Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Φόλες ...


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Κυριακή 22 προς Δευτέρα 23 του Γενάρη του 2017 στο χωριό Δραμεσιοί του Δήμου Δωδώνης τα μόνιμα πρωτοπαλλήκαρα του χωριού έδρασαν με τα πιο βάρβαρα και δολοφονικά ένστικτα που τους διακατέχουν, νομίζοντας ότι έτσι θα βάλουν τάξη στην ανομία του χωριού. Χωρίς λόγο και με άγριο τρόπο εξόντωσαν όλα τα κατοικίδια ζώα, σκύλους και γάτες, πιστεύοντας έτσι ότι εκπλήρωσαν τις επιθυμίες τους και δείχνοντας στους υπόλοιπους χωριανούς ότι «Εμείς είμαστε εδώ, εμείς αφεντεύουμε το χωριό και τα βάζουμε όλα σε τάξη. Εσείς καθήστε στον καναπέ και αναλαμβάνουμε εμείς να καθαρίζουμε για τα πάντα, περιβάλλον , αδέσποτα ζώα κ.λ.π, κ.λ.π» Ποιοι είναι αυτοί; Είναι οι άνανδροι, είναι οι καλοί χριστιανοί, που κάθε Κυριακή εκκλησιάζονται, που λένε όλοι μαζί το Πάτερ ημών, και φεύγοντας από την εκκλησία αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους απέναντι στη μικρή κοινωνία του χωριού και σε ό,τι πιστεύουν ότι τους ενοχλεί.« Οι άντρες αυτοί  με τα παντελόνια» νομίζουν ότι με αυτές τις πράξεις που κάνουν δείχνουν τον ανδρισμό τους. Είναι βάρβαροι, είναι ξεφτιλισμένοι , είναι βρώμικοι στην ψυχή και στο σώμα, είναι ρουφιάνοι, είναι φασιστοειδή και δολοφόνοι απροστάτευτων ψυχών. Και με όλα αυτά τα « προτερήματα»  που έχουν γι’ αυτό και κτυπούν πισώπλατα προς κάθε κατεύθυνση. 
Εμείς οι υπόλοιποι που ζούμε στην περιοχή, ο καθένας με τον τρόπο του πρέπει να τους καταδικάζουμε και να τους φτύνουμε κάθε μέρα. Εγώ ζω στη Δωδωνούπολη . Με τις  φόλες που έβαλαν  δηλητηρίασαν και το δικό μου το σκυλί που δεν ήταν αδέσποτο . Με τη πίκρα όλης της οικογένειας σας καταδικάζουμε και σας ονομάζουμε αλήτες και δολοφόνους και από το ίδιο δηλητήριο που βάλατε στα ζώα τα δικά μας σίγουρα κρατήσατε και για τον εαυτό σας. Να έχετε την ίδια τύχη με τα ζώα που χάθηκαν αν εσείς οι ίδιοι δεν συγκαταλέγεστε στα ζώα.
Με αυτά που γράφω σας προκαλώ να βγείτε ανοικτά , να φανερωθείτε και να ομολογήσετε τη μαζική δολοφονία των κατοικιδίων της περιοχής μας.
Κλείνοντας σας λέω ότι κάποτε στην περιοχή μας και στο χωριό σας «εκεί που τα παλληκάρια κρεμούσαν τ’ άρματα σήμερα κρεμάνε οι γύφτοι τ’ άργανα.»
Την καταγγελία την γνωστοποιώ στους κατοίκους  στο Δήμο, στην Περιφέρεια, στον Εισαγγελέα , στα τοπικά ΜΜΕ, στον τοπικό Πάρεδρο Δραμεσιών και στις φιλοζωικές οργανώσεις του νομού για να γίνει ευρύτερα γνωστή η μαζική δολοφονία των ζώων, να παρθούν μέτρα , να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι. 

Βώττης Βασίλης , κάτοικος Δωδωνούπολης, οικοδόμος
κιν. 6944318231

ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΩ!
"Άνθρωποι" που μισούν τα ζώα και εκτονώνονται σ' αυτά δεν μπορούν να αγαπήσουν ούτε τους ανθρώπους.

Όσα δε μάθαμε ποτέ για τα σκυλιά

Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο Θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους

Κρατούν τη μνήμη του
κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους

Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της

Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει
θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό
ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει


Oρέστης Αλεξάκης, Ο ληξίαρχος, 1989, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994


Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Φυσάει



Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:   Γιώργος Τσαγκάρης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Αντόν Τσέχωφ - Μαξίμ Γκόρκι

Στις 17 του Γενάρη του 1904 το θέατρο του Στανισλάφσκι έδωσε την πρώτη του Βυσσινόκηπου. Εκείνη την ημέρα ο Τσέχωφ έκλεινε τα σαράντα τέσσερα χρόνια του. Μέσα στο χρόνο συμπληρώνονταν επίσης είκοσι πέντε χρόνια της λογοτεχνικής του ιστορίας. Οι φίλοι του και το θέατρο ετοιμάζονταν να δώσουν στην πρεμιέρα πανηγυρικό χαρακτήρα - χωρίς να το ξέρει ο Τσέχωφ. Η υγεία του είχε χειροτερέψει. Την Πρωτοχρονιά την πέρασαν μαζί με το Γκόρκι μέσα σε μεγάλη συντροφιά στο θέατρο. Ήταν κι ο Σαλιάπιν. Ο ηθοποιός Κατσάλωφ είχε φέρει μακιγιαρισμένο κι ένα φίλο του, τον Ιβάν Σεργκέγεβιτς. Μόνο η Αντρέγεβα κι ο Γκόρκι ήξεραν πως ο άγνωστος στους άλλους φίλους του Κατσάλωφ ήταν ο διωκόμενος από την αστυνομία επαναστάτης Νικολάι Μπάουμαν...Όταν άρχισε ο χορός , ο Τσέχωφ κι ο Γκόρκι αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη, κουτσοπίνοντας και βήχοντας.
- Για μας τους δυο θα' χουν να λένε ότι ωραία περάσαμε τη βραδιά απόψε, του είπε σε μια στιγμή ο Τσέχωφ. Ωραία βήξαμε.
Η πρώτη του Βυσσινόκηπου πέρασε θαυμάσια - για όλους έξω από τον Τσέχωφ. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο το έργο του το κακομεταχειρίστηκαν. Μα ήταν προειδοποιημένος κι από τις πρόβες, από τις ρεκλάμες, από κάποια σημειώματα που είχαν ήδη  εμφανιστεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. "Έχω την εντύπωση πως μεγάλωσα ένα κοριτσάκι κι αυτός μου το πήρε και το διέφθειρε", είπε για ένα δημοσιογράφο, φίλο του Στανισλάφσκι, που δημοσίευσε πριν από την πρεμιέρα ένα απ' αυτά τα σημειώματα. Το θέατρο εντοπίστηκε σ' ένα δραματικό ελεγείο για τον ωραίο παλιό κόσμο, που χάνεται ανεπιστρεπτί. Σταμάτησαν σε μια από τις στιγμές του έργου και του Τσέχωφ. Ό,τι περίπου είχε συμβεί και στο τελευταίο έργο του Γκόρκι. Ήταν - και είναι ακόμα - δύσκολο ν' απαλλαγεί ο Τσέχωφ από το γνωστό του ψυχικό κλίμα, όπως τόσο επίσης δυσκολεύτηκαν να τον ξεχωρίσουν από τη σκέτη ευθυμογραφία. Μα όλες οι τελευταίες του δημιουργίες - παρόλο που η αίσθηση της φθοράς είναι όχι θλιβερή μόνο, παρά έντονα δραματική - αποτελούν, μαζί μ' αυτά, άνοιγμα στα νέα μηνύματα που ο Τσέχωφ τα συλλάβαινε, με απόλυτα ορθή διαίσθηση και σε ιστορική προοπτική πολύ βαθύτερη, ακόμα κι απ' όσους συμβάλαν ενεργητικά στα διαδραματιζόμενα, τα καλούσαν και δραστήρια τα βοηθούσαν. Χτυπά μέσα στα τελευταία του γραπτά βαθύς παλμός συναισθηματικής κατάφασης, προσμονής κι ακόμα ιστορικής επίγνωσης και βεβαιότητας. Η ευχή του στο μέλλον είναι ολόψυχη, όπως κι η αποστροφή στ' άχαρα περασμένα. Τούτα όλα, βέβαια, διυλισμένα από τη γνωστή ιδιοσυγκρασία του, την ευγένεια, το ψυχικό τακτ απέναντι στους άλλους,
 " καλούς και κακούς", το χιούμορ,τέλος τη ψυχική του γεύση στις παραμονές του θανάτου, που τον έβλεπε να έρχεται. Ο Στανισλάφσκι κι ο θίασός του έμειναν μακριά από αυτά, προσηλωμένοι στα καθιερωμένα μέσα στο θέατρό τους κι έξω απ' αυτό. Την κίνηση προς τα εμπρός - και το πόσο ο Τσέχωφ την είχε νιώσει - δεν μπορούσαν να τη συλλάβουν, όπως δεν τα ένιωθαν αυτά κι άλλοι πολλοί τότε...
Πάντως, εκείνη τη βραδιά, στο διάλειμμα μεταξύ τρίτης και τέταρτης πράξης, όρθιος μπροστά στην πλημμυρισμένη αίθουσα, άκουσε όλα όσα είχαν να του πουν για το έργο, για τα σαράντα τέσσερα χρόνια, για το ένα τέταρτο του αιώνα με την πένα στο χέρι...Πόσες φορές μέσα σ' αυτό το τέταρτο του αιώνα είχε γελάσει μ' αυτά τα ανούσια, παντού και πάντοτε το ίδιο κωμικά και θλιβερά λογύδρια; Πόσες φορές είχε διακωμωδήσει αυτούς που τα λέγαν κι εκείνους  που στέκονταν και τ' άκουγαν; Σε μια στιγμή, λέει ο Στανισλάφσκι, εκεί που άκουγε τον επόμενο ρήτορα ν' αρχίζει με το καθιερωμένο " αγαπητέ μας και πολυσέβαστέ μας..." γύρισε και κοίταξε τον Στανισλάφσκι χαμογελώντας. Μέσα στο Βυσσινόκηπο την ίδια αυτή φράση λέει ένα από τα πρόσωπα του έργου. Μόνο, εκεί το λογύδριο απευθύνεται σε μια παλιά ντουλάπα. Και ήταν ακριβώς ο ρόλος που έπαιξε ο Στανισλάφσκι...Χλομός, σιγοβήχοντας μες στο μαντήλι τους άκουσε ως τον ένα - λόγοι, χαιρετιστήρια μηνύματα, τηλεγραφήματα. Σχεδόν στα χέρια τον πήγαν ύστερα σ' ένα από τα καμαρίνια. Έτρεξε ο Γκόρκι και τους έβγαλε από μέσα όλους. Ήθελε να τον βάλει να ξαπλώσει στο ντιβάνι. Ο Τσέχωφ αντιστεκόταν κουρασμένα.
- Μα δεν σκοπεύω να τεντώσω τα πόδια μου από τώρα...
Του έκανε κι ο Γκόρκι, όπως κι οι άλλοι, εγκώμια για το καινούργιο έργο. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ενθουσίασε - όχι η παράσταση μόνο. Περίπου δυο μήνες πριν είχε γράψει στον Πιάτνιτσκι:

Άκουσα το έργο του Τσέχωφ - το διάβασμα δε δίνει την εντύπωση μεγάλης δημιουργίας. Τίποτα το νέο. Όλο διαθέσεις, ιδέες - αν μπορεί να πει κανείς πως έχει ιδέες -, πρόσωπα, όλα γνωστά πια στα θεατρικά έργα. Βέβαια όμορφα κι εξυπακούεται πως από τη σκηνή θα κυματίσει προς την πλατεία μια πρασινωπή θλίψη. Αλλά θλίψη για τι πράγμα; - δεν καταλαβαίνω.

Ο Γκόρκι ζητούσε οι στόχοι να είναι τώρα ορατοί, ξεγυμνωμένοι, ο ρυθμός δραστηριοποιημένος, όπως κι όλη η κίνηση του έργου. Ο ίδιος δούλευε τότε το κείμενο που άρχισε από πέρσι - τον Άνθρωπο, ένα θούριο σε τόνο μεγαλειώδη, ευθυγραμμισμένο στα γεγονότα. Ήταν ένα κείμενο - διακήρυξη. Το έγραφε κοιτάζοντας διαρκώς γύρω, όλο κάτι προσθέτοντας, κι όταν ακόμα τα χειρόγραφα θα είναι στο τυπογραφείο. Σ' ένα γράμμα του εκείνες τις μέρες βλέπουμε να παρακαλεί τον Πιάτνιτσκι να προσθέτει και τ' ακόλουθα ( ύστερα από μια φράση που έλεγε μόνο: " Όπλο μου έχω τη Σκέψη"):

και την ακλόνητη πίστη στην ελευθερία της Σκέψης , στην αθανασία της, στα αιώνια νιάτα της, αστείρευτη πηγή της δύναμής μου.
Η Σκέψη είναι ο ακοίμητος φάρος μου, εκείνος μόνο δε σφάλλει μες στα σκοτάδια της ζωής μας, φως μέσα στο χάος γιομάτο από τις πλάνες μας που μας μικραίνουν και μας ταπεινώνουν· φωτεινότερη και λαμπρότερη βλέπω τη Σκέψη να καίει, φωτίζοντας βαθύτερα, όλο βαθύτερα την άβυσσο του μυστηρίου· κι αφήνω τα βήματα μου να με πηγαίνουν εκεί όπου δείχνουν οι δικές της ακτίνες, και την ακολουθώ - όλο ψηλότερα κι όλο μπρος!

Την αφορμή να τα προσθέσει κι αυτά την τελευταία στιγμή τού την έδωσε ο Αντρέγεφ, η άλλη άποψη για τη Σκέψη, τον ανθρώπινο νου. Εδώ απάνω με τον Αντρέγεφ είχαν παλιές, εντελώς αντίθετες διαφορές, έχουν πλουτίσει ο ένας τον άλλο με πλήθος ερεθισμούς, ιδέες, θέματα κι έργα. Ενώ με τον Τσέχωφ δημιουργικός διάλογος δεν μπορούσε να υπάρξει, οι προϋποθέσεις ήταν άλλες. Οι φωνές τους πολύ διαφορετικές, κι όταν ακόμα τα θέματα εφάπτονταν και πήγαιναν να προσαράξουν. Ο Τσέχωφ στο βάθος δεν έλεγε κάτι διαφορετικό, μόνο το έλεγε πάντοτε διαφορετικά. Τότε όμως στη Μόσχα που άκουσε ο Γκόρκι να διαβάζουν το Βυσσινόκηπο ( ήταν Οκτώβρης του 1903) φαίνεται πως ένιωσε βιαιότερες αντιδράσεις. Στο ίδιο γράμμα λέει αμέσως πιο κάτω:

Τον "Άνθρωπο" θα τον ξαναγράψω από την κορφή ως τα νύχια. Ξέρω πως...

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο...

Ο στίχος αυτός του Γιάννη Ρίτσου από το Καπνισμένο τσουκάλι  και μια φωτογραφία από τον Ισπανικό Εμφύλιο κοσμούν  το εξώφυλλο του όμορφου ημερολογίου που δημιούργησε ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών.
Στις σελίδες του ημερολογίου φιλοξενούνται "τραγούδια που έχουν συνδεθεί με κινήματα απ' όλο τον κόσμο, τραγούδια, που αν και παλιά τα περισσότερα, έχουν μια φρέσκια αίσθηση πολιτικής σκέψης, ταξικής ανάλυσης, κοινωνικής ευαισθησίας και ιστορικής συνέχειας." Τα τραγούδια μετέφρασαν μέλη του συλλόγου " υπενθυμίζοντας μας στη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε τη διαχρονικότητα αιτημάτων και αγώνων, τις βαθιές ρίζες κατακτήσεων που μεθοδικά  επιχειρείται να καταργηθούν, την αναγκαιότητα να είμαστε παρόντες και απέναντι σε ό,τι μικραίνει και ευτελίζει τη ζωή μας, εφόσον ...τον κόσμο τον κυβερνάνε ακόμα καθίκια."
Κάθε μήνας και ένα τραγούδι  για το οποίο υπάρχει ένα μικρό ενημερωτικό σημείωμα στο τέλος όπως και για τις συνοδευτικές φωτογραφίες.
Μια μικρή επιλογή :

Στα οδοφράγματα

Μαύρες θύελλες σείουν τον αέρα,
σύννεφα σκοτεινά μας εμποδίζουν να δούμε.
Ακόμη κι αν μας περιμένει ο πόνος κι ο θάνατος,
ενάντια στον εχθρό μάς καλεί το καθήκον.

Το πολυτιμότερο αγαθό είν' η ελευθερία,
να την υπερασπιστούμε  πρέπει με πίστη και με θάρρος.

Ύψωσε την επαναστατική σημαία,
που στην αναζήτηση του θριάμβου αδιάκοπα μας οδηγεί.
Επί ποδός, λαέ της εργατιάς, στη μάχη ,
πρέπει να ανατρέψουμε την αντίδραση.

Στα οδοφράγματα! Στα οδοφράγματα,
για τον θρίαμβο της Συνομοσπονδίας.
( A las barricadas. Τραγούδι του Ισπανικού Εμφυλίου συνυφασμένο με τον αναρχοσυνδικαλισμό.)


Το σωματείο [Κι ας είμαστε γυναίκες ]

Κι ας είμαστε γυναίκες,
δεν ξέρουμε από φόβο,
απ' αγάπη για τα παιδιά μας,
απ' αγάπη για τα παιδιά μας.
Κι ας είμαστε γυναίκες,
δεν ξέρουμε από φόβο,
απ' αγάπη για τα παιδιά μας
φτιάχνουμε συνδικάτο.

Ο λίο - λίο - λα,
το συνδικάτο θα πάει μπροστά,
όλοι εμείς οι σοσιαλιστές,
όλοι εμείς οι σοσιαλιστές.
Ο λίο - λίο - λα,
το συνδικάτο θα πάει μπροστά, 
όλοι εμείς οι σοσιαλιστές,
θέλουμε λευτεριά.

Μα η λευτεριά δεν θα' ρθει
όσο ενότητα δεν υπάρχει,
οι ρουφιάνοι με τον αφέντη,
οι ρουφιάνοι με τον αφέντη.
Μα η λευτεριά δεν θα' ρθει
όσο ενότητα δεν υπάρχει,
οι ρουφιάνοι με τον αφέντη,
σκότωμα θέλουν όλοι!

Ο λίο - λίο - λα...

Κι ας είμαστε γυναίκες,
δεν ξέρουμε από φόβο,
μας λύνεται η γλώσσα,
μας λύνεται η γλώσσα.
Κι ας είμαστε γυναίκες,
δεν ξέρουμε από φόβο,
μας λύνεται η γλώσσα
το δίκιο όταν ζητάμε.

Ο λίο - λίο - λα...

Κι εσείς όλοι οι λεφτάδες,
που πάτε κορδωμένοι
κατεβάστε λίγο τη μύτη,
κατεβάστε λίγο τη μύτη.
Κι εσείς όλοι οι λεφτάδες,
που πάτε κορδωμένοι
κατεβάστε λίγο τη μύτη
κι ανοίξτε το πορτοφόλι.

Ο λίο - λίο - λα...
( La lega [Sebben che siamo donne]: Ένα από τα πολλά τραγούδια των εργατριών στους ορυζώνες της πεδιάδας του Πάδου. Ακούστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα.


Είμαστε όλοι λαθραίοι

Ονειρεύομαι τη φωτιά, αλλά κοιμάμαι μες στο κρύο,
σηκώνω μια κόκκινη σημαία στο Άλαμο
θέλω να σου δείξω πώς ξετυλίγονται οι ζωές μας
μέσα στα βαθιά υπόγεια
όταν τρως τη σαλάτα σου και βάζεις τα παπούτσια σου.
Δες σ' αυτή την οθόνη, εσένα κοιτάνε
αυτοί που δημιούργησαν τη σύγχρονη δουλεία.
" Η καλύτερη χώρα!" Ένα έθνος σαδιστών είναι!
Μωρά που θάβονται πριν καν τρέξουν,
παιδιά που οι μανάδες τους δεν γνώρισαν χαρά,
κόρες που τα σώματά τους πουλιούνται για ψίχουλα
παίζουν κορόνα γράμματα τη ζωή τους σ' έναν πλανήτη με παράγκες.

Βαδίζω στην έρημο, μες στο πηχτό σκοτάδι,
σέρνομαι στους οχετούς, χωρίς νερό στον ορίζοντα,
διασχίζω το ποτάμι ως την άλλη μεριά,
στην αμερικάνικη γη των παράσιτων.
Εγώ είμαι αυτή η κρυμμένη, βρόμικη μορφή,
τα μυστικά, τα ψέματα των δασκάλων,
το φαΐ, τα ρούχα, η γη, τα τηλέφωνα,
τα κτίρια που μέσα μεγαλώνουν οι υπολογιστές σας.
Βλέπεις αυτά τα σύνορα, δεν είναι άγια ή επιούσια,
η γη που στεκόμαστε, κάθε σπιθαμή της είναι κλεμμένη.
Πόσο αισχρό είναι να υπάρχουν άνθρωποι λαθραίοι,
δαιμονοποιημένη επιβίωση, το ταξίδι θανάσιμο.

Είμαστε όλοι λαθραίοι, είμαστε όλοι λαθραίοι,
εξεγερμένοι, ήρθε η ώρα σας,
είμαστε όλοι λαθραίοι, αγωνιζόμαστε για μια νέα πορεία και μια νέα εποχή,
 είμαστε όλοι λαθραίοι[...]
( Todos Somos Ilegales: Το τραγούδι γράφτηκε από το νεοϋρκέζικο συγκρότημα Outernational)


Κυβερνώντας τον κόσμο

Τα' μαθες; Υπάρχει λέει μια φυσική τάξη,
οι πιο άξιοι θα καταλήξουν με τα περισσότερα.
Η αφρόκρεμα λέει πάντα ανεβαίνει στην επιφάνεια,
εγώ πάντως λέω: " Τα σκατά επιπλέουν".

Αν νόμιζες πως τα πράγματα είχαν αλλάξει,
φίλε, ξανασκέψου το.
Για να σ' το πω με δυο λόγια κι έξω απ' τα δόντια:
τον κόσμο τον κυβερνάνε ακόμα τα καθίκια.

Τώρα η εργατική τάξη είναι ξεπερασμένη,
είναι βάρος στις ανάγκες της κοινωνίας, 
οπότε ας σκοτωθούν όλοι μεταξύ τους
κι ας το κάνουν μακριά από δω.
Έτσι λένε, δεν το ξέρεις,
οι μάγκες που κάνουν κουμάντο.
Να το πούμε καθαρά και ξάστερα, αγόρια και κορίτσια,
τον κόσμο τον κυβερνάνε ακόμα καθίκια.

Τάισε τα παιδιά σου με καραβίδες και αστακούς,
βρες τα καλύτερα σχολεία,΄
 θεωρητικά σέβομαι το δικαίωμά σου να υπάρχεις,
θα σε σκοτώσω αν μετακομίσεις δίπλα μου.
Α, είναι απαράδεκτο, χάλια, ανθρωπολογικά άδικο,
αλλά τα κέρδη έχουν αυξηθεί κατά το ένα τρίτο, κι έτσι
τον κόσμο τον κυβερνάνε ακόμα καθίκια.

Η ελεύθερη αγορά είναι τελείως φυσική,
νομίζεις πως είμαι κάνας βλάκας;
Είναι ο ιδανικός τρόπος να βάλεις τάξη στον κόσμο.
" Γάμα την ηθική, φέρνει λεφτά;"
Κι αν δε σου αρέσει, τότε φύγε
ή διαδήλωσε στο δρόμο, δικαίωμά σου.
Ναι, δικαίωμά σου, αλλά μη νομίσεις πως σ' ακούνε,
τον κόσμο τον κυβερνάνε ακόμα καθίκια.
(Running the World: Τραγούδι του Jarvis Cocker. Το κομμάτι ακούγεται στους τίτλους τέλους της ταινίας Children of Men (2006). Γράφτηκε σαν απάντηση στη σύνοδο  των G8 στη Γλασκώβη το 2005. Όπως έχει πει ο δημιουργός του: " Ελπίζω μια μέρα να το ξεπεράσει η ιστορία. Μέχρι τότε όμως..."





Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Μνήμη Στρατή Τσίρκα

Μακριά, στην αρχή του τραίνου ακούστηκε η ατμομηχανή να ξεφωνίζει σαν υστερικιά. Έξω, η γη του Δέλτα στραφτάλιζε κάτω από το φεγγάρι. Μαύρη σιλουέτα σε φόντο ασημί: μια γκαμούζα σκυμένη να πίνει από το κανάλι. Δεντροστοιχίες από ευκάλυπτους και πιο κάτω άλλες με συκομουριές. Πλάι σ' ένα χαμηλό χτίσμα κάτι γαζίες, γύρω τους το χώμα είναι περιχαρακωμένο με κοντή πεζούλα από πηλό. Τόπος προσευχής, αλώνι, ή τάφος; Άνθρωποι δε φαίνονται, τα χωριά λουφάζουν σκοτεινά και δίχως κίνηση. Μόνο οι χουρμαδιές, λυγερές κι ολομόναχες, ξεπετάγονται μέσ' από τα λασπόσπιτα και σαλεύουν ψηλά το σπαθωτό τους φύλλωμα σα λοφίο θυμωμένου τσαλαπετεινού. Στο Νταμαχούρ πίσω από το τζάμι του παράθυρου, παρουσιάστηκε το φεγγάρι, κι από τότε τρέχει μαζί μας. Χάνεται, ξανάρχεται, το ιλαρό του πρόσωπο χαμογελά και σωπαίνει, κάνει πως θα περάσει πάνω από την αμαξοστοιχία κι ύστερα μετανιώνει και μένει πίσω, σα να βαρέθηκε όλους εμάς που μερμηγκιάζουμε τρέχοντας απάνω κάτω στην καφεδιά κοιλάδα, κυνηγώντας, κυνηγημένοι, από πάθη, ευγενικά, ή πρόστυχα, μα ποιος θα κάνει το ξεδιάλεγμα, με ποια τσιμπίδα, μέσα σε ποιες στάχτες;
"Βα - σίιι - λη! Γα - ρέε - λα ! Βα - σί - λη Γα - ρέ - λα ", λένε από κάτω μου οι ρόδες καθώς ο μηχανικός βάνει τα δυνατά του για να φτάσουμε με λιγότερη καθυστέρηση. Ο νους μου καρφώθηκε στο Βασίλη. Αν βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, τα πράματα είναι απλά, θα τον ρωτήσω. Τι συμφέρον έχει να μου κρύψει την αλήθεια; Ποια φιλία, ποια πίστη, ποιαν αλληλεγγύη θα βάλει πάνω από τον αγώνα; Μόνο να βρίσκεται στην Αλεξάντρεια. Ο Φάνης δεν ήταν σίγουρος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το σημείωμα: Μα τι θέλει να πει εδώ χάμου; Ο Γαρέλας πρέπει να βρίσκεται στην Μπεγκάζη, με το Όγδοο τάγμα, πώς τον αφήσαν κι έφυγε;
Σιγά σιγά ο αέρας μέσα στο βαγόνι άλλαξε· έρχονται τώρα κάτι μυρωδιές υγρές, ψαρίλα και βούρκος. Κοντεύουμε. Θα είναι καμιά ώρα που περάσαμε το Νταμανχούρ, εξήντα χιλιόμετρα, όπου να' ναι φτάνουμε. Η ατμομηχανή ξανασφυρίζει , απειλητικά. Παρουσιάζεται ένας τσαλακωμένος άνθρωπος με στολή κλητήρα: " Σίντι Γκάμπερ ", μου λέει επίσημα. Ξέρω, είναι η στάση, πέντε λεπτά πριν απ' την Αλεξάνδρεια, εκεί λογαριάζω να κατεβώ. Αυτός μ' εξετάζει, τα μούτρα του παίρνουν όλο και διαφορετική έκφραση: αυστηρή, φοβισμένη, χαμογελαστή. Άξαφνα μου κάνει μια χαιρετούρα από την κοιλιά στο κούτελο και πάλι στην κοιλιά, με φωνάζει και "μπέη"· κατόπι κοιτάζει το δίχτυ πάνω απ' το κεφάλι μου. Δεν έχω αποσκευές, πακέτα, μήτε καν εφημερίδες. Βγάζω και του βάζω στο χέρι δυό γρόσια, το μπαξίσι του. Χαιρετάει με υπόκλιση, ξανακοιτάζει το δίχτυ σα να το μαλώνει, και φεύγει. Στο διπλανό χτυπάει διακριτικά την πόρτα: " Σίντι Γκάμπερ στέισιον ", λέει τώρα στ' αγγλικά.
Σηκώνομαι και κάνω πως πηγαίνω στην τουαλέτα. Το τραίνο κόβει μαλακά τη φόρα του, στους διαδρόμους η σκόνη στροβιλίζεται, μακριά το φεγγάρι τρέχει πάνω από μια λεία κι αστραφτερή έκταση, δεν είναι η θάλασσα, ίσως είναι η λίμνη, τα έλη; Υποχωρώ στα βαγόνια της τρίτης θέσης. Δρασκελώ μπόγους, καφάσια, οι επιβάτες όρθιοι ετοιμάζονται, μιλούν όλοι μαζί με μεγάλες χειρονομίες, μαζεύουν τις κελεμπίες στα σκέλια, τις στριφώνουν μέσα στην παλάμη και τις σηκώνουν ψηλά για να κινούνται πιο ελεύθερα. Μια μπόχα ιδρώτα, κρεμυδίλας και σκόνης. Κάτω από τα πόδια κυλούνε γδούποι, σέρνονται αλυσίδες. Προχωρώ με κόπο και φτάνω στον εξώστη του τελευταίου βαγονιού. Με τους λαθρεπιβάτες και τους ανυπόμονους σαλτάρω κι εγώ μέσα στη νύχτα. Το φαναράκι του τελευταίου βαγονιού απομακρύνεται αργά, κόκκινο· σ' εκατό μέτρα σταματά. Αφήνω τους άλλους να με προσπεράσουν, μερικοί φεύγουνε κόντρα, σκουντουφλώντας πάνω στις τραβέρσες, μέσα στα σκοτεινά.
Δρασκελώ τις ράγιες. Τα κάγκελα είναι από μπετόνι. Κάπου θα βρεθεί κανένα σπασμένο, υπομονή. Δεξιά μου ακούω την κίνηση του δρόμου, βλέπω λιμουζίνες να γλιστρούν με σβησμένους φάρους κι η άσφαλτος αστράφτει στο φως του φεγγαριού. Αριστερά φαίνονται φυτείες, καλαμπόκια ή ζαχαροκάλαμα. Εκείνες οι καμπούρες με τα κρεμασμένα χέρια σίγουρα είναι μπανανιές. Και να το κάγκελο, τριάντα μέτρα από το κόκκινο φαναράκι: έμεινε ο σιδερένιος του σκελετός, μια σκουριασμένη βέργα που κάνει κοιλιά. Γλιστρώ εύκολα, πατώ στο πεζοδρόμι της λεωφόρου Αμπουκίρ. Σαν τους λαθρεπιβάτες, γυρνώ τη ράχη στο σταθμό. Πιο κάτω ανάβω τσιγάρο, χώνω τα χέρια στις τσέπες και περνώ στο αντικρινό πεζοδρόμι. Ύστερα, κάνω ξαφνικά μεταβολή κι ανεβαίνω το δρόμο· τραβώ για το Νοσοκομείο. Στην άλλη πλευρά της λεωφόρου τα χαμηλωμένα φώτα και η κίνηση του σταθμού, οι σκιές που συνωστίζονται, τα ταξιά που κορνάρουν και βάζουν εμπρός, ποια σχέση έχουν μ' ένα νυχτερινό διαβάτη που ήσυχα πηγαίνει στο σπίτι του;
Την Αλεξάνδρεια δεν την ήξερα καλά· κι όμως η μάνα εκεί γεννήθηκε, εκεί την παντρεύτηκε ο πατέρας και την έφερε νιόνυφη στην Κηφισιά. Αλλά τι να μου κάνει ένας μήνας, πέρυσι το φθινόπωρο; Για να γνωρίσω μια τέτοια πόλη εγώ χρειάζομαι μήνες, πολλές μέρες αδειανές. Να τριγυρνάω άσκοπα, να παίρνω δρόμους που δεν ξέρω πού βγάζουνε, να κάνω ανακαλύψεις, μια εσωτερική αυλή με μπλε μαλτεζόπλακες, τα σχέδια μιας ξεγοφιασμένης καγκελόπορτας, ένα μικρό τζαμί με κίτρινες και τριανταφυλλιές ραβδώσεις σαν ποδοσφαιρική φανελλίτσα, και πλάι του ένα δέντρο με γυαλιστερό κορμό και φύλλωμα γεμάτο δεκοχτούρες. Να στέκομαι μπρος σε παλιές πόρτες, να διαβάζω χρονολογίες σκαλισμένες στην πέτρα ή το ξύλο και να ρεμβάζω: Αυτό δεν το ' πιασε  η μεγάλη πυρκαϊά, τούτο χτίστηκε τη χρονιά που γεννήθηκε η μάνα...Ν' ακούω τις ονομασίες  των δρόμων, κι η  φαντασία μου να παραπατάει από τον κόσμο του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου στον τωρινό των τοκογλύφων και των βαμπακάδων. Να μπαίνω σε μεγάλα ξεπεσμένα καφενεία, με τους καθρέφτες που διαφημίζαν μάρκες κρασιών και κονιάκ και δυναμωτικών ξεχασμένες σήμερα, με τη μυρωδιά του τουμπεκί χωμένη βαθιά στις βουλιαγμένες ψάθες των καθισμάτων, στις σπαραγμένες τσόχες  των μπιλιάρδων, στις κασετίνες με το τεμπεσίρι και τα σφουγγαράκια, με τη φωνή του γκαρσονιού, συρτή και διαπεραστική, που δίνει παραγγελίες ρωμέικα...Κι ακόμη πρέπει να έχω ελευθερία, να πηγαίνω μέσα στον κόσμο, στους εργατικούς, στο λιμάνι, στα παζάρια, στα σπίτια τους, στα εργοστάσια και τα κέντρα, μέσα στα φώτα, μέσα στο φως. Εγώ το μήνα τον πέρασα κλεισμένος σ' ένα ισόγειο, κάτι σαν κοινόβιο ή κολλεχτίβα για ναυτεργάτες, στη στάση της Κλεοπάτρας, πάνω στην Κορνίς. Τα βράδια έβγαινα για τις συνεργασίες με τους συντρόφους, αλλά κανονίζαμε συνάντηση μόνο σε μέρη όπου μπορούσα να προσανατολίζομαι ή να θυμάμαι τα ονόματα των δρόμων τους. Τα γνώρισα λοιπόν βιαστικά, νύχτα, και με το νου δοσμένο στα μεγάλα νέα που μεταδίναν τα ραδιόφωνα, τη μάχη του Αλαμέιν, την υποχώρηση του Ρόμμελ. Πιο ανατολικά, στη λεωφόρο Αμπουκίρ, βρισκόταν το Ελληνικό Νοσοκομείο. Πέρασα εκεί μέσα δέκα μέρες, το Γενάρη. Μήτε κι αυτή τη φορά σκέφτηκα να ρωτήσω αν ζούσαν τίποτα συγγενείς της μάνας, ξαδέρφια και μικρανήψια της. Ήξερα μόνο πως κάπου στο Ράμλι, στη γειτονιά του Προφήτη Ηλία έπρεπε να ψάξω, αν τ' αποφάσιζα.
Και τώρα, τρίτη φορά, πάλι παράνομος, πάλι φθινόπωρο, και νύχτα. Έκανα ήσυχα το δρόμο μου ως το Νοσοκομείο. Απ' το πορτάκι των Αγίων Θεοδώρων γλίστρησα στον περίβολο, και βαδίζοντας τοίχο τοίχο έφτασα στην πτέρυγα του προσωπικού. Σύνδεσμός μας ήταν ένας μάγερας, μεσόκοπος, και παχύς, λιγάκι σαστισμένος, αλλά πολύ πιστός σύντροφος.
- Ντέε! ξαφνιάστηκε σα με είδε μπρος του και μ' έσπρωχνε με την κοιλιά σ' ένα σκοτεινό διάδρομο: Σε είδανε όταν έμπαινες;
Τον καθησύχασα, του είπα πως μήτε οι χαφιέδες του σταθμού πήρανε χαμπάρι πως έφτασα, και ρώτησα αν λειτουργούσε πάντα το κοινόβιο στην Κλεοπάτρα.
- Τρέχα, μου κάνει.Ίσα που προφταίνεις τη Χήρα. Στις δέκα έχει ραντεβουδάκι.
( απόσπασμα)


Στρατή Τσίρκα, Η νυχτερίδα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 31η έκδοση

" Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του ’50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις “τύχες του πολέμου”, την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των «κομμένων κεφαλών», των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των “ακυβέρνητων πολιτειών” φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον άλλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης· ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού «περαστικός και ξένος», θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. «Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια…. Μεσ’ στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι· μας κυνηγάει σα να μας μάχεται». Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.(  Σχόλιο της Χρύσας  Προκοπάκη στην έκδοση του 2005)

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Β. Ραφαηλίδης – Το διάβασμα, η ανάγνωση και ο περιπλανώμενος αναγνώστης

Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα “διαβιβάζω” διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή “βι”, θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα “διαβάζω” που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς οι αναγνώστες ανήκουμε στο… σώμα των Διαβιβάσεων, με μια διαφορά ωστόσο απ’ τους στρατιώτες διαβιβαστές: Η γνώση μας διαβιβάζεται από άλλους και η επικοινωνία σταματάει σε μας. Για να διαβιβάσουμε, με τη σειρά-μας, τη γνώση που αποκτήσαμε, μαζί με τις δικές-μας ενδεχομένως προσθήκες, πρέπει από αναγνώστες να γίνουμε συγγραφείς, καλλιτέχνες, ρήτορες, ή απλώς συζητητές.
Αυτό σημαίνει πως η διαδικασία του διαβάσματος που σταματάει στο διάβασμα χάνει το νόημά-της, δηλαδή δεν είναι πια διαβίβαση της γνώσης, αφού το μήνυμα ή η πληροφορία θα χαθεί μαζί με μας αν δεν φροντίσουμε να διαβιβαστεί εμπλουτισμένη σε άλλους.
Για να συμβεί ωστόσο κάτι τέτοιο, για να σταματήσει δηλαδή η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης απ’ τον ένα άνθρωπο στον άλλο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, απ’ τον ένα αιώνα στον άλλο, πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο στον οποίο, ενώ όλοι γνωρίζουν ανάγνωση, κανείς δε γνωρίζει γραφή. Και το σπουδαιότερο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Αν και υπάρχουν άνθρωποι που ούτε να γράψουν ούτε να μιλήσουν είναι σε θέση, ωστόσο ο πολιτισμός-μας στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία εκείνων που μπορούν είτε να μιλήσουν, είτε να γράψουν, είτε να τα κάνουν και τα δυο.
Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, που είναι το διάβασμα νοούμενο με μια έννοια διαλεκτική, απ’ τη στιγμή που άρχισε κάποτε δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να διακοπεί, παρά μόνο με τον γενικό και ολικό αφανισμό του “χόμο παρλάριμπους”, πράγμα που δεν αναμένεται να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση ολικού αφανισμού του ανθρώπινου γένους ύστερα από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Για την διαιώνιση της γνωστικής λειτουργίας φροντίζουν οι πάντες ακόμα και οι… αστυνομικοί, δηλαδή άνθρωποι ενταγμένοι σ’ ένα σώμα εξ ορισμού ακατάλληλο για διαβιβαστικές λειτουργίες διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν σχέση με τη διαβίβαση διαταγών. Απόδειξη για τη φροντίδα της αστυνομίας για τη διαιώνιση της γνώσης αποτελεί και το γνωστό ανέκδοτο που “εξηγεί” γιατί οι χωροφύλακες πάνε δυο δυο στα περιπολικά: Διότι, λέει, ο ένας γνωρίζει ανάγνωση και ο άλλος γράφη!! Μ’ αυτόν τον ανεκδοτολογικό συνδυασμό, που δεν απέχει πάρα πάρα πολύ από μια πραγματικότητα που καθορίζει η στάθμη παιδείας του “αστυνομικού οργάνου”, η αστυνομία έλυσε με τον τρόπο-της το πρόβλημα της μεταβίβασης της “αστυνομικής γνώσης”, και το αστυνομικό μοντέλο του “διδύμου” θα μπορούσε να ισχύει επίσης και για πνευματικά ανάπηρους, που ωστόσο δεν είναι αστυνομικοί.

Αλέξανδρος Serebryakov, διαβάζοντας ένα βιβλίο – Zinaida Serebriakova
Το διάβασμα λέγεται και “ανάγνωση”. Τούτη η αρχαιοελληνική και πάντα σε χρήση λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης, ενώ η νεοελληνική λέξη “διάβασμα” παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, “αναγιγνώσκω” ή “αναγινώσκω” σημαίνει στα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η αλήθεια καθεαυτή σα μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση. Στην ανάγνωση η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις “συλλέξουμε”, αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.
Εδώ η αλήθεια που ψάχνουμε με την ανάγνωση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία αλλά μια οντότητα που υπάρχει κάπου και μας περιμένει εκεί απαθής να την πιάσουμε με την απόχη του μυαλού μας, σα να ήταν πεταλούδα. Όμως, τέτοιες “ακίνητες” αλήθειες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα μυαλά των θεολόγων. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα, δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάρος, δεν έχει σχήμα. Ούτε, ακόμα, είναι οντότητα άυλη και πνευματική. Η αλήθεια είναι μια διαρκής αναζήτηση που δεν σταματάει ποτέ. Η, αλήθεια συνεπώς είναι πάντα σχετική, και ο βαθμός της εγκυρότητάς της εξαρτάται πάντα απ’ τη νόηση και την παιδεία εκείνου που την ψάχνει, καθώς κι απ’ το ιδεολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου την ψάχνει.
Τόσο η ανάγνωση όσο και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. (Η βαθιά και πλήρης μεταφυσική προσέγγιση των προβλημάτων προϋποθέτει κι αυτή βαθιά και πλήρη νόηση. Το παραλήρημα και η έκσταση δεν βοηθούν τη μεταφυσική, βοηθούν μόνο την αποβλάκωση). Έτσι, το διάβασμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική, που δεν αποσκοπεί ούτε στη μεταβίβαση της γνώσης, που είναι το διάβασμα στη διαλεκτική-του έννοια, ούτε στην αποκάλυψη αληθειών, που είναι το διάβασμα (ανάγνωση) στην οντολογική του έννοια.
Αγόρι διαβάζει ένα βιβλίο – Paritosh Sen
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν για τους παρακάτω λόγους:
  1. Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το σκοπό τους. Εδώ το διάβασμα είναι ένα “αναγκαίο κακό” που μπορεί να γίνει μαρτύριο για τον σπουδαστή που πασχίζει να πάρει ένα δίπλωμα κι όχι να μάθει κάτι από αγάπη για τη μάθηση και προσωπικό ενδιαφέρον για τη γνώση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο δάσκαλος, εντέλλεται να παίξει ρόλο χωροφύλακα της γνώσης, και γιαυτό συχνά αφήνει τη διδαχή και πιάνει την μαγκούρα. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη περί γνώσεως, νοούμενης σαν “χρήσιμο εργαλείο” στην πιο χυδαία εκδοχή. Είναι χρήσιμη η γνώση γιατί μ’ αυτήν θα βγάλουμε λεφτά.
  2. Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν “με μέτρο”, ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά “ντεμοντέ”. Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι “παράγοντες”, των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα τα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα σ’εκείνους τους άκρως αποκαλυπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων, που λες και γίνονται ίσα ίσα για να εκθέσουν τους αποπνευματοποιημένους “πνευματικούς” μας ανθρώπους.
  3. Για να ξεκουράζονται απ’ τη “σοβαρή” τους δουλειά!!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμ-κάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα. Οι βροχερές μέρες ευνοούν πολύ αυτόν τον τύπο ανάγνωσης, αλλά η ελληνική εκδοχή της αμάθειας πρέπει να αποδοθεί μάλλον στην ηλιοφάνεια της Ελλάδας: Είναι προτιμότερο να λιάζεσαι παρά να διαβάζεις κάτω από τεχνητό φως. Και το διάβασμα κάτω απ’ το φως του ήλιου στην πλάζ δεν είναι παρά ένα πάσα-τέμπο που σε συντροφεύει τις μακρές ώρες της ηλιοθεραπείας.
  4. Για να υποβοηθούν τον κακό τους ύπνο. Έχουμε εδώ μια… ιατρική χρήση του βιβλίου, καθόλου αξιοκαταφρόνητη καθεαυτή: Είναι προτιμότερο, όταν έχεις αϋπνίες να “παίρνεις” μερικές σελίδες “Νόρας” παρά μερικά χαπάκια βάλιουμ. Βέβαια, σε μια τέτοια υπναγωγική κατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται για ανάγνωση. Άλλωστε, τα καλά αναγνώσματα λειτουργούν σαν διεργετικό και όχι σαν υπνωτικό. Βιβλίο που είναι δυνατό να διαβαστεί στο κρεβάτι είναι ένα μη—βιβλίο, και ο αναγνώστης που διαβάζει στο κρεβάτι είναι, απλά, ένας νυσταγμένος άνθρωπος που θα ήταν προτιμότερο να μετράει προβατάκια, κατά την παλιά καλή συνταγή της γιαγιάς που φέρνει ύπνο βολικό, παρά σελίδες συμπεπυκνωμένης ανοησίας που, δυστυχώς, δεν ξεχνιούνται με τον ξύπνο:Πάντα κάτι μένει απ’ τα κρεβατικά αναγνώσματα κι αυτό μας κάνει να κοιμούμαστε κι όταν απ’ την οριζόντια βρεθούμε στην όρθια στάση. Πάντως δεν είναι και τόσο βλαβερό να διαβάζουμε στο κρεβάτι αναγνώσματα που γράφτηκαν γι’αυτόν ακριβώς το σκοπό: Να φέρνουν ύπνο.
Τα ίδια “φαρμακευτικά” αναγνώσματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και σαν βοηθητικά της εκκένωσης στην περίπτωση χρόνιας δυσκοιλιότητας. Μάλιστα, αν βρεθούμε στην εξοχή ή σε τουαλέτα χωριού πολύ ορεινού, το υπακτικό ανάγνωσμα εύκολα γίνεται χαρτί τουαλέτας, κυρίως όταν είναι τυπωμένο σε καλό χαρτί. Και τα λεγάμενα “λαϊκά περιοδικά” είναι κατά κανόνα τυπωμένα σε καλό και μαλακό χαρτί, που αν το είχαμε στην κατοχή θα λύναμε ευκολότερα τα πολύ δύσκολα τότε προβλήματα ατομικής υγιεινής. Έτσι, λοιπόν, με τούτη την τελευταία χρήση του “λαϊκού αναγνώσματος” ολοκληρώνεται ο κύκλος της λειτουργίας-του, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε τη γνώση στην κυριολεξία… χεσμένη!
Η αναγνώστρια – Pierre-Auguste Renoir 1875
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιήσουν κάποιες ουσιαστικές περιέργειές τους και να βρουν απαντήσεις — που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν τελικά— σε μερικά πρωταρχικά κα βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι, προτάσσοντας έτσι την ύπαρξη στην ανθρώπινη “ουσία” τους, όπως θα έλεγε ο Σάρτρ. Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της ανάγνωσης: Μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, το νοητικό απ’ το ενστικτώδες, το καλό απ’ το κακό, το όμορφο απ’ το άσχημο, το δίκαιο απ’ το άδικο.
Αν δεν γίνουμε ικανοί για τέτοιους διαχωρισμούς, που πρέπει να γίνονται αυτόματα ύστερα από μια κάποια ηλικία, θα έχουμε διαρκώς ανάγκη από ερμηνευτές των γραφών, που ως γνωστόν δεν τις ερμηνεύουν πάντα προς όφελος μας. Αν προηγηθεί η ανθρώπινη “ουσία” της ανθρώπινης ύπαρξης το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει πια είναι μια βαθιά, πλήρης και ειλικρινής πίστη στο Θεό, που όλα τα ξέρει κι όλα τα μπορεί για λογαριασμό ημών των ταπεινών, των αγνοούντων και των ανήμπορων.
Μπορούμε έτσι να δώσουμε αποφασιστική λύση στο φρικτό πρόβλημα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αλλά σε τι θα διαφέρει πια ο άνθρωπος απ’ το πρόβατο αν έπαυε να αγωνιά και να βιώνει την αγωνία του με πληρότητα, όπως ο Κίργκεργκορντ, για παράδειγμα, που όλο προσέγγιζε το Θεό κι όλο τούφευγε, ή όπως ο Καμύ που έζησε και πέθανε ηρωικά και πένθιμα, σαν τον Σίσυφο που τον λάτρεψε περίπου σα θεότητα;
Όταν μιλάμε για σωστούς αναγνώστες, λοιπόν, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τη γνώση σαν απολύτως αναγκαία για την ίδια-τους την ύπαρξη, όπως το οξυγόνο. Οι υπόλοιποι, απλώς γεννήθηκαν άνθρωποι που αρνούνται τον παραπέρα εξανθρωπιστισμό – τους μέσα απ’ τη γνώση. Δικαίωμά τους να εξομοιώνουν την κατάστασή τους μ’ αυτήν του προβάτου.

*************

(Το παραπάνω κείμενο είναι αναδημοσίευση, με προσθήκες και διορθώσεις, απ’ το περιοδικό “Διαβάζω”, No 58). – 4/3/1983
Κείμενα στο Έθνος – Β.Ραφαηλίδης

Αναδημοσίευση από το Αντικλείδι

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Σεργκέι Άιζενστάιν, Οχτώβρης

Στις 23 Ιανουαρίου του 1898 ήρθε στον κόσμο ο άνθρωπος που έμελλε να αλλάξει μια για πάντα τον παγκόσμιο κινηματογράφο, αποτελώντας παράλληλα τον κορυφαίο εκπρόσωπο του Ρωσικού κινηματογράφου. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν δεν ήταν όμως μόνο ένας σπουδαίος σκηνοθέτης αλλά υπήρξε και ο πρωτοπόρος της τέχνης του μοντάζ, επηρεάζοντας με το έργο του όλους τους μεταγενέστερους κινηματογραφιστές.


Γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας, από εύπορη οικογένεια, που του εξασφάλισε μία καλή μόρφωση και όλα τα εχέγγυα για το μέλλον του. Η σκηνοθετική ευφυϊα του φάνηκε από τα πρώτα του βήματα, καθώς με τη δεύτερη ταινία του, το 1925, άλλαξε οριστικά την ιστορία του κινηματογράφου.
Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» αναγνωρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ η σκηνή με το πανικόβλητο και αλαφιασμένο πλήθος να τρέχει στα σκαλιά της Οδυσσού κυνηγημένο από τον τσαρικό στρατό, θεωρείται η καλύτερη σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου.

Είχε προηγηθεί η «Απεργία», το 1924, και ακολούθησαν το «Οκτώβρης ή Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» (1928), το λυρικό «Γενική Γραμμή» (1929), το «Αλέξανδρος Νιέβσκυ» και «Το λιβάδι του Μπεζίν», ενώ το 1945 σκηνοθετεί το «Ιβάν ο Τρομερός» και ένα χρόνο αργότερα το 1946 γυρίζει και το δεύτερο μέρος του της ταινίας. Ο Αϊζενστάιν σκόπευε να γυρίσει και το τρίτο μέρος, της τριλογίας, όμως στις 9 Φεβρουαρίου του 1948 πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία πενήντα χρόνων.


Πέρα από κινηματογραφικός σκηνοθέτης, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, υπήρξε και θεατρικός, ανεβάζοντας στη Μόσχα πολλά έργα, ανάμεσά τους το «Η αυτού μεγαλειότης, η πείνα», «Μάκβεθ του Σαίξπηρ», «Σοφός Άνθρωπος του Οστρόβσκι» και «Μάσκες αερίου», ενώ έγραψε και αρκετά δοκίμια στα οποία αναλύει τα έργα και την τεχνική του και διατυπώνει τις σκέψεις του για την 7η τέχνη.( tvxs )

Την άνοιξη του 1927 η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος και η «Sov-kino» ανέθεσαν στον Αϊζενστάιν τη δημιουργία κινηματογραφικής ταινίας για τη 10η επέτειο της Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Ο Αϊζενστάιν και ο συν-σεναριογράφος του Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ χρησιμοποίησαν εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες, έντυπα παντός είδους, καθώς και το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Ριντ «Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο» συνθέτοντας ένα λεπτομερέστατο σενάριο με τον τίτλο «Οκτώβρης» το οποίο, αρχικά, κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Επανάστασης. Όπως, όμως συνέβη και με το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» ο Αϊζενστάιν, την ύστατη στιγμή, αποφάσισε να εστιάσει μόνο σε κάποια αντιπροσωπευτικά της Επανάστασης επεισόδια που έλαβαν χώρα στο Λένινγκραντ, από το Φλεβάρη έως τον Οκτώβρη του 1917...
Τι να πει κανείς για τον «ΟΚΤΩΒΡΗ», αυτήν την πειραματική ταινία τεραστίων διαστάσεων, αυτό το «εργαστήρι» που ανέλαβε την πρακτική εφαρμογή των θεωριών του διανοητικού μοντάζ, τις οποίες θεωρίες ο Αϊζενστάιν δοκιμάζει πια μπροστά σε πλατείες κατάμεστες από ένα ζωντανό, σύγχρονο και απαιτητικό κοινό. Η συνεκδοχή (χρήση του μέρους που συμβολίζει το όλο) σε πλείστα σημεία, παρούσα. Τα τουφέκια που ανεμίζουν στον αέρα μας πληροφορούν ότι ο στρατός ενώθηκε με τους Μπολσεβίκους. Τα χέρια των γραφειοκρατών που μανιωδώς προσπαθούν να συνδεθούν τηλεφωνικά, μας κοινωνούν ότι η κυβέρνηση του Κερένσκι έχει χάσει πια τον έλεγχο. Άπειρα και τα επινοήματα ρητορικής που χρησιμοποιεί ο Αϊζενστάιν ώστε να μεγιστοποιήσει την ιδεολογική δύναμη της ταινίας. Από σύνθετους συμβολισμούς στο εσωτερικό του κάδρου, μέχρι απλά κινηματογραφικά τεχνάσματα... Στην πολυσυζητημένη σεκάνς της κρεμαστής γέφυρας, το αγωνιωδώς αργό σήκωμα της γέφυρας με το κρεμασμένο, ζωντανό ακόμα, άσπρο άλογο από τη μια, και από την άλλη η εικόνα με τα μαλλιά της κοπέλας που δολοφονήθηκε στη διαδήλωση, ο Αϊζενστάιν υποδηλώνει το χωρισμό του τότε Πέτρογκραντ στα δυο από την Επανάσταση. Υπήρξαν και σύγχρονοι του Αϊζενστάιν που στάθηκαν κριτικά στην ταινία την οποία κατηγόρησαν για υπερβολικό φορμαλισμό, που ενδιαφέρεται περισσότερο να αναδείξει την «περιπλοκότητα» των δικών του κινηματογραφικών μηχανισμών, παρά το επαναστατικό της περιεχόμενο. Ιδιαίτερα, σε κάποια σημεία στα οποία το διανοητικό μοντάζ σφετερίζεται τα αφηγηματικά του συμφραζόμενα, τείνοντας προς τη δημιουργία συμβόλων χωρίς αναφορά, σύμβολα που δεν αποκτούν νόημα ούτε σε επίπεδο αφαίρεσης, ούτε και σαν αντικείμενα καθαυτά... Πάντως δεν θα πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μη γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Αϊζενστάιν και τον «ΟΚΤΩΒΡΗ» του...

Πηγή: Ριζοσπάστης

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Μενέλαος Λουντέμης, ο ποιητής

Ο Μενέλαος Λουντέμης είναι πολύ γνωστός για το πεζογραφικό του έργο, το οποίο υπήρξε πλούσιο και πολύτομο. Γνωστός και για την πολιτική του δραστηριότητα στο χώρο του ΚΚΕ  από τα νεανικά του χρόνια ( στο ΚΚΕ εσωτ. μετά τη διάσπαση του 1968)  και τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ  που του στοίχισε διώξεις, εξορίες και στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας υποχρεώνοντάς τον να ζήσει  για πολλά χρόνια στην πολιτική προσφυγιά. Οι εμπειρίες του από αυτή τη ζωή έχουν αποτυπωθεί στα μυθιστορήματα , αλλά και στα ποιήματά του. Το ποιητικό του έργο είναι λιγότερο γνωστό αν και εκδίδονταν ποιητικές συλλογές του και κατά καιρούς ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί. 
Μια πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μενέλαου  Λουντέμη είχε γίνει από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα το 1999 με τίτλο Τα ποιητικά του. Έκδοση εξαντλημένη.
 Πριν λίγο καιρό, τον Ιούνιο του 2016,  μία νέα έκδοση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για  ένα συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα ποιητικά, όπου συμπεριλαμβάνονται οι συλλογές:

Κραυγή στα πέρατα( 1954)
Το σπαθί και το φιλί (1967)
Κοντσέρτο για δυο μυδράλλια κι ένα αηδόνι ( 1973)
Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς (1975)
Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί (1975)
Πυρπολημένη μνήμη (1975).

« Με συγκίνηση χαράζω αυτές τις γραμμές…Μνήμη Μενέλαου Λουντέμη…Θυμάμαι τότε που τον πρωτοαντίκρισα ζωντανό μπροστά μου. Γιατί σαν συγγραφέα και ποιητή τον είχα ήδη μέσα στην καρδιά μου… Θα’ ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατουμένων…
Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
- Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
- Και πού είναι τώρα;
- Στο λιμανάκι του Αϊ – Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε….
Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε, και από πίσω του τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας φρουρός για να τα καταφέρει….
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτε δεν μπορούσε να σβήσει  την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο….» ( από τον πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 1999).

Πλούσια η συλλογή των  ποιημάτων( περισσότερα από 200 ποιήματα )  και η θεματολογία του ποιητή. Ποιήματα  για τον έρωτα, την αγάπη, την εξορία, τους συντρόφους, την κόρη του, τον κόσμο, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του και επέδρασαν στη σκέψη του και τη ζωή του, δοσμένα με λυρισμό, τρυφερότητα, πόνο,σαρκασμό και καυστικότητα ορισμένες φορές στο σχολιασμό καταστάσεων και πράξεων. Άλλα σε παραδοσιακή μορφή  και άλλα σε νεωτερική, ρεαλιστικά ή συμβολικά , εικονογραφούν, υπαινίσσονται και καταγγέλλουν την κοινωνική αδικία και τις πολιτικές διώξεις, υμνούν πράξεις αντίστασης και αυτοθυσίας , σκιαγραφούν πρόσωπα και προσωπικότητες που αγωνίστηκαν για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος , τόπους και χώρες βασανισμένες και λεηλατημένες, φωτίζουν τα σκοτάδια της καθημερινότητάς μας, γι’ αυτό επίκαιρα και διαχρονικά.

Μια μικρή επιλογή:

Ξέρω πως ολωνών σας
Τρέμει η μεγάλη σας καρδιά
Μην πάθει τίποτα κακό
Κανένα αρχαίο βοτσαλάκι αυτού του τόπου.
Ξέρω τον ένθεο έρωτά σας
Για τις λευκές κοπέλες του Ερεχθείου μας.
Ω, ησυχάστε.
Είναι πολύ καλά, πολύ καλά τα μάρμαρά μας.
Και σας χαιρετούν.
Λίγοι καπνοί τα ενόχλησαν μονάχα.
Και τα πιτσίλισε λιγάκι αίμα.
Κατά τα άλλα merci.
Τίποτα άλλο. Α, ναι.
Είχαμε λίγο σεισμό εδώ.
Λίγα θρύψαλα, λίγες φλόγες…
Μα τόσο πολύ λίγες,
Που δεν πρόφτασαν ούτε καν να μαυρίσουν
Τα πολυαγαπημένα σας μάρμαρα.
Και μόνο εμείς γίναμε δαδιά,
για να φωτολουστεί η γλυκιά σας Ακρόπολη.
Και τώρα, κύριοι, merci ξανά.
Merci, maitres…Μερσί παντού.
Καλή μέρα σας.

ΒΡΟΧΕΡΟ

Βούρκωσε η μέρα…ψιχαλίζει.
Ένα καΐκι στριφογυρίζει σα σαστισμένο παιδί.
Η νοτιά τού ξέσκισε την ποδιά του.
Τώρα θα τ’ αρπάξει απ’ τα μάτια μου,
Τώρα θα το καταπιεί` και πάει
( χάθηκε και το τελευταίο σινιάλο του κόσμου).
Σκεπάζω τα μάτια μου. Καραβάκι…
Αδύναμο φτερό. Πνιγμένο πουλί της θάλασσας.
Μέσα μου σ’ έλεγα «Μυρτώ».
Μυρτώ…Κι έν’ άσπρο φουστανάκι.
Ήρθες, καραβάκι λευκό.
Ήρθες λικνιστικά απ’ το Αιγαίο.
Κουνώντας το πανάκι σου απ’ την πλώρη – 
Σα ρουχαλάκι της κούκλας της.
Και τώρα κυλάς στα γκρεμνά του νερού.
Κυλάς και δε γλιτώνεις.
Κι εγώ δεν έχω παρά δυο βρεγμένα μάτια.
Κι ένα ακρωτήρι…να περιμένω.
Να περιμένω να ξαναγίνει άνοιξη – Αχ, καραβάκι!
Να περιμένω να ξαναγίνει ξαστεριά.



ΒΡΑΔΙΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
- Χειροπιασμένες στρίγκλες –
Και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
Μόνη τη βροχή
Να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
Για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές, 
Για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι –
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.

Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδελφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.

Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
Που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα,
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
Απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
Που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.

Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
« Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου…ρημάξαμε..»
Κι ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντίρι.

Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
Αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
Που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.



Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΕΞΟΡΙΑ
                                « Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
                                                ( Από γράμμα τους)

Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φως.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»
(«Γεννηθήτω φως» - και εγένετο). Ακούστε με!

Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!

Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,
και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη,
παλεύει ένα ολομόναχο νησί
- πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας -, 
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.

Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις αλυσίδες της Μυθολογίας.
Κι έσπασε τους μύλους του νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
Τον πυρρίχιο της λύσσας.

Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόισα το νησί.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
Ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν την πλαγιά.
( Κι ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)

Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν!
Τι μπόγους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!
Τι αίματα, τι δέματα και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας…που βράχηκε.
Και δε θα διαβάζεται πια.
( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)

Κι όλα αυτά γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.
Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.

Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογκήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί..
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μου’ δωσε το σταυρό του μαζί μου…

ΑΣ ΜΗ ΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ

Ας μην καθήσουμε να μετρήσουμε
Ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα
Που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
Ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να’ ναι
Κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
Ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη 
που’ χουν τα δάκρυα.

Λοιπόν…Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(« Σήμερα»… « Χτες»… « Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
Με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
Με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό
Ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
Που ιδρώνουνε, πεθαίνουν και κλαίνε
Σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.

Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
Να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε,
Εσύ δυνατέ…ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις,
Ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
Που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!


ΜΗΝ ΕΠΑΙΤΕΙΣ

Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Μάνα Ελλάδα μου.
Στεγνός ήταν πάντα ο κόρφος σου
Κι η αγκαλιά σου
- Μια φτωχική φωλιά
που κούρνιαζε ο πόνος μας.

Στυφό ήταν πάντα το γέλιο σου,
Μάνα μου Ελλάδα μου.
Μοιρολόι ήταν πάντα το τραγούδι σου
και ταχτικό σου σπιτικό –
το κοιμητήρι.

Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Βαριόμοιρη μάνα μας.
Τρέχαμε να το βρέξουμε στις βρύσες μας,
Μα στάζαν πάντα δάκρυα.
Το βρέχαμε στα ποτάμια μας,
Μα στάζαν πάντα αίματα.

Μάνα! Γραμμένο σου ήταν
Και το ψωμί…και το νερό…
Ακόμα και το νερό να ζητιανέψεις.
Μόνο τη λευτεριά, μάνα μου,
Μόνο αυτήν ποτέ,
Ποτέ μη ζητιανέψεις!
( Το’ πε κι ο Κάλβος.)

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ «ΕΦΙΚΤΟΥ»

Οι φωνές δεν ωφέλησαν.
Ούτε οι βουερές διαδηλώσεις
με τα ρυθμικά παραγγέλματα
( για «ελευθερίες» και λοιπά άλλα άχρηστα).
Εγκαινιάστε καλύτερα άλλες μεθόδους.
Π.χ. τη νεκρική σιγή
ή το κλείσιμο στο « καβούκι» σας.

Ναι, έτσι θα’ πρεπε – λέει – να κάνουμε.
Και ν’ αφήσουμε τα μαμούθ ν’ αλέθουν τις Πατρίδες
και να τσαλαπατούν τα οράματά μας.

Οράματα; Μα είσθε τρελοί;
Τα οράματα θρυμματίστηκαν χοντρικώς
από τότε π’ ανακαλύψαμε τη Σελήνη.
Και γι’ αυτό σχηματίσαμε αποσπάσματα
για να εκτελέσουμε όλες τις αυταπάτες.
Α λ ή θ ε ι ε ς; Φέρτε όσες θέλετε.
Αύριο θα τις κρεμάσουμε!

ΒΑΡΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ

Με χτύπησαν στη ράχη
με ρόπαλο βαριά
και σφυχτικά μαστίγια
με σιδερένιες γροθιές.
Μα εγώ δε βόγκηξα.

Με χτύπησαν κατάμουτρα
με πέτρες και με κοντακιές
και με σιδερένιες γροθιές.
Και δεν έβγαλα άχνα.

Μα μια μέρα
με χτύπησαν
- γλυκά και προστατευτικά –
στη ράχη…
Και τότε σήκωσα άγρια φωνή!

ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ

Ανάμεσα απ’ τα νύχια της νύχτας
παραδέρνω σαν αιχμάλωτο έντομο –
ξένης ιθαγενείας.
Πατέρα είχα έναν τζίτζικα ραψωδό
με τρύπιο παντελόνι.
Και μητέρα την απέραντη Ερημιά.

Επάγγελμά μου την κραυγή
- τ’ απαρηγόρητο τραγούδι της τυράγνιας.
Κι ηλικία; Αν βγάλεις έξω τις νύχτες,
δεν έζησα καθόλου.
Καταδίκη; Μου’ ραψαν τα χείλη
γιατί τάραζα τον ύπνο ενός τυφλοπόντικα Φαραώ
που’ χτιζε τις πυραμίδες του
κάτω απ’ το δέντρο της μοναξιάς μου.

Σ’ αυτό συμφώνησαν ομόφωνα
κι όλοι οι ευαίσθητοι βατράχοι,
κι ένας ιεροκήρυκας ιπποπόταμος
που κήρυττε με πάθος την εγκράτεια.

Και μόνο μια ευγενικιά πεταλούδα,
μη βρίσκοντας άλλη φλόγα να καίει,
τρύπωσε στην καρδιά μου.



Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ

Εχτές η ώρα δώδεκα
( ώρα Αστεροσκοπείου Αθηνών δώδεκα)
έφτασε εδώ ένας ποιητής. Η ώρα δώδεκα.
Φορούσε άσπρη σατακρούτα.
Και γυαλιά του ήλιου Μακ Άρθουρ.
Λίκνισε τα μαλλιά του στο νοτιά…
Ύστερα βύθισε τα μάτια του στον πόνο μας.

« Ταλαίπωροι….Αύριο θα πονέσω και για σας
- εξάπαντος.
Μα για την ώρα τα λουλούδια είναι τόσο ματωμένα!
Κι ο ήλιος βουλιάζει τόσο θεία στο Σαρωνικό!
Ο ηρωισμός – αχ – είναι κι αυτός μια βαρβαρότητα.
Μια βαρβαρότητα. Τίποτε άλλο.
Η ζωή είναι γλυκό μετάξι.
Μόνο μετάξι, τίποτ’ άλλο.
Φτωχέ Λουντέμη, κι εσύ εδώ;
Αχ, ανένδοτε οραματιστή.
Σου πάει τόσο λίγο η πυγμή…
καλήν αντάμωση αύριο – 
στον Ελικώνα!»

Κι έφυγε με την κόμη του κατά το Λαύριο,
κουβαλώντας τ’ ανάλαφρο κεφάλι του 
- φούσκα πλωτή μες στο αίμα.
Κι απ’ όλα όσα γίνονται εδώ,
δεν είδε τίποτα. Τίποτα…Πάρεξ
πως η ζωή είν’ ένα γλυκό μετάξι.
Τίποτ’ άλλο.



Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα Ποιητικά, Πατάκης, Αθήνα 2016