Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σκηνές από την Άλωση

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

"...Η ρήγισσα, από εκείνη τη στιγμή που την αποχαιρέτισε ο καίσαρ, έλαβε και το σχήμα. Οι στρατηγοί κι οι άρχοντες που έμειναν εκεί πήραν τη ρήγισσα και τις αρχοντοπούλες και πολλές άλλες νεαρές γυναίκες και τις έστειλαν με τα καράβια και τα κάτεργα του Γιουστινιάνη στα νησιά και στο Μωριά στους συγγενείς τους.

Ο λαός στους δρόμους και τα σπίτια δεν υποτάχθηκε στους Τούρκους, αλλά τους επολέμαγε κι εσκότωσαν πολλούς εκείνη την ημέρα, αλλά έπεσαν και πολλοί από αυτούς τους ίδιους, καθώς και γυναίκες και παιδιά` κι άλλους τους εσκλάβωναν οι Τούρκοι.

Αυτοί που ήταν απάνω στις τάπιες δεν θέλησαν να τις παραδώσουν, επολέμησαν με τους Τούρκους και στις δυο μεριές - με κείνους που ήταν ακόμα όξω και με τους άλλους μέσα στην πόλη` κι όταν την ημέρα τους ενίκαγαν οι Τούρκοι, αυτοί κατέβαιναν στους κρυψώνες και τις νύχτες έβγαιναν κι εχτύπαγαν τους Τούρκους. Μα κι άλλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, τους έρριχναν  ψηλά από τα σπίτια κεραμίδες και τούβλα ή έβαναν φωτιά στις ξύλινες σκεπές των σπιτιών και τους επολέμαγαν μ' αναμμένα δαυλιά, τους έκαναν πολλές και μεγάλες ζημιές, τόσο που εφοβήθηκαν οι πασάδες κι οι σαντζάκ - μπέηδες και δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά έστειλαν στο Σουλτάνο και του είπαν : " Αν ο ίδιος δεν έμπεις στην πόλη, είναι αδύνατο να την πάρουμε". Αυτός είχε βάλει να ψάχνουν παντού για τον καίσρα και τη ρήγισσα και δεν αποφάσιζε να έμπει` το σκέφτηκε πολύ κι είπε  να φέρουν μπροστά του όσους άρχοντες και στρατηγούς έπιασαν σκλάβους στις μάχες ή οι ίδιοι παραδόθηκαν στα χέρια των πασάδων` τους έδωκε το λόγο της τιμής του - και δώρα έταξε - και τους έστειλε μαζί με τους πασάδες  και τους σαντζάκ - μπέηδες ν' αναγγείλουν στους κατοίκους σ' όλους τους δρόμους και σ' αυτούς εκεί που εκράτηγαν τις τάπιες τον λόγο και τον όρκο του Σουλτάνου: να πάψουν τον πόλεμο χωρίς κανένα φόβο ότι θα τους θανατώσουν ή θα τους σκλαβώσουν` κι αν όχι - όλους σας τότε, και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας φάει το μαχαίρι.

Έγινε κι αυτό. Έτσι έπαψε ο πόλεμος και παραδόθηκαν όλοι στα χέρια των αρχόντων, των στρατηγών και των πασάδων` μόλις το άκουσε ο Σουλτάνος εχάρηκε κι έστειλε να καθαρίσουν την πόλη, τους δρόμους και τις πλατείες, και την 11η ημέρα έβαλε πάλι τους σαντζάκ - μπέηδες να πιάσουν  τους δρόμους  με πολλούς  στρατιώτες μήπως γίνει καμιά προδοσία. Κι ο ίδιος, μαζί μ' όλους τους αξιωματούχους του σεραγιού, εμπήκε από την πύλη του αγίου Ρωμανού κι επήγε στη μεγάλη εκκλησία` εκεί μέσα ήταν ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος κι αμέτρητος λαός, επίσης γυναίκες και παιδιά` κι έφτασε στην πλατεία, μπροστά στη μεγάλη εκκλησία, ξεπέζεψε κι έπεσε με το πρόσωπο χάμω στη γη, επήρε χώμα με το χέρι του και το εσκόρπισε στο κεφάλι του` έτσι ευχαριστούσε το Θεό. Κι αφού εθαύμασε το μέγιστο αυτό κτίσμα είπε τα ακόλουθα : " Αλήθεια, οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν κι έφυγαν κι ύστερα από κείνους άλλοι τέτοιοι ποτέ δεν θα υπάρξουν". Εμπήκε και στο ναό κι είδε  την αίσχιστη ερήμωση μέσα στο ιερό του Θεού κι επήγε κι εστάθηκε εκεί ακριβώς, στ' άγια των αγίων. Ο Πατριάρχης κι όλος ο κλήρος και λαός έσυραν βοή με δάκρυα και θρήνους κι έπεσαν να τον προσκυνήσουν. Τους έδωσε με το χέρι σημείο να σηκωθούν και τους είπε: " Γνώριζε, Αναστάσιε, κι εσύ κι ο κλήρος σου κι όλος ο λαός ότι από σήμερα και στο εξής κανείς να μη φοβάται την οργή μου, κανείς δεν θα θανατωθεί, ούτε θα σκλαβωθεί πλέον". Και γυρίζοντας στους πασάδες και τους σαντζάκ - μπέηδες είπε ν' απαγορέψουν σ' όλο το στρατό και σε κάθε αξιωματούχο  του σεραγιού μου κανέναν να μην πειράξουν από τους κατοίκους της πόλης, ούτε τις γυναίκες τους, ούτε τα παιδιά τους, κανέναν να μην σκοτώσουν, ούτε να πάρουν σκλάβο τους, ούτε καμιά άλλη εχθρική πράξη` κι όποιος παραβεί τη διαταγή μας θα πεθάνει κακό θάνατο. Και διάταξε να βγουν από το ναό κι ο κάθε ένας να πάει στο σπίτι του` ήθελε να μείνει αυτός εκεί και να ιδεί τον καλλωπισμό και τους θησαυρούς του ιερού και ν' αληθέψει ο χρησμός: " Και θα πέσει το χέρι του επί τα ιερά του θυσιαστηρίου και θα τα πάρει και θα τα διαμοιράσει στους υιούς του διαβόλου". Έβγαινε ο λαός ίσαμε την ένατη ώρα και πολλοί άλλοι έμεναν ακόμα μέσα - κι αυτός δεν είχε άλλη υπομονή να περιμένει  κι εβγήκε από το ναό. Σαν είδε ότι εγέμισε απόξω η πλατεία από αυτούς που έβγαιναν κι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, απόρησε πώς μέσα από ένα ναό εβγήκε τόσο πλήθος` κι ετράβηξε για το ανάκτορο του καίσαρα.


Εκεί ένας σέρβος εβγήκε μπροστά του και του έφερε το κεφάλι του καίσαρα. Αυτός καταχάρηκε κι εφώναξε αμέσως τους άρχοντες και στρατηγούς κι ερώτησε να μάθει αν αλήθεια είναι του καίσαρα το κεφάλι. Εκείνοι κατατρομαγμένοι αποκρίθηκαν; " Είναι το αληθινό κεφάλι του καίσαρα". Τότε αυτός το ασπάστηκε κι είπε: " Μα την αλήθεια, ο ίδιος ο Θεός σ' έφερε στον κόσμο και σ' έκαμε και καίσαρα` γιατί λοιπόν να πας έτσι άδικα χαμένος;". Κι έστειλε την κεφαλή στον Πατριάρχη να την χρυσώσει και να την ασημώσει και να την φυλάξει καταπώς αυτός γνωρίζει. Ο Πατριάρχης επήρε την κάρα και την εκλείδωσε σε αργυρό και χρυσωμένο σκεύος και την έκρυψε στη μεγάλη εκκλησία κάτω από την αγία τράπεζα. Από άλλους όμως ακούσαμε ότι κάποιοι που εσώθηκαν, από αυτούς που ήταν μαζί με τον καίσαρα στη Χρυσή Πύλη, επήραν κρυφά το σώμα, εκείνη την ίδια νύχτα, και το επήγαν στον Γαλατά και εκεί τον έχουν θαμμένον.


Και για τη ρήγισσα έγιναν μεγάλες έρευνες κι ανακρίσεις` κάποιοι επήγαν κι είπαν στο Σουλτάνο ότι ο μέγας δούκας, ο μέγας δομέσρτιχος των ανακτόρων κι ο γιός του πρωτοστράτορα Αντρέας κι ο ανιψιός του Ασάν Θωμάς Παλαιολόγος κι ο έπαρχος της πόλης Νικόλαος εφυγάδεψαν τη ρήγισσα με το καράβι. Είπε λοιπόν να τους βασανίσουν και να τους θανατώσουν..."


Οι σκηνές της Άλωσης είναι από το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη , Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης σε απόδοση,  εισαγωγή και σχόλια Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.

Στο τέλος του Χρονικού παρατίθεται "Το Σημείωμα του Χρονικογράφου" :

" Τα έγραψα αυτά εγώ ο πολυαμαρτωλός και κολασμένος Νέστωρ Ισκεντέρης που από μικρόν μ' επήραν οι Τούρκοι και μου έκαναν το σουνέτι, πολλά χρόνια επέρασα στις σκληρές εκστρατείες του πολέμου κι εκρυβόμουνα εδώ κι εκεί μην τύχει και πεθάνω στην επάρατη τούτη πίστη. Έτσι έκανα και τώρα με διάφορες πονηρίες σε τούτη τη μεγάλη και φοβερή εκστρατεία, άλλοτε κάνοντας τον ασθενή, άλλοτε κρυβόμενος, άλλοτε πάλι με τη συνδρομή των φίλων μου, δεν έχανα όμως τον καιρό, αλλά εφρόντιζα να μαθαίνω όσα έκαναν οι Τούρκοι έξω από την πόλη. Κι όταν πάλι με το θέλημα του Θεού εμπήκαμε στην πόλη, ερώταγα με τον καιρό κι εμάζευα από αξιόπιστους και σημαντικούς ανθρώπους όλα τα γενόμενα μέσα στην πόλη εναντίον των απίστων. Και τα σύναξα μετά συντομίας και τα παραδίνω στους χριστιανούς να θυμούνται το υπερτρομερό και υπερθαυμαστό θέλημα του Θεού. Η παντοδύναμη και ζωοποιός Τριάδα ας με δεχτεί και πάλι στο ποίμνιό της, μετά των προβάτων της κι εγώ να ζω και να δοξάζω και ν' ανυμνώ το μέγα και υπερούσιο όνομά σου, αμήν."

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει ανάμεσα στα άλλα στην Εισαγωγή :

" Έχουμε λοιπόν ένα Ημερολόγιο για την Πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι θα το διαβάσουμε και θα εκτιμήσουμε αυτά που μας λέει κι όσα δεν μας λέει - και τα δύο πολλά και σημαντικά. Ο συγγραφέας δεν κάνει ιστορία, ούτε γράφει έπειτα από χρόνια απομνημονεύματα, όπως είναι τα περισσότερα από τα παλιά αφηγηματικά κείμενα για την Άλωση. Το δικό του αφήγημα έχει τις αρετές της προσωπικής κατάθεσης, σχεδόν ταυτόχρονης με τα γεγονότα. Αλλά συνοδεύεται κι απόλες τις σχετικές ελλείψεις που κι αυτές πάλι με τον τρόπο τους είναι τεκμήριο για το γνήσιο της γραφής. Μέσα απ' αυτά που λέει και παραλείπει ο Ισκεντέρης θα μπορέσουμε να διακρίνουμε κι εκείνον τον ίδιον και τη μικρή του σκοπιά, απόπου προσπαθεί να ρίξει φως στα διαδραματιζόμενα. Αποκεί που κοιτάζει, όλα δεν μπορεί να τα πιάσει. Θα τον δούμε να πέφτει και σε υπερβολές, ν' αγνοεί σημαντικά περιστατικά, όπως λ.χ. το πέρασμα του Τουρκικού στόλου δια ξηράς μέσα στον κόλπο του Γαλατά για το οποίο δε λέει τίποτα. Θα διαπιστώσουμε κι άλλες ελλείψεις κι ελαττώματα. Όμως και μέσα απ' αυτά θα βεβαιωθούμε ότι η προσφορά του στις ιστορικές μας γνώσεις για την Πολιορκία και την άλωση είναι σπουδαία και μεγάλη. Θα μας διηγηθεί περιστατικά που χωρίς εκείνον δεν τα ξέρουμε. Μιλάει για πρόσωπα, για μάχες και ημερομηνίες που οι άλλοι δεν σημείωσαν . Και σε μια σειρά απορίες, που ακόμα έχουμε για τους δυο μήνες της Πολιορκίας και για την ημέρα της Καταστροφής, κάτι θα μας ανακοινώσει - όπως το είδε  ή ρώτησε κι έμαθε εκείνες κιόλας τις μέρες. Το κείμενο του Ισκεντέρη μας δίνει, λοιπόν, μια μοναδική γεύση από την πολιορκημένη κι έπειτα ρημαγμένη Κωνσταντινούπολη. Αυτό δεν είναι με κανένα τρόπο αξιολόγηση των άλλων πηγών. Μα είναι απαραίτητο - επειδή το κείμενο έχει μείνει, σε μας τουλάχιστον στην Ελλάδα, αναξιοποίητο και μάλλον άγνωστο - να υπογραμμιστεί η ιδιομορφία του και η σημασία του..."



Η Πολιορκία και η Άλωση της Πόλης. Το Ρώσικο χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη. Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με Εισαγωγή και Σχόλια, Κέδρος , Αθήνα 1978

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Το άγαλμα του Λένιν


Επιμέλεια: ofisofi //atexnos

Τον Ιούνιο του 1967, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος επιβιβάζεται στο ποταμόπλοιο “Λένιν” μαζί με άλλους 449 τουρίστες και διαπλέουν το Βόλγα για 20 ημέρες σταματώντας σε διάφορες πόλεις. Αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού είναι το βιβλίο “Από τη Μόσχα στη Μόσχα”. Ένα συναρπαστικό ταξίδι που η πένα του Αλεξανδρόπουλου σε κάνει να νιώθεις όλα τα συναισθήματα. Συγκίνηση, ρίγος, θαυμασμό, στενοχώρια. Δεν είναι ένα απλό ταξιδιωτικό οδοιπορικό αλλά παρουσίαση πόλεων, τοποθεσιών, προσώπων, γεγονότων, μνημείων και μέσω αυτών η ιστορία και ο πολιτισμός τους καθώς και των κατακτήσεων του σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.

Το απόσπασμα που ακολουθεί αφορά την αρχή του ταξιδιού. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε ένα άγαλμα του Λένιν.


Το άγαλμα της Κοστρομάς

[…] Όμως από τα μνημεία της Κοστρομάς  που διατηρούνται – ακόμη και τα πιο παλιά –  σε αρκετά καλή κατάσταση, πολύ χρόνο μας πήρε εκείνο το πρωί το άγαλμα του Λένιν,  που βρίσκεται στη θέση του παλιού Κρεμλίνου. Σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις που θα επισκεφθούμε, σε κάποια από τις κεντρικές πλατείες τους, θα δούμε να υψώνεται η ορειχάλκινη τις περισσότερες φορές φιγούρα του Λένιν. Τα μνημεία έχουν γίνει μέσα σ’ αυτή τη σύντομη, μα τόσο περιεχτική εποχή των πενήντα χρόνων που χωρίζουν τις μέρες μας από τις δέκα μέρες του 1917. Το θέμα Λένιν, μεγάλο από τότε, μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Ενώνει πολλά θέματα της ιστορίας σαν έργο καταχτημένο και σαν έργο που συνεχίζεται. Το θέμα αυτό δε μπορεί να είναι κάτι που κοκκάλωσε στη ζωή και στην τέχνη – κινιέται κι αναπτύσσεται και μόνο έτσι θα μπορεί να είναι ζωογόνα δύναμη. Πολύ φυσιολογικό λοιπόν ότι τα αγάλματα που θα δούμε στις πόλεις του Βόλγα δεν αποτελούν στερεότυπη επανάληψη. Εκτός από το ότι εδώ δούλεψε ο ένας τεχνίτης και εκεί ο άλλος, αισθανόμαστε και μία πολυμορφία άλλου είδους, σαν εκείνην που παρουσιάζει η ζωή στην εξέλιξή της, η μία χρονιά πίσω από την άλλη. Από μνημείο σε μνημείο γινόμαστε παρατηρητές μιας πορείας. Ακολουθούμε το Λένιν στους ιστορικούς βηματισμούς μιας τόσο κρίσιμης ιστορικής περιόδου σαν τα πενήντα χρόνια που πέρασαν από τότε. Στο Καζάν λ.χ. θα δούμε τρία αγάλματά του: τα δύο από αυτά θα μας τα δείξει ο ξεναγός, το άλλο θα το ανακαλύψουμε τυχαία στη γωνιά ενός πάρκου. Είναι μπρούτζινο, μπορεί και από μαντέμι, πάντως δείχνει φτώχεια. Το στήσανε εκεί, όπως μάθαμε, με έρανο των εργατών αμέσως σχεδόν μετά το θάνατο του Λένιν. Ίσως να είναι και το πρώτο άγαλμά του. Η φιγούρα σε φυσικό μέγεθος απάνω σε ταπεινότατο βάθρο. Ο Λένιν πάει βιαστικά, όπως πάμε το πρωί στις δουλειές μας. Μπορεί ο ξεναγός να μην το θεωρεί σημαντικό και αξιόλογο για να μας το δείξει. Αλλά το αγαλματάκι τούτο έχει  το μέγα προνόμιο ότι κρατάει γύρω του ανέπαφη την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Και πέρα από αυτό –  έχει το χάρισμα της φυσικής αλήθειας, την εγκαρδιότητα μιας καλής συνάντησης. Ο περαστικός θα σταθεί ή θα περάσει μ’ ένα χαμόγελο, όπως στεκόμαστε να σφίξουμε το χέρι ενός φίλου, να πούμε μια καλημέρα. Έτσι να ξαμώσεις το χέρι σου, έπιασες το δικό του. Ύστερα θα πάμε στην πλατεία της Ελευθερίας. Στη μέση του φαρδιού χώρου θα δούμε το άγαλμα του Λένιν πάνω σε ψηλό βάθρο από κοκκινωπό γρανίτη. Εδώ έχουμε να προσέξουμε πολλά πράγματα, όχι μόνο ένα άγαλμα: την πλατιά κλιμακωτή βάση, που κάπως θυμίζει το μαυσωλείο της Μόσχας, τις γλυπτικές παραστάσεις με τα επαναστατικά επεισόδια πάνω σε χάλκινες πλάκες, το πώς έχει στηθεί η φιγούρα, πώς όλο αυτό το σύμπλεγμα συντονίζεται με τον άλλο χώρο, με τα μεγάλα κτίρια που περιστοιχίζουν την πλατεία κλπ. Θα θαυμάσουμε την τέχνη του γλύπτη και του αρχιτέκτονα, θα δούμε να μας επιβάλλεται το έργο με τα μεγέθη του. Ταυτόχρονα θα αισθανθούμε πως εδώ πια είμαστε σε άλλη εποχή. Ανάμεσα σ’ εκείνο το μνημείο, εκεί στο πάρκο, και σε τούτο δω μεσολαβούν όχι μόνο δυο, τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Μεσολαβεί το συγκροτημένο κράτος. Η γιγάντια βιομηχανία με τα τόσα εκατομμύρια τόννους ατσάλι το χρόνο, τόσες εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα  και τραχτέρια, τα τόσα δισεκατομμύρια ωριαία κιλοβάτ. Δε θα πούμε πως μπροστά στο μεγάλο μνημείο της πλατείας ακούσαμε μόνο τη μουσική των αριθμών της κρατικής οικονομίας. Ο περαστικός νιώθει ασφαλώς και τη δική του ποίηση. Αλλά έχει τη γοητεία της ρομαντικής λογοτεχνίας των πρώτων επαναστατικών χρόνων, όταν παίρνοντας μία στροφή στο μονοπάτι του κήπου, κάτω από τα ψηλά δέντρα, βλέπεις να έρχεται εντελώς απροειδοποίητα προς συνάντησή σου, στο ίδιο περίπου ύψος μ’ εσένα, η απαράμιλλη ανθρωπιά όλων εκείνων που ακούν σε μια – δυο λέξεις: κομμουνισμός, σοσιαλισμός, Λένιν.

Τι είναι όμως τότε το άγαλμα της Κοστρομάς; Αυτό είναι κάτι άλλο ή ίσως να είναι όλα τα παραπάνω μαζί προωθημένα πιο πέρα σε μια εκτίναξη, σαν εκείνη που πενήντα χρόνια πριν έκανε όλο τον κόσμο να πεταχτεί από τον ύπνο του και να δει με νέο μάτι την αισιοδοξία της ζωής. Φτιαγμένο από μπετόν, από χοντρές τετράγωνες πλάκες που τις βλέπουμε να ενώνονται όλες μαζί, σαν οι φυλές κι οι χώρες του κόσμου, σε μια στέρεα τσιμενταρισμένη σύνθεση, η φιγούρα του Λένιν χωρίς διόλου να κραυγάζει είναι ένα σάλπισμα. Αλλά και μια γνωστική χειρονομία. Το άγαλμα έχει τετραγωνισμένη, θάλεγε κανείς, κατασκευή, η πλαστικότητά του όμως δε ζημιώνεται από αυτό. Η κίνησή του, όπως έχει σταθεί με το αριστερό χέρι στην τσέπη του παντελονιού και το άλλο απλωμένο μπροστά, μοιάζει ώριμος καρπός.  Πράξη μελετημένη που διαπνέεται από πεποίθηση, αλλά διατηρεί και την ευλυγισία που έχει η φυσική στάση του ανθρώπου. Αυτό ζωντανεύει την πέτρα. Κάνει τη δύναμή της δύναμη εν κινήσει. Το σωκρατικό μέτωπο του Λένιν δεσπόζει στο έργο. Το δεξί χέρι απλώνεται μπροστά. Εκεί που θα γυρίσουμε να κυττάξουμε θα δούμε, ψηλά από το ύψωμα, τη φυσική προέκταση της χειρονομίας του: τον πελώριο κορμό του Βόλγα που τραβάει ολόισια κάτω. Είναι σαν να κυττάμε από ιστορικά διάσελα μεγάλους ιστορικούς δρόμους. Αυτά τ’ ασύλληπτα πλάτη του ρωσικού κάμπου, που ζυγιάζονται στη φαρδιά ράχη του ποταμού, δίνουν αμέσως στις παραστάσεις μας απροσμέτρητο πλάτος. Αφήνουν τη ματιά μας και τις σκέψεις μας να κινούνται μέσα σε απόλυτα ελεύθερους ορίζοντες. Εδώ είναι που θ’ ανασυνδεθούμε, θέλοντας και μη θέλοντας, με νεανικότερες και ρομαντικότερες παραστάσεις και ηλικίες. Νεανικότερες και ρομαντικότερες για μας, αλλά και στη βιογραφία της εποχής μας. Θα θυμηθούμε το παλιό τραγούδι. Διάφορες εικόνες, πολλά μισολησμονημένα πρόσωπα, πολλές ιστορίες θα ξεδιπλωθούν μέσα μας, σα λάβαρα που πλαταγίζουν, αμέσως μόλις κάνουμε έτσι πως αγγίζουμε τις σκονισμένες χορδές.


Ψηλά από της Ρωσίας τα χιόνια
εφύσηξε πάλι ο βοριάς…

Ασφαλώς κάπου εδώ στα βορεινά τούτα τοπία ήταν το στόμιο των ανέμων. Εδώ κάπου σχηματίζονταν τα ρεύματα και εκείνοι οι πρώτοι κατανυχτικοί ήχοι της παλιγγενεσίας που τους έπαιρνε στη ράχη του ο Βόλγας για να τους πάει στους πέντε ορίζοντες. Ο Βόλγας είναι εκεί από κάτω στα πόδια μας. Ο Βόλγας, ο Σαλιάπιν με την ιεροτελεστική βαθυφωνία του, ο Γκόρκι με τις ευαγγελικές του ιστορίες. Έπειτα – ή ίσως και πριν από αυτά – οι άλλες τάξεις των κρυφών σχολείων με τα φιλοσοφικά δοκίμια και τα επαναστατικά μανιφέστα, και οι προφητικές μορφές των δασκάλων με το φαρδύ γυμνό μέτωπο και το φτενό μουσάκι, όμοιες σαν αυτήν που αντικρύζουμε τώρα εδώ στην άκρη του κόσμου, στην Κοστρομά, κάτω από τον τσιμεντένιον ανδριάντα.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Από τη Μόσχα στη Μόσχα, εκδόσεις Καρανάση Αθήνα 1975

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 26 Μάη του 1924.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Πάμπλο Νερούδα, Στα χθόνια δώματα


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Το 2007 κυκλοφόρησε ένας τόμος με ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα  σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή. Στο προλογικό του σημείωμα ο μεταφραστής γράφει:

«Ποιήματα τριών διαδοχικών συλλογών και μια ολόκληρης εικοσαετίας περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο. Πρόκειται, μάλιστα, για ποιήματα δημοφιλέστατα στον ισπανόφωνο και στον αγγλόφωνο κόσμο (όπου πολλοί επιφανείς μελετητές και κριτικοί της λογοτεχνίας τα θεωρούν εφάμιλλα του Canto General), και σχεδόν άγνωστα (μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι τα σχετικά μεταφράσματα) στην Ελλάδα – κι ας έχει γνωρίσει ο Νερούδα στον τόπο μας δόξα μεγάλη (και όχι μόνο μέσω μεταφράσεων). Στις επόμενες σελίδες παρουσιάζονται οι τρεις περίφημες Residencias του.

Η πρώτη συλλογή (Residencia en la tierra) γράφτηκε μεταξύ 1925 και 1931 και εκδόθηκε το 1933, η δεύτερη (Residencia en la tierra II) μεταξύ 1931 και 1935 και εκδόθηκε το 1935, και η τρίτη (La Tercera residencia) τη δεκαετία 1935 – 1945 και είδε το φως της δημοσιότητας το 1947.

Τόσο ο τίτλος Residencia en la tierra όσο και καθαυτή η λέξη residencia παραπέμπουν στο κείμενο της Αποκάλυψης του Ιωάννου, όπου αρκετές φορές αναφέρονται οι κατοικούντες επί της γης (Γ’ 10, Η’ 13, ΙΑ’ 10, ΙΓ’ 8 κ.α.) Επειδή, όμως, η ισπανική μετάφραση της Βίβλου αντί της ενεστωτικής μετοχής κατοικούντες προκρίνει “ισοδυνάμως πως” το ουσιαστικό residencia, που σημαίνει “κατοικία, ενδιαίτημα, δώμα”, προτίμησα να επιλέξω την τρίτη σημασία και να δώσω στις τρεις συλλογές τον κοινό τίτλο Σ τ α  χ θ ό ν ι α  δ ώ μ α τ α, για να μπορεί να μεταφραστεί κατά το πνεύμα του πρωτοτύπου και ο τίτλος της τρίτης συλλογής (Το Τρίτο δώμα)` περιττεύει δε να εξηγήσω ότι στο βιβλικό επί της γης αντιστοιχεί το στα χθόνια.

Τα δύο πρώτα Δώματα γράφτηκαν κατά τα έτη οπού ο Νερούδα υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην Κεϋλάνη, στη Βιρμανία και τη Σιγκαπούρη. Πρόκειται για ποιήματα σχεδόν μεταφυσικά, και αποπνέουν έναν ερμητισμό δηλούμενον τόσο με υπερρεαλιστικό τρόπο όσο και σπαράγματα λόγου από την καθημερινή κουβέντα

Μαγιάτικος μουσώνας

Ο άνεμος της εποχής ο πράσινος, ο πρασινάνεμος,

ζαλωμένος χώρο και ύδατα, επαΐων δε σ’ όλες τις ατυχίες,

το πένθιμο ξεδιπλώνει φουριόζος δέρμα της σημαίας του,

την αχνή της υπόσταση σα δεκαρούλα εκπτύσσει ελεημοσύνης:

πλατινένιος, το λοιπόν, και κρύος εφιλοξενήθη μια μέρα,

εύθραυστος σαν την κρυστάλλινη του γίγαντα σπάθη ανάμεσα

σε τόσες αρχές που προστατεύουν το δειλό στεναγμό του,

το δάκρυ του που πέφτει και την άχρηστη άμμο του,

από δύναμες κυκλωμένος που σταυρώνονται

και στραβώνονται, σαν άντρας γυμνός σε πόλεμο, αίροντας

το άσπρο του κλαδί, την αβέβαιη βεβαιότητά του,

την τρέμουσα αλάτινη στάλα του

και δη εν μέσω δριμείας τινός επιδρομής.



Τι ανάπαυση ν’ αναλάβεις; Ποια φτωχιάν ελπίδα ν’ αγαπήσεις;

Με τι άτονη φλόγα;…με τι φευγαλέα φωτιά;

Ενάντια σε ποιον να σηκώσεις το λιμασμένο πελέκι;

Τι υλικό να σου δημεύσουν; Από ποιο αστροπέλεκι να βγεις,

ν’ αποδράσεις άκρος; Το φως του έχει και δεν έχει μάκρος

και ρίγος, και σέρνεται σα θλιμμένος γαμήλιος συρμός,

με όνειρα ντυμένο θνητά, με χλωμάδα. Γιατί

ό,τι ακούμπησε η σκιά και η αταξία εθώπευσε βαραίνει:

βαραίνει, υγρό, αιωρούμενο, εκτός καταστάσεως ηρεμίας,

βαραίνει απροστάτευτο στα χάη ανάμεσα του διαστήματος,

νικημένο ξίφει και πατημένο θανάτω.


Αχ, η μοίρα μιας μέρας αναμενόμενης,

που τρέχανε να την υποδεχθούν κάρτες, μπάρκα, μπίζνες,

η μοίρα της είν’ να πεθαίνει καθιστική και νοτισμένη

δίχως δικό της ουρανό. Πού είναι τ’ αρωματισμένο της

αντίσκηνο και το βαθύ φύλλωμά της; Πού ο ταχύς

οιωνός της από ξυλοκάρβουνα και η ζωηρή της ανάσα;

Ακίνητη, ντυμένη με λάμψη μελλοθάνατη και με λέπια

αδιάφανα, θα δει τη βροχή που ‘ χει χωρίσει τα δυό της ημίση

και τον άνεμο που τρέφεται με νερά να τους ορμάει το Μάη.

Monzon de mayo ( από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)


Το φάντασμα του φορτηγού πλοίου

Σαν πρόσφυγας η απόσταση να ζητάει άσυλο

στων αφρών μέσα τις σήραγγες,

αλάτι σε κύματα τελετουργικά

και σε τάγματα αναγνωρισμένα,

και μια οσμή με θόρυβους γερούς

από γέρικο πλοίο φορτηγό,

σάπια σαρακοσάνιδα και τσακισμένα εργαλεία,

και κουρασμένες μηχανές που ουρλιάζουνε και κλαίνε

να σπρώχνουν την πλώρη ,

να κλωτσάν τα πλαϊνά του κήτους

μασώντας θρήνους, καταπίνοντας θρόμβους,

καταπίνοντας κόμβους, να βγάζουνε βόμβους

πικρών νερών πάνω από τα πικρά νερά,

να πηγαίνουν το γέρικο σκαρί, να το πηγαίνουν,

όλο να το πηγαίνουνε πάνω στα νερά τα γέρικα.


Εσώτερα ντεπό, τουνέλια ακριβώς ειπείν του λυκόφωτος,

που τα μουσαφιρλίζει η διαλείπουσα των λιμανιών ημέρα:

σακκιά απά’ σ’ άλλα σακκιά

στοιβαγμένα από’ ναν θεοσκότεινο θεό

σα ζώα κατάγκριζα, ολόστρόγγυλα και κυρίως αόμματα,

με συμπαθιτικούλια γκριζωπά αφτάκια,

και κοιλίτσες αξιότιμες

κάργα στο στάρι και στην καρυδόψυχα,

ευαίσθητες κοιλιές γυναικών γκαστρωμένων,

φτωχικά ντυμένες στα γκρι περιμένουν

και περιμένοντας ελπίζουν στη σκιά ενός βαρετού σινεμά

όπου παίζονται οι πόνοι και οι πόνοι των πόνων.


Τα εξώτερα τ’ ακούς που περνάν ξαφνικά,

να περνάνε τ’ ακούς σαν άλογο τρέχοντας θαμπό,

με  τις οπλές του να ξεσηκώνει στον αέρα τα ύδατα,

γρήγορο, να μπαίνει και να ξαναβγαίνει απ’ τα νερά .

Είναι φορές που τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει

παρά μόνο ο χρόνος μέσα στις καμπίνες –

ο χρόνος στη μοιραία μοναχική τραπεζαρία,

ακίνητος και ορατός σαν την πελώρια δυστυχία.

Μπόχα τομαριών και ρούχα λουρίδες γινωμένα,

και κρεμμύδια, και λάδι, κι από πάνω

η οσμή κάποιανου εκεί

που κολυμπάει στις γωνίες του πλοίου,

η οσμή κάποιου ανώνυμου βεβαίως ανθρώπου

που κατεβαίνει τα σκαλιά σάμπως κύματα αέρος,

και στους διαδρόμους σκοντάφτει

πάνω στο – μολονότι απόν – σώμα του

και βλέπει με τα μάτια του

που του τα’ χει φυλαγμένα ο θάνατος.

Βλέπει με τ’ άχρωμα μάτια του


που όμως δεν βλέπουνε,

βλέπει αργά, και περνάει τρέμοντας,

χωρίς παρόν και δίχως ίσκιο`

οι ήχοι τον στριμώχνουν, τα πράγματα τον διαπερνούν,

η διαφάνειά του κάνει τις βρώμικες καρέκλες να λάμπουνε.

Ποιος είναι ΄κείνο το φάντασμα το δίχως σώμα φαντάσματος,

και με τ’ αλαφριά του βήματα σα νύχτιο ακανθολούλουδο

και με τη φωνή του που μόνο πράγματα επιτροπεύει;

Τα έπιπλα ταξιδεύουν γιομάτα από τη σιωπηλή του ουσία

σαν καραβάκια μικρά μέσα στο μέγα γέρικο καράβι

φορτωμένα την ουσία του την ασαφή, την εκλειπούσα.

Τα ερμάρια, τα πράσινα τραπεζομάντηλα,

το χρώμα των κουρτινών και του πατώματος,

όλα τους υποφέρουν το αργό κενό των χεριών τους,

η δε ανάσα του εκ βάθρων έχει τα πάντα δηώσει

γύρω – τριγύρω.


Όλο γλιστράει, όλο τσουλάει, και διάφανο κατεβαίνει,

αγέρας μαζί με αέρα παγερό το ζώνουν ολούθε το καράβι,

με τα μυστικά του χέρια στηρίζεται στα κιγκλιδώματα

και κοιτάει την πικροθάλασσα που δραπετεύει ξοπίσω του.

Μονάχα τα νερά απορρίπτουν την επιρροή του,

τα χρώματα και τ’ αρώματα του λησμονημένου φαντάσματος,

που φρέσκα και βαθιά ξεδιπλώνουν το χορό τους

σαν – πες – πύρινες ζωές, σαν αίμα ή σαν πνεύμα,

ζωές δηλονότι που νέες και στιβαρές πετάγονται,

που ενωμένες και επανενούμενες πετάνε.


Ανεξάντλητα τα νερά, χωρίς συνήθειες και χωρίς χρόνο,

πράσινα απ’ την ποσότητα, ικανά και διάκρυα σα δάκρυα,

ψαύουν το μαύρο στομάχι του φορτηγού και πλένουν

την ύλη του, τις σπασμένες του κρούστες,

τις σιδερένιες του ρυτίδες. Τα ζωντανά νερά

ροκανίζουν του πλοίου το κέλυφος,

κουνάνε τις μακρουλές σημαίες των πανάλαφρων αφρών

και τα δόντια τους πετάνε παντού υπερπόντια με σταγόνες.


Κοιτάει τη θάλασσα το φάντασμα με την αόμματην όψη του:

ο κύκλος της ημέρας, ο βήχας του πλοίου,

ένα πουλί πετούμενο στη στρογγυλή και μοναχικιάν

εξίσωση του χώρου, και ξανακατεβαίνει ύστερα

στη ζωή του καραβιού,

πέφτοντας απάνω στον πεθαμένο χρόνο και στα σύξυλα ξύλα,

γλιστρώντας στα μαύρα μαγειρεία και στις μαύρες καμπίνες,

αργά – αργά, μαζί με τον αέρα και μαζί με την ατμόσφαιρα

και μαζί βεβαίως με το παντέρημο σύμπαν.

El Fantasma de buque de carga(από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)


Βαρκαρόλα

Να μ’ άγγιζες μονάχα στην καρδιά, αχ μονάχα,

μονάχα, αχ, το στόμα σου

να μ’ ακούμπαες στην καρδιά μου,

το στόμα, το φίνο σου, τα δόντια, τα φίνα σου,

να μ’ ακούμπαε, αχ, μονάχα η γλώσσα σου

σάμπως αλικόκκινο βέλος

εκεί ακριβώς απάνω

οπού με τα σκονισμένα της χτυπάει,

χορεύει η καρδιά μου,

να σάρωνες τα πάντα μ’ ένα σου φύσημα

μες στην καρδιά μου,

στ’ ακρογιάλι από δίπλα, με κλάματα όλο,

τα πάντα να εσάρωνες,

και τότε , αχ, τότε θα σηκωνότανε, αχ, ήχος ζοφερός,

ηχώ τροχών από συρμούς ονείρων

σαν τα νερά τα αείρροα,

σαν το φθινόπωρο το γραμμένο στα φύλλα των δέντρων,

σαν το αίμα,

μ’ ένα θρόισμα από φλόγες, αχ, υγρές

που κατακαίν τα ουράνια

και ηχάνε σαν όνειρα ή σαν κλαδιά ή σα βροχούλες

ή και σαν βούκινα λιμανιού λυπημένου, αν εσάρωνες εσύ

τα πάντα μ’ ένα σου φύσημα μες στην καρδιά μου,

στ’ ακρογιάλι από δίπλα, εκεί,

σαν το φάντασμα με το σεντόνι του τ’ άσπρο

στην κορφούλα απάνω των ελαφρών αφρών

στη μέση – μέση του άναιμου ανέμου,

σαν το φάντασμα

που ξαμολύθηκε με θρήνους, με κλάματα,

στην άκρην – άκρη του γιαλού, της πικροθαλάσσης απάσης.


Σαν απουσία τανυσμένη,

σαν καμπάνα ξαφνικιά και απότομη –

έτσι κόβει στα δύο

και η μεγάλη θάλασσα της καρδιάς μας τον ήχο,

με τη βροχή, τ’ απόβραδο, στην παντέρμη ακτή:

η νύχτα πέφτει – ποιος αμφιβάλλει; –

πέφτει – πέφτει η νύχτα,

το αμαυρό γαλάζιο των σημαιών της που ναυαγούν αντάτζιο

πλημμυρίζει μετά με πλανήτες από αχνοθαμπωμένη πλατίνα.


Κι αντηχάει η καρδιά ωσάν αχιβάδα αγριερή,

ήχους θαλάσσης και σάλου

φωνάζει, φωνάζει, αντηχά: θάλασσααα! θρήνεεε!

φόβεεε που’ λυωσες!…τρόμεεε λυωμένε!

που εχάααθης σε κακοτυχιές, που εχύυυθης στα κύματα…

Στο χόχλο μέσα αυτόνε ξεδιπλώνει η μεγάλη θάλασσα

τις ξαπλωμένες της σκιές, τις πράσινες της παπαρούνες.


Αν είταν έτσι ξαφνικά να’ ρθεις

– με σάρκα να’ ρθεις λέω και με οστά –

σε πένθιμο ακρογιάλι φερέλυπο

και να’ χεις γύρω – γύρω σου ζωσμένη την πεθαμένη μέρα,

φάτσα – φάτσα με μια νέα νύχτα, μ’ ένα καινούργιο έρεβος,

γιομάτη κύματα, κυματερή και πολυκυματούσα,

και την καρδιά μου να εσάρωνες μ’ ένα σου φύσημα

την παγωμένη απ’ του φόβου τα χάδια, τ’ αγγίγματα…

αν εφύσαγες μες στη μονάχη της καρδιάς μου τη λίμνη,

αν εφύσαγες τις φλόγες της εσύ που πετούν σαν περιστέρες,

θ’ αντήχααν οι μαύρες συλλαβές των αιμάτων τους,

θα εφούσκωναν τ’ αείρρυτα ερυθρά νερά της

και θ’ αντιλάλα, θ’ αντιλάλαε λέω από ίσκιους και σκιές,

θ’ αντιλάλειε η καρδιά μου ωσάν τη χαρά του Χάρου,

θα εθρήναε

σαν υδρορρόη μπουκωμένη αγέρα ή κλάιματα

ή σα μποτίλια που ξεβράζει χειμάρρους – χειμάρρους

τον τρόμο αμή και τον περίτρομο

στο δρόμο αν μη και στον περίδρομο.


Έτσι θα είτανε τα πράγματα τότε –

οι αστραπές θα σκεπάζαν

των μαλλιώνε σου τ’ ωραίο πλήθος,

η βροχή θα όρμαε μες στα ορθάνοιχτα μάτια σου

να ετοιμάσει τους λυγμούς που μυστικά μέσα σου πνίγεις.

Τα μαύρα τότε φτερά

της υαλίνης θαλάσσης ολοένα θ’ ανοίγονταν,

θ’ απλώνονταν γύρω σου και θα σε σκέπαζαν

με μεγάλα νύχια γαμψά, με κρωγμούς, με τραβέρσα.


Θες – σε ρωτώ – θες να’ σαι’ συ το φάντασμα’ κείνο

που μόνο του, ολομόναχο σαρώνει τα ωραία περιγιάλια

φυσώντας, όλο φυσώντας το πένθιμο,

το άχρηστο μουσικό όργανό του;

Ας εφώναζες κοντά σου

τον μακρόσυρτο ήχο του, το μοχθηρό του τσαφάρισμα,

τη μελωδία του τη στρωμένη από κύματα δαρμένα…

αρκεί αυτό, αρκεί, αρκεί

κι όλο και κάποιος θα’ ρχόταν τότε

όλο – ναι – και κάποιος θα’ ρχότανε τότε

απ’ των νησιών τις ακρώρειες,

απ’ τον κόκκινο κάτω πάτο της θάλασσας,

κάποιος όλο μπορεί και να’ρχότανε,

κάποιος θα’ ρχότανε όλο – ναι! – εκεί τότε.

Θα’ ρχόταν φουριόζος,

να φυσήξει θα’ ρχότανε με μανία, με μένος,

να φυσήξει, ν’ αντηχήσει το παν

σα σειρήνα καραβιού τσακισμένου, σα λυγμός,

σα χλιμίντρισμα μεταξύ αφρών και κυμάτων,

σαν αγριεμένο νερό που δίνει δαγκωνιές στην ουρά του

κι αλυχτάει απ’ τον φριχτό, τον φριχτότατο πόνο.

Στα πόρτα όλα και στους ταρσανάδες


η αχιβάδα η ολόγιομη ίσκιους σαν το ουρλιαχτό αλητεύει,

τα θαλασσοπούλια την περιφρονούν,

πετάνε αλλού, πετάν γι’ αλλού,

οι ηχοστήλες της και οι πένθιμες κιγκλίδες της

αναλαμβάνονται στους αιγιαλούς,

στους αιγιαλούς αναλαμβάνονται και στους κλύδωνες

των παντέρημων μα ζωηρών του ωκεανού ζωστήρων

που όλο κλείδωνες με κλαδιά και ξεκλείδωνες.

Barcarola (από τη συλλογή ΔΩΜΑ Β΄ Residencia II  1931 – 1935)

Το Τρίτο δώμα γράφτηκε στα χρόνια που ο ποιητής βρέθηκε στην Ισπανία, στη Γαλλία, στο Μεξικό και στη πατρίδα του, τη Χιλή, όπου εξελέγη γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εδώ, ως επί το πλείστον, έχουμε να κάνουμε με ποίηση πολιτική, κατά το ήθος του ύστερου γαλλικού υπερρεαλισμού, όπου η τέχνη τίθεται προγραμματικώς στην υπηρεσία της επανάστασης

Οι Μανίες και οι Πόνοι
Las furias y las penas

Το ποίημα αυτό το έγραψα το 1934. Πόσα πράγματα εγίναν από τότε και πέρασαν! Η Ισπανία, ο τόπος συγγραφής του, είναι πλέον ζώνη ερειπίων. Αχ, μακάρι να μπορούσαμε με μια σταγόνα ποίησης ή αγάπης να καταλαγιάσουμε του κόσμου τις παιδωμές, τον πόνο!.Αλλά κι αυτό θαν το κατάφερνε μόνο μια καρδιά αποφασισμένη που αγωνίζεται.

Ο κόσμος έχει αλλάξει` όπως και η ποίησή μου έχει αλλάξει άλλωστε. Μια σταγόνα αίμα, που’ πεσε πάνω σε τούτες τις γραμμές, πέπρωται να επιζήσει…πέπρωται να επιζήσει των γραμμών αυτών, καθότι ανεξίτηλη σαν την αγάπη.

                                                                                        Μάρτιος 1939



Μες στην καρδιά μου πόνους έχει και μανίες…

                             ΚΕΒΈΔΟ

Στου στήθους μας τα βάθη είμαστε πάντα μαζί,

στον καλαμιώνα ανταμώνουμε του στήθους μας

μ’ ένα καλοκαίρι φίσκα από κάθυγρες τίγρεις

και στήνουμε ενέδρα σ’ ένα μόλις μέτρο κρύας σάρκας,

ενέδρα σε μι’ ανθοδέσμη μόνο απρόσιτου δέρματος

– το στόμα μας μυρίζει ιδρώτα και ατλάζινες φλέβες

όπως στη νοτερή συναπαντιόμαστε ισκιάδα

που αδιακόπως περισυνά φιλήματα στάζει όλο στάζει.



Μ’ εσένα, σκληρή μου εχθρέ, μ’ έσένα

εχθρέ ονείρων και ονείρων που σπάσαν σαν τίποτα

εύθραυστα άνθη γυάλινα και σαν καμπάνες

που χαλάσαν σαν απειλή και σα φοβέρα, σάμπως

λάμψεις μαύρου κισσού εν μέσω αρωμάτων,

μ’ εσένα, σκληρή μου εχθρέ, εχθρέ

με τους μεγάλους γοφούς που αγγίξαν τα μαλλιά μου

με δροσιά δριμύτατη και με ωσάν χτένια γλώσσα νερένια,

παρ’ όλη των δοντιών τη διάβουη ψύχρα

και παρ’ όλο του ματιού το άσβεστο μίσος,

μα ίσως και παρ’ όλη τη μάχη των θεριών

που ξεψυχάγανε τη λήθη σταθερά βιγλίζοντας,

μ’ εσένανε είμαστε σε κάποιο μέρος θερινό οι δυο μαζί

και μαζί έχουμε στήσει ενέδρα, μαζί εβάλαμ’ ιξούς

με χείλη που υπέστησαν στο τέλος την εισβολή της δίψας.

Αν υπάρχει κάποιος που τρυπάει τον τοίχο

και με κύκλους φωσφόρου περνάει από μέσα του

να πληγώσει το κέντρο των μελένιων μελών,

να δαγκώσει ένα – ένα τα φύλλα του δάσους

που σα σκύλα ουρλιάζει,

εγώ είμαι, ιδού’ με, αυτός, και έχω αρωγούς ΄

τα πύρινα μάτια σου που όλο πετούν ματωμένα

και ποτίζουν και σταυρώνουν γόνατα με λαρύγγια

που τα’ χει με τάξη περιβάλει εξ αρχής το γενικό μετάξι( απόσπασμα)

( Από τη συλλογή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)





ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ESPAN EN EL CORAZON


Άσμα για τις μαννάδες των νεκρών εθνοφυλάκων

Δεν είναι νεκροί, δεν επέθαναν! Είναι

στη μέση της μπαρούτης,

επί ποδός, σαν αναμμένα φιτίλια.


Οι αμίαντοι ίσκιοι τους έχουν μαζωχτεί

στο χαλκοπράσινο λιβάδι

σαν παραπέτασμα θωρακισμένου ανέμου,

σαν οδόφραγμα στο χρώμα της οργής,

σαν το καθαυτό αόρατο στήθος του ουρανού.

Μαννάδες! Στέκονταν μέσα στα στάχυα,

ψηλοί σαν το βάθος της μεσημβρίας,

κυρίαρχοι των μεγάλων κάμπων!

Είναι σαν καμπαναριό με μαύρη φωνή

που ανάμεσα από σώματα ατσάλινα

προαγγέλλει τη νίκη.

Αδελφές σαν την πεσμένη

σκόνη, καρδιές

κομματιασμένες,

έχετε εμπιστοσύνη στους νεκρούς σας,

στους δικούς σας νεκρούς!

Δεν είναι μόνο ρίζες

κάτω από πέτρες βαμμένες στο αίμα,

δεν είναι μόνο τα φτωχά γκρεμισμένα οστά

που δουλεύουν και θα δουλεύουν τη γη,

αλλά και τα στόματά τους δαγκώνουν ακόμη μπαρούτι ξερό

και ορμάνε σαν ωκεανοί από σίδερο, αλλά και

οι υψωμένες τους γροθιές αρνούνται το θάνατο.

Γιατί μέσα από τα τόσα σώματα ανατέλλει

ζωή νέα αόρατη. Μαννάδες, σημαίες, παλληκάρια!

Ένα μόνο σώμα ζωντανό σαν τη ζωή:

μια όψη με μάτια κομμάτια βιγλίζει στο σκότος

μ’ ένα σπαθί γιομάτο χθόνιες ελπίδες!


Πετάχτε

τα πένθιμα ρούχα σας, ενώστε όλα

τα δάκρυα σας μέχρι να τα κάμετε μέταλλο:

γιατί εδώ χτυπάμε μέρα και νύχτα,

εδώ κλωτσάμε μέρα και νύχτα,

εδώ φτύνουμε μέρα και νύχτα

μέχρι να πέσουν οι πύλες του μίσους!

Δεν λησμονώ τη δυστυχία σας, γνωρίζω

τους γιους σας,

και είμαι για το θάνατό τους περήφανος,

όπως και για τη ζωή τους περήφανος είμαι,


Τα γέλια τους

αστροπελέκαγαν στα βουβά εργαστήρια,

τα βήματά τους στον Υπόγειο

αντήχαγαν πλάι μου κάθε μέρα, και μαζί

με τις πορτοκαλιές του Λεβάντε,

με τα δίχτυα του Νότου, μαζί

με τα μελάνια των τυπογραφείων,

πάνω στο τσιμέντο των αρχιτεκτονημάτων

είδα ν’ αρπάζουνε οι καρδιές τους φωτιά,

κι απ’ τη φωτιά να δυναμώνουν.


Όμως

πιο πολύ κι απ’ τις κατάρες για τις διψασμένες ύαινες,

για τον κτηνώδη αρουραίο, που ουρλιάζει

από την Αφρική τα βρωμερά του προνόμια,

πιο πολύ κι απ’ τον θυμό,

πιο πολύ κι από τη χλεύη,

πιο πολύ κι από το θρήνο,

μαννάδες, που σας διαπέρασε η αγωνία και ο θάνατος,

κοιτάξτε την καρδιά της ευγενικιάς ημέρας που γεννιέται,

και μάθετε πως οι νεκροί σας χαμογελούν από το χώμα

υψώνοντας όλοι τις γροθιές τους

πολύ πιο πάνω απ’ τα κεφάλια των σταχυών.

Canto a las madres de los milicianos muertos( από τη συλλογή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)

Και στις τρεις συλλογές κοινό στοιχείο είναι ο θάνατος: στις δύο πρώτες ως παράλογη αναίρεση της ζωής, στη δε τρίτη κυρίως ως ηρωική κατάληξη του βίου των μεγάλων κοινωνικών επαναστατών και των αμέτρητων μαχητών του φωτός ενάντια στο φασιστικό ζόφο και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα Χθόνια δώματα είναι όντως ενδιαίτημα του θανάτου: δώμ’ Άΐδαο, όπως το΄θελαν, άλλωστε όλοι οι μεγάλοι ποιητές από την εποχή του Ομήρου ( Οδύσσεια μ 21) και εντεύθεν…( Προλογικό σημείωμα του μεταφραστή)


Πάμπλο Νερούδα, Στα χθόνια δώματα. Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, Ύψιλον 2007

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η σκαλωσιά

Πώς γίνεται είκοσι χρονών ένα παιδί γεννημένο σε μιαν απόμακρη συνοικία, μέσα σε μιαν αυλή, μόνον η μάνα του μπορεί να το ξέρει. Εγώ και σεις τα φανταζόμαστε όλα, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ωστόσο απλώς φιλοσοφούμε μπροστά σ’ αυτόν που τα ζει όλα, μπροστά στη μάνα π.χ. που μεγαλώνει το παιδί της στην αυλή μιας μακρινής συνοικίας. Το μόνο πράσινο που είδε αυτό το παιδί, ήταν το χορταράκι που φύτρωνε το χειμώνα ανάμεσα στις πλάκες αυτής της αυλής, κάτω από τα σύρματα ή τα σκοινιά που κρέμονταν τα βρεγμένα ρούχα. Λίγος ήλιος, λίγος αέρας, λίγο γάλα και πολλά ελπιδοφόρα νανουρίσματα και τραγούδια σε πικρό ρυθμό από τα χείλη αυτής της μάνας, που εναγκαλίζεται όλο τον κόσμο, σφίγγοντας με καθαρό μητρικό πάθος το παιδί της στο στήθος της.

Αν μπορούσε ο Πέτρος ―έτσι λέγονταν το παιδί της― θα γίνονταν κάτι άλλο, γιατί στις τρεις τάξεις του δημοτικού που πήγε ήταν ένας καλός μαθητής. Το είπε στη μάνα του και ο δάσκαλος, αλλά εννιά χρονών χρειάστηκε να πουλάει κάτι μικροπράγματα, πότε πασατέμπο, πότε τσατσάρες, είκοσι δραχμών εμπόρευμα σ’ ένα χαρτονένιο κουτί και δεκατέσσερο χρονών να βοηθάει σ’ ένα γιαπί. Από γιαπί σε γιαπί, έφτασε είκοσι χρονών, είχε μάθει την τέχνη κι η μάνα του δεν ξενόπλενε κάθε μέρα μια που ήταν μισοπιασμένη από τ’ αρθριτικά και μια που ο θεός της τα ’φερε βολικά κι ο Πέτρος της έφερνε κάθε Σάββατο τα μεροκάματά του. Νοιάζονταν το μικρότερό της παιδί που κι αυτό κάτι έφερνε στο σπίτι πουλώντας λάστιχα και κοκαλάκια για το γιακά. Όταν ο Πέτρος δούλευε σε κοντινές οικοδομές, του ’στελνε το ψωμί του με το μικρό, γιατί σφίχτηκε η καρδιά της μια φορά που τον είδε ξανεμισμένον πάνω σε μια ψηλή σκαλωσιά.

Της φάνηκε πως η σκαλωσιά έτρεμε, πως τα σανίδια ήταν σάπια, πως ο γιος της κρεμόταν σχεδόν στον αέρα κι από τότε ποτέ δεν της έλειψε η πικρή αυτή συλλογή. Ο γιος της ένα βράδυ της είπε: «Όλος ο κόσμος μάνα έγινε με σκαλωσιές. Χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν και δουλεύουν στις σκαλωσιές. Μη φοβάσαι, προσέχω…». Εκείνη όμως δεν ησύχασε. Είχε δει πως τα σανίδια ήταν λειψά, της είχε φανεί μάλιστα πως η σκαλωσιά που είχε δει έγερνε. Η αγάπη μεγαλώνει τον κίνδυνο, η φαντασία δουλεύει. Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε νέο βράδυ που επέστρεφε τον αγαπούσε περισσότερο. Έτρεχε, του ’βγαζε τα παπούτσια και του ’πλενε τα λασπωμένα πόδια. Αγαπούσε ακόμη και το πουκάμισό του που το καλοσιδέρωνε την ημέρα, για να βγει το βράδυ ο γιος της με τους φίλους του, να κάτσει στο καφενείο ή στην ταβέρνα ή να σεργιανίσει στην κεντρική οδό.

Πώς έγινε εκείνη την μέρα κι άλλαξε ο κόσμος, εκείνη δεν το κατάλαβε. Όταν άκουσε την είδηση έπεσε ξερή. Το παιδί είχε πέσει κι είχε μείνει στον τόπο. Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι. Το φαγητό του ήταν δεμένο στην πετσέτα και το περίμενε. Τηλεφώνησαν, ήρθε γρήγορα το ασθενοφόρο. Μάταια πράγματα. Η ανάσα του είχε κοπεί. Ο εργάτης που έχωσε μες στο πουκάμισό του κι ακούμπησε το ασβεστωμένο του χέρι στην καρδιά του, το είπε: «Πέθανε». Το βραδάκι που θα σχόλαγαν οι εργάτες θα ξανασυναντούσαν τον σκοτωμένο τους σύντροφο στο σπίτι του, ξαπλωμένον, αμίλητον, όμορφον όπως πάντα, είκοσι χρονών για πάντα.

Ο ίδιος εργάτης που έβαλε το χέρι στην καρδιά του, πήρε με το σχόλασμα και την πετσέτα με το φαΐ του Πέτρου μαζί του. «Θα το πάω στο σπίτι, είπε, για το άλλο της παιδί». Η μάνα του είχε πλύνει για τελευταία φορά τα πόδια και του είχε φορέσει το καλό του πουκάμισο. Στον κόσμο τα ίδια δάκρυα έχουν διαφορετικό βάρος.

Σας έγραψα σήμερα μια πολύ κοινή ιστορία, που την έμαθα αρχίζοντας από το τέλος της. Ένα βράδυ μου ’δειξαν μια γυναίκα, που ανέβαινε σ’ ένα λόφο, κοιτούσε τις σκαλωσιές των οικοδομών που χτίζονταν κι έκανε το σταυρό της. Παρακαλούσε για τα παιδιά όλου του κόσμου, που δουλεύουν στις σκαλωσιές.



Νικηφόρος Βρεττάκος

Δρόμοι της Ειρήνης, αρ. 56, Σεπτέμβρης 1962

Αναδημοσίευση από το ΕΝΩΜΕΝΟ ΚΤΙΣΤΑΔΙΚΟ