Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ζούγκλα

      Παλιότερα συνήθιζα να παρακολουθώ μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων την κίνηση των βιβλίων και να σημειώνω όσα επιπλέον εύρισκα στις παραπομπές των διαφόρων άρθρων. Τα αγόραζα και συνήθως τα διάβαζα πολύ μετά με αφορμή ένα γεγονός, μια συζήτηση, έναν προβληματισμό ή μια τυχαία συγκυρία.

     Έτσι συνέβη και με το μυθιστόρημα του Upton Sinclair, Η ζούγκλα. Είχα εντοπίσει το βιβλίο στη βιβλιογραφία ενός άρθρου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου 
 με θέμα  " Ο βδελυρός χοίρος και το χρυσό μοσχάρι" δημοσιευμένο  στην εφημερίδα Καθημερινή στις 17/5/2009.

      Έκδοση του 1993 από τη Σύγχρονη Εποχή. Το αναζήτησα στο ομώνυμο βιβλιοπωλείο και ευτυχώς το βρήκα. Του έδωσα μια θέση στο ράφι της βιβλιοθήκης και το ξέχασα.

       Συνήθως όταν τελειώνω ένα βιβλίο βρίσκομαι σε αμηχανία, γιατί δεν ξέρω ποιο άλλο να ξεκινήσω να διαβάζω. Πριν μερικές μέρες ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη, το μάτι μου έπεσε σ' αυτό. Μάλλον ήρθε η ώρα του, σκέφτηκα.

       Από τις πρώτες του σελίδες με συνεπήρε. Ένα μυθιστόρημα σπαρακτικό, που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Τις περισσότερες σελίδες του τις έχω τσακισμένες. Κάθε σελίδα και πόνος στο στήθος (χωρίς υπερβολή και χωρίς διάθεση μελοδραματική).

       Ο συγγραφέας  Upton Sinclair (1878 - 1968)  θεωρείται από τους πιο διαβασμένους αμερικάνους συγγραφείς . Σοσιαλιστής και ενεργό μέλος του σοσιαλιστικού κινήματος της Αμερικής.Έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα το 1906 " μέσα σ'ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμισι επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον, αφού ο Σίνκλερ είχε ζήσει για εφτά βδομάδες μαζί με τους απόκληρους, αξιολύπητους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου" (οπισθόφυλλο).

     Είναι η ιστορία μιας οικογένειας Λιθουανών που μεταναστεύει στην Αμερική, στο Σικάγο, συγκεκριμένα στις αρχές του 20ου αι. πιστεύοντας στο αμερικανικό όνειρο. Πίστευαν ότι μπορούν να βρουν εύκολα δουλειά, να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες, να αποκτήσουν χρήματα και να ζήσουν ελεύθερα και πλούσια. Έτσι τους είχαν πει , ότι όποιος είναι δουλευταράς στην Αμερική , μπορεί να ζήσει το όνειρο μιας όμορφης ζωής.

       Ο Γιούργκις είναι ο βασικός ήρωας και μέσα από τη δική του ζωή παρακολουθούμε όλες τις φάσεις της εξαθλίωσης του ανθρώπου . Βρίσκει δουλειά στα Σφαγεία του Σικάγου. Νέος και εργατικός νομίζει ότι έχει όλα τα προσόντα για να ζήσει αξιοπρεπώς αυτός και η οικογένειά του.

     Ο συγγραφέας με πολύ ρεαλισμό περιγράφει τις σκληρές, άθλιες και φριχτές συνθήκες εργασίας των ανθρώπων στα Σφαγεία του Σικάγου. Ένα κύκλωμα εκμετάλλευσης  δρα σε όλους τους τομείς της εργασίας. Από τη μεταφορά των ζώων στα σφαγεία, το σφάξιμο, την παραγωγή κρέατος, τη μετατροπή αυτού του κρέατος σε διάφορα άλλα μεταποιημένα είδη.

    Η μυρωδιά του αίματος των σφαγμένων ζώων ανακατεύεται με τη μυρωδιά των σπλάχνων, των ακαθαρσιών , των ατμών και του ανθρώπινου ιδρώτα. Τίποτε δεν πάει χαμένο . Όλα μεταποιούνται αρκεί να αφήνουν κέρδος για τους ιδιοκτήτες των σφαγείων. Άρρωστα ζώα, χαλασμένα κρέατα, κόκκαλα που κονιορτοποιούνται και γίνονται λιπάσματα, απόβλητα που γίνονται τροφές πολυτελείας και πωλούνται πανάκριβα στις αγορές του κόσμου. Και μέσα σε όλη αυτή τη βρώμικη  ατμόσφαιρα, άνδρες , γυναίκες και παιδιά προσπαθούν δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ με ελάχιστο φαγητό ,χωρίς ανάσα , χωρίς δικαίωμα , χωρίς έλεος να κερδίσουν ένα ευτελές μεροκάματο.
Οι συνθήκες ακόμη πιο οδυνηρές το καλοκαίρι με τη ζέστη και το χειμώνα με το κρύο.

      Μέσα σ' αυτούς τους χώρους προσπαθούν να δουλέψουν ο Γιούρκις και η οικογένεια του. Ξένοι σε ξένο τόπο, δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και πέφτουν συνεχώς θύματα της εκμετάλλευσης διαφόρων απατεώνων που τους κλέβουν και τις τελευταίες τους οικονομίες είτε πουλώντας τους το όνειρο της απόκτησης ενός σπιτιού είτε πουλώντας τους υποτυπώδεις υπηρεσίες.

       Η περιοχή που κατοικούν δεν θυμίζει ανθρώπινο οικισμό. Ανύπαρκτες υποδομές. Δεν υπάρχουν δρόμοι, αποχετευτικό, ύδρευση. Τα ποντίκια και οι κατσαρίδες σχηματίζουν στρατό. Το χιόνι εχθρός τους , η ζέστη εφιάλτης τους.

       Σιγά σιγά το όνειρο αρχίζει να ξεθωριάζει. Οι αρρώστιες και τα ατυχήματα είναι καθημερινά, αλλά επειδή έχουν ανάγκη ακόμη και αυτό το άθλιο μεροκάματο προσπαθούν να δουλέψουν.
Ο ήρωας βλέπει τη ζωή του να αλλάζει μέρα με τη μέρα. Δεν ξέρει ποιος φταίει. Περνάει από διάφορα στάδια ταπείνωσης και εξευτελισμού. Χάνει τη γυναίκα του, χάνει το παιδί του. Φεύγει. Περιπλανιέται . Γίνεται περιθωριακός, αλήτης, αλκοολικός. Κάποια στιγμή μπλέκει με συμμορίες και καταλήγει να γίνει απεργοσπάστης στη διάρκεια μιας μεγάλης απεργίας στο Σικάγο. Μπαίνει στα διάφορα κυκλώματα , ζει για λίγο το όνειρο και μετά τον πετούν σαν σκουπίδι. Έχει φτάσει στο πάτο , δεν έχει τίποτε , κινδυνεύει να πεθάνει από το κρύο και την ασιτία.
Και εντελώς τυχαία μπαίνοντας σε μια αίθουσα συγκεντρώσεων για να ζεσταθεί, παρακολουθεί την ομιλία ενός σοσιαλιστή. Και τότε αρχίζει η αλλαγή . Έρχεται η συνειδητοποίηση ,  η  διαμόρφωση ταξικής συνείδησης  και ο αγώνας για την κοινωνική ανατροπή.

       " Ακούτε αυτά τα πράγματα ", έλεγε  ο ομιλητής, και λέτε: ναι, είν' αλήθεια, αλλά έτσι ήταν πάντα. Ή λέτε: μπορεί να γίνει, αλλά όχι στον καιρό μου, δε θα με ωφελήσει. Κι έτσι, ξαναγυρνάτε στον καθημερινό σας μόχθο, γυρνάτε για να σας αλέσουν για κέρδη στον παγκόσμιο μύλο της οικονομικής δύναμης! Να δουλεύετε ώρες και ώρες για όφελος αλλωνών. Να ζείτε σ' άθλια παλιόσπιτα, να δουλεύετε σ' επικίνδυνους κι ανθυγιεινούς χώρους. Να παλεύετε με το φάσμα της πείνας και της στέρησης, ν' αντιμετωπίζετε τον κίνδυνο ατυχήματος, αρρώστιας και θανάτου. Και κάθε μέρα ο αγώνας να γίνεται πιο άγριος, ο ρυθμός πιο εξαντλητικός. Κάθε μέρα πρέπει να μοχθείτε λίγο παραπάνω και να νιώθετε το σιδερένιο χέρι της μοίρας να σας σφίγγει λίγο πιο σφιχτά. Περνάνε μήνες , ίσως και χρόνια, και τότε έρχεστε πάλι. Και πάλι εγώ είμαι εδώ για να συζητήσω μαζί σας, να μάθω αν η ανάγκη κι η φτώχεια έχουν κάνει τη δουλειά τους με σας, αν η αδικία κι η καταπίεση σας έχουν ανοίξει επιτέλους τα μάτια! Και θα περιμένω πάντα , τίποτε άλλο δεν μπορώ να κάνω[...]
Αν αποτύχω απόψε δεν έχω παρά να δοκιμάσω πάλι αύριο, ξέροντας  ότι το λάθος είναι ασφαλώς δικό μου, ότι, αν το όραμα της ψυχής μου ακουγόταν μια φορά πάνω στη γη, αν το άγχος της ήττας του εκφραζόταν μια φορά με ανθρώπινη λαλιά, θα γκρέμιζε ακόμη και τους πιο γερούς φραγμούς της προκατάληψης, θα παρακινούσε σε δράση ακόμη και την πιο νωθρή ψυχή![...] 
Γιατί μιλώ με τη φωνή των εκατομμυρίων που είναι άφωνοι. Αυτών που καταπιέζονται και δεν έχουν ποιον να τους δώσει κουράγιο! Με τη φωνή των απόκληρων της ζωής, που γι' αυτούς δεν υπάρχει ούτε ανάπαυλα ούτε λυτρωμός, που γι' αυτούς ο κόσμος είναι φυλακή , μπουντρούμι βασανιστηρίων, τάφος![...]
Με τη φωνή της ανθρωπότητας που ζητάει λυτρωμό! Της αιώνιας ψυχής του ανθρώπου που ορθώνεται από το χώμα, που γκρεμίζει τους τοίχους της φυλακής της, σκορπάει τις συμμορίες της καταπίεσης και της αμάθειας, προχωρώντας ψηλαφητά προς το φως!"

     Παράλληλα με την ιστορία του Γιούρκις παρακολουθούμε την αδυσώπητη εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους κεφαλαιοκράτες. Τον τρόπο που κτίστηκε και εδραιώθηκε το καπιταλιστικό σύστημα στην Αμερική. Τα διάφορα κυκλώματα εξαπάτησης των εργαζομένων και την εξαγορά των συνειδήσεων. Την παιδική εργασία, , τις δωροδοκίες, τα λαδώματα των κρατικών υπαλλήλών, την ανύπαρκτη δικαιοσύνη. Διατροφικά σκάνδαλα που αποκρύπτονται.  Στρατιές ανέργων ανδρών που καταλήγουν στη ζητιανιά και στο αλκοόλ και άλλες τόσες γυναικών που καταλήγουν στην πορνεία για να ζήσουν τις οικογένειες τους. Κύκλωμα διακίνησης γυναικών και εθισμός στα ναρκωτικά. Πείνα, αρρώστειες, βρώμικος αέρας , μολυσμένο γάλα, αλλοιωμένες τροφές. Άνθρωποι 
 " με σκοτωμένη ψυχή  " κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο.

      Και μέσα σε όλη αυτή τη μπόχα  και τη γλίτσα  ο συγγραφέας αφήνει μια ελπίδα , μια χαραμάδα φωτός. Υπάρχει δυνατότητα να αλλάξει αυτή η κατάσταση αλλά χρειάζεται να το πιστέψουν οι περισσότεροι , να αγωνιστούν, να αποκτήσουν ταξική συνείδηση, να μάθουν πώς να πολεμήσουν τον εχθρό. Τη δουλειά αυτή αναλαμβάνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα Της Αμερικής. Το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

     " Οργανωθείτε! Οργανωθείτε!"[...] Οι εκλογές  θα περάσουν, η έξαψη θα ξεθυμάνει κι ο κόσμος θα τις ξεχάσει. Κι αν τις ξεχάσετε κι εσείς, αν γείρετε πίσω κι επαναπαυθείτε, θα χάσουμε αυτές τις ψήφους που μαζέψαμε σήμερα κι οι εχθροί μας θα μας περιγελούν! Σε σας απόκειται να πάρετε την απόφασή σας. Τώρα , μεσ' στη μέθη της νίκης, να βρείτε αυτούς τους ανθρώπους που μας ψήφισαν και να τους οργανώσετε και να τους δέσετε μαζί μας! Δεν θα βρούμε όλους τους προεκλογικούς αγώνες  μας το ίδιο εύκολους όπως αυτόν. Παντού στη χώρα , απόψε οι παλαιοκομματικοί μελετούν αυτή την ψήφο και κανονίζουν την πορεία τους ανάλογα. Και πουθενά δεν θα είναι πιο γρήγοροι και πιο πονηροί απ' όσο εδώ , στην πόλη μας. Πενήντα χιλιάδες σοσιαλιστικές ψήφοι στο Σικάγο σημαίνει δημοκρατία δημοτικής ιδιοκτησίας την άνοιξη! Και τότε θα ξεγελάσουν για μια ακόμη φορά τους ψηφοφόρους κι όλες οι δυνάμεις του πλιάτσικου και της διαφθοράς θα βρεθούν πάλι στην εξουσία!Όμως , ό,τι κι αν κάνουν όταν πάρουν την εξουσία, ένα πράγμα δε θα κάνουν κι αυτό θα είναι το πράγμα γιατο οποίο εκλέχτηκαν! [...] Αυτό που θα κάνουν, θα είναι να δώσουν στο κόμμα μας , στο Σικάγο, τη μεγαλύτερη ευκαιρία που δόθηκε ποτέ στο σοσιαλισμό στην Αμερική![...]
Και τότε θ' αρχίσει η εξόρμηση που δε θ' ανακοπεί ποτέ, η παλίρροια που δε θα γυρίσει ποτέ πίσω μέχρι να γίνει μια πλημμύρα που θα είναι ασυγκράτητη, συντριπτική: η συνάθροιση των απαυδισμένων εργατών του Σικάγου κάτω απ' τη σημαία μας[...]

Μια ιστορία σκληρή και απάνθρωπη όπως ο καπιταλισμός, οδυνηρή όπως ο ρατσισμός, φριχτή όπως οι συνθήκες εργασίας, άγρια όπως η εκμετάλλευση των εργατών, εξαντλητική όπως η φτώχεια , η πείνα , η αρρώστια, τρομακτική όπως ο θάνατος , αμοραλιστική όπως το τσαλαπάτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας , πικρή όπως το δηλητήριο  αλλά και ελπιδοφόρα όπως η μόρφωση, η γνώση , η συνειδητοποίηση, η φώτιση , το σοσιαλιστικό όραμα.

Ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά επίκαιρο, που θα μπορούσε να περιγράφει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, ντόπιων και ξένων,  σε όλο τον κόσμο σήμερα, γροθιά σε όλους εκείνους που πιστεύουν ότι η αγριότητα του καπιταλιστικού συστήματος υποχώρησε και οι συνθήκες άλλαξαν.Μια πιο βαθιά ματιά στην εικόνα του κόσμου μας θα μας πείσει για την όξυνση της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης.

Δίκαια θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία του νατουραλιστικού και προλεταριακού μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο στους εργάτες της Αμερικής. 

Σοσιαλισμός στην Αμερική; Κάποτε υπήρξε και αυτό το ενδεχόμενο και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς  ιστορικά πώς σ' αυτή τη χώρα τσακίστηκε εντελώς το σοσιαλιστικό κίνημα .




Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα , Σύγχρονη Εποχή, 1993





   






  

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Τα βιβλία είναι επικίνδυνα. Αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων*

[...] Αν θυμάμαι καλά, εκείνο το πρωινό στην οδό Τριστάν Ναρβάχα ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Λίγο καιρό αργότερα ένας κοινός φίλος μού είπε πως είχε αγοράσει μια έκταση στη Λα Παλόμα, χωρίς φως και τρεχούμενο νερό, κι ότι είχε κατασκευάσει ένα παράπηγμα από αυτά που φτιάχνονται με πασσάλους από ευκάλυπτο και αχυροσκεπή
       
      Ήταν τρομερό ότι ένας άνθρωπος της πόλης ως το μεδούλι αποφάσιζε να ζήσει δίπλα στη θάλασσα. Και δεν το λέω μεταφορικά. Έστησε την παράγκα του πάνω στην ακτογραμμή, ανάμεσα στη λίμνη της Ρότσα και στον ωκεανό. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε την περιοχή. Είναι μια λωρίδα από ερημικές θίνες, εκτεθειμένες στους ανέμους και στις φουσκοθαλασσιές. Εκεί, προς την πλευρά της λίμνης, υπάρχουν μερικές καλύβες για τους ψαράδες της γαρίδας το Φεβρουάριο, όταν ανοίγει το ανάχωμα, και του γουρλομάτη τον υπόλοιπο χρόνο. Το αυτοκίνητο δε φτάνει πάντα ως εκεί. Συχνά η διαδρομή πρέπει να γίνει με κάρο γιατί οι θίνες μετακινούνται και καλύπτουν τον παραλιακό δρόμο. Υπάρχει κι ένας χωματόδρομος πιο πάνω, αλλά ακόμη κι από κει , για να φτάσεις στο σημείο όπου έστησε την παράγκα του, πρέπει να περπατήσεις διακόσια με τετρακόσια μέτρα πάνω στην άμμο. Με άλλα λόγια , πρόκειται για ένα μέρος στη μέση του πουθενά. Αν δεν είσαι και πολύ βέβαιος για το νόημα της ζωής σου και θες να δοκιμαστείς ή να ξεχάσεις ό,τι σε απασχολεί και να γίνεις άλλος άνθρωπος, είναι το ιδανικό μέρος. 

      Αν προτιμάς να πεθάνεις μόνος και να νιώσεις σαν το σκυλί στο αμπέλι ή να βρεθείς ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου, σ' ένα τέτοιο μέρος πρέπει να πας. Χωρίς ημίμετρα. Χωρίς αναισθητικό. Χωρίς αντιπερισπασμούς. Ούτε και παρηγοριές. Ένα μέρος χωρίς σκιά. Άγριο. Με έναν ουρανό που δε θα δεις πουθενά αλλού. Με τις νύχτες ατέλειωτες. Και τις μέρες το ίδιο. Μέχρι του σημείου να πάθεις κατάθλιψη. Ένα μέρος που μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ένα μόλις χιλιοστό μεγαλύτερος από το έντομο που ξετρυπώνει από την άμμο. Αγνοώ τι πήγε να κάνει εκεί ο Κάρλος. Αλλά προφανώς δεν ήταν καλά ή, στην καλύτερη περίπτωση, το κάψιμο του αρχείου είχε εξανεμίσει κάθε του ελπίδα για ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του.

       Δεν είναι και μικρό πράγμα. Ελπίζω να με καταλαβαίνετε. Φανταστείτε για μια στιγμή ότι σε όλη σας τη ζωή καταφέρατε να κρατήσετε αναμνήσεις από την παιδική σας ηλικία: αισθήσεις, μυρωδιές, το φως που φώτιζε τα μαλλιά της μητέρας σας, τις πρώτες σας περιπέτειες στη γειτονιά.[...]

     [...] Μια μέρα, στα καλά καθούμενα, χάνετε τη σειρά των αναμνήσεων σας. Τις έχετε ακόμη, μόνο που δεν μπορείτε να τις βρείτε[...] Η προσωπική σας ιστορία έχει τελειώσει. Τα έχω σκεφθεί πολύ στην προσπάθειά μου να καταλάβω αυτό που έκανε ο Κάρλος. Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι τα γεγονότα βρίσκονται εκεί και περιμένουν να τα εντοπίσετε. Κι εσείς δεν ξέρετε πώς. Δεν πρόκειται για τη λησμονιά, που καλύπτει ευλαβικά ό,τι δεν μπορείτε να υποφέρετε. Πρόκειται για μια μνήμη σφραγισμένη, ένα επίμονο κάλεσμα στο οποίο εκείνος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί[...]

        Το γεγονός είναι ότι πήρε τα βιβλία στη Ρότσα. Στη λωρίδα της άμμου ανάμεσα στη λίμνη και στη θάλασσα. Ένα κοπιαστικό ταξίδι, αφού τα βιβλία χρειάστηκε να κάνουν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα σε πολλά κλειστά φορτηγά. Θα πήγαν σίγουρα από το χωματόδρομο κι ύστερα θα μεταφέρθηκαν με κάρο μέχρι το σημείο όπου ήταν μισοχτισμένη η παράγκα, σχεδόν πάνω στην παραλία.

        Και τι νομίζετε ότι έκανε τα βιβλία; Βρήκε έναν ντόπιο οικοδόμο, από αυτούς τους άνεργους χτίστες που είναι σε θέση να δουλέψουν εξίσου καλά το ξύλο και το τσιμέντο, να βάλουν ένα παράθυρο  ή μια αχυροσκεπή και να τη δέσουν με σύρμα, να καρφώσουν καρφιά χοντρά σαν δάκτυλα, να σκάψουν για νερό ή να λαξέψουν την πέτρα, με αποτελέσματα πάντα απρόβλεπτα και αβέβαια. Άνθρωποι που δε ρωτάνε, που κάνουν όπως όπως ό,τι τους πεις προκειμένου να βγάλουν το μεροκάματο, αφού οι ίδιοι δεν πρόκειται να ζήσουν εκεί.

        [...] του ζήτησε να στρώσει το δάπεδο με τσιμέντο. Και πάνω στο τσιμέντο[...] του ζήτησε να αρχίσει να χτίζει χρησιμοποιώντας τα βιβλία του αντί για τούβλα.
    
       [...] Κάτω από το συμπονετικό και συνάμα αδιάφορο βλέμμα του χτίστη που ετοίμαζε το χαρμάνι, βάλθηκε να επιλέγει από το βουνό που σχημάτισαν τα βιβλία όταν τα άδειασε το κάρο στη λευκή καθαρή άμμο εκείνα που θα τον προστάτευαν από τον αέρα, τη βροχή και τη βαρυχειμωνιά. Δεν τον ενδιέφεραν πλέον οι φιλίες ή οι έχθρες των συγγραφέων, οι συνάφειες ή οι αντιφάσεις ανάμεσα στον Σπινόζα, στη βοτανική του Αμαζονίου και στην Αινειάδα του Βιργιλίου. Δεν τον ένοιαζε αν οι βιβλιοδεσίες ήταν καλές ή μέτριες, αν είχαν γκραβούρες ή εικόνες, αν επρόκειτο για άκοπα αντίτυπα ή για αρχέτυπα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το μέγεθος κάθε τόμου, το πάχος και η αντοχή του εξωφύλλου του στο χαρμάνι από ασβέστη, τσιμέντο και άμμο. Ο χτίστης έβαζε δοκιμαστικά τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας δίπλα σε ένα υποστύλωμα, μετρούσε τους τόμους της και τους ευθυγράμμιζε με το νήμα που χρησιμοποιούσε για οδηγό[...]

      [...] Σελίδα προς σελίδα, τόμο στον τόμο, έκδοση στην έκδοση, ο οικοδόμος έχτισε μέσα σε μια εβδομάδα τους τοίχους αυτής της καλύβας πάνω στην άμμο της Ρότσα, που τη χρησιμοποίησε για να σοβατίσει το έργο του Κάρλος Μπράουερ. Το ένα κατεστραμμένο έργο μέσα στο άλλο. Όχι απλώς περίκλειστο. Εκμηδενισμένο από το τσιμέντο.[...] 
( απόσπασμα)

Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, Το Χάρτινο Σπίτι, Πατάκης, 2006 , ε΄ έκδοση.

* Ο τίτλος δανεισμένος από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Βαλκάνιοι ήχοι





Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Στη φίλη μου με αγάπη

Μέρες  σκέφτομαι τι να γράψω  για να  αποχαιρετήσω τη φίλη μου τη Χριστίνα. Οι λέξεις δεν μου έρχονται  και τα συναισθήματα μπερδεμένα. Λυπάμαι ή χαίρομαι που φεύγει;  Χαρμολύπη είναι η κατάλληλη λέξη. 

Δενόμαστε με κάποιους ανθρώπους ακόμη κι αν δεν είμαστε συνεχώς μαζί, δεν μένουμε στον ίδιο τόπο, αλλά δουλεύουμε μαζί, επικοινωνούμε και κάποια στιγμή νιώθουμε μετέωροι ανάμεσα στα συναισθήματα  μας όταν συνειδητοποιούμε ότι   την επόμενη χρονιά δεν θα είναι τίποτε ίδιο. Θα υπάρχει ένα κενό, η αίσθηση της απουσίας, διότι θα έχει μεσολαβήσει ένας αποχωρισμός.

Είναι της μοίρας πολλών εκπαιδευτικών να ζούνε συνεχείς αποχωρισμούς, να περιπλανώνται μέχρι να καταλήξουν να βρίσκονται κοντά σε εκείνους που αγαπάνε, στο σπίτι τους.

Τρία χρόνια στον ίδιο χώρο, η Χριστίνα έγινε ένας δικός μου άνθρωπος.

Νεοδιόριστη  εκείνη, με μετάθεση εγώ. Και για τις δυο καινούριο το περιβάλλον, άγνωστοι οι άνθρωποι. Μεγάλη η διαφορά ηλικίας αλλά και των χρόνων υπηρεσίας. Διαφορετικές ειδικότητες, φιλόλογος η μία, χημικός η άλλη. 
Τη Χριστίνα θα μπορούσα να την έχω και μαθήτρια αν δούλευα στο σχολείο της πόλης της. Η ωριμότητα και η πείρα από τη μια μεριά , ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός της νιότης από την άλλη.

 Ο πολύ μικρός χώρος του γραφείου βοηθάει καμιά φορά στην ανάπτυξη φιλικών σχέσεων, διότι συνυπάρχουμε , συζητάμε , γνωριζόμαστε καλύτερα.
Κουβεντούλα στα κενά, στα διαλείμματα, μαζί στις εφημερίες, πολλές φορές μας δόθηκε η δυνατότητα να γνωριστούμε καλύτερα.

   Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκα να  συμπαθώ τη Χριστίνα.  Η συμπάθεια που έγινε φιλία και όμορφη σχέση .

   Και να που μετά τις διακοπές του Πάσχα μαθαίνω ότι πήρε μετάθεση και φεύγει για την πατρίδα της. Δεν έδειξα τη στεναχώρια μου, διότι γνωρίζω πολύ καλά πόσο σημαντικό είναι αυτό για έναν εκπαιδευτικό.Αλλά το Χριστινάκι αντί να χαρεί στεναχωρέθηκε.Πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο να στεναχωριέται  τόσο με τη μετάθεσή του.

   Χαίρομαι γιατί την κάναμε να νιώθει τόσο καλά , γιατί δεν αισθάνθηκε ούτε μία φορά ξένη, γιατί τα πρώτα της χρόνια στο σχολείο σημαδεύτηκαν από καθημερινές ευχάριστες στιγμές, γιατί την κάναμε να γελάει, γιατί την ενσωματώσαμε στην παρέα μας, γιατί τη θεωρούσαμε απαραίτητη στις συνάξεις μας και  στις εκδρομές. Χαίρομαι γιατί πολύ γρήγορα μετατέθηκε , γιατί δεν θα ταλαιπωρηθεί άλλο, γιατί θα μπορέσει να φτιάξει τη ζωή της χωρίς να υπάρχει μια οργανική θέση χιλιόμετρα μακριά.

Λυπάμαι που φεύγει όμως, δυστυχώς λυπάμαι. Δεν θα είναι ίδια η επόμενη χρονιά.
Θα μας λείψεις Χριστινάκι, αλλά σίγουρα θα είναι καλύτερα εκεί που θα πας. Και εμείς εδώ πάντα θα πίνουμε ένα ουζάκι στην υγειά σου στο γνωστό μας στέκι.

Επειδή ανάμεσα στα άλλα γνωρίζω ότι σου  αρέσει πολύ  η θάλασσα την οποία θα στερηθείς εκεί πάνω στο Αμύνταιο, που θα πας ,σου  χαρίζω  με αγάπη   
 μια " Θάλασσα"


και ένα μυστικό




Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Loreena McKennit, η μούσα




Διαμαντής Αξιώτης, Η Άννα του Κλήδονα

   
  Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος.

    Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ'
Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι
όποιος είν' καλορίζικος πρωί
θα ξενεφάνει
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος
θεριός θεριακωμένος 

          Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το πόσες φορές έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το γράψει -γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι και προκοπή. 

   Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε για να πάρει μαντική και τελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι η Άννα πυρωμένη στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.

         Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Αναστάσης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας. Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη.

         Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κι αλαλαγμοί: «Ψωμάς. ψωμάς. φούρναρης, καλέ. Να, ολοφάνερο το σημάδι.». Κι η Άννα με την πουκαμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότομου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. «Φούρναρης, καλέ. Να, ο Αϊ-Γιάννης το 'δειξε... Ψωμάς... ψωμάς... κοιτάχτε...» επέμενε, να βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονόπουλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Άγιος της βραδιάς, να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν' αμφιβάλλουν μετά και να λένε πίσω απ' την πλάτη της τα μύρια όσα.

         Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για την αλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.

         Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.

         Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιολου και βάλε.
         Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.

         Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.
Δ. Αξιώτης, Ξόβεργα με μέλι, Νεφέλη

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Τους ανθρώπους της ζωής μου κάθισα να τους μετρήσω...


Νατάσσα Μποφίλιου
στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Τους ανθρώπους της ζωής μου
κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες
κάνα δυό περαστικούς

Όσους ήρθαν για να μείνουν
όσους έφυγαν πριν γίνουν
τους κοινόχρηστους,τους ξένους
τους πολύ προσωπικούς...

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
ή μου βγαίνουνε πολλοί
κι είναι η μοναξιά που επείγει
ό,τι με μελαγχολεί.

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
ή μου βγαίνουνε πολλοί
σ' ένα μέτρημα που ανοίγει
την παλιά μου την πληγή

Τους ανθρώπους της ζωής μου
θα 'θελα να τους κρατήσω
τα αγρίμια, τους αγγέλους
και τους πιο κανονικούς.

Όσους άφησαν σημάδι
όσους πήρε το σκοτάδι
τους "εκείνους", τους τυχαίους
τους πολύ προσωπικούς...

Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
φιλίες κι αγάπες που πήραν οι δρόμοι
κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί,φοβισμένοι.
Δικοί μου και ξένοι, λαμπροί και θλιμμένοι
σε σχέσεις, σε σπίτια καλά κλειδωμένοι.
Χαρούμενοι, άσχετοι,συνεπιβάτες
μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες.
Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι
που δίνουν με μέτρο,που κάνουν σπατάλη.
Αγάπες που έμοιαζαν να 'χουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία.
Φτωχοί συγγενείς που σερβίρουν τα έτοιμα
οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα
όσοι ζουν με το αίσθημα...
Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα.......

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Χλωμή μπλε κουκκίδα

Κάποτε  το χωριό μου ήταν μικρό , τα σπίτια χαμηλά με αυλές , δέντρα και λουλούδια. Οι γειτονιές γεμάτες από  γυναίκες που κάθονταν στα ασπρισμένα πεζούλια και κουβέντιαζαν κάνοντας πάντα κάποιο εργόχειρο. Παιδιά εμείς παίζαμε μέχρι αργά τα καλοκαίρια. Τα βράδια όμως κατάκοπα από το παιxνίδι ξαπλώναμε στις ταράτσες των σπιτιών μας και χαζεύαμε τα άστρα.

 Τι όμορφες που ήταν οι έναστρες νύχτες. Ψάχναμε τα αστέρια στον ουρανό. Έμαθα να ξεχωρίζω αρκετά. Την Μεγάλη Άρκτο, τη Μικρή Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα, τον Ωρίωνα, την Πούλια , αλλά και τον Γαλαξία. Μια μικρή μορφή ευτυχίας.

Η συνήθεια αυτή με ακολουθεί ακόμη. Δεν κοιμάμαι βέβαια στην ταράτσα τώρα πια, αλλά μου αρέσει τις αφέγγαρες νύχτες- όχι μόνο του καλοκαιριού - να κάθομαι στην αυλή και να χαζεύω τον ουρανό. Παρατηρώντας τα δισεκατομμύρια άστρα σκέφτομαι την μηδαμινότητα του ανθρώπου . Τι είναι ο άνθρωπος ; Ένα μόριο μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Νομίζει ότι είναι κυρίαρχος και καταστρέφει συνεχώς τις άλλες μορφές ζωής, ολόκληρη τη Γη , το σπίτι του.

Αν και δεν ήμουν καλή μαθήτρια στη Φυσική , ανακάλυψα χρόνια αργότερα τη γοητεία της Αστροφυσικής και της Αστρονομίας μέσα από εξαιρετικά βιβλία γραμμένα από μεγάλους επιστήμονες για απλούς ανθρώπους. Με βοήθησαν να δω  διαφορετικά  τη σχέση μου με τους ανθρώπους , με τον εαυτό μου , με τη Φύση.

Η ματιά μου έπαψε να είναι ανθρωποκεντρική. Έγινε κοσμοκεντρική. Αυτό σημαίνει ότι έμαθα να σέβομαι ο,τιδήποτε με περιβάλλει. Ο άνθρωπος είναι μέρος του όλου , του σύμπαντος, της Γης. Δεν είναι μόνος του , δεν είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Είναι ένας κρίκος στην συμπαντική αλυσίδα και ίσως ο πιο αδύναμος.

Όλα αυτά τα θυμήθηκα απόψε εξ αιτίας ενός βίντεο που μου έστειλε μια καλή μου φίλη. 



Σου στήνω μια καλύβα...

Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, 
 ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,

 μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,

νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!(Νικηφόρος Βρεττάκος)


Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Στη μνήμη του Αλέξη Δημαρά

Το 2008 κυκλοφόρησε το λεύκωμα " Από το κοντύλι στον υπολογιστή, 1830 - 2000, Εκατόν εβδομήντα χρόνια ελληνική εκπαίδευση με λόγια και εικόνες" . Δημιουργοί του  ο Αλέξης Δημαράς και η Βάσω Βασιλού - Παπαγεωργίου.
Η ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης δοσμένη με κείμενα και εικόνες. 
Αναφέρεται στον πρόλογο του λευκώματος  ότι " ο τόμος αυτός αποτελείται από τεκμήρια - εικαστικά και λεκτικά - πολλά από τα οποία είναι ανέκδοτα και σχεδόν αθησαύριστα. Η σύνθεσή του είναι αποτέλεσμα επίμονων αναζητήσεων, λεπτών επιλογών και καθοριστικών αποφάσεων. Με την ολοκλήρωσή του ύστερα από πολύχρονη προετοιμασία παραδίδεται στο κοινό με διπλή προσδοκία : να αποτελέσει ταυτόχρονα ευχάριστο, διαφωτιστικό άνοιγμα προς το παρελθόν για τον ανειδίκευτο αναγνώστη και χρήσιμο εργαλείο για όσους μελετούν την ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης και την ανέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας." 
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε επτά χρονικές και θεματικές ενότητες, όπου στην κάθε μία γίνεται μια σύντομη εισαγωγή των ιστορικών στοιχείων της εκπαιδευτικής πολιτικής που προτάθηκε ή εφαρμόστηκε. Ανάμεσα στα τυπικά ιστορικά στοιχεία παρεμβάλλεται πλήθος εικόνων και κειμένων από την κάθε εποχή. 
Ταξίδι στο χρόνο  και στο χώρο της εκπαίδευσης , γνώση, συγκίνηση, αναπόληση αλλά και πικρία ανάμεικτη με οργή για τα σχέδια , τα προγράμματα, τους στόχους και τους προσανατολισμούς που δεν μπόρεσαν να γίνουν πραγματικότητα. Ο οποιοσδήποτε προοδευτικός προσανατολισμός έμενε ανολοκλήρωτος ή ματαιωνόταν εντελώς εξ αιτίας των πολιτικών παρεμβάσεων και αλλαγών που οδηγούσαν την παιδεία και την εκπαίδευση σε πιο συντηρητικούς δρόμους.

Αντιγράφω από την ενότητα: [ 1951 -1974 , ανασυγκρότηση, αναστολή, καταστολή ]

     " Τα εκπαιδευτικά πράγματα στην αρχή της περιόδου βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή και η ανάγκη μεταρρύθμισης ήταν πάλι επιτακτική. Φαίνεται από σχετικά στοιχεία ότι σε όλη την προηγούμενη περίοδο  έχει πληγεί ιδιαίτερα η δημοτική εκπαίδευση . Το Σύνταγμα του 1951 ενδυνάμωσε τη συντηρητική κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ το 1952 έγινε μια ακόμη προσπάθεια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με σημαντικές ρυθμίσεις για το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος, που κι αυτή όμως δεν τελεσφόρησε, λόγω των πολιτικών εξελίξεων.

      Η επόμενη σημαντική μεταρρυθμιστική πρόταση έγινε το 1957 με την Επιτροπή Ειδικών με ποικίλη σύνθεση που συνέστησε ο πρωθυπουργός Κ.Καραμανλής για να μελετήσει όλες τις διαστάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι τα πορίσματα της Επιτροπής και οι προτάσεις που διατυπώθηκαν δεν είναι ριζοσπαστικές αλλά αποπνέουν έναν αέρα προοδευτισμού και εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης, οι επικριτές και οι αντιδράσεις είναι πολλές ( Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) ενώ επιφυλάξεις διατυπώνει και η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ).

      Αλλά αν και ήταν ανάγκη να υπάρξουν παρεμβάσεις στη βάση αυτών των προτάσεων, δεν έγιναν παρά ελάχιστες και αποσπασματικές ρυθμίσεις στην τεχνική / επαγγελματική εκπαίδευση. Μέσα στο κλίμα αυτής της γενικής απραξίας αρχίζουν να κινητοποιούνται φοιτητές και εκπαιδευτικοί, οι οποίοιθέτουν με έμφαση τα οξυμμένα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, αντιμετωπίζονται όμως από κρατική αδιαφορία μέχρι σκληρότητα.

      Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου που προέκυψε από τις εκλογές στις 16 .2. 1964 οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη νίκη της, εκτός των άλλων, και στην προτεραιότητα στα εκπαιδευτικά πράγματα κατά την προεκλογική της εκστρατεία. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ανέλαβε ο ίδιος το υπουργείο Παιδείας και σε συνεργασία με τον Ευάγγελο Παπανούτσο , ως Γενικό Γραμματέα του υπουργείου, προετοίμασαν και θεσμοθέτησαν μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την πρώτη που έφθασε να πάρει ψήφο από τη Βουλή( Ν.4379/1964), έπειτα από αυτή του 1929.
Επιδιώχθηκε τότε η προσαρμογή της εκπαίδευσης στα νέα κοινωνικά/οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα για τον αστικό εκστγχρονισμό της ελληνικής εκπαίδευσης. Ειδικότερα καθιερώθηκαν:
δωρεάν εκπαίδευση για παιδιά 6-15 ετών, Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, δημοτική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, διδασκαλία αρχαίων ελληνικών από μετάφραση, ρυθμίσεις για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ.α. 
Αργότερα , το 1965, κατατέθηκαν δύο νομοσχέδια που ολοκλήρωναν τη Μεταρρύθμιση: ένα για την τεχνική / επαγγελματική εκπαίδευση  και ένα " περί ιδρύσεως πανεπιστημίων" το οποίο προέβλεπε ίδρυση νέων πανεπιστημίων στην Αττική και σε άλλες πόλεις. Η αρνητική κριτική στις ρυθμίσεις αυτές προήλθε από την αντιπολίτευση (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις/ΕΡΕ), τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων.

       Η Μεταρρύθμιση δεν εφαρμόστηκε γιατί πολύ γρήγορα , με τις εξελίξεις στην πολιτική σκηνή, άρχισε η αντιμεταρρύθμιση και στο τέλος, το 1967, η Χούντα κατάργησε όλες τις σχετικές ρυθμίσεις.
Έτσι η εκπαίδευση επέστρεψε στα προηγούμενα αναχρονιστικά πλαίσια με μια σειρά από αναγκαστικούς νόμους: επαναφέρθηκε η καθαρεύουσα σε όλες τις βαθμίδες του συστήματος, καταργήθηκαν η υποχρεωτική φοίτηση στο γυμνάσιο, το Ακαδημαϊκό Απολύτήριο και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τροποποίηθηκε ριζικά τα αναλυτικό πρόγραμμα και διώχθηκαν πολλοί εκπαιδευτικοί για τα πολιτικά τους φρονήματα. Η εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο το 1973 αποτέλεσε την αφετηρία για τις πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν τη χώρα στη δημοκρατική νομιμότητα."



Τα κείμενα και οι φωτογραφίες είναι από το προαναφερθέν βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε συνεργασία με το ΕΛΙΑ .

Ο Αλέξης Δημαράς έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουνίου 2012



Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι...

 Α΄
 Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

ΙΔ΄


Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.
Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -
φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.

Γιώργος Σεφέρης , Θερινό ηλιοστάσι(αποσπάσματα)

Ολόκληρο το ποίημα εδώ


Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Γιατί αν δεν αντανακλάς το φως, το στερείς κι από τον εαυτό σου...


    "  Σαν να ξεχύνεται μοιάζει ο ήλιος` και όντως, το φως του διαχέεται προς κάθε κατεύθυνση αλλά δεν στερεύει, γιατί αυτή η διάχυση είναι κάτι σαν τέντωμα. Οι λάμψεις του ονομάζονται ακτίνες, από το ρήμα  εκτείνεσθαι. Θα αντιληφθείς τι λογής πράγμα είναι η ακτίνα, αν δεις το φως του ήλιου να τρυπώνει από χαραμάδα μέσα σ' ένα σκιερό σπίτι. Εκτείνεται σε ευθεία γραμμή και πάει ν' ακουμπήσει, θα λέγαμε, πάνω στο πρώτο στερεό πράγμα που θα του ανακόψει την πορεία προς τον παραπέρα αέρα. Και μένει εκεί, όπου μήτε γλιστρά μήτε πέφτει. Έτσι πρέπει να ρέει και να διαχέεται και  η διάνοια: να "εκτείνεται" κι όχι να χύνεται έξω και να στερεύει` και να μη πέφτει και χτυπά με φόρα πάνω στα εμπόδια που θα βρεθούν στο διάβα της, παρά να στέκεται ορθή και να χαρίζει τη λάμψη της στο πράγμα που θα τη δεχτεί. Γιατί αν δεν αντανακλάς το φως, το στερείς κι από τον εαυτό σου."

Μάρκος Αυρήλιος , Τα Εις εαυτόν, βιβλίο Η΄, 57 , Εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2008

[ Τα Εις εαυτόν είναι ένα πνευματικό ημερολόγιο. Σε καιρό εκστρατείας, στην πρώτη γραμμή του πολέμου, μέσα σε ένα αντίσκηνο, ο συγγραφέας κατέγραψε τους συλλογισμούς του, κρατούσε σημειώσεις, έδινε στον εαυτό του συμβουλές, τον εμψύχωνε με τη δύναμη της φιλοσοφίας. Με σκοπό - αυτό ήταν το πρώτο μέλημά του - να σταθεί συνεπής στις ιδέες που είχε ενστερνιστεί από τα νιάτα του, να αντέξει στις δυσκολίες, να μην παρασυρθεί από το χείμαρρο των γεγονότων, να μη καταλήξει ένας συνηθισμένος άνθρωπος της εξουσίας...

Τα Εις εαυτόν [...] δεν είναι απλό γνωμολόγιο ή συλλογή από ρητά προς επιλεκτική χρήση από πλευράς του αναγνώστη. Είναι αυστηρές εφαρμογές της στωικής οντολογίας, επιστημολογίας και ηθικής φιλοσοφίας[..] από την εισαγωγή του Γιάννη Αβραμίδη στο βιβλίο.]

Ας μου συγχωρεθεί η χρησιμοποίηση του αποσπάσματος που αντιβαίνει τις αρχές του συγγραφέα, αλλά η υπενθύμιση αυτή " εις εαυτόν" γαληνεύει  τη δική μου σκέψη και ψυχή.
    

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει...


Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω,
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε,δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους,
τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία.
Καρφώστε τες εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής. Θα πέσει η πόλις

 Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
 Ποίηση : Μανόλης Αναγνωστάκης
 Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα


" Ο Τσε υπήρξε ήδη από τον καιρό της πρώτης νιότης του ένας τυχοδιώκτης, περιπλανώμενος και ρομαντικός. Εισβολέας σε ξένη γη, αλεξιπτωτιστής σε άγνωστες περιοχές, πιστός μιας ηθικής των αισθημάτων που κυριαρχούσαν πάνω στα σκοτεινά όρια της λογικής. Αυτές οι τρεις μεγάλες αρετές, με διαφορετικές αποχρώσεις , ημερεμένες από την εμπειρία και τις ήττες, τον συνόδευσαν καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής του.

    Για την πρωτόγονη Αριστερά του ' 60 , με την οποία μεγάλωσα εγώ, αυτές οι λέξεις  ανήκαν στον κατάλογο των διαστροφών, περιέγραφαν κακίες και ασθένειες, " μικροαστικές παρεκκλίσεις". Παρεκκλίσεις από τι; Δρόμοι για πού; Το να ξαναβρείς τον Τσε σήμερα σημαίνει να ξαναβρείς λέξεις σαν κι αυτές, να τις αποκαταστήσεις στην αρχική τους σημασία. 

" Ρομαντικός": εκείνος που αγκαλιάζει με αγάπη τις ιδέες, τις ιδέες πέρα από τη βιωσιμότητά τους.

" Περιπλανώμενος": αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ένα σκηνικό  μόνιμου ταξιδιού που κατά τη διάρκεια του δεν πρέπει να τεμπελιάζεις και να σταματάς. 

" Τυχοδιώκτης": εκείνος που αντιλαμβάνεται τη ζωή ως μια περιπέτεια της οποίας οι συνέπειες δεν μπορούν να υπολογιστούν.

Και, μαζί με  αυτές, λέξεις όπως "ουτοπιστής" ( αυτός που καλλιεργεί τον έρωτα για την ουτοπία),

" παράτυπος" (εκείνος που θεωρεί περιττούς τους τύπους και είναι αντίθετος με αυτούς)

" ασεβής"( εκείνος που δεν υποβάλλει τα σέβη του στην εξουσία)

" υπέρμαχος της κοινωνικής και πολιτικής εξίσωσης(εκείνος που εφαρμόζει την ισότητα στη μοιρασιά των αγαθών και των δεινών)

" απερίσκεπτος" ( εκείνος που οι λέξεις και οι πράξεις του δεν υπολογίζουν συνέπειες και που έχει χάσει το συντηρητικό αίσθημα της σύνεσης).

     Λέξεις που συσχετίζω έντονα με την εικόνα του Τσε, που, όσο γράφω γι' αυτόν, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις."

Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ
Πόλη του Μεξικού, 2003


Από τον πρόλογο της βιογραφίας που έγραψε ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ με τίτλο: Ερνέστο Γκεβάρα , γνωστός και ως Τσε, εκδόσεις Κέδρος, 2005 (τρίτη έκδοση).

Σαν σήμερα 14 Ιουνίου 1928 γεννήθηκε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Lightnin' Hopkins

Κάνε τη ζωή δροσιά


Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι : Ηλίας Λιούγκος

Κάτω στο μεγάλο δρόμο
Είχαμε τα νιάτα νόμο
Και με τον σταυρό στον ώμο
προχωρήσαμε

Ήταν δύσκολα τα χρόνια
Μπόρες πυρκαϊές και χιόνια
Ζήσαμε την καταφρόνια
Και χωρίσαμε

Φίλος ήσουν κι αδερφός
Αι-Δημήτρης μου κρυφός
Έλα κάνε τη ζωή δροσιά
Μες στην κοσμοχαλασιά

Κάτω στο μεγάλο δρόμο
Είχες την αγάπη νόμο
Κι έστειλες με ταχυδρόμο
Χαιρετίσματα

Γύρνα τώρα την ανέμη
Να σου φέρουν οι ανέμοι
Της καρδούλα μου που τρέμει
Φτερουγίσματα

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ζωρζ Σαρή


   " Οι νύχτες γινήκανε παγίδες θανάτου. Οι στρατιώτες βροντάνε τις πόρτες με τα κοντάκια τους. Οι νοικοκυραίοι πετάγονται από τον ύπνο αλαφιασμένοι. Τα χέρια τους τρέμουν. Με τι κουράγιο ν' ανοίξουν; Μα, αν δεν ανοίξουν, θα σπάσουν την πόρτα. Η μάνα, ο παππούς, ο πατέρας προσπαθούνε να εξευμενίσουν τους ξένους που περνάνε το κατώφλι τους. Μια παράλογη ελπίδα: άνθρωποι είναι κι αυτοί. Έχουνε ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, είναι παντρεμένοι, θα'χουνε παιδιά, σπιτικό. Τις Κυριακές θα πηγαίνουνε με το προσευχητάρι στην εκκλησιά .Τρέμει ένα χαμόγελο στα χείλη της μάνας. Ο πατέρας ανοίγει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι σαν να τους λέει: καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε...Όμως οι στρατιώτες είναι σιδερένιοι κι έχουνε στην πλάτη ένα καλοκουρδισμένο ελατήριο. Τα μάτια τους πετάνε φλόγες, τα πόδια τους κλοτσάνε, τα χέρια τους βαράνε. Ουρλιάζουν. Σκύβουν πάνω από τα κρεβάτια κι οσμίζονται σαν άγρια σκυλιά τη ζεστασιά των σεντονιών. Ποιος κοιμόταν εδώ; ποιος κρύβεται στο πατάρι; Γιατί το πίσω παράθυρι είναι ανοιχτό; Κυκλώστε το σπίτι, κυκλώστε το τετράγωνο! Αν το χέρι τους γραπώσει τη λεία, τότε ξεκαρδίζονται στα γέλια. Το κορίτσι που χτες έγραφε στον τοίχο: " Λευτεριά στο Λαό!", τον εργάτη που που χτες τύπωνε την προκήρυξη : " Όχι στην επιστράτευση!" , το αγόρι που χτες τραγουδούσε μέσα στους δρόμους της Αθήνας: " Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά κι ο Έλλην ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει...", τον Έλληνα που ξεσπάθωσε τον σέρνουνε πίσω τους καταματωμένο, τον φορτώνουν στην κλούβα που περιμένει μ' ανοιχτό στόμα, τον ρίχνουν στις φυλακές, στα μπουντρούμια της Μέριλιν και τον βασανίζουν. Τον καίνε, του ξεριζώνουν τα νύχια, τον τυφλώνουν, του σπάνε τα κόκαλα κι ύστερατον στήνουν στον τοίχο και προστάζουν : Πυρ! Τα τουφέκια σημαδεύουν τις καρδιές κι οι καρδιές δεν πεθαίνουν. Εξακολουθούν να χτυπάνε, να χτυπάνε. Χιλιάδες καμπάνες που σκιάζουνε τον ανήσυχο ύπνο του Αδόλφου Χίτλερ. Τον πιάνει υστερία, αφρίζει , ουρλιάζει: Σκοτώστε τους όλους. Ούτε ένας ορθός!" Κι οι δούλοι, ανήμερα θεριά, ξαμολιούνται μέσα στη νύχτα και ψάχνουν, ψάχνουν να βρούνε σάρκες να μπήξουνε ξανά και ξανά τα γαμψόνυχά τους. να συνθλίψουν μια για πάντα, κάτω από τη μολυβένια μπότα τους, το νου και την καρδιά του Έλληνα. Η πάλη όμως είναι άνιση. Τι να σου κάνει ένα ελατήριο κι ας είναι καλοκουρντισμένο; Ολάκερη η  χώρα έγινε μια παγίδα για το σιδερένιο στρατιώτη. Κυνήγι στο κυνήγι.

        Οι αγωνιστές παράτησαν τα κρεβάτια τους. Κρύβονται από σπίτι σε σπίτι. Αλλάζουν όνομα, αφήνουνε μουστάκι, σαστίζουν τους χαφιέδες, μπαίνουν από τη μια πόρτα και βγαίνουν από την άλλη. Κάτω από στέγες φιλόξενες και προστατευτικές συνωμοτούν. Μέσα σε ανήλιαγα υπόγεια, αθόρυβα, τυπώνουν εφημερίδες, προκηρύξεις. Μαζεύουν χρήματα , όπλα, φτιάχνουν πομπούς, στέλνουν μηνύματα, συνεδριάζουν, αποφασίζουν, δίνουν το σύνθημα και ξάφνου ένα πρωί ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης, χιλιάδες (πόσες χιλιάδες; Το χτεσινό ποτάμι έγινε ρυάκι ορμητικό) τετρακόσιες χιλιάδες, νέοι, νιες , εργάτες, σπουδαστές, μεσόκοποι, νοικοκυραίοι, ανάπηροι, νοσοκόμες, παιδιά με κοντά παντελόνια, κορίτσια με τη σχολική ποδιά, γέροι, γριές, δάσκαλοι, ηθοποιοί, ποιητές, επιστήμονες, βαστάνε σημαίες, υψώνουνν πλακάτ, φωνάζουν: " Έξω οι Βούλγαροι, έξω οι Γερμανοί. Θάνατος στο φασισμό!" Τραγουδάνε: " Χαίρε , ω χαίρε Λευτεριά!" Ποιο θωρακισμένο να σταματήσει τούτον το χείμαρρο; Τα σγουρά κεφάλια φοβερίζουν τα σιδερένια κράνη και η εικοσάχρονη κοπέλα ανοίγει τα στήθια της μπροστά στο τανκ που έρχεται καταπάνω της. Η πάλη είναι άνιση. Ο σιδερένιος στρατιώτης είναι ανήμπορος να σταματήσει το νου και την καρδιά του Έλληνα.

        Κι όταν έρχεται η νύχτα, σύντροφος ακριβός του αγωνιστή, μια φωνή ζώνει τις γειτονιές. Ένα χωνί, φτιαγμένο πρόχειρα από χαρτόνι, μιλάει, μιλάει. Τι το θέλουμε το Λονδίνο; Ανοίγουμε τα παράθυρα, ανοίγουμε τις καρδιές μας ν' ακούσουμε την ελπίδα: 
" Έλληνες, έρχεται η χιλιάκριβη Λευτεριά! Βαράτε τον καταχτητή!" Κι ο καταχτητής τρέμει τη φωνή και πυροβολεί το σκοτάδι. Αχ, πόσο το φοβάται το σκοτάδι ο σιδερένιος στρατιώτης! Εφιάλτης η Ελλάδα τον πλακώνει. Να ξεφύγει, να εξοντώσει τον Έλληνα. Κάνει σχέδια στρατηγικά, στήνει δίχτυα και παραδίχτυα κι ο αγωνιστής του ξεγλιστράει. Η χώρα ολόκληρη τον παγιδεύει. Τα βουνά γέμισαν αντάρτες. βαστάνε τουφέκια, ξεπετάγονται μέσα απ' τα σκοτάδια, ανατινάζουν γέφυρες, ανατινάζουν τρένα που πάνε για τα μέτωπα, ξεσηκώνουν τους χωρικούς, σταματάνε τα φορτωμένα καμιόνια, αρπάζουν όπλα, τρόφιμα, τ' ανεβάζουν στα λημέρια τους. Ανάβουν φωτιές που σκιάζουν το σιδερένιο στρατιώτη. Τι θ' απογίνει; Η λύσσα του αδύνατου σαν παλεύει με το δυνατό ξεσπάει ακόμη πιο άγρια. Σκοτώνει μωρά, ξεκοιλιάζει τις μάνες, καίει τα χωριά , τουφεκίζει τους γέρους, γκρεμίζει τα σπίτια, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Βγάζει από τις φυλακές κι απ' τα στρατόπεδα αγωνιστές και τους τουφεκίζει. Τους κρεμάει απ' τα κλαδιά των δέντρων. Και οι αγωνιστές δεν πεθαίνουν. Οι καρδιές τους χτυπάνε σαν πασχαλινές καμπάνες κι ο Αδόλφος Χίτλερ μένει άγρυπνος, τρελός από την τρομάρα...."

Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή , Όταν ο ήλιος..., Πατάκης , 1994 
( έβδομη έκδοση) 

  Το εξώφυλλο της συγκεκριμένης έκδοσης κοσμεί το χαρακτικό του Α. Τάσσου, Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα




Mη σκέφτεσαι Γερμανικά...



Στα Γιάννενα θα μάνιωνα
σαν ναμουν ο Αλη πασας
αν σ΄εβλεπα κι αν σ΄ακουγα
φλογέρα ξενη να φυσας
στα Γιάννενα θα θύμωνα
και μ΄αγρια βόλια και σπαθιά
την πολη θα ερήμωνα
ως την και την Παραμυθιά
μα τωρα εδω στο Μόναχο
με βρισκεις ολομόναχο
με βαζεις στη Μερσέντες σου
κι αρχιζεις τις κουβέντες σου

Ηλία μου τελεία μου
και παύλα σ΄εχω στη ζωή
αν έβλεπες αν ακουγες
κι οι δυό μας θάμαστε θεοί
θα τρωγαμε θα πίναμε
στα ύδατα τα χωρικά
κι εμπόριο θα στήναμε
με όπλα και σιδερικά
γιατί πολέμοι γίνονται
κι ολα τα φράγκα δίνονται
στους Ήφαιστους στους Άρηδες
κι όχι στους σαραντάρηδες

Μελίνα μου πατρίδα μου
μη σκέφτεσαι γερμανικά
τα φράγκα τους τα μάρκα
τους δολώματα σατανικά
ο πόλεμος κι ο έρωτας
δε μοιάζουν ούτε σα φωτιές
ο ένας καίει τα σύμπαντα
κι ο άλλος μόνο τις καρδιές
παράτα τις κουβέντες σου
κι οδήγα τη Μερσέντες σου
στην Ήπειρο να φτάσουμε
ειρήνη να γιορτάσουμε
 στίχοι : Αγαθή Δημητρούκα,
 μουσική : Ηλίας Λιούγκος


Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Δολοφονημένος Αυτόχειρας (αναδημοσίευση)

Φέτος εκτός από τους κανονικούς μαθητές που είχα, απέκτησα και ορισμένους διαδικτυακούς. Ο λόγος για τους μαθητές του Γ3 και Γ4  του 1ου Ιπποκρατείου Γυμνασίου  Κω. Τους λάτρεψα αυτούς τους μαθητές μαζί και τη φιλόλογό τους. Παρακολουθώ όλη τη χρονιά τις αναρτήσεις τους στο μαθητικό τους ιστολόγιο και έχω εντυπωσιαστεί. 
Το ποίημα όμως που διάβασα σήμερα , γραμμένο από το μαθητή της Γ΄Γυμνασίου  Έντι Ντρέου με συγκλόνισε και γι΄αυτό το αναδημοσιεύω. Μπράβο Έντι!

Δολοφονημένος αυτόχειρας 

 Brasil suicide statue in Sao Paolo

Το αίμα του,

έτρεχε ποτάμι

πάνω στην βρόμικη άσφαλτο.

Το σώμα του,

ακίνητο και τσακισμένο

στη μέση του δρόμου.


Κανέναν δεν τον ένοιαζε,

τον περιφρονούσαν.


“Ας μην πηδούσε”


Κανείς δεν ήξερε

πως του πήραν την χαρά ,

του σκότωσαν την ελπίδα ,

τον έριξαν μόνο

στους άγριους δρόμους

της απελπισίας,


Του έκλεψαν τους κόπους

μιας ολόκληρης ζωής,

και σε μια ώρα σιωπής

αναγκάστηκε να πέσει από την σκεπή.


Όλοι λέτε αυτοκτόνησε

καιρός να ψάξετε

ποιος τον

δολοφόνησε!!

Έντι Ντρέου, Γ3
Φωτεινή Άβυσσος  , ψάχνοντας ανακάλυψα και το ιστολόγιο του μαθητή