Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού

Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ' το βουνό` συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολώνες , τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό - κ' είταν μια παρηγοριά
πάντοτε το νερό - μια ιδέα κίνησης - μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.
                                             Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνώτο καταπρόσωπο στο σπίτι μας` διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ' τα μεσάνυχτα, ως τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό - τα συνηθίσαμε κι αυτά` σχεδόν πια δεν 
ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ' την υγρασία οι χρυσές υδρίες που απαοθέσαμε 
πλάι τους.

Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
είταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ' αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ως τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της έπλεαν μονάχα οι μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.

Ίσως γι' αυτό οι δικοί μας ξενητεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κ' ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μες στο νερό, να γλυτώσουν
 από τούτον τον κάθετο βράχο` - δεν ξέρω
να ορίσω το τι και το πώς- όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κ' οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ' ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ' ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ' ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους -
πώς πέθαναν λοιπόν; - ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
Και τ' ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ' τους πνιγμένους
μ' ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, - άχραντη, απείραχτη
απ' τον ιδρώτα κι απ' τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.

Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ' αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα νάσουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, - πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; - ποτέ δεν κατάλαβα. Όταν  έβγαιναν
απ' τα λουτρά ( τους συνάντησα κάποτε) είταν πιο όμορφοι, 
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι` - τα πρόσωπάτους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα
πως και οι άντρες μπορεί νάναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.

Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ' απογεύματα
ακούγονταν απ' το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν`
σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω
το γέρο - φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,
την ώρα ακριβώς που θάταν μεθυσμένοι απ' τη νίκη τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι
να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,
να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.

Γιάννης Ρίτσος , Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού στη συλλογή Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 1990, 24η έκδοση

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Χοσέ Μαρτί

 Στις 28 του Γενάρη του 1853 είδε το φως ο κουβανός ποιητής Χοσέ Μαρτί. Άγνωστος μέχρι πριν λίγο καιρό.Τον γνώρισα από τις αναρτήσεις του ιστολογίου Στηθάγχη
Στα ελληνικά κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του " Στίχοι Απλοί".


Η Άννα Ρόζα Ρόχας, Σύμβουλος της Πρεσβείας της Κούβας στην Ελλάδα γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:
 Ο Χοσέ Μαρτί είναι το παράδειγμα του ήρωα, του δάσκαλου, του φιλοσόφου, του συγγραφέα, του δημοσιογράφου και του ποιητή. Πρωτοπόρος του λατινοαμερικάνικου μοντερνισμού, θεωρείται ανάμεσα στους καλύτερους πεζογράφους που έγραψαν σε καστιλιάνικη γλώσσα στην εποχή του, δικιμιογράφος, κριτικός τέχνης και, κατά κύριο λόγο, διοργανωτής του Επαναστατικού Κόμματος της Κούβας και του τελευταίου πολέμου για την απελευθέρωση της Κούβας από την ισπανική κυριαρχία.
Από εκείνους τους ανθρώπους που υψώνονται αποφασιστικά στην ιστορία και υπερβαίνουν με το παραπάνω τη στιγμή που τους μέλλεται να ζήσουν, από εκείνους τους ανθρώπους που αγκαλιάζουν με πάθος την ιερή ιδέα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας και αφιερώνουν γενναιόδωρα τη ζωή τους και το αίμα τους σε βωμούς ενός καλύτερου πεπρωμένου για το ανθρώπινο γένος, από εκείνους τους ανθρώπους ήταν ο Χοσέ Μαρτί, ο Εθνικός Ήρωας της Κούβας....
...Οι Απλοί Στίχοι , εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1891. Σε αυτούς ο Μαρτί μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, προσφέροντας μας όλες τις ενδόμυχες σκέψεις του και το πνευματικό του περίγραμμα, με τόση ειλικρίνεια που πολλές φορές αγγίζει την εκμυστηρίευση. Αυτοί συνθέτουν σε καλό μέτρο, μια αυτοβιογραφική καταγραφή, σε τέτοιο βαθμό που αποτελούν ένα ντοκουμέντο απαραίτητο για όποιον θελήσει να παρουσιάσει το πορτραίτο του ποιητή.
Στην εισαγωγή του βιβλίου των Απλών Στίχων, ο Μαρτί δηλώνει πως το δημοσιεύει "γιατί αγαπάει την ειλικρίνεια και πιστεύει στην αναγκαιότητα να εκφράζεται το συναίσθημα με τρόπο απλό και ειλικρινή". Με την απλότητά τους ο Μαρτί είχε την πρόθεση να έχει πρόσβαση στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο και να πλησιάσει τη φωνή του σε αυτή των καταπιεσμένων. Η σοφία των Απλών Στίχων, το μεγαλείο τους, δίνεται από τη χρήση της γλώσσας του λαού, του απλού ανθρώπου, για να του μεταδώσει με αυτή , ένα μήνυμα ωραιότητας....


Ένα απόσπασμα από τους Απλούς Στίχους

Μισώ τις μάσκες και τα βίτσια
Στους διαδρόμους του ξενοδοχείου μου.
Γυρίζω στην ήμερη βουή
Της δάφνης στο βουνό μου.

Με τους φτωχούς της γης
 θέλω να  μοιραστώ την τύχη μου.
Το ρυάκι του βουνού
Μου αρέσει περισσότερο από τη θάλασσα.

Δώστε στο φαύλο το λειωμένο χρυσάφι
Που καίει και λάμπει στο καμίνι.
Σε μένα δώστε μου το αέναο δάσος
Την ώρα που το χτυπάει ο ήλιος.

Εγώ είδα το χρυσάφι να γίνεται χώμα
σπαρταρώντας μες στο κρύσταλλο.
Προτιμάω να είμαι στο βουνό
Όταν πετάει ένα περιστέρι.

Ψάχνει ο ισπανός επίσκοπος
Κολώνες για το αλτάρι του.
Στο ναό μου, στο βουνό,
Η λεύκα είναι η κολώνα!

Και το χαλί είναι ατόφια φτέρη,
Και οι τοίχοι από σημύδα,
Και το φως έρχεται από τη σκεπή
Τη σκεπή του γαλάζιου ουρανού.

Ο επίσκοπος τη νύχτα
Βγαίνει σιγοτραγουδώντας.
Ανεβαίνει σιωπηλός στην άμαξα του,
Που είναι το κουκουνάρι ενός πευκώνα.

Τα αλογάκια της καρότσας του
Είναι δυο πουλιά γαλάζια.
Και τραγουδαέι ο αέρας και χοροπηδάει,
Και τραγουδάνε οι σημύδες.

Κοιμάμαι στο πέτρινο κρεβάτι μου
Ο ύπνος μου γλυκός και βαθύς
Αγγίζει μια μέλισσα το στόμα μου
Και στο κορμί μου ο κόσμος μεγαλώνει.

Λάμπουν οι μεγάλες κορνίζες
Στη φωτιά του πρωινού
Που βάφει τις ταπετσαρίες
Με ροζ, βιολετί και κόκκινο..

Το κοτσύφι, μοναχό του στο βουνό,
Τραγουδάει στο πρώτο ρόδοσμα της αυγής.
Η γάζα του ορίζοντα 
ανάβει με μιαν ανάσα τον ήλιο.

Πες τε στον τυφλό επίσκοπο,
Στο γέρο ισπανό επίσκοπο
Να έρθει, να έρθει γρήγορα,
Στο ναό μου στο βουνό.



Χοσέ Μαρτί, Στίχοι Απλοί, μετάφραση Άννα Καράπα, Χάιμε Σβάρτ, Πολιτιστικός Σύλλογος Χοσέ Μαρτί στην Ελλάδα, Αθήνα 2010
















Wstawac *

Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες
όνειρα βίαια και πυκνά,
ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα
αν θα γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.


Ώσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά
το παράγγελμα που συνόδευε την αυγή
«Wstawać»
και ράγιζε την καρδιά μας


Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,
τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,
και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,
σήμανε  η  ώρα.
Όπου να’ ναι θα ακούσουμε πάλι
το ξενικό παράγγελμα: «Wstawać»

Πρίμο Λέβι, «Η ανακωχή», 11 Ιανουαρίου 1946

(Το παράγγελμα Wstawać ήταν το παράγγελμα «εγέρθητι» στα πολωνικά, που άκουγαν κάθε πρωί οι έγκλειστοι στο Άουσβιτς. Ο Πρίμο Λέβι αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τις σκάλες του σπιτιού του στο Τορίνο., στις 11 Απριλίου του 1987) 
Στο βίντεο σκηνές από τη μικρού μήκους ταινία του Andras Salamon Tell Your Children (2007).

   

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Στρατής Τσίρκας, Ένας πεζογράφος του καιρού μας

Στις 27 του Γενάρη του 1980 φεύγει από τη ζωή ο συγγραφέας των Ακυβέρνητων Πολιτειών Στρατής Τσίρκας. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισαγωγικό σημείωμα του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας. Αφιέρωμα για τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του.






Στρατής Τσίρκας, Ένας πεζογράφος του καιρού μας

Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, ο Στρατής Τσίρκας δεν είχε πάψει να απασχολεί εν εκτάσει τόσο τους αναγνώστες όσο και τους κριτικούς ή τους ακαδημαϊκούς ερευνητές (τους τελευταίους , μάλιστα , όλο και περισσότερο). Και το κέρδος ενός τέτοιου στοιχήματος είναι, σε κάθε περίπτωση, μεγάλο. Μολονότι ηλικιακά ο Τσίρκας ανήκει στη γενιά του '30, γεννημένος το 1911, τη χρονιά που γεννήθηκε και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο ίδιος πέρασε με το έργο του στη συνείδηση των νεότερων ως καθαρά μεταπολεμικός συγγραφέας: ένας συγγραφέας που κατόρθωσε μέσα από τη μείζονα τριλογία του, τις Ακυβέρνητες πολιτείες, να δώσει όχι μόνο το πανόραμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των απαρχών του ελληνικού Εμφυλίου στη Μέση Ανατολή, αλλά και τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη, όπως εκφράζονται, σε διαχρονική κλίμακα, στον έρωτα και στο θάνατο ή στις συγκρούσεις και στις αντιπαραθέσεις για την κατοχή και τη νομή της εξουσίας.
Ο κόσμος του Τσίρκα στις Ακυβέρνητες πολιτείες είναι ο κόσμος ενός τεράστιου ανθρωπολογικού ψηφιδωτού, όπου παίζουν σχεδόν τα πάντα: η πολιτική και η ηθική αντίσταση στο ναζισμό, οι εσωκομματικές διχογνωμίες και ρήξεις της Αριστεράς, οι περιπέτειες των ιδεών και της τέχνης κατά τη διάρκεια μιας έντονα μεταβατικής όσο και εξαιρετικά ολισθηρής εποχής, αλλά και η μεγάλη δύναμη της λαϊκής ψυχής, οι μοιραίες και έκδοτες γυναίκες, οι ταπεινές φιλοδοξίες και τα υψηλά οράματα, ή η ετερογένεια των πολιτισμών και η συνύπαρξη των πιο αντιθετικών διαφορετικοτήτων και ταυτοτήτων. Ένας τέτοιος κόσμος, σχηματισμένος με τα πλέον ζωντανά υλικά, που βρήκαν την έκφρασή τους μέσα από την προχωρημένη πείρα ενός κατά τεκμήριον προικισμένου τεχνίτη, είναι δύσκολο να ξεθωριάσει ακόμη και μετά τα σαράντα χρόνια τα οποία μάς χωρίζουν από την πρώτη δημοσίευση της Λέσχης, του εναρκτηριου τόμου της τριλογίας.
Κι αν στο κέντρο της συζήτησης σε ό,τι αφορά την επικαιρότητα του Τσίρκα παραμένουν , χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, στις ημέρες μας οι Ακυβέρνητες πολιτείες, δεν είναι κακό να θυμόμαστε από καιρό σε καιρό και τις άλλες, εξ ίσου δημιουργικές και γόνιμες πλευρές της λογοτεχνικής του παραγωγής: τη διηγηματογραφία του, εν πρώτοις, στην οποία επιδόθηκε από τα νεανικά του χρόνια και με την οποία ανάστησε ανάγλυφα τους καθημερινούς ανθρώπους της αιγυπτιακής ζωής ( ζωή που γνώρισε από πρώτο χέρι και που φρόντισε  να παρακολουθήσει από πολύ κοντά, με τη φροντίδα και το ζήλο του ταγμένου ανατόμου). Και μαζί με τη διηγηματογραφία του θα πρέπει απαραιτήτως να μνημονεύσουμε την κριτική δουλειά του για τον Κ.Π. Καβάφη, η οποία όποιες αντιρρήσεις (εύλογες, οπωσδήποτε) κι αν προκαλεί στα χρόνια μας, υπήρξε πρωτοπόρα για την εποχή της, τόσο ως προς τη μέθοδο όσο και ως προς την ουσία της. Ως προς τη μέθοδο, ο Τσίρκας ήταν ο πρώτος που διάβασε και βιογράφησε τον Καβάφη με μαρξιστικό τρόπο, τοποθετώντας τον στο πλαίσιο του άμεσου κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού του περιβάλλοντος, και υποδεικνύοντας ένα μάλλον αδιάγνωστο ως τότε υπόστρωμα της ποίησης του. Ως προς την ουσία, ο Καβάφης του Τσίρκα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να ανοίξει επιτέλους η σχετική συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς και να ακουστούν οι φωνές που ήδη απαιτούσαν την απόρριψη των καβαφικών στερεοτύπων της σήψης και της παρακμής και το ριζικό αναπροσανατολισμό της οπτικής γωνίας υπό την οποία όφειλε  να γίνει, στο πλαίσιο της περιπόθητης ανανέωσης, η προσέγγιση του ποιητικού έργου του Αλεξανδρινού.
Οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς, προικισμένος διηγηματογράφος, κριτικός με πολιτική οξύνοια και, πρωτίστως, σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ο Τσίρκας μπαίνει στον καινούριο αιώνα με όλες τις προϋποθέσεις για μια εγγυημένη συνέχεια. Κι αν το ζήτημα του Καβάφη έχει σήμερα αποκατασταθεί για όλα τα στρατόπεδα, κι αν η Αριστερά ακολουθεί πλέον μια πορεία που ελάχιστα θυμίζει τον ταραγμένο ιστορικό της βίο, κι αν ακόμη τα διηγήματα του Τσίρκα δείχνουν πια αντανακλάσεις ενός κάπως αποσυρμένου και, ενδεχομένως , αρκετά παλαιού κόσμου, οι Ακυβέρνητες πολιτείες δοκιμάζουν από την αρχή την τύχη τους στις νέες γενιές, ξεκινώντας έναν καινούριο κύκλο ερμηνειών και αναπαραστάσεων, που αποδεικνύουν πως τα βιβλία της τριλογίας βρίσκονται σε μιαν εν προόδω δυναμική, η οποία μετά τον κριτικό σάλο της δεκαετίας του '60 και την καθολική αποδοχή της μεταπολιτευτικής περιόδου μπαίνει στα χρόνια μας στην ωριμότερη φάση της: στη φρόνιμη επαναξιολόγηση και στην καλά αιτιολογημένη όσο και εκ των πραγμάτων απροκάληπτη αναγνώριση.
                                                                        Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2000, τεύχος 132


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Γιώργος Ζαμπέτας, βίος Βοτανικός...

Στις 25 Ιανουαρίου 1925 γεννήθηκε στον Κολωνό, στην Ακαδημία Πλάτωνος, το τέταρτο παιδί της πολυμελούς οικογένειας του Μιχάλη Ζαμπέτα και της Μαρίκας, ο Γιώργος. Ο Γιώργος Ζαμπέτας. Η οικογένεια είναι μια συνηθισμένη απλή και φτωχή οικογένεια. Ο Γιώργος Ζαμπέτας πέρασε πολύ λιτά παιδικά χρόνια. Ο ίδιος ομολογεί γιαυτό, με μεγάλη θυμοσοφία στην αυτοβιογραφία του ( " Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και πολιτεία και η βρόχα έπιπτε...στρέιτ θρου"): 
" Γεννημένος στο Μεταξουργείο. Βίος Βοτανικός, Βύθουλα, Κολωνός, Άγιος Κωνσταντίνος, όλα εκεί γύρω - γύρω. Ένας γύρος όλα. Εκεί που γεννήθηκα εγώ, εκεί γεννήθηκε κι ο Πλάτωνας ή μάλλον δίδασκε ο Πλάτωνας. Οι νεοέλληνες παρ' όλο που μπορεί να μένουνε εκεί, δεν τη γνωρίζουνε την ιστορία γιατί δεν τη διδαχτήκανε, ή μάλλον δεν ενδιαφερθήκανε. Γεννήθηκα σ' ένα αχούρι. Φτωχή η οικογένεια...Θα μου πεις σ' ένα αχούρι γεννήθηκε κι ο Χριστός...Ο Χριστός όμως ήτανε προνομιούχος γιατί γεννήθηκε με πρόγραμμα αυτός. Του τα 'χε πει ο πατέρας του ο Θεός τι θα τραβήξει και τα περίμενε. Εμείς όμως τα τραβήξαμε χωρίς να μας τα πει κανένας...Μέναμε όλοι σε ένα δωμάτιο 3,5 Χ 3,5. Εφτά παιδιά, οι δυο γονείς εννιά νομάτοι και τα δυο σκυλιά, έντεκα. Δωμάτιο πλινθόκτιστο, με κεραμίδια από πάνω. Που κι αυτά τα κεραμίδια, το Μάρτη του '35 με το κίνημα του Κονδύλη, είχανε σπάσει κι αυτά απ' τις σφαίρες. Και η οικογένεια του πατέρα και της μάνας ήταν Αθηναίοι. Όλοι παλιαθηναίοι, γκάκαροι...
...Το ζεϊμπέκικο το' χανε στη δεύτερη μοίρα. Γιατί τα μπουζουκοτράγουδα τα τότε ήταν τσαμπουκαλεμένα κι απαγορευμένα γιατί μιλάγανε για φόνους, για μαχαιρώματα, για πρέζες, για χασίσια και για χασικλήδες. Και έτσι διωκόντουσαν και γι' αυτό διώκετο και το μποζούκι. Έλα όμως που το μπουζούκι ήτανε ο λαός, αντιπροσώπευε το λαό! Ήτανε λαός και Κολωνάκι εκείνα τα χρόνια. Ήτανε τότε οι ψαλιδόκωλοι, Κολωνάκι παρτίδα, γιατί χορεύανε τα ξενόφερτα, τα ποπ, τα έτσι. Γι' αυτό τους λέγανε ψαλιδόκωλους...
Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεοράσεις. Μόνο γραμμόφωνα με κάτι ξενόφερτα τραγούδια. Βλέπεις, εμείς οι Έλληνες έχουμε μεγάλη ξενομανία, από πολύ παλιά. Όλα ξενόφερτα ήταν και μεταγλωττισμένα, φοξ-τροτ, ταγκό και τέτοια της εποχής. Ήταν η εποχή του ταγκό να πούμε, της " Κο(λο)μπαρσίτας" και σου' πα - μου ' πες...
... Κάθε μπαρμπέρης ήτανε και μερακλής. έτσι και του πατέρα μου το μπαρμπέρικο τα είχε όλα. Ξαφνικά λοιπόν κι εγώ ανακάλυψα στο κουρείο , ότι ο πατέρας μου είχε κάτι κι από Κουρέα της Σεβίλης! Το κουρείο ήταν και ωδείο! Να μην τα απολυλογώ, εκεί μέσα στο κουρείο του γέρου, στον τοίχο, κρεμόντουσαν μια κιθάρα, ένα μαντολίνο κι ένα μπουζούκι και βέβαια κι ένα ντουφέκι. Εγώ τώρα πήγαινα πρωί - πρωί στο κουρείο του γέρου, 6 χρονώ, μιλάμε για το 1931, να σκουπίσω το μαγαζί, να τακτοποιήσω και να' ρθει ο γέρος να το βρει έτοιμο και να' ρθει κάνας πελάτης να τον ξυρίσει, να τον κουρέψει κι εγώ μετά να τον ξεσκονίσω για να μου μου δώσει μπαξίσι, το λεγόμενο φιλοδώρημα. Μια δραχμή, 50 λεπτά, δυο δραχμές και καμιά φορά δεκάρικο, κάτι χοντροί που μ' αγαπούσαμε, κάτι μιλλιονέρηδες , κάτι ταλιράδες. Αν όμως τέλειωνα τις δουλιές αυτές νωρίτερα, ανέβαινα σε μια καρέκλα, πιτσιρίκος ήμουνα, δεν έφτανα και έπιανα το κρεμασμένο μπουζούκι κι άρχιζα τσίκι- τσίκι να το μαθαίνω σιγά - σιγά, μέρα με τη μέρα. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι άρχισα να αισθάνομαι πως πρέπει να γίνει δικό μου. Το ήθελα πολύ αυτό το όργανο κι είχα υπομονή και επιμονή για να το μάθω. Μου άρεσε ο ήχος του, ήταν για μένα κάτι το πρωτότυπο, το πρωτάκουστο. Έτσι αμέσως χωρίς σκέψη, αυτό διάλεξα απ' τα τρία κρεμασμένα όργανα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το μπουζούκι...
....Ήτανε κι ο Βοτανικός. Εκεί μαζευόντουσαν λιμνάζοντα νερά και είχε πολλά βατράχια` βατράχια να δεις. Και είχε κάτι λεύκες, κάτι θεόρατες λεύκες. Στον κήπο λοιπόν μέσα, εκτός τα βατράχια συχνάζανε και αηδόνια. Εγώ, το χάραμα, που ο ουρανός είχε τότες ένα ωραίο χρώμα γαλανό - πορτοκαλί, πήγαινα στο Βοτανικό, ήταν κοντά και καθόμουνα και άκουγα συναυλίες και κοντσέρτα, βατράχια κι αηδόνια. Εκεί τρελαινόμουνα. Άνοιξη και φθινόπωρο να ακούσει κανείς συναυλία πουλιών να ανατριχιάσει.
Καθόμουν μες στην πυκνούρα κι άκουγα από τα έλη τα βατράχια κι από πάνω τα αηδόνια να πλέκουνε συναυλία. Κουάκ - κοκό, κουάκ - κοκό, πι - μπιμπ, πι - μπιμπ, τσίου - τσίου και τ' αηδόνι από πάνω. Τρελαινόμουνα. Καθόμουνα ώρες ολόκληρες. Κάθε φθινόπωρο και άνοιξη ήταν η μεγάλη, η ωραία συναυλία με εκατομμύρια φωνές, φωνές από πουλιά. Από πουλιά που έρχονται κι από πουλιά που φεύγουν.
Όλα αυτά μπήκανε μέσα μου, μπήκανε στο πετσί μου και γίνανε αίμα μου. Γίνανε ψυχή μου. Έκανα μια δική μου διδασκαλία εκεί. Μάθαινα πράγματα που δεν μπορούσαν να μου τα διδάξουν. Άκουγα - άκουγα και πήγαινα σπίτι και τα πέρναγα, τα μετακόμιζα στο μπουζούκι. Παίζοντας μπουζούκι αυτό έκανα, ματάθεση της ψυχής μου. Μόλις χάραζε τα πρωινά, εκεί κοντά στο ρέμα, του Βύθουλα, εκεί έτρεχα. Εκεί με βάρεσε η σφαίρα στην καρδιά. Έγινα τελειώς ανισόρροπος, τρελός από αγάπη.
Συναυλία βατραχιών και αηδονιών. Ν' ακούς τ' αηδόνι " να πλέκει" στο χάραμα. Όποιος δεν έχει ακούσει αυτό το πράγμα, δεν έχει ακούσει τίποτα!...Εμένα τα πουλιά και τα βατράχια με χτυπήσανε κι έπρεπε να τα μεταφέρω στο μποζούκι. Και τα μεταβίβασα. Και δόξα τω Θεώ, πήγα μια χαρά, δεν πλησιαζόμουνα στο παίξιμο..."(απόσπασμα)

Μεγάλοι Λαϊκοί, Γιώργος Ζαμπέτας,Τεγόπουλος -Μανιατέας, Αθήνα 1997


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Περίπατος

Μέρες τώρα βρέχει. Ο ουρανός γεμάτος μαύρα και βαριά σύννεφα. Ομίχλη και υγρασία. Ο σχολικός περίπατος όμως είναι προγραμματισμένος και δεν μπορεί να ματαιωθεί. Ψάχνουμε μόνο μια μέρα με ηλιοφάνεια έστω και κατά διαστήματα. Οι περισσότερες προβλέψεις έδειχναν ότι η σημερινή μέρα θα ήταν η καλύτερη της εβδομάδας. Ο προορισμός μας ένα μικρό, παραθαλάσσιο και γραφικό ψαροχώρι , η Πλαταριά, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σχολείο μας. 
Φτάνοντας στο σχολείο η βροχή είχε σταματήσει. Μεγάλα σταχτιά σύννεφα εναλλάσσονταν με άλλα μικρότερα και λευκά. Οι πρωινές αχτίνες του ήλιου χλωμές και αδύναμες  προσπαθούσαν  να τα διαπεράσουν. Όλα υγρά και νοτισμένα. 
Σε όλη τη διαδρομή το τοπίο είναι κατάφυτο από ελιές που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Στέγες σπιτιών και καμινάδες που καπνίζουν ξεπροβάλλουν ανάμεσα τους. Ασημοπράσινη η  πλαγιά κατηφορίζει και ενώνεται απαλά με τη βαθυγάλαζη θάλασσα,  που αλλάζει συνεχώς  απόχρωση ακολουθώντας  το  παιχνίδισμα του φωτός με τα σύννεφα.
Ψαρόβαρκες και ιστιοφόρα αναποδογυρισμένες εικόνες σε αρυτίδωτα νερά. Αιθέριες μυρωδιές φασκόμηλου , ευκάλυπτου , ιώδιου και θαλασσινής αύρας.
Ήρεμο και γαλήνιο τοπίο. Πού και πού μαυρίζει ο ουρανός , ψιλές στάλες βροχής σχηματίζουν μικρούς κύκλους στη θάλασσα. Ελαφρύς κυματισμός και γλαροπούλια σε χαμηλές πτήσεις. 
Η πρωινή ησυχία του χωριού διαταράσσεται από τις φωνές των μικρών αγοριών και κοριτσιών που ξεχύνονται στην πλατεία και περπατούν δίπλα στη θάλασσα ανέμελα και ελεύθερα.



















Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα...

.
Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Αποκεί και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε, ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Κάτι τέτοιες απελπισμένες ιδέες κυλούν μαζί μου απ' την ώρα που άφησα πίσω μου την πρωτεύουσα. Γιατί μέσα στο κοιμισμένο κορμί ο νους μάχεται σκληρά, χτυπιέται. Είναι το μόνο που δεν εμούδιασε μέσα μου. Γιατί όλα χαμήλωσαν, όλα. Σαν τη φλόγα που λιγοστεύει, που καταπίνεται απ' τους  ίσκιους.
Έζησα με χαμηλωμένη λάμπα για να μην κάψω τις ψυχές που φτερούγιζαν γύρω μου. Μα γελάστηκα. Ήταν μια ψυχή που δε θα τη γλίτωνα, γιατί ήταν μες στην ίδια τη φωτιά. Ήταν αυτή η ίδια η φωτιά: η δική μου...
Το τρένο πριν από λίγο πέρασε από μια γραφική παραθαλάσσια πόλη που τη ρήμαξαν οι σεισμοί. Τώρα είναι ξύλινη. Έαν τέτοιο πρόχειρο ξύλινο κόσμο έφτιαξα κι εγώ για να στεγάσω τα όνειρά μου.
Η μέρα τελείωσε μακριά απ' την ξύλινη πολιτεία. Οι κώνοι της βουνοσειράς είχαν καταποντιστεί μες στο βράδυ. Έβλεπα με άδεια μάτια τη σιγανή πτώση της νύχτας. Ήταν κατάφορτη από αρώματα και πνοές. Η μηχανή ανέβηκε με άσθμα τον ανήφορο, κουλουριάστηκε σε ατέλειωτες καμπές γύρω γύρω στο λόφο και κατόπιν εκτοξεύτηκε με φυσομανητά στον κάμπο.
Εκεί, στη μέση κοντά του κάμπου, με δέχτηκε ένα ανίδεο σπιτάκι. Ένα σπιτάκι χτισμένο με πλιθιά, που, σαν να ντρεπότανε απ' το κάτασπρο αρχοντικό που χτίστηκε απέναντί του, κρύφτηκε μες στα δέντρα. Δύση...
Η κυρά - Καλλιώ καθάριζε στο κατώφλι της ραδίκια. Ξεσηκώθηκε από μακριά, καθώς μπήκα στο δρομάκι που σερνότανε ανάμεσα στα χόρτα. Βγάζει τη μπόλια της για να με γνωρίσει κι είναι να σκάσει που δεν τα καταφέρνει.
- Είσαι η κυρά - καλλιώ; τη ρωτώ, σκουπίζοντας τον ιδρώτα μου.
- Ναι, παλικαράκι μου, καλώς ορίζεις! Μα ποιος είσαι;
- Ήταν για να' ρθω πρωτύτερα. Δε σου' γραψε ο ανιψιός σου;
- Ο Βγενιός; Ναι, μάτια μου! Μα, άργησες.
- Άργησα...
- Έμπα στο φτωχικό μου. Το στρώνω, το ξεστρώνω κι εσύ δε φαίνεσαι...Καλώς όρισες! Να σ' ανάψω φωτίτσα; Να σου φουσκώσω λίγο γαλατάκι; Να σου βράσω φλισκούνι; Τι τραβάει η καρδιά σου, μανάρι μου;
- Να μου στρώσεις.
- Στρωμένα σου' χω. Έλα! Να σ' τ' αναφουφουλίσω κομμάτι. Ανεπάψου. Ταχιά τα λέμε. Μη βάνεις στο νου σου καημό. Κοιμήσου. Οι αγγέλοι, μαζί σου!
Ο αέρας αυτός ο σπιτικός, ο γεμάτος στοργή, χύνεται μέσα μου σαν χλιαρό βότανο. Πέφτω απάνω στα λουλακιασμένα ρούχα και κλαίω. Κλαίω σαν το πλανταγμένο παιδί που κανένας δεν ξαίρει γιατί κλαίει, ούτε και το ίδιο...
Ξυπνώ το πρωί από ένα βουερό θυμωμένο αέρα. Δεν καλοκαίριασε ακόμα, δεν καλοκαίριασε. Οι κουβέρτες της κυρα- Καλλιώς με κοιμίζουν όμορφα. Είναι ζεστές και μαλακές. Έχουν πάρει κάτι απ' την καλοσύνη της και κάτι απ' τη στοργή της. Κοιμούμαι διαρκώς, αδιάκοπα, μέρα και νύχτα. Ξυπνώ λίγο, ακούω καμιά μακρινή φωνή ζώου, βλέπω τον αέρα να σουρομαδάει τη λεύκα της αυλής, δοκιμάζω το γάλα, και ξανά παραδίνομαι σ' αυτόν το λήθαργο, στην πρόσκαιρη αποξένωση απ' τη ζωή, στο χλιαρό αυτό διάλειμμα του θανάτου...
Αυτό καμιά επιστήμη δε θα μου το ξεκαθαρίσει εμένα. Η ζωή αποσύρθηκε στην εστία της καρδιάς μου και μόνο εκεί υπάρχει. Τα άκρα μου είχαν αδειάσει. Ναρκώθηκαν τα νεύρα μου, τα κύτταρά μου, ακόμα και το αίμα μου είχε αραιώσει. Τα μάτια μου δεν έβλεπαν πια μακρύτερα από πέντε μέτρα. Πέρα απ' αυτή την ακτίνα με περιτριγύριζε ένας κόσμος θολός, με σπασμένες γραμμές και θαμπά χρώματα. Η στάθμη της ζωής μου είχε χαμηλώσει.
Η γριούλα περιφέρεται γύρω μου σαν μυροφόρα ακαταπόνητη, καρτερική, μια γριά mater dolorosa. Περίμενε μαζί μου την καλυτέρεψη κι η καλυτέρεψη αργούσε. Έτσι πέρασαν, χέρι με χέρι, νυχοπατώντας πνιχτά οι είκοσι μέρες. Και απάνω στις είκοσι...
Πώς έγινε; Ξημερώματα θα' ταν. Η κοιλάδα νανουριζότανε μέσα στην κούνια του πρωινού. Έπνεε θωπευτικά απ' τη θάλασσα. Γαλανή μέρα Μαρτιού.
Κειτόμουν ασάλευτος στο μεντέρι. Μπορεί και να κοιμόμουνα. Δε θυμούμαι πια. Κάτι κυματιστές νότες διασκίζανε τα δέντρα, το τζάμι, ζώνανε την περιοχή και πεθαίνανε απάνω στα κρόσσια του μαξιλαριού μου, εκεί, μια κλωστίτσα απόσταση απ' το αυτί μου.
Έλεγα πως ήταν όνειρο κι έσφιγγα τα βλέφαρά μου και παρακαλούσα τον ύπνο να μη μ' απαρνηθεί. Μα πάλι ούτε όνειρο μπορούσε να είναι. Γιατί τόσο γλυκά ούτε και τα όνειρα είναι! Μα σιγά σιγά κάτι το ανέκφραστο, το θαυματουργό μού συνέβαινε. Ένα ξεμούδιασμα, ένα φρίκιασμα ηδονικό. Όμοιο με κείνο που παθαίνει η γη στις πρώτες κλαγγές της άνοιξης. Η ζωή απλωνότανε στα μέλη με υπόκωφο ταραγμό.
Ξύπνησα. Μα είναι μουσική. Μουσική! Μια μελωδία κοσμαγάπητη, γνώριμη. Άκουα - δε γελιόμουν πια - άκουα εκείνα τα μοσκοβολημένα άνθη της Μαγιόρκας, τα "πρελούντια" του λεπτοκαμωμένου μάγου, του Σοπέν!
Όταν τελείωσαν, άρχισα να φωνάζω με φωνή τόσο γερή που ξάφνιασα την καλότροπη γριούλα.
- Τι σου έτρεξε, ματάκια μου; Τι;
- Ακούς τίποτα, κυρα- Καλλιώ; Παίζουν πουθενά πιάνο; Είμαι ξύπνιος; Πε μου! Ή...
- Χριστός και Παναγιά! Ξύπνιος και γερός. Ναι, παίζουν - και ποιοι παίζουν!
- Ποιοι;...Ποιοι;
- Το καμάρι του τόπου. Ξανάρτανε πάλι` ψε ήρταν. Αγιασμένα χέρια το κορίτσι...
Ανασηκώθηκα, για πρώτη φορά, στο μεντέρι μου. Ναι, καταντικρύ μας, ένα παλάτι και - τι ήταν αυτό; Ο κάμπος νυφοστόλιστος!
Οι κερασιές! Περβόλια απέραντα με γιορτινές κερασιές. Η άνοιξη άρχισε να χορεύει μες στον κάμπο το χορό των πέπλων...


Μενέλαος Λουντέμης, Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος, Ελληνικα Γράμματα , Αθήνα 2000

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο...

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν' ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ' τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ' αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.

Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία, Νεφέλη, Αθήνα 1991

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Πόλεις πάνω στην Εγνατία - Γιάννενα

Για να είμαι ειλικρινής, δεν συμπαθώ καθόλου τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους, είτε τους λένε, ευρωπαϊκά, αουτοστράτες, οτορούτ, αουτομπάν είτε επιμένουν εθνοκεντρικά και τους ονομάζουν εθνικές οδούς. Μακάρι κι Εγνατία...Γιατί όλα αυτά σημαίνουν το ίδιο: Να μένεις δεμένος στο κάθισμά σου ατέλειωτες ώρες, να' χουν κολλήσει τα ρούχα στο κορμί σου, να ψήνει ο ήλιος το πρόσωπό σου. Κι αν πεις και για τη θέα - ποια  θέα; Το βλέμμα καρφωμένο μπροστά σου, στην άσφαλτο και στην ουρά του ματιού σου να τρέχει η μπάρα με 150 χιλιόμετρα. Εγώ αλλιώς το' χω συνηθίσει το ταξίδι, voyager a pied, που μας έλεγε ο Αρσένης Γεροντικός, στη Ζωσιμαία Σχολή, και άνοιγε τον J.-J. Rousseau.
Και μην μου πείτε πως " πάνε αυτά", πως " δεν μπορείς πια να πάρεις άλλο δρόμο, παρά μονάχα αυτόν που οι άλλοι σου έχουν χαράξει". Εγώ κάθε τόσο ξεστρατίζω, κι αφήνω τους άλλους να γράφουν χιλιόμετρα στο κοντέρ.
Ιδιαίτερα όταν ταξιδεύω στην Ήπειρο. Προτιμώ τότε να κολλάω στη συντροφιά ενός παλιού περιηγητή, λ.χ. του γάλλου προξένου Πουκεβίλ ή του άγγλου γιατρού Χόλλαντ και να μπαίνω μαζί του στα Γιάννενα. Οι παλιοί ταξιδιώτες, λέει, προτιμούσαν να μπαίνουν ή από τα δυτικά, δηλαδή από το δρόμο που ερχόταν από την Αλβανία, ή από τον βορρά, από το δρόμο του Μετσόβου. Αξέχαστη διαδρομή αυτή η δεύτερη, ιδίως όταν, μετά τον Δρίσκο, πορεύεσαι αργά αργά στην πλαγιά, έχοντας κάτω από τα πόδια σου τη λίμνη, το νησάκι με τις καλαμιές και την πόλη σε σχήμα αετού, με ανοιχτές φτερούγες, και τα δυο τζαμιά του Κάστρου στα νυχοπόδαρά του. Και στο βάθος κάτασπρα τα βουνά της Δωδώνης.
 Φτάνει να μη σου τύχει καταιγίδα, σαν αυτή που λέει ο Πουκεβίλ:
...Η θύελλα που μας γυρόφερνε από το μεσημέρι είχε επικεντρωθεί τώρα εκεί και καταφέραμε να φτάσουμε στα ψηλότερα σημεία του βουνού μόνο αφού διασχίσαμε δύσοσμα και σκοτεινά σύννεφα, παρόμοια με ομίχλη, που αναδίνει μιαν οσμή στάχτης. Oι οδηγοί μας άρχισαν να ανησυχούν όταν δίπλα μας έπεσε ξαφνικά ένας κεραυνός. Έκαμε έναν τρομερό κρότο, από τον οποίο αναποδογύρισαν δυο από τα άλογά μας, χωρίς ευτυχώς να τους προξενήσει κανένα κακό. Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Οι αστραπές μάς έκαιγαν το πρόσωπο. Βρισκόμασταν μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και κινδυνεύαμε να κεραυνοβοληθούμε, όταν ήρθε η βροχή...Τα σύννεφα σηκώθηκαν σαν κολόνα προς τον ουρανό, το βουνό απελευθερώθηκε από τους αποπνικτικούς ατμούς και τότε διέκρινα την κοιλάδα...Και στις έντεκα η ώρα το βράδυ φτάσαμε στα Γιάννινα...
Φοβερή βέβαια η εμπειρία. Εδώ η φύση δεν αστειεύεται. Και τι να δεις στις έντεκα η ώρα το βράδυ; Ας πάμε λοιπόν με τον Χόλλαντ, που έρχεται από τα νότια, προσπερνώντας καραβάνια ολόκληρα από Βλάχους που κατεβαίνουν στα χειμαδιά της Άρτας:
...Απαντήσαμε στο δρόμο μια κοινότητα νομάδων βοσκών, έναν περιπλανώμενο λαό ορεσίβιο, που το καλοκαίρι βοσκούν τα κοπάδια τους σ' αυτές τις ορεινές περιοχές και το χειμώνα τα σκορπούν στις πεδιάδες, γύρω από τον κόλπο της Άρτας και σε άλλα μέρη της ακτής...Τα πολλά μεγάλα κοπάδια προβάτων που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέρα ανήκαν σ' αυτούς τους ανθρώπους και προπορευόντουσαν προς τις πεδιάδες.

 Η έφιππη πομπή που μόλις περάσαμε  είχε μήκος σχεδόν δύο μίλια, με μερικά κενά ενδιάμεσα. Ο αριθμός των αλόγων με τους νομάδες μπορεί να ξεπερνάει τους χίλιους χρησιμοποιούνταν κυρίως για να μεταφέρουν τις κινητές κατοικίες και τα διάφορα αγαθά της κοινότητας που είχαν συσκευαστεί με μοναδική τάξη και ομοιομορφία. Τα βρέφη και τα μικρότερα παιδιά ήσαν με διάφορους τρόπους δεμένα στις αποσκευές , ενώ οι άντρες, οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα παιδιά έβγαζαν το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού με τα πόδια...Οι περισσότεροι άντρες ήταν ντυμένοι με χοντρά λευκά μάλλινα ρούχα. Οι γυναίκες φορούσαν ενδυμασίες από το ίδιο υλικό, αλλά με περισσότερη ποικιλία στα χρώματα και γενικά με λίγη στολισμένη δαντέλα γύρω απ' το στήθος...

 ...Γνωρίζοντας τη γειτονική περιοχή των Ιωαννίνων, ανυπομονούσαμε τώρα ν' αντικρίσουμε για πρώτη φορά την πόλη, η θέα της οποίας κρύβεται για μεγάλο διάστημα από τα χαμηλά υψώματα που διακρίνονται στην πεδιάδα...Επιτέλους σε απόσταση μικρότερη από δυο μίλια, η γενική θέα της πόλης ξανοίχτηκε απότομα μπροστά μας - μια υπέροχη εντύπωση που τη διατηρώ σα μοναδική στη μνήμη μου. Μια μεγάλη λίμνη απλώνει τα νερά της κατά μήκος της βάσης ενός ψηλού και απότομου βουνού, που σχηματίζει την πρώτη κορυφογραμμή της Πίνδου...
Αντίκρυ στην ψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού και σ' ένα μικρό νησί που βρίσκεται στη βάση του, μια χερσόνησος προχωρεί μέσα στη λίμνη και απολήγει σε μια κατακόρυφη βραχώδη πλαγιά. Αυτή η χερσόνησος σχηματίζει το φρούριο των Ιωαννίνων` ένα ψηλό τείχος το φράζει από την πλευρά της ξηράς. Τα νερά που περιβάλλουν τους εξωτερικούς λόφους του αντανακλούν το ακανόνιστο αλλά εντούτοις υπέροχο περίγραμμα ενός τουρκικού Σεραγιού και τους θόλους και τους μιναράδες δύο τούρκικων τζαμιών, που πλαισιώνονται από αρχαία κυπαρίσσια. Το βλέμμα, καθώς αποσπάται από το κάστρο της χερσονήσου, αναπαύεται πάνω στο σύνολο της πόλης, καθώς αυτή εκτείνεται κατά μήκος της δυτικής όχθης της λίμνης. " Αναπαύεται" είναι πράγματι η σωστή λέξη , μια που πραγματικότητα και φαντασία συνδυάζονται για να δώσουν στο τοπίο το χαρακτήρα μιας ατέλειωτης και πανέμορφης εικόνας που απλώνεται μπροστά μας...

Δεν είμαι εγώ που τα λέω αυτά, ο Χόλλαντ τα λέει, καθώς μπαίνουμε μαζί στα Γιάννενα, κι εκείνος πάει να επισκεφθεί τον φοβερό Αλή πασά, εν έτει 1812.
Όπως βλέπετε, όταν βγει κανείς από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο - είτε αουτοστράτα τον λένε, είτε οτορούτ, είτε αουτομπάν, είτε Εγνατία - δεν ταξιδεύει μονάχα μέσα από γνώριμους κι αγαπημένους δρόμους - που είναι ωστόσο σαν να τους βλέπει για πρώτη φορά -, αλλά ταξιδεύει και μέσα στο χρόνο. Και μάλιστα όταν πρόκειται για τα Γιάννενα.


Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα πικρά γλυκά, ιστορίες, Μεταίχμιο 2008

Οι δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Τσιτσάνης - Παπαϊωάννου

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και έτυχε να πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του το 1984.
Στο βίντεο ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τον Τσιτσάνη σε εκδήλωση - αφιέρωμα στον Κόκκινο Βράχο της Νίκαιας τον Αύγουστο του 1983 .



Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1914.  

 Η μουσική, τα τραγούδια  και οι φωνές τους  συνόδεψαν γλέντια, γάμους και γιορτές σε μια εποχή που τα σπίτια ήταν ανοιχτά, τα ραδιόφωνα έπαιζαν στις αυλές και  οι άνθρωποι διασκέδαζαν με την ψυχή τους .

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ναζίμ Χικμέτ, ο παραμυθάς

Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι γνωστός κυρίως για τα ποιήματά του και τους σκληρούς κοινωνικούς αγώνες στους οποίους συμμετείχε. Ασχολήθηκε όμως και με τα παραμύθια προβάλλοντας μια πολύ λεπτή, τρυφερή και ευαίσθητη πλευρά της προσωπικότητάς του. Διασκεύασε παραμύθια που συνέλεξε ο τούρκος λαογράφος Μπορατάβ και τα συγκέντρωσε στο " Ερωτευμένο σύννεφο".
Ο ίδιος δικαιολογεί τη διασκευή και έκδοση των παραμυθιών στο πρόλογο του βιβλίου:
" ...Θα μου πείτε, γιατί έκανα αυτή τη διασκευή. Την έκανα, για να δώσω μια σωστή κατεύθυνση σε μερικά ερωτήματα που προβάλλουν στην εποχή μας. Δεν ξέρω αν σας αρέσει η δουλειά μου. Πιστεύω, όμως, ότι θα σας αρέσουν τα παραμύθια που μάζεψε ο Μπορατάβ, και που στηρίζονται στην προφορική παράδοση. Προτιμότερο ν' ακούει κανείς παραμύθια, παρά να τα διαβάζει.
Ας αρχίσουμε λοιπόν την αφήγηση: Μια φορά κι έναν καιρό...

Σαν ήμουν μικρός, ακουμπούσα το κεφάλι μου στα γόνατα της γιαγιάς μου. Χάιδευε το κεφάλι μου με το χέρι της που είχε πεταμένες τις φλέβες και ήταν κίτρινο σαν μαραμένο φύλλο καστανιάς...
Η γιαγιά μου ήξερε να λέει παραμύθια που φέρνουν τον ύπνο στα μάτια των παιδιών, σαν τ' αστέρια που γεμίζουν τις νύχτες τον ουρανό.
Τα παραμύθια της έμοιαζαν το ένα με το άλλο. Κάθε παραμύθι είχε ένα σημείο, που, όταν έφτανε εκεί η γιαγιά μου, παρ' όλη τη νύστα που μ' έπιανε και κατέβαινε απ' τα μάτια ως τα μάγουλα μου σαν σκοτεινό νερό, σήκωνα το κεφάλι και κοίταζα το πρόσωπό της μορφάζοντας.
Πώς να μη την κοίταζα έτσι σαν έλεγε: " Οι ταξιδιώτες βγήκαν στο δρόμο` ο κασίδης Κέλογλαν φοράει τα σιδερένια παπούτσια του και παίρνει τα βουνά` ο μικρός γιος του βασιλιά ψάχνει να βρει την αγαπημένη του που κλαίει πάνω στο δέντρο κοντά στη βρύση` όλοι τους περπατάνε, διαβαίνουν λιβάδια και βουνά, κι όταν στρέψουν το κεφάλι τους πίσω, βλέπουν πως έκαναν μόνο δυο βήματα..."
Αυτό το " περπατάνε πολύ, διαβαίνουν λιβάδια, βουνά και ρεματιές, κι όταν γυρίσουν το κεφάλι τους πίσω βλέπουν πως δεν προχώρησαν καθόλου" δε χωρούσε με κανένα τρόπο στο παιδικό μου κεφάλι.
Είναι πολύς καιρός που πέθανε η γιαγιά μου. Εγώ, πάει ,γέρασα...Όμως , πώς μπορώ εγώ, ένας άνθρωπος του εικοστού αιώνα, να πιστέψω ένα παραμύθι που απευθυνόταν σε ανθρώπους του μεσαίωνα;
Ακόμα δεν έγινα παππούς, δεν έχω εγγόνια...Έχω όμως γιο, έναν οχτάχρονο λεβέντη. Όταν του διηγιέται παραμύθια η γιαγιά του και φτάνει στο σημείο που λέει: " περπάτησαν κάμποσο", παίρνω  αμέσως το λόγο και δίνοντας έμφαση και πειστικότητα στον τόνο της φωνής μου, συνεχίζω:
" Περπάτησαν πολύ, διαβήκανε βουνά και ρεματιές. Σε μια στιγμή που γύρισαν το κεφάλι τους πίσω, είδαν ότι προχώρησαν πάρα πολύ. Δε φαινόταν πια ο τόπος απ' όπου ξεκίνησαν!"

Jacek Yerka, Dream World
 Παραμύθι στο γιο μου (1)

Μια φορά κι έναν καιρό, παιδί μου, ήταν τρία παλικάρια, που ζούσαν μακριά το ένα από το άλλο, σε τρεις διαφορετικές γωνιές της γης. Και οι τρεις νέοι, που δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, είχαν το ίδιο ανάστημα  και την ίδια ηλικία.
Την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, τα τρία αυτά παλικάρια που δεν είχαν ιδωθεί ποτές βγήκαν από τον τόπο τους, για να βρουν το κύπελλο της " Αιώνιας ζωής"...
Το κύπελλο αυτό, παιδί μου, βρισκόταν μέσα σ' ένα ματωμένο πηγάδι, πίσω από τα μακρινά βουνά. Τα τρία αυτά παιδιά, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους, για να βρουν το κύπελλο της " Αιώνιας ζωής".
Το πρώτο παλικάρι περπάτησε και περπάτησε, ώσπου έλιωσαν απ' το δρόμο τα σιδερένια τσαρούχια που φορούσε. Ύστερα κάθισε στη μέση του δρόμου, για να ξεκουραστεί λίγο. Και, καθώς ήτανε κουρασμένος, αποκοιμήθηκε. Μόλις ξύπνησε, είδε μπροστά του ένα πανέμορφο κορίτσι, με βαμμένα τα νύχια των χεριών της και τις βλεφαρίδες.
" Για πού το' βαλες;" ρώτησε το κορίτσι.
" Για να βρω το κύπελλο της " Αιώνιας ζωής" ", είπε το παλικάρι.
" Αυτό που ζητάς βρίσκεται πίσω από τα μακρινά βουνά, στο ματωμένο πηγάδι", είπε η κοπέλα. " Για να φτάσεις ως εκεί, θα περπατάς σ' όλη σου τη ζωή. Οι άνθρωποι έχουν μετρημένες  μέρες ζωής, πρέπει να χαρούν αυτές τις μέρες. Εσύ είσαι η μέλισσα κι εγώ το λουλούδι. Μείνε μαζί μου. Ρούφηξε το μέλι μου."
Το πρώτο παλικάρι , παιδί μου, έσκυψε το κεφάλι και έμεινε στη μέση του δρόμου.
Και το δεύτερο παλικάρι περπατούσε, όλο περπατούσε συνέχεια. Για να μην αποκοιμηθεί από την κούραση, άνοιγε συνέχεια πληγές στο κορμί του με το μαχαίρι του κι έριχνε πάνω τους αλάτι. Το παλικάρι άντεξε στους πόνους , όχι όμως και στη δίψα. Σαν είδε να λαμποκοπάει απέναντί του το νερό της πηγής, έτρεξε προς τα εκεί. Το δεύτερο  παλικάρι, ήπιε, παιδί μου, μια γουλιά από το χρυσαφένιο νερό και τόσο πολύ δροσίστηκες, που δεν ξεκόλλησε από την πηγή. Έμεινε κι αυτός στη μέση του δρόμου.
Ενώ το πρώτο και το δεύτερο παλικάρι είχαν μείνει μεσοδρομίς, το τρίτο παλικάρι βάδιζε συνέχεια. Διψούσε, αλλά δεν έπινε από το νερό που συναντούσε στο δρόμο του. Κουραζόταν, αλλά δεν ήθελε να ξεκουραστεί στα γόνατα της όμορφης κοπέλας...Προχωρούσε, προχωρούσε, όλο προχωρούσε. Όποιος προχωρεί έτσι , γιε μου, φτάνει στον προορισμό του.
Κι εσύ , παιδί μου, να προχωρήσεις σαν κι αυτόν, αδάμαστος και με πίστη. Όποιος πιστεύει, πετυχαίνει το σκοπό του...



Ναζίμ Χικμέτ , Το ερωτευμένο σύννεφο, μτφ. Έρμος Αργαίος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, 10η έκδοση

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Το μπλουζ του δασκάλου

Ένα (πιθανόν) παραδοσιακό αμερικάνικο τραγούδι από την εποχή του κραχ του 1929


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Βάρδια

 Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του «Ιωνία», όπως τον ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης το 1950.

Anonimo XIVsec: Trionfo della Morte

Στην Εύα Δελή

Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελλάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δε βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιον απ' όλους;
- Λίγη γαλέτα...
- Πάρε...Γιατί φτύνεις;
- Νερό.
- Σώθηκε.
- Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις τη φλέβα σου.
- Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
- Στεριά. Νάτη. Τρεις φοινικές.
- Όχι. Πέντε... Εφτά...Χίλιες...Χιλιάδες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
- Δος μου τα κουπιά.
- Είναι σάπια. Ολότελα.
- Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
- Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πώς περιμένει.
- Ρίξε τη γαλέττα.
- Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις στη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε.
Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
- Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
- Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
- Όχι.
- Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Πού είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς...Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα σε πλώρη...Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
- Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος 

Λείπουνε δυό! Τους θυμάσαι; Πνίγηκε ο ένας μόλις παράλαβε καπετάνιος. Στο Σίγρι. Ξέρασε η θάλασσα το παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούμερο. Ποιο ψάρι να ταξιδεύει το δαχτυλίδι του! Την άλλη μέρα η θάλασσα δεν ήξερε τίποτα. Έλαμπε σα λίμνη στο χειμωνιάτικον ήλιο. Από βραδίς έσπαε τα σίδερα. Το πρωί είχε χορτάσει. Τη στολίζανε μόνο κάτι λαδιές, δυο - τρία βαρέλια και ριπισμένη ξυλεία. Ένα χάλκινο μπρίκι ταξίδευε πάνω σ' ένα φελό. Δεκαοχτώ, μια καλάδα. Κανείς στον αφρό. Μιαν άσπρη κουλούρα στολισμένη με σκοινάκια τρακάρει σ' ένα κιβώτιο. Κειν' η κουλούρα που την ακουμπάνε οι επιβάτες των ποσταλιών στα πόδια και φωτογραφίζονται. Λίγοι ξέρουνε πως δεν είναι μονάχα για φιγούρα. Προσεχτικά ζωγραφισμένη με μαύρα γράμματα. " ΕΛΠΙΣ ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ" . Έψαξε την περιοχή το καράβι της γραμμής, ώσπου νύχτωσε. Μάζεψε τα συντρίμμια. Θα τα πάει στο Λιμεναρχείο. Θα το σβήσουν από το νηολόγιο και θα γράψουνε δίπλα με κόκκινο μελάνι. " Απωλέσθη αύτανδρον έξωθι Β.Δ. Ακτών Μυτιλήνης, 20 Ιανουαρίου 1939". Τίποτ' άλλο.

Ο άλλος;...Εικοσιεννιά χρονώ καπετάνεψε σ' ένα φορτηγό. Ανοιχτομάτης, γρήγορος, άξιος στη μανούβρα. Τη θεωρία στα δάχτυλα. Βρέθηκε μεσάνυχτα με δεξιά κλίοση σαρανταπέντε μοίρες, σ' ένα μπάγκο του Νότου. Η πορεία σωστή. Τα νερά κρεμαστά. Μπήκε στο charter room σαν είδε πως δεν ξεκολλάει. Τάβαλε κάτου, τα μέτρησε, τάφερε από δω κι΄από κει. Το λάθος κανενός. Φάλτσο στο χάρτη; Μπήκε στην καμπίνα του και σκοτώθηκε. Κείνη την ώρα τού χτύπησε ο γραμματικός , να του πει πως το καράβι σηκώθηκε μοναχό του, πως δεν κάνει νερά πουθενά και ν' ανεβεί για να δώσει πορεία.
Ένας Κανάκα που πλεύρισε με τη βάρκα του, - δεν ερχόταν ο μούλος μιαν ώρα νωρίτερα - ξήγησε στο γραμματικό το μυστικό. Κάθε έξι χρόνια, τα μεσάνυχτα, φεύγουνε σα σωρός τα νερά προς τα έξω. Γυρίζουνε σε τρεις ώρες. Πριν την αυγή. Γελούσε που τάλεγε κι' έδειχνε τα λευκά δόντια του. Every six years.
Κανένα βιβλίο δεν τόχε γραμμένο. Κατόπι το σημειώσανε. Όπως πάντα.
Ξανοιχτήκανε. Τον φουντάρανε στ' ανοιχτά. να τι γίνηκε ο άλλος. Κι' άλλοι...Χιλιάδες άλλοι. Ένας βυθός γιομάτος κόκκαλα και στολίδια. Ψάρια που δεν έχουνε μάτια, μήτε χρώμα. Είναι ακόμα κι' ένα σιδερένιο κουτί με γράμματα, που απάνω του βρίσκεται κάτι λιωμένο σε σχήμα χεριού. Αυτή που τάγραψε κοιμάται τώρα σε ξένο κρεβάτι. Λαχανιάζει κάτου από ξένην ανάσα. Τίποτε δεν ταράζει τον ύπνο της. Ούτε η θάλασσα που χτυπάει το νησιώτικο σπίτι της στο κατώφλι, όπως έρχεται από μακριά. Αν είναι μάνα, καρφώνει τα παραθύρια της, τα βάφει μαύρα απ'έξω, και δε μαγειρεύει ποτέ ψάρι. Αν είναι αδερφή...κάποτε σταματά να κλαίει κανείς...Μονάχα η μάνα δε βαριέται να κλαίει, ωσότου τα κλείσει.
Οι μεγάλοι δεν κλαίνε. Όμως είν' ένας κόμπος που ανεβαίνει, ένα βρόχος. Είν' εκείνο που κάνει τους στεριανούς να γράφουν βιβλία και τους ναύτες να σκαλίζουν και ν' αρματώνουν μέσα σε μποτίλιες, καΐκια ή να ζωγραφίζουν το κορμί τους. Όταν τα βιβλία είναι ωραία, τα καΐκια μαστορεμένα, οι στάμπες πολύχρωμες, τότε...
Η θάλασσα στις ακτές! Όλοι οι απόπατοι του κόσμου κατεβαίνουν στη θάλασσα. Οι νεροχύτες, όλο το αγκομαχητό της νύχτας. Το ίδιο με τον απόπατο.
Ο γιαλός είναι γιομάτος σαρδελοκούτια, αποχτενίδια, καρεκλοπόδαρα, τρύπια γοβάκια. Γιομάτος κορίτσια που κολυμπάνε και χαίρονται το νερό. Χάρισμά σας...(απόσπασμα)


Νίκου Καββαδία, Βάρδια, Κέδρος 1980, 7η έκδοση( προμετωπίδα και τέσσερα σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη)

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων


Ο Λογοτεχνικός Κύκλος το 1956 στο Ντεζ της Ρουμανίας. Από
αριστερά: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Κώστας Μπόσης, Έλλη
Αλεξίου, Τάκης Αδάμος, Νίκος Κυτόπουλος, Απόστολος Σπήλιος.*
Η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων έχει μονοπωλήσει τους τελευταίους μήνες τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα μου. Είναι ένα πεδίο ευρύ με μεγάλο ενδιαφέρον. Η πρώτη αφορμή μου δόθηκε όταν διάβασα το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση , Ο Κραβαρίτης
Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για αυτόν τον συγγραφέα που έζησε και πέθανε στην πολιτική προσφυγιά οδηγήθηκα στα βιβλία των Άννας Ματθαίου και Πόπης Πολέμη:" Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη" και " Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων Κομμουνιστών . Από το βουνό στην υπερορία 1947 -1968. " 
Γνώρισα  μέρος του έργου του Κώστα Μπόση, της Μέλπως Αξιώτη αλλά και άλλων συγγραφέων πολιτικών προσφύγων όπως ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ο Δημήτρης Χατζής, η Έλλη Αλεξίου αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, τις κρίσεις και επικρίσεις της Επιτροπής Διαφώτισης του ΚΚΕ και του Λογοτεχνικού Κύκλου. Οι ίδιοι συγγραφείς ήταν κριτές και κρινόμενοι.
Προσπάθησα να σχηματίσω δική μου άποψη για τα έργα αυτών των συγγραφέων. Το πρόβλημα είναι ότι εκτός από ορισμένα βιβλία του Δημήτρη Χατζή  που έχουν επανεκδοθεί και δυο του Κώστα Μπόση ( Ο Κραβαρίτης και το ....τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα) που βρίσκονται ακόμα σε κάποια βιβλιοπωλεία, τα περισσότερα  είναι εξαντλημένα από τον εκδότη ή δεν κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα ή αν κυκλοφόρησαν αυτό έγινε με ιδιωτική πρωτοβουλία και γι' αυτό είναι δυσέρευτα. Αναζήτησα και  βρήκα με μεγάλη δυσκολία πολλά από τα βιβλία  κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία.
Επειδή όμως το ένα βιβλίο οδηγεί στο άλλο έφτασα και σε μία άλλη εξαιρετική μελέτη για την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων. Είναι η μελέτη - δοκίμιο της Βενετίας Αποστολίδου, Τραύμα και Μνήμη, η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων.
Γράφει η συγγραφέας:
" Ο σκοπός, λοιπόν, του βιβλίου μου είναι να μελετήσει την πεζογραφία που έγραψαν οι πολιτικοί πρόσφυγες από το 1950 έως σήμερα, αλλά και την πεζογραφία που μιλάει γι' αυτούς. Γιατί οι πρόσφυγες δεν έμειναν σιωπηλοί` από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς άρχισαν να γράφουν για τις αναμνήσεις τους από τη Κατοχή και τον Εμφύλιο, για τη ζωή τους στην υπερορία και τον επαναπατρισμό . Άλλο ζήτημα αν η λογοτεχνική τους παραγωγή δεν διαβάστηκε στην Ελλάδα ή υποτιμηθήκε συλλήβδην.
Πώς μελετούμε, όμως, αυτή την πεζογραφική παραγωγή; Ο τίτλος που επέλεξα για το βιβλίο δίνει το στίγμα: τραύμα και μνήμη είναι δυο έννοιες οι οποίες συμλεκόμενες μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το σώμα αυτών των έργων. Θα μπορούσε να πει κανείς πως λείπει μια άλλη σημαντική έννοια, η εξορία. Η εξορία είναι μια υπερ - έννοια στην περίπτωσή μας γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο, η ομπρέλα κάτω από την οποία βιώνεται το τραύμα και δουλεύει η μνήμη, μέσω της αφήγησης..."
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια στα οποία η Βενετία Αποστολίδου επιχειρεί να προσεγγίσει και να εξετάσει τη λογοτεχνική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων σε σχέση με την Αντίσταση και τον Εμφύλιο αλλά και τη ζωή τους στην υπερορία και την επιθυμία επαναπατρισμού. Επιπλέον μελετά την εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία όπως έχει δοθεί από τους ίδιους κατά την παραμονή τους στην υπερορία ή μετά τον επαναπατρισμό τους αλλά και άλλους νεότερους συγγραφείς θεωρώντας αυτήν την πεζογραφία "οργανικό τμήμα της συνολικής λογοτεχνικής παραγωγής για τον Εμφύλιο` μιας παραγωγής η οποία μετρά πάρα πολλά έργα ..." και στο τέλος " εξετάζεται συνδυαστικά η λογοτεχνική παραγωγή  των δύο παράλληλων μνημονικών κοινοτήτων, των πολιτικών προσφύγων και των επιζησάντων στην Ελλάδα..."

Βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 2011.


Βενετία Αποστολίδου, Τραύμα και Μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2010

*Η φωτογραφία  από το βιβλίο « Μεταπολεμική Πεζογραφία, από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τόμος Β'», Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, στο λήμμα Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.