Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Αυτός ο τόπος...

 


Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.

Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δεν μας θέλει ακόμα.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος:Δελτίο Καιρού

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Πάντα σε γη αγαθή ( Η Έλλη Αλεξίου γράφει για τον Γιάννη Ρίτσο)

Η φωτογραφία από το Ριζοσπάστη
 Α΄
Σα να ήτανε προκαθορισμένο πως κάποτε, σε χρόνια μελλούμενα, θα έχει γίνει ο Ρίτσος ένας μεγάλος μας ποιητής και θα χρειαστεί να τον σκιαγραφήσουμε, κάποιος, που μεριμνά όλα να γίνουνται με πληρότητα και τάξη, μου τον έβαζε, τον Ρίτσο, κατά ποικίλα χρονικά διαστήματα, σταδιακά, μπροστά μου, για να πλουτίζει τη γνώση μου για τον άνθρωπο με άμεσες εντυπώσεις.
Ο γύρω κόσμος άλλαζε μορφές, καταστάσεις, προσανατολισμούς. Από ειρηνικός γινόταν εμπόλεμος. Από γαλήνιος, θυελλώδης. Από ψυχικά αδελφωμένος και κατανοήσιμος, εμπαθής, φανατισμένος, εχθρικός.
Ο Ρίτσος, μέσα σ' αυτά τα αναποδογυρίσματα, που παράσερναν στη δίνη τους κόσμους, φυσικούς και ανθρώπινους, έμοιαζε σαν έξω από τη θεομηνία. Έμοιαζε με τη Ντία μας. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιάζει. Γεμίζει "προβατάκια". Οι αφροί δέρνουνε τα μπεντένια να τα ξεθεμελιώσουν. Η γη συγκλονίζεται από τους σεισμούς, η Ντία, όπως πίσω από τον κατακάθαρο ουρανό, ίδια κι όταν αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη, ή όταν άγρια η νεροποντή πάει να πνίξει τη γη, η Ντία αμέτοχη στον πανζουρλισμό των στοιχείων αγωνίζεται να μας είναι ορατή για να μας μεταδίδει τη γαλήνη της. Πολύ της έμοιαζε ο Ρίτσος· έξω κι αυτός από τις θεομηνίες. Τα Μακρονήσια και οι Γιούρες ήταν μόνο τα σχολεία που φοίτησε.
Νεαρός, παιδί εικοσάχρονο, ασυμπαράστατο κι από την ίδια την ευπρόσβλητη ιδιοσυγκρασία του, στο ημιυπόγειο του Γκοβόστη, κοντά σε εκδότη δυσμεταχείριστο, με φρουρό του στην πόρτα των εγκάτων του την αξιοπρέπεια και την ποίηση, περνούσε τις ημέρες του σκυμμένος στα δοκίμια σαν αιωρούμενος πάνω από τις μικρότητες της ζωής. Δεν τον άγγιζαν.
Δεν τον άγγιξε η μεταξική βαρβαρότητα. Το πρωί ο Δημοσθένης Ζήλος, γαμπρός του Αυγέρη από την αδερφή του, δικαστής, είχε έρθει τότε στο σπίτι τους, της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, και είχε διηγηθεί την εξαφάνιση ενός από τους δώδεκα συλληφθέντες της Μυτιλήνης "...ήρθε το πρωί ", έλεγε ο Ζήλος, " κάπως αλλοιωμένος...με το σακάκι του γεμάτο εμετούς...το απόγευμα δεν προσήλθε. Είπαν άλλοι πως αυτοκτόνησε κι άλλοι πως τον εξόντωσαν...". Το ίδιο απόγευμα ήρθε στη Γαλάτεια, όπου βρισκόμουν κι εγώ από το πρωί, ο Ρίτσος. Μπήκε και προχώρησε αθόρυβα στο μεγάλο δωμάτιο. Με τη συγκρατημένη βάδιση που έχει και τώρα καθώς προχωρεί ή αποχωρεί από την εξέδρα των εκδηλώσεων. Η Γαλάτεια σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Αντάλλαξαν λίγες φράσεις ορθοί κι οι δυό με πολύ χαμηλή φωνή. Θα είπαν κάτι σημαντικό. Επικίνδυνο. Οι εκφράσεις τους είχαν τη συγκέντρωση του ταραγμένου νου. Και κείνη η έκδηλη ταραχή με γέμισε σεβασμό για τον Ρίτσο. Ήταν πλαισιωμένη από ένα καλοκαιρινό κοστούμι γκρι και από άσπρα παπούτσια ταλαιπωρημένα - η όλη εικόνα κάθε άλλο από πλούσια και εντυπωσιακή - που περιβάλανε κάτισχνο κορμί, κάτωχρο δέρμα...Το μηδέν σήκωσε το άπαν.
Σ' ένα παραθερισμό στον Πόρο τον έβλεπα καθημερινά. Η ζωή του ήταν σαν προγραμματισμένη. Όλα γίνουνταν με τάξη. Η ανθρωπιά ξεχείλιζε κι από την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μιας ανέμελης, μόνο για ξεκούραση, θερινής διαβίωσης.
Έτυχε όμως να συγκατοικήσουμε με τον Ρίτσο και σε μέρες φουρτουνιασμένες. Τώρα δεν είχα τις φευγαλέες εντυπώσεις από τυχαίες συναντήσεις. Από αντικρίσματα συμπτώσεων. Τώρα το πρόπλασμα, που δουλευόταν για τον Ρίτσο, το υγρό ακόμη και αδιαμόρφωτο, είχε αποκρυσταλλωθεί οριστικά στο μάρμαρο. Η συνύπαρξη εκείνη σε εποχή που το όνειδος μάς κυβερνούσε, που ο κατατρεγμός των ηρώων και η εξόντωσή τους από τους δοσίλογους ήταν το καθημερινό ψωμί μας, τότε ήτανε χαρά και αγαλλίαση να συνυπάρχεις με το Ρίτσο. Ο ποιητής μας με το μπλοκάκι και το μολύβι κολλημένα στα χέρια του κυκλοφορούσε ολοκληρωτικά δοσμένος στο έργο του. Μέσα στο σπίτι ήταν απόλυτα συναδελφωμένος με τα πεύκα , με τα γιασεμιά, με το Γκούντη, το μοναδικό επιζήσαν του λιμού γατί της περιοχής, και με τις εφησυχάζουσες χορδές του πιάνου. Σα να ζούσε κάτω από στοργικό καθεστώς, που του είχε εξασφαλίσει ανέγνοια ζωή. Στο σπίτι μου κυκλοφορούσαν τότε κι άλλοι ωραίοι άνθρωποι, δοκιμασμένοι αγωνιστές. Στα λόγια τους, στην ταραχή που συνόδευε κάθε χτύπημα της πόρτας, ή κάθε επίσκεψη αγνώστου, έβλεπες να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους η υποψία, η αγωνιώδικη περιέργεια. Ο Ρίτσος σήκωνε προς στιγμή τη ματιά του από το μπλοκάκι κι αμέσως έσκυβε ξανά το κεφάλι στο " γίγνεσθαι" της κάθε στιγμής:

ορθοί κ' οι δυό μας
με τη διάφανη ασπίδα του ποιήματος
στεκόμαστε μπροστά στις ξιφολόγχες.

Έτσι είναι. Κανένας δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλά, ούτε στον κοινωνικό ούτε στον καλλιτεχνικό στίβο, αν τη δράση του δεν την κυβερνάει η απόλυτη πίστη. Ο Ρίτσος αντιμετώπιζε με ακλόνητη αυτοπεποίθηση όλες τις πιθανότητες και τις πιο τραγικές. Θα ήτανε αδύνατο στη συνείδησή του να συμφιλιωθεί με την ανομία. Από καιρό, στη ζυγαριά της κρίσης, η πλάστιγγα του ηθικού χρέους είχε βαρύνει οριστικά. Λέω πως και το εκτελεστικό απόσπασμα θα το αντίκριζε  με την ίδια στωικότητα. Στις ανθρώπινες κορυφές οι ιδεολογικές τοποθετήσεις μελετούνται και τακτοποιούνται έγκαιρα.
Όταν αποφάσισες να διαπλεύσεις τον ωκεανό με ακάτιο, ήξερες βέβαια πως θα συναντήσεις και " τους λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες [και] τον θυμωμένο Ποσειδώνα...".
Έτσι, τον Ρίτσο τον αντιμετώπιζα και τον αγαπούσα άλλοτε σαν άμαθο παιδί, που η αθωότητα δεν το δίδαξε ακόμη πόσο είναι επικίνδυνο να περπατάς σε ναρκοθετημένα πεδία, κι άλλοτε σαν ήρωα κατασταλαγμένο. Στο προσκήνιο της μνήμης μου, σαν μορφές ηρώων και ηρωισμών, όταν το απαιτήσει το θέμα, ανεβαίνουν οι εικόνες  του Ντοστογιέφσκη, του Μπελογιάννη και κατά περίεργο, ανεξιχνίαστο τρόπο, ακολουθεό τρίτη του Ρίτσου.
Του Ντοστογιέφσκη, όταν στο χιονισμένο ρούσικο πρωινό του φοράνε το λευκό σάβανο, όπως συνήθιζαν να κάνουν στους μελλοθάνατους την τελευταία στιγμή, για να γίνεται η σκηνή πιο μακάβρια, κι αυτός τρέμει από το κρύο. Οι άλλοι καταδικασμένοι κλαίνε, αυτός τρέμει και τον προστάζουν ν' ανεβεί στο ικρίωμα, όπου περιμένουν τους ήρωες οι θηλιές της κρεμάλας στη σειρά, και ενώ έχει βαδίσει μερικά βήματα καταφτάνει ξεψυχισμένος από το τρέξιμο ένας ιππέας πάνω στ' άλογο φέρνοντας τη χάρη στους μελλοθάνατους από τον τσάρο.
Στην περίπτωση του Μπελογιάννη αναθρώσκει από τα βάθη της μνήμης μια φράση που συνοδεύει πάντα αξεχώριστη την εκφώνηση του ονόματός του. Ήξεραν αυτοί τι είχε προηγηθεί. Όλη τη σειρά των υποχθόνιων μέσων που είχαν μπει σε ενέργεια, των ανήκουστων βασανιστηρίων, των ποικίλων μηχανημάτων που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες του εγκλήματος, για να κάμψουν το ηθικό του ήρωα...και δυό τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεση τον άφησαν να διαβάσει εφημερίδα...Ο στρατοδίκης αυτό το εσκεμμένο μέτρο το εκμεταλλεύεται και λέει στην ομιλία του: "...διάβαζες και εφημερίδες και ύστερα λες πως σε τρομοκρατήσαμε , πως σε τρομοκρατούμε...". Κι ο Μπελογιάννης τον διακόπτει έντονα: " Αυτό δεν το είπα ποτέ! Γιατί εγώ δεν τρομοκρατούμαι!".
Τρίτος στη σειρά ακολουθεί ο Ρίτσος. Δεν έχω να προσκομίσω ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Τον τοποθετεί εκεί ο ατομικός μου ψυχικός, συνειδησιακός κατάλογος.

Β ΄

Με όσα περίπου προηγούνται, κατατεθειμένα στο μυαλό μου, έτυχε να επικοινωνήσω με τη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Βρισκόμουν σε σαλόνι σπιτιού, σε οικογένεια που γνώριζα και επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. Το απόγευμα, στην ώρα του καφέ, ο πατέρας, πολύ καλλιεργημένος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας, επρότεινε: " Μήπως θα θέλατε ν' ακούσουμε το δίσκο του Ρίτσου με τη Σονάτα του σεληνόφωτος;
- Πολύ".
Απλώθηκε ησυχία και άρχισε ν' ακούγεται η φωνή του Ρίτσου με υπόκρουση της μπετοβενικής μουσικής. Όταν το άκουσμα τελείωσε, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαλλης μέθης! Δεν μπορούσα να κατασιγάσω τη συγκίνηση μου. Σηκώθηκα απότομα απάνω και σα να ήμουν μόνη σε οικείο χώρο, ΄όχι ανάμεσα σε ξένο περιβάλλον, που έβλεπα πρώτη φορά κι έπρεπε να αυτοσυγκρατούμαι, βάλθηκα να πηγαίνω πάνω κάτω, πάνω κάτω, διασχίζοντας διαγώνια τη μεγάλη αίθουσα, μονολογώντας δυνατά: " Είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", ενώ οι γύρω μ' ενατένιζαν με βλέμματα απορίας και ανησυχίας...Από το πρωί δεν είχα δώσει την εντύπωση ούτε φωνακλά, ούτε μετακινούμενου.
Οι πολλοί αγαπούν τα πρώτα ποιητικά έργα του Ρίτσου. Δεν ανήκω σ' αυτούς. Νομίζω πως τα νεανικά έργα των ποιητών, ίσως κι όλων των δημιουργών, είναι τα πιο κατανοητά, και γι' αυτό πιο αγαπητά από τους πολλούς. Δεν παρουσιάζουν ακόμη προεκτάσεις. Η κάθε λέξη τους, η κάθε φράση τους, μόλις εκφωνηθεί, δεν αφήνει ανοίγματα. Μπορείς να της βάλεις τελεία. Με το πέρασμα του καιρού τα αποθέματα των ποιητών πολλαπλασιάζονται. Η συνείδησή τους υπερπληρούται. Συγκλονιστικές εικόνες, παθητικοί διάλογοι, πλησιάσματα κι αγωνιώδικοι χωρισμοί, εξάρσεις ευτυχίας και θανατερές καταθλίψεις συνωστίζουνται στο υποσυνείδητο, απ' όπου δεν μπορούν πια να βγουν "κατά μόνας". Θα βγουν σύμμικτα, πληθωρικά, μα ο μυημένος αναγνώστηςτα απολαμβαίνει σ' όλες τις μυστικές προεκτάσεις τους.
Σήμερο ο Ρίτσος δε θα μπορούσε πια να περιοριστεί σε στενούς χώρους. Η Σονάτα του σεληνόφωτος από πλευράς βασικής έμπνευσης, κυρίου θέματος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι δυσκολοκαθόριστη, αν μη και εντελώς απρόσφορη. Και μόνη η απόπειρα τέτοιου καθορισμού θα απόδειχνε το ανίδεο του ερευνητή. Εδώ πρόκειται για μια αναμόχλευση από βιωμένες, ή μόνο με τη φαντασία, χαμένες δυνατότητες. Από στιγμές που έμειναν ανεκμετάλλευτες, ή όταν ήρθαν δεν άφησαν σήμα, κι όμως φεύγοντας άφησαν ανεξίτηλα χνάρια, ή καλές, βιωμένες στιγμές, που σβήσανε ανεπανάληπτες...και τις αποζητά η συνείδηση...
Για να γίνει τέτοια αποθησαύριση , απαιτείται η σχετική αρετή του συλλέκτη. Να ξέρει ενστικτώδικα τι αξίζει να διαφυλαχτεί. Είναι η φυσική λειτουργία του γεννημένου ποιητή. Η Σονάτα είναι μια ζεστή συνύπαρξη από οδυνηρά στοιχεία. Είναι σταγόνες δακρύων σε αδαμαντοκόλλητη χοάνη. Εκεί ακουμπάνε και κυλάνε τους δακρυσμένους στοχασμούς τους οι ευνοημένοι, φτασμένοι ποιητές.
Διαβάζω και βλέπω τα δάκρυα να σταλάζουν. Βλέπω ακόμη πως μέσα σ' αυτή την ηρωική εγκαρτέρηση υπάρχουν και επίκλησες διάσωσης. Πάντα και στην έσχατη, την εντελώς ακραία, στιγμή του απελπισμού υψώνεται από τα μύχια του ποιητή, σχεδόν ακούεται, η υπόκωφη γλυκύτατη φωνή. Δεν έκλεισαν οι πιθανότητες, θέλεις να σου επιτρέψει, " να σ' αφήσει να πας μαζί του " , σου το υπαγορεύει η δύναμη, η κατατεθειμένη κι αυτή στον εσωτερικό χώρο. Ακριβοφυλάγεται στο χώρο των ποιητικών εγκάτων. Είναι η επίκληση, δύναμη υπαρκτή. Δεν εκφωνείται στο κενό. Είναι σαν ανταπόκριση στο δραματικό ξετύλιγμα των βιωμάτων. Αν έλειπε αυτή η αλληλουχία των δυό δραματικών στοιχείων το ποίημα θα γινόταν ένα άσκοπο αντιπαθητικό μοιρολόι σε νεκρούς τάφους.
Μα ο Ρίτσος δεν έκαμε ποτέ νεκρή ποίηση. Πάντα κάποιος τον ακούει και συμμετέχει. Η φωνή του κινεί τους αντίλαλους. Συχνά οι αντίλαλοι είναι ομαδικοί. Αλλά και ατομικοί· όπως στη Σονάτα. Εδώ πρόκειται για ιερή εκμυστήρευση. Τόσο εκ βαθέων, που και η παρουσία του ετέρου προσώπου, που η ύπαρξή του κρίνεται απαραίτητη, για να έχει αληθινότατη η εκμυστήρευση, αν ήτανε παρουσία ορατή, συγκεκριμένη, πραγματική, πάλι το ποίημα θα έχανε από το πάθος που το διαπνέει. Πάλι θα μεταβαλλόταν σε στιχομυθία τέτοια, που ο τόσο γνώστης ποιητής δε θα της επέτρεπε να βγει στο φως.
Όλα στη Σονάτα είναι υποβλητικά, αν και με ρίζες υπαρκτές. Η μεγάλη ποίηση μιλεί, κι αυτή ακούει. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας εξομολόγησης παθητικής:

Το ξέρω πως ο καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

.....

ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα 
( Τέταρτη διάσταση, σ.46)

κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια

.....

έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου
( στο ίδιο, σ.47)

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων
( στο ίδιο, σ.51)


Του την εμπιστεύεται με πολύ δισταγμό. Με συστολή, με ανησυχία, με φόβο και πολλή μετάνοια:" Και στι γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση", γιατί, ενώ είναι τα μύχια της συνείδησής του, δεν είναι σίγουρος αν πέφτουν σε "γη αγαθή". Φοβάται μήπως η ποίησή του λειτουργεί με περισσότερη από όση η ίδια η ποίησή του απαιτεί ευπιστία κι εμπιστοσύνη. Ακριβώς γιατί ήσαν αποστάγματα μιας ψυχικής διεργασίας υψηλής ποιότητας. Τα συνοδεύει η αγωνία μήπως δύσκολα κατανοηθούν από τα πλήθη.
Είναι όμως τόσο διεισδυτική η ποίηση του Ρίτσου που, αβοήθητη και άοπλη η μετάγγισή της, μεταβάλλει την άγονη γη σε "γη αγαθή". Η Σονάτα ετοιμάζει από μόνη της τη δεκτικότητά της. Πάντα θα πέφτει σε γη αγαθή. Όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης.

Έλλη Αλεξίου

Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1980
Εις μνήμην του πλέον αγαπημένου μου ποιητή , που έφυγε από τη ζωή στις 11Νοεμβρίου 1990

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Ο Βοριάς κ' η Νοτιά ( σ' ένα ρημονήσι)

 
Ο πίνακας  από εδώ

Φυσά ο κυρ Βοριάς, κι όλη η πλάση, που σώπαινε πριν, γίνεται βουερή. Βογγάνε τα δέντρα, σφυρίζουνε τα κλωνιά, σουσουρίζουνε τα ξάρτια και τάλμπουρα του καραβιού, μουγκρίζουνε τα κύματα. Για μια στιγμή λιγοστεύει η βουή, κ' ύστερα με μιας δυναμώνει και ρυάζεται ο άνεμος, σαν να πονά. Ο αγέρας μπαίνει σε κάθε κουφάλα της πέτρας, σε κάθε τρύπα του τοίχου και φωνάζει, κλαίγει, μουρμουρίζει. Θαρρείς πως όλα τα θουβά πήρανε φωνή. Κάθε δέντρο, αναλόγως τη σύσταση που έχουνε τα φύλλα του και τα κλωνάρια του, βγάζει το δικό του βόγγο. Αλλιώς κλαίνε οι πεύκες, αλλιώς βογγάνε οι εληές, αλλιώς φυσομανούνε οι πλάτανοι, αλλιώς  φωνάζουνε οι λεύκες, αλλιώς τα κυπαρίσσια, αλλιώς οι βαλανιδιές, αλλιώς τα καλάμια, αλλιώς τα πουρνάρια, αλλιώτικα οι οξυές, οι καρυδιές, οι καστανιές, οι μουριές, οι συκιές και τάλλα.
Απ' ολόκληρο το βουνό βγαίνει ένας αχός και σκορπά μακρυά, σαν να φωνάζουνε  κάποια πλάσματα πούναι κρυμμένα στα λαγκάδια του. Ο αγέρας είναι αναταραγμένος, ώρες - ώρες δροσερός, ώρες - ώρες ζεστός και βαρύς. Αποπάνω, ο ουρανός στέκεται θολός βαθυγάλαζος, που γίνεται πιο ανοιχτόχρωμος στα θεμέλια του, πάνω από τις κορφές των βουνών. Ο ήλιος λαμποκοπά, χωρίς να τον αποσκιάσει  κανένα σύννεφο. Ο αγέρας σκουπίζει ολοένα τον γυάλινο θόλο τουρανού, σαν το βλέφαρο που σκουπίζει ακατάπαυστα το κρύσταλλο του ματιού.
Τα ψηλά δέντρα γέρνουνε τις κορφές τους και πάλι τις ανασηκώνουνε βαριά. Τα μικρότερα παίζουνε τα κλαδιά τους σαν να χορεύουνε, μα ώρες - ώρες τα κακόμοιρα καμπουριάζουνε σαν να ζητάνε έλεος από τον άγριο άνεμο που τα δέρνει.
Το γυμνό πετρόβουνο ρουχαλίζει βουβά κ' εκείνο από τον βοριά. Οι πέτρες κ' οι βράχοι του βγάζουνε ένα μουγκό αχολόγημα, μαζί με τα ξεράγκαθα και τ' αγριοχόρταρα. Ο αγέρας μυρίζει τριμμένη στουρναρόπετρα. Ο μισογκρεμισμένος πύργος που στέκεται στηνκορφή του έρημος, γίνεται πιο άγριος με τη φουρτούνα. Οι παληές και σκουριασμένες πέτρες του σφυρίζουνε. Τα μπιντένια του, που τάχει καταφαγωμένα η πολυκαιρία, ο άνεμος, η βροχή κι ο ήλιος, ουρλιάζουνε άγρια. Ο βοριάς πέφτει μέσα στο χάλασμα και βροντά απάνω στους χαλασμένους τοίχους και μουγκρίζει μέσα στις τρύπες που απομείνανε από τα σαπισμένα δοκάρια σαν τις ματότρυπες στο νεκροκέφαλο. Κουνιούνται και βογγάνε τα ασπαλάθια που έχουνε φυτρώσει απάνω στο κάστρο, μαζί με καμμιά αγριοσυκιά ή κανένα πρίνο που είναι ριζωμένος στα γέρικα σπλάχνα του. Έρχεται ώρα που ο αγέρας γίνεται θηριό αβάσταχτο, και τόση βροντή και σαματά κάνει απάνω στο χάλασμα, που θαρρείς πως θα το γκρεμνίσει· σου φαίνεται πως λυγάνε οι γωνιές των τειχιών του. Μα αυτοί οι δυό αντίμαχοι είναι συνηθισμένοι σ' αυτόν τον πόλεμο, που βαστά χίλια χρόνια. Ο αγέρας κοσκινίζει το λίγο χώμα και τις μικρές πέτρες που πέφτουνε από τους τοίχους και τις σκορπά μαζί με τις μαύρες κοπριές των γιδιών, που ανεβαίνουνε να βοσκήσουνε καμμιά φορά ως εδώ απάνω. 
Πέρα, κάτω, κατά τον Βοριά, ξεχωρίζει ένα κομμάτι θάλασσα πίσω από τα ξερά χαμόβουνα. Το χρώμα της είναι σαν γαλαζόπετρα. Η αρμύρα της μυρίζει ως εδώ απάνω, μιαν ώρα μακρυά.
Σαν τα κλωσσόπουλα που βλέπουνε τον ίσκιο του αητού και τρέχουνε τρομαγμένα και τρυπώνουνε όπου βρούνε, έτσι και τα πλεούμενα τρυπώνουνε στα λιμάνια, σαν ακούσουνε τον βοριά να κατεβαίνει. Κατεβαίνει πολλές φορές, καλωσυνάτος και χαρούμενος. Μα είναι κι άλλες φορές που κατεβαίνει θυμωμένος και καραμουντζωμένος. Τότες η θάλασσα μελανιάζει από το φόβο της, και τα νερά της σπρώχνονται από τον άνεμο και κάνουνε βαθειά αυλάκια, που κυλιούνται παφλάζοντας κι αφρίζοντας κατά τη νοτιά. Από το ατελείωτο πέλαγο ακούγεται ένα αχολόγημα ακοίμητο. Οι κάβοι που κυττάζουνε κατά τον βοριά είναι απόγκρεμνοι και καταφαγωμένοι απ' αυτόν τον φοβερό στρατό των κυμάτων που χτυπάνε κι αναπηδάνε οι αφροί τους ως το φρύδι του μαύρου βράχου που είναι ριζωμένος στην άβυσσο.
Όλη τη μέρα ο ήλιος καίγει την έρημη θάλασσα και τις βουβές πέτρες, κι ο βοριάς σαλαγά τα αγριεμένα πρόβατά του που δεν σώνονται ποτέ, κι ακούγεται ο φοβερός ρούφουλας, σαν να μην έπαψε από τότε που έγινε ο κόσμος.
Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, αγριεύει πιο πολύ η αναταραγμένη άβυσσος, και γίνεται σαν νάναι ατσάλι λυωμένο. Οι άσπροι αφροί που ημερεύανε λίγο τη θάλασσα, με το βασίλεμα γίνουνται κόκκινοι και βυσσινοί. Και σαν βουτήξει ο ήλιος μέσα στα νερά, σταχτώνουνε κι αυτοί απάνω στις μελανές και σκοτεινές σπηλιές των κυμάτων. Με το χάσιμο του ήλιου, μονομιάς η φουρτούνα δυναμώνει, ο βόγγος, τα ουρλιάσματα κ' η ταραχή γίνουνται φοβερά. Όσο σκοτεινιάζει, τόσο πιο άγρια μουγκρίζουνε τα πνεύματα της καταιγίδας. Η ψυχρή νύχτα σκεπάζει την ταραγμένη άβυσσο. Άραγε ο ήλιος θα ξαναβγεί να δώσει ελπίδα στον φοβισμένον  άνθρωπο;

* * *

Πόσα θυμάμαι σαν φυσά νοτιά, αυτός ο ογρός και χλιαρός καιρός που δίνει στην πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, ολότελα διαφορετική από το βοριά κι από τους άλλους καιρούς! Όλα τα τυλίγει μέσα σε μιαν αντάρα, βουνά και πολιτείες. Μια δυναμώνει, μια λασκάρει. Για μια στιγμή φουρτουνιάζει και φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, που λες και νύχτωσε μέρα - μεσημέρι και σε λίγο ξανοίγει πάλι και βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Και πάλι ξαναφρεσκάρει και ρίχνει καμμιά μπόρα και πάλι κόβει κι έτσι ολοένα φουρτουνιάζει και βάζει αγέρα, μέρες πολλές. Ενώ ο βοριάς είναι στρωτός και σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οι μέρες, τόσο στρώνει. Η νοτιά φυσά μ' ένα δικό της φύσημα κ' έχει μια βουή δυνατή και ξεσυρμένη. Άξαφνα δεν ακούγεται ολότελα, και λες πως μπουνατσάρισε κ' έπεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολότελη και σε μια στιγμή πιάνει άξαφνα και βογγά σαν να θέλει να πάρει τη σκεπή. Έτσι φυσά η νοτιά, μπουρίνια - μπουρίνια, για τούτο τη λένε και παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οι μέρες τόσο σκυλιάζει, ενώ ο βοριάς τ' ανάποδο, όσο περνάνε οι μέρες τόσο στρώνει. Γι' αυτό λένε οι θαλασσινοί:

Γέρο βοριά αρμένιζε 
και νότο παλληκάρι

Και δεν είναι μονάχα αυτά τα συνήθεια της νοτιάς, αλλά κ' η όψη που δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη· την σκεπα΄ζει με μυστήριο. Το φως της μέρας πότε σταχτί, πότε κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά την ώρα. Τα βουνά είναι ανταριασμένα, και μια φαίνουνται μια χάνουνται. Τα δέντρα ανεμαλλιάζουνται. Τα σύννεφα τρέχουνε γλήγορα και γέρνουνε τα κεφάλια τους κατά τον βοριά κι ολοένα βγαίνουνε καινούρια σύννεφα πίσω από τα βουνά και φουσκώνουνε σαν αφροί. Άλλα πάλι τυλίγουνται σαν το μαλλί της ρόκας, και κολλάνε απάνω στις πλαγιές των βουνών από τη νοτινή μεριά. Ο ουρανός αλλάζει όψη κάθε τόσο. Για μια στιγμή σκίζουνται τα σύννεφα και βγαίνει σαν δοξαριά η θολή αχτίδα του ήλιου, και πάλι σφαλάνε οι σκισμάδες κ' οι τρύπες που ανοίγουνε τα σύννεφα, κι ο ουρανός γίνεται μαλακός  σαν χάλκωμα. Η θάλασσα παίρνει όψη αλλιώτικη· τα νερά μελανιάζουνε, και πέρα το πέλαγο το σκεπάζει μια θολούρα που χάνεται. Απάνω από τη θολούρα στέκεται ολόγυρα ένα φως σαν το θαμπό γυαλί, σαν το συντέφι. Το πέλαγο βγάζει ένα βογγητό βραχνιασμένο σαν να ρουχαλίζει. Οι θάλασσες ανακαμαριάζουνε βαριά, και κει που χυπάνε στα βράχια τα νερά είναι θολά κ' οι βράχοι σταχτιοί. Από ψηλά ακούγεται το βογγητό του πελάγου, σαν νάναι κανένα κοπάδι από βουβάλια. Σαγανάκια χυμίζουνε κάθε τόσο και μελανιάζουνε τη θάλασσα. Ώρες - ώρες βγαίνει από μια θυρίδα τ' ουρανού ένας ήλιος σπανός κι ασπροκίτρινος και πέφτει απάνω σε μια μεριά της θάλασσας και σε κανένα κάβο που στέκεται έρημος πέρα μακρυά, ενώ από την άλλη μπάντα το πέλαγο είναι μαύρο και μπορινιασμένο. Σαν αρμενίζεις με τη νοτιά, πρέπει νάχεις το νου σου και τη σκότα στα χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μαζεμένος ο αγέρας σε μια στιγμή, και τα παίρνει κάτω όλα, πανιά κι αντένες. Ο αγέρας είναι ακατάστατος, πότε έρχεται από δω, πότε από κει. Στρώνει για μια στιγμή κ' ύστερα σκυλιάζει μονομιάς, που μπορεί ν' αναποδογυρίσει τη βάρκα, όσο να ορτσάρεις.
Αναλόγως τον καιρό, είναι και τα αισθήματα που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Ο βοριάς είναι καθαρός και σαν φυσά, όλα μιλάνε καθαρά. Με τη νοτιά περισκεπάζεται ο κόσμος από μυστήριο. Το φως είναι καφεκίτρινο. Από τα παληά τα χτίρια πέφτουνε κομμάτια σουβάδες· όλες οι τρύπες σφυρίζουνε απάνω στα χτίρια.
Θυμάμαι στα μικρά μου χρόνια πόσες φορές βρέθηκα στη θάλασσα με νοτιά μπουρινιασμένη. Τη μια, είχα σκαρώσει μια βάρκα μαζί μ' έναν καραβομαραγκό. Την πολεμούσαμε από το καλοκαίρι. Κόψαμε όλα τα στραβόξυλα από τα δέντρα πούχε το βουνό μας, στήσαμε τις πόστες, τα ποδοστάματα, βάλαμε το σοτρόπι. Εγώ μάθαινα. Μάστορας ήτανε ο Στρατής ο Μπεκός, ένας καλός και πράος άνθρωπος. Σκαρώσαμε μια βάρκα έμορφη σαν την κοπέλλα και τη βάψαμε με μεράκι. Ζωγράφισα και δυό γοργόνες στα μάγουλα κ' έγραψα και τ' όνομά της " Αγία Παρασκευή". Πίσω, απάνω στον τάκο, έγραψα ένα τραγούδι:

Όποιος δεν είναι μερακλής
πρέπει για να πεθάνει,
γιατί σε τούτον τον ντουνιά
τον τόπο μόνο πιάνει.

Και μολαταύτα, εμείς οι δυό μερακλήδες κοντέψαμε να πνιγούμε κιόλας, με όλο το μεράκι μας. Τη βάρκα τη ρίξαμε στη θ΄άλασσα στις 27 Οκτωβρίου ανήμερα τ' αγίου Νέστορα. Φυσούσε νοτιά, και μ' όλο που ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε πάρει μια μέρα πριν, τ' αγίου Δημητρίου, σαν πήγαμε ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι που έλεγες πως είναι Δευτέρα Παρουσία. Η βάρκα μπατάρησε και γέμισε νερά η μισή. Καλά που προφτάξαμε και λασκάραμε τη σκότα. Εκεί που παλεύαμε να μαϊνάρουμε τα πανιά, έρχεται ένα ανεμοβρόχι με χαλάζι και μας σάστισε. Μετά πολλά, πήραμε κάτω την αντένα, κι αρμενίζαμε με το φλόκο. Οι θάλασσες μάς καβαλικεύανε από την πρύμη και βγάζανε φωτιές. Εγώ ήμουνα στο τιμόνι και γίνηκα πάπια. Ο Θεός βοήθησε και δεν εβγήκε το τιμόνι από τα βελόνια, έτσι που μας σφεντόνιζε στον αγέρα η θάλασσα, κ' έβγαινε η πλώρη, μαζί μ' έναν σκύλο που έτρεμε και χτυπούσανε τα κατασάγονά του. Η βάρκα δεν είχε κουβέρτα και γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μα φτάξαμε στην πολιτεία. Με το δρόμο που είχε η βάρκα, πετάχτηκε ολάκερη στη στερηά, μ' όλο που ήτανε βαρειά από το νερό, σαν νάτανε φορτωμένη. Ο Μπεκός κόντεψε να πεθάνει, γιατί πούντιασε από το μούσκεμα. Εγώ δεν έπαθα, που μπροστά του ήμουνα ωμός και καλομαθημένος. Αυτή η βάρκα ως το τέλος βγήκε γουρσούζικη· ύστερα από έναν χρόνο βούλιαξε, και πνίγηκε μια θειά μου, ένα μυστήριο, γιατί την κουμαντάριζε ένας γεροθαλασσινός εβδομήντα χρονών, ο καπετάν Νικολός ο Αρθούνας· πνίγηκε κι αυτός.
Άλλη φορά μάς έκλεισε η νοτιά σε κάποιο ρημονήσι. Είμαστε τρεις. Άμα είδαμε πως δε θα μπορούσαμε να πιάσουμε στη στερηά, πήγαμε κι αράξαμε σ' αυτό το ξερονήσι, ως να περάσει το μπουρίνι. Μα ο καιρός χειροτέρεψε και τόσο πολύ φουρτούνιασε, που τη νύχτα τη βάρκα μας την έκανε κομμάτια, μ' όλο που είχαμε φουντάρει δυό σίδερα. Είμαστε τρυπωμένοι σε μια σπηλιά και τρώγαμε ό,τι είχαμε παρμένο από τη βάρκα. Νερό πίναμε από τις κουφάλες που ήτανε μαζεμένο από τη βροχή. Πέρασε μια μέρα, περάσανε δυό: βροχή κι αγέρας. Αγριευτήκαμε τόσο πολύ, που σιγά - σιγά δε μιλούσαμε ολότελα, ενώ στην αρχή λέγαμε ιστορίες και παραμύθια να περάσουμε την ώρα μας. Το νησί είχε απάνω μονάχα σκοίνα και λίγα ψωρόπευκα. Στο τέλος τρώγαμε χοχλύδια της θάλασσας, σαλιγκάρια κι εληές που είχαμε ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο. Στις τέσσερις μέρες καλοσύνεψε. Από μακρυά είδαμε δυό - τρεις ψαρόβαρκες, μα δεν ήρθανε κοντά μας. Απάνω στο ξερονήσι δεν είχε τίποτα κανωμένο από άνθρωπο, εξόν από μια παληόβαρκα σαραβαλιασμένη, ξεροσκασμένη από λιοπύρια του καλοκαιριού. Οι αρμοί ήτανε ανοιχτοί και φεγγίζανε. Δεν είχε όχι κουπί, μα μήτε σκαρμό. Πιάσαμε και φράξαμε τους αρμούς με φούντες των πευκών και με φύκια, και κόψαμε και τρία - τέσσερα κλαδιά για να κάνουμε κουπιά, εξόν από τους μπάγκους της δικής μας βάρκας που βρεθήκανε, ενώ τα κουπιά της χαθήκανε. Η απελπισία κάνει τον άνθρωπο να αποφασίσει πράγματα απίστευτα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα σε κείνη τη βάρκα, που μόλις τη ρίξαμε στη θάλασσα γέμισε νερά. Κατά καλή μας τύχη βρέθηκε ένας τενεκές από την άλλη βάρκα, κι ολοένα ξαγκουλούσαμε με τον τενεκέ. Και μολαταύτα δεν πνιγήκαμε. Ο καιρός γύρισε στο βοριά και πηγαίναμε πρύμα, βοηθούσαμε κ' εμείς, άλλος με τα κλαδιά, άλλος με τους μπάγκους. Εφτά ως οχτώ μίλια περάσαμε με κείνον τον σκυλοπνίχτη και βγήκαμε γεροί στη Μυτιλήνη, στα μέρη του Μανταμάδου, και γλυτώσαμε με τη βοήθεια του Θεού.
Η νότια έχει μεγαλοπρέπεια στ' Άγιον Όρος. Βρέθηκα μια φορά τέτοιον καιρό στα Καψοκαλύβια, που είναι μια σκήτη χτισμένη απάνω σ' ΄έναν από τους πολλούς κάβους που κυττάζουνε κατά τη νοτιά. Σαν πάρει λοιπόν νοτιά, οι θάλασσες ξεκινάνε από την Αλεξάντρεια και περνάνε χιλιάδες μίλια ως να φτάξουνε στο Όρος. Μπροστά στα Καψοκαλύβια είναι ένα μικρό ξερονήσι του Αγίου Χριστοφόρου κι από κάτω από τη σκήτη ο βράχος είναι γεμάτος σπηλιές. Σαν πάρει λοιπόν όστρια και φουρτουνιάσει, οι θάλασσες είναι σαν βουνά, και πάνε και σπάνε μέσα σ' αυτές τις σπηλιές, κι ολόγυρα η άγρια ακρογιαλιά ασπρίζει από τον αφρό. Με κείνο το μπουκάρισμα που κάνει η θάλασσα μέσα στις σπηλιές, τη νύχτα κοιμάσαι και νοιώθεις βουβά πως σειέται η στερηά, τόση δύναμη έχουνε τα νερά, που θέλουνε να κρεπάρουνε τα θεόχτιστα βράχια. Τη μέρα το θέαμα που παρουσιάζεται στα μάτια εκεινού που κυττάζει από πάνω, είναι άγριο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Οι θάλασσες που έρχουνται από το πέλαγο, ανακαμαριάζουνε και χτυπιούνται με το αντιμάμαλο που σηκώνεται από τα κοφτά βράχια και που τις δίνει στήθος και πετιούνται τα νερά σ' ένα μεγάλο ύψος, βγάζοντας μια τέτοια βροντερή βουή που δεν μπορείς ν' ακούσεις τίποτα. Το μπάσο ξερονήσι τ' Αγίου Χριστοφόρου λούζεται μέσα στον αφρό· οι θάλασσες περνάνε αποπάνω του και το κανταποντίζουνε.


Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες. Πρόλογος - Εισαγωγή - Επιμέλεια: Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1981, 2η έκδοση