και, χωρίς να πιούνε το κρασί του κλήματος, έτσι όπως ήτανε, ξενέρωτα, προστρέξανε στην αγκαθιά.

      " Αγκαθιά, κυρ-αγκαθιά" , της είπανε, " νιώθουμε απροστάτευτα, χαμένα κάτω απ' αυτόν τον άδειο ουρανό. Έλα , σε ικετεύουμε, βασίλισσα να γίνεις και προστάτισσά μας".

      Η αγκαθιά τα κοίταξε με λύπηση, σαν να' ταν παλαβά, κι έτσι τούς μίλησε:
 " Ακούστε, εγώ, μετά χαράς, βασίλισσά σας γίνομαι, αλλά, για να σας προστατεύω από τον άδειο ουρανό, πρέπει πολύ μικρά να γίνετε και κάτω από τ' αγκάθια μου να μπείτε. Εγώ να ψηλώσω δεν μπορώ, αδυνατώ. Η προστασία βέβαια αυτή, προσέξτε με, κοστίζει πόνο και αίμα. Αποφασίστε".

      Τα δέντρα ακούσανε ανατριχιάζοντας τα λόγια της και, τρομοκρατημένα, πισωπάτησαν κι αρχίσαν, μεταξύ τους, ψιθυριστά να διαβουλεύονται. Η διαβούλευση αυτή κράτησε ώρα αρκετή κι όταν τελείωσε, η κουτσουπιά, η θαραλλέα της παρέας, πλησίασε την αγκαθιά και είπε: " αγκαθιά, κυρ-αγκαθιά, συμπάθα μας, αλλά η ολομέλεια αποφάσισε ότι καλά είμαστε κι έτσι. Αν κοστίζει τόσο ακριβά η προστασία, καλύτερα να μείνουμε απροστάτευτα. Με το συμπάθιο, ε;"

     " Μπα τι λέτε;" είπε η αγκαθιά, με ένα πονηρό χαμογελάκι. " Έτσι απαλλάσσομαι κι εγώ απ' όλη αυτήν την γραφειοκρατία` να διατηρώ Αυλή, αυλικούς, τζουτζέδες, αυλοκόλακες...ξέρετε τώρα...Καλά είμαι ` μού φτάνει η έγνοια για τ' αγκάθια μου".

      Τα δέντρα υποκλίθηκαν  βαθιά, ως παρ' ολίγον υπήκοοι, μαζέψανε τις ρίζες τους και αποχώρησαν θλιμμένα . Όμως , εκεί που βάδιζαν, αμίλητα, σκυφτά, έκανε στάση, ξαφνικά, η θαραλλέα κουτσουπιά και αναφώνησε: " Μα για σταθείτε, ρε παιδιά` τί μούτρα ειν' αυτά; Πού πάμε; Σε κηδεία; Εγώ τη μαύρη μου αλήθεια για να πω, δεν τη γουστάρω και πολύ τη βασιλεία, κι αν σας ακολούθησα, ήταν για να μην πείτε πως είμαι διασπαστική. Λέω, λοιπόν, να τα ξεχάσουμε όλ' αυτά και να κάνουμε ακόμα μιαν επίσκεψη στο φίλο μας, το κλήμα, να μας κεράσει ένα κρασί, ν' αλλάξουμε λιγάκι κλίμα".

      Έτσι και έγινε` τα δέντρα συγκεντρώθηκαν γύρω απ' το κλήμα, που πρόθυμα τα κέρασε κι ένα και δυο και περισσότερα από δυο ποτήρια.
 
     Ήτανε δειλινό, σαν έφτασαν εκεί, κι ώσπου να πιουν τα περισσότερα από δυο ποτήρια, νύχτωσε και, ξαφνικά, η μηλιά, που μέχρι τότε έπινε αμίλητη, κοίταξε ψηλά και φώναξε, με μιλιά λιγάκι αλλοιωμένη: " Κοιτάκθτε , αδέρφια, κοιτάκθτε! Ο ουρανόθ δεν είναι πια κενόθ, δεν είναι άδειοθ, είναι γεμάτοθ άθτρα! Ποτέ δεν έχω κθαναδεί τόθα άθτρα!". Κι έλεγε την αλήθεια, γιατί, ως γνωστόν, το κρασί έχει την ικανότητα να πολλαπλασιάζει τα άστρα και να σε κάνει να νιώθεις βασιλιάς τους. Ναι, βασιλιάς των άστρων"

 Επιμύθιο 1: Πριν σκύψεις, σκέψου.

 Επιμύθιο 2 : Αν θέλεις βασιλιά, ντε και καλά, γίνε υπήκοος του εαυτού σου.


   Αργύρης Χιόνης, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες ( με σχέδια της Εύης Τσακνιά), Κίχλη, 2011, ε΄έκδοση (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009)




Πάντα εμείς το φως κι η σκιά ...



Οδυσσέα Ελύτης, Το μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,


μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός


Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι



Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.



ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια


Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"

Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική



Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας

Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από

τούς καταρράχτες



Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά



Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε



Ακουστά σ’έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Η συνέχεια εδώ