Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

...ένα γεφύρι πέτρινο απλώνει τ' άσπρα του φτερά

Εκεί που σμίγουν δυό ποτάμια
και αδελφώνουν τα νερά
ένα γεφύρι πέτρινο 
απλώνει τ' άσπρα του φτερά

Ξέρω τα χέρια που το χτίσανε
τα πόδια που το περπατήσανε.

Κρυμμένο μέσα στα πλατάνια
ακούει τ' άγρυπνο νερό
ένα γεφύρι πέτρινο
που ταξιδεύει στον καιρό.

Ξέρω τα χέρια που το χτίσανε
τα χείλη που το τραγουδήσανε
κι ακούω το γέλιο της χτισμένης
στα πέρατα της οικουμένης.

Μιχάλης Γκανάς, Ο ύπνος του καπνιστή ( 2003)

[Φωτογραφίες: Γεφύρι Κλειδωνιάβιστας ή Βοϊδομάτη( Μάης 2017)

Βρίσκεται στο χωριό Κλειδωνιά της επαρχίας Κόνιτσας, εκεί που τελειώνει η χαράδρα του Βίκου. Γεφυρώνει τον Βοϊδομάτη. Χτίστηκε το 1853 με έξοδα της Μπαλκίζ Χανούμ τού Μαλήκ Πασά.
Στο σημείο αυτό του ποταμού, προϋπήρχε από τους βυζαντινούς χρόνους μια παλιότερη γέφυρα η οποία είχε συνδεθεί μ’ ένα φονικό επεισόδιο που έγινε εκεί μεταξύ δυο οικογενειών της περιοχής και είχε σαν αποτέλεσμα να εγκαταλειφτεί ένα ολόκληρο χωριό. Δύο μεγάλες και πλούσιες οικογένειες συγκρούστηκαν για ζήτημα τιμής πάνω στο γεφύρι. Η μία ήταν η οικογένεια του Γεραίνη και η άλλη ήταν η οικογένεια του Σταμάτη. Νύφη η κόρη του Γεραίνη περνούσε μαζί με την οικογένεια και τους συγγενείς της πάνω από το γεφύρι, όταν ρίχτηκε πάνω τους η οικογένεια του Σταμάτη μαζί με φίλους. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων ο Γεραίνης με τη γυναίκα του και δύο ξαδέρφια της νύφης. Από τότε τραγουδιέται και το μοιρολόϊ της κόρης του Γεραίνη: "Δεν τον αλλάζω τον αχό/να πω άλλο τραγούδι/έχασα κύρη καί κυρά καί δυό πρώτα ξαδέρφια...".]

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Μέλπω Αξιώτη, Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ

Η Μέλπω Αξιώτη δεν μας άφησε κληρονομιά μόνο τα σπαρακτικά μυθιστορήματά της και τα μοναδικά ποιήματά της αλλά και διάφορα άρθρα με τα οποία έδωσε το πνεύμα της Αντίστασης στους κατακτητές και στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον μέσα από αυτά τίμησε μορφές του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος , γυναίκες και άντρες. Δεν σταμάτησε όμως να γράφει ακόμη και όταν βρέθηκε εξόριστη στη Γαλλία και προσπαθούσε να ενημερώνει το γαλλικό λαό για τις συνθήκες στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση.
Η Μέλπω Αξιώτη έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 1973. Στη μνήμη της το ιστολόγιο μεταφέρει το άρθρό  της Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ , που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Europe το καλοκαίρι του 1950, γραμμένο στα γαλλικά καθώς απευθυνόταν στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΛΖΑΚ


Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε
Κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί,
Να, με τον ίδιο θάνατο,
Το θάνατο πατάμε.

Κ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
 ( Απόσπασμα από 
Το τελευταίο τραγούδι
 που ο ποιητής το έγραψε
 στις φυλακές της Αίγινας
 την παραμονή της εκτέλεσής του
 στις 6 του Μάη 1948)

Το περιοδικό Europe μάς ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ.
Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να το γράψει.
Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα μονάχα δικαίωμα: να σας μιλάνε για τους απόντες. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι' αυτούς αν έκαναν κάτι άλλο.
Και ο Μπαλζάκ, ο μεγάλος αυτός ρεαλιστής, ο πρωτουργός ίσως του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, θα το είχε περίφημα καταλάβει, γιατί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλζάκ είναι να μιλάει γι' αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ' εκείνους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου.
Δεν είμαστε εμείς που το θελήσαμε - το δεχόμαστε ωστόσο σαν μεγάλη τιμή - οι πιο κοντινοί μας γειτόνοι να μην είναι πια σήμερα οι άνθρωποι της απέναντι ταβερνούλας, οι απογοητευμένες ψυχές, αλλά οι σύντροφοί μας της Μακρόνησος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγματικότητα.
Θα θέλαμε αυτό να είναι η ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.

Στις 12 του Οχτώβρη, μέρα της Απελευθέρωσής μας, δε βρισκόταν ακόμα στο έδαφός μας ούτ' ένας φαντάρος των αγγλοσαξόνων συμμάχων μας. Ξεμπάρκαραν μόλις τρεις μέρες αργότερα. Εμείς είχαμε κιόλας ξεφορτωθεί τους ναζήδες, χάρη στην ισχυρή πίεση  του σοβιετικού στρατού που κατέβαινε προς τα Βαλκάνια, χάρη στις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ και χάρη στο μαζικό κίνημα του λαού μας στις πόλεις. Οι νεκροί μας σε τούτη την τετραετία έφτασαν το μισό εκατομμύριο. Σε αναλογία με τον πληθυσμό, αυτό θα σήμαινε, λογουχάρη για τη Γαλλία, τρία εκατομμύρια νεκρούς.
Η φοβερή αυτή αφαίμαξη και η ανάλογη ερήμωση του τόπου σ' όλους τους άλλους τομείς, μας άφηναν βέβαια καταματωμένους, πλούσιους όμως από πείρα και δυναμωμένους από καινούριους χυμούς. Ο ελληνικός λαός είχε κατορθώσει να κάνει τα μαύρα χρόνια της Κατοχής την πιο γόνιμη στιγμή της μακραίωνης ιστορίας του, να κάνει εκείνη την περίοδο μιαν ολόφωτη κορφή του αγώνα του για τη ζωή. Όνειρα, που είχαν μείνει μόνο όνειρα, αιώνες ολάκερους, γίνονταν τέλος λαχταριστή πραγματικότητα για το λαό.
Δε θα μιλήσω εδώ για όλους τους νόμους της προσωρινής μας κυβέρνησης που λειτούργησε περισσότερο από ένα χρόνο στις απελευθερωμένες περιοχές μας ( το νόμο για την αυτοδιοίκηση, το νόμο για τη λαϊκή δικαιοσύνη, για τα πολιτικά δικαιώματα της γυναίκας, για το μοίρασμα της γης στους αγρότες, για την προοδευτική και εντελώς δωρεάν εκπαίδευση), νόμους που είχαν μπει σ' εφαρμογή και είχαν αναζωογονήσει όλους τους τομείς της ιδιωτικής και εθνικής ζωής. Εδώ θα μιλήσω μόνο για τον πνευματικό τομέα και για τη νέα εκείνη γενιά που ξεπήδησε από τα ερείπια.

Εκείνο που θυμάμαι πρώτ' απ' όλα, είναι η δίψα μας. Ναι, διψούσαμε για τα πάντα: να μαθαίνουμε, να δίνουμε, να δημιουργούμε, ν' αφομοιώνουμε, ν' αλλάζουμε, να προχωράμε, να γεννάμε, ν' ανεβαίνουμε, να στοχαζόμαστε, να τραγουδάμε και να ζούμε.
Θυμάμαι την Καισαριανή, δοξασμένη συνοικία της Αθήνας, που είχε δώσει, μόνη αυτή, 49 κανονικές μάχες ενάντια στους κατακτητές. Θυμάμαι ότι βρέθηκα εκεί την επομένη κιόλας της Απελευθέρωσης. Θάβανε , εκείνη τη μέρα, τον τελευταίο νεκρό της περιοχής, ένα νεαρό ανθυπολοχαγό του ΕΛΑΣ. Χαράζανε ακόμα στο μάρμαρο τα ονόματα εκείνων που χάθηκαν. Μια μυρωδιά από αίμα αναδινόταν από το λάκκο, μπροστά στον τοίχο όπου οι Γερμανοί είχαν τουφεκίσει πάνω από δυό χιλιάδες πατριώτες. Και την ίδια εκείνη μέρα - σας τ' ορκίζομαι - βρήκα Καισαριανώτες σκυμμένους πάνω σ' ένα τραπέζι στα γραφεία του ΕΑΜ να καταστρώνουν τα σχέδια για το χτίσιμο μιας βιβλιοθ΄κης κι ενός τοπικού θεάτρου. " Δουλέψαμε καλά στην παρανομία" μου είπαν, " τώρα θέλουμε να' μαστε πάλι πρωτοπόροι στην ειρηνική ανοικοδόμηση". Αυτή ήταν η εικόνα του ελληνικού λαού τη μέρα της Απελευθέρωσης.
Γιατί το λαϊκό θέατρο, τις βιβλιοθήκες στις συνοικίες, στα προάστια και στα εργοστάσια, και το εκδοτικό " Τα Νέα Βιβλία" - εφάμιλλο των καλύτερων εκδοτικών οίκων της Ευρώπης - τα είχαμε, στην ουσία δημιουργήσει στη διάρκεια της Κατοχής, και, εξάλλου ο λαός είχε μάθει να διαβάζει; το περιεχόμενο είχε αλλάξει,η γλώσσα είχε αλλάξει, ό,τι μπορούσε να τον ενδιαφέρει, το έβρισκε κιόλας στον Τύπο και στη νέα μας λογοτεχνία. Η καθαρεύουσα που μας είχε πάντοτε επιβληθεί - γλώσσα νεκρή και φτιαχτή - καταργήθηκε και η δημοτική, που χρησιμοποιείται τώρα μέχρι και στα επίσημα γραφτά, έλυσε επιτέλους ένα από τα πιο σοβαρά ελληνικά προβλήματα. " Ας βιαστούμε να μάθουμε να γράφουμε στη δημοτική" έλεγε σε μια συγκέντρωση, προς το τέλος της Κατοχής, ένας αντιδραστικός διανοούμενος, " η εφημερίδα του ΚΚΕ που θα εκδίδεται αύριο στη νομιμότητα θα μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή". Κι αυτό συνέβη πραγματικά.
Κατείχαμε, προπολεμικά, το θλιβερό ρεκόρ του αναλφαβητισμού στην Ευρώπη. Τα επιτυχημένα βιβλία δεν κυκλοφορούσαν σε περισσότερα από χίλια αντίτυπα το χρόνο. Νιώθω περήφανη όταν σκέφτομαι πως το βιβλίο μου Απάντηση σε 5 ερωτήματα - το πρώτο βιβλίο μας που εκδόθηκε μετά την Απελευθέρωση - είχε κυκλοφορία έξι χιλιάδες αντίτυπα σε 13 μέρες, έντεκα χιλιάδες σ' ένα μήνα.
Θυμάμαι τις συγκεντρώσεις όπου οι σύντροφοί μας της ΕΠΟΝ γύρευαν αχόρταγα να μάθουν τα πιο παλιά λογοτεχνικά μυστικά, όπου ναυτικοί κι εργάτες μάς έφερναν τα γραφτά τους, που συχνά ήταν μικρά αριστουργήματα. Θυμάμαι ένα βραβείο λογοτεχνίας που το ΕΑΜ είχε ορίσει το 1946 για το καλύτερο βιβλίο της Αντίστασης. Το κέρδισε ένας νεαρότατος εργάτης που έγραφε για πρώτη φορά, ο Σωτήρης Πατατζής. Σκέφτομαι όλους εκείνους που θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλοι συγγραφείς, αν τους είχαν απλώς αφήσει να ζήσουν...Για την Ελλάδα η εποχή εκείνη ήταν όλη "αστραπόβροντα".
Θυμάμαι τον Ζαχαριάδη, τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, που γύρισε από το στρατόπεδο του Νταχάου, το 1945, ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία. Μια μέρα θέλησε να συναντηθεί με τους διανοούμενους. Νιώθαμε κάπως στενάχωρα, όρθιοι, γύρω του, ύστερα από τις πρώτες συστάσεις. Τότε κάποιος από μας ρώτησε αν μπορούσε να θέσει μιαν ερώτηση. Ο Ζαχαριάδης χαμογέλασε, με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελό του, και μας είπε: " Μπορείτε να ρωτήσετε ό,τι θέλετε, σύντροφοι αλλά μη με μπερδεύετε με θέματα σαν του σουρεαλισμού, και δεν ξέρω τι άλλο, γιατί δεν τα έχω μελετήσει ακόμα. Αυτό που ξέρω, είναι πριν απ' όλα ότι πρέπει να δημιουργείτε. Κι έχετε τόσα να πείτε! Δεν ήσασταν παρά μια χούφτα όταν σας άφησα πριν από δέκα χρόνια, και τώρα είστε τόσο πολλοί!" Πράγματι, ο δυνατός αγέρας που είχε φυσήξει πάνω στη χώρα, έφερε στο στρατόπεδο της προόδου την πλειονότητα των διανοουμένων. Ακόμα κι οι πιο ταλαντευόμενοι ένιωθαν ντροπή που σέρνονταν πίσω.
Και σας βεβαιώνω πως ο Ζαχαριάδης, αργότερα, δεν έδειξε καμιάν επιείκια απέναντί μας. Ανακατευόταν - συγνώμη για τη λέξη - κι αυτός σ' όλα τα προβλήματα που αφορούσαν τους "εργάτες της πένας". Έπρεπε να κάνουμε όλο και περισσότερα. Ποτέ δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν ήταν όσο έπρεπε καλά. Κάπου έλειπε ένα περιοδικό· κι εμείς στρωνόμασταν να βγάλουμε το περιοδικό. Κάπου αλλού, η κριτική δεν ήταν στο ύψος της αποστολής της· και οι πιο αρμόδιοι ρίχνονταν στη δουλειά με τα μούτρα για να τη βελτιώσουν. Του παρουσιάζαμε τον κατάλογο των βιβλίων μας που είχαν εκδοθεί και τον κατάλογο των ανέκδοτων χειρογράφων μας. " Σύντροφοι, μας έλεγε, καθυστερείτε σε σχέση με τη μεγάλη εξέλιξη του λαού μας. Οι εργάτες μας κάνουν περισσότερα από σας. Φιλοτιμηθείτε να τους εκπροσωπήσετε επάξια".
Ήταν ετούτη μια εποχή όπου, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο λαός των απόμακρων συνοικιών, των ρημαγμένων προαστίων και των θλιμμένων επαρχιών, άρχισε μια πορεία για να κατακτήσει όλες τις σφαίρες της ζωής. Και οι Έλληνες διανοούμενοι, σαν τον Ανταίο, που έπαιρνε δύναμη από τη γη, αντλούσαν την έξαρσή τους από τούτο το λαό.
Να είναι άραγε τόσο μακρινή η εποχή; Να έχει άραγε ξεσπάσει στο μεταξύ κάποιος κατακλυσμός;
Αχ! φίλοι μου μόλις τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε. Τρία χρόνια που θα μας χωρίσουν, φίλοι μου, απ' όλους τους κατοίκους της Γης. Χώρισαν τη μάνα από το παιδί της, άρπαξαν τον άντρα απ' τη γυναίκα του, σβήσαν τη νιότη από τα πρόσωπα, στέρησαν τους νεκρούς από τον τάφο τους, κι η ίδια η ανάσα της ζωής στάθηκε στο λαιμό μας. Ο αμερικανισμός, φίλοι μου, είχε περάσει πάνω απ' την Ελλάδα.
Μας τουφέκισαν μέσα στα θέατρά μας, λεηλάτησαν τις βιβλιοθήκες μας, απαγόρεψαν τα περιοδικά μας, κάψανε τα βιβλία μας, αλλάξανε και πάλι τη γλώσσα μας, σβήσανε το φως, κι οι άνθρωποι αναγκαστήκανε σαν πρόσφατοι τυφλοί να βαδίζουν ψηλαφητά στο σκοτάδι. Να βαδίζουν ψηλαφώντας για να ξαναβρούν τους συγγενείς, για να βρουν τους φίλους. Μα οι φίλοι μας, χάθηκαν.
"Η θάλασσα, μου το πήρε το παιδί μου" - είναι η ποιητική φράση αυτού του ναυτικού λαού. Σήημερα όμως δεν είναι πια η θάλασσα: στη γλώσσα που διάλεξε ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, αυτό ονομάζεται: " Αμερικάνικη βοήθεια" - "Δόγμα Τρούμαν" - " Σχέδιο Μάρσαλ " - " Ατλαντικό σύμφωνο".
Τούτο το " δόγμα Τρούμαν" ξόδεψε σε τρία χρόνια πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την οργάνωση του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα. Και να ποιο ήταν το αποτέλεσμα  στα τρία χρόνια:
- 140.000 φαντάροι του κυβερνητικού στρατού νεκροί και τραυματίες.
- 400.000 ορφανεμένα παιδιά.
- 700.000 άτομα που τα στηρίγματά τους βρίσκονται ακόμα υπό τα όπλα.
- 1.000.000 πρόσφυγες που σέρνονται πεινασμένοι και κουρελήδες.
- 7.000 καμένα χωριά
- 25.000 κατοικίες ρημαγμένες.
- 105.000 κατοικίες μισορημαγμάνες.
- Πάνω από 3.000 πατριώτες δολοφονημένοι.
- Πάνω από 1.500 πατριώτες εκτελεσμένοι γιατί πήραν μέρος στην Αντίσταση κατά των ναζήδων κατακτητών.
- Πάνω από 10.000 βασανιζόμενοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα.
- 70.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στις φυλακές  και στις εξορίες.
- 20.000 πατριώτες βρίσκονται σήμερα στο στρατόπεδο της Μακρόνησος.
Και οι διανοούμενοί μας, τι έγιναν μέσα σε τούτη την κόλαση;
Σε μιαν έρευνα που δημοσίεψε η εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος Μάχη τον Μάρτη του 1950 διαβάζουμε ότι στο νησί αυτό των δακρύων και του αίματος - στη Μακρόνησο - μέσα σε απόμακρες χαράδρες, κάτω από αντίσκηνα, σε καινούριες γωνιές απομονωμένες, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, βρίσκονται στοιβαγμένοι, ξαπλωμένοι κατάχαμα, τυφλοί, τρελοί, πληγωμένοι, παραλυτικοί. Στο 7ο Τάγμα μια στρατιά ολάκερη από επιστήμονες υποβάλλονται σε βασανιστήρια: 70 δικηγόροι, 18 γεωπόνοι, 15 γιατροί, 48 καθηγητές, 100 δημοδιδάσκαλοι, 400 άλλοι επιστήμονες και διανοούμενοι. Ανάμεσά τους πολλοί έχουν περάσει τα 60. Ο απολογισμός ενός μόνο δεκαπενθήμερου - από τις 10 ως τις 25 Οχτώβρη 1949 - έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα για τους 2.700 κρατούμενους στο περίφημο "Συρματόπλεγμα": 6 νεκροί, 67 που χάσανε τα λογικά τους, 50 σοβαρά τραυματισμένοι, 400 ελαφρότερα τραυματισμένοι. Στον " κλωβό του Άι - Γιώργη" βρίσκονται 150 διανοούμενοι. Οι περισσότεροί τους είναι φυματικοί, άλλοι έχουν σπασμένα τα πόδια, τα μπράτσα και τα πλευρά, άλλοι είναι με όγκους στον εγκέφαλο εξ αιτίας των βασανιστηρίων.
Σύμφωνα με τα σχέδια του διεθνούς ιμπεριαλισμού, που δημιούργησε στην Ελλάδα τούτο το νέο Νταχάου, δόθηκε μια εντελώς ιδιαίτερη προσοχή στην καταρράκωση του ηθικού των διανοουμένων. Το παράδειγμα γνωστών συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών που θα εξαναγκάζονταν κάτω από το άγριο ξυλοκόπημα και τους απίστευτους εξευτελισμούς να υπογράψουν την περίφημη "δήλωση" αποκήρυξης των ιδεολογικών και πολιτικών τους πεποιθήσεων, το παράδειγμα τούτο θα είχε δώσει τροφή στην επίσημη προπαγάνδα που απευθυνόταν στους ξένους δημοσιογράφους και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ε λοιπόν, οι εγκληματικές αυτές ελπίδες εκμηδενίστηκαν. Και σε τούτο τον αρχαίο τόπο, με το τόσο έντονο φως, σε τούτο το γρανιτένιο έδαφος που οι πηγές του ζωής δεν στέρεψαν ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορίας, σε τούτο τον απομονωμένο και έρημο βράχο της Μακρόνησος, όμοιοι με σύγχρονους Προμηθείς που δε λυγάνε, νά τοι οι διανοούμενοί μας:
- Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ, ποιητής. Φυματικός, μένει μαζί με εβδομήντα άλλους αιμοπτυσικούς κάτω από ένα αντίσκηνο χειμώνα - καλοκαίρι.
- Μενέλαος ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, μυθιστοριογράφος. Ανάπηρος εκ γενετής, ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949. Η γυναίκα και η εξάχρονη κόρη του έχουν επίσης εξοριστεί.
- Τάσος ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ποιητής. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949.
- Λουκάς ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ηλικίας 55 χρονών.
- Θέμος ΚΟΡΝΑΡΟΣ, ιστορικός και συγγραφέας. Κρατούμενος των Γερμανών στο φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαριού, συγγραφέας ενός βιβλίου - μαρτυρίας γι' αυτό το στρατόπεδο, που έχει γίνει ήδη κλασικό.
- ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου όπου έπαιξε  επί πολλά χρόνια πρώτους ρόλους. Έχει προσβληθεί από οξεία νευρασθένεια εξαιτίας της κακομεταχείρισης που είχε στη Μακρόνησο.
- Μάνος ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου. Πάσχει από έλκος του στομάχου και κήλη. Βασανίστηκε φρικτά σε μια χαράδρα τη νύχτα της 6 προς την 7 του Δεκέμβρη 1949.
-Γιώργος ΓΙΟΛΑΣΗΣ, δραματικός ηθοποιός. Βασανίστηκε από την 1η ως τις 7 του Δεκέμβρη 1949
- Κώστας ΜΠΑΛΑΔΙΝΙΑΣ, ηθοποιός. Προσβλήθηκε από έλκος των εντέρων· στερείται από κάθε ιατρική περίθαλψη.
- Φοίβος ΑΝΩΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, συνθέτης και μουσικός κριτικός. Πάσχει από φυματιώδη σκωληκοειδίτιδα.
- Γιάννης ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απ' όπου απολύθηκε γιατί πήρε μέρος στην Αντίσταση. Είναι 60 ετών. Η σύζυγός του, Ρόζα, έχει κι αυτή εκτοπιστεί στη Μακρόνησο.
- Κώστας ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον βασάνισαν, του έσπασαν το μπράτσο. Ο αρχιβασανιστής της Μακρονήσου Μπαϊρακτάρης, μην κατορθώνοντας να του αποσπάσει τίποτε με τη βία, έχασε την υπομονή του και τον απείλησε με τα χειρότερα βασανιστήρια και με θάνατο. Ο Δεσποτόπουλος τον αποσβόλωσε με τούτη την απλή απάντηση: " Είμαι φιλόσοφος. Δεν ξέρετε πως κάθε φιλοσοφία είναι μια μακριά προετοιμασία για το θάνατο;"
- Δημήτρης ΦΩΤΙΑΔΗΣ, πεζογράφος, μεταφραστής του Πλάτωνα και του Δημοσθένη, θεατρικός συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Εξαντλημένος από τα βασανιστήρια, μένει μαζί με 250 αρρώστους. Προσπάθησαν να του αποσπάσουν μια "δήλωση". Του είπαν: " Υπόγραψε μόνο τούτο: Είμαι Έλληνας. Αυτό είναι όλο που σου ζητάμε". Ο Φωτιάδης απάντησε περήφανα: " Όλο το έργο μου μαρτυράει για την ελληνικότητά μου. Για ποιο λόγο να το δηλώσω; Όταν ήρθατε να με συλλάβετε, έγραφα ένα θεατρικό έργο για την έξοδο του Μεσολογγίου. Γνωρίζετε τίποτε πιο ελληνικό και εθνικό από τούτη την έξοδο του Μεσολογγίου;"
- Κι ανάμεσα στις 675 γυναίκες που μεταφέρθηκαν τελευταία στο Μακρονήσι από άλλα στρατόπεδα, είναι η νεαρή ηθοποιός Αλέκα ΠΑΪΖΗ, η Λίζα ΚΟΤΤΟΥ, ερευνήτρια των αρχείων, η Καίτη ΚΡΙΤΣΙΚΗ, που ο γιατρός σύζυγός της γλίτωσε με δυσκολία, πριν από λίγους μήνες, από την καταδίκη σε θάνατο, και η γνωστή παιδαγωγός Ρόζα ΙΜΒΡΙΩΤΗ, σύζυγος του επίσης εκτοπισμένου στη Μακρόνησο καθηγητή, αν και ηλικίας πάνω από πενήντα χρόνων, βασανίστηκε δυό ολάκερα χρόνια στις φυλακές του Τρίκερι και της Λάρισας. ( Ντοκουμέντα που μας ήρθαν παράνομα από την Αθήνα).
Εγώ η ίδια έχω έναν πολύ στενό φίλο δικηγόρο, που πέρασε κι αυτός από τη Μακρόνησο. Του είχα στείλει για ενθύμιο από τη Γαλλία μερικά βιβλία με γκραβούρες. Ύστερα από τέσσερις μήνες βασανιστήρια σ' αυτό το στρατόπεδο, κρίθηκε τρελός και αφέθηκε ελεύθερος, γιατί θεωρήθηκε άχρηστος πια. Μόλις μπόρεσε να κρατήσει την πένα στο χέρι, σε κάποιες στιγμές πνευματικής διαύγειας, μου έγραψε τούτα τα απλά λόγια: " Σ' ευχαριστώ πολύ για τα βιβλία. Τη στιγμή όμως που μου τα' χες στείλει δεν ήταν βιβλία που επιθυμούσα, μα "νερό"!".
Ναι θυμάμαι καλά τη μεγάλη μας δίψα κατά την Απελευθέρωση, τη δίψα μας για μάθηση, για δημιουργία, για στόχαση. Το 1950, υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δε λαχταρούν παρά νερό! γιατί το στερήθηκαν!
Ευχαριστούμε το περιοδικό Europe που μας έδωσε την ευκαιρία να εκθέσουμε εδώ την ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ.
Και προσμένουμε τη μέρα όπου οι έλληνες διανοούμενοι, οι δοξασμένοι μας σύντροφοι, θα βγουν από τις χαράδρες του θανάτου, θα πετάξουν τις χειροπέδες από τα χέρια τους και θα πιάσουν πάλι την πένα μέσα στον απέραντο στίβο της ζωής. Αυτής της ίδιας της ζωής που για την αξιοπρέπεια της θυσίασαν τα πάντα: το σώμα τους και το μυαλό τους.
                                                                          Μετάφραση: Γιάννης Κρητικός
Περιοδικό Europe, 28ο έτος, τεύχη 55 -56, Ιούλιος - Αύγουστος 1950

Από τον ΣΤ' τόμο των Απάντων της Μέλπως Αξιώτη με τίτλο Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας και άλλα κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1983. Επιμέλεια: Μάρω Δούκα - Βασίλης Λαμπρόπουλος


Έλλη Αλεξίου

...
...Η Λένα με το Νίκο και με το Μίνω, ξαναφτιάξαν πατρική οικογένεια. Βγάλανε οι δυό τους τα στρατιωτικά και φόρεσαν παλιά ρούχα του Τίτου. Ήταν κι αυτουνών οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους αποκλεισμένα στο νησί.
Ήρχουνταν και τους βρίσκανε εκεί στο σπίτι της Λένας, ο Γιαννάκης ο Αηδονόπουλος, ο μικρός ποιητής, κι άλλοι γνωστοί. Η Κούλα η Αγγελή, ο Νίκος του εργοστασιάρχη, ο Μάριος Εμμανουήλ, ο Παναγής, η Ελένη,  Ζωή...γνωστοί  ο ένας με τον άλλο, από τις δουλιές τους, από τη γειτονιά, από τα σκολειά...Τη Δευτέρα το μεσημέρι στις 14 του Απρίλη του 1941 καθώς ήσαν όλοι μαζεμένοι στο ράδιο, ακούνε μια παράξενη εκπομπή: " Σκλαβωμένοι μας αδερφοί..." Ο Αθηναϊκός σταθμός μιλούσε σ' άλλο ελληνικό λαό. Ένα κομμάτι κιόλας της Ελλάδας είχε περάσει σε ξένα χέρια.
- Τα έθνη, άρχισε ο Νίκος με τη χοντρή φωνή του, είναι σαν τους ανθρώπινους οργανισμούς. Δεν υπάρχει κορμί που να μην έχει το ευαίσθητό του σημείο. Αυτό λυγίζει πρώτα στις δύσκολες στιγμές. Στο κρύο, στην αγρύπνια, στη στενοχώρια βλέπεις άλλον να παραπονιέται για την καρδιά του, κι άλλον για το σηκώτι του. Άλλος μαντηλοδένει τα δόντια του κι άλλος τ' αφτιά του. Στο χιόνι τ' ακροδάχτυλα πληρώνουν πρώτα. Πόσα πέσανε στο Αλβανικό. Η Ελλάδα  έχει και ακροδάχτυλα που πέφτουν πρώτα, μα έχει και τρεις - τέσσερις πληγές που όλο και τρέμει μην ξανανοίξουν. Τι τράβηξε η Κρήτη, τι τραβάει η άμοιρη η Κύπρος. Τα Δωδεκάνησα, όπως τα φέρνεις στο μυαλό σου, σκόρπια, παιδεμένα, αραιοκατοικημένα, θυμίζουνε παιδιά σου, που κακοζούνε στα ξένα χέρια.
- " Σκλαβωμένοι μας αδερφοί!" είπε ο Μίνως. Το λένε αυτό κι οι Ελεύθεροι Γάλλοι στην κατεχόμενη Γαλλία. Μα απ' την Αθήνα τέτια εκπομπή!...Μικροσκοπική είναι η Ελλάδα μας. Ως να πάει το μήνυμα, θάρθει ο κατακτητής. Μωρό είναι η Ελλάδα μας. Μα άπλωσε τα χέρια του κι έπνιξε τα μουσολίνικα φίδια. Τώρα νάσου και δεύτερα φίδια. Η μυθολογία ντράπηκε να στείλει στον Ηρακλή δεύτερα φίδια. Ο Χίτλερ δε ντράπηκε.
***
Την Κυριακή του Θωμά πιάσανε πρωί - πρωί κι οι τρεις τους δρόμους. Στην Πλάκα βρήκαν ένα καφενείο ανοιχτό. Στο πρωινό μισόφωτο εργατικοί κι άλλοι της γειτονιάς μπαίνανε να πιούν έναν καφέ. Το "καλημέρα" και " γεια σας" είχαν ξεχαστεί. " Δύναμη !", λέγανε, " Δύναμη" να βαστάξουμε στην μπόρα. Ύστερα τράβηξαν  κατά τη Δεξαμενή. Την προηγούμενη είχε διαδοθεί πως οι Γερμανοί κατέβηκαν στου Θων, και πως με εκπροσώπους της Ελλάδας είχε κουβεντιαστεί η μελλοντική διακυβέρνηση του τόπου. Είχαν πάλι βρεθεί κάτι στρατιωτικοί που ανάλαβαν το ρόλο της μητριάς, το ρόλο της πουλημένης γυναίκας. Κάθουνταν στην πλατεία και κοίταζαν κάτω την Αθήνα, όπου ξαφνικά ο Μίνως αντιλήφθηκε πως κάτι γινόταν πάνω στην Ακρόπολη.
- Κοιτάχτε! Κοιτάχτε στην Ακρόπολη!
- Άστραψε φως!
- Υψώνουν της σημαία τους!
- Υψώσανε τη σημαία τους!
Το ράδιο στη μιάμιση έδοσε την πρώτη γερμανική εκπομπή στα γερμανικά: " Προς τον Φύρερ και Καγκελάριον του Ράιχ. Βερολίνον. Φύρερε μου, την 27 Απριλίου 1941, την 8,10΄πρωινήν εφθάσαμεν εις τα Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8, 45 πρωινήν υψώσαμεν την Γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και επί του Δημαρχείου: Χάιλ, Φύρερ μου, Ίλαρχος Γιακόμπι του 10ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου. Υπολοχαγός Έλσνιτς 6η ορεινή μεραρχία".
Ο νεκρός είχε ταφεί. Οι συγγενείς γύριζαν όλοι στα σπίτια τους. Μα ο Νίκος κι ο Μίνως καθώς κι οι δυό Μιχάληδες κλείστηκαν στην Αθήνα. Κι ο Τίτος της Λένας στο νησί. Τα μαγαζιά ανοίγανε μόνο με τη μισή την πόρτα. Εξ άλλου γιατί ν' ανοίξουν; Τι να πουλήσουν; Άδεια ήσαν. Πότε αδειάσανε; Γιατί αδειάσανε; Ο κόσμος από πού θα ψωνίζει;
- Από τη Μαύρη Αγορά! Σ' όλη την Ευρώπη η Μαύρη αλωνίζει...
- Από τη Μαύρη! Τι θα πει αυτό...Όλα μπερδεμένα. Και οι Γερμανοί στη μια σελίδα γράφανε πολλά παινέδια για την Ελλάδα: " Πάντα σας αγαπούσαμε..." Μα! η άλλη εφημερίδα ήταν γεμάτη δικές τους φιγούρες και " απαγορεύω".
Δευτέρα 28 Απριλίου 1941 γέμισε ο κόσμος αγκυλωτούς σταυρούς και τα υπουργεία γερμανικές σημαίες.
Τρίτη 29 Απριλίου " η προθεσμία παραδόσεως όπλων λήγει την 6 μ.μ αύριον Τετάρτης". " Τα εις την λιμενικήν περιοχήν περιοχήν Πειραιώς εναποθηκευμένα εμπορεύματα κατάσχονται νομίμως".
Παρασκευή 2 Μαΐου 1941 " διαλύονται τα σωματεία..."
Σάββατον 3 Μαΐου 1941. Παρέλαση των Γερμανών στους δρόμους της Αθήνας - " Αίρεται η ισοβιότης των υπαλλήλων".
Κυριακή 4 Μαΐου. " Νέον είδος άρτου".
Δευτέρα 5 Μαΐου ο Χίτλερ έβγαλε λόγο " ...το λαϊκό εθνικοσοσιλαιστικόν κράτος παρουσιάζεται ως χάλκινον μνημείον δικαιοσύνης κοινωνικής και διαυγείας σκέψεως. Θα επιζήσει όχι μόνον του σημερινού πολέμου αλλά και χιλιετηρίδων ακόμη εις το μέλλον".
Τρίτη 6 Μαΐου 1941, " η μερίς του άρτου ορίζεται εις 100 δράμια κατ' άτομον" · " οι κατέχοντες αγγλικά είδη να τα παρδόσουν εντός 48 ωρών εις την αστυνομίαν".
Πέμπτη 8 Μαΐου 1951, " η μερίς του άρτου ορίζεται εις 80 δράμια κατ' άτομον".
Σάββατον 10 Μαΐου 1941. " Να παραδοθούν οι παντός είδους ραδιοπομποί...".
Τρίτη 20 Μαΐου 1941, " απειλούνται με κράτησιν, φυλάκισιν, εκτέλεσιν, οι εκδηλώνοντας αισθήματα συμπάθειας προς τους Άγγλους αιχμαλώτους".
Παρασκευή 23 Μαΐου 1941. " Μάχες, μάχες στην Κρήτη."
Σάββατο 24 Μαΐου. " Όλη η Ελλάδα είναι μάτι στραμμένο στην Κρήτη".
Κυριακή 25. Ακόμη. Δευτέρα 26. Ακόμη. Τρίτη 27. Ακόμη. Σάββατο 31, 1941 " Κατελήφθη το Ηράκλειον".
Τι κάνει ο γέρο Στυλιανός; Τι κάνει ο Τίτος; Τι κάνει ο Αντώνης; Τι κάνει ο γέρο - Πολυχρονάκης; Τι κάνει ο πολυβασανισμένος τόπος; Τι κάνει ο λεβέντικος τόπος;
Κυριακή 8 Ιουνίου 1941. " Μετά την κατάληψιν της Κρήτης".
Μεγάλη μοίρα έχουν μερικές λέξεις! " ε ξ ε κ α θ α ρ ί σ τ η σ α ν" - οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές - Δε βρέθηκε Έλληνας που να μην τη χάιδεψε στο στόμα του αυτή τη λέξη: " ε ξ ε κ α θ α ρ ί σ τ η σ α ν". Ήταν μια πολύ ξεπεσμένη λέξη, που δεν είχε ελπίδα να δει ποτές θεού πρόσωπο. Αυτά ' ναι τα τυχερά και τα ανέλπιστα. Ως να τους δούνε οι Κρητικοί να κατεβαίνουνε απ' τον ουρανό, σαν τους καταχανάδες, βγήκανε στα χωράφια να τους υποδεχτούνε, κατά πως τους έπρεπε. Όπλα πολλά δεν είχανε, - γιατί τα παιδιά τους δεν ήσαν γυρισμένα από το στρατό.
- Ο άνθρωπος δε σκοτώνεται μόνο με τ' όπλο. Τους έλεγε ο γέρο - Στελιανός...Σκοτώνει κι ο κόπανος, σκοτώνει και το σκαπέτι, σκοτώνει κι ο μπαλτάς, σκοτώνει κι η βαριά, σκοτώνει κι η κοτρώνα...Μα να μην κάθεστε να περιμένετε. Κι όχι ένας - ένας. Όλοι θα ξεκινούμε μαζί. Κι έμπαινε μπρος, σαν το μπροσταρόκριγιο με μια χοντρόβεργα, και πίσω του ακλουθούσαν γυναίκες, άντρες, παιδιά μ' ό,τι μπόρειε ο καθένας στα χέρια. Παράτησε κι ο Αντώνης τους λογαριασμούς του, κι ακολουθούσε κι αυτός αποφασισμένος, μα ατάραχος και με τα αστεία του: " Εξήλθεν ο σπείρων του σπείρειν τον σπόρον αυτού, και εν τω σπείρειν συνήντησε Σπύρον σπείροντα τον εαυτού σπόρον - Σπόρον τον σεαυτού σπείρεις, ω Σπύρε; σπειρί στο λαιμό σου, κερατόσπορε!"
- Μόλις πέφτει, τους έλεγε ο γέρο Στελιανός, όλοι απάνω του, μονοκοπανιάς. Να μην προλαβαίνει να ξεζώνεται.
Τα σπίτια αδειάζανε. Οι Κρητικοί οικογενειακώς με τα μάτια ψηλά, περίμεναν να δουν σε ποια μεριά θα πέσουνε, για να γιουρουντόσουν απάνω τους, σα να ήσαν τίποτα ορτύκια.

" Κρήτη μου, τ' ακρογιάλια σου διαλέξανε για τάφους
Πολλές χιλιάδες Γερμανοί με τ' αλεξίπτωτά τους."

Το' πε το τραγούδι, μα' χει και σημάδια εδώ κι εκεί πάνω στη γης την Κρητική, που δείχνουνε πού πέσανε τον ανεσήκωτο, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Κι έχει κι επιγραφές που λένε: "εδώ ήτανε το 5χωριό Κάντανος, που κατεστράφη εκ θεμελίων, δια τον φόνον 27 αλεξιπτωτιστών..."
Κι ο γέρο Πολυχρονάκης κι αυτός λεβεντόγερος. Κινούσε ομπρός και πίσω ακλουθούσαν τ' ανίψια του. Ο Μανώλης, ο Τίτος, ο Μηνάς και τα παιδιά τους , οι φίλοι τους, οι γειτόνοι, όλος ο λαός. Σμάρια - σμάρια, αρματωμένοι μ' ό,τι λάχαινε, πιάνανε τις ακρογιαλιές και τα λιόφυτα και στήνανε καρτέρι. Και το " εξεκαθαρίσθησαν" έδιδε κι έπαιρνε στα ράδια και στα στόματα.
Μα στις 8 του Ιούνη οι εφημερίδες γράψανε:" Γερμανικά μηχανοκίνητα κατόρθωσαν ν' αποβιβασθούν από τα νότια παράλια της νήσου". ( απόσπασμα)

Έλλη Αλεξίου , Παραπόταμοι. Άπαντα 5. Εκδόσεις Καστανιώτη,  Αθήνα 1978, 2η έκδοση.

" Οι "Παραπόταμοι" της Έλλης Αλεξίου γράφτηκαν λίγα χρόνια μετά τη λήξη της Κατοχής και το πέρας του Εμφυλίου. Στις όχθες τους διαδραματίζεται η πολυκύμαντη πορεία μιας κρητικής οικογένειας από την εποχή της όψιμης Τουρκοκρατίας έως την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Αναπαρίσταται η ταραχώδης διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας στο πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα και αναβιώνουν οι κλυδωνισμοί της στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στην Κρήτη, η βίαιη ανταλλαγή των πληθυσμών, η εκρίζωση από την πατρίδα, η διαβίωση στην πρωτεύουσα και αργότερα η παλιννόστηση στο νησί, τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα και το έπος της Αντίστασης, (. . .). Σε αυτά τα ταραγμένα χρόνια κυλούν οι "Παραπόταμοι", για να αναδείξουν τους αφανείς πρωταγωνιστές της Ιστορίας, εκείνους που υπηρετούν με αφοσίωση την αξία του διαρκούς αγώνα και το όραμα για μια διαφορετική κοινωνία, ακόμα και αν απαιτείται να παίξουν με το θάνατο."( οπισθόφυλλο)

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου  1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης


Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί

Το 1903  ο Τολστόι έγραψε ένα άρθρο για τον Σαίξπηρ. Έκανε σκληρή και ανελέητη κριτική στα έργα του και δεν τον παραδεχόταν ούτε ως μέτριο συγγραφέα. Μισό αιώνα περίπου μετά ο Τζώρτζ Όργουελ ανακάλυψε στο Λονδίνο την "κιτρινισμένη φυλλάδα" του Τολστόι κι έγραψε κι αυτός ένα κείμενο: Ο Τολστόι, ο βασιληάς Ληρ και ο Τρελός, με το οποίο καταδίκαζε τον Τολστόι. 

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος πολλά χρόνια μετά βρήκε  στην Αθήνα το κείμενο  του Όργουελ και μελετώντάς το διαπίστωσε  ότι ο άγγλος συγγραφέας  χρησιμοποιώντας αθέμιτα  και καθόλου λογοτεχνικά μέσα παραμόρφωσε εντελώς τον Τολστόι τόσο που δεν αναγνωρίζεται.  Αναλαμβάνει λοιπόν να αποκαταστήσει τον μεγάλο ρώσο συγγραφέα εντάσσοντας  την κριτική του για τον Σαίξπηρ στη φιλοσοφία του και στις θέσεις του για τη λογοτεχνία. 
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την εισαγωγή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου στη μελέτη του Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί. Εδώ ο καλός συγγραφέας και μελετητής του Τολστόι , αλλά και της ρωσικής λογοτεχνίας παρουσιάζει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την προσπάθεια.


Μήτσος  Αλεξανδρόπουλος

Ένα κείμενο του Τζώρτζ Όργουελ, Ο Τολστόι, ο βασιλιάς Ληρ και ο Τρελός, μου έδωσε την αφορμή να ξανακοιτάξω το άρθρο που έγραψε ο Τολστόι για τον Σαίξπηρ εδώ κι 91 χρόνια. Τότε η κίνηση του Τολστόι είχε προκαλέσει τη γενική αποδοκιμασία, την απόρριψαν κι όσοι διάβασαν το άρθρο κι όσοι δεν το διάβασαν κι έπειτα σαν να ξεχάστηκε απ' όλους. Βλέπω κι από τις σημειώσεις που είχα κρατήσει εδώ και τριάντα χρόνια, γράφοντας το κεφάλαιο για τον Τολστόι στο βιβλίο μου Πέντε ρώσοι κλασικοί, ότι στο τέλος το παραμέρισα κι εγώ, ενώ το είχα προσέξει και μάλιστα αρκετά. Ένας λόγος παραπάνω που με κάνει τώρα, διαβάζοντας την κριτική του Όργουελ, αψίθυμη επανέκδοση εκείνων των πρώτων αντιδράσεων, να νιώθω το παλιό γραφτό του Τολστόι να σπαρταρά σαν μια ψυχή που την άφησαν να την ρημάξει η αβασάνιστη άρνηση κι η λησμονιά. Ναι, έχουν σπαρταριστό ενδιαφέρον τα παλιά γεγονότα όπου πρωταγωνίστησαν μεγάλα πνευματικά ονόματα κι έπειτα εμπλέκονται άλλοι που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά επίπεδα. Οι διαφορές λειτουργούν σαν τις μεγάλες αποστάσεις. Μικραίνουν και απλοποιούν τα πράγματα κι έτσι μπορούν να τα σβήνουν από την προσοχή μας κι από τη μνήμη μας. Τα πετάνε κι αυτά στα άχρηστα. Αν όμως πάμε πιο κοντά, βλέπουμε πώς ανατρέπονται οι όροι και πόσο οι παραστάσεις μας αλλάζουν κι οι αληθινές φωνές ξαναζωντανεύουν. Έτσι το κείμενο του Όργουελ έγινε για μένα μια πρόκληση. Πολύ περισσότερο που στην ελληνική έκδοση, πραγματοποιημένη από ένα εκδοτικό ( George Orgwell, Ο Τολστόι, ο βασιλιάς Ληρ και ο Τρελός. Μετάφραση Νίνα Μπάρτη. Και ένα επίμετρο του Αλέξη Μινωτή, Εκδόσεις "Γνώση", 1983) που έχω εκτίμηση στη δουλειά του, περιέχεται κι ένα κείμενο του Αλέξη Μινωτή, επίσης απορριπτικό για το άρθρο του Τολστόι.
Δεν θέλω ο δικός μας αναγνώστης να μένει με τις εκτιμήσεις αυτές. Νομίζω πως είναι απαραίτητο να τεθεί αλλιώς όλο το ζήτημα.
Η πρώτη κιόλας εντύπωση από το μελέτημα του Όργουελ ήταν απογοητευτική. Όσες φορές έπειτα γύρισα να ξαναδώ κάτι, το αίσθημά μου επιβεβαιωνόταν κι έβλεπα καλύτερα ότι κάποια πράγματα πρέπει απαραίτητα να ειπωθούν για τους εξής κυρίως λόγους(...)
α) Ο Όργουελ, ενώ θαυμάζει τον μυθιστοριογράφο Τολστόι, δε φαίνεται να έχει επικοινωνήσει με το υπόλοιπο έργο του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρακολουθεί προσεχτικά τη σκέψη του, ενώ εκφράζεται γι' αυτήν και την αποτιμά. Κορφολογεί κάποια σημεία από τα ασυνήθιστα που είπε ο Τολστόι για τον Σαίξπηρ και προσπαθεί να δώσει κάποιες δικές του απαντήσεις.
β) Αρκετά ελαττωματική είναι και η πραγματική πληροφόρηση που δίνει στον αναγνώστη του, τόσο πάνω στα σχετικά με το άρθρο για τον Σαίξπηρ, όσο και για κάποια γενικότερα πράγματα που έχουν να κάνουν με τη βιογραφία, με το θεωρητικό έργο και με την προσωπικότητα του Τολστόι. Επαναλαβαίνω ότι δεν συγχωρείται να περιορίσει κανείς την εντύπωσή του για τον Τολστόι σ' αυτά που λέει ο Όργουελ. Πέρα κι απ' αυτό, πιστεύω πως υπάρχουν αρκετά σοβαροί λόγοι, που έχουν να κάνουν και μ' αυτή την κοινωνική μας επικαιρότητα σήμερα, να σκεφτούμε μαζί με τ' άλλα και τούτη την παλιά ιστορία.
γ) Εδώ κι εκεί διατρέχει το κείμενό του κι ένα αρκετά ερεθισμένο αίσθημα που φαίνεται να έχει δύο γεννήτριες: κάπου βγαίνει πειραγμένος ο άγγλος από τη σφοδρή κριτική που κάνει στον Σαίξπηρ ο ρώσος ελέφαντας και κάπου αλλού πειράζεται ο συγγραφέας του "1984". Θα προσπαθήσω παρακάτω να τα εξηγήσω αυτά. Αλλά για τους τελευταίους ερεθισμούς να δώσω εδώ μια πρώτη διευκρίνηση: είναι κάποια σημεία όπου η φωνή του Όργουελ νιώθεται  να κακοτρέμει με τον ίδιο εκείνο τρόπο που έδειξε  στις δικές μας μέρες η πολιτική και ιδεολογική διαμάχη και συγκεκριμένα ο πνευματικός πόλεμος τόσο της δεξιάς με την αριστερά, όσο και μέσα στην ίδια την αριστερά. Ήταν ένα έκτακτο φαινόμενο. Σ' άλλες εποχές η πολιτική και κοινωνική αντιδικία άγγιζε βέβαια και την πνευματική ζωή, αλλά σπάνια με τους τρόπους και την ένταση που βιώθηκαν στις δικές μας μέρες τα πολιτικά πάθη ειδικά από τους διανοούμενους. Τον δικό τους ρόλο οι αντίπαλοι διανοούμενοι τον συνειδητοποίησαν σαν σημαιοφόροι κι αληθινοί πρωταγωνιστές. Και αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα. Οι τόνοι ανέβηκαν πάνω από τα όρια, τόσο μέσα στις συγκρούσεις της ανατροπής με τη συντήρηση, όσο και στους κόλπους  της πρώτης, με τη δραστική εσωτερική εναντίωση στα φαινόμενα του αριστερού αυταρχισμού και δογματισμού. Αυτή τη φωνή, αυτή την ιδιόμορφη έξαψη, τόσο καλά την έχουμε γνωρίσει άλλοι μέσα μας κι άλλοι στους άλλους. Σ' αυτήν κυρίως οφείλεται κι ένα μεγάλο πλήθος από συγγραφικές δραστηριότητες στην ιδεολογία, στη λογοτεχνία, στη δημοσιογραφία. Και είναι γνωστό πως ο Όργουελ κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις σ' αυτή τη μερίδα των αριστερών διανοούμενων και συγγραφέων.
Πλάι στα πνευματικά εφόδια, στις πολύ βάσιμες πολιτικές και ιδεολογικές ανησυχίες, στον πληγωμένο ηθικό κόσμο από τις διαψεύσεις και τις ποικίλες διαστρεβλώσεις, πλάι επίσης στις ένα σωρό ιδιοτέλειες, ψυχρές και λανθάνουσες σκοπιμότητες, εδώ, στον χώρο τούτον, οι αντιδράσεις χρωματίστηκαν κι από τους τόνους μιας εξαιρετικής ψυχικής ταραχής , από ρυθμούς οξύθυμους, κραυγαλέους κι αγωνιώδεις, που από το ένα μέρος ζωογόνησαν συλλήψεις, εμπνεύσεις και προσπάθειες, αλλιώς αδιανόητες, κι από το άλλο μέρος οδήγησαν σε αρκετές κακοποιήσεις, πνευματικές και ηθικές κυρίως, επειδή στο βάθος λειτούργησε και μια επίγνωση αδυναμίας, μια συνείδηση ουσιαστικά ανίσχυρη να τα βγάλει πέρα στην αναμέτρηση με τους άλλους απέναντι, τους κραταιούς και ντούρους δογματικούς, την ώρα που εκείνοι ήταν πάνω στην παντοδυναμία τους κι έκαναν τις δικές τους κακοποιήσεις κι ασυγχώρητες παρενέργειες. Μιλώντας για την ιδεολογία του Τολστόι και καταλογίζοντάς του και αυταρχικότητα και πνευματικό δεσποτισμό, ο Όργουελ έσταξε σε κάποια σημεία χολή αντιπροσωπευτική εκείνης της ιδιοσυστασίας που γνωρίσαμε άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς σ' αυτές τις διενέξεις, τόσο έντονες στην εποχή τη δική μας.
Οφείλω να εξομολογηθώ όχι τόσο με τα βιβλία του, όσο με τα χαρακτηριστικά της βρεττανικής φυσιογνωμίας του, διαβολικά ξύπνιας, καχύποπτης, ισχνής και θεόστεγνης, θεληματικής, δραστήριας, τελείως στραγγιγμένης από κάθε στρογγυλότητα, ψυχική απαλότητα κι ευθυμία, μου έχει μείνει ( από πολύ πριν· τελείως ανεξάρτητα από τα περί Τολστόι και Σαίξπηρ) σαν μια από τις αδρότερες εικόνες αυτής της εντελώς ειδικής ψυχολογίας με τα χαρίσματά της και με τις αχαροσύνες της. Εκτιμά κανείς την πνευματική περίπτωση, αλλά ως άνθρωπος, ως εικόνα ανθρώπου με τα δεδομένα που απαρίθμησα μόλις πριν, δεν μου είναι ευχάριστος. Όσο οι δογματικοί έκαναν κακό μαστουρώνοντας τις ιδέες με πεθαμένα ιδεολογήματα, άλλο τόσο κάτι πικραμύγδαλοι, κάτι στριμμένοι, ρηχοί διανοούμενοι στάθηκαν ικανοί να πικρίσουν και να ξεράνουν όλη εκείνη την τόσο ωραία υπόθεση και να της χαλάσουν ανεπανόρθωτα την ψυχική της ευδία. Δεν το κρύβω ότι γράφοντας τις γραμμές αυτές, σκέφτομαι σαν αναλογίες από το φυσικό περιβάλλον και τούτα τ' αναρίθμητα, τόσο μικρούλικα, τόσο μοβόρικα θαλασσινά πλάσματα, που, όπως τα σπρώχνει από μέσα το κύμα, τρίτη μέρα σήμερα έχουν γιομίσει κάτω τον κόλπο της Παλιάς Φώκαιας και δεν αφήνουν τον κόσμο να χαρεί τη θάλασσα, να μπει και να λησμονηθεί μες στο νερό αυτές τις λίγες πολύτιμες μέρες ξενοιασιάς κι ελευθερίας...
δ) Γύρω από δύο κυρίως σοβαρά ελαττώματα επικεντρώνονται οι δικές μου παρατηρήσεις. Πρώτο, η προσπάθεια που κατέβαλε ο Όργουελ, για την ευκολία της πολεμικής με την άποψη του Τολστόι, να βάλει ένα πολύ αυθαίρετο σημάδι εξομοίωσης του ρώσου συγγραφέα μ' έναν από τους ήρωες του Σαίξπηρ, τον βασιλιά Ληρ, από την ομώνυμη τραγωδία που ο Τολστόι υπέβαλε σε ανάλυση και σ' ένα αλύπητο μαστίγωμα με αληθινό ρωσικό κνούτο. Και το άλλο, ακόμα πιο απαράδεκτο γιατί παραπλανεί πάρα πολύ τον αναγνώστη, είναι ο σχολιασμός που κάνει στη θρησκευτικότητα του Τολστόι με μια τέλεια παραχάραξη και του γράμματος και του πνεύματος της παντοδύναμης μες στη σκέψη του ρώσου συγγραφέα κοινωνικής ιδέας. Σ' αυτά θα επιμείνω. Εδώ μόνο σημειώνω πως είναι ακριβώς οι στιγμές, όταν μέσα από τη διαφωνία και την αντίθεση, μέσα από την όξυνση της άλλης άποψης, οδηγείται και πάλι η ταλαίπωρη σκέψη στις ίδιες παραδοξολογίες κι απλοποιήσεις, στα ίδια σχήματα, δογματισμούς και κακώσεις, εναντίον των οποίων, σαν στάση πνευματική στρέφεται μια προσπάθεια· κι αυτά πάλι τόσο καλά τα γνωρίσαμε στις πολλές και διάφορες μορφές τους.
Και
ε) το άρθρο του Τολστόι για τον Σαίξπηρ ήταν μια δοκιμή εφαρμογής των γενικότερων ιδεών του για τη λογοτεχνία, κανέναν όμως δεν επηρέασε ούτε μείωσε στο ελάχιστο τη μεγάλη γοητεία που ασκούσε και πάντα ασκεί ο Σαίξπηρ στους ανθρώπους ιδιαίτερα που αγαπούν και γνωρίζουν το θέατρο. Μπορούμε να το πούμε αυτό μιλώντας και για εκείνους ακόμα τους αναγνώστες που έχουν ξεχωριστό θαυμασμό για την ασύγκριτη τέχνη του συγγραφέα Τολστόι. Την τύχη που θα είχε το άρθρο του τη γνώριζε κι ο ίδιος και τίποτε άλλο δεν περίμενε.
Μέσα από την περιέργεια που προκαλεί ένα γεγονός σαν αυτό μπορούμε να προχωρήσουμε για να δούμε, όσο μας είναι προσιτό, ό,τι πιο αξιόλογο περιέχει τούτη η παλιά ιστορία. Αυτό και θα προσπαθήσω με τη δική μου αναζήτηση. Μιλώντας πιο γενικά, ούτε η θρησκεία ούτε και η αισθητική του Τολστόι έγιναν ποτέ αποδεκτές, παρά τον θαυμασμό που ένιωθε ήδη γι' αυτόν ο κόσμος - θαυμάστηκε, μας λέει κι ο Όργουελ, όσο κανείς άλλος στην εποχή του. Αλλά θέλω με δυο λόγια να σημειώσω ότι η κριτική που μπορεί να γίνεται στις ιδέες του Τολστόι από την άποψη μιας άμεσης πρακτικής αποτελεσματικότητας είναι το πιο εύκολο πράγμα. Μα είναι κάτι που δε χρειάζεται καθόλου να γίνεται - δεν έχει νόημα.
Ο διανοητής Τολστόι ανήκει σ' εκείνα τα μεγάλα γεγονότα της σκέψης και της ζωής που αντί για την κριτική τους καταπολέμηση είναι πολύ καλύτερη, πολύ λογικότερη κι αποδοτικότερη η κριτική του διευκρίνιση. Σε μια προσπάθεια κριτικής αντίκρουσης όλο το έργο πέφτει αύτανδρο και πάει, χάνεται. Συμβαίνει αυτό όχι γιατί είναι σαθρό, αλλά γιατί είναι βαλμένο πάνω σε μια βάση που ο άνθρωπος δεν μπορεί, δεν επαρκεί τόσο, όσο είναι στοιχειωδώς έστω απαραίτητο, για να την δεχτεί. Και αντίθετα η προσεχτική παρακολούθηση μπορεί να βγάλει πάνω αληθινούς θησαυρούς.
Ύστερα απ' αυτά που έγιναν και με τον μαρξισμό, καλύτερα καταλαβαίνουμε πως υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν κάποια πνευματικά φαινόμενα τελείως απαραίτητα, αλλά καθόλου έτοιμα καταναλωτικά αγαθά κατευθείαν για τα μαγαζιά. Αυτά δεν μπορούν να είναι το ψωμί που θα φάμε. Είναι όμως η μαγιά που θα κάνουμε το ψωμί.
Ξαναμιλώντας για τον Τολστόι, έπειτα από τριάντα χρόνια, αισθάνομαι πως επαναλαμβάνω το ίδιο που με τις μικρές μου προσπάθειες έκανα και τότε, επί σοβιετικής εποχής, προσπαθώντας να βγάλω πάνω, όσο μου ήταν δυνατό, τους ηθικούς προβληματισμούς αυτού του ανεπανάληπτου ανθρώπου. Ανεπανάληπτου, γιατί, όσο γνωρίζω, δεν υπήρξε στη λογοτεχνία πιο ελεύθερος, ανεξάρτητος και γενναιόψυχος χαρακτήρας, ελευθερωμένος κι απ' αυτές τις προσωπικές δεσμεύσεις πάνω στην ίδια τη ζωή, από όλες, εκτός εκείνες που του υπαγόρευε μια ανώτερη συνείδηση κι ένα ασύγκριτο πάθος του πιο γενναίου κι αληθινού αλτρουισμού.
Νομίζω ότι και σήμερα - περισσότερο σήμερα παρά χτες - και το να θυμίζει κανείς τέτοια πνευματικά και ηθικά φαινόμενα είναι καλό και χρήσιμο. Σ' αυτό και συνοψίζεται η δική μου άποψη, όπως προσπαθώ να την αναπτύξω παίρνοντας την αφορμή από την παρέμβαση του Όργουελ στην ιστορική διαμάχη, ας την πούμε  κι έτσι, του Τολστόι με τον Σαίξπηρ.


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι τρελοί. Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1996

Μάη μήνα του 1924 ήρθε στη ζωή και Μάη μήνα του 2008 διάλεξε να φύγει. Η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Άσπα Μανδηλαρά: Ο Νικηφόρος ήταν ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, με προτερήματα και με ελαττώματα. Αλλά ήταν ατόφιος άνθρωπος, ήταν αληθινός, ήταν γνήσιος...

...Η Άσπα Μανδηλαρά, η σύντροφος του Νικηφόρου, όλα αυτά τα χρόνια κράτησε μια σπάνια αξιοπρεπή στάση. Επωμίστηκε τον πόνο της και αφοσιώθηκε στην ανατροφή της εξάχρονης τότε κορούλας της. Δεν κοινοποίησε την τραγικότητα που ζούσε ούτε έκανε κοινό κτήμα το κακό που τη βρήκε στα είκοσι εννιά της χρόνια. Με ψηλά το κεφάλι αντιμετώπισε τις σκληρές καταστάσεις και δεν έδωσε την ευκαιρία στα λαίμαργα μέσα ενημέρωσης να εκμεταλλευτούν το δράμα της.

Στη μοναδική συνέντευξη - εξομολόγηση που παραχώρησε στην καλή συντάκτρια του "Κυριακάτικου Ριζοσπάστη", Αλίκη Ξένου - Βενάρδου, θαυμάζει ο αναγνώστης τη δύναμη και την αντοχή, αλλά και την ανωτερότητα αυτής της υπέροχης γυναίκας - μάνας που δεν υστερεί από ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Το κείμενο - την εκ βαθέων εξομολόγηση - της Άσπας Μανδηλαρά παίρνει εδώ τη θέση του, ως μνημείο λόγου, ως μια κραυγή διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του ήρωα συντρόφου της Νικηφόρου.
Στον " Κυριακάτικο Ριζοσπάστη"( Σάββατο - Κυριακή 17- 18 Απριλίου 1993), τα όσα εκμυστηρεύτηκε η Άσπα Μανδηλαρά, στεγάστηκαν κάτω από τον τίτλο " Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση":
" Ξημερώματα, 21 Απρίλη 1967. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που άλλοτε τρανταζόταν από τα βήματα χιλιάδων διαδηλωτών, ακούγεται ο φοβερός ήχος των τανκς. Μια οικογένεια φεύγει μέσα στο σκοτάδι εσπευσμένα από το σπίτι της. Μόλις που προλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο τα όργανα της χούντας σπάνε την πόρτα του σπιτιού...
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς μαχόμενος δικηγόρος και αγωνιστής της Αριστεράς γνωρίζει  ότι είναι προγραμμένος.
Κρύβεται μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του για λίγες μέρες, αλλά ο τόπος δεν το χωράει. Ξέρει ότι δεν μπορεί να δουλέψει στην παρανομία, γιατί το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο. Όλοι, μόλις βγει, θα τον αναγνωρίσουν. Αποφασίζει να φύγει νύχτα για το εξωτερικό μ' ένα καράβι. Λίγες μέρες μετά, το σώμα του ξεβράζεται στα χαλίκια της παραλίας, σε ένα χωριό της Ρόδου. Τον αναγνώρισαν μόνο από τη βέρα του που έγραφε " Άσπα - 1956 ". Σήμερα 26 χρόνια μετά, η Άσπα Μανδηλαρά, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας, μιλά για πρώτη φορά " γι' αυτές τις πολύ άγριες εποχές που μύριζαν μπαρούτι". Μιλά, με την επιφύλαξη πάντα μήπως "υπεισέλθει στα λεγόμενά της ο υποκειμενισμός".
" Γνωριστήκαμε με το Νικηφόρο το 1956. Είχε τελειώσει τη Νομική Σχολή και επρόκειτο να δώσει εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου στον Άρειο Πάγο...Ήταν ήδη ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, ήδη δραστηριοποιημένος, πάντα στην πλευρά των προοδευτικών παρατάξεων. Ήταν, πιστεύω, ένας γεννημένος αγωνιστής".
Αν και πολύ μικρή η Άσπα όταν τον γνώρισε, ήταν η ίδια ενταγμένη στην ΕΔΑ. Από οικογένεια αγωνιστών με βαθιές ρίζες στο λαϊκό κίνημα η οικογένεια Καλοδίκη. Θείος της, ο Β΄γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, του ΚΚΕ " είναι ο πρώτος που κάλεσε τον ελληνικό λαό να πάρει τα όπλα στον αντιφασιστικό αγώνα, πριν ακόμα ιδρυθεί το ΕΑΜ" ".
Παντρεύτηκε πολύ νέα, σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων.
" Από κει και πέρα με το Νικηφόρο ζούσαμε αγωνιστικά και λιγότερο οικογενειακά. Ήταν ένας άνθρωπος δοσμένος στους αγώνες. Εάν δεν είχα κι εγώ ακολουθήσει αυτό το δρόμο ίσως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε οικογένεια".
Αμέσως απέκτησαν παιδί. Η ίδια εργαζόταν δίπλα του, βοηθούσε στο γραφείο του, αλλά και στην εφημερίδα που έβγαζε ο Νικηφόρος, " Τα Ναξιακά Χρονικά".
" Ήταν ένας άνθρωπος που εύκολα δεν  μπορούσες να τον παρακολουθήσεις - ένας πολύ ανήσυχος άνθρωπος, οραματιστής, στοχαστής, με πολλά προσόντα. Για πολλά χρόνια έμεινα με την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτής της διαμέτρου, είναι μοναδικοί, είναι αναντικατάστατοι. Βέβαια, στο χώρο του λαϊκού κινήματος τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν πολλοί και σε πάρα πολλούς φράχτηκε κυριολεκτικά ο δρόμος να ολοκληρώσουν τη διαδρομή της ζωής τους. Κάνανε μόνο μια τροχιά, ήταν στο ανέβασμα και ποτέ δεν ολοκληρώθηκε αυτή η τροχιά του ήλιου, όπως θέλω να τη λέω".
Η Άσπα Μανδηλαρά συντρόφευε αυτή την ανοδική τροχιά;
" Πρώτα τον γνώρισα σαν υπερασπιστή, κύρια διωκόμενων κομμουνιστών. Τον γνώρισα να γυρνάει στις φυλακές, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρίσκει μεθόδους, πρακτικές για την αποφυλάκιση  πολιτικών κρατουμένων. Μη λησμονούμε ότι ακόμα και το 1967 υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα...Εντυπωσιαζόμουν τότε από την αφοσίωση, το θαυμασμό που είχε γι' αυτούς τους ανθρώπους...Θεωρούσε δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο, να είσαι κομμουνιστής και ακόμα μια μεγάλη τιμή...Τους υπερασπίστηκε με πάθος. Στη δίκη του Μανόλη Γλέζου υπερασπίστηκε την αδελφή του. Ήταν τότε η λεγόμενη υπόθεση Κολιγγιάννη.
...Ήταν άγριες εποχές, είχαμε τους νόμους περί κατασκοπείας, εμείς ζήσαμε σε ενέργεια τους νόμους 509 και 375, τότε που δίκαζαν ακόμα και τη σκέψη. Και ήταν πολύ συνηθισμένο τότε το ερώτημα των δικαστών, κυρίως των στρατοδικών " αν καταδικάζεις το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του".
Ο Νικηφόρος υπήρξε υποψήφιος του ΠΑΜΕ μια και μοναδική φορά το 1961. Άνθρωπος που δε διέθετε ώρες ούτε για τον ύπνο του, βρισκόταν σε συνεχή υπερδιέγερση...Και ήταν πολλά τα επίπεδα που ασχολιόταν, πολλά και μεγάλα τα ενδιαφέροντά του. Μεράκι του μεγάλο η δημοσιογραφία.
Αν ονειρευόταν να ασχοληθεί στο μέλλον με την πολιτική; Μα δρούσε πολιτικά, θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του την πολιτική πράξη, την πολιτική πρακτική. Γι' αυτόν πολιτική δε σήμαινε μόνο να πολιτεύεσαι - είχε το βαθύ αίσθημα του πολιτικοποιημένου ανθρώπου, που η ζωή του είναι ένας συνεχής αγώνας. Είτε στο πεζοδρόμιο, είτε ταξιδεύοντας και διαφωτίζοντας, είτε υπερασπιζόμενος διωκόμενους φοιτητές.
Συμμετείχε και σε μια μεγάλη δίκη, τη δίκη των 42 όπως ονομάστηκε τότε. Ανάμεσα στους 42 κατηγορούμενους κομμουνιστές ο Λουλές και ο Φλωράκης. Ήταν για 5 - 6 χρόνια προφυλακισμένοι και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Ο Νικηφόρος είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Δάρα.
" Ναι, παρακολουθούσα τις δίκες, καθημερινά ήμουνα κι εγώ στα δικαστήρια μαζί του. Αποκορύφωμα η περίφημη δίκη ΑΣΠΙΔΑ όπου υπεράσπιζε τον Αρ. Μπουλούκο. Την παρακολούθησα από την αρχή μέχρι που αποφασίστηκε από το δικαστήριο να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Τελείωσε χωρίς τους συνηγόρους με καταδίκες των περισσότερων κατηγορουμένων.
...Όταν δολοφόνησαν τον Πέτρουλα είχε πάει με άλλους δικηγόρους και τους γονείς του Σωτήρη και κατάφεραν κυριολεκτικά να αρπάξουν το πτώμα του, γιατί οι αρχές το είχαν κρύψει και δεν ήθελαν να το παρουσιάσουν...
- Εσείς πώς  νιώθατε δίπλα σε μια τόσο πληθωρική προσωπικότητα;
" Περήφανη, ανάμεσα στους συνανθρώπους του που τους αντιμετώπιζε ισότιμα και ήθελε να ακούει τη γνώμη τους, το ίδιο αντιμετώπιζε κι εμένα, χωρίς διάκριση φύλου, χωρίς διάκριση ηλικίας, αν και είχαμε δέκα περίπου χρόνια διαφορά. Ήθελε ν' ακούει το μέσο άνθρωπο".
- Το ότι ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στα ιδανικά και τον αγώνα δεν ήταν κάπως καταπιεστικό για μια νέα γυναίκα;
" Δεν ήμουν ανυποψίαστη για όσα συνέβαιναν. Δεν έζησα ούτε μια μέρα τον πατέρα μου μέσα στο σπίτι. Τον πιάσανε όταν εγώ γεννιόμουν το 1937 στη μεταξική δικτατορία και από τότε πέρασε σχεδόν στην παρανομία. Με το Νικηφόρο συναντιόμαστε στο πεζοδρόμιο, συναντιόμαστε στους αγώνες, συναντιόμαστε στα ίδια μετερίζια. Οι άνθρωποι αυτοί είναι "ταγμένοι". Δεν είναι θέμα καταπίεσης να ξέρεις ότι ο σύντροφός σου αγωνίζεται για το δίκιο, για την ελευθερία. Ήταν έννοιες που κι εμένα με έθελγαν. Και πιστεύω σ' αυτό που έλεγε ο Γληνός ότι " αν αξίζει η ζωή, αξίζει για να ζεις και να πεθαίνεις για ένα ιδανικό". Και σήμερα ακόμα δεν με θέλγει η ιδέα των ανθρώπων που η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει με κάποιες ληξιαρχικές πράξεις...Θεωρώ ότι έχουμε καθήκον, έχουμε ιερό χρέος, ειδικά όταν γεννάμε ανθρώπους, να αγωνιζόμαστε για να καλυτερέψουμε τη ζωή τους, να δούμε την προοπτική τους. Και είναι σήμερα ένα σημάδι που με ενοχλεί αφάνταστα, όταν γίνεται μια εκδήλωση για το νέφος που ξέρουμε ότι είναι θανατηφόρο για τα παιδιά και δεν κατεβαίνουν χιλιάδες λαού για να διαμαρτυρηθούν.
...Ναι...με ενέπνεε. Τι θαύμαζα περισσότερο στο Νικηφόρο;
Δεν είναι κάτι ξεχωριστό, είναι η συνισταμένη πολλών προσόντων, πολλών προτερημάτων. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια σφραγίδα δωρεάς. Αυτή τη σφραγίδα της δωρεάς την είχε ακέραια πάνω του ο Νικηφόρος. Ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτός, καλόκαρδος, ζεστός, με μόνιμα χαραγμένο το γέλιο στα χείλη του , προσηνής, εύστροφος...Δε νομίζω όμως ότι είναι σωστό να δημιουργείται ένας μύθος γύρω από ένα πρόσωπο. Ο Νικηφόρος ήταν ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, με προτερήματα και με ελαττώματα. Αλλά ήταν ατόφιος άνθρωπος, ήταν αληθινός, ήταν γνήσιος...
...Να σας πω και κάτι. Απέφυγα με πολύ κόπο όλα αυτά τα χρόνια, από το '67 μέχρι σήμερα, να δώσω συνέντευξη προσωπική. Δεν έκανα άλλο από μια δήλωση. έχουν γίνει αφιερώματα πολλά για το Νικηφόρο και θέλω να αναφέρω ότι ένα μεγάλο αφιέρωμα, με πολύ σεβασμό στην όλη υπόθεση, έκανε ο Γιάννης ο Φάτσης...
...Φοβόμουν μήπως δε βρεθώ στο ύψος των περιστάσεων και των γεγονότων. Ήθελα να μιλήσουν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν, οι συναγωνιστές του, που μπορούν και πρέπει να αναδείξουν την προσωπικότητα του Νικηφόρου. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο Νικηφόρος άφησε τη σφραγίδα του στο πέρασμα του χρόνου, άφησε τα χνάρια του μέσα στο λαό...Είναι για μένα σημαντικό ότι όταν τύχει, από ανάγκη να πω το όνομά μου και είναι νέοι άνθρωποι γύρω μου γνωρίζουν την περίπτωση του Νικηφόρου Μανδηλαρά, ξέρουν πολλά για τους αγώνες και τη δολοφονία του".
"Έλαμπε" θα πει σε κάποια στιγμή...Και πραγματικά, ο Μανδηλαράς ήταν ένας άνθρωπος που κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει, έστω κι αν τον είχε γνωρίσει φευγαλέα, για λίγα λεπτά. Ορμητικός, ζεστός, ήταν μια εκρηκτική προσωπικότητα. Συνάρπαζε στο δικαστήριο. Όχι μόνο με την εμφάνιση και τη βροντερή φωνή του, αλλά και με τα επιχειρήματά του. Ένας άνθρωπος πολλά υποσχόμενος με τεράστιες δυνατότητες...
" Η Χούντα ισχυρίστηκε ότι ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να αποφύγει τη σύλληψη και πνίγηκε. Αλλά το πτώμα έδειχνε ότι ο Μανδηλαράς είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί , γράφει ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του " Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα".
...Ο Νικηφόρος ήξερε ότι ήταν προγραμμένος. Γιατί, όμως τόσο μένος, τόσο πάθος, ειδικά για το Νικηφόρο Μανδηλαρά;
" Η πρώτη φορά που πραγματικά φοβήθηκα για τη ζωή του, ήταν στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Είχε δεχτεί απειλές. Το μεγάλο μένος, πιστεύω, ότι δημιουργήθηκε στην ακροαματική διαδικασία. Ήταν το ξεσκέπασμα της σκευωρίας, το θάρρος, το κουράγιο, η δικαστική δεινότητα, η γνώση του Νικηφόρου μέσα στο δικαστήριο, το ότι δεν μπόρεσαν να στηρίξουν το κατηγορητήριο οι μάρτυρες κατηγορίας.Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι ίδιοι μάρτυρες κατηγορίας που παρήλασαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν ενάντια στους κατηγορούμενους αξιωματικούς - ότι τάχα ενείχοντο σε οργανώσεις μη νόμιμες, ότι στο στρατό δρουν παραστρατιωτικές ομάδες - ήταν αυτοί οι τραικόσιοι, που μετά είχαν καίρια πόστα στη δικτατορία...
...Ποιος πρόδωσε το Νικηφόρο όταν έφυγε; Απ' ό,τι φαίνεται από τα επίσημα έγγραφα της δικογραφίας - αλλά και από την ομολογία του - πρόδωσε τη φυγάδευση του Νικηφόρου ο ίδιος ο καπετάνιος, ο Πέτρος Πόταγας. Από τη δικογραφία, επίσης, προκύπτει ότι στο ΓΕΝ γίνονταν συσκέψεις επί συσκέψεων ανωτάτων στελεχών, για να αποφασίσουν για την τύχη του Νικηφόρου.
" Όλος ο ιστός πλέχτηκε γύρω από τον καπετάνιο. Ήταν ο μόνος στον οποίο έδωσαν πίσω το φυλλάδιό του για να μπορεί να φύγει. Σε όλους τους άλλους του πληρώματος το κατακράτησαν. Εκείνη τη νύχτα είχε κανονιστεί να πάρει το τιμόνι ο καπετάνιος. Να' χει ο ίδιος βάρδια και μέσα σ' όλη αυτή τη διαδικασία, εμπλέκεται και ο υποπλοίαρχος Βαρούτσας. Ήταν και οι δυο συντονισμένοι να είναι μόνο αυτοί βάρδια. Όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν στην κουκέτα τους.
"Από εκεί και ύστερα, μέσα στα πελάγη μη ζητάτε λεπτομέρειες - εδώ έγιναν δολοφονίες μέσα στα κρατητήρια, μέσα στα χέρια των βασανιστών και τίποτα δεν αποδείχτηκε, δεν καταδικάστηκαν οι υπαίτιοι. Έγινε το Σεπτέμβρη του '67 μια δίκη - θέατρο. Για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, βγαίνει από τα ίδια τα ντοκουμέντα ποιοι ήταν πίσω από τη δολοφονία...
Το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά στην ακτή Γεννάδι της Ρόδου.( Η φωτογραφία δανεισμένη από εδώ )

Εμείς εκείνο που ξέρουμε, είναι ότι στις 22 του Μάη βρέθηκε το πτώμα του Νικηφόρου με μια μεγάλη τρύπα στο στήθος, που φαίνεται ότι είναι από πυροβόλο όπλο. Και, βέβαια, όταν καταθέτει ο περιβόητος ιατροδικαστής Καψάσκης, τον οποίο φέρανε άρον - άρον από το εξωτερικό για να κάνει τη νεκροτομή στο Νικηφόρο, αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα. Ήταν ο άνθρωπος, που τις δολοφονίες τις έβγαζε τροχαία, τις έβγαζε πνιγμούς και τη δολοφονία του Νικηφόρου την αναφέρει σαν ...πνιγμό. Αυτό, βέβαια, ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το περάσει σε κανέναν Έλληνα. η κουβέντα που άκουγες και ακούς μέχρι σήμερα, ήταν ότι " τον φάγανε τον Μανδηλαρά".
...Δεν ξέρουμε τι έγινε εκείνη τη βραδιά, ποιος τον σκότωσε, ούτε αν ο καπετάνιος ενήργησε μόνος του ή μαζί με άλλους. Άλλωστε, σκοτώθηκε κι αυτός ύστερα από λίγο διάστημα - πριν περάσει νομίζω χρόνος από τη δίκη. Ζούσε στο Κέιπ Τάουν και οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Έχει γραφεί ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο, έχει γραφεί ότι αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Είχε καταδικαστεί για " εξ αμελείας" θάνατο του Νικηφόρου σε μια ποινή σε δεύτερο βαθμό που βγήκε σε λίγο...μετατρέψιμη. Σε κάποιο γνωστό μας είχε πει ότι " μια μέρα θα μιλήσω"...
Εγώ στο δικαστήριο δεν απευθύνθηκα καθόλου σ' αυτόν, του είπα μόνο σε μια αποστροφή της κατάθεσής μου, ότι αργά ή γρήγορα θα έχει την ίδια τύχη, γιατί την προδοσία πολλοί αγαπήσανε, τον προδότη κανείς. Είναι κάτι που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται.
Από τότε πολύς κόσμος εξαφανίστηκε αμέσως μετά ή στη διάρκεια της δικτατορίας απ' αυτούς που μπορούν να έχουν σχέση με τη δολοφονία του Νικηφόρου...
...Σχεδόν μόνο από τη βέρα τον αναγνώρισαν. Εμένα δεν έκαναν ούτε τον κόπο να με ενημερώσουν. Είχαν το πτώμα δυο μέρες στα χέρια τους, με τη βέρα βέβαια, που έγραφε το όνομά μου και την ημερομηνία του αρραβώνα μας - 1956...
Άρχισαν τα ξένα πρακτορεία ειδήσεων να μεταδίδουν ότι " εξεβράσθη πτώμα και εικάζεται ότι ανήκει στο Νικηφόρο Μανδηλαρά"...Οι εδώ εφημερίδες από στοιχεία που προφανώς τους έδιναν οι αρχές ανέφεραν " ότι εβρέθη πτώμα αγνώστου ανδρός " με όλα όμως τα άλλα στοιχεία ψευδή όσον αφορά το ύψος, την εμφάνιση κ.λ.π. ώστε να μην πηγαίνει κανενός ο νους στον Νικηφόρο. Όμως με την πληροφορία που πρώτος έδωσε ένας ανταποκριτής των " Νέων" στην Αθήνα, πως υπάρχουν υποψίες ότι το πτώμα που βρέθηκε δεν είναι αγνώστου, αλλά είναι του Νικηφόρου, φύγανε για τη Ρόδο φίλοι και ένας θείος του.
Έγινε αναγνώριση, αλλά οι αρχές απαγόρευσαν τη μεταφορά του στην Αθήνα και αποφάσισαν άρον - άρον την ταφή του. Μας τηλεφώνησαν ότι " δεν προλαβαίνετε να έρθετε, γιατί έχουν επισπεύσει την κηδεία".
...Εγώ ήμουν εκείνες τις ημέρες σε κατάσταση μη ελεγχόμενη, βρισκόμουνα, κυριολεκτικά, σε κρίση, ήταν κάτι το απίστευτο, σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω ούτε με το μυαλό μου. Τραγικές στιγμές. Όποιος ξέρει από θάνατο, όποιος ξέρει από γεγονότα αναπάντεχα, μπορεί να καταλάβει. Δεν το είχα φανταστεί, παρόλο που πάντα είχαμε ανησυχίες, δεν το πίστευα ότι μπορεί να συμβεί κι όταν τελικά συμβαίνει, δε θέλεις να το αποδεχτείς, το αποδιώχνεις. Το απωθούμενο, ήθελα να το αποβάλω, δεν ήθελα να παραδεχτώ την πραγματικότητα".
- Και το παιδί, το έμαθε τότε;
Όχι, έκρινα ότι ήταν πολύ νωρίς για να το συνειδητοποιήσει, γιατί δεν ήταν ένα ατύχημα, δεν ήταν ένας θάνατος από μια αρρώστια που μπορούσες να το συζητήσεις, ήταν ένας τέτοιος θάνατος, μια δολοφονία, που ένα παιδί έξι ετών δεν μπορούσε να καταλάβει όλες τις πτυχές του δράματος. Έτσι πίστευα τότε, μπορεί και λαθεμένα...Το έμαθε πολύ αργότερα...
...Η ταφή έγινε στη Ρόδο και ο Νικηφόρος έμεινε εκεί για χρόνια. Φέραμε πίσω τα οστά του μετά τη δικτατορία. Δεν τον ξαναείδα από τότε που έφυγε για το ταξίδι...".
- Από μια άποψη, ίσως ήταν καλύτερα...
" Δεν ξέρω τι ήταν καλύτερο και τι χειρότερο, έχουν μείνει πολλά κενά μέσα μου σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όταν δεν ελέγχεις τον εαυτό σου, συνέπεια είναι να μην ελέγχεις και τις κινήσεις σου. Πάντως, ήταν μέρες μεγάλου σπαραγμού, μεγάλης οδύνης και για έναν παραπάνω λόγο, γιατί η δικτατορία ήταν παρούσα σε κάθε μας κίνηση και μας θύμιζε όλη αυτή την τραγωδία. Μέσα στην τραγωδία μας ζούσαμε άλλη μια τραγωδία. Κόσμος πλέον ζούσε στα ξερονήσια, κόσμος είχε εκπατρισθεί, άνθρωποι φυλακίζονταν, βασανίζονταν, σχεδόν όλος ο ελληνικός λαός ήταν υπό παρακολούθηση...
...Και είναι πραγματικά απορίας άξιο, πως σήμερα σπάνια ή καθόλου αναφέρονται στα θύματα της δικτατορίας, ενώ κάποιοι αγωνίζονται για τους Απριλιανούς δυνάστες.
" Μετά τη δικτατορία ξεκινήσαμε αγώνα να επανεξετασθεί η όλη υπόθεση. Γίνανε πολλές προσπάθειες, αλλά βέβαια δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους παρουσιάσουμε κάποιον και να τους πούμε ότι " αυτός είναι ο δολοφόνος".
Νομίζω ότι η πολιτεία ήθελε να περάσει στη λήθη όλα αυτά τα συμβάντα και έτσι, μέσα σ' αυτό το πλαίσιο τοποθετήθηκε η υπόθεση "Νικηφόρου Μανδηλαρά", πηγαίνοντας στο αρχείο. Δίκη δεν έγινε, αν και προσκομίσαμε καινούργια στοιχεία, φωτογραφίες του πτώματος του Νικηφόρου, που με πολύ κόπο κατορθώσαμε να έχουμε. Αλλά η προσπάθεια συγκάλυψης δεν είναι ένα καινούριο γεγονός στον τόπο μας. Κλείνουν την τυπική πλευρά του θέματος, αλλά η ουσιαστική πλευρά δεν πιστεύω πως κλείνει ποτέ!"
- Ουσιαστικά ξέρετε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι;
" Ναι, Οι δικτάτορες ήταν. Τι θέλετε να σας πω, το όνομα του καθενός; Δεν μπορείς να ξέρεις ποιος όπλισε μέσα στο σκοτάδι το χέρι του δολοφόνου. Αυτό δε θα το μάθουμε ίσως ποτέ. Ξέρετε εσείς ποιος απ' όλους που χτυπούσαν τον Τσαρουχά έδωσε το καίριο χτύπημα; Ήταν επιφανής βουλευτής της ΕΔΑ κι όμως όταν έπεσε στα χέρια τους τον κατασπάραξαν κυριολεκτικά, πέθανε από βασανιστήρια πριν φτάσει στα κρατητήρια. Ξέρετε ποιος απ' όλους που τον χτυπούσαν στην ΕΣΑ έκανε άχρηστο τον αξιωματικό Σπύρο Μουστακλή, ποιος προδιέγραψε την υπόλοιπη ζωή του και τον οδήγησε στον τάφο;
Ξέρετε ποιος ήταν ο φυσικός αυτουργός στη δολοφονία της Αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν; Ακούσατε ποιοι δολοφόνησαν τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Κάποιοι καταδικάστηκαν, αλλά οι περισσότεροι κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ήταν πολλοί οι σκοτωμένοι. Η δικτατορία δολοφονούσε. Όποτε μπορούσε και όπως μπορούσε. Πάντως οπωσδήποτε τους αγωνιστές τους φοβότανε.
Και γι' αυτό με διάφορους τρόπους τους έβγαζε από την αγωνιστική πρακτική. Υπάρχουν οι μηχανισμοί"...
" Σε μια δικτατορία αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιούνται, βγαίνουν στην επιφάνεια και κατανέμονται οι αρμοδιότητες. Κάποιοι αποφασίζουν και κάποιοι αναλαμβάνουν την εκτέλεση. Είναι λίγοι, ώστε το μυστικό να' ναι καλά ασφαλισμένο.
Το σύνολο της ευθύνης το έχουν οπωσδήποτε οι δικτάτορες. Αν υπήρχαν κάποιοι άλλοι πίσω από αυτούς; Υπήρχαν τα νήματα από την εποχή του ΙΔΕΑ.
Άλλωστε η Ελλάδα έχει καταγράψει πολλές δικτατορίες στην ιστορία της. Πραγματικά, δεν εμφανίστηκαν στο στερέωμα σαν κομήτες οι δικτάτορες...
- Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας έχουν ζητήσει επανειλημμένα και μάλιστα πολύ πρόσφατα, εν όψει του Πάσχα, να δοθεί χάρη στους Χουντικούς με το επιχείρημα ότι είναι " ακίνδυνα γεροντάκια", ανίκανα πια να βλάψουν...
" Είναι να απορεί κανείς, γιατί το πρώτο που καταλύθηκε στη δικτατορία ήταν το Κοινοβούλιο, που είναι ο μεγάλος θεσμός της Δημοκρατίας. Προσπαθούν βέβαια να περάσουν τη μεγαλοσύνη του λαού...
Εγώ δεν αφήνω να φωλιάζει μέσα μου μίσος. Αν μου δείχνανε το δολοφόνο του άντρα μου δε θα μπορούσα να τον αγγίξω, δε θα μπορούσα να κάνω κάτι κακό. Δε το λέω αυτό μόνο τώρα, το ίδιο θα έλεγα, αν με ρωτούσαν και τότε, που το γεγονός ήταν νωπό. Γιατί έχω μια φιλοσοφία, μια στάση στη ζωή μου. Πιστεύω ακόμα ότι οι αγώνες έχουν και τα θύματά τους, έχουν ένα τίμημα και όποιος παίρνει το δρόμο τον ανηφορικό έχει κι αυτό κατά νου, το "ζην επικινδύνως". Αλλά το έγκλημα δεν μπορεί να το δικαιολογήσει κανείς. Γιατί το έγκλημα δεν είναι μια αναμέτρηση ίσων προς ίσους σ' έναν αγώνα, είναι ένα πισώπλατο χτύπημα.Κι αυτό δεν το δέχομαι.
Να σας θυμίσω κάτι. Για τις εκατόμβες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που χύθηκαν ποτάμια αίματος στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία που σήμερα περνάει μαύρες μέρες, στην Πολωνία, στην τότε Σοβιετική Ένωση με τα εκατομμύρια νεκρούς, πλήρωναν ορισμένοι μόνο του Τρίτου Ράιχ. Με τη δίκη της Νυρεμβέργης άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι πέρασαν κάποια χρόνια φυλακή.

Στο τέλος έμεινε μόνο ένας κρατούμενος, ο Φον Ες που οι σύμμαχοι αποφάσισαν να τον κρατήσουν φυλακισμένο σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Τι σήμαινε αυτό; Φοβόταν η κραταιά Αμερική ή η Σοβιετική Ένωση ή η Ευρώπη ότι αυτός ο γέρος θα έπαιρνε τη ρεβάνς; Όχι, βέβαια, αλλά ήταν ένα δείγμα γραφής, ήταν ένα σημείο αναφοράς. Και έμεινε στη φυλακή μέχρι προ χρόνων, που εξεμέτρησε το βίο του. Δεν είναι τυχαίο που , λησμονώντας, περνώντας στη λήθη όλα αυτά τα γεγονότα, αναβιώνουν έτσι εύκολα σήμερα φασιστικές ομάδες, δημιουργείται ένα φασιστικό κίνημα. Όταν ξεχνάμε την ιστορία μας, όταν ξεχνάμε και δεν έχουμε πια μπροστά μας αυτούς τους ανθρώπους όπως είναι ο Γρ. Λαμπράκης, ο Ελής, ο Τσαρουχάς και χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι, ο λαός δεν έχει μπροστά του φωτεινές μορφές και εύκολα προλειαίνεται ένα έδαφος για να καρπίσουν άλλου είδους φρούτα.
Αυτά τα γεγονότα πρέπει να θυμόμαστε και όχι τους πρωταίτιους. Εγώ δεν είδα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να φτάνουν στα σπίια των δολοφονημένων από τη Χούντα του '67. Δεν είδα να ενδιαφέρονται να ρωτήσουν πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους, αν υπάρχουν πίσω οικογένειες ή ακόμα να σκύψουν πάνω σ' εκείνα τα εγκλήματα, να αγωνιστούν και για τη διαλεύκανσή τους ακόμα. Ο πόνος είναι μονομερής, είναι μόνο προς μια πλευρά.
Τα γεγονότα δεν πρέπει να θάβονται με τον τρόπο που επιχειρείται σήμερα να θαφτούν. Είναι ολέθριο να ξεχνιώνται γεγονότα που σημάδεψαν , που σφράγισαν τη ζωή μας και που πολλά από αυτά πληρώνουμε ακόμα και σήμερα.
- Σήμερα, αν υπήρχε η δυνατότητα μιας αναψηλάφησης της δίκης θα την κάνατε;
" Παρόλο που δε θέλω να κρίνω και να κατακρίνω την ελληνική δικαιοσύνη, δεν βρίσκονται εύκολα άνθρωποι του ύψους και του διαμετρήματος του Σαρτζετάκη, να σκύψουν με μεράκι πάνω στις υποθέσεις και να βγάλουν στην επιφάνεια τα πραγματικά περιστατικά. Κι έτσι, μ' αυτή τη σκέψη δε θέλω να βασανίζω την υπόθεση..."
- Λένε ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές...
" Εγώ πιστεύω ότι ο χρόνος δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Μπορεί να μη νιώθεις την ίδια έξαρση της κρίσης, να μην αντιδράς με το θρήνο και τον κοπετό, όπως τις στιγμές εκείνες που το γεγονός είναι πάρα πολύ ζεστό. Άλλωστε εκείνη την ώρα δε συνειδητοποιείς το μέγεθος της συμφοράς, " του κακού που σ' έχει βρει" όπως λένε. Ο χρόνος πιστεύω ότι δουλεύει αντίστροφα. Διότι από εκεί και ύστερα γεννιούνται τα προβλήματα: να μεγαλώσεις ένα παιδί που δε θα' χει τον πατέρα του. Να ζήσεις εσύ όλες τις ηλικίες με την έλλειψή του. Σε κάθε φάση της ζωής σου και πιο πολύ στις δύσκολες φάσεις, που είναι οι περισσότερες - μετά από μια τέτοια τραγωδία η έλλειψη είναι καταλυτική. Δεν πιστεύω ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, εκτός, αν έχεις επιλέξει διαφορετικό δρόμο. Αν έχεις όμως επιλέξει το δρόμο τον αγωνιστικό, σου λείπει η παρουσία του, σου λείπει το συντροφικό χέρι, σου λείπει αυτός ο δεσμός, που εύκολα δεν τον αντικαθιστάς.
Ίσως και γιατί ήταν μια μεγάλη μορφή και εύκολα δε συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Οπότε πιστεύω ότι η έλλειψη είναι μεγιστοποιημένη..."
...Μέσα σ' αυτό το σπίτι ο χρόνος έχει παγώσει. Έχει παγώσει και στη φωτογραφία ενός λεβέντη, που βρίσκεται κλεισμένος σε κορνίζα και μας κοιτάζει στην είσοδο...

Γιος σμυριδεργάτη από τη Νάξο, γνώρισε από κοντά την αδικία και τη φτώχεια. Δούλεψε ο ίδιος οικοδόμος, για να μπορέσει να σπουδάσει. Αριστούχος, με χίλιες στερήσεις. Πατέρας ενός παιδιού έξι χρόνων, που υπεραγαπούσε, σύζυγος μιας 29χρονης κοπέλας. Εκφραστής του αδούλωτου φρονήματος του ελληνικού λαού. Χαρισματικός και απλός, ετών 39, νέος για πάντα. Νικηφόρος για πάντα!



Γιώργος Λ. Χιωτάκης - Γιάννης Κορίδης, Νικηφόρος Μανδηλαράς. Η δολοφονία ενός αγωνιστή, Ιωλκός, Αθήνα 2004, 2η έκδοση

Ο Νικηφόρος Μανδηλάρας δολοφονήθηκε από ανθρώπους της χούντας στις 18 Μαΐου 1967 και το πτώμα του βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα.

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Ο ξένος


ένα διήγημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Δεν ήταν μέρα που να μην κατεβαίναν οι ξένοι στρατιώτες στο σπίτι μας. Το είχαμε σίγουρο πως θα έρχονταν, μα κανείς μας δε μπορούσε να μαντέψει από πού θα φανούν κάθε φορά και πότε. Παρουσιάζονταν ξαφνικά, πότε από τη μεριά του ποταμού, πότε ψηλά από το δάσος, που έφτανε ως πενήντα μέτρα κοντά στο σπίτι· κι άλλοτε πάλι δεν καταλαβαίναμε διόλου από πού έρχονταν, την τελευταία στιγμή ακούγαμε ξαφνικά την παράξενη λαλιά τους κι όσο να κυττάξουμε γύρω μας εκείνοι ήταν κιόλας μπροστά μας. Ένα πρωΐ η μητέρα τούς είδε που ξεσκαρφάλωναν από τα πεύκα. Είχαν έρθει, φαίνεται, από τη νύχτα κι όσο να ξημερώσει παραμόνευαν ψηλά από τα δέντρα. Αυτά όλα τα έκαναν γιατί εκείνο τον καιρό κάπου στα μέρη μας είχαν φανεί αντάρτες.
Ταχτικοί ήταν τρεις: Ο Χανς, ο Χέρμαν και ο Λούι - ο Λούης που τον λέγαμε εμείς. Κάποτε ερχόταν κ' ένας άλλος μαζί του στραβοπόδης και κακομούτσουνος - τόσο άσχημος ήταν ώστε εμείς, όταν ερχόταν, κάπως ντρεπόμαστε να τον κυττάξουμε δεύτερη φορά. Μα το ευτύχημα αυτός ερχόταν αραιά και πού. Οι ταχτικοί ήταν άλλοι τρεις.
Κατά τα φαινόμενα ο Χανς ήταν ο ανώτερος, δεκανέας ή λοχίας κάτι τέτοιο. Απάνω στις επωμίδες του είχε ένα ή δύο σειρήτια. Το πρόσωπό του στην αριστερή μεριά ήταν φευγάτο. Κάτι μεγάλο σιδερικό τού το είχε φάει. Έλειπε και το μισό αυτί. Κατά τα άλλα ήταν ομορφάντρας ο Χανς - ψηλό παλληκάρι με όρθιο κορμί και φωτεινά μάτια. Ύστερα ο Χέρμαν - σπουδαία φιγούρα αυτός, δε μας άρεσε. Ένα βαρελάκι εκεί δα και το στόμα του δεν άνοιγε, παρά εκτός όταν ήταν να μασήξει κάτι. Η νόνα μας όταν τον είδε, είπε: " ο Κουτούκιας!". Είχαμε ένα σκυλί με το όνομα αυτό και μάς έσκασε το καλοκαίρι από την πολυφαγία. Και τρίτος ο Λούης.
Μα τι ήταν και τους τραβούσε στο σπίτι μας; Τα συνηθισμένα. Εκεί στην ποταμιά βρίσκονταν όλο κι όλο πέντε σπιτάκια. Και οι πιο βασταζούμενοι ήμαστε εμείς. Τι να βρίσκαν στ' άλλα σπίτια; Εμείς είχαμε κ' ένα βαρελάκι με τυρί, είχαμε κότες, κάτι κουνελάκια, η μητέρα έκανε ωραία τουρσιά με πιπεριές και μελιτζάνες, ο πατέρας ήταν μερακλής στον καπνό, τέλος και το κρασάκι δεν έλειπε. Ύστερα ο πατέρας είχε και μια παλιότερη γνωριμία με τους στρατιώτες της Φρουράς. Όταν πρωτοήρθαν για να πιάσουν το φυλάκιο της Ανάληψης, το ύψωμα που δεσπόζει στην ποταμιά, ο πατέρας βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο δρόμο τους. Ήταν νύχτα δίχως φεγγάρι κι ακούσαμε πέρα  στο δρόμο φωνές. Περαστικοί, είπαμε, και φοβηθήκαμε για το μποστάνι μας, που βρισκόταν κοντά στο πέρασμα. Ντύνεται βιαστικά ο πατέρας, παίρνει και το σκυλί και πάει τρέχοντας. Και πέφτει απάνω τους.
- Χάλτ! - του φωνάζουν. Βερ ιζ ντα;
Φοβήθηκε ο γέρος.
- Παρτιζάν; φωνάζουν κάμποσοι μαζί.
Η μιλιά του είχε κοπεί, αλλά σκέφτεται: Άμα δεν πω κάτι τώρα, μου την άναψαν αυτοί, δε χασομεράν! Έτσι φωτίστηκε το μυαλό του.
- Ντου γιου σπηκ ίγγλις; - ρωτάει όσο μπορούσε δυνατά.
Είχε κάμει μετανάστης λίγο καιρό στο Ντένβερ Κολοράδο.
- Χου σπηκ ίγγλις; λέει λοιπόν θαρρετά.
Ένας τον ρωτάειτότε:
-Χουέρ ιζ δη ρόουντ φορ δη αναλιψη;
Ο γέρος μαζεύει μάνι - μάνι τα αγγλικά του:
- ιτ δη ράιτ οφ δη ρίβερ εντ φρομ δερ ου...
Κάτι από τον πολύ φόβο, κάτι που δεν την ήξερε καλά την ξένη γλώσσα, εδώ εκείνη τον παράτησε. Πήρε πάλι την φράση από την αρχή - τίποτα.
-Κομ αλλόγκ! - του λένε άγρια. Σόου δη γουαίη!
Κι από τότε πού να τους ξαναμιλήσει αγγλικά. Του μιλούσαν εκείνοι, ο γέρος έκανε την κορόιδα. Μόνο λησμονιόταν καμμιά φορά και του έφευγε καμμιά κουβέντα. Και τον κυττούσεν η μητέρα μας τότε - κεραυνούς πετούσαν τα μάτια της.
Λοιπόν ο Λούης. Περίεργος άνθρωπος! Ερχόταν πάντοτε μπροστά απόλους, όλο γέλια. Και δος του χαιρετούρες. Πρώτα με τη νόνα. " Χμ! - έλεγε εκείνη. Όρεξη που' χα να δω τα μούτρα σου! Όλο μαλαγανιές και καλοπιάσματα. Δος τε τους, Παναγία μου, να περιδρομιάσουνε και να ξεκουμπιστούνε". Δεν ήταν βέβαια ανάγκη να ξέρουν εκείνοι τη γλώσσα μας για να καταλάβουν τι τους έψελνε η γριά. Η όψη της όλα τάλεγε. Ο Χανς και ο Χέρμαν το πήραν αμέσως μυρουδιά, στριμώχνονταν σε μία γωνιά και όλο λοξοκυττούσαν τη νόνα και κάτι λέγαν "ψου - ψου " μεταξύ τους. Μα ο Λούης - το χαβά του αυτός. Χαιρετούρα και γέλιο. Ύστερα από τη νόνα έπιανε το χέρι της μητέρας, του πατέρα, κατόπιν ερχόταν σε μας τα δυό - σε μένα και την αδερφή μου Ελένη.
Ο Λούης ήταν ψηλός άντρας, χοντροφτιαγμένος, ίσαμε εικοσιοχτώ χρονών. Στρογγυλό το κεφάλι του και μεγάλο σα μια κολοκύθα. Ό,τι όμως χτυπούσε πιο πολύ  ήταν τα μάτια του, γαλανά και στρογγυλά μάτια, γιομάτα, καθώς μάς φαίνονταν εμάς των παιδιών, καλοσύνη και αγαθότητα. Άλλη γνώμη είχαν γι' αυτόν οι μεγαλύτεροι, προπαντός η νόνα και ο πατέρας. Από την πρώτη κιόλας μέρα ο άνθρωπος αυτός έγινε ένα αίνιγμα για μας. Φαινόταν πως κάτι ήθελε να πει, να μας δώσει να καταλάβουμε. Κρυφά όμως από τους άλλους - κάτι τέτοιο υποψιαστήκαμε. Έκανε βιαστικά νοήματα με το χέρι, με τα μάτια, όλο εκείνο το χοντρό κορμί γινόταν ένα ανεξήγητο νόημα. Άλλες φορές πάλι, ξεκρεμούσε αμέσως το αυτόματο και το πετούσε πάνω στο ξυλοκρέββατο που στεκόταν στην αυλή. Το έκανε αυτό κάπως επιδειχτικά και συστηματικά έτσι που εμείς ξέραμε πια ότι και την άλλη φορά το ίδιο θάκανε. Και κατόπιν που μπαίναν στο σπίτι να φάνε, το άφηνε το όπλο εκεί απόξω. Κάποτε - κάποτε  πεταγόταν  ξαφνικά από το τραπέζι ο Χανς, άρπαζε το αυτόματο και του το έρριχνε θυμωμένος στην αγκαλιά του. Κι όλο κάτι τού έλεγε γρήγορα - γρήγορα, που φαινόταν ότι τον μάλλωνε στη γλώσσα τους.
- Πονηρά τα καμώματά του! είπε μια μέρα ο πατέρας. Αυτός ο άνθρωπος, ο θεός να μας φυλάει, δε μ' αρέσει. Κάτι κακό έχει  στο νου του. Κυττάχτε μην κάμετε καμμιά τρέλλα με το όπλο. Έχει σχέδιο αυτός.
Εμείς τα δυό σκεφτόμαστε όμως πως τον αδικεί το Λούη ο πατέρας.
- Τι κακό; - του λέγαμε. Αυτός είναι καλός. Καθόλου δε μοιάζει με τους άλλους.
- Μωρέ ακούτε τι σας λέω εγώ! - θύμωνε ο γέρος. Γράμματα τώρα θα με μάθετε; Και πού έχετε ιδέα εσείς από γερμανούς!
Μια μέρα ο Λούης αφήνει τους άλλους δύο απόξω στην αυλή και τρυπώνει στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή είχε μπει κι ο πατέρας μέσα για να πιάσει από το βαρέλι κρασί. Γονατίζει λοιπόν ο Λούης αντίκρυ του και χτυπάει μία - δύο με τη γροθιά του τα στήθια.
- Γκουτ! - λέει του πατέρα. Ιχ γκουτ!
- Γκουτ! - κάνει κι ο πατέρας και το ρίχνει στο αστείο.
Αρπάζει κι ο Λούης και χώνει την απαλάμη του πατέρα στη δική του. Και όλο κάτι λέει. Φοβήθηκε ο γέρος μας, αλλά ανοίγει η πόρτα εκείνη τη στιγμή και μπαίνει μέσα ο Χανς. Τότε αφήνει ο Λούης το χέρι του πατέρα και κάνει πως τον βοηθάει δήθεν να πιάσει από το βαρέλι κρασί.
- Το μπαγάσα! - μας λέει κατόπιν ο πατέρας. Κάτι θέλει να μας σκαρώσει λοιπόν αυτός. Κατάλαβες δηλαδή; Ήθελε να μου δείξει πως έχει ρόζους στο χέρι, είδες, φίλε μου, πονηριά;
Η αλήθεια είναι πως είχαμε λόγο να φοβόμαστε. Ήταν ένα μυστικό που, καθώς πιστεύαμε, δεν έπρεπε ακόμη να βγει έξω από τους τοίχους του σπιτιού μας: ο αδερφός μου ο πιο μεγάλος είχε πάρει τα βουνά! Ήταν τώρα ένας - δύο μήνες που κατέβηκε με κάτι άλλους φοιτητές από την Αθήνα και σηκώσαν αντάρτικο στην περιοχή μας. Δε θέλεις λοιπόν να ξέρουν τίποτα στο φυλάκιο και να μας μαγειρεύουν καμμιά δουλειά με κείνον το Λούη; Όλα τα σκεφτόταν ο πατέρας.
Όπου ένα δειλινό ξετρυπώνει ο Λούης μονάχος. Στο σπίτι ήταν η νόνα και η αδελφούλα μου η Ελένη. Πετάει λοιπόν αυτός τ' όπλο του στο κρεββάτι κι αρχίζει τα νοήματα της γριάς. " Φέρ' του να περιδρομιάσει, λέει η νόνα, και να μας αδειάσει τη γωνιά". Η Ελένη τού φέρνει πιπεριές και τυρί. Αυτός δεν απλώνει, παρά συνεχίζει τα νοήματα. Το πρόσωπό του είναι ταραγμένο, χλωμό, τα μάτια κόκκινα. " Μεθυσμένος ο αχρόνιαγος, - σκέφτεται η νόνα, - φέρ' του ένα ποτήρι να πάει στα τσακίδια!" Του φέρνει η Ελένη το κρασί και αυτός δεν το παίρνει! Και σκύβει ξαφνικά, αρπάζει την Ελένη από το χέρι και κάτι της λέει! Τότε έβαλε τις φωνές κ' η νόνα μας: " Το κορίτσι γυρεύει ο άτιμος!" χύνεται στη μέση και την ξεκολάει την Ελένη από πάνω του. " Φύγε! - φωνάζει. Να φύγεις!" Η Ελένη τρέχει κι αμπαρώνεται στο σπίτι. Και η γριά όλο φωνάζει και τον σπρώχνει κιόλας τον ξένο στρατιώτη. Αυτός στέκει σα χαμένος αντίκρυ της. Και κυττάει τη νόνα με βλέμμα θολό και παράξενο. " Μωρέ βλαμένος θάναι τούτος!" - σκέφτεται ξαφνικά η γριά και κάνει αμέσως το σταυρό της. Κι ο Λούης σκύφτει, αρπάζει το αυτόματο και χύνεται στην ποταμιά.

Γυρίσαμε κ' εμείς υστερώτερα από τη δουλειά και βρήκαμε τη νόνα θαλασσοδαρμένη. " Το κορίτσι! - μας λέει. Αυτό γύρευε. Και σκάφτε τώρα ναν την κρύψουμε στη γη.
- Φαινόταν ο μπαγάσας! - αρχίζει να βλαστημάει ο πατέρας. Γερμανός και καλός γίνεται, μωρέ;
Αυτό ήταν βέβαια για μας, για μένα και για την Ελένη. Και τι μπορούσαμε λοιπόν να πούμε τώρα εμείς! Όλους μας κυρίεψε ένας φόβος για την αδερφή μου. Λέγαμε να την πάρει πρωΐ - πρωΐ η μητέρα και να την πάει στου αδερφού της, στο χωριό Λόπεσι που ήταν εκεί κοντά μας, όσο να βλέπαμε τι θα γινόταν παραπέρα. Πριν να το σκεφτούμε όμως καλά - καλά, τους ακούσαμε κιόλας απόξω στην αυλή. Ποτέ ως τώρα δεν είχαν έρθει νύχτα!
Κάνει ν' ασηκωθεί ο πατέρας, μα να αυτοί, ανοίγουν μια την πόρτα και χυμάν μέσα...Ο Χανς πρώτος! Κ' έρχεται από πίσω κι ο " Κουτούκιας" κι άλλοι ακόμα, πρώτη φορά τους βλέπαμε. Εδώ κι ο στραβοπόδης. Δε μας λεν τίποτα, σκορπάν μέσα στο σπίτι και ψάχνουν. Αναποδογυρνάν τα κρεββάτια, ανοίγουν το μπαούλο, ρίχνουν χάμω και το γιούκο της μητέρας.
Ένας αρπάζει τον πατέρα από το μπράτσο.
- Χουε΄ρ ιζ Λούι; - τον ρωτάει.
Το καταλάβαμε και κάτι κόπηκε μέσα μας. Γυρίζουμε η Ελένη κ' εγώ τα μάτια μας στον πατέρα και τον παρακαλάμε. Κι αυτός όμως δεν τάχασε.
- Δεν ξέρω! - λέει. Τώρα γυρίσαμε κ' εμείς από τη δουλειά...
- Δεν τον είδατε;
- Δεν τον είδαμε!
Αυτοί κάτι είπαν και μπουκάραν έξω.
Κ' εμείς απομείναμε σιωπηλοί. Μόνο η νόνα γύρισε κατά τα εικονίσματα κ' έκανε ψυθιριστά μια προσευχή.
Απόξω είχαν κάνει τη νύχτα μέρα οι γερμανοί με τις φωτοβολίδες τους και τα φανάρια. Κι ως το πρωΐ δεν κλείσαμε μάτι. Πότε από το δάσος και πότε χαμηλά από το ποτάμι, ακούγαμε φωνές, γαυγίσματα και κάτι συνθηματικά σφυρίγματα. Κι άλλοτε πέφταν πιστολιές. Τότε σηκωνόταν γονατιστή η νόνα πάνω στο κρεββάτι της:
- Φύλαγέ τον τόν άνθρωπο, Θέε μου! έλεγε.
Και γύριζε κατά τα εικονίσματα και σκεπασμένη καθώς ήταν με τα σεντόνια έκανε κι άλλες προσευχές και μετάνοιες. Μπροστά στους αγίους έκαιγε γλυκό φως του καντηλιού και η εκατόχρονη γριά μας με τα λυμένα κάτασπρα μαλλιά μας μάς φαινόταν εμάς των παιδιών σαν μια παλιά ιέρεια από τους μύθους.

- Τάμαθες, κυρούλα; - έλεγε την άλλη μέρα της νόνας μια πομπεμένη ρωμιά που τη σέρναν οι ξένοι στρατιώτες από φυλάκι σε φυλάκιο. Εκείνος ο Λούης, καλέ, που ερχόταν και σε σας. Ήτανε μπολσεβίκος ο αντίχριστος! Αποβραδύς εψές τόσκασε για τους αντάρτες.
- Κι απέ; - τη ρώτησε η νόνα
- Τον προλάβανε ευτυχώς, τα παιδιά. Στα καλάμια ήτανε κρυμένος. Εδεκεί ευρήκε εκείνο που γύρευε. Ο σκύλος!

Δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Ιούνιο του 1962, τ.90.
Το σχέδιο από το περιοδικό