Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Τζουντ ο αφανής


Κάποιες φορές μία απλή αναφορά ενός βιβλίου μέσα σε ένα άλλο βιβλίο οδηγεί σε μια συγκλονιστική αναγνωστική εμπειρία. Αυτό συνέβη με το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ, Τζουντ ο αφανής, το οποίο μεταφράστηκε από τη Λητώ Σεϊζάνη και εκδόθηκε από τη Νεφέλη το 1997. Δεν θυμάμαι σε ποιο βιβλίο το συνάντησα, πάει καιρός, αλλά ευτυχώς που μπόρεσα να το βρω, καθώς είναι εξαντλημένη η έκδοση,  και να το διαβάσω. 

Η ιστορία ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1894 στο περιοδικό Χάρπερς. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία που αρχίζει από την παιδική ηλικία του Τζουντ και τελειώνει με το θάνατό του. 
Ένα παιδί που ονειρεύεται να κατακτήσει τη γνώση και να μπει σε εκείνες τις μεγάλες αίθουσες ,όπου αυτή διδάσκεται. Ένας νέος που ερωτεύεται, παντρεύεται και απογοητεύεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αλλά που δεν αργεί να συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του και να την ερωτευτεί απελπισμένα  χωρίς να μπορεί να την προσεγγίσει, παρά μόνο φιλικά καθώς γνωρίζει ότι η κοπέλα αυτή είναι εξαδέλφη του. Ένας έρωτας  αμοιβαίος στην πορεία, ο οποίος όμως περνάει του λιναριού τα πάθη και δεν κατορθώνει να φέρει την ευτυχία ακόμη και όταν το ζευγάρι ζει μαζί μετά από πολλές περιπέτειες. 
Ο Τζουντ είναι ο άνθρωπος εκείνος που όλα τα σχέδια της ζωής του βγήκαν πλάνα, που δεν μπόρεσε να κατακτήσει ουσιαστικά τίποτε από όσα ήθελε: δεν φοίτησε στις σχολές που ήθελε, δεν έκανε τη δουλειά που ήθελε, δεν έζησε τον έρωτα όπως τον ήθελε.
Η Σου, μια νέα κοπέλα, δεν ζει και δεν συμπεριφέρεται όπως η κοινωνία της εποχής της το απαιτεί και γιαυτό καταδικάζεται από αυτήν και γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Οι πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις και η κυκλοθυμική συμπεριφορά  της φανερώνουν ένα σύνθετο χαρακτήρα που μάχεται να σταθεί στα πόδια του και να νικήσει τα εμπόδια χωρίς επιτυχές αποτέλεσμα. 
Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε ομιχλώδη τοπία της αγγλικής φύσης και μικρών πόλεων με πολλές περιγραφικές λεπτομέρειες.
Τολμηρό και πολύ προοδευτικό ως προς τις ιδέες που εκφράζει για τις ερωτικές σχέσεις, το γάμο, τα παιδιά, τη μόρφωση σε μια εποχή αυστηρά πουριτανική. Σκληρό στις περιγραφές του, όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις, με ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει τις πράξεις των ανθρώπων. Τραγικό στο τρόπο που διαχειρίζεται τη λύση των προβλημάτων των πρωταγωνιστών σε σημείο να νιώθεις τη καρδιά σου να χτυπά γρήγορα και με αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας. Μια εξέλιξη οδυνηρή και με πολλές ανατροπές, ενίοτε σπαρακτικές.
Δίπλα στους δύο βασικούς ήρωες, αρκετοί άλλοι που με τη συμπεριφορά τους και τις απόψεις τους επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τις ζωές του Τζουντ και της Σου, αναδεικνύοντας συγχρόνως μια κοινωνία βαθιά συντηρητική , ταξική και ρατσιστική αλλά με μικρές χαραμάδες φωτός που όμως δεν οδηγούν στο αίσιο τέλος. 

Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του βιβλίου από τη μεταφράστρια του μυθιστορήματος Λητώ Σεϊζάνη εδώ.

Η ιστορία έγινε ταινία το 1996 με τους Κρίστοφερ Εκλεστον, Κέιτ Γουίνσλετ σε σκηνοθεσία Μάικλ Γουιντερμπότομ. Ολόκληρη η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους:





Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Μια ταινία για τη Violeta Parra


Η μεγάλη Χιλιανή ερμηνεύτρια και αγωνίστρια Violeta Parra γεννήθηκε το 1917 και επέλεξε να φύγει από τη ζωή στις 5 Φεβρουαρίου του 1967.Επί πλέον ήταν συνθέτης,  λαογράφος και ζωγράφος . Ήταν μια γυναίκα ενταγμένη συνειδητά στο προοδευτικό κίνημα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής.
 Σε όσους προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την αξία της, χρησιμοποιώντας την πολιτική της δράση εκείνη απαντούσε πολύ έξυπνα «..Τρέχει στις φλέβες μου κόκκινο αίμα. Αν και σε σας, τότε είμαστε σύντροφοι».

Η ταινία Η Βιολέτα Πήγε Στον Ουρανό (Violeta Went to Heaven / Violeta se fue a los cielos) (2011) του Αντρές Γουντ είναι μια ανάμνηση, μια αφήγηση του ονείρου ενός παιδιού που παρέμεινε παιδί μέχρι το τέλος. Ακολουθεί τη αφήγηση της ζωής της Βιολέτα Πάρα όπως η ίδια την εξιστορεί σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1962, πέντε χρόνια πριν δώσει τέλος στην ζωή της. Χωρίς να γίνονται παρατεταμένες αναφορές σε πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, η ταινία προσφέρει στοιχεία και εικόνες για ακονισμένα μυαλά. Η έξυπνη σκηνοθεσία του Αντρές Γούντ που χρησιμοποιεί συνεχείς χρονικές παλινδρομήσεις, μπρος πίσω στην ζωή της ηρωίδας, δίνει την αίσθηση ενός μαγικού ρεαλισμού. Έτσι πολύ ρεαλιστικές καθημερινές στιγμές από την ζωή της συνδέονται με εικόνες και τραγούδια, με «θύμησες» και «συμβολικά όνειρα». “Η Βιολέτα πήγε στους ουρανούς” είναι ένα ταξίδι. Μια χαλασμένη παλιά κιθάρα η μόνη κληρονομιά από τον πατέρα της γίνεται το όχημα που θα την οδηγήσει μέσα από περιπλανώμενους θιάσους σε μια διεθνή καριέρα αλλά και στην καταγραφή και διάσωση της ξεχασμένης ως τότε λαϊκής παράδοσης της Χιλής. Έτσι το όνομα της γίνεται συνώνυμο του κινήματος το «νέου Χιλιανού τραγουδιού», Nueva Canción Chilena.
Η ταινία σκιαγραφεί τις προσωπικές της σχέσεις με τους ανθρώπους και τα γεγονότα που άλλαξαν και διαμόρφωσαν τη ζωή της. Ο αλκοολικός πατέρας της, η φτωχογειτονιά, οι περιορισμοί, οι έρωτες της, η σχέση με τα παιδιά της, ο θάνατος του μικρού της παιδιού, η περιοδεία στην Ευρώπη, η περιπλάνηση και η περιπέτεια, η αναζήτηση του ονείρου, οι απογοητεύσεις, η καταξίωση, η υπαρξιακή αγωνία, η δημιουργία, όλα συνέβαλλαν στο πορτραίτο της Βιολέτα Πάρα. Γι αυτό ήταν ένας άνθρωπος πολύπλευρος. Ένας άνθρωπος με ισχυρή θέληση, δημιουργικός και ταυτόχρονα πρακτικός, αθεράπευτα ρομαντικός και ταυτόχρονα σκληρός, υπέρμετρα παθιασμένος και απόλυτος αλλά και ασυμβίβαστος και ελεύθερος. Ένας άνθρωπος που σε κατακτά, όπως κατέκτησε η ίδια όλο τον κόσμο. Αυτό είναι το κράμα μιας τέτοιας προσωπικότητας που ακόμα και σε στιγμές που το όνειρο της δημιουργίας μπαίνει πάνω από τα παιδιά της, δεν σε αφήνει να μείνεις εκεί. Δεν σε αφήνει να την κρίνεις μονοδιάστατα. Είναι τόσα πολλά. Γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο της Φρανσίσκα Γκαβιλάν που την υποδύθηκε, η ερμηνεία της οποίας ήταν εξαιρετική, δεδομένου ότι η ίδια τραγούδησε και όλα τα τραγούδια της ταινίας. Αυτό είναι άλλο ένα συν της ταινίας.

Το τέλος που ίδια επέλεξε δεν ήταν υποταγή. Ήταν αντίσταση. Ήταν το τέλος μιας σχέσης. Η τελευταία συνομιλία με έναν εραστή θα μπορούσε κανείς να πει. Η Βιολέτα Πάρα αγωνίστηκε ενάντια στην φθορά και τις απώλειες που φέρνει ο θάνατος. Εμπνεύστηκε από αυτόν. Τον έζησε και τον κατέγραψε. Γι' αυτό τον επέλεξε από μια ζωή που δεν θα ήταν ικανή να προσφέρει τίποτα άλλο πια. Από μια ζωή που θα την ανάγκαζε να είναι κάτι άλλο. Άλλωστε πλέον η Βιολέτα Πάρα δεν είναι ένας άνθρωπος, γίνεται ένα σύμβολο. Γίνεται η τέχνη που πρέπει να παραμείνει ασυμβίβαστη και ελεύθερη για να είναι αυθεντική και δημιουργική. Αλλά σε δικτατορίες στρατιωτικές ή ακόμα και άλλων μορφών, η τέχνη δεν επιβιώνει. Οδηγείται στην αυτοκτονία.

Η ταινία  κέρδισε τα ακόλουθα βραβεία :
Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής – Sundance IFF 2012
Βραβείο Mayahuel, Βραβείο FIPRESCI – Guadalajara Mexican FF 2012 και ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Χιλής για το καλύτερο ξένο φίλμ στα Όσκαρ του 2012.



Οι πληροφορίες  από τη σελίδα jazz blues rock

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Θόδωρος Αγγελόπουλος

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Oι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής (μαζί τους, όμως, κι ένας «ανανήψας “αριστερός”»), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος. Μπροστά σ' ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ' ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ' τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι, και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.

Οι κυνηγοί (1977)

Διακρίσεις: 1977. Golden Hugo (βραβείο καλύτερης ταινίας) στο Φεστιβάλ του Σικάγου· Βραβείο της Ένωσης Τούρκων Κριτικών Κινηματογράφου. Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών 1977.


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Τα Δεκεμβριανά κατά Θόδωρο Αγγελόπουλο

Απόσπασμα από την αριστουργηματική και πολυβραβευμένη  ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου , Ο Θίασος (1975)




Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Βαλτοτόπια και μαύρη θάλασσα...


Βαλτοτόπια και μαύρη θάλασσα
εσύ είσαι πεθαμένος κι εγώ τι θ' απογίνω
σαν κουρέλια οι πλεξίδες μου
πέφτουν στο πρόσωπό μου
Βαλτοτόπια, βαλτοτόπια
κι η μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ.

Είμαι μια ψυχή χαμένη
ο άνθρωπός μας μ' άφησε για πάντα
το σκυλί πια δεν γαβγίζει
τα παραθύρια κλείσαν
τα βαλτοτόπια τα βαλτοτόπια
κι μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ.

Είχα κάποτε ένα καλυβάκι
τώρα είμαι μόνη κι έρημη
δίχως σπίτι και κρεβάτι
δίxως ψωμί και συντροφιά
τα βαλτοτόπια τα βαλτοτόπια
κι μαύρη, μαύρη θάλασσα
κι εγώ να σκοτωθώ, να σκοτωθώ, να σκοτωθώ
να χαθώ.

Το τραγούδι αυτό αναφέρεται ότι γράφτηκε από άγνωστο στιχουργό στην περιοχή Αbruzzo , της κεντρικής – νότιας  Ιταλίας τον 17ο αιώνα και πρόκειται για το μοιρολόι μιάς χήρας  που έχασε τον άνδρα της στη θάλασσα .

Το 1973 ο  Νino Rota "ντύνει" την ταινία Film d'Amore e d'Anarchia (στα ελληνικα «Ταινία του έρωτα και της αναρχίας») και δίνει μουσική μορφή σε αυτό το μοιρολόι. Ερμηνεύτρια σε πρώτη εκτέλεση η Anna Melato

O Nino Rota γεννήθηκε  στις 3 Δεκεμβρίου 1911

Η μετάφραση από εδώ όπου μπορείτε να ακούσετε και άλλες ερμηνευτικές εκδοχές

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Η γλώσσα της πεταλούδας



Η ταινία «La lengua de las mariposas» διαδραματίζεται στην αρχή του ισπανικού εμφυλίου και είναι βασισμένη σε τρία διηγήματα του Μανουέλ Ρίβας.
Αφηγείται την ιστορία του Μόντσο, ενός εύθραυστου  οκτάχρονου αγοριού που στα τέλη του 1936 πηγαίνει στο σχολείο ξεκινώντας την θητεία του στην μάθηση και στην ζωή, με καθοδηγητή τον ιδιόρρυθμο δάσκαλό του.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, αρχή του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οι αξίες και οι αρχές που ο δάσκαλος του έχει εμφυσήσει, θα ανατραπούν, καθώς θα παρακολουθήσει τον στραγγαλισμό της δημοκρατίας από το καθεστώς του Φράνκο και θα «υποστεί» μια βίαιη και τραυματική ενηλικίωση.

"Αν καταφέρουμε έστω και μια γενιά να ζήσει ελεύθερη, κανείς δεν θα μπορέσει να της κλέψει την ελευθερία…"

Μια ταινία τρυφερή σε πρώτο επίπεδο, με την αγωνία και την σκληρότητα να υποβόσκουν κάθε δευτερόλεπτο.
Μία εξαιρετική σκιαγράφηση της εποχής, που σε συνδυασμό με την θαυμάσια φωτογραφία και τη μουσική επένδυση της ταινίας, συνθέτουν έναν σπαραχτικό ύμνο στο τέλος της αθωότητας. Η εξαιρετική δημιουργία του Κουέρδα απέσπασε έξι βραβεία Γκόγια στις κατηγορίες καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, μουσικής, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και καλύτερης ερμηνείας πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού, καθώς και το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Κλίβελαντ.

Διάρκεια: 1:36
Κατηγορία: Κοινωνική, Δράμα
Σκηνοθεσία: Χοσέ Λουίς Κουέρντα
Σενάριο: Rafael Azcona, José Luis Cuerda

Πρωταγωνιστούν: Φερνάντο Φερνάν Γκόμεζ, Μανουέλ Λοζάνο, Ούξια Μπλάνκο

Kollect news

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Ο Δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται

«Ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται» (2006) του Daniel Losset.
Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται στη ζωή του μεγάλου Γάλλου παιδαγωγού και μεταρρυθμιστή της παιδείας Σελεστέν Φρενέ (Celestin Freinet 1896-1966). 
Η παιδαγωγική μέθοδος του Φρενέ στοχεύει στη δημιουργία ενός άλλου σχολείου όπου κάθε παιδί αντιμετωπίζεται σαν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, όπου η παιδεία δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα κι ο ρόλος του εκπαιδευτικού συνίσταται κυρίως στο να βοηθήσει τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο της γνώσης.
Ο Σελεστέν Φρενέ, πρώτος αυτός, επεδίωξε να εισάγει τις νέες τεχνολογίες της εποχής στην εκπαίδευση: τυπογραφία, ραδιόφωνο, κινηματογράφο. Είναι πιο γνωστός ως ο πρώτος που έβαλε το τυπογραφείο στην τάξη και καθιέρωσε την διασχολική αλληλογραφία. Λιγότερο γνωστό είναι ότι πρώτος αυτός έβαλε τον κινηματογράφο στο σχολείο το 1926!
Ήταν φυσικό οι πρωτοποριακές του μέθοδοι να μην είναι αρεστές στο κατεστημένο, γι αυτό κυνηγήθηκε ανελέητα. Πάλεψε μέσα από αντίξοες συνθήκες και στο τέλος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη δημόσια εκπαίδευση για να συνεχίσει πιο ελεύθερος το παιδαγωγικό του έργο. Αλλά πια δεν ήταν μόνος. Στη βάση των ιδεών του δημιουργήθηκε ένα μεγάλο διεθνές παιδαγωγικό κίνημα που είναι ακόμα ζωντανό.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Σεργκέι Άιζενστάιν, Οχτώβρης

Στις 23 Ιανουαρίου του 1898 ήρθε στον κόσμο ο άνθρωπος που έμελλε να αλλάξει μια για πάντα τον παγκόσμιο κινηματογράφο, αποτελώντας παράλληλα τον κορυφαίο εκπρόσωπο του Ρωσικού κινηματογράφου. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν δεν ήταν όμως μόνο ένας σπουδαίος σκηνοθέτης αλλά υπήρξε και ο πρωτοπόρος της τέχνης του μοντάζ, επηρεάζοντας με το έργο του όλους τους μεταγενέστερους κινηματογραφιστές.


Γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας, από εύπορη οικογένεια, που του εξασφάλισε μία καλή μόρφωση και όλα τα εχέγγυα για το μέλλον του. Η σκηνοθετική ευφυϊα του φάνηκε από τα πρώτα του βήματα, καθώς με τη δεύτερη ταινία του, το 1925, άλλαξε οριστικά την ιστορία του κινηματογράφου.
Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» αναγνωρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ η σκηνή με το πανικόβλητο και αλαφιασμένο πλήθος να τρέχει στα σκαλιά της Οδυσσού κυνηγημένο από τον τσαρικό στρατό, θεωρείται η καλύτερη σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου.

Είχε προηγηθεί η «Απεργία», το 1924, και ακολούθησαν το «Οκτώβρης ή Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» (1928), το λυρικό «Γενική Γραμμή» (1929), το «Αλέξανδρος Νιέβσκυ» και «Το λιβάδι του Μπεζίν», ενώ το 1945 σκηνοθετεί το «Ιβάν ο Τρομερός» και ένα χρόνο αργότερα το 1946 γυρίζει και το δεύτερο μέρος του της ταινίας. Ο Αϊζενστάιν σκόπευε να γυρίσει και το τρίτο μέρος, της τριλογίας, όμως στις 9 Φεβρουαρίου του 1948 πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία πενήντα χρόνων.


Πέρα από κινηματογραφικός σκηνοθέτης, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, υπήρξε και θεατρικός, ανεβάζοντας στη Μόσχα πολλά έργα, ανάμεσά τους το «Η αυτού μεγαλειότης, η πείνα», «Μάκβεθ του Σαίξπηρ», «Σοφός Άνθρωπος του Οστρόβσκι» και «Μάσκες αερίου», ενώ έγραψε και αρκετά δοκίμια στα οποία αναλύει τα έργα και την τεχνική του και διατυπώνει τις σκέψεις του για την 7η τέχνη.( tvxs )

Την άνοιξη του 1927 η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος και η «Sov-kino» ανέθεσαν στον Αϊζενστάιν τη δημιουργία κινηματογραφικής ταινίας για τη 10η επέτειο της Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Ο Αϊζενστάιν και ο συν-σεναριογράφος του Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ χρησιμοποίησαν εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες, έντυπα παντός είδους, καθώς και το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Ριντ «Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο» συνθέτοντας ένα λεπτομερέστατο σενάριο με τον τίτλο «Οκτώβρης» το οποίο, αρχικά, κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Επανάστασης. Όπως, όμως συνέβη και με το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» ο Αϊζενστάιν, την ύστατη στιγμή, αποφάσισε να εστιάσει μόνο σε κάποια αντιπροσωπευτικά της Επανάστασης επεισόδια που έλαβαν χώρα στο Λένινγκραντ, από το Φλεβάρη έως τον Οκτώβρη του 1917...
Τι να πει κανείς για τον «ΟΚΤΩΒΡΗ», αυτήν την πειραματική ταινία τεραστίων διαστάσεων, αυτό το «εργαστήρι» που ανέλαβε την πρακτική εφαρμογή των θεωριών του διανοητικού μοντάζ, τις οποίες θεωρίες ο Αϊζενστάιν δοκιμάζει πια μπροστά σε πλατείες κατάμεστες από ένα ζωντανό, σύγχρονο και απαιτητικό κοινό. Η συνεκδοχή (χρήση του μέρους που συμβολίζει το όλο) σε πλείστα σημεία, παρούσα. Τα τουφέκια που ανεμίζουν στον αέρα μας πληροφορούν ότι ο στρατός ενώθηκε με τους Μπολσεβίκους. Τα χέρια των γραφειοκρατών που μανιωδώς προσπαθούν να συνδεθούν τηλεφωνικά, μας κοινωνούν ότι η κυβέρνηση του Κερένσκι έχει χάσει πια τον έλεγχο. Άπειρα και τα επινοήματα ρητορικής που χρησιμοποιεί ο Αϊζενστάιν ώστε να μεγιστοποιήσει την ιδεολογική δύναμη της ταινίας. Από σύνθετους συμβολισμούς στο εσωτερικό του κάδρου, μέχρι απλά κινηματογραφικά τεχνάσματα... Στην πολυσυζητημένη σεκάνς της κρεμαστής γέφυρας, το αγωνιωδώς αργό σήκωμα της γέφυρας με το κρεμασμένο, ζωντανό ακόμα, άσπρο άλογο από τη μια, και από την άλλη η εικόνα με τα μαλλιά της κοπέλας που δολοφονήθηκε στη διαδήλωση, ο Αϊζενστάιν υποδηλώνει το χωρισμό του τότε Πέτρογκραντ στα δυο από την Επανάσταση. Υπήρξαν και σύγχρονοι του Αϊζενστάιν που στάθηκαν κριτικά στην ταινία την οποία κατηγόρησαν για υπερβολικό φορμαλισμό, που ενδιαφέρεται περισσότερο να αναδείξει την «περιπλοκότητα» των δικών του κινηματογραφικών μηχανισμών, παρά το επαναστατικό της περιεχόμενο. Ιδιαίτερα, σε κάποια σημεία στα οποία το διανοητικό μοντάζ σφετερίζεται τα αφηγηματικά του συμφραζόμενα, τείνοντας προς τη δημιουργία συμβόλων χωρίς αναφορά, σύμβολα που δεν αποκτούν νόημα ούτε σε επίπεδο αφαίρεσης, ούτε και σαν αντικείμενα καθαυτά... Πάντως δεν θα πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μη γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Αϊζενστάιν και τον «ΟΚΤΩΒΡΗ» του...

Πηγή: Ριζοσπάστης

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Το δέντρο που πληγώναμε

Ταινία του 1986
Σκηνοθέτης: Δήμος Αβδελιώδης
Σενάριο: Δήμος Αβδελιώδης
Φωτογραφία: Φίλλιπος Κουτσαφτής
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ηθοποιοί: Γιάννης Αβδελιώδης, Νίκος Μιοτέρης, Μαρίνα Δεληβοριά, Τάκης Αγόρης, Δήμος Αβδελιώδης

Βραβεία: Ειδική μνεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβείο ευρωπαϊκής επιτροπής ταινιών νεότητας του Φεστιβάλ Βερολίνου, χρυσός ελέφαντας καλύτερης ταινίας και αργυρός ελέφαντας σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Νέου Δελχί. Η ταινία συμμετείχε επίσης στην εβδομάδα κριτικής στο Φεστιβάλ των Καννών το 1987.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δήμου Αβδελιώδη, αποδείχτηκε πως είναι και η πιο ιδιαίτερη, αντισυμβατική και ίσως πιο αυθεντική ταινία του σκηνοθέτη. Αγαπημένη από κοινό και κριτικούς, αντέχει στο χρόνο χάρη στην ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την αθωότητά της. Αθώα όπως τα μάτια των δεκάχρονων πρωταγωνιστών της.

Σε ένα χωριό της Χίου στην δεκαετία του ’60, η φιλία δυο αγοριών θα πληγεί λόγω μιας παρεξήγησης. Οι άλλοτε κολλητοί φίλοι θα χαθούν για περίπου μισό καλοκαίρι. Ο ένας, όντας μεγάλος πια, θα βοηθήσει την μητέρα του στα μαστιχόδεντρα, ενώ ο άλλος θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, τρέχοντας να ξεφύγει από το χέρι που τον κυνηγά τα μεσημέρια. Ένα από αυτά τα μεσημέρια όμως, θα σταθεί αφορμή να ξανασμίξουν. Από εκεί θα ξεκινήσει μια πορεία των δυο προς την ενηλικίωση. Οι πρώτες επαναστάσεις, οι πρώτες αμφισβητήσεις, τα πρώτα χρήματα, τα πρώτα όνειρα, το πρώτο τσιγάρο, ο πρώτος έρωτας. Μέσα από τα παιδικά μάτια το υπόλοιπο του καλοκαιριού θα φύγει γρήγορα όπως γρήγορα  ήρθε και όλα θα γυρίσουν από εκεί που όλα ξεκίνησαν, σε μια γεμάτη σχολική αίθουσα.

Η ταινία ξεχειλίζει παιδικότητα. Θυμίζει την παιδική ηλικία που όλοι αφήσαμε πίσω μας. Και ποιός δεν πέρασε τουλάχιστον ένα καλοκαίρι σε χωριό ή σε νησί; Ποιος δε θυμάται ξέγνοιαστα καλοκαίρια, γεμάτα ζέστη, σκόνη και φασαρία. Το ανέγγιχτο τοπίο της Χίου είναι ιδανικό σκηνικό για μια τέτοια ιστορία. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί μεταφέρουν άψογα τον αυθορμητισμό που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Δεν σκέφτονται τι θα γίνει αύριο, ποιος είναι δίπλα τους, τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Είναι σε ένα διαφορετικό κόσμο, σε έναν κόσμο που ακόμα δεν έχουν εισβάλει οι ενήλικες και τα πάντα είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Ένα μεγάλο παιχνίδι σε ένα ατέλειωτο καλοκαίρι.

Σύντομα όμως ο χρόνος θα τους χτυπήσει την πόρτα. Ο άλλος κόσμος, αυτός της ενηλικίωσης ήρθε πιο νωρίς από ότι περίμεναν. Θα γίνουν και αυτοί κομμάτι σε μια πραγματικότητα πεζή, προσγειωμένη και αντίθετη με όσα πίστευαν έως τώρα. Θα γνωρίσουν την σημασία της εργασίας. Και παρόλο που δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα, αυτό δεν τους σταματά από το να κάνουν όνειρα για το μέλλον, να προγραμματίζουν, να κόβουν και να ράβουν αυτά που θα έρθουν. Τι και αν δεν τους βγαίνουν; Θα πεισμώσουν ακόμα περισσότερο.

Θα έρθουν σε επαφή με το άγνωστο και το απαγορευμένο. Το καταφύγιο και το τσιγάρο είναι ακόμα ένα βήμα. Αρχίζουν να απομακρύνονται από την ασφάλεια της παιδικότητάς τους και να καταλαβαίνουν την σημασία και την δύναμη που έχουν οι δικές τους αποφάσεις. Θέλουν τόσο να εξερευνήσουν τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά τους, ώστε αγνοούν τους κανόνες που περιόριζαν τις ζωές τους για χρόνια.

Και κάπου εκεί, θα εμφανιστεί και η Αγγελική. Σα να έπεσε από τους ουρανούς. Έρχεται να προστεθεί η αμηχανία αλλά και η γοητεία του άλλου φύλου. Η αρχή θα γίνει υπό το βλέμμα της φωτογραφικής μηχανής. Αργότερα θα συνεχιστεί ως ένα πείραγμα, όπως τα πειράγματα που κάνουν τα αγόρια στα κορίτσια, για να εξελιχθεί σε κάτι βαθύτερο που θα κρατήσει έως το τέλος μακριά από τον κινηματογραφικό φακό.

Η πορεία προς την ενηλικίωση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού σε ένα χωριό της Χίου. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος της ταινίας. Όμως το δέντρο είναι το μαστιχόδεντρο που πονάει για να δώσει. Να δώσει χωρίς αντάλλαγμα, για να έρθουμε και να το πληγώσουμε ξανά και ξανά. Όσο και αν πονάει, αυτή είναι η φορά του κύκλου. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, γερνάμε και στο τέλος όλοι πεθαίνουμε. Είναι ο αέναος κύκλος της ζωής, τόσο ορμητικός, τόσο χειμαρρώδης, που κανείς δεν τον δαμάζει. Είναι ο χρόνος, που με το πέρασμά του οριοθετεί την ταινία. Όσο ξαφνικά ήρθε το καλοκαίρι, τόσο ξαφνικά θα φύγει, όπως η πρώτη βροχή που σηματοδοτεί την άφιξη του φθινοπώρου. Τα σχολεία θα ανοίξουν ξανά, οι μαθητές θα βρεθούν στις ίδιες αίθουσες για άλλο ένα έτος και ο χρόνος θα συνεχίσει να κυλά θριαμβευτικά.

Το δέντρο είναι όμως και κάτι πιο βαθύ, πιο προσωπικό. Όλοι εμείς πληγώσαμε το δικό μας δέντρο όταν μεγαλώσαμε. Όλοι αφήσαμε χωρίς επιστροφή τα ανέμελα παιδικά μας χρόνια για να περάσουμε στην απέναντι όχθη. Αφήσαμε το δέντρο να στάζει τα δάκρυα του. Το δέντρο όμως είναι εκεί. Βαθιά μέσα στις πιο παλιές μας αναμνήσεις. Εκεί που ανατρέχουμε όταν κάθε άλλο φως έχει σβήσει. Είναι εκεί και θα είναι για πάντα, για να συμβολίζει το ανίκητο βέλος του χρόνου. Θα είναι εκεί για να μας θυμίζει πως όλα είναι δυνατά και καθαρά όπως ήταν και τότε, χρόνια πριν.

Βιβλιογραφία: Άννα Λιδάκη: Μέσα από την κάμερα “Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα”, Γιώργος Στογιαννίδης (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)

Οι πληροφορίες για την ταινία από τη σελίδα της Κινηματογραφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

"Θωρηκτό Ποτέμκιν"

Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 21 Δεκεμβρίου του 1925.  

Η καλύτερη ταινία όλων των εποχών και η σημαντικότερη στιγμή του εικοστού αιώνα για την τέχνη γενικότερα. Το φιλμ πραγματεύεται το χρονικό της ανταρσίας των ναυτών ενός θωρηκτού κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905. Ο Eisenstein καταργεί τον πρωταγωνιστή και κάνει κινητήρια δύναμη της μυθοπλασίας το πλήθος όντας μαρξιστής, ενώ η σκηνοθεσία του ουδέποτε ήταν σαφέστερη σε σχέση με τις θεωρίες του για το μοντάζ των ατραξιόν και την εκφραστική του δύναμη. Η ταινία απλά έθεσε τις βάσεις της κινηματογραφικής γλώσσας και συνέθεσε τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού του κλασικού κινηματογράφου. Η αφηγηματική δομή της ταινίας συγγενεύει με τη μαρξιστική θεωρία του διαλεκτικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία ένα φαινόμενο περικλείει το αντίθετό του με αποτέλεσμα η συγχώνευση ή μια σύνθεσή τους να γίνεται αφετηρία για μια νέα διαλεκτική διεργασία. Δεν είναι όμως μόνο η διαλεκτική αντίληψή του που κάνει το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» μια τόσο σημαντική ταινία αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Eisenstein αφηγείται την ιστορία. H δομή τού «Ποτέμκιν» είναι σχεδόν μουσική. Μακρινά, κοντινότερα, αλλά και γκρο πλάνα είναι κομμένα και ραμμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο θεατής να «βομβαρδίζεται» διαρκώς από σειρές εικόνων αντίθεσης που αναδίδουν συναισθηματική πολυχρωμία πλάθοντας μοναδική ατμόσφαιρα. Όταν οι ναύτες αρνούνται να φάνε το σάπιο κρέας του συσσιτίου, οι πρωταίτιοι καταδικάζονται σε τουφεκισμό. Η ανταρσία γενικεύεται στην πόλη, καθώς οι εργάτες της Οδησσού κατεβαίνουν στο λιμάνι και εμψυχώνουν τους στασιαστές, μέχρι που η τσαρική αστυνομία επιτίθεται πυροβολώντας και σκοτώνοντας. Η οπτική του περιεκτικότητα είναι αριστουργηματική, όπως για παράδειγμα στη σεκάνς όπου οι στασιαστές θρηνούν τον δολοφονημένο τους ηγέτη, τον Βακουλίντσουκ. Η σεκάνς που δείχνει τρία πέτρινα λιοντάρια σε διαφορετικές θέσεις, παρμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα ζώο που σηκώνεται και βρυχάται με μανία μέσα στη σφαγή, είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δείγματα της δουλειάς του Eisenstein στο μοντάζ. Όπως και στην «απεργία» έτσι και εδώ τοποθετεί στη ροή του φιλμ του, δυνατά πλάνα χωρίς άμεση σχέση με τη ροή της ιστορίας ή της αφήγησης, για να προκαλέσει έντονες συγκινήσεις και σκέψεις στο θεατή. Το έργο χωρίζεται σε πέντε ενότητες-πράξεις, όπου η καθεμία από αυτές μοιράζεται σε ένα ήρεμο και σε ένα βίαιο μέρος. Ο Eisenstein είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη αυξομειώσεων της έντασης και του ρυθμικού παλμού στο μοντάζ, την αναγκαιότητα της ύφεσης και των παύσεων πριν επιδοθεί, ξανά, στη νέα κλιμάκωση της έντασης. Τα μικρά, σύντομα και δυναμικά πλάνα έχουν μια υπέροχη εικαστική σύνθεση. Το μοντάζ τους γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται μια νέα και δυναμική, οπτική σύνθεση, θεμελιωμένη στα προηγούμενα κάδρα. Αν, σύμφωνα με τη διαλεκτική, «το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους τμημάτων», η σύνδεση διαφορετικών, άσχετων μεταξύ τους πλάνων, μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα που ξεπερνάει κατά πολύ τη δύναμη του κάθε ξεχωριστού πλάνου. Θρυλική παραμένει η εξάλεπτη σκηνή στις σκάλες της Οδησσού στην οποία ο Eisenstein παραδίδει μαθήματα ρυθμού, αυστηρότητας, πλαστικότητας και ακρίβειας της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας. Ο φακός του συλλαμβάνει μοναδικές στιγμές βιαιότητας, οργής και ανθρώπινης συγκίνησης, με εναλλαγή μακρινών, μεσαίων και κοντινών πλάνων, τα οποία συνθέτει σε μια αδιαίρετη συμπαγή ενότητα, στην απόλυτη σκηνή ανθολογίας. Ποτέ κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν χειρίστηκε έτσι το πλήθος. Το έργο του και η θεωρητική συνεισφορά του έχει μελετηθεί από πολλούς συγγραφείς και δοκιμιογράφους κι αποτελούν αντικείμενο αναφοράς των περισσότερων πανεπιστημιακών διατριβών με θέμα τον κινηματογράφο και την αισθητική του. Οι καινοτομίες της ταινίας είναι τόσες πολλές που δεν περιγράφονται σε ένα τόσο συνοπτικό κείμενο, ενώ η επιρροή της υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Οι πληροφορίες για την ταινία από το ιστολόγιο The 100 Best Movies Ever Made

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Ταξίδι στα Κύθηρα

Το 1984 ο Θ. Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, ταινία με θέμα την επιστροφή στην Ελλάδα ενός πρώην αντάρτη του ΔΣΕ, πολιτικού πρόσφυγα σε κάποια ανατολικοευρωπαϊκή χώρα. Στην πατρίδα τον περιμένουν η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, που έχουν μεγαλώσει χωρίς καν να τον θυμούνται. Η ταινία στήνει σιγά σιγά το ψηφιδωτό της νοσταλγίας και της μοναξιάς σε πρώτο πλάνο του ίδιου του πρόσφυγα και στη συνέχεια, προχωρώντας προς το βάθος, της γυναίκας που τον περίμενε, του φίλου και συντρόφου του στο βουνό, που έμεινε πίσω, των παιδιών που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα και αδυνατούν ή δυσκολεύονται να τον εντάξουν στη ζωή τους.  
Αυτή η δυσκολία ένταξης του γέρου είναι το βασικό μοτίβο του έργου: είναι ξένος, αταίριαστος κι ανεπιθύμητος σχεδόν παντού. Δεν έχει χαρτιά, δεν είναι «κάποιος» κι αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα του. Οι αρχές δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, τις ενοχλεί. «Ήρθες να βάλεις φωτιά στο χωριό για δεύτερη φορά» του φωνάζει ο πολιτικός του αντίπαλος του Εμφυλίου. Και αργότερα «είσαι νεκρός, δις εις θάνατον, στρατοδικείο…». Οι νικητές του Εμφυλίου –στο πρόσωπο του εχθρού συγχωριανού- θεωρούσαν πως είχαν τελειώσει με αυτόν και τρομάζουν μπροστά στην επιστροφή του. Παρά το «σπάσιμο» του δεξιού, που θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως ήττα του φερόμενου ως θριαμβευτή, ο γέρος πρόσφυγας είναι αυτός που δε χωρά στην πατρίδα. Μεταξύ των Κυνηγών (1976- 77) και του Ταξιδιού στα Κύθηρα  (1984) πέρασαν οκτώ χρόνια γεμάτα σημαντικά γεγονότα. Αν, κατά το σκηνοθέτη, το γενικό αίσθημα μετά τη Μεταπολίτευση (1974) είναι ότι «…η δικτατορία δεν υπάρχει πια, αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε: η Δεξιά είναι αυτή που βασιλεύει από τον Εμφύλιο και μετά, και με τον ένα ή άλλο τρόπο, κυβερνά τη χώρα[1] […]
Αυτή η δημοκρατία για την οποία μιλάμε, είναι μια κοινοβουλευτική δικτατορία» στην «εξομαλυμμένη» Ελλάδα του 1983, που έχει παραδοθεί στο φιλελευθερισμό, που έχει επηρεαστεί κι αυτή από τον καταναλωτισμό και την κρίση των ιδεολογιών, «τα προβλήματα είναι διαφορετικά… είναι προβλήματα έλλειψης. Δεν ξέρεις από πού να πιαστείς…[2]» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. Ο γέρος αρνείται να ξεπουλήσει «το χιόνι του ουρανού» στους εργολάβους χιονοδρομικού κέντρου, όταν οι συγχωριανοί περιμένουν την αγοραπωλησία για να διασωθούν οικονομικά, σε μια χώρα που δεν προσφέρει παραγωγικές δυνατότητες κι ωθεί τους πολίτες στην «αρπαχτή» και την εργολαβία. Αυτός τους χαλάει τα σχέδια. Είναι το όνειρο από το παρελθόν που έρχεται να διεκδικήσει ζωτικό χώρο, όταν όλοι έχουν βολευτεί να υπάρχουν υποταγμένοι. Δεν του επιτρέπουν ούτε στο καλύβι του να μείνει, ταράζει την ηρεμία τους.
Η κόρη του τον αρνιέται και τον διώχνει γιατί έμαθε να τα βγάζει πέρα χωρίς αυτό και τώρα δε μπορεί να δεχτεί την παρουσία του να αλλάζει τη ροή της ζωής της. Ακολουθεί το ρυθμό της εποχής της, στηρίζεται στον εαυτό της, μέσα από μια σπαραχτική, επίσης, μοναξιά, στην οποία προσπαθεί να αντισταθεί «επιστρέφοντας στο σώμα» της κι ακούγοντας τις δικές του ανάγκες. Εκδικείται για τη μάνα της, καταλογίζοντάς του όλα εκείνα που η ηλικιωμένη σύζυγος δεν τολμά να αναφέρει. Ο γιος τον παρακολουθεί, προσπαθεί να ρίξει γέφυρες ανάμεσά τους, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Διώχνεται από όλους, σπρώχνεται στο περιθώριο της σιωπής και της ανυπαρξίας[3]. Τον ακολουθεί  η γυναίκα του, γιατί έζησε αγαπώντας τον κι αν τον αρνηθεί θα είναι σα να αχρηστεύει όλες τις θυσίες που έκανε για χάρη του, γιατί η συντροφικότητά τους στο θάνατο δικαιώνει τη ζωή και τις επιλογές της.
Μιλώντας για τους χαρακτήρες της ταινίας ο Θ.Α. λέει πως ζουν τη ρήξη ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Αναφέρεται επίσης στην εποχή του -και εποχή της συγκεκριμένης ταινίας- σχολιάζοντας πως πλησιάζοντας στο τέλος του αιώνα γίνεται φανερό πως απέτυχε κάθε προσπάθεια αλλαγής του κόσμου. Δεν γνωρίζει κι ούτε τον ενδιαφέρουν οι αιτίες, παρατηρεί[4], αλλά το τέλος των ονείρων, το ναυάγιό τους. Ο γέρος που χάνεται στη θαλασσινή ομίχλη, με συντροφιά μοναδική τη σύζυγό του, σβήνει όπως σβήνουν κι όλα όσα ονειρεύτηκε, αυτά για τα οποία πολέμησε και εξορίστηκε. Η τραγικότητα της ιστορίας του κορυφώνεται όταν συνειδητοποιεί –κι οι θεατές μαζί με αυτόν-  πως τον χωρίζει από όλη την υπόλοιπη κοινωνία η επιλογή του να διεκδικήσει την πραγματοποίηση ενός ιδανικού κόσμου, που περιελάμβανε την ευτυχία αυτής ακριβώς της κοινωνίας που τον αρνείται.
Ανακαλώντας το γεγονός πως η διεκδίκηση του ονείρου του γέρου και της γενιάς του πέρασε μέσα από τον Εμφύλιο, μπορούμε να δούμε τα πρόσωπα και της αντιδράσεις τους ως στάση απέναντι στο κινητήριο αυτό ιστορικό γεγονός. Το 1983[5], όλος ο κόσμος (κι όχι μόνο η αντίδραση) αρνείται το ψυχόδραμα. Το φάντασμα της επανάστασης (όρος του σκηνοθέτη) είναι από τότε ξορκισμένο. Δεν είναι πια παρά ένας αμίλητος γέρος που ούτε φοβίζει ούτε ενοχλεί κανέναν. Η τραγωδία, που είχε συνοδέψει ολόκληρη την ιστορία του ελληνικού λαού ως ο αντίποδας των προσδοκιών του, παραχωρεί τη θέση της σ’ ένα είδος «λευκής» απελπισίας, μιας κενής ελπίδας. Τότε, ήταν ομαδική, τώρα, δεν αγγίζει παρά μεμονωμένα άτομα. Η καταγραφή είναι απογοητευτική: μόνο οι τρεις ηλικιωμένοι υποστηρίζουν την επιλογή της ρήξης και σέβονται το παρελθόν. Ο γιος στέκεται αμήχανος, δεν καταλαβαίνει τη «μυστική γλώσσα» των πρώην ανταρτών. Η κόρη αντιδρά με συναισθηματική βία κι υποτιμώντας ό,τι συνέβη. Οι συνδικαλιστές στο λιμάνι αποπειρώνται κινήσεις συμπαράστασης που εξαντλούνται στη λεκτική συμπάθεια. Οι απέξω τους αγνοούν ή επιδιώκουν την εξαφάνισή τους. Τα χνάρια των παλιών πολεμιστών είναι αναγνώσιμα πια μόνο από αυτούς τους ίδιους, όπως φαίνεται στη σκηνή του βουνού και του νεκροταφείου αλλά και σε αυτήν του ξενοδοχείου. Η ιστορική τους κληρονομιά δε βρήκε αποδέκτη.  

[1] Άρθρο στο Jeune Cinema, τχ. 107, Δεκέμβριος 1977, από το Θόδωρος Αγγελόπουλος, επιμέλεια συλλογής Ειρήνη Στάθη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Καστανιώτης Αθήνα 2000
[2] Θ. Αγγελόπουλος σε συνέντευξη στον M. E. Rouchy, Le Matin, 16 Μαΐου 1984. Ο.π..
[3] Η ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας της σιωπής
[4] Theo Angelopoulos: interviews. Edited by Dan Fainaru. University Press of Mississippi, 2001, σελ. 69


[5] Barthelemy Amengual, Μια ποιητική της Ιστορίας, από το Θόδωρος Αγγελόπουλος, επιμέλεια συλλογής Ειρήνη Στάθη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Καστανιώτης Αθήνα 2000, σελ 24

Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο:Θανάσης Βαλτινός, Guerra Tonino, Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Δ/ντής Φωτογραφίας:Γιώργος Αρβανίτης
Μοντάζ:Γιώργος Τριανταφύλλου
Ηχολήπτης:Ντίνος Κίττου,Νίκος Αχλάδης, Θανάσης Αρβανίτης
Σκηνογράφος:Μικές Καραπιπέρης
Ενδυματολόγος:Γιώργος Ζιάκας
Μουσική Σύνθεση:Ελένη Καραΐνδρου
Ηθοποιοί: Μάνος Κατράκης (γέρος), Μαίρη Χρονοπούλου (Βούλα), Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (Αντώνης), Δώρα Βολανάκη (γριά), Giulio Brogi (Αλέξανδρος), Γιώργος Νέζος (Παναγιώτης), Αθηνόδωρος Προύσαλης (μοίραρχος), Μιχάλης Γιαννάτος (λιμενάρχης), Άκης Καρέγλης (Σπύρος). Βασίλης Τσάγκλος (πρόεδρος λιμενεργατών), Δέσποινα Γερουλάνου (γυναίκα του Αλέξανδρου)

Βραβεία-Διακρίσεις:
Βραβείο Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου ( 1984) 
Κρατικά Βραβεία Ποιότητας ΥΠΠΟ - (Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης),1984,
 Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, Α΄ανδρικού ρόλου, Α΄γυναικείου ρόλου, σκηνογραφίας 
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών,1984, σεναρίου

Οι πληροφορίες για την ταινία είναι από το ιστολόγιο Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στον κινηματογράφο

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Μάης ( Ματωμένος Μάης του '36)

Οι ημέρες του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και τα γεγονότα που οδήγησαν στις αιματηρές συγκρούσεις των καπνεργατών με τον στρατό, περιγράφονται σ’ αυτήν την ταινία με γλαφυρό τρόπο. Πρωταγωνιστεί ο λαός, και η αφήγηση δεν επιμένει στη δραματικότητα ή στις υπερβολές. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η χώρα οδηγήθηκε, μέσα από συγκεκριμένο σχέδιο, στη δικτατορία του Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936.
Σκηνοθεσία: Τάσος Ψαράς ( 1976)

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Καλή πατρίδα, σύντροφε


Σκηνοθεσία: ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ
 Σενάριο: ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ, ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ , ΜΠΡΑΜΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
 Δ/ντής Φωτογραφίας: ΣΙΝΑΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ 
Μοντάζ: ΤΕΜΠΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ 
Ηχολήπτης: ΚΙΤΤΟΥ ΝΤΙΝΟΣ 
Ενδυματολόγος- Σκηνογράφος: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Μουσική Σύνθεση: ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ ΕΛΕΝΗ 
Διάρκεια: 90΄

 Σύνοψη της ταινίας[1]:

 Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με θέμα το ελληνικό χωριό Μπελογιάννης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, κοντά στη Βουδαπέστη, που κτίστηκε το 1950 από έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, πρώην αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού. Την εποχή που γυριζόταν η ταινία, οι περίπου χίλιοι οκτακόσιοι κάτοικοι και τα παιδιά τους επέστρεφαν κατά ομάδες στην Ελλάδα, μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια αναγκαστικής προσφυγιάς που ήταν συνέπεια του εμφυλίου πολέμου. Μαζί τους έρχεται και το φέρετρο ενός παλιού συντρόφου – καλή πατρίδα, σύντροφε.

 Βραβεία- Διακρίσεις 

Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, το 1986, η ταινία παίρνει τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και μουσικής και το 1987, διάκριση ποιότητας ταινίας από τα κρατικά βραβεία ΥΠΠΟ. Στο Διεθνές Φεστιβάλ του Λοκάρνο της απονέμεται ειδική μνεία της κριτικής επιτροπής, το 1986. [1] 

http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/1060

 Το 1986 ο Λευτέρης Ξανθόπουλος επανέρχεται[1] στο θέμα των πολιτικών προσφύγων με την ταινία του Καλή πατρίδα, σύντροφε. Θεματικό κέντρο της ταινίας είναι οι προετοιμασίες επιστροφής στην Ελλάδα των ελλήνων πολιτικών προσφύγων, κατοίκων του ουγγρικού χωριού Μπελογιάννης . Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή των εγκατεστημένων εκεί ανταρτών του ΔΣΕ, που, κυνηγημένοι από τη χώρα τους, βρήκαν καταφύγιο στις φιλόξενες ιδεολογικά σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Δομείται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: το γάμο της νεαρής κόρης πολιτικού πρόσφυγα με γιο άλλου έλληνα ως αρχή του ταξιδιού προς την πατρίδα των γονιών τους και αντίθετα με τις δικές τους προσωπικές επιλογές, που αφορούν πρόσωπα της νέας τους πατρίδας˙ τις προσπάθειες ενός βοσκού να του δοθεί άδεια να μεταφέρει το κοπάδι του μαζί του πίσω, προσπάθειες που καρποφορούν ερήμην του, καθώς πεθαίνει λίγο πριν την αναχώρηση˙ και τη ματιά ενός μικρού αγοριού που παρατηρεί τις προετοιμασίες και που στο τέλος ανεβάζει συμβολικά το νεκρό βοσκό στο τρένο της επιστροφής. Αν και η ταινία ασχολείται με τη ζωή των προσφύγων, ο εμφύλιος πόλεμος -που απασχολεί την παρούσα εργασία- ξεπηδάει μέσα στα πολλαπλά επίπεδα της αφήγησης, καθώς αποτελεί την αιτία ύπαρξης του χωριού αυτού, την εκκίνηση της ιστορίας των προσώπων που περνάνε μπροστά από το φακό. Τα βασανισμένα από το χρόνο και την ιστορία πρόσωπα διηγούνται τη διαδρομή τους ως εκεί: την Κατοχή, το Αντάρτικο, την Απελευθέρωση και ξανά το Αντάρτικο με το ΔΣΕ τώρα, τις μάχες και, μετά την ήττα, το πέρασμα από την Αλβανία, την Τσεχία, την Πολωνία ως την εγκατάσταση στο ουγγρικό χωριό, που θα μετονομαστεί Μπελογιάννης, από το όνομα του εκτελεσμένου κομμουνιστή ηγέτη. Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει οι μνήμες του Εμφυλίου είναι συνεχώς παρούσες στην ταινία και καθοριστικές για την πλοκή όπως τέτοιες υπήρξαν και για τη ζωή των προσώπων. Σκηνές έντασης και με αναφορές στον Εμφύλιο, είναι οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων για τον πόλεμο και το πώς έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, οι παρακολούθηση φιλμ από το βουνό κι η είσοδος του μικρού αγοριού –έγχρωμου στο φόντο της ασπρόμαυρης οθόνης- ως συμβολικού κληρονόμου της μνήμης, ο γάμος κάτω από το πορτρέτο του αντάρτη αλλά κι η ίδια η ύπαρξη του χωριού και των ανθρώπων του, δεμένων με την Ελλάδα που άφησαν πίσω τους. Οι μνήμες των διώξεων που τους οδήγησαν στο βουνό για δεύτερη φορά, οι κακουχίες του πολέμου, το αίμα που χύθηκε αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή του ανάμεσα στην πατρίδα και την εξορία, μια πατρίδα που την κρατούν μέσα από τα τραγούδια, τους χορούς και τη νοοτροπία, σταματημένα στην εποχή που έφυγαν, όπως όλοι οι εκπατρισμένοι. Η στάση των προσφύγων και των οικογενειών τους απέναντι στην Ελλάδα από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής διαφέρει. Για κάποιους, η απόσταση γίνεται αξεπέραστη: μια ηλικιωμένη, αρνείται να γυρίσει στο χωριό της γιατί εκεί, όπως λέει, της «σκότωσαν πέντε άτομα από την οικογένεια: άνδρα, πεθερό, δυο κουνιάδους…» Διαλέγει να φορά μαύρα για πάντα, κι η εμμονή της μετατρέπει σε πολιτική θέση την προσωπική επιλογή: δεν ξεχνά, δε συμφιλιώνεται με το παρελθόν αυτό, αλλά ούτε και με όσους το δημιούργησαν ή το ανέχτηκαν. Άλλοι αποφασίζουν να γυρίσουν και να βρουν ό,τι άφησαν πίσω τους τότε. Όχι μόνο δε βρίσκουν τις περιουσίες τους, που άλλοι πια χαίρονται, αλλά αδυνατούν να βρουν κι έναν τρόπο ενσωμάτωσης στην νέα ελληνική πραγματικότητα˙ οδηγούνται στην αυτοκτονία. Η πλειοψηφία των προσφύγων προσβλέπει αισιόδοξα στην επιστροφή. Καταρχήν αυτό υποδηλώνεται από το μεγάλο αριθμό τους που εγκαταλείπει μια οργανωμένη ζωή για να επιστρέψει εκεί από όπου διώχτηκε πριν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες[2]. Κάποιοι, όπως το νεαρό ζευγάρι που παντρεύεται χωρίς αγάπη, θυσιάζουν πιθανά την προσωπική τους ευτυχία για κάτι άγνωστο κι αβέβαιο. Μία από τις αιτίες αυτής της «θυσίας» θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιδεολογική και συναισθηματική δικαίωση, καθώς η επιστροφή καταργεί τα εμπόδια που το εχθρικό ελληνικό καθεστώς έθετε ως τότε κι η αναίρεσή τους μοιάζει να αποσαθρώνει και τις κατηγορίες που τα στήριζαν. Αντίστοιχα, θα λειτουργεί ως όνειρο η πατρίδα και για τους γόνους των προσφύγων, που γαλουχήθηκαν από τις ιστορίες των γονιών τους για τον πόλεμο, το διωγμό, την ελπίδα για την επιστροφή. Φαίνεται, μάλιστα ότι η δικαίωση αυτή γίνεται τόσο σημαντική που κι ο νεκρός βοσκός θα οδηγηθεί για να ταφεί στην πατρίδα. Ο ίδιος δε, ο τίτλος της ταινίας, υπενθυμίζει –με τις λεκτικές του επιλογές- τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της ομάδας, «καλή πατρίδα» γιατί είναι πρόσφυγες και «σύντροφε» γιατί είναι κομμουνιστές. Η κινηματογραφική απεικόνιση της ιστορίας και της πολυδιάστατης πραγματικότητας που την αντικατοπτρίζει πραγματοποιείται μέσω ενός ιδιόμορφου είδους: μοιάζει με μυθοπλασία αλλά περιέχει τις αληθινές αφηγήσεις υπαρκτών προσώπων. Όπως περιγράφουν ο σκηνοθέτης, Λ. Ξανθόπουλος, και ο Γ. Μπράμος, που συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο, προσωπικές μαρτυρίες καταγράφηκαν και ενσωματώθηκαν στην πλοκή, ενώ πολλοί από τους «ηθοποιούς» ήταν κάτοικοι του χωριού, ερασιτέχνες, που μιλούσαν για λογαριασμό άλλων συγχωριανών τους[3]. Έτσι, διατηρείται καταρχήν η ρεαλιστική ντοκιμαντερίστικη ματιά, αμβλύνεται πάντως από η έντονη φόρτιση της αφήγησης προσωπικών βιωμάτων. Όπως σημειώνει η Χρ. Σωτηροπούλου[4], η χρονική στιγμή κατά την οποία γυρίζεται η ταινία επιβάλλεται και από το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο της Ελλάδας: οι πολιτικοί πρόσφυγες μετρούν πάνω από 35 χρόνια εξορίας, ο σκηνοθέτης ασχολείται με το θέμα της διασποράς από τη δεκαετία του ’70. Η επάνοδος των προσφύγων στην πατρίδα αρχίζει -αυστηρά ελεγχόμενη- μια δεκαετία περίπου πριν, το ίδιο το θέμα πάντως, ως άμεσα συνδεδεμένο με τον Εμφύλιο και τον κομμουνισμό, δε σχολιάζεται ανοιχτά παρά μετά τις «διορθωτικές κινήσεις» νομιμοποίησης και αναγνώρισης της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.

 [1] Προηγούμενη κινηματογραφική αναφορά υπήρξε το Ταξίδι στα Κύθηρα του Θ. Αγγελόπουλου
 [2] Το 1985 είχαν μείνει στο χωριό μόνο 508 άτομα, ενώ το 1954 κατοικούνταν από 1850 άτομα (στοιχεία από την ταινία)
 [3] Από συζήτηση των συντελεστών στην Αυγή, 1.5.1987, όπως αναφέρεται στο Χρ. Σωτηροπούλου, Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα 1995
 [4] Χρ. Σωτηροπούλου, Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα 1995, σελ. 190

Οι πληροφορίες αναδημοσιεύονται από το ιστολόγιο Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στον κινηματογράφο

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Το όνομα του ρόδου



Κινηματογραφική μεταφορά (1986), από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό, του πρώτου μυθιστορήματος που εξέδωσε ο Ουμπέρτο Έκο, το 1980, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση στο χώρο της λογοτεχνίας. Το διάσημο αστυνομικό μυθιστόρημα - μεσαιωνικό χρονικό: «Το όνομα του ρόδου».
Βρισκόμαστε στο Μεσαίωνα του 14ου αιώνα, όπου ό,τι έχει απομείνει από τα κείμενα της αρχαίας γνώσης βρίσκεται στα χέρια της εκκλησίας. Οι μοναχοί της Ευρώπης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση στα αρχαία κείμενα καθώς πολλά από αυτά θεωρούνται επικίνδυνα εξαιτίας του ειδωλολατρικού τους περιεχομένου.
Ένας Βρετανός φραγκισκανός μοναχός, διάσημος για την πνευματική του οξύνοια, μεταβαίνει σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων. Στο πλάι του βρίσκεται ο μαθητευόμενός του, ο έφηβος Άντσο, την εκπαίδευση του οποίου έχουν εμπιστευτεί στον μοναχό οι πάτρονοί του. Το μοναστήρι στο οποίο καταφθάνουν βρίσκεται σε βαρύ πένθος. Ένας ανεξήγητος θάνατος τρομοκρατεί τη μονή.
Ο μοναχός προσκαλείται να λύσει το μυστήριο του θανάτου, η άφιξή του όμως πυροδοτεί μια σειρά φόνων που δείχνουν να συνδέονται με ένα σπάνιο βιβλίο η ύπαρξη του οποίου αμφισβητείται: τον δεύτερο τόμο της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, τον σχετικό με την κωμωδία. Οι νεκροί συσσωρεύονται, αρκετοί ταυτίζουν τη μακάβρια αλληλουχία με την Αποκάλυψη του Ιωάννη και το τέλος του κόσμου. Στο μοναστήρι, τελικά, καταφθάνει ένας απεσταλμένος της Ιεράς Εξέτασης, παλιός γνώριμος του φραγκισκανού μοναχού, έτοιμος να οδηγήσει στην πυρά όσους δεν συντάσσονται με το γράμμα των εκκλησιαστικών νόμων...

Παραγωγή: Γαλλία - Ιταλία - Γερμανία
Σκηνοθεσία: Ζαν Ζακ Ανό
Πρωταγωνιστούν: Σον Κόνερι, Φ. Μάρεϊ Αμπρααμ, Κρίστιαν Σλέιτερ, Ρον Πέρλμαν, Ελία Μπασκίν, Μάικλ Χάμπεκ, Ούρς Άλτχαους, Βέρνον Ντόμπτσεφ

Καλό ταξίδι κύριε Ουμπέρτο Έκο. 

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Ο Νίκος Ξυλούρης και 3 ποιήματα

Μια ταινία - αφιέρωμα για τον Νίκο Ξυλούρη σε  σενάριο και σκηνοθεσία Σταύρου Στρατηγάκου. Η ταινία ακολουθώντας τον αφηγηματικό άξονα τριών ποιημάτων του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου  συνδυάζει  λόγο , μουσική  και αρχειακό υλικό. Συμμετείχε τιμητικά και εκτός συναγωνισμού σε πέντε διεθνή φεστιβάλ το 2004 και 2005.
Μοντάζ: Γιάννης Ξηρουχάκης
Φωτογραφία: Χρήστος Κουτέλης, Γιάννης Έξαρχος, Μιχαήλ Σοσσιός, Δημήτρης Πιστόλης, Τέλης Μεταξάς, Μανώλης Βουρεξάκης
Ήχος: Παν. Κάβουρας, Δημ. Φουκαράκης
Βοηθός Σκηνοθέτη:Ευγενία Γιαννακοπούλου
Αρχείο της ΕΡΤ
36 χρόνια πέρασαν από το θάνατό του, 8 Φλεβάρη 1980.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ELLIS

 Ο πρωτοποριακός γάλλος καλλιτέχνης JR,ο σεναριογράφος Eric Roth και ο μεγάλος  ηθοποιός  Robert De Niro δημιούργησαν την ταινία μικρού μήκους "Ellis". Ο Robert De Niro υποδύεται έναν από τους εκατομμύρια μετανάστες που βρέθηκαν στο Ellis Island Immigrant Hospital. Σε αυτό το νοσοκομείο  από το 1902 πέρασαν τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια μετανάστες, πολλοί από τους οποίους  δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας διαφόρων  ασθενειών που τους οδήγησαν στο θάνατο.
Ο Robert De Niro  συγκλονιστικός στο  ρόλο του αφηγητή της  ιστορίας εκατομμυρίων ανθρώπων που άφησαν τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή. Διασχίζοντας το εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο  Ellis Island Immigrant Hospital, συνοδεύεται  από τα φαντάσματα των ανθρώπων που βρέθηκαν στο νησί. Τα φαντάσματα απεικονίζονται από ασπρόμαυρες μορφές στους τοίχους (installations), χαρακτηριστικές του έργου του JR και εμπνευσμένες από πραγματικές φωτογραφίες μεταναστών της εποχής, ως φυσικό σκηνικό.  

Ellis (2015)
Είδος ταινίας: Short, Drama
Σκηνοθεσία: JR
Σενάριο: Eric Roth
Ηθοποιοί: Robert De Niro

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και.... άνοιξη



Ένας γέρος μοναχός ζει μαζί με τον μικρό μαθητευόμενο του σε έναν μικρό, απομονωμένο, πλωτό ναό. Το άγρυπνο βλέμμα του δασκάλου – μοναχού καθοδηγεί, προβληματίζει και τιμωρεί τον μικρό μαθητή. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο τελευταίος λόγω της παιδικής αφέλειας και της ανωριμότητάς του επιδίδεται σε πράξεις ασέβειας και βαρβαρότητας προς το φυσικό περιβάλλον που τον θρέφει και τον συντηρεί. Η ταινία είναι ένας ύμνος στη φύση. Ένα ποίημα στη δύναμη της ζωής που κυλά όπως το νερό, άλλοτε ορμητικά ξεσπώντας πάνω σε βράχους και πέφτοντας σε καταρράκτες και άλλοτε γαλήνια και ήρεμα σχηματίζοντας λίμνες και μικρά ρυάκια. Το σίγουρο είναι ότι η ζωή είναι κίνηση, είναι ρυθμός. Οι εποχές εναλλάσσονται και ο νεαρός μαθητής καθώς ανδρώνεται έρχεται σε επαφή με τον διαλογισμό και τις αρχές του βουδισμού. Ωστόσο, ο νέος δε μπορεί να αποφύγει τις εκπλήξεις που του επιφυλάσσει η ίδια η ζωή. Έτσι, ο νεαρός μοναχός παρουσιάζεται εξαιρετικά ευάλωτος και ανήμπορος ενόψει των βασάνων και των παθών που του επιφυλάσσει η ζωή. Η «πέτρα του σκανδάλου» είναι μια κοπέλα η οποία καταφεύγει στον μικρό ναό για να θεραπευτεί από μια απροσδιορίστου φύσεως αρρώστια. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και η κοπέλα θεραπεύεται. Ο νέος, όμως, γίνεται έρμαιο του πάθους του προς την νεαρή ύπαρξη. Το ζεν δεν ορίζει πλέον ούτε την ψυχή του ούτε το μυαλό του. Το ανεξέλεγκτο πάθος του θα τον ωθήσει στην απάρνηση της ασκητικής ζωής και στο δρόμο προς τα εγκόσμια (με ότι αυτό συνεπάγεται). Ο νέος ξεχνάει ή μάλλον αγνοεί τις διδαχές του δασκάλου του περί ταύτισης του πάθους και του έρωτα με την εμμονή και τελικά με το έγκλημα. Παρόλα αυτά ο κύκλος της ζωής συνεχίζεται και η κατάληξη του νεαρού είναι αυτή που προέβλεψε ο γέρος μοναχός. Ο προδομένος νέος γεμάτος οργή επιστρέφει στο ναό μετά το φόνο της κοπέλας. Ο δάσκαλός του όμως τον βοηθά (όπως τότε που ήταν παιδί) να ξεπεράσει την οργή και την έντασή του μέσω της περισυλλογής, της επανόρθωσης και τελικά της εξιλέωσης.

Η σημειολογική διάσταση των τεσσάρων εποχών είναι η εξής: (Άνοιξη-Παιδί) Η γλυκύτητα της φύσης κλεισμένη στο χαμόγελο ενός παιδιού. Μόνο που η άνοιξη μπορεί να είναι σκληρή, γιατί η αθωότητα είναι φαινομενική, δεν βασίζεται στη γνώση αλλά στην άγνοια των νόμων της φύσης. Για να μάθει κανείς χρειάζεται να δει τις συνέπειες των πράξεών του και αυτό δημιουργεί πόνο. (Καλοκαίρι-Έφηβος) Ο Έρωτας αναστατώνει τα πάντα. Φουσκώνει και ξεχειλίζει. «Η φύση φταίει. Το πάθος ξυπνά την επιθυμία της εξουσίας. Η εξουσία την πρόθεση εγκλήματος». (Φθινόπωρο-Άνδρας) Ο Έφηβος πήγε να βρει τη μοίρα του. Οι δυνάμεις του Γιν νίκησαν και επιστρέφει στο ναό. Η επιστροφή όμως δεν είναι επιστροφή μεταμέλειας, αλλά πονηριάς και αποφυγής ευθυνών. Η οργή κυριαρχεί. Το πάθος κυβερνά ακόμη και η ισορροπία έχει χαθεί. Ο νους σκλαβωμένος μέσα σε σκέψεις τρέλας. Η φωνή του δασκάλου και πάλι βρίσκει ένα τρόπο για να τιθασευτεί ο νους. Εργασία και περισυλλογή, χωρίς να επηρεάζεσαι από τις εξωτερικές καταστάσεις. (Χειμώνας-Ώριμος πλέον). Η επιστροφή είναι πραγματική επιστροφή στο ναό, στις ρίζες. Η γνώση έχει γίνει πια βίωμα. Η μεταμέλεια αρετή. Η υπακοή στο νόμο οδηγεί στην απελευθέρωση. Ο άνθρωπος αποκτά μια θέση στον κύκλο της εξέλιξης. Ο Μαθητής είναι  τώρα Δάσκαλος. Έχει γίνει ένας κρίκος στην αλυσίδα προσφοράς. Όμως ο κύκλος αυτός είναι κομμάτι μιας σπείρας, που είναι η εξέλιξη.

Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και άνοιξη ξανά. Η επανάληψη, τα στάδια ωρίμανσης του ανθρώπου, ο αδιατάρακτος κύκλος της ζωής σε αντιστοίχιση με τον αδιατάρακτο κύκλο της φύσης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια φιλοσοφική παραβολή που νοηματοδοτείται μέσα από εικόνες μοναδικής ομορφιάς και μια αφήγηση που ακολουθεί ευλαβικά τους αργούς, εκστατικούς ρυθμούς ενός βουδιστικού ψαλμού. Μέσα σε αυτόν τον ψαλμό κάθε μορφή χάνεται και ξανάρχεται. Κάθε φορά ο Χειμώνας θα παγώνει τα πάντα, κάθε φορά ο ήλιος θα χάνεται και θα αφήνει τις σκιές να κυριαρχούν, αλλά και κάθε φορά η άνοιξη θα ξεπετάγεται με τα μπουμπούκια της ακόμη και μέσα από το χιόνι. Κι όσο πιο μεγάλο το σκοτάδι, τόσο πιο αδύναμο μπροστά στην πρώτη ακτίνα του πρωινού ήλιου. 

Ο σκηνοθέτης Ki-duk Kim μέσω της ταινίας του προβάλλει την βουδιστική άποψη ότι η σωματική και συναισθηματική βιαιότητα της ζωής μπορούν να αμβλυνθούν μέσω της αφύπνισης και του διαλογισμού που οδηγούν στον φωτισμό. Η ταινία αποτελείται από εκπληκτικές εικόνες φυσικών τοπίων που μεταμορφώνονται με την πάροδο των εποχών και των χρόνων. Ο Ki-duk Kim κινείται μεταξύ της λυρικότητας της φύσης, βουδιστικών αληθειών και βίαιων στιγμών της πραγματικής ζωής, μεταφέροντας στον θεατή μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας.

Σκηνοθέτης: Kim Ki-duk
Σενάριο: Kim Ki-duk
Φωτογραφία: Dong-hyeon Baek
Μουσική: Ji-woong Park
Ηθοποιοί: Su Oh-yeong, Kim Young-min, Seo Jae-kyung, Kim Jong-ho, Ha Yeo-jin
Διάρκεια: 103’
Βραβεία: Η ταινία κέρδισε 4 βραβεία στο φεστιβάλ του Locarno, πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Las Palmas, βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ της Σόφιας κ.α.
Τοποθεσία: Νότια Κορέα 2003

 Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Συνοικία το όνειρο

Η Συνοικία το όνειρο είναι ο τίτλος κινηματογραφικής ταινίας που προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1961. Θεωρείται ότι αποτελεί μία από τις πρώτες νεορεαλιστικές ταινίες στην Ελλάδα. Η ταινία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με την εξουσία της εποχής τόσο κατά τα γυρίσματα όσο και όταν άρχισε να προβάλλεται. Αρχικά απαγορεύθηκε η προβολή της, ύστερα όμως από διαμαρτυρίες του τύπου επιτράπηκε η προβολή μιας λογοκριμένης εκδοχής της και μόνο στα αστικά κέντρα.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της ταινίας  και των προβλημάτων που συνάντησε, καθώς και αναφορά στους δημιουργούς της στο ιστολόγιο Το Θέατρο

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Il Postino


Ο Ταχυδρόμος (Il Postino) είναι ιταλική κινηματογραφική ταινία παραγωγής 1994, σκηνοθετημένη από το Μάικλ Ράντφορντ.

Η ταινία αφηγείται τη φιλία του νεαρού ταχυδρόμου Μάριο Ρουόπολο (Τροΐζι) με το Χιλιανό κομμουνιστή ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Νουαρέ) και τον έρωτα του πρώτου για την όμορφη Μπεατρίτσε Ρούσο (Κουτσινότα). Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα Ardiente Paciencia του Αντόνιο Σκάρμετα (1985) και ακολουθεί αρκετά πιστά την πλοκή του, με τη διαφορά ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία του '50 αντί για τη Χιλή του '60.

Ο Μάριο είναι ένας νεαρός που ζει στο απομονωμένο νησί Σαλίνα κατά τα τέλη της δεκαετίας του '50 και ονειρεύεται να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να μη γίνει ψαράς σαν τον πατέρα του. Τελικά του δίνεται μια άλλη ευκαιρία, όταν προσλαμβάνεται στο ταχυδρομείο για να διακινεί την αλληλογραφία του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος διώκεται από τις αυταρχικές κυβερνήσεις της πατρίδας του κι έχει λάβει πολιτικό άσυλο απ' την Ιταλία, υπό τον όρο ότι θα μένει μόνιμα σε μια ερημική περιοχή της Σαλίνα.

Σύντομα ο Μάριο διαπιστώνει πως το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών προέρχεται από θαυμάστριες και μολονότι σχεδόν αγράμματος, ξεκινά να διαβάζει τα ποιήματα του Νερούδα και να συζητά όσο γίνεται περισσότερο μαζί του, ελπίζοντας ότι θα βρει λύση στο μεγάλο του πρόβλημα: ντρέπεται να φλερτάρει. Σιγά-σιγά μυείται στα μυστικά της ποίησης, την οποία χρησιμοποιεί για να γοητεύσει την Μπεατρίτσε που εργάζεται στο καφενείο της θείας της στο λιμάνι. Παράλληλα αναπτύσσει μια πρωτόλεια ταξική συνείδηση και αρχίζει να αμφισβητεί το δεξιό πολιτευτή που κρατά την περιοχή στην καθυστέρηση, ώστε να εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά τους αφελείς νησιώτες.

Κάποια στιγμή η πολιτική κατάσταση στη Χιλή αλλάζει με την εκλογή του προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε και ο ποιητής διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι. Φεύγει με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει - καθώς όμως τα χρόνια περνούν και ο Νερούδα δεν εμφανίζεται, ο Μάριο μένει με την πίκρα ότι ο παλιός του φίλος τον ξέχασε.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Νερούδα θα ξαναφτάσει στη Σαλίνα, αυτή τη φορά ως επισκέπτης. Ανακαλύπτει ότι ο Μάριο κι η Μπεατρίτσε απέκτησαν έναν γιο, τον οποίο ονόμασαν Παμπλίτο προς τιμήν του. Δυστυχώς όμως ο Μάριο δεν ζει: δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη Νάπολη, καθώς ανέβαινε στο βήμα μιας πολιτικής συγκέντρωσης για να εκφωνήσει ένα ποίημα.

Αν και ταινία χαμηλών τόνων με «σινεφίλ» χαρακτηριστικά, ο Ταχυδρόμος γνώρισε απροσδόκητα θερμή υποδοχή από το ευρύ κοινό και κέρδισε διεθνείς διακρίσεις.

Έλαβε το Βραβείο Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής για τη σαιζόν 1995, ενώ ήταν υποψήφιος σε τέσσερις ακόμα κατηγορίες που συνήθως περιλαμβάνουν μόνο αμερικανικές παραγωγές: Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Α' Ανδρικός Ρόλος, Διασκευασμένο Σενάριο. Η υποψηφιότητά του για Καλύτερη Ταινία του στέρησε το δικαίωμα να διεκδικήσει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, για το οποίο θα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί.

Επίσης το 1996 έλαβε τρία Βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (τα λεγόμενα βρετανικά Όσκαρ): Σκηνοθεσίας, Μουσικής, Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινίας.

Ο πρωταγωνιστής Μάσιμο Τροΐζι είχε μυστικά αναβάλει μία εγχείρηση καρδιάς για να προχωρήσουν ομαλά τα γυρίσματα, με αποτέλεσμα να πεθάνει από έμφραγμα λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους, σε ηλικία 41 ετών. Με τις υποψηφιότητές του για Όσκαρ (ως πρωταγωνιστής και ένας εκ των σεναριογράφων) είναι ένας από τους μόλις επτά που έχουν προταθεί για το βραβείο μετά θάνατον.

Η ταινία συνέβαλε στην παγκόσμια προβολή της Σαλίνα και ειδικά της παραλίας Πολάρα, η οποία όμως έχει υποστεί ζημιές τα τελευταία χρόνια λόγω του τουριστικού ρεύματος.


Σε πολλές αγγλόφωνες χώρες η ταινία κυκλοφορεί με το πρωτότυπο ιταλικό όνομά της, ώστε να μη συγχέεται με την ταινία The postman του Κέβιν Κόστνερ που κυκλοφόρησε το 1997.

Πηγή: wikipedia