Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Καλή χρονιά


***

 Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνη τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ' αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ' η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ' άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ' αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ' αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

Νίκος Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Ίκαρος , Αθήνα 1968, 3η έκδοση

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Χιόνια λιώνουν στον ήλιο

 

Ο πρωινός αέρας παρέδωσε τα γράμματά του με γραμματόσημα που έκαιγαν.
Το χιόνι έλαμπε κι όλα τα βάρη έγιναν πιο ελαφριά - ένα κιλό ζύγιζε 700 γραμμάρια μόνο.

Ο ήλιος κρεμόταν ψηλά πάνω απ' τον πάγο, αιωρούμενος στο ίδιο σημείο, ζεστός και κρύος συγχρόνως.
Ο άνεμος φυσούσε απαλά σαν να έσπρωχνε παιδικό καροτσάκι.

Οι οικογένειες βγήκαν έξω, είχαν να δουν καθαρό ουρανό εδώ και καιρό.
Βρισκόμασταν στο πρώτο κεφάλαιο μιας πολύ συγκινητικής ιστορίας.

Η λιακάδα κόλλησε πάνω σ' όλα τα γούνινα σκουφιά σαν γύρη πάνω σε αγριομέλισσες
και η λιακάδα κόλλησε πάνω στη λέξη ΧΕΙΜΩΝΑΣ κι έμεινε κει ως το τέλος του χειμώνα.

Μια νεκρή φύση με ξυλεία πάνω στο χιόνι με γέμισε σκέψεις. Τη ρώτησα:
" Έρχεσαι να πάμε μαζί στην παιδική μου ηλικία;" Απάντησε "ναι'.

Μέσα στους θάμνους ακούστηκε μουρμουρητό από λέξεις μιας καινούργιας γλώσσας:
τα φωνήεντα ήταν γαλάζιος ουρανός και τα σύμφωνα μαύρα κλωνάρια,
και μιλούσε τόσο απαλά πάνω απ' το χιόνι.
Όμως το αεριωθούμενο που υποκλίθηκε με φούστα από βροντές
έκανε τη σιωπή πιο βαθιά.


Tomas Tranströmer , ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εισαγωγή - Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Printa, Αθήνα 2004            

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Φυσάει


Ποίηση : Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Απαγγελία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Δίσκος : Φυσάει ( 1993)

 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

«Έχουμε χρέος να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη το 2022»

 


 του Γιώργου Δουατζή

Συμπληρώνονται, το 2022, εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη (1922-1988). Θεώρησα χρέος μου να καλέσω αρμόδιους, υπουργό και υφυπουργό Πολιτισμού, να τιμήσουν τη μνήμη του ορίζοντας το 2022 «Έτος Τάσου Λειβαδίτη». Την πρόταση για σειρά εκδηλώσεων μέσα στο 2022 στη μνήμη του αγαπημένου ποιητή –που συντρόφεψε πολλές γενιές και θα διαβάζεται από πολλές ακόμα– έκανα στην Εταιρεία Συγγραφέων και στον Δήμο Αθηναίων, του οποίου δημότης ήταν ο Λειβαδίτης.
Για την ιστορία, θέλω να αναφέρω ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 74, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Το έτος 2000, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων απαλλοτρίωσε τον περιβάλλοντα χώρο και το πατρικό σπίτι του ποιητή, προκειμένου να χτιστεί το 156ο Δημοτικό Σχολείο.
Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να μην κατεδαφιστεί το οίκημα, να διασωθεί το σπίτι και με το ΦΕΚ 484/05-11-2007 του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν «ως μνημεία τα κτίσματα επί της οδού Λεωνίδου με αριθμούς 70 & 74 καθώς και ο μαντρότοιχος στον αριθμό 72. Τα συγκεκριμένα κτίσματα είναι χαρακτηριστικά δείγματα κτισμάτων μικρής κλίμακας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανήκουν σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας και η διατήρησή τους θα συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής από πολεοδομική, ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη». Tο σπίτι του Λειβαδίτη, έκτοτε, ανήκει στον ΟΣΚ.
Τον Απρίλιο του 2008 συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και έκρινε απαραίτητη την άμεση λήψη μέτρων ασφαλείας, για την προστασία των διερχομένων και οχημάτων, γιατί τα κτίσματα παρουσιάζουν πλέον στοιχεία επικινδυνότητας λόγω παλαιότητας.

Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Με δεδομένο αυτό το ιστορικό, είχα ζητήσει (χωρίς αποτέλεσμα) από τον Μάιο του 2002 με γράμμα μου στον τότε δήμαρχο Δημ. Αβραμόπουλο:
1. Την ονομασία δρόμου ή της υπό κατασκευή πλατείας στην οδό Λεωνίδου στο Μεταξουργείο, όπου κατασκεύαζε ο ΟΣΚ σχολικό κτίριο, σε Τάσου Λειβαδίτη.
2. Τη δημιουργία Μουσείου Λειβαδίτη, στον χώρο του πατρικού του ποιητή, όπου ανεγείρεται σχολικό κτίριο και θα μπορούσε μία αίθουσα να περιλαμβάνει τα προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, βιβλία κ.ά. με την ευθύνη του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου.
3. Την τοποθέτηση προτομής –υπάρχει το εκμαγείο του ποιητή κατασκευασμένο από τον γλύπτη Μιχάλη Κάσση– σε σημείο της πόλης.
Δυστυχώς, έκτοτε δεν έγινε καμία ενέργεια, γι’ αυτό και επανήλθα με μήνυμά μου προς τον σημερινό δήμαρχο Αθηναίων κ. Μπακογιάννη με την ελπίδα μιας ανταπόκρισης.
Ελπίζω, η πρωτοβουλία μου για να τιμηθεί όπως του αξίζει ο Τάσος Λειβαδίτης να έχει συνέχεια. Με τις μικρές μου δυνάμεις, έκανα όσα μπορούσα. Στο ενεργητικό μου υπάρχουν διοργανώσεις συνεδρίου, εκδηλώσεων σε πολλούς δήμους, δημοσιεύματα, τηλεοπτική και πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές (Αθήνα 9.84, ΕΡΑ2, Γ’ Πρόγραμμα), έκδοση τριών βιβλίων (Κέδρος, Στίξις) για τον αγαπημένο φίλο και ποιητή. Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Με τα φτερά

 

Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)

της Γεωργίας Τάτση

Ο γιατρός τοποθετώντας την ακτινογραφία στη φωτεινή οθόνη, τους είχε πει επί λέξει: Είναι ριζωμένο στο μεσοθωράκιο. Από εδώ απλώνει τα κλαδιά του στους δύο πνεύμονες και στους λεμφαδένες, σκιτσάροντας πάνω στους πνεύμονες του παιδιού τους το περίγραμμα του δένδρου με το δάχτυλό του.

Το χριστουγεννιάτικο δένδρο μέσα του. Στη σκοτοδίνη τους, είδαν   τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν.  

Ό,τι ήταν να συμβεί, συνέβη γρήγορα, μέσα σε ένα μήνα όλα είχαν τελειώσει.

Ξεστόλισαν το δένδρο τους στο σαλόνι, το πήραν και το πέταξαν στα σκουπίδια. Με τόσο βεβαρυμμένο ιστορικό ούτε συζήτηση να το αφήσουν δίπλα στον κάδο για κάποιον που μπορεί να το χρειάζεται.

Εκείνη κρατούσε τον κάδο ανοιχτό κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και το έσπρωχνε λοξά να πάει στον πάτο.

Μαζεύουν τα στολίδια, τα λαμπιόνια, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ό,τι έχει σχέση με Χριστούγεννα το τυλίγουν στο καλό τραπεζομάντηλο. Αυτός απλώνει το τραπεζομάντηλο στο πάτωμα κι εκείνη φέρνει τα στολίδια και τα ρίχνει μέσα.

Μπάλες, αγγελάκια με ανοιχτά φτερά, αγγελάκια με κλειστά φτερά, σιντί, κορδέλες, τη φάτνη με το Χριστό, τους τρεις μάγους που ακουμπούν τα δώρα τους στα πόδια του, το χρυσό αστέρι της Βηθλεέμ.

Εκείνος δένει κόμπο τις τέσσερις γωνίες, τα παίρνει αγκαλιά και βγαίνει να τα ρίξει στα σκουπίδια.

Εκείνη πέφτει ξέπνοη στην πολυθρόνα.

Τον περιμένει και μόλις τον βλέπει να μπαίνει, ορμάει και τον βουτάει απ’ το γιακά.

Εσύ φταις, εσύ φταις... Το κατάλαβες; Δεν είχε άλλο τρόπο να σου φωνάξει «κοίταξέ με.»

Κατεβάζει τις παλάμες της στο στήθος του και τον σπρώχνει πίσω, εκείνος δεν αντιστέκεται -κατά βάθος κι αυτός το ίδιο πιστεύει για τον εαυτό του. Οπισθοχωρεί κι οπισθοχωρώντας κολλάει με την πλάτη στον τοίχο. Εκείνη κλαίει γοερά και τον ταρακουνάει από τα πέτα, εκείνος της πιάνει τα χέρια και κλαίει από μέσα του. Ησύχασε αγάπη μου, ησύχασε, της λέει, αλλά για εκείνη αυτές οι λέξεις έρχονται από μια άλλη εποχή και απευθύνονται σε άλλη, άγνωστη γυναίκα. Απορεί μάλιστα πώς τολμάει μετά από όσα έχουν συμβεί, να της λέει ησύχασε αγάπη μου, πώς τολμάει να βάζει στο στόμα του αυτές τις λέξεις;

Τον αφήνει και μπαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Γιατί τον άφησε; Γιατί έφυγε; Μήπως ξύπνησε η μνήμη των μακρινών εκείνων ημερών που ο ήλιος έκαιγε γλυκά την πλάτη τους κι αυτοί —και οι τρεις μαζί— βουτούσαν στη θάλασσα χωρίς να έχουν επίγνωση της ευτυχίας τους επειδή όλα ήταν τόσο φυσικά ώστε κανείς δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί τι είναι η ευτυχία; Κάθε άλλο. Αν ήταν έτσι έπρεπε τώρα να τον εκδικείται ξεριζώνοντας τρίχα τρίχα τα μαλλιά του που άσπρισαν σε μια νύχτα όταν κοιμήθηκε αυτός και ξύπνησε άλλος.

Ίσως να τον συμπόνεσε, ίσως να αισθάνθηκε πόσο μάταιο είναι να κατεδαφίζεις το ερείπιο, πόσο ανελέητο είναι να ρίχνεις κάτω τον πεσμένο.

Στο δωμάτιο του γιου τους, μπροστά στο παράθυρο, ανοίγει τη σιδερώστρα λες και δεν έχει συμβεί τίποτα και βάζει το σίδερο στην πρίζα. Τα ρούχα του παιδιού — σωρός πάνω στο κρεβάτι του, τα είχε αφήσει η ίδια εκεί όπως τα μάζεψε από το σύρμα, τότε, ήρθε τώρα η ώρα να τα σιδερώσει.

Μόλις το σίδερο έκαψε καλά, παίρνει και σιδερώνει τα παντελόνια. Τα πόδια του, τι μακριά που είναι τα πόδια του, τι ψηλά για την ηλικία του τα κανιά του. Συνεχίζει με τα πουκάμισα, τελειώνει με τα μπλουζάκια. Τις κάλτσες και τα εσώρουχα δεν τα σιδερώνει. Τα διπλώνει απλώς και τα βάζει στα συρτάρια. Περνάει τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα τακτοποιεί στη ντουλάπα, διπλώνει τα παντελόνια, διπλώνει τα μακριά μανίκια των μακό, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος.

Εκείνος στέκεται στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει το νεαρό ζευγάρι με τα δυο αγόρια στην απέναντι βεράντα.

Τρώνε όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Ακούει τις φωνές, τις κουβέντες τους, τον ήχο από τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα πιάτα,

παρατηρεί το μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό στη μέση,

τα χάρτινα κουτιά με το χυμό,

τα παιδιά να πίνουν πορτοκαλάδα.

Τα δυο αγόρια είναι δίδυμα,

ο ένας είναι ο καθρέφτης του άλλου,

αλλά τώρα είναι διαφορετικά, το ένα αγόρι είναι ο γιος του,

μα γιατί τρώει με την ξένη οικογένεια ο γιος του;

Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται από το τραπέζι,

στέκεται δίπλα στη γλάστρα με την ελιά, τον κοιτάζει κι αυτό, του χαμογελάει,

τον χαιρετάει,

του στέλνει φιλιά με το άδειο χέρι.

Εκείνος φεύγει από την μπαλκονόπορτα και τρέχει στο παιδικό δωμάτιο, πηγαίνει σε εκείνη να της πει τα νέα.

Τη βρίσκει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο να μιλάει με το παιδί τους, μόλις είχε φτάσει στο μπαλκόνι τους, κρατώντας στο χέρι του το ποτήρι με την πορτοκαλάδα.

Πώς κατάφερες να περάσεις το κενό αγόρι μου; Το ρωτάει.

Το παιδί τής απαντάει

Με τα φτερά μου.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Χάρτης  ( Ιούνιος 2021)


Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η ζωή και ο θάνατος του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου

 
Η φωτογραφία από εδώ
****
1309 - Τους χρειάζομαι ζωντανούς για να μπορώ να τους σκοτώσω.
1388 - μου τάξανε γήπεδο...
1447 - σιγά μη φοβηθώ...
1478 - μη φωνάζετε, το μέλλον σας θα μαντρώσουμε, όχι εσάς.
1514 - σιγά μην κλάψω...
1543 - κάποτε είχε ρείκια, είχε κουμαριές εδώ.
1677 - σε παράταξη μάχης.

Είχε νεύρωση με την ταξινόμηση. Στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη μάνα του, έριξε τους ενδιάμεσους τοίχους και το γέμισε με σειρές ράφια για να αρχειοθετεί φράσεις από συνθήματα, από λογύδρια, από ανεπίδοτα γράμματα, από εφημερίδες. Είχε ταξινομήσει και αρχειοθετήσει υλικό από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο ίδιος ήθελε ακόμη δέκα χρόνια για να κλείσει έναν αιώνα ζωής. Ταξινομούσε φράσεις από τα είκοσί του.

Α001 - Ο γκαζιέρης που μας άναβε το φως.
Α0024 - γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά , πατέρα.
Α180 - ΑΕΤΟ, εδώ ή υπογράφετε ή πεθαίνετε.
0182 - υγιαίνετε, το αυτό επιθυμώ και δι' εσάς.
ΒΟ123 - νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου...

Ήταν Τριατατικός, έτσι το' λεγε, δηλαδή Ταχυδρομικός. Για πολλά χρόνια διανομέας, μετά κενό, μετά επαναπρόσληψη  και για πολλά χρόνια πίσω από το γκισέ να ταξινομεί τα γράμματα. Μια φορά τον βάλαν και υποψήφιο βουλευτή με την ΕΔΑ. Δεν παντρεύτηκε, ο μοναδικός του συγγενής ήταν μια ανιψιά, κόρη του συγχωρεμένου του αδελφού, η Λέλα.
Όταν μπήκαν σπίτι του, κάτι απελπισμένοι ήταν, για να τον κλέψουν, τον δέσαν, τον κάψαν με το σίδερο να τους πει πού κρύβει τα λεφτά. Δεν άντεξε η καρδιά του, έσβησε. Τα κλεφτρόνια, θόλωσε ο νους τους - όχι που πέθανε στα χέρια τους, ο θάνατος ήταν συνήθειο πια γι' αυτούς με τη σαπισμένη ψυχή -, θύμωσαν που δεν του πήραν λέξη για ό,τι ζητούσαν. Δεν ξέραν πως ποτέ κανείς δεν του' χε πάρει λέξη. Ρίξαν τα ράφια κάτω, σκορπίσαν τα ντοσιέ, βάλαν φωτιά και φύγαν.
Η Λέλα έπειτα από δυο μήνες παρέλαβε το σπίτι. Πριν, είχε κηδέψει τον νεκρό κι είχε ταχτοποιήσει όλη τη χαρτούρα και τα χαράτσια που της είχαν ζητήσει. Μπήκε σπίτι και περπάτησε πάνω στα αποκαΐδια λέξεων, φράσεων, πηχυαίων τίτλων, ανεπίδοτων επιστολών. Από τις σκόρπιες λέξεις, τις μισοκαμένες φράσεις και τα σπαράγματα των ανεπίδοτων επιστολών άρχισε να ανασυνθέτει την άγνωστη ζωή του θείου της, του ταχυδρομικού διανομέα Άγγελου Θοδωρίκου, ή αρχειοθέτη, ή αριθμητή, ή παρηγορητή, ή Τριατατικού όπως έλεγε και ο ίδιος.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μαζί με την αντοχή που έπρεπε να διαθέτει τότε ένας ταχυδρομικός διανομέας για να σκαρφαλώνει στα βουνά, να διασχίζει ρεματιές, να ακροβατεί σε μαλεστράδες, γκρεμομονοπάτια, για να παραδίδει επιστολές, η δύναμη του Άγγελου Θοδωρίκου ήταν οι αριθμοί. Και να πώς φανερώθηκε και στη Λέλα αυτό.
...Κείνο τον Δεκέμβρη το χιόνι έκανε τη δουλειά του Αρχάγγελου...Ήταν η πρώτη μισοκαμένη φράση που διάβασε η Λέλα. Βγήκ' ο Χάρος να ψαρέψει με τα δίχτυα του ψυχές / ασθενείς και πεινασμένους μες στις φτωχογειτονιές...ψάρεψε το δεύτερο χαρτάκι με τους στίχους κάτω από ένα μισοκαμένο ντοσιέ και πίσω του βρήκε μια σημείωση: Πανυπαλληλική Επιτροπή: ο Χ. με πρότεινε να εκπροσωπήσω τους Τριατατικούς στη συνεδρίαση  για την απεργία. Δεν πάει άλλο με σαράντα δράμια ψωμί την ημέρα που επιτρέπουν στον καθένα μας, κι όποιος έχει να τα αγοράσει, ο θάνατος μας χτυπάει την πόρτα, ας πολεμήσουμε για τη ζωή. Από την οργάνωση έμαθα πως εισηγητής στη συνεδρίαση θα είναι ο Κ. Νικ., ο παλιός καθηγητής μου των μαθηματικών στο γυμνάσιο στην Πάνιτσα. Ίσως γι' αυτό να με πρότεινε ο Χ.
Τώρα η τύχη ή μοίρα ρίξαν αυτά τα χαρτιά να διαβαστούν πρώτα και με αυτήν τη σειρά από τη Λέλα; Αυτό είναι ερώτημα που ποτέ δε θ' απαντηθεί. Κι έτσι, όπως ο σκηνοθέτης σηκώνει με τους ηθοποιούς, φράση φράση, ατάκα ατάκα, το έργο στη σκηνή, η Λέλα άρχισε να στήνει την πρώτη πράξη.
...Βρήκαν κι όνομα οι γιατροί, " οίδημα εκ πείνης", για τους τουμπανιασμένους νεκρούς...
"Άραγε πόσοι να πεθαίνουν την ημέρα;"

Η συνεδρίαση έγινε σε ένα σπίτι στον Κολωνό που ο κήπος του συνόρευε με τον κήπο του Ορφανοτροφείου. Ένας ένας οι σύνεδροι φτάναν με ένα πακέτο στα χέρια, πως τάχα μου ήταν για τα ορφανά, και μπαίναν στον κήπο του Ορφανοτροφείου. Μόλις είχε δημοσιευθεί η έκκληση του Δαμασκηνού "...προτεραιότητα στα παιδιά, να μην πεθάνει το μέλλον, ψωμί, λάδι, γάλα, κρέας για τα παιδιά..." κι έτσι τα μέτρα ασφαλείας είχαν χαλαρώσει και κανείς απ' τους φύλακες δεν τους σταμάτησε να τους ψάξει ή να τους πει να ανοίξουν τα πακέτα που κρατούσαν. Ο ένας από τους φύλακες ήταν μιλημένος. Στα δυο από τα πακέτα είχαν τις προκηρύξεις για τις αυξήσεις στους μισθούς και τη μικρή μπροσούρα " για το Ψωμί και την Ελευθερία". Μόλις βράδιασε, άνοιξαν το πλαϊνό πορτάκι που συνέδεε τους δυο κήπους και μπήκαν στο σπίτι. Μαζεύτηκαν εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων ακόμη κι από το Υπουργείο Ασφαλείας. Κατέβηκαν στο υπόγειο να συνεδριάσουν, ντύσαν με παλιές εφημερίδες τα τζάμια για να μη φαίνεται το φως απ' τα κεριά, τα σπαρματσέτα, κι αρχίσαν να τα λένε. Τα τρία Τ [ Ταχυδρομεία - Τηλεγραφεία - Τηλέφωνα ]  εκπροσώπησε ο Άγγελος Θοδωρίκος. Αγκαλιαστήκαν με τον παλιό του δάσκαλο, τον Κ. Νικ., κι είπαν για τα παλιά και για κοινούς γνωστούς στην Πάνιτσα και στο Γύθειο. Ένα δυο τούς είχαν εκτελέσει. Κι ένας υπηρετούσε στο Σώμα Εθελοντών που βοηθούσαν την Γκεστάπο. Ομόφωνα πέρασε η απόφαση για την απεργία. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος όχι μόνο χτυπούσε την πόρτα, είχε μπει και στο χολ των σπιτιών. Μοιράσαν και καθήκοντα για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και περιμέναν το ξημέρωμα, τη λήξη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, για να βγουν να γυρίσουν στις δουλειές τους. Όμως στον Άγγελο Θοδωρίκο δεν ανέθεσαν τίποτα, δεν του' παν τι να κάνει κι ούτε προκηρύξεις του δώσαν, κι αυτός μέσα του δαγκώθηκε, ένιωσε πως τον μειώναν και πως δεν του 'χαν εμπιστοσύνη. Φύγαν όλοι κι έμεινε αυτός καθισμένος στην καρέκλα να τον τρώει η πίκρα. Σηκώθηκε να φύγει και αυτός, και τον σταμάτησε ο δάσκαλος.
" Φύγαν όλοι; 'ντάξει! Τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, θα κατεβάσουν το μήνυμα της απεργίας εκεί όπου δουλεύουν, θα μοιραστούν οι προκηρύξεις, θα φωνάξουν την απόφαση με τα χωνιά στις γειτονιές το βράδυ, και παρέες με το ακορντεόν θα γράψουν το σύνθημα στους τοίχους, αλλά δε φτάνουν αυτά. Έχεις ένα δυνατό όπλο, Άγγελε, θα το χρειαστούμε, ή μάλλον δύο όπλα".
Στον Άγγελο Θοδωρίκο αμέσως έσβησε η πίκρα μέσα του. Αποκαταστάθηκε η θιγμένη του αξιοπρέπεια, σήκωσε ανάστημα και κοίταξε τον δάσκαλο με απορία.
" Οι αριθμοί, Άγγελε, και η δουλειά σου είν' τα όπλα σου. Γνωρίζω την τρέλα σου με τους αριθμούς και τα παιχνίδια της αριθμητικής  που γεννούσε η γκλάβα σου, όταν σε είχα μαθητή. Αυτή είναι η μία ικανότητά σου που θα μας χρειαστεί. Η άλλη είναι η δουλειά σου. Τριατατικός. Τι θέλω από σένα; Πόρτα πόρτα που μοιράζεις τα γράμματα, θα μοιράζεις και στα σπίτια που δεν έχουν. Φτιάξε δικές σου επιστολές προς παράδοση για να σου ανοίγουν οι πόρτες. Δε φτάνει μόνο η απεργία. Πρέπει να μετρήσουμε θανάτους, Άγγελε, τους βλέπουμε εμείς που πεθαίνουν και τρομάζουμε, πόσοι όμως; Πρέπει να ξέρουμε. Το μέγεθος, Άγγελε. Οι αριθμοί δε λένε ψέματα κι αυτοί κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τον αποκλεισμό κι εμάς για υπερβολή που τους λέμε πως πεθαίνουν διακόσιοι άνθρωποι την ημέρα και κανείς δεν κάνει τίποτα, κι ο Θάνατος συνεχίζει ανενόχλητος τη μαύρη του δουλειά. Θέλω πόρτα πόρτα, που θα μοιράζετε τα γράμματα, να πεις και σε συναδέλφους σου που τους έχεις εμπιστοσύνη να σε βοηθήσουν, να μην αφήσετε σπίτι σε ολόκληρη την Αθήνα που να μην έχετε ρωτήσει πόσους νεκρούς έχουν απ' την πείνα κι απ' το κρύο, και να τους καταγράψετε, έναν προς έναν κατά ηλικίες, και κατά εργασία, και κατά φύλο, όπως ξέρεις κι όπως σε έμαθα. Θα τρομάξουμε κι εμείς οι ίδιοι από το μέγεθος. Και μετά θα τους τρίψουμε στη μούρη το έγκλημα, τις διαστάσεις του. Θα στείλουμε παντού τους αριθμούς, σε όλες τις ουδέτερες χώρες, σε όλους τους οργανισμούς, ακόμη και στους ίδιους τους υπαίτιους. Η ακρίβεια των αριθμών θα τους τρομάξει. Κοντά στο νου κι η γνώση, Άγγελε, για να πειστούν και συνάδελφοι που φοβούνται πιο πολύ εμάς παρά τον θάνατο που μπήκε στην αυλή τους, γιατί νομίζουν πως μόνο τους άλλους θα αγγίξουν κι ΄όχι αυτούς. Πρέπει να πετύχει η απεργία μας και να σπάσει ο αποκλεισμός. Οι δημόσιοι υπάλληλοι σε αυτές  τις συνθήκες είμαστε προνομιούχοι. Έχουμε δουλειά και σταθερό τόπο εργασίας. Είναι ένα προνόμιο αυτό που άλλοι δεν το' χουν, Άγγελε. Σαν αντίδωρο σε εμάς πέφτει ο κλήρος να αγωνιστούμε για όλους".
Τα' πε μονορούφι και πάθος ο δάσκαλος, κι είχε βαρύνει ακόμη και το υπόγειο από τη σοβαρότητα και, σπίρτο καθώς ήταν, το κατάλαβε κι έκλεισε με το γνωστό αστείο που κάναν στις συνεδριάσεις με τους νεοπροσήλυτους Τριατατικούς: " Τι είν' τα τρία Τ, συναγωνιστή;" " Τόλμη, Ταχύτης, Τακτική", του φώναξε σε στάση προσοχής ο Άγγελος γελώντας, και αγκαλιαστήκαν και δώσαν τα χέρια, και συμφωνήσαν αμέσως τα πώς και το πότε της δουλειάς ο μαθητής με τον δάσκαλο.

...έπειτα από ακριβείς έρευνες της Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής ο αριθμός των νεκρών από την πείνα και το βαρύ κρύο στο τετράμηνο Νοέμβρης - Φλεβάρης ξεπέρασε τις τριακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες στο σύνολό τους και τους τετρακόσιους νεκρούς την ημέρα...Χτυπήθηκαν περισσότερο οι ηλικιωμένοι άντρες άνω των πενήντα ετών και τα νεογέννητα...Τεράστιο το έγκλημα...

[ ΚΟΜΕΠ, αρ. φύλλου 4-5 / Αυγ. 1942]...η μεγαλειώδικη πανελλαδική κινητοποίηση στις 25 του Μάρτη και η ηρωική πανυπαλληλική απεργία του Απρίλη των δημοσίων υπαλλήλων με μπροστάρηδες τους Τριατατικούς έκαναν τον κατακτητή να σκεφθεί πως πρέπει ν' αφήσει και κάτι για τους Έλληνες...

...ήρθη ο από θαλάσσης αποκλεισμός...προσωρμίσθη η πρώτη φορτηγίς εκ Καναδά πλήρης σίτου και εριφίων...δυστυχώς  το εκ Τουρκίας προερχόμενον " Κουρτουλούς " νεναυάγηκεν ανοιχτά του Μαρμαρά κατά το πέμπτον του ταξίδιον...

Αγρονομική διάταξις υπ' αριθμ. 103/942 " δεσμεύεται παν εμπόρευαμ προερχόμενον εξ αλλοδαπής προελεύσεως και ευρισκόμενον εις τας τελωνειακάς αποθήκας από τούδε και εις το εξής..."

Τι είχε, Γιάννη; Τ' είχα πάντα!

Η απεργία πέτυχε, η συμμετοχή ήταν καθολική. Η πρώτη γκρούπα των απεργών ξεκίνησε στις δέκα το πρωί από το Μέγαρο Μελά, στην Πλατεία Κοτζιά, όπου στεγαζόταν το κεντρικό κατάστημα των ΤΤΤ. Μέσα στο κτίριο είχε ασανσέρ σαν μεγάλα κουτιά, που ανεβοκατεβαίναν χωρίς στάση στους ορόφους. Κινούνταν αργά κι έτσι μπορούσες να πηδήσεις χωρίς κίνδυνο στον όροφο που ήθελες. Κι έβλεπες από κάθε όροφο να αδειάζουν τα γραφεία κι ο ένας με τον άλλον να πηδούν στο κινούμενο κουτί για να βγουν κάτω, στη μεγάλη σάλα πριν από την έξοδο· ένας μόνο καθώς πηδούσε στραμπούλησε  το πόδι του κι έπεσε κάτω. Στη σάλα πριν από την έξοδο ο Άγγελος Θοδωρίκος τούς εφοδίαζε με το περιβραχιόνιο της διαμαρτυρίας και μετά κατά τριάδες βγαίναν έξω στην πλατεία. Γέμισε Τριατατικούς η πλατεία, με την ελληνική σημαία μπροστά και ήπια συνθήματα, περιορισμένα στον πόλεμο κατά της πείνας και την αύξηση των μισθών, όπως τα' χαν συμφωνήσει. Μετά ήρθαν κι άλλοι από τα γύρω υπουργεία και τις υπηρεσίες , κι από το Ταμείο Νομικών που ήταν δίπλα στην οδό Σωκράτους, κι η πορεία ξεκίνησε. Μεγαλειώδης. Κι ο κόσμος στη Σταδίου έκλαιγε που' βλεπε την αξιοπρέπεια, την αντίσταση, το θάρρος. Του' χαν λείψει· η πείνα είχε γίνει ταπείνωση, απανθρωπιά, φόβος και θάνατος. Οι διανομείς από τους Τριατατικούς είχαν πάρει μαζί τους και τις παλιές μικρές χάλκινες τρομπέτες που παλιά σαλπίζαν την άφιξή τους, να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία να μοιραστούν τα γράμματα, και τώρα αυτές καθώς τις φυσούσαν λάμπαν στον ανοιξιάτικο ήλιο και ηχούσαν  μαζί με τα συνθήματα, κι ήταν σαν λειτουργία δοξαστική, που' χε βγει στους δρόμους. "...Κι ο θάνατος δε θά' χει πια εξουσία..." Κι αναθάρρησε ο κόσμος, και τον θάνατο δεν τον φοβούνταν πια και μπήκαν κι αυτοί, που πριν ήσαν θεατές, μες στην πορεία.
Απρίλιος του 1942 ήταν αυτό. Μάιο ήραν τον αποκλεισμό και τα δύο μέρη και φτάσαν τα πρώτα καράβια από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες με στάρι, κρέατα κατεψυγμένα , γάλα σκόνη και ρουχισμό. Και Ιούνιο δόθηκαν οι πρώτες αυξήσεις στους μισθούς. Όμως τους μισθούς τούς έφαγε ο πληθωρισμός που' τρεχε  με σπασμένα φτερά, το ψωμί από εβδομήντα δραχμές η οκά ανέβηκε στις χίλιες πεντακόσιες και τη βοήθεια, που' ρχόταν με τα καράβια, πονηροί ντογάνοι και ουαί υμίν τελώνηδες και φρούραρχοι Φαρισαίοι την πουλούσαν στους μαυραγορίτες. Αλλά κάτι έμενε και για τις γειτονιές και τις ενορίες. Έμπαινε  και καλοκαίρι κι ανοίξαν οι δρόμοι με την επαρχία, κι άρχισε να τσουλάει κάπως η χαμοζωή. Βγήκαν και τα χωνιά στους δρόμους και διαλαλούσαν " αντισταθείτε" [ "...σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε..." - στίχος που διασώθηκε απ' τη φωτιά από ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού], και στο βουνό αντάρτες και μετά ήρθαν και τα καλά τα νέα πως τσακίζουν τη μούρη τους οι Γερμανοί στο Ρωσικό Μέτωπο κι άρχισε πλέον να σεργιανά στους δρόμους ξανά η ελπίδα.

" Κι ο Άγγελος Θοδωρίκος, ο θείος σου;" ρώτησε ο Ξένος τη Λέλα.
Τους είχε μαζέψει, φίλους, στο σπίτι της να τους διαβάσει αυτά που' χε γράψει, τα βασισμένα σε αποκαΐδια φράσεων, λέξεων και ανεπίδοτων  επιστολών, για τον θείο της.
" Θα σας διαβάσω πρώτα άλλα δυο απ' τα μισοκαμένα χαρτιά και μετά θα σας πω τι έγινε ο Τριατατικός Άγγελος Θοδωρίκος. Το πρώτο είναι στίχοι, όσοι σώθηκαν από ένα σκωπτικό τραγούδι "...γεια σου, ρε Παπα...ν..., χαιρετισμούς στον Φύρερ και πες του πως η κούτρα σου είναι γεμάτη ψείρες, κι από της τσέπης σου τα άκρα ένα πακέτο μάρκα...". Δυστυχώς το όνομα το' χει καταστρέψει η φωτιά, μα το δεύτερο αποκαΐδι που ήταν μαζί με τους στίχους κλασαρισμένο φωτίζει το πρώτο. Ήταν τραγούδι για αρχηγό από τα Τάγματα Εθελοντών, που μαζί με τους άντρες του και τους αξιωματικούς του είχαν στείλει τηλεγράφημα συμπαράστασης στον Χίτλερ, μετά την απόπειρα δολοφονίας του".
" Άσύλληπτο...τρομακτικό...στον Χίτλερ τηλεγράφημα από Έλληνες στη διάρκεια της Κατοχής;" είπε η Μαρία, η πιο μικρή της παρέας.
" Πιο ασύλληπτο είναι το δεύτερο ντοκουμέντο που θα σας διαβάσω τώρα", τους είπε η Λέλα κι έπιασε το μισοκαμένο από τη φωτιά κομμάτι εφημερίδας: "...επ' ευκαιρία της διασώσεώς του ο Φύρερ διαβιβάζει τας ευχαριστίας του προς τον Συνταγματάρχην Π...προσωπικώς και τους μαχομένους τον μ...βικι...μό εθελοντές του των Ταγμάτων Ασφαλείας...Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Πύργου Πρωΐα στις 13 Αυγούστου του 1944".
" Ο Π. ποιος να ήταν;..." ρώτησε η Μαρία.
"...αυτούς τους τύπους πρέπει να τους παραδίδουμε στην Ιστορία...το τηλεγράφημά τους ήταν σαν να φτύναν στον τάφο τόσων νεκρών...πρέπει να μάθουμε ποιος ήταν αυτό ο Π.", συμπλήρωσε ο Ξένος.
" Δεν ξέρω, η φωτιά έκαψε το όνομα κι ούτε μπορώ να υποθέσω ποιος ήταν", του απάντησε η Λέλα. " Ξέρω μόνο - στις σημειώσεις του θείου μου το διάβασα αυτό, στο προσωπικό του ημερολόγιο που και αυτό μισοκάηκε - πως η πείνα και ο φόβος καμιά φορά την ψυχή τη μεταστρέφουν, και το έγκλημα κι ο φόνος τότε μοιάζουν στο μυαλό αυτών των ανθρώπων δρόμος προς τη Σωτηρία. Ο φονιάς εκείνη τη στιγμή πείθει τον εαυτό του πως το θύμα είναι πράγμα, εμπόδιο για τη Θέωση, απειλή, μίασμα κι όχι άνθρωπος, κι ο ίδιος νομίζει πως είναι το τιμωρό χέρι του Θεού ή του αρχηγού του...ο αρχηγός σε τέτοιες ομάδες παίρνει τη θέση του Θεού, της ύψιστης Αρχής...γράφει ο Άγγελος Θοδωρίκος. Όμως γιατί σας τα διάβασα αυτά τα δύο αποκαΐδια;'
"  ' ντάξει, για να μην ξεχνάμε...το καταλάβαμε", είπε η Μαρία. " Όποιος ξεχνά αυτά που έπαθαν οι πριν από αυτόν είναι καταδικασμένος να τα ξαναζήσει".
" Όχι, σας τα διάβασα γιατί αυτά τα δύο ντοκουμέντα ήταν η αιτία που συλλάβαν τον θείο μου και τον κλείσαν στο Στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι. Εκεί πηγαίναν όσοι ήταν προγραμμένοι να εκτελεσθούν..."
" Και πώς συνδέεται η σύλληψή του με αυτά τα δύο απίθανα τηλεγραφήματα;" ρώτησε ο Ξένος.
" 1944 ήταν", του απάντησε αμέσως η Λέλα. " Όλοι βλέπαν πως από μέρα σε μέρα πλησίαζε η ήττα για τους Γερμανούς και θα ξεκουμπίζονταν  από δω. Έτσι, πολλοί από αυτούς που' χαν συνεργαστεί μαζί τους θέλαν να σβήσουν τα ίχνη αυτής της συνεργασίας".
" Όταν βουλιάζει το καράβι, οι πρώτοι που τρέχουν να σωθούν είναι οι αρουραίοι", γέλασε ο Ξένος.
" Πολλοί οι θάνατοι, πολλές οι προδοσίες που τους βαραίναν και μύριζε η ατμόσφαιρα μπαρούτι και έκτακτα δικαστήρια. Ο Άγγελος Θοδωρίκος ήταν αυτός που' χε παραλάβει το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, είχε βάρδια εκείνο το βράδυ στον τηλέγραφο. Ρώτησαν αυτοί, έμαθαν ποιος είχε βάρδια. Κι ο Άγγελος όμως αμέσως κατάλαβε τη σημασία του τηλεγραφήματος. Ντοκουμέντο, τρανταχτή απόδειξη για όσους είχαν " προσκυνήσει " , όπως έλεγε. Έτσι το' ψαξε παραπάνω για να το τεκμηριώσει και με άλλα στοιχεία. Κι από συναδέλφους του βρήκε και το αντίγραφο του τηλεγραφήματος του συνταγματάρχη Π. και των αντρών του, προς τον Χίτλερ. Και αυτό το τηλεγράφημα περιείχε και τα ονόματα όλων όσοι το είχαν υπογράψει".
" Κι απ' ό,τι κατάλαβα, το μάθαν κι αυτοί κι έπρεπε να εξαφανίσουν μαζί τα τηλεγραφήματα και τον μάρτυρα".
" Πριν τον συλλάβουν, όμως, ο θείος μου πρόλαβε και τα ' στειλε στις εφημερίδες. Οι εφημερίδες όμως δημοσίευσαν μόνο το ευχαριστήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, όχι το άλλο με όλα τα ονόματα. Δύσκολη εποχή, ίσως δε θέλαν να διχάσουν".
" Και τα ανεπίδοτα γράμματα;" ρώτησε η Μαρία.
" Στο Χαϊδάρι ως κρατούμενος Τριατατικός ο Άγγελος Θοδωρίκος ανέλαβε αυτός, από την ομάδα συμβίωσης, την επίδοση των επιστολών στους συγκρατούμενούς του. Σε πολλούς απ' αυτούς είχαν ξεκληριστεί οι οικογένειες τους και δεν είχαν κανέναν να τους φροντίσει ή αγνοούσαν πως δε ζούσαν πια οι δικοί τους, κι ο Άγγελος άρχισε να γράφει ο ίδιος επιστολές και να τις επιδίδει σε αυτούς που δεν περιμέναν κανένα γράμμα. Συγκρατούμενοι ήταν, τα λέγαν για τη ζωή τους ο ένας στον άλλον, κι έτσι ήξερε ποιο όνομα φίλου ή συγγενή να αναγράφει στη θέση του αποστολέα. Όμως, οι επιστολές που πήγαινε να επιδώσει συχνά μέναν στα χέρια του, γιατί ο παραλήπτης έλειπε. Ήταν άδειο το κρεβάτι του. Βαθιά μεσάνυχτα τον είχαν πάρει για εκτέλεση", απάντησε η Λέλα και σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Η Μαρία σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο και κοιτούσε έξω την πόλη, την Αθήνα. Πάνω από τον Υμηττό ξημέρωνε. Ούτε που το κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Σαν μια ανάσα, τόσο της φάνηκε.
" Και στο Χαϊδάρι;" γύρισε και ρώτησε τη Λέλα.
" Είχε πάρει πια το πάνω χέρι η Αντίσταση, κι ένα βράδυ, ο παλιός του δάσκαλος το οργάνωσε, σε συνεννόηση με την ομάδα συμβίωσης, μπήκαν κρυφά απ' το σύρμα και τους βγάλαν, είκοσι θανατοποινίτες προλάβαν και σώσαν, ανάμεσά τους και τον Άγγελο. Δέκα μέρες μετά εκτελεστήκαν οι πενήντα οχτώ, ανάμεσά τους και δώδεκα γυναίκες. Μέχρι τελευταία μέρα εκτελούσαν οι Γερμανοί. Μια μηχανή που σκότωνε τους είχε κάνει ο Φύρερ κι ο φόβος. Ο φόνος είναι φόβος, η τελευταία σημείωση του θείου μου στο ημερολόγιο".
Τους έδειξε την καμένη σελίδα η Λέλα.
Η Μαρία προσπάθησε να ανασυνθέσει εντός της την εικόνα του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου. Όμως, έξω απ' το παράθυρο ο ήλιος άνοιγε μάτι πάνω από τον Τρελλό.
"Καινούργια μέρα ξημέρωσε. Να σας φτιάξω έναν καφέ;" τους ρώτησε.
" Ναι, και συνεχίζουμε αύριο", είπε και η Λέλα, κι έκλεισε το ντοσιέ με τις καμένες φράσεις, τους τίτλους, τις σκόρπιες λέξεις.

...πέρασε λίμνες, πέρασε βουνά, τα' βαλε με τον δράκο του νερού...μετά γύρισε σπίτι να ξαποστάσει, και τον τσίμπησε μια σφήκα και πέθανε...




Από την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων " Ιστορίες Ταχυδρομείου", που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τον Δεκέμβριο του 2014

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Αυτός ο τόπος...

 


Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.

Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος:Δελτίο Καιρού

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Πάντα σε γη αγαθή ( Η Έλλη Αλεξίου γράφει για τον Γιάννη Ρίτσο)

Η φωτογραφία από το Ριζοσπάστη
 Α΄
Σα να ήτανε προκαθορισμένο πως κάποτε, σε χρόνια μελλούμενα, θα έχει γίνει ο Ρίτσος ένας μεγάλος μας ποιητής και θα χρειαστεί να τον σκιαγραφήσουμε, κάποιος, που μεριμνά όλα να γίνουνται με πληρότητα και τάξη, μου τον έβαζε, τον Ρίτσο, κατά ποικίλα χρονικά διαστήματα, σταδιακά, μπροστά μου, για να πλουτίζει τη γνώση μου για τον άνθρωπο με άμεσες εντυπώσεις.
Ο γύρω κόσμος άλλαζε μορφές, καταστάσεις, προσανατολισμούς. Από ειρηνικός γινόταν εμπόλεμος. Από γαλήνιος, θυελλώδης. Από ψυχικά αδελφωμένος και κατανοήσιμος, εμπαθής, φανατισμένος, εχθρικός.
Ο Ρίτσος, μέσα σ' αυτά τα αναποδογυρίσματα, που παράσερναν στη δίνη τους κόσμους, φυσικούς και ανθρώπινους, έμοιαζε σαν έξω από τη θεομηνία. Έμοιαζε με τη Ντία μας. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιάζει. Γεμίζει "προβατάκια". Οι αφροί δέρνουνε τα μπεντένια να τα ξεθεμελιώσουν. Η γη συγκλονίζεται από τους σεισμούς, η Ντία, όπως πίσω από τον κατακάθαρο ουρανό, ίδια κι όταν αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη, ή όταν άγρια η νεροποντή πάει να πνίξει τη γη, η Ντία αμέτοχη στον πανζουρλισμό των στοιχείων αγωνίζεται να μας είναι ορατή για να μας μεταδίδει τη γαλήνη της. Πολύ της έμοιαζε ο Ρίτσος· έξω κι αυτός από τις θεομηνίες. Τα Μακρονήσια και οι Γιούρες ήταν μόνο τα σχολεία που φοίτησε.
Νεαρός, παιδί εικοσάχρονο, ασυμπαράστατο κι από την ίδια την ευπρόσβλητη ιδιοσυγκρασία του, στο ημιυπόγειο του Γκοβόστη, κοντά σε εκδότη δυσμεταχείριστο, με φρουρό του στην πόρτα των εγκάτων του την αξιοπρέπεια και την ποίηση, περνούσε τις ημέρες του σκυμμένος στα δοκίμια σαν αιωρούμενος πάνω από τις μικρότητες της ζωής. Δεν τον άγγιζαν.
Δεν τον άγγιξε η μεταξική βαρβαρότητα. Το πρωί ο Δημοσθένης Ζήλος, γαμπρός του Αυγέρη από την αδερφή του, δικαστής, είχε έρθει τότε στο σπίτι τους, της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, και είχε διηγηθεί την εξαφάνιση ενός από τους δώδεκα συλληφθέντες της Μυτιλήνης "...ήρθε το πρωί ", έλεγε ο Ζήλος, " κάπως αλλοιωμένος...με το σακάκι του γεμάτο εμετούς...το απόγευμα δεν προσήλθε. Είπαν άλλοι πως αυτοκτόνησε κι άλλοι πως τον εξόντωσαν...". Το ίδιο απόγευμα ήρθε στη Γαλάτεια, όπου βρισκόμουν κι εγώ από το πρωί, ο Ρίτσος. Μπήκε και προχώρησε αθόρυβα στο μεγάλο δωμάτιο. Με τη συγκρατημένη βάδιση που έχει και τώρα καθώς προχωρεί ή αποχωρεί από την εξέδρα των εκδηλώσεων. Η Γαλάτεια σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Αντάλλαξαν λίγες φράσεις ορθοί κι οι δυό με πολύ χαμηλή φωνή. Θα είπαν κάτι σημαντικό. Επικίνδυνο. Οι εκφράσεις τους είχαν τη συγκέντρωση του ταραγμένου νου. Και κείνη η έκδηλη ταραχή με γέμισε σεβασμό για τον Ρίτσο. Ήταν πλαισιωμένη από ένα καλοκαιρινό κοστούμι γκρι και από άσπρα παπούτσια ταλαιπωρημένα - η όλη εικόνα κάθε άλλο από πλούσια και εντυπωσιακή - που περιβάλανε κάτισχνο κορμί, κάτωχρο δέρμα...Το μηδέν σήκωσε το άπαν.
Σ' ένα παραθερισμό στον Πόρο τον έβλεπα καθημερινά. Η ζωή του ήταν σαν προγραμματισμένη. Όλα γίνουνταν με τάξη. Η ανθρωπιά ξεχείλιζε κι από την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μιας ανέμελης, μόνο για ξεκούραση, θερινής διαβίωσης.
Έτυχε όμως να συγκατοικήσουμε με τον Ρίτσο και σε μέρες φουρτουνιασμένες. Τώρα δεν είχα τις φευγαλέες εντυπώσεις από τυχαίες συναντήσεις. Από αντικρίσματα συμπτώσεων. Τώρα το πρόπλασμα, που δουλευόταν για τον Ρίτσο, το υγρό ακόμη και αδιαμόρφωτο, είχε αποκρυσταλλωθεί οριστικά στο μάρμαρο. Η συνύπαρξη εκείνη σε εποχή που το όνειδος μάς κυβερνούσε, που ο κατατρεγμός των ηρώων και η εξόντωσή τους από τους δοσίλογους ήταν το καθημερινό ψωμί μας, τότε ήτανε χαρά και αγαλλίαση να συνυπάρχεις με το Ρίτσο. Ο ποιητής μας με το μπλοκάκι και το μολύβι κολλημένα στα χέρια του κυκλοφορούσε ολοκληρωτικά δοσμένος στο έργο του. Μέσα στο σπίτι ήταν απόλυτα συναδελφωμένος με τα πεύκα , με τα γιασεμιά, με το Γκούντη, το μοναδικό επιζήσαν του λιμού γατί της περιοχής, και με τις εφησυχάζουσες χορδές του πιάνου. Σα να ζούσε κάτω από στοργικό καθεστώς, που του είχε εξασφαλίσει ανέγνοια ζωή. Στο σπίτι μου κυκλοφορούσαν τότε κι άλλοι ωραίοι άνθρωποι, δοκιμασμένοι αγωνιστές. Στα λόγια τους, στην ταραχή που συνόδευε κάθε χτύπημα της πόρτας, ή κάθε επίσκεψη αγνώστου, έβλεπες να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους η υποψία, η αγωνιώδικη περιέργεια. Ο Ρίτσος σήκωνε προς στιγμή τη ματιά του από το μπλοκάκι κι αμέσως έσκυβε ξανά το κεφάλι στο " γίγνεσθαι" της κάθε στιγμής:

ορθοί κ' οι δυό μας
με τη διάφανη ασπίδα του ποιήματος
στεκόμαστε μπροστά στις ξιφολόγχες.

Έτσι είναι. Κανένας δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλά, ούτε στον κοινωνικό ούτε στον καλλιτεχνικό στίβο, αν τη δράση του δεν την κυβερνάει η απόλυτη πίστη. Ο Ρίτσος αντιμετώπιζε με ακλόνητη αυτοπεποίθηση όλες τις πιθανότητες και τις πιο τραγικές. Θα ήτανε αδύνατο στη συνείδησή του να συμφιλιωθεί με την ανομία. Από καιρό, στη ζυγαριά της κρίσης, η πλάστιγγα του ηθικού χρέους είχε βαρύνει οριστικά. Λέω πως και το εκτελεστικό απόσπασμα θα το αντίκριζε  με την ίδια στωικότητα. Στις ανθρώπινες κορυφές οι ιδεολογικές τοποθετήσεις μελετούνται και τακτοποιούνται έγκαιρα.
Όταν αποφάσισες να διαπλεύσεις τον ωκεανό με ακάτιο, ήξερες βέβαια πως θα συναντήσεις και " τους λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες [και] τον θυμωμένο Ποσειδώνα...".
Έτσι, τον Ρίτσο τον αντιμετώπιζα και τον αγαπούσα άλλοτε σαν άμαθο παιδί, που η αθωότητα δεν το δίδαξε ακόμη πόσο είναι επικίνδυνο να περπατάς σε ναρκοθετημένα πεδία, κι άλλοτε σαν ήρωα κατασταλαγμένο. Στο προσκήνιο της μνήμης μου, σαν μορφές ηρώων και ηρωισμών, όταν το απαιτήσει το θέμα, ανεβαίνουν οι εικόνες  του Ντοστογιέφσκη, του Μπελογιάννη και κατά περίεργο, ανεξιχνίαστο τρόπο, ακολουθεό τρίτη του Ρίτσου.
Του Ντοστογιέφσκη, όταν στο χιονισμένο ρούσικο πρωινό του φοράνε το λευκό σάβανο, όπως συνήθιζαν να κάνουν στους μελλοθάνατους την τελευταία στιγμή, για να γίνεται η σκηνή πιο μακάβρια, κι αυτός τρέμει από το κρύο. Οι άλλοι καταδικασμένοι κλαίνε, αυτός τρέμει και τον προστάζουν ν' ανεβεί στο ικρίωμα, όπου περιμένουν τους ήρωες οι θηλιές της κρεμάλας στη σειρά, και ενώ έχει βαδίσει μερικά βήματα καταφτάνει ξεψυχισμένος από το τρέξιμο ένας ιππέας πάνω στ' άλογο φέρνοντας τη χάρη στους μελλοθάνατους από τον τσάρο.
Στην περίπτωση του Μπελογιάννη αναθρώσκει από τα βάθη της μνήμης μια φράση που συνοδεύει πάντα αξεχώριστη την εκφώνηση του ονόματός του. Ήξεραν αυτοί τι είχε προηγηθεί. Όλη τη σειρά των υποχθόνιων μέσων που είχαν μπει σε ενέργεια, των ανήκουστων βασανιστηρίων, των ποικίλων μηχανημάτων που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες του εγκλήματος, για να κάμψουν το ηθικό του ήρωα...και δυό τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεση τον άφησαν να διαβάσει εφημερίδα...Ο στρατοδίκης αυτό το εσκεμμένο μέτρο το εκμεταλλεύεται και λέει στην ομιλία του: "...διάβαζες και εφημερίδες και ύστερα λες πως σε τρομοκρατήσαμε , πως σε τρομοκρατούμε...". Κι ο Μπελογιάννης τον διακόπτει έντονα: " Αυτό δεν το είπα ποτέ! Γιατί εγώ δεν τρομοκρατούμαι!".
Τρίτος στη σειρά ακολουθεί ο Ρίτσος. Δεν έχω να προσκομίσω ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Τον τοποθετεί εκεί ο ατομικός μου ψυχικός, συνειδησιακός κατάλογος.

Β ΄

Με όσα περίπου προηγούνται, κατατεθειμένα στο μυαλό μου, έτυχε να επικοινωνήσω με τη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Βρισκόμουν σε σαλόνι σπιτιού, σε οικογένεια που γνώριζα και επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. Το απόγευμα, στην ώρα του καφέ, ο πατέρας, πολύ καλλιεργημένος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας, επρότεινε: " Μήπως θα θέλατε ν' ακούσουμε το δίσκο του Ρίτσου με τη Σονάτα του σεληνόφωτος;
- Πολύ".
Απλώθηκε ησυχία και άρχισε ν' ακούγεται η φωνή του Ρίτσου με υπόκρουση της μπετοβενικής μουσικής. Όταν το άκουσμα τελείωσε, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαλλης μέθης! Δεν μπορούσα να κατασιγάσω τη συγκίνηση μου. Σηκώθηκα απότομα απάνω και σα να ήμουν μόνη σε οικείο χώρο, ΄όχι ανάμεσα σε ξένο περιβάλλον, που έβλεπα πρώτη φορά κι έπρεπε να αυτοσυγκρατούμαι, βάλθηκα να πηγαίνω πάνω κάτω, πάνω κάτω, διασχίζοντας διαγώνια τη μεγάλη αίθουσα, μονολογώντας δυνατά: " Είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", ενώ οι γύρω μ' ενατένιζαν με βλέμματα απορίας και ανησυχίας...Από το πρωί δεν είχα δώσει την εντύπωση ούτε φωνακλά, ούτε μετακινούμενου.
Οι πολλοί αγαπούν τα πρώτα ποιητικά έργα του Ρίτσου. Δεν ανήκω σ' αυτούς. Νομίζω πως τα νεανικά έργα των ποιητών, ίσως κι όλων των δημιουργών, είναι τα πιο κατανοητά, και γι' αυτό πιο αγαπητά από τους πολλούς. Δεν παρουσιάζουν ακόμη προεκτάσεις. Η κάθε λέξη τους, η κάθε φράση τους, μόλις εκφωνηθεί, δεν αφήνει ανοίγματα. Μπορείς να της βάλεις τελεία. Με το πέρασμα του καιρού τα αποθέματα των ποιητών πολλαπλασιάζονται. Η συνείδησή τους υπερπληρούται. Συγκλονιστικές εικόνες, παθητικοί διάλογοι, πλησιάσματα κι αγωνιώδικοι χωρισμοί, εξάρσεις ευτυχίας και θανατερές καταθλίψεις συνωστίζουνται στο υποσυνείδητο, απ' όπου δεν μπορούν πια να βγουν "κατά μόνας". Θα βγουν σύμμικτα, πληθωρικά, μα ο μυημένος αναγνώστηςτα απολαμβαίνει σ' όλες τις μυστικές προεκτάσεις τους.
Σήμερο ο Ρίτσος δε θα μπορούσε πια να περιοριστεί σε στενούς χώρους. Η Σονάτα του σεληνόφωτος από πλευράς βασικής έμπνευσης, κυρίου θέματος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι δυσκολοκαθόριστη, αν μη και εντελώς απρόσφορη. Και μόνη η απόπειρα τέτοιου καθορισμού θα απόδειχνε το ανίδεο του ερευνητή. Εδώ πρόκειται για μια αναμόχλευση από βιωμένες, ή μόνο με τη φαντασία, χαμένες δυνατότητες. Από στιγμές που έμειναν ανεκμετάλλευτες, ή όταν ήρθαν δεν άφησαν σήμα, κι όμως φεύγοντας άφησαν ανεξίτηλα χνάρια, ή καλές, βιωμένες στιγμές, που σβήσανε ανεπανάληπτες...και τις αποζητά η συνείδηση...
Για να γίνει τέτοια αποθησαύριση , απαιτείται η σχετική αρετή του συλλέκτη. Να ξέρει ενστικτώδικα τι αξίζει να διαφυλαχτεί. Είναι η φυσική λειτουργία του γεννημένου ποιητή. Η Σονάτα είναι μια ζεστή συνύπαρξη από οδυνηρά στοιχεία. Είναι σταγόνες δακρύων σε αδαμαντοκόλλητη χοάνη. Εκεί ακουμπάνε και κυλάνε τους δακρυσμένους στοχασμούς τους οι ευνοημένοι, φτασμένοι ποιητές.
Διαβάζω και βλέπω τα δάκρυα να σταλάζουν. Βλέπω ακόμη πως μέσα σ' αυτή την ηρωική εγκαρτέρηση υπάρχουν και επίκλησες διάσωσης. Πάντα και στην έσχατη, την εντελώς ακραία, στιγμή του απελπισμού υψώνεται από τα μύχια του ποιητή, σχεδόν ακούεται, η υπόκωφη γλυκύτατη φωνή. Δεν έκλεισαν οι πιθανότητες, θέλεις να σου επιτρέψει, " να σ' αφήσει να πας μαζί του " , σου το υπαγορεύει η δύναμη, η κατατεθειμένη κι αυτή στον εσωτερικό χώρο. Ακριβοφυλάγεται στο χώρο των ποιητικών εγκάτων. Είναι η επίκληση, δύναμη υπαρκτή. Δεν εκφωνείται στο κενό. Είναι σαν ανταπόκριση στο δραματικό ξετύλιγμα των βιωμάτων. Αν έλειπε αυτή η αλληλουχία των δυό δραματικών στοιχείων το ποίημα θα γινόταν ένα άσκοπο αντιπαθητικό μοιρολόι σε νεκρούς τάφους.
Μα ο Ρίτσος δεν έκαμε ποτέ νεκρή ποίηση. Πάντα κάποιος τον ακούει και συμμετέχει. Η φωνή του κινεί τους αντίλαλους. Συχνά οι αντίλαλοι είναι ομαδικοί. Αλλά και ατομικοί· όπως στη Σονάτα. Εδώ πρόκειται για ιερή εκμυστήρευση. Τόσο εκ βαθέων, που και η παρουσία του ετέρου προσώπου, που η ύπαρξή του κρίνεται απαραίτητη, για να έχει αληθινότατη η εκμυστήρευση, αν ήτανε παρουσία ορατή, συγκεκριμένη, πραγματική, πάλι το ποίημα θα έχανε από το πάθος που το διαπνέει. Πάλι θα μεταβαλλόταν σε στιχομυθία τέτοια, που ο τόσο γνώστης ποιητής δε θα της επέτρεπε να βγει στο φως.
Όλα στη Σονάτα είναι υποβλητικά, αν και με ρίζες υπαρκτές. Η μεγάλη ποίηση μιλεί, κι αυτή ακούει. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας εξομολόγησης παθητικής:

Το ξέρω πως ο καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

.....

ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα 
( Τέταρτη διάσταση, σ.46)

κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια

.....

έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου
( στο ίδιο, σ.47)

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων
( στο ίδιο, σ.51)


Του την εμπιστεύεται με πολύ δισταγμό. Με συστολή, με ανησυχία, με φόβο και πολλή μετάνοια:" Και στι γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση", γιατί, ενώ είναι τα μύχια της συνείδησής του, δεν είναι σίγουρος αν πέφτουν σε "γη αγαθή". Φοβάται μήπως η ποίησή του λειτουργεί με περισσότερη από όση η ίδια η ποίησή του απαιτεί ευπιστία κι εμπιστοσύνη. Ακριβώς γιατί ήσαν αποστάγματα μιας ψυχικής διεργασίας υψηλής ποιότητας. Τα συνοδεύει η αγωνία μήπως δύσκολα κατανοηθούν από τα πλήθη.
Είναι όμως τόσο διεισδυτική η ποίηση του Ρίτσου που, αβοήθητη και άοπλη η μετάγγισή της, μεταβάλλει την άγονη γη σε "γη αγαθή". Η Σονάτα ετοιμάζει από μόνη της τη δεκτικότητά της. Πάντα θα πέφτει σε γη αγαθή. Όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης.

Έλλη Αλεξίου

Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1980
Εις μνήμην του πλέον αγαπημένου μου ποιητή , που έφυγε από τη ζωή στις 11Νοεμβρίου 1990

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Ο Βοριάς κ' η Νοτιά ( σ' ένα ρημονήσι)

 
Ο πίνακας  από εδώ

Φυσά ο κυρ Βοριάς, κι όλη η πλάση, που σώπαινε πριν, γίνεται βουερή. Βογγάνε τα δέντρα, σφυρίζουνε τα κλωνιά, σουσουρίζουνε τα ξάρτια και τάλμπουρα του καραβιού, μουγκρίζουνε τα κύματα. Για μια στιγμή λιγοστεύει η βουή, κ' ύστερα με μιας δυναμώνει και ρυάζεται ο άνεμος, σαν να πονά. Ο αγέρας μπαίνει σε κάθε κουφάλα της πέτρας, σε κάθε τρύπα του τοίχου και φωνάζει, κλαίγει, μουρμουρίζει. Θαρρείς πως όλα τα θουβά πήρανε φωνή. Κάθε δέντρο, αναλόγως τη σύσταση που έχουνε τα φύλλα του και τα κλωνάρια του, βγάζει το δικό του βόγγο. Αλλιώς κλαίνε οι πεύκες, αλλιώς βογγάνε οι εληές, αλλιώς φυσομανούνε οι πλάτανοι, αλλιώς  φωνάζουνε οι λεύκες, αλλιώς τα κυπαρίσσια, αλλιώς οι βαλανιδιές, αλλιώς τα καλάμια, αλλιώς τα πουρνάρια, αλλιώτικα οι οξυές, οι καρυδιές, οι καστανιές, οι μουριές, οι συκιές και τάλλα.
Απ' ολόκληρο το βουνό βγαίνει ένας αχός και σκορπά μακρυά, σαν να φωνάζουνε  κάποια πλάσματα πούναι κρυμμένα στα λαγκάδια του. Ο αγέρας είναι αναταραγμένος, ώρες - ώρες δροσερός, ώρες - ώρες ζεστός και βαρύς. Αποπάνω, ο ουρανός στέκεται θολός βαθυγάλαζος, που γίνεται πιο ανοιχτόχρωμος στα θεμέλια του, πάνω από τις κορφές των βουνών. Ο ήλιος λαμποκοπά, χωρίς να τον αποσκιάσει  κανένα σύννεφο. Ο αγέρας σκουπίζει ολοένα τον γυάλινο θόλο τουρανού, σαν το βλέφαρο που σκουπίζει ακατάπαυστα το κρύσταλλο του ματιού.
Τα ψηλά δέντρα γέρνουνε τις κορφές τους και πάλι τις ανασηκώνουνε βαριά. Τα μικρότερα παίζουνε τα κλαδιά τους σαν να χορεύουνε, μα ώρες - ώρες τα κακόμοιρα καμπουριάζουνε σαν να ζητάνε έλεος από τον άγριο άνεμο που τα δέρνει.
Το γυμνό πετρόβουνο ρουχαλίζει βουβά κ' εκείνο από τον βοριά. Οι πέτρες κ' οι βράχοι του βγάζουνε ένα μουγκό αχολόγημα, μαζί με τα ξεράγκαθα και τ' αγριοχόρταρα. Ο αγέρας μυρίζει τριμμένη στουρναρόπετρα. Ο μισογκρεμισμένος πύργος που στέκεται στηνκορφή του έρημος, γίνεται πιο άγριος με τη φουρτούνα. Οι παληές και σκουριασμένες πέτρες του σφυρίζουνε. Τα μπιντένια του, που τάχει καταφαγωμένα η πολυκαιρία, ο άνεμος, η βροχή κι ο ήλιος, ουρλιάζουνε άγρια. Ο βοριάς πέφτει μέσα στο χάλασμα και βροντά απάνω στους χαλασμένους τοίχους και μουγκρίζει μέσα στις τρύπες που απομείνανε από τα σαπισμένα δοκάρια σαν τις ματότρυπες στο νεκροκέφαλο. Κουνιούνται και βογγάνε τα ασπαλάθια που έχουνε φυτρώσει απάνω στο κάστρο, μαζί με καμμιά αγριοσυκιά ή κανένα πρίνο που είναι ριζωμένος στα γέρικα σπλάχνα του. Έρχεται ώρα που ο αγέρας γίνεται θηριό αβάσταχτο, και τόση βροντή και σαματά κάνει απάνω στο χάλασμα, που θαρρείς πως θα το γκρεμνίσει· σου φαίνεται πως λυγάνε οι γωνιές των τειχιών του. Μα αυτοί οι δυό αντίμαχοι είναι συνηθισμένοι σ' αυτόν τον πόλεμο, που βαστά χίλια χρόνια. Ο αγέρας κοσκινίζει το λίγο χώμα και τις μικρές πέτρες που πέφτουνε από τους τοίχους και τις σκορπά μαζί με τις μαύρες κοπριές των γιδιών, που ανεβαίνουνε να βοσκήσουνε καμμιά φορά ως εδώ απάνω. 
Πέρα, κάτω, κατά τον Βοριά, ξεχωρίζει ένα κομμάτι θάλασσα πίσω από τα ξερά χαμόβουνα. Το χρώμα της είναι σαν γαλαζόπετρα. Η αρμύρα της μυρίζει ως εδώ απάνω, μιαν ώρα μακρυά.
Σαν τα κλωσσόπουλα που βλέπουνε τον ίσκιο του αητού και τρέχουνε τρομαγμένα και τρυπώνουνε όπου βρούνε, έτσι και τα πλεούμενα τρυπώνουνε στα λιμάνια, σαν ακούσουνε τον βοριά να κατεβαίνει. Κατεβαίνει πολλές φορές, καλωσυνάτος και χαρούμενος. Μα είναι κι άλλες φορές που κατεβαίνει θυμωμένος και καραμουντζωμένος. Τότες η θάλασσα μελανιάζει από το φόβο της, και τα νερά της σπρώχνονται από τον άνεμο και κάνουνε βαθειά αυλάκια, που κυλιούνται παφλάζοντας κι αφρίζοντας κατά τη νοτιά. Από το ατελείωτο πέλαγο ακούγεται ένα αχολόγημα ακοίμητο. Οι κάβοι που κυττάζουνε κατά τον βοριά είναι απόγκρεμνοι και καταφαγωμένοι απ' αυτόν τον φοβερό στρατό των κυμάτων που χτυπάνε κι αναπηδάνε οι αφροί τους ως το φρύδι του μαύρου βράχου που είναι ριζωμένος στην άβυσσο.
Όλη τη μέρα ο ήλιος καίγει την έρημη θάλασσα και τις βουβές πέτρες, κι ο βοριάς σαλαγά τα αγριεμένα πρόβατά του που δεν σώνονται ποτέ, κι ακούγεται ο φοβερός ρούφουλας, σαν να μην έπαψε από τότε που έγινε ο κόσμος.
Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, αγριεύει πιο πολύ η αναταραγμένη άβυσσος, και γίνεται σαν νάναι ατσάλι λυωμένο. Οι άσπροι αφροί που ημερεύανε λίγο τη θάλασσα, με το βασίλεμα γίνουνται κόκκινοι και βυσσινοί. Και σαν βουτήξει ο ήλιος μέσα στα νερά, σταχτώνουνε κι αυτοί απάνω στις μελανές και σκοτεινές σπηλιές των κυμάτων. Με το χάσιμο του ήλιου, μονομιάς η φουρτούνα δυναμώνει, ο βόγγος, τα ουρλιάσματα κ' η ταραχή γίνουνται φοβερά. Όσο σκοτεινιάζει, τόσο πιο άγρια μουγκρίζουνε τα πνεύματα της καταιγίδας. Η ψυχρή νύχτα σκεπάζει την ταραγμένη άβυσσο. Άραγε ο ήλιος θα ξαναβγεί να δώσει ελπίδα στον φοβισμένον  άνθρωπο;

* * *

Πόσα θυμάμαι σαν φυσά νοτιά, αυτός ο ογρός και χλιαρός καιρός που δίνει στην πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, ολότελα διαφορετική από το βοριά κι από τους άλλους καιρούς! Όλα τα τυλίγει μέσα σε μιαν αντάρα, βουνά και πολιτείες. Μια δυναμώνει, μια λασκάρει. Για μια στιγμή φουρτουνιάζει και φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, που λες και νύχτωσε μέρα - μεσημέρι και σε λίγο ξανοίγει πάλι και βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Και πάλι ξαναφρεσκάρει και ρίχνει καμμιά μπόρα και πάλι κόβει κι έτσι ολοένα φουρτουνιάζει και βάζει αγέρα, μέρες πολλές. Ενώ ο βοριάς είναι στρωτός και σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οι μέρες, τόσο στρώνει. Η νοτιά φυσά μ' ένα δικό της φύσημα κ' έχει μια βουή δυνατή και ξεσυρμένη. Άξαφνα δεν ακούγεται ολότελα, και λες πως μπουνατσάρισε κ' έπεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολότελη και σε μια στιγμή πιάνει άξαφνα και βογγά σαν να θέλει να πάρει τη σκεπή. Έτσι φυσά η νοτιά, μπουρίνια - μπουρίνια, για τούτο τη λένε και παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οι μέρες τόσο σκυλιάζει, ενώ ο βοριάς τ' ανάποδο, όσο περνάνε οι μέρες τόσο στρώνει. Γι' αυτό λένε οι θαλασσινοί:

Γέρο βοριά αρμένιζε 
και νότο παλληκάρι

Και δεν είναι μονάχα αυτά τα συνήθεια της νοτιάς, αλλά κ' η όψη που δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη· την σκεπα΄ζει με μυστήριο. Το φως της μέρας πότε σταχτί, πότε κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά την ώρα. Τα βουνά είναι ανταριασμένα, και μια φαίνουνται μια χάνουνται. Τα δέντρα ανεμαλλιάζουνται. Τα σύννεφα τρέχουνε γλήγορα και γέρνουνε τα κεφάλια τους κατά τον βοριά κι ολοένα βγαίνουνε καινούρια σύννεφα πίσω από τα βουνά και φουσκώνουνε σαν αφροί. Άλλα πάλι τυλίγουνται σαν το μαλλί της ρόκας, και κολλάνε απάνω στις πλαγιές των βουνών από τη νοτινή μεριά. Ο ουρανός αλλάζει όψη κάθε τόσο. Για μια στιγμή σκίζουνται τα σύννεφα και βγαίνει σαν δοξαριά η θολή αχτίδα του ήλιου, και πάλι σφαλάνε οι σκισμάδες κ' οι τρύπες που ανοίγουνε τα σύννεφα, κι ο ουρανός γίνεται μαλακός  σαν χάλκωμα. Η θάλασσα παίρνει όψη αλλιώτικη· τα νερά μελανιάζουνε, και πέρα το πέλαγο το σκεπάζει μια θολούρα που χάνεται. Απάνω από τη θολούρα στέκεται ολόγυρα ένα φως σαν το θαμπό γυαλί, σαν το συντέφι. Το πέλαγο βγάζει ένα βογγητό βραχνιασμένο σαν να ρουχαλίζει. Οι θάλασσες ανακαμαριάζουνε βαριά, και κει που χυπάνε στα βράχια τα νερά είναι θολά κ' οι βράχοι σταχτιοί. Από ψηλά ακούγεται το βογγητό του πελάγου, σαν νάναι κανένα κοπάδι από βουβάλια. Σαγανάκια χυμίζουνε κάθε τόσο και μελανιάζουνε τη θάλασσα. Ώρες - ώρες βγαίνει από μια θυρίδα τ' ουρανού ένας ήλιος σπανός κι ασπροκίτρινος και πέφτει απάνω σε μια μεριά της θάλασσας και σε κανένα κάβο που στέκεται έρημος πέρα μακρυά, ενώ από την άλλη μπάντα το πέλαγο είναι μαύρο και μπορινιασμένο. Σαν αρμενίζεις με τη νοτιά, πρέπει νάχεις το νου σου και τη σκότα στα χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μαζεμένος ο αγέρας σε μια στιγμή, και τα παίρνει κάτω όλα, πανιά κι αντένες. Ο αγέρας είναι ακατάστατος, πότε έρχεται από δω, πότε από κει. Στρώνει για μια στιγμή κ' ύστερα σκυλιάζει μονομιάς, που μπορεί ν' αναποδογυρίσει τη βάρκα, όσο να ορτσάρεις.
Αναλόγως τον καιρό, είναι και τα αισθήματα που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Ο βοριάς είναι καθαρός και σαν φυσά, όλα μιλάνε καθαρά. Με τη νοτιά περισκεπάζεται ο κόσμος από μυστήριο. Το φως είναι καφεκίτρινο. Από τα παληά τα χτίρια πέφτουνε κομμάτια σουβάδες· όλες οι τρύπες σφυρίζουνε απάνω στα χτίρια.
Θυμάμαι στα μικρά μου χρόνια πόσες φορές βρέθηκα στη θάλασσα με νοτιά μπουρινιασμένη. Τη μια, είχα σκαρώσει μια βάρκα μαζί μ' έναν καραβομαραγκό. Την πολεμούσαμε από το καλοκαίρι. Κόψαμε όλα τα στραβόξυλα από τα δέντρα πούχε το βουνό μας, στήσαμε τις πόστες, τα ποδοστάματα, βάλαμε το σοτρόπι. Εγώ μάθαινα. Μάστορας ήτανε ο Στρατής ο Μπεκός, ένας καλός και πράος άνθρωπος. Σκαρώσαμε μια βάρκα έμορφη σαν την κοπέλλα και τη βάψαμε με μεράκι. Ζωγράφισα και δυό γοργόνες στα μάγουλα κ' έγραψα και τ' όνομά της " Αγία Παρασκευή". Πίσω, απάνω στον τάκο, έγραψα ένα τραγούδι:

Όποιος δεν είναι μερακλής
πρέπει για να πεθάνει,
γιατί σε τούτον τον ντουνιά
τον τόπο μόνο πιάνει.

Και μολαταύτα, εμείς οι δυό μερακλήδες κοντέψαμε να πνιγούμε κιόλας, με όλο το μεράκι μας. Τη βάρκα τη ρίξαμε στη θ΄άλασσα στις 27 Οκτωβρίου ανήμερα τ' αγίου Νέστορα. Φυσούσε νοτιά, και μ' όλο που ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε πάρει μια μέρα πριν, τ' αγίου Δημητρίου, σαν πήγαμε ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι που έλεγες πως είναι Δευτέρα Παρουσία. Η βάρκα μπατάρησε και γέμισε νερά η μισή. Καλά που προφτάξαμε και λασκάραμε τη σκότα. Εκεί που παλεύαμε να μαϊνάρουμε τα πανιά, έρχεται ένα ανεμοβρόχι με χαλάζι και μας σάστισε. Μετά πολλά, πήραμε κάτω την αντένα, κι αρμενίζαμε με το φλόκο. Οι θάλασσες μάς καβαλικεύανε από την πρύμη και βγάζανε φωτιές. Εγώ ήμουνα στο τιμόνι και γίνηκα πάπια. Ο Θεός βοήθησε και δεν εβγήκε το τιμόνι από τα βελόνια, έτσι που μας σφεντόνιζε στον αγέρα η θάλασσα, κ' έβγαινε η πλώρη, μαζί μ' έναν σκύλο που έτρεμε και χτυπούσανε τα κατασάγονά του. Η βάρκα δεν είχε κουβέρτα και γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μα φτάξαμε στην πολιτεία. Με το δρόμο που είχε η βάρκα, πετάχτηκε ολάκερη στη στερηά, μ' όλο που ήτανε βαρειά από το νερό, σαν νάτανε φορτωμένη. Ο Μπεκός κόντεψε να πεθάνει, γιατί πούντιασε από το μούσκεμα. Εγώ δεν έπαθα, που μπροστά του ήμουνα ωμός και καλομαθημένος. Αυτή η βάρκα ως το τέλος βγήκε γουρσούζικη· ύστερα από έναν χρόνο βούλιαξε, και πνίγηκε μια θειά μου, ένα μυστήριο, γιατί την κουμαντάριζε ένας γεροθαλασσινός εβδομήντα χρονών, ο καπετάν Νικολός ο Αρθούνας· πνίγηκε κι αυτός.
Άλλη φορά μάς έκλεισε η νοτιά σε κάποιο ρημονήσι. Είμαστε τρεις. Άμα είδαμε πως δε θα μπορούσαμε να πιάσουμε στη στερηά, πήγαμε κι αράξαμε σ' αυτό το ξερονήσι, ως να περάσει το μπουρίνι. Μα ο καιρός χειροτέρεψε και τόσο πολύ φουρτούνιασε, που τη νύχτα τη βάρκα μας την έκανε κομμάτια, μ' όλο που είχαμε φουντάρει δυό σίδερα. Είμαστε τρυπωμένοι σε μια σπηλιά και τρώγαμε ό,τι είχαμε παρμένο από τη βάρκα. Νερό πίναμε από τις κουφάλες που ήτανε μαζεμένο από τη βροχή. Πέρασε μια μέρα, περάσανε δυό: βροχή κι αγέρας. Αγριευτήκαμε τόσο πολύ, που σιγά - σιγά δε μιλούσαμε ολότελα, ενώ στην αρχή λέγαμε ιστορίες και παραμύθια να περάσουμε την ώρα μας. Το νησί είχε απάνω μονάχα σκοίνα και λίγα ψωρόπευκα. Στο τέλος τρώγαμε χοχλύδια της θάλασσας, σαλιγκάρια κι εληές που είχαμε ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο. Στις τέσσερις μέρες καλοσύνεψε. Από μακρυά είδαμε δυό - τρεις ψαρόβαρκες, μα δεν ήρθανε κοντά μας. Απάνω στο ξερονήσι δεν είχε τίποτα κανωμένο από άνθρωπο, εξόν από μια παληόβαρκα σαραβαλιασμένη, ξεροσκασμένη από λιοπύρια του καλοκαιριού. Οι αρμοί ήτανε ανοιχτοί και φεγγίζανε. Δεν είχε όχι κουπί, μα μήτε σκαρμό. Πιάσαμε και φράξαμε τους αρμούς με φούντες των πευκών και με φύκια, και κόψαμε και τρία - τέσσερα κλαδιά για να κάνουμε κουπιά, εξόν από τους μπάγκους της δικής μας βάρκας που βρεθήκανε, ενώ τα κουπιά της χαθήκανε. Η απελπισία κάνει τον άνθρωπο να αποφασίσει πράγματα απίστευτα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα σε κείνη τη βάρκα, που μόλις τη ρίξαμε στη θάλασσα γέμισε νερά. Κατά καλή μας τύχη βρέθηκε ένας τενεκές από την άλλη βάρκα, κι ολοένα ξαγκουλούσαμε με τον τενεκέ. Και μολαταύτα δεν πνιγήκαμε. Ο καιρός γύρισε στο βοριά και πηγαίναμε πρύμα, βοηθούσαμε κ' εμείς, άλλος με τα κλαδιά, άλλος με τους μπάγκους. Εφτά ως οχτώ μίλια περάσαμε με κείνον τον σκυλοπνίχτη και βγήκαμε γεροί στη Μυτιλήνη, στα μέρη του Μανταμάδου, και γλυτώσαμε με τη βοήθεια του Θεού.
Η νότια έχει μεγαλοπρέπεια στ' Άγιον Όρος. Βρέθηκα μια φορά τέτοιον καιρό στα Καψοκαλύβια, που είναι μια σκήτη χτισμένη απάνω σ' ΄έναν από τους πολλούς κάβους που κυττάζουνε κατά τη νοτιά. Σαν πάρει λοιπόν νοτιά, οι θάλασσες ξεκινάνε από την Αλεξάντρεια και περνάνε χιλιάδες μίλια ως να φτάξουνε στο Όρος. Μπροστά στα Καψοκαλύβια είναι ένα μικρό ξερονήσι του Αγίου Χριστοφόρου κι από κάτω από τη σκήτη ο βράχος είναι γεμάτος σπηλιές. Σαν πάρει λοιπόν όστρια και φουρτουνιάσει, οι θάλασσες είναι σαν βουνά, και πάνε και σπάνε μέσα σ' αυτές τις σπηλιές, κι ολόγυρα η άγρια ακρογιαλιά ασπρίζει από τον αφρό. Με κείνο το μπουκάρισμα που κάνει η θάλασσα μέσα στις σπηλιές, τη νύχτα κοιμάσαι και νοιώθεις βουβά πως σειέται η στερηά, τόση δύναμη έχουνε τα νερά, που θέλουνε να κρεπάρουνε τα θεόχτιστα βράχια. Τη μέρα το θέαμα που παρουσιάζεται στα μάτια εκεινού που κυττάζει από πάνω, είναι άγριο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Οι θάλασσες που έρχουνται από το πέλαγο, ανακαμαριάζουνε και χτυπιούνται με το αντιμάμαλο που σηκώνεται από τα κοφτά βράχια και που τις δίνει στήθος και πετιούνται τα νερά σ' ένα μεγάλο ύψος, βγάζοντας μια τέτοια βροντερή βουή που δεν μπορείς ν' ακούσεις τίποτα. Το μπάσο ξερονήσι τ' Αγίου Χριστοφόρου λούζεται μέσα στον αφρό· οι θάλασσες περνάνε αποπάνω του και το κανταποντίζουνε.


Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες. Πρόλογος - Εισαγωγή - Επιμέλεια: Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1981, 2η έκδοση

 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης


 Στις 30 Οκτωβρίου του 1988 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Τον μνημονεύουμε σήμερα με ένα απόσπασμα από το ποιητικό θεατρικό Οι τελευταίοι ( Αθήνα,1966).
Απόγευμα στο δωμάτιο μιας πολυκατοικίας. Το παράθυρο είναι ανοιχτό προς το φωταγωγό. Στο απέναντι διαμέρισμα ένας ερασιτεχνικός θίασος φοιτητών κάνει πρόβες σε ένα ποιητικό θεατρικό έργο. Σκόρπιες σκηνές και φωνές. 
Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι η Ελισσάβετ, ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Γρηγόρης, ο Γαβριήλ, η Άννα, ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, η Κλυταιμνήστρα, ο σύζυγός της και ο Πυλάδης.
Ακούμε τον Γαβριήλ , ενώ αρχίζει να ψιλοβρέχει:

Ο κόσμος στην εποχή μας έγινε πολυάσχολος, βιάζεται,
πού να του μείνει πια καιρός για σένα. Αυτοί που αγάπησες 
σε ξέχασαν. Όσοι σ' αγάπησαν
δε σε καταλάβαν. Οι άνθρωποι δε θέλουνε να ξέρουνε ποιος
είσαι ,φοβούνται
ή αδιαφορούν. Πλάθουν έναν άλλον, κατά την ιδιοτροπία ή το 
συμφέρον τους
κι ακουμπάνε αυτό το ξύλινο ομοίωμα στη θέση σου-
στη δική σου μοναδική θέση.

Φθινόπωρο. Νυχτώνει. Τα μαχαίρια της βροχής λιανίζουν 
την πολιτεία
θυμίζοντάς μου τη μητέρα, όταν έκοβε το κρέας πάνω σε μια
τετράγωνη, βλογιοκομένη σανίδα
και μοσκοβόλαγε ο τριμένος δυόσμος. Κι ύστερα, καθώς συγύριζε
τα χέρια της πηγαινοέρχονταν πάνω στην πιατοθήκη
παίζοντας το τραγούδι των ήσυχων απλών ημερών πάνω
σ' αυτήν τη μεγάλη σπιτική άρπα.
Α, μη μου πεις, ο κόσμος πάει μπροστά. Εφευρέθηκαν
μηχανές για τον κιμά,
χάπια για την ενθάρρυνση, η τεχνητή γονιμοποίηση...

Νυστάζεις. Σβήνεις το φως και το σκοτάδι, σα γεροαλκοολικός,
καταπίνει μονορούφι
όλη την κάμαρα.

Κι όμως, πρέπει νάβρεις ένα φίλο, να μιλήσεις,
ο ουρανίσκος σου είναι ένα μικρό κοιμητήρι, όπου 
σαπίζουν χιλιάδες
ανείπωτα λόγια. Σηκώνεσαι, λοιπόν, κι εσύ, ανοίγεις 
την ντουλάπα
και κουβεντιάζεις μαζί της.

Τ' άλλο πρωΐ ξυρίζεσαι όμορφα - όμορφα
και βγαίνεις συγκρατημένος κι αξιοπρεπής, όπως όλοι -
ενώ τα λόγια σου κρυώνουν μέσα σε τούτο το άσυλο 
των παλιών φτωχών ρούχων
όπου χιονίζει, χιονίζει αναμνήσεις, δαντέλλες από 
αρχαίους χορούς και ναφθαλίνη.

Πετάχτε πια αυτήν την ντουλάπα, την έφαγε το σαράκι - 
λένε ύστερ' από καιρό
οι ανίδεοι.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Ο Ριγκολέτος



 Ποίημα σατυρικό για τον Μουσολίνι , γραμμένο το 1944 από τον Γιώργη Σημηριώτη. Βρίσκεται στην ενότητα Σατυρικά της ποιητικής συλλογής του Η ρομφαία της λευτεριάς. Εκδόθηκε το 1945 από τις εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή.

***
Ντούτσε, Ντούτσε, ποιος θα ψάλει
τόσες δόξες που είδες συ;
Ριγκολέτο σ' έχουν βγάλει
μα είχες χάρη περισή!

Είχες στήθια ρωμαλαία
και μασέλες λιονταριού,
που μασούσανε γεναία
τα ροσμπίφ του Παλατιού.

Είχες βάδισμα και πόδι,
μπράτσα, πλάτες, Άρη ορμή!
Είχες μια λαλιά βροντώδη,
όλο μένος και ...ζουμί!

Είχες ΄κεφαλή για στέμα
με προφίλ Ρωμαϊκό,
και στις φλέβες σου έτρεχε αίμα
τούτ - α - φαι Καισαρικό!

Όλα τάχες, κανακάρη,
μα η πιο γοητευτική 
η σβελτάδα σου κ' η χάρη,
ήταν...καλλιτεχνική.

Για το Μόλα ήσουν πλασμένος,
για παλιάτσος στο πανί,
λυγερός κι' αλευρωμένος,
με μια στιριχτή φωνή,

Να σαλτάρεις και να κάνεις
τούμπες, να χοροπηδάς,
και τη σκούφια σου σα βγάνεις
το Κοινό να χαιρετάς,

δίπλα ο Καραγκιόζης στράκες
να σου δίνει στον...ποπό,
και να πιάνεις συ τις βράκες,
να φωνάζεις - πω! πω! πω!

Και να παίρνεις κουτροβάλες
κι' όλοι οι θεατές να λεν:
- δος του Καραγκιόζη κι' άλλες,
κι' απ' τα γέλοια τους να κλαιν,

Και μαζύ μ' εσέ κ' εκείνοι
να σφυράν, να τραγουδάν:
" Αχ κορόιδο Μουσολίνι,
είσαι μούρλια - τρμ - παμ -παν!"

Μα τα μεγαλεία σου παν!

Σι σινιόρε Ριγκολέτο,
πάνε τώρα για καλά! 
παν! και σαν τον Περικλέτο,
με το δάχτυλο ψηλά,

Δε θα βγαίνεις στο μπαλκόνι
του Παλάτσο να μιλείς,
να φουσκώνεις σα μπαλόνι
και το Σύμπαν ν' απειλείς.

Δε θα κράζεις - Βίβα Ιτάλια!
βίβα! βίβα ο φασισμός!
ν' αλαλάζουν τα ρεμάλια
σα να γίνεται σεισμός!

Δε θα λες πια: - Βιντσερε΄μο!
και δε θα βροντοφωνείς,
πως θα φτάξεις ως τον Αίμο
κι' ως τα πέρατα της Γης.

Και τους στόλους σου πριν βγάνεις,
δε θα ουρλιάζεις τρομερά,
"Μάρε Νόστρουμ" πως θα κάνεις
της Ελλάδας τα νερά.

Δε θα ρίχνεις υπερίτη
στους φτωχούς Αβυσινούς,
για να καίγουνται - ισουΐτη!-
έτσι, που να φρίξει ο νους!

Ούτε και στην Αλβανία,
που τις έφαγες γερά,
θα τολμήσει η Γερμανία,
να σε σώσει άλλη φορά.

Γιατί οι στρατοί σου αν μπήκαν
και με ορδές Ούνων μαζύ,
σαν ακρίδες εριχτήκαν,
στην Ελλάδα τη φτωχή,

Και τις πόλεις μας γκρεμίσαν,
κάψαν, λήστεψαν χωριά,
μας σκοτώσαν, και σκορπίσαν
πείνα, τρόμο και σκλαβιά,

Το ποδάρι τους δω - πέρα
ξανά πια δεν το πατούν·
οι αντάρτες μας - αέρα!
κράζουν, και τους κυνηγούν.

Κι' όλοι τώρα αυτοί οι λεχρίτες
όπου τρέμουν και πεινούν,
θα γυρίζουν σαν αλήτες,
ως που να ξολοθρευτούν.

Και ποιος ξέρει πού γυρίζεις
Ριγκολέτο μου και συ,
δίχως τίποτα να ελπίζεις,
σαν το έρημο πουλί.

Μ' αν στο Ράιχ αυτή την ώρα
με το Φύρερ σου γυρνάς,
τούτο το τραγούδι τώρα,
το πικρό, θα τσαμπουνάς:

" Αχ αντίο ντελ πασσάτο!
δόξα, θρόνοι, φασισμός,
όλα όνειρα δω κάτω,
όλα, Φύρερ μου καπνός!

Τώρα το - Ρίντι Παλιάτσο -
με τα μένα θενά να λες.
Δεν υπάρχει πια Παλάτσο,
κ' είμαστε για να μας κλαίς!

Τώρα η μούζικα φινίτα!
και πασσάτα η φέστα πι!
φάγαμε τη χυλοπίτα!"
- Για, φτωχέ μου Ντούτσε - για!

Τ' ήθελες να ξεσπαθώσεις
μ' αυτόν - δα τον παλαβό,
και την Ιταλία να χώσεις 
μες το αίμα ως το λαιμό;

Τάχασες, λεβέντη μου, όλα!
όλα! κι' από δω κι' ομπρός,
σε προσμένει ...η καρμανιόλα,
σ' έφαγεν ο φασισμός,