Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Ο Ριγκολέτος



 Ποίημα σατυρικό για τον Μουσολίνι , γραμμένο το 1944 από τον Γιώργη Σημηριώτη. Βρίσκεται στην ενότητα Σατυρικά της ποιητικής συλλογής του Η ρομφαία της λευτεριάς. Εκδόθηκε το 1945 από τις εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή.

***
Ντούτσε, Ντούτσε, ποιος θα ψάλει
τόσες δόξες που είδες συ;
Ριγκολέτο σ' έχουν βγάλει
μα είχες χάρη περισή!

Είχες στήθια ρωμαλαία
και μασέλες λιονταριού,
που μασούσανε γεναία
τα ροσμπίφ του Παλατιού.

Είχες βάδισμα και πόδι,
μπράτσα, πλάτες, Άρη ορμή!
Είχες μια λαλιά βροντώδη,
όλο μένος και ...ζουμί!

Είχες ΄κεφαλή για στέμα
με προφίλ Ρωμαϊκό,
και στις φλέβες σου έτρεχε αίμα
τούτ - α - φαι Καισαρικό!

Όλα τάχες, κανακάρη,
μα η πιο γοητευτική 
η σβελτάδα σου κ' η χάρη,
ήταν...καλλιτεχνική.

Για το Μόλα ήσουν πλασμένος,
για παλιάτσος στο πανί,
λυγερός κι' αλευρωμένος,
με μια στιριχτή φωνή,

Να σαλτάρεις και να κάνεις
τούμπες, να χοροπηδάς,
και τη σκούφια σου σα βγάνεις
το Κοινό να χαιρετάς,

δίπλα ο Καραγκιόζης στράκες
να σου δίνει στον...ποπό,
και να πιάνεις συ τις βράκες,
να φωνάζεις - πω! πω! πω!

Και να παίρνεις κουτροβάλες
κι' όλοι οι θεατές να λεν:
- δος του Καραγκιόζη κι' άλλες,
κι' απ' τα γέλοια τους να κλαιν,

Και μαζύ μ' εσέ κ' εκείνοι
να σφυράν, να τραγουδάν:
" Αχ κορόιδο Μουσολίνι,
είσαι μούρλια - τρμ - παμ -παν!"

Μα τα μεγαλεία σου παν!

Σι σινιόρε Ριγκολέτο,
πάνε τώρα για καλά! 
παν! και σαν τον Περικλέτο,
με το δάχτυλο ψηλά,

Δε θα βγαίνεις στο μπαλκόνι
του Παλάτσο να μιλείς,
να φουσκώνεις σα μπαλόνι
και το Σύμπαν ν' απειλείς.

Δε θα κράζεις - Βίβα Ιτάλια!
βίβα! βίβα ο φασισμός!
ν' αλαλάζουν τα ρεμάλια
σα να γίνεται σεισμός!

Δε θα λες πια: - Βιντσερε΄μο!
και δε θα βροντοφωνείς,
πως θα φτάξεις ως τον Αίμο
κι' ως τα πέρατα της Γης.

Και τους στόλους σου πριν βγάνεις,
δε θα ουρλιάζεις τρομερά,
"Μάρε Νόστρουμ" πως θα κάνεις
της Ελλάδας τα νερά.

Δε θα ρίχνεις υπερίτη
στους φτωχούς Αβυσινούς,
για να καίγουνται - ισουΐτη!-
έτσι, που να φρίξει ο νους!

Ούτε και στην Αλβανία,
που τις έφαγες γερά,
θα τολμήσει η Γερμανία,
να σε σώσει άλλη φορά.

Γιατί οι στρατοί σου αν μπήκαν
και με ορδές Ούνων μαζύ,
σαν ακρίδες εριχτήκαν,
στην Ελλάδα τη φτωχή,

Και τις πόλεις μας γκρεμίσαν,
κάψαν, λήστεψαν χωριά,
μας σκοτώσαν, και σκορπίσαν
πείνα, τρόμο και σκλαβιά,

Το ποδάρι τους δω - πέρα
ξανά πια δεν το πατούν·
οι αντάρτες μας - αέρα!
κράζουν, και τους κυνηγούν.

Κι' όλοι τώρα αυτοί οι λεχρίτες
όπου τρέμουν και πεινούν,
θα γυρίζουν σαν αλήτες,
ως που να ξολοθρευτούν.

Και ποιος ξέρει πού γυρίζεις
Ριγκολέτο μου και συ,
δίχως τίποτα να ελπίζεις,
σαν το έρημο πουλί.

Μ' αν στο Ράιχ αυτή την ώρα
με το Φύρερ σου γυρνάς,
τούτο το τραγούδι τώρα,
το πικρό, θα τσαμπουνάς:

" Αχ αντίο ντελ πασσάτο!
δόξα, θρόνοι, φασισμός,
όλα όνειρα δω κάτω,
όλα, Φύρερ μου καπνός!

Τώρα το - Ρίντι Παλιάτσο -
με τα μένα θενά να λες.
Δεν υπάρχει πια Παλάτσο,
κ' είμαστε για να μας κλαίς!

Τώρα η μούζικα φινίτα!
και πασσάτα η φέστα πι!
φάγαμε τη χυλοπίτα!"
- Για, φτωχέ μου Ντούτσε - για!

Τ' ήθελες να ξεσπαθώσεις
μ' αυτόν - δα τον παλαβό,
και την Ιταλία να χώσεις 
μες το αίμα ως το λαιμό;

Τάχασες, λεβέντη μου, όλα!
όλα! κι' από δω κι' ομπρός,
σε προσμένει ...η καρμανιόλα,
σ' έφαγεν ο φασισμός,





Δεν υπάρχουν σχόλια :