Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Χρόνια που φεύγουν και χρόνια που έρχονται…


Γράφει η ofisofi // atexnos

«Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.

Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ….»

                                                                                  Τάσος Λειβαδίτης

Ο χρόνος λένε οι επιστήμονες είναι έννοια σχετική και κατασκευασμένη από τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά ένας χρόνος φεύγει και ένας χρόνος έρχεται και αυτό βοηθάει να οριοθετήσουμε τη ζωή μας και τις ανάγκες μας. Κάθε φορά που ξεκινάει αυτό το ταξίδι μέσα στο νέο χρόνο μέσα μου κυριαρχεί το άγχος και η αγωνία του άγνωστου. Τι είναι αυτό που η ζωή μάς επιφυλάσσει κάθε φορά και πώς θα το διαχειριστούμε.

Από την άλλη ο νους μου γυρίζει πίσω και κοιτά με ασφάλεια πια ό,τι ζήσαμε, το παρελθόν. Αυτό δεν αλλάζει, έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμα, το ίχνος του σε πράγματα, σε στιγμές , σε σχέσεις, σε φωτογραφίες. Είναι σαν αέρας άλλοτε δυνατός και άλλοτε ήπιος που παρασέρνει μαζί του τα μικρά και μεγάλα. Μπορεί να τα νιώσαμε όταν συνέβησαν αλλά τώρα έχουμε μόνο την ανάμνησή τους. Όσο περνάει ο καιρός αυτή η ανάμνηση λειαίνει την τραχύτητα, απαλύνει την αγριάδα και την έντασή τους σε σημείο να ξεχνάμε τις δύσκολες και τις επώδυνες στιγμές.

Μπροστά μας ορθώνεται το παρόν και στο βάθος θαμπό και αβέβαιο το μέλλον. Ακροβατώντας ανάμεσα στα όρια του χρόνου αδυνατώ να συλλάβω πλέον την ταχύτητα με την οποία τρέχουν τα γεγονότα και οδηγούν σε ανατροπές πολυεπίπεδες.

Ο κόσμος αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τρομακτικές αντιθέσεις. Τεράστια χάσματα ανοίγονται ανάμεσα στις κοινωνίες των ανθρώπων και ανάμεσά τους καταβαραθρώνονται αξίες, ιδανικά, δικαιώματα, ζωές. Στη μια μεριά η τεχνολογία εκτινάσσει τη ζωή μας σε δυσθεώρητα ύψη, ανατρέπει συνήθειες χρόνων, διευκολύνει την επικοινωνία και δικτυώνει τους ανθρώπους. Καταιγισμός πληροφοριών, γνώσεων και εικόνων.

Στην άλλη μεριά η ζωή μας σε εναγώνια προσπάθεια να κρατηθεί όρθια.  Πολλές οι ανατροπές, δεν προλαβαίνουμε να τις συνειδητοποιήσουμε. Κατακτήσεις και δικαιώματα που χρειάστηκαν πολλούς αγώνες για να θεσμοθετηθούν και χύθηκε πολύ αίμα για να εδραιωθούν χάθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα καθόλου ανάλογο εκείνου που χρειάστηκε για να αποκτηθούν.

Κυρίαρχη η τεχνολογία στη ζωή μας. Αλλά τι αξία έχει η γρήγορη επικοινωνία και η κοινωνική δικτύωση όταν η καθημερινότητα μας στερείται στοιχειωδών πλέον δικαιωμάτων και απολαύσεων και η κάθε προσπάθεια αναλώνεται  στην εξασφάλιση των μέχρι πριν λίγο καιρό αυτονόητων, δηλαδή στέγης και τροφής;

Για μια ακόμη φορά η τεχνολογία χρησιμοποιείται για να απομακρύνει από την ποιότητα της ζωής. Ας λένε μερικοί ότι οι κοινωνικές αλλαγές θα γίνουν μέσω της τεχνολογίας, δηλαδή του διαδικτύου. Όπως πάνε τα πράγματα σε λίγο καιρό δεν θα είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε ούτε τη στοιχειώδη πρόσβαση σε αυτή καθώς η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφωνικής σύνδεσης στο σπίτι μας θα είναι είδος πολυτελείας όπως είδος πολυτελείας έγινε  και η θέρμανση.

Πριν από αρκετά χρόνια, στη δεκαετία του ’80 ονειρευόμασταν ένα κόσμο διαφορετικό. Θεωρούσαμε δεδομένη την εργασία και ζητούσαμε να δουλεύουμε λιγότερο και να πληρωνόμαστε κανονικά διατηρώντας όλα τα δικαιώματά μας και στοχεύοντας στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου καθώς θεωρούσαμε την δημιουργική αξιοποίησή του μια ακόμη κατάκτηση. Το αίτημα 35 ώρες δουλειά και πενθήμερη εργασία δεν ακουγόταν εξωπραγματικό. Τότε βέβαια δεν είχαμε internet. Μόλις και μετά βίας στα σπίτια μας έμπαινε θριαμβευτικά η έγχρωμη τηλεόραση. Με το ζόρι είχαμε τηλεφωνική σύνδεση γιατί ήταν και αυτή θέμα πελατειακών σχέσεων. Η λέξη διακοπές άρχισε να κάνει δειλά – δειλά την εμφάνισή της μιας και μέχρι τότε οι κάπως πιο εύποροι απλά παραθέριζαν. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι είχαν όνειρα και όραμα και κυρίως αγωνίζονταν λίγο ή πολύ.

Μετά μαζί με την Αλλαγή ήρθαν  και  οι αλλαγές.  Με τις διάφορες κοινωνικές παροχές  οι άνθρωποι ένιωσαν ότι η ζωή τους  βελτιώθηκε και αφέθηκαν  και εξαγοράστηκαν και κάποια μέρα με πολλά προσχήματα χάσαμε τα πάντα. Πρώτα πρώτα τη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Αυτό έγινε σιγά σιγά για να μην το καταλαβαίνουμε. Ελαστικά ωράρια, μερική απασχόληση, χαμηλά μεροκάματα, ανασφάλιστη και μαύρη εργασία και η ζωή συνεχιζόταν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Και φθάσαμε σήμερα να μην υπάρχει μόνιμη και σταθερή εργασία, ούτε αξιοπρεπές μεροκάματο και αξιοπρεπής μισθός και επειδή το μη χείρον βέλτιστον καλή είναι και η σύμβαση των δύο, πέντε, οκτώ μηνών. Και όχι μόνον αυτό, αλλά γίναμε η γενιά των δόσεων και των ρυθμίσεων. Και κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι  γεμίσαμε τη ζωή μας με πράγματα και αδειάσαμε από ζωή, όπως έγραφε κάποτε ένα σύνθημα σε τοίχο.

Εμείς που έχουμε ακόμη δουλειά ή  κατορθώσαμε να συνταξιοδοτηθούμε έστω και με ψιχουλάκια  μάλλον είμαστε οι τελευταίοι που διατηρούμε το δικαίωμα που έγινε προνόμιο.

Ναι, αλλά έχουμε internet, facebook, twitter, skype, iphone , ipad κ.λπ. Μου θυμίζει τις παραγκουπόλεις στις παρυφές του αναπτυγμένου κόσμου που οι κάτοικοί τους ζουν μέσα στη φτώχεια και στην εξαθλίωση,  δεν πηγαίνουν σχολείο, δεν έχουν περίθαλψη, τα παιδιά τους τσαλαβουτούν μέσα στα απόβλητα των εργοστασίων, στα σπίτια τους δεν υπάρχει νερό, αποχετευτικό, ψυγείο αλλά   έξω από κάθε παράγκα υπάρχουν μεγάλα δορυφορικά πιάτα για να βλέπουν τηλεόραση και να ξεχνιούνται με τις σαπουνόπερες γεμίζοντας το στομάχι τους από τα φαγητά των μαγειρικών εκπομπών.

Έτσι και εμείς. Σε  κλάσματα δευτερολέπτων επικοινωνούμε με τα παιδιά μας, τους νέους μετανάστες, στο εξωτερικό  Για σκέψου πόσο χρόνο έκανε το γράμμα παλιότερα να πάει και πόσο κόστιζε το τηλεφώνημα με το εξωτερικό. Μεγάλη πρόοδος στην επικοινωνία, επαναστατική. Και οι τηλεοράσεις οι λεπτές και μεγάλης ευκρίνειας με πόσο όμορφο τρόπο μεταδίδουν από το πρωί μέχρι το βράδυ τις χαζοχαρούμενες εκπομπές τους και την προπαγανδιστική τους πληροφόρηση τόσο που νομίζουμε ότι  δεν μας αφορά αυτό που συμβαίνει έξω από τον εαυτό μας και το σπίτι μας, ότι είμαστε   καλά γιατί δεν χάσαμε τη δουλειά μας, το σπίτι μας, δεν  μας πέταξαν στο δρόμο, δεν κοιμόμαστε  κάτω από τη γέφυρα, δεν τρώμε  στο συσσίτιο, δεν φτάσαμε στα όρια της αυτοκτονίας, δεν κρυώσαμε, δεν καήκαμε. Αλλά και πολλοί από εκείνους που βρέθηκαν αντιμέτωποι με αυτά ή άλλα προβλήματα  υιοθέτησαν  μοιρολατρική συμπεριφορά και ιώβεια υπομονή. Συνήθισαν να ζουν προσαρμοζόμενοι ή  περιμένοντας ένα θαύμα.

Μπορούμε  όμως να είμαστε καλά, να ζούμε καλά, να αισθανόμαστε  καλά  μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα ανθρωποφάγο, γεμάτο αδικία, δυστυχία και θάνατο; Ποιον  άραγε περιμένουμε να μας σώσει αν εμείς δεν αγωνιστούμε συλλογικά και στοχευμένα για το παρόν και το μέλλον μας;

Η ανοχή μας είναι και συνενοχή σε ό,τι απάνθρωπο  μάς επιβάλλεται  και θα μας επιβάλλεται τα αμέσως επόμενα χρόνια. Όμως με την αδιαφορία ή το φόβο μας  «Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ….» .

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Χρίστος Χριστοβασίλης, Η καλύτερη μου αρχιχρονιά

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ(1)

Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου κι έμεινα στο σπίτι μου, που είναι σ’ ένα χωριουδάκι έξ ακέριες ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Μην έχοντας πλιο καμιά φροντίδα, ούτε τι να μελετήσω για να παρουσιαστώ ευπρόσωπος στους δασκάλους μου και στους συμμαθητάδες μου, ούτε τι δουλειά να επιχειριστώ για να βγάζω το ψωμί μου, γιατί μπορούσε τότε το σπίτι μου να θρέψει όχι μονάχα τους ανθρώπους του, αλλ’ έθρεφε καθημερινώς και πολλούς ξένους ακόμα, κατά τη συνήθεια που είχε μείνει από τους πρώτους χτίτορές του. Σκότωνα λοιπόν τον καιρό μου στα κοπάδια μου, σε περίπατους μέσα στα χωράφια, στ’ αμπέλια και στα περίχωρα, στο ψάρεμα μέσα στον μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, και στο κυνήγι μες στα λόγγα του χωριού μου, ή στ’ αντικρινά βουνά.
 Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πέννα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα, πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο, κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δεν θα μπορούσα να πιάσω πέννα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.
 Κι όμως, τι δεν θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγωνται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!
 Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πώβοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια. 
Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες  - αγέλες στ’ αντικρυνά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαρειά κοράκια, επειδή δεν βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους. 
Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.
* * *
Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιώταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώση από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό• αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτωμαι πώς να πιάσω τον συντομώτερον  δρόμο για τ’ αντικρυνό βουνό. 
Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δεν φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουΐζη άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να καταίβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς,  αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σήττα ούτεμε την αργιόσηττα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παππί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζη  το πιστικούδι.
 — Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρης ψωμί! Ακούς; 
— Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ! 
Απολογήθηκε το πιστικούδι. 
— Να πας γάλι -  γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχής, σε κουλλουριάζω με την κάππα μου τη νύχτα  και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δεν με χωράει η κάππα σου, κι’ απέ συ!... 
Κίνησε το καημένο το παιδί να πάηι, αλλά γλυστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάη  για ψωμί, να πη και στο σπίτι ότι θα κοιμώμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θαβγαινα το πρωί ολόϊσια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.
 Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνη  στην εκκλησιά, χωρίς να μπη πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα –όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο –  είναι μακρυά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν ναναι στον Παράδεισο, μακρυά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάννα μου, που ήταν πάρα -  πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάση όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάη  στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζη γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλειότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδυές.
 Δεν πέρασε πολλή ώρα και νά σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.
 — Πού ’ναι το ψωμί; 
Τον ρώτησα.
 — Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό... 
Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.
 — Και γιατί δεν μπόρεσες; 
Τον ξαναρώτησα.
 — Πάει η λειάσα!... Την πήρε! 
Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μώδωκε να καταλάβω την τύχη της λειάσας. 
Λειάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λειβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λειάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλειότερο από πεντέξη μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λειάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγώτερο, αποκλεισμένοι από το χωριό. 
* * *
Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λειάσας, δεν στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θαπλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδυά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πώκανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάννας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μουρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάννα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λειάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θακανε κάθε τρόπο να μας στείλη ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ώς την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λειασοπόρι, και να περιμένη εκεί να του ρίξουν ψωμί απότο χωριό.(2)
 Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και  πριν περάση  πολλή ώρα, νά σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακκούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας. 
Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθησα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας. 
Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.
 Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θαλυονε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαμματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να είταν χυνόπωρος ή άνοιξη, κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστή μαλλιά  - μαλλιά και γροθοκοπιώνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιώνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:
 — Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς! 
Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του –αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί – και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπη  μέσα το νερό και μας πνίξη κι εμάς και τα πρόβατα.
 Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακυττάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ‘ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειονε εκείνη την ημέρα και δεν άφινε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.
 — Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρη τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια.(3) 
Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλη  ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου• κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαρυοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την  μαγική φαντασμαγορία και κυττάζοντας τον γεροπιστικό ,τού είπα: 
— Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγη ο παλιός ο Χρόνος και πώς θαρθη ο καινούργιος;
 — Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών, απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπή  πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα -  τρίχα τα νειάτα μας, τη λεβεντιά μας, την  ζωή μας, μας ζαρόνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπόνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπόνουν το κορμί, και –ας το ειπώ κι αυτό!– μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακκούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλύτσας, δεν βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πώ’ρχεται να κάτση στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κύτταξε να μην κοιμηθής. 
— Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω! 
Του είπα αποφασιστικά.
 — Αα! είν’ ώμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει ναχεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβης. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα ναρχεται ένας άλλος και να σου παίρνη  από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα ναρθη απόψε ένας άλλος και να μας πη: – «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύση  ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα(4)! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ώς τα μεσάνυχτα... δεν θα του περάση! θα κόψη  το  λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστή  να φύγη!... 
* * *
 Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.
 Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι ‘ είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα. 
Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξωμε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμώμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ -  ντιγγ!» να τον κουρτίζη•  κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάη  και συνάμα να βαρή  τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.
« Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια, 
Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,
Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,
Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι 
Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,
Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει
Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους
Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια, 
Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες• 
Κλαιν οι μαννάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια 
Κλαίει κι’ η  γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει
 Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,
Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»
 Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε ώμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλειότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους. 
* * *
 Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.
 Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκειά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.
 Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:
 — Πόση ώρα θέλομε ώς το ζύγιασμα της Νύχτας; 
— Μισή ώρα! 
Του απολογήθηκα.
 - Ααα! Τότε ας καθήσωμε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάση αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!
Κ’ έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.
Ως που να περάση αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακρυά άσπρα γένεια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή , που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεώρατο  κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν, και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια  του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.
- Καλή χρονιά, γέρο.
Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ – τακ» η καρδιά μου.
- Ζύγιασε η Νύχτα;
Με ρώτησε.
- Ζύγιασε . Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...
- Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάση το κοπάδι μας και να μυριάση! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.
Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρήσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. έφεξε πλειότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρήσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.
Σαν νάχε λησμονήσει να ειπή κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!
- Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώση να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.
Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθειά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θάβλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.
***
Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη.  Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!
Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πώρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...
Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.
Είταν η μάννα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθη αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.
Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά – καλά, όπως κοιμώμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.
-« Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάση και να μυριάση το κοπάδι μας.  Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακρυά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»
Σε λίγο άνοιξαν οι πορειές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλη το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.
Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πόχω περάσει στη ζωή μου.

Χ. Χριστοβασίλη Διηγήματα της στάνης, Βιβλιοπωλείον Γεωργίου Ι. Βασιλείου, Αθήναι  1923
( Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου)

(1) Έγραφα αυτό το διήγημα στα 1889, όταν βρίσκομουν στη Θεσσαλία και στην Αθήνα, καταδικασμένος εις θάνατον από τους Τούρκους στα Γιάννινα και δραπέτης από τις τούρκικες φυλακές των Ιωαννίνων από το 1882
(2)Αυτήν τη λeιάσα, από τα συχνά πνιξίματά της, αναγκάστηκε ο πατέρας μου και την έκανε πέτρινο γεφύρι.
(3) Από τα 1453 που έπεσε η Πόλη ώς τότε (1878), είχαν περάσει 425 χρόνια
(4) Τότες γένονταν ακόμα ο ρωσοτουρκικός πόλεμος κι όλοι οι Ηπειρώτες συμπαθούσαν τη Ρωσία

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Χειμώνας

Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή 
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλες της 
τα κάστανα θα τη ζηλέψουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ' αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές.

Μίλτος Σαχτούρης, Τα Φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο (1958) , Ποιήματα(1945 -1998), Κέδρος, Αθήνα 2014

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Παραμονή Χριστουγέννων

Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου

Επιμέλεια ofisofi //atexnos

…Δεκέμβρης μήνας. Ο Αντώνης Πάντος κάθεται με δυο άλλα παιδιά απ’ άλλα χωριά, σαν κι αυτόν. Αποβραδύς νηστικά, στέκονταν στο μαγειρείο, μπροστά στις κατσαρόλες  π’ άχνιζαν και κοίταζαν ικετευτικά το μάγειρα στα μάτια. Κείνος άρπαξε την κουτάλα μέσα από τα πλύματα και τους είπε μουσκέβοντας τα από την κορφή ως τα πόδια.

– Ουστ. Φαΐ δεν έχει αν δε μου πληρώσετε τα χρωστημένα.

Ξημερώνει ο θεός τη μέρα. Κι ήταν κοντά τα χριστούγεννα που πλημμυρίζει η γης απ’ του θεάνθρωπου την αγάπη. Στο δρόμο προς το σχολειό, έχει ένα μεγάλο φούρνο. Απόξω τρία παιδιά, κοιτάζουν λαίμαργα τ’ αχνιστά ψωμιά που ξεφουρνίζει κι αραδιάζει ο φούρναρης. Ένας πόνος στην κοιλιά και το χέρι τ’ Αντώνη άθελα τράβηξε μια πέτσα απόνα ψωμί.

Χραπ, έκανε η φκιαριά του φούρναρη πάνω στο χέρι του παιδιού, κι η πέτσα του ψωμιού έπεσε καταγής μ’ ένα δάκρυ  που κύλησε μαζί.

Όποιος δεν είδε νηστικό παιδί μπροστά σε φούρνο, κι όποιος δεν ένιωσε τη λαχτάρα του ψωμιού τίποτα δεν ένιωσε απ’ τους καϋμούς του φτωχόκοσμου…

Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), Εμείς θα νικήσουμε, Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», 1953



Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα...

Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη
Μουσική :Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ΄ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Αγαπητέ Θεέ...

Ένα βιβλιαράκι μού ήρθε δώρο με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο χθες. "Αγαπητέ Θεέ" του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ ( Éric-Emmanuel Schmitt ). Ο τίτλος του παραπέμπει σε γράμμα προς το Θεό και πριν το διαβάσω νόμιζα ότι έχει σχέση με χριστουγεννιάτικες επιθυμίες μικρών παιδιών. 
Πράγματι ένα μικρό παιδί γράφει στο Θεό.

" Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο.

Σού το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω• γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους.

Θες να σ’ το αποδείξω; Ξανακοίτα  λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου! «Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο». Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: «Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σού ’χω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχεις»;

Βέβαια, αν το γράψω αυτό, την πάτησα, γιατί θα δείξεις λιγότερο ενδιαφέρον για μένα. Κι εγώ το ’χω ανάγκη το ενδιαφέρον σου.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ’θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες..."

Ένα παιδί , δέκα χρονών, με καρκίνο , που έχει συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του τελειώνει πείθεται από το μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύεται , τη θεία Ροζ, να γράψει τις σκέψεις του στο Θεό.

«Τι μπορώ να του γράψω;»

«Πες του τι σκέφτεσαι. Οι σκέψεις που δεν τις λες, είναι σκέψεις που βαραίνουν, σε στοιχειώνουν, σού φορτώνονται, που μουχλιάζουν και δεν κάνουν χώρο να ’ρθουν οι καινούργιες σκέψεις. Άμα δεν μιλάς, γίνεσαι ένας σκουπιδοτενεκές, γεμάτος παλιές σκέψεις που σαπίζουν.»

Αφού πρώτα του εκθέτει τη  ζωή του στο νοσοκομείο.

"Εξηγούμαι:
Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι ένα μέρος παρά πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μια χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει.
Εγώ, όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που μου έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ’ εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω πια, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να ’χα κάνει καμιά αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείρηση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμίσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου έρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει κι αυτός ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείρηση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δε μου πάει να τον βρίσω. Όσο πιο πολύ σωπαίνει ο γιατρός Ντίσελντορφ μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα, τόσο πιο ένοχος αισθάνομαι. Έχω καταλάβει ότι έγινα ένας κακός άρρωστος, ένας άρρωστος που δε θέλει να πιστέψει ότι η ιατρική κάνει θαύματα.
Η σκέψη ενός γιατρού είναι μεταδοτική. Τώρα, όλοι στον όροφο —νοσοκόμες, βοηθοί, καθαρίστριες— με κοιτάζουν με το ίδιο βλέμμα. Έχουν θλιμμένο ύφος όταν είμαι σε καλή διάθεση• γελάνε με το ζόρι όταν λέω κάποιο αστείο. Είν’ αλήθεια: δε διασκεδάζουμε πια όπως πριν.
Μόνο η θεία Ροζ δεν έχει αλλάξει. Κι ούτε νομίζω ότι μπορεί ν’ αλλάξει πια: είναι πολύ γριά. Τη θεία Ροζ, Θεέ, δεν έχω ανάγκη να σού τη συστήσω• πρέπει να ’ναι καλή σου φίλη, μια που η ίδια μου είπε να σού γράψω. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο εγώ τη φωνάζω θεία Ροζ. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνεις έναν κόπο για να καταλάβεις για ποιαν σού μιλάω: είναι η πιο ηλικιωμένη απ’ όλες τις κυρίες με τις ροζ μπλούζες που έρχονται απ’ έξω για να περάσουν λίγο χρόνο με τα άρρωστα παιδιά."

του ζητάει μιαν απάντηση.

"Αυτά που λες, Θεέ. Ήθελα, με το πρώτο μου γράμμα, να σού δείξω λίγο πώς ζω εδώ, στο νοσοκομείο, όπου τώρα με κοιτάζουν σαν να ’μουν ένα εμπόδιο στην ιατρική, και θα ’θελα να μου δώσεις μιαν απάντηση! Θα γίνω καλά; Απάντησε μου μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι». Δεν είναι δύσκολο. Ναι ή όχι. Διαγράφεις το ένα από τα δύο."

Η θεία Ροζ με την καταλυτική της παρουσία βοηθάει το παιδί να διαχειριστεί την αρρώστια του , να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και να κατανοήσει τη συμπεριφορά των γονιών του που δυσκολεύονται να συζητήσουν μαζί του για το τέλος που έρχεται. Γι' αυτό το λόγο επινοεί ένα παιχνίδι .

«Όσκαρ, τι μέρα έχουμε;»

«Πού σάς ήρθε τώρα; Κοιτάξτε το ημερολόγιο μου: 19 Δεκεμβρίου.»

«Στην πατρίδα μου, Όσκαρ, έχουμε ένα θρύλο που λέει ότι οι τελευταίες δώδεκα μέρες του χρόνου δείχνουν τον καιρό που θα κάνει τους δώδεκα μήνες της επόμενης χρονιάς. Έτσι, η 19η Δεκεμβρίου αντιστοιχεί στον Ιανουάριο• η 20ή Δεκεμβρίου, στο Φεβρουάριο και ούτω καθεξής, ώς την 31η Δεκεμβρίου που προμηνύει τον επόμενο Δεκέμβριο.»

«Αλήθεια;»

«Είναι ένας θρύλος! ο θρύλος του δωδεκαήμερου. Λέω, λοιπόν, να τον παίξουμε μαζί. Από σήμερα κιόλας, κάθε μέρα που περνάει, θα την υπολογίζεις ότι μετράει για δέκα χρόνια.»

«Δέκα χρόνια;»

«Ναι. Μια μέρα ίσον δέκα χρόνια.»

«Άμα είναι έτσι, σε δώδεκα μέρες θα ’μαι εκατόν τριάντα χρονών!»

«Ναι! Το φαντάζεσαι;»

Έτσι κατορθώνει να τον κάνει μέσα σε δώδεκα μέρες να ζήσει φανταστικά μια ολόκληρη ζωή με τις χαρές και τις λύπες, να ζήσει τον έρωτα, να παντρευτεί, να νιώσει ευτυχισμένος, να καταλάβει την αγάπη και την τρυφερότητα, να μεγαλώσει, να γεράσει και να πεθάνει .
Κατορθώνει να του εμφυσήσει ψυχική δύναμη, να του διώξει το φόβο, να του δείξει τη δύναμη της πίστης.

«Οι άνθρωποι φοβούνται να πεθάνουν, γιατί τρέμουν το άγνωστο. Όμως τι είναι το άγνωστο; Εγώ, Όσκαρ, σού προτείνω να μη φοβάσαι και να έχεις εμπιστοσύνη. Κοίτα το πρόσωπο του Θεού πάνω στο σταυρό: υπομένει τον σωματικό πόνο, αλλά, επειδή έχει εμπιστοσύνη, δε νιώθει τον ψυχικό. Τα καρφιά δεν τον πονάνε τόσο πολύ. Αυτά είχα να σού πω. Αυτό κερδίζεις με την πίστη. Κι ήθελα να σ’ το δείξω.»

«Ο.Κ., θεία Ροζ, όταν θα τα χρειαστώ απ’ το φόβο μου, θα βάλω τα δυνατά μου για να έχω εμπιστοσύνη.»

 Γιατί ο Θεός επιτρέπει να είμαστε άρρωστοι; Είναι κακός ή απλώς δεν είναι έξυπνος;»

«Η αρρώστια είναι σαν το θάνατο, Όσκαρ. Είναι γεγονός. Δεν είναι τιμωρία.»

«Πώς φαίνεται ότι δεν είστε άρρωστη!»

«Αχ και να ’ξερες, Όσκαρ...»

Αυτό με τσάκισε. Δε μου ’χε περάσει από το νου ότι η θεία Ροζ που είναι πάντα τόσο διαθέσιμη, τόσο περιποιητική, μπορούσε να έχει τα δικά της προβλήματα"

Η ανάγνωση του βιβλίου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Πικρή γιατί ένα παιδί πεθαίνει από καρκίνο μέσα σ' ένα νοσοκομείο. Γλυκιά όμως και αισιόδοξη καθώς αυτό το παιδί αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια την αρρώστια του και το θάνατο και με τη στάση του ανυψώνει την ίδια την αξία της ζωής.

"Αυτά, Θεέ. Εσένα, όμως, ακόμα σε περιμένω. Έλα. Μη διστάζεις. Έλα, ακόμα κι αν έχω πολύ κόσμο αυτόν τον καιρό. Θα χαρώ πραγματικά πολύ.
Όταν ξύπνησα, αναλογίστηκα ότι ήμουν ενενήντα χρονών, κι έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο για να δω το χιόνι.

Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόνταν, που η νυχτερινή νοσοκόμα, η κυρία Ντικρί, έπαιρνε ακόμα τον υπνάκο της, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ’ όλους εμάς! είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν κουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Και να η Πέγκι Μπλου! Και να ο Όσκαρ! Και να η θεία Ροζ! Τι υγεία!

Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ• ότι μού ’λεγες το μυστικό σου! Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σαν να ’ταν η πρώτη φορά.

Ε λοιπόν, την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να ’ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ’ τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Άκουγα τις φωνές που έρχονταν απ’ το διάδρομο σαν απ’ το θόλο μιας εκκλησίας. Ζούσα. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, που το ’κανες αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδιά του μυστηρίου για ν’ αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ."

Ένα παιδί ετοιμοθάνατο εξηγεί στους γονείς του το δώρο της ζωής 


"Προσπάθησα να εξηγήσω στους γονείς μου ότι η ζωή είναι ένα περίεργο δώρο. Στην αρχή, το υπερεκτιμάμε αυτό το δώρο: πιστεύουμε ότι αποκτήσαμε την αιώνια ζωή. Μετά, το υποτιμάμε: το βρίσκουμε χάλια, πολύ μικρό, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να το πετάξουμε. Στο τέλος, καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν δώρο, αλλά δάνειο. Και τότε, προσπαθούμε να το αξιοποιήσουμε. Το λέω εγώ, που ξέρω τι λέω, γιατί έχω πατήσει τα εκατό. Όσο γερνάμε, τόσο πρέπει να δείχνουμε ότι έχουμε το χάρισμα να εκτιμήσουμε τη ζωή. Πρέπει να εκλεπτυνόμαστε, να γινόμαστε καλλιτεχνικές φύσεις. Κάθε κρετίνος μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή στα δέκα ή στα είκοσι, αλλά στα εκατό, όταν δεν μπορεί πια να κουνηθεί, πρέπει να χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του.

Δεν ξέρω αν τους έπεισα.

Κάν’ τους μια επίσκεψη. Άρχισες μια δουλειά;

Τέλειωσε την. Εγώ είμαι λίγο κουρασμένος."

Ένα παιδί που μεταδίδει αγάπη και μετά το θάνατο του όπως φαίνεται στο τελευταίο γράμμα που γράφει πλέον η θεία Ροζ.

«Σ’ ευχαριστώ που μου γνώρισες τον Όσκαρ. Χάρη στον Όσκαρ έλεγα αστεία, έφτιαχνα ιστορίες, γινόμουν ακόμη και παλαίστρια. Χάρη στον Όσκαρ γέλασα και γνώρισα τη χαρά. Με βοήθησε να πιστέψω σε σένα. Είμαι γεμάτη αγάπη, φλέγομαι από αγάπη, μου ̉δωσε τόσο πολλή, που θα έχω για όλη μου τη ζωή»

Οι επιστολές είναι γραμμένες με την απλότητα και την αθωότητα που χαρακτηρίζουν το γράψιμο ενός δεκάχρονου . Το λεπτό χιούμορ και ο  αυτοσαρκασμός προκαλούν γέλιο και κλάμα συγχρόνως. Η οικειότητα και  η αμεσότητα στην επικοινωνία με το Θεό δημιουργούν  την εντύπωση ότι το παιδί  γράφει σε έναν φίλο του.

"Τα λέμε. Φιλάκια,

Όσκαρ.

Υ.Γ. Δεν έχω τη διεύθυνση σου. Τι κάνω;"


"Αύριο, Θεέ, είναι Χριστούγεννα. Δε μου ’χε περάσει απ’ το μυαλό ότι είναι τα γενέθλια σου. Φρόντισε να τα ξαναφτιάξω με την Πέγκι, γιατί, δεν ξέρω αν φταίει αυτό, απόψε είμαι πολύ λυπημένος και δεν έχω δύναμη για τίποτα.

Τα λέμε. Φιλάκια, 
Όσκαρ.

Υ.Γ. Τώρα που είμαστε φιλαράκια, τι δώρο θέλεις για τα γενέθλια σου;"


"Χρόνια πολλά, Θεέ. Η θεία Ροζ, που μ’ έβαλε να κοιμηθώ στο κρεβάτι του μεγάλου της γιου (ο μεγάλος της γιος είναι κτηνίατρος στο Κονγκό με τους ελέφαντες), έκρινε ότι το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά σου ήταν η συμφιλίωση μου με τους γονείς μου. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, το βρίσκω μικρό για δώρο. Αλλά αφού το λέει η θεία Ροζ που είναι και παλιά σου φίλη...

Τα λέμε. Φιλάκια, 
Όσκαρ."

"Αγαπητέ Θεέ,

Η Πέγκι Μπλου έφυγε. Γύρισε σπίτι της. Δεν είμαι χαζός... ξέρω πολύ καλά πως δε θα την ξαναδώ.

Δε θα σού γράψω, γιατί είμαι πολύ στενοχωρημένος. Η Πέγκι κι εγώ περάσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή, και τώρα να ’μαι πάλι μόνος, φαλακρός, ξεκούτης, κουρασμένος στο κρεβάτι μου. Είναι άσχημα τα γηρατειά.

Σήμερα δεν σ’ αγαπώ πια. 
Όσκαρ."

"Αγαπητέ Θεέ,

Εκατόν δέκα. Πολύ δεν είναι; Νομίζω πως αρχίζω να πεθαίνω.

Όσκαρ."

Ολόκληρη φιλοσοφία με ανατρεπτική αντίληψη για την Αρρώστια, τον Πόνο, την Απώλεια, το Θάνατο, τη Ζωή, διατυπωμένη αριστοτεχνικά μέσα από τις επιστολές ενός παιδιού στο Θεό χωρίς θρησκοληψία, μοιρολατρία και μελοδραματισμό.



Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ ( Éric-Emmanuel Schmitt ), Αγαπητέ Θεέ, Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις Opera, Αθήνα 2007, 4η έκδοση
Το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ











Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Αναστάση Ι. Γκίκα: Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ

Έλληνες Πόντιοι δηλώνοντας “Έτοιμοι για την εφαρμογή του 5χρονου πλάνου”. (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)

Γράφει η ofisofi // atexnos

Η μελέτη της ιστορίας και η προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων και διαδικασιών είναι απαραίτητο να γίνονται με νηφαλιότητα και ψυχραιμία, χωρίς  κραυγές κενές περιεχομένου. Επίσης είναι σημαντική η ματιά του ιστορικού – ερευνητή και από ποια οπτική γωνία εξετάζει, αναλύει και συνθέτει τα γεγονότα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι και η τοποθέτησή τους στην εποχή  που διαδραματίστηκαν αυτά.

Δεν είναι πολύς ο καιρός που ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών από τις δηλώσεις Φίλη και ακόμη ακούμε τον απόηχο των κραυγών κάθε φορά που διατυπώνεται μία άποψη διαφορετική. Με αυτό τον τρόπο και σιγά σιγά παγιώνονται θέσεις και απόψεις που μοιάζουν σωστές, αλλά δεν είναι καθώς απορρέουν από μια αυθαίρετη και αντιεπιστημονική χρήση των προφορικών και γραπτών μαρτυριών και μια κατ’ επιλογήν αξιοποίηση αρχειακού υλικού.

Οι απορίες μου για το αν υπήρξε γενοκτονία ή εθνοκάθαρση των Ποντίων και αν έγιναν εκκαθαρίσεις από τον Στάλιν με οδήγησαν στην μελέτη ενός διαφορετικού βιβλίου από αυτά που ευρέως κυκλοφορούν και στηρίζουν την επίσημη και κυρίαρχη ιστοριογραφική βιβλιογραφία. Πρόκειται για το βιβλίο του Αναστάση Ι. Γκίκα «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.»

Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια και ο ιστορικός επιχειρεί να προσεγγίσει και να αναλύσει τα ζητήματα του Ποντιακού Ελληνισμού και τη στάση των Ελλήνων  στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιώντας ταξικά κριτήρια. Συγχρόνως  επισημαίνει τα αναλυτικά / μεθοδολογικά προβλήματα που προκύπτουν από μια απόλυτη και ισοπεδωτική ταύτιση μιας εθνικής κοινότητας στο σύνολό της με την άρχουσα τάξη της. Η ιστορική εξέταση των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας αποκλειστικά με εθνικά κριτήρια στην ουσία κρύβει τις ταξικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του έλληνα κεφαλαιούχου και του έλληνα αγρότη, του έλληνα εργαζόμενου ή μικροεπαγγελματία και μάλιστα σε μια κοινωνία με έντονες ταξικές αντιθέσεις όπως ήταν η τσαρική Ρωσία του 19ου αι. Άλλωστε για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ανεξάρτητα από εθνική προέλευση οι συνθήκες ήταν άθλιες.

Επιπλέον διευκρινίζει ότι η υπάρχουσα βιβλιογραφία ωραιοποιεί ή αποσιωπά το γεγονός πως η πλειοψηφία των Ποντίων που μετανάστευσε στα Ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου στο τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου αι. ανήκε στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι επαναστατικές κινήσεις στα Βαλκάνια και στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες  οδήγησαν ένα σημαντικό  αριθμό Ποντίων στη Ρωσία σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής αλλά και της παράλληλης ανάδειξης του ζητήματος της παλιννόστησης  μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Υπήρχε όμως και μια μερίδα Ποντίων πλουσίων που αναζητούσε νέες αγορές προκειμένου να αυξήσει την περιουσία της και βρήκε το κατάλληλο έδαφος στη τσαρική Ρωσία.

« Έτσι, λοιπόν, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι σχετικές ιστορικές αναλύσεις κατά κανόνα , όταν μιλάνε για τους « Έλληνες της διασποράς», αναφέρονται ουσιαστικά σε μια χούφτα εχόντων και κατεχόντων και όχι στο σύνολο των μελών μιας παροικίας. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς. Στο γεγονός δηλαδή, ότι κατά βάση  το μόνο τμήμα του πληθυσμού το οποίο είχε την οικονομική δυνατότητα ( καθώς και το προνόμιο της ευμάθειας) εκείνη την εποχή να αφήνει πίσω του αρχειακό υλικό και μαρτυρίες για τους μεταγενέστερους μελετητές δεν είναι άλλη από την αστική τάξη. Ο ιστοριογράφος όμως έχει την υποχρέωση να το λαμβάνει αυτό ( την ταξική προέλευση της πληροφορίας δηλαδή) πάντοτε υπόψη προτού προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ή ανάλυση του υλικού που τίθεται στη διάθεση του.»
Προκήρυξη του Ελληνικού Τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ.) της Ουκρανίας προς τους Έλληνας εργάτας και βιοπαλαιστάς.1921 (Συλλογή Κώστα Αυγητίδη)

Η αναφορά στην εθνική συνείδηση των ελληνικών πληθυσμών του Εύξεινου Πόντου αποτελεί κεντρικό σημείο σε σημαντικό τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας και περιστρέφεται κυρίως σε δύο άξονες: α) σε μια μεταφυσική ευθεία γραμμή που συνδέει την καταγωγή των ελλήνων κατοίκων του Πόντου στη Ρωσία το 19ο – 20ο αι. με τους αρχαίους έλληνες άποικους και β) σε μια επίσης μεταφυσική άποψη  σχετική με τον προσδιορισμό του έθνους, το οποίο ορίζεται με έννοιες « καταγωγής και πεπρωμένων», « φυσικής κληρονομικότητας» και άλλα φυλετικά κριτήρια.

Η ύπαρξη , ωστόσο , των ελληνικών πληθυσμών στα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου και στην περιοχή του Καυκάσου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις συνέπειες των ρωσοτουρκικών πολέμων καθώς και στην εθνική πολιτική της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ακολούθησε ο εκρωσισμός των Ποντίων που δεν έγινε παντού και πάντοτε ομοιόμορφα. Η αντίθεση με τους Τούρκους συνετέλεσε στη διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και του πατριωτισμού των ελλήνων του Πόντου , ενώ, όπου δεν υπήρχε, οι έλληνες εκρωσίστηκαν.

Σχετικά με τις διάφορες εθνικιστικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ρωσίας αναφέρει ότι ήταν περισσότερο αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών διαδικασιών και πολύ λιγότερο προϊόν υποσυνείδητων πεποιθήσεων για το « ιστορικό πεπρωμένο του έθνους».  Επομένως τα ζητήματα καταγωγής και «εθνικής συνείδησης» με τη μορφή που κυριαρχούν στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, παρουσιάζουν  – το λιγότερο – πολλά προβλήματα. Επιστρατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο προκειμένου να εξυπηρετήσουν γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες βασιζόμενα σε ιστορικοφανείς μυθοπλασίες και όχι στην ιστορική πραγματικότητα..

Είναι γεγονός βέβαια ότι στις αρχές του 20ου αι. υπήρξε έντονη κινητικότητα γύρω από θέματα δημιουργίας πολιτικής οργάνωσης των Ποντίων σε εθνική βάση ενώ παράλληλα προωθούνταν εκδοτικές προσπάθειες από το εμπορικό κεφάλαιο στη Ρωσία. Όμως η καλλιέργεια του εθνικισμού στους εργαζόμενους ομογενείς και η προσπάθεια οργάνωσης τους σε εθνική και όχι ταξική βάση προσέφερε πολλά οφέλη στην αστική τάξη. Ανακριβείς θεωρούνται και απόψεις που θέλουν τους ελληνικούς πληθυσμούς να τηρούν παθητική ή αδρανή στάση κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι έκτροπα έγιναν από όλες τις εθνότητες και επιπλέον οι κινήσεις της ελληνικής ηγεσίας της Οδησσού άφηναν εκτεθειμένους τους πληθυσμούς του Πόντου στην τουρκική επιθετικότητα.

«Ξετυλίγοντας, λοιπόν, πτυχές της Ιστορίας, καταδικασμένες είτε στη λήθη είτε στη διαστρέβλωση από την κυρίαρχη ιστοριογραφία, αρχίζει σιγά – σιγά, βαθμιαία αλλά συστηματικά, να αποδομείται η ιδεαλιστική / μεταφυσική εικόνα της ιστορικής πορείας του ποντιακού ελληνισμού ως απόρροια «φυλετικών πεπρωμένων». Ακολούθως, βλέπουμε πως η διαμόρφωση της «εθνικής συνείδησης», των «εθνικών χαρακτηριστικών», της «εθνικής φιλίας» και έχθρας vis –a vis  άλλες εθνότητες, κ.λ.π., που πραγματοποιήθηκε συνεπεία συγκεκριμένων ιστορικοπολιτικών διαδικασιών που στην πορεία συνέθεσαν και αποκρυστάλλωσαν τη μορφή και το περιεχόμενό τους.

Αναδεικνύονται τέλος οι ταξικές αντιθέσεις που διαμορφώθηκαν αντικειμενικά ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες και καταρρέει ο μύθος της ταύτισης των συμφερόντων μιας μικρής μερίδας εχόντων και κατεχόντων ( της εκμεταλλεύτριας τάξης, της αστικής και των μεγάλων γαιοκτημόνων ) με το σύνολο ενός λαού, των εκμεταλλευόμενων τάξεων, των εργατών και των αγροτών. Η διαμετρική αυτή αντίθεση μεταξύ των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων θα γινόταν όλο και πιο φανερή – επιζητώντας ολοένα και πιο ριζοσπαστικές λύσεις – όσο οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονταν στην πορεία προς την επανάσταση…»
Ομάδα στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού. Στην πίσω σειρά (κέντρο) ο Δημήτρης Ακριτίδης. 1924 (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)

Στη συνέχεια της μελέτης παρουσιάζεται ο Ποντιακός Ελληνισμός της Ρωσίας κατά την περίοδο της Οκτωβριανής  Επανάστασης , του εμφυλίου και της ξένης στρατιωτικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια η έκταση της συμμετοχής των Ελλήνων στις επαναστατικές διαδικασίες. Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι ο εθνικισμός υπερίσχυσε της ταξικής συνείδησης. Το εθνικό στοιχείο χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικό μέσο για να κινητοποιηθούν πολλοί – όχι μόνο Έλληνες – προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των διαφόρων αστικών τάξεων της περιοχής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η ελληνική αστική τάξη διεκδίκησε πολιτική έκφραση ζητώντας αυτονομία και ανεξαρτησία των Ελλήνων του Πόντου. Πολλοί όμως ήταν οι Έλληνες προλετάριοι που συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση στο πλευρό των Μπολσεβίκων, που εντάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό, που εκλέχτηκαν στα τοπικά Σοβιέτ και σε άλλα όργανα εξουσίας και συνεργάστηκαν στον τομέα της διαφώτισης υπερασπίζοντας και διαδίδοντας τις κομμουνιστικές θέσεις και αρχές.

Πολλοί όμως ήταν και οι Έλληνες Πόντιοι που τοποθετήθηκαν εναντίον της επανάστασης και συνεργάστηκαν με τους αντιπάλους της.

Εύλογο είναι το ερώτημα για τη στάση των Μπολσεβίκων στους Έλληνες αυτή την περίοδο. Υποστηρίζει ο ιστορικός επικαλούμενος δεκάδες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων ότι δεν υπήρξαν διώξεις εθνικού χαρακτήρα. Οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους με ταξικά κριτήρια και είναι αυθαίρετη η ταύτιση των συμφερόντων της αστικής τάξης με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Ως προς το πρόβλημα των προσφύγων και την αναφορά σε αυτό της συντριπτικής πλειοψηφίας της σχετικής βιβλιογραφίας επιρρίπτει ευθύνες στις κινήσεις της ελληνοποντιακής ηγεσίας για τους χειρισμούς της και αποκαλύπτει ότι όλη αυτή η εμπόλεμη κατάσταση έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πολιτική και οικονομική ηγεσία του Πόντου , η οποία δεν δίστασε να πλουτίσει εκμεταλλευόμενη το φόβο και τις ανησυχίες των συμπατριωτών τους , που πολλές φορές η ίδια καλλιέργησε. Καταγγέλλει μάλιστα τις κινήσεις αυτές ανεξάρτητα αν έγιναν από αμέλεια ή σκοπιμότητα ως υπεύθυνες για «ένα πραγματικό έγκλημα, άγνωστο εν πολλοίς ως τις μέρες μας», χωρίς να παραλείψει να αναφέρει την  άμεση κινητοποίηση των ελληνικών τμημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος με τη διενέργεια εράνων υπέρ των προσφύγων και την οργάνωση ειδικών επιτροπών για την βοήθεια τους.

Επιμένει να διευκρινίζει στην ανάλυσή του ότι οποιαδήποτε εχθρική στάση των ντόπιων πληθυσμών εναντίον μιας μερίδας Ελλήνων της Ν.Ρωσίας είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη θέση τους στο εκμεταλλευτικό σύστημα της τσαρικής Ρωσίας .

Πολύ σημαντική είναι η ενότητα που αναφέρεται στην επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εναντίον των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας και ιδιαίτερα στη συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία και στην κατασταλτική του δράση παρουσιάζοντας πτυχές των συνεπειών της Ουκρανικής εκστρατείας λιγότερο προβεβλημένες.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η παράθεση στοιχείων για τη στάση των ελλήνων φαντάρων οι οποίοι είτε αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές και φυλακίστηκαν είτε λιποτάκτησαν είτε αυτομόλησαν είτε αρνήθηκαν να πολεμήσουν συντεταγμένα. Καταρρίπτει έτσι τον μύθο για την εθνικοφροσύνη και τον αντικομμουνισμό των ελλήνων στρατιωτών του εκστρατευτικού σώματος και σημειώνει την επίδραση των ελλήνων κομμουνιστών με την ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα Οδησσού.

Στις πτυχές και στα ζητήματα της πορείας του Πόντου την εποχή του ιμπεριαλισμού εξετάζονται οι ιστορικές διαδικασίες που αναδείχτηκαν στην περιοχή του Πόντου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά στοιχεία που παραθέτει ας προσέξουμε πώς καλλιεργήθηκε η ιδέα του ομόθρησκου και του ομόφυλου και πώς οι διάφοροι λαοί της περιοχής οδηγήθηκαν να ακολουθούν ηγεσίες που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά δεν είχαν τα ίδια ταξικά χαρακτηριστικά ούτε τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Έτσι όχι απλά μπήκε φραγμός στους κοινούς ταξικούς αγώνες των Τούρκων, των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ελλήνων εργατών και αγροτών αλλά έφερε σφαγές χιλιάδων αμάχων και αλληλοσφαγές των λαών.
8ο Ελληνικό Σχολείο Σοχούμ. 1931 (Συλλογή Ν. Σαλπιστή)

Αναλύεται επίσης το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που ανέδειξε τους Νεότουρκους και παρουσιάζεται η ευνοϊκή αντιμετώπιση τους από την ηγεσία της μητροπολιτικής Ελλάδας εξ αιτίας των δικαιωμάτων που διεύρυνε ή κατοχύρωνε η άρχουσα τάξη.  Όμως η τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε πλέον και αυτή το δικό της έθνος – κράτος. Επομένως το εθνικό ζήτημα ήταν αλληλένδετο με το ζήτημα της κυριαρχίας της τουρκικής αστικής τάξης σε έναν γεωγραφικό χώρο που θεωρούσε δικό της και τον διεκδικούσε από τους λαούς που τον κατοικούσαν αλλά δεν ήταν Τούρκοι. Ανάμεσά τους και οι Έλληνες. Οι Νεότουρκοι κατέληξαν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους συμμαχώντας με το γερμανικό ιμπεριαλισμό.

«Το πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Γερμανίας, καθώς και της ανερχόμενης ντόπιας αστικής τάξης της Τουρκίας, δεν αναγόταν σε φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά σε καθαρά οικονομικά και πολιτικά[…] Κοινός αντίπαλος; Το ελληνικό ( και αρμένικο) κεφάλαιο.

Η βίαιη εκτόπιση  ή εξολόθρευση ολόκληρων λαών προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού δεν ήταν βέβαια κάτι πρωτόγνωρο[…]

Η στάση του γερμανικού ιμπεριαλισμού έναντι των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας είχε να κάνει τέλος και με τις προετοιμασίες του πρώτου αναφορικά με τον επερχόμενο πόλεμο…»

Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα για την αντιμετώπιση και διαχείριση της διαμορφούμενης  κατάστασης από την ποντιακή ηγεσία.

Οι γνώμες και οι τάσεις στο θέμα της αυτονόμησης ήταν πολλές και υπήρχαν ενδογενείς αντιθέσεις στις ποντιακές οργανώσεις. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν και τα εμπορικά συμφέροντα διαφόρων κύκλων της άρχουσας τάξης.

Πολλοί ερευνητές συνέδεσαν το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου με την Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και τις επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου. Οι χειρισμοί που ακολουθήθηκαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις και στην κατάληξη του ποντιακού ζητήματος. Οι επιλογές πάντως της ελληνικής και της ποντιακής ηγεσίας διαμορφώθηκαν κυρίως μετά τη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ στον πόλεμο.

Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορά τη στάση της σοβιετικής εξουσίας στην οποία το σύνολο σχεδόν της βιβλιογραφίας αποδίδει σημαντικό μέρος της ευθύνης για την καταστροφή του Πόντου. Ο ιστορικός υποστηρίζει ότι από το 1922 και μετά παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια μετατόπισης των ευθυνών, με σκοπό την τελική αποσιώπησή τους για την καταστροφή του Πόντου και της Μ.Ασίας, στους κομμουνιστές, ντόπιους και διεθνείς.

Με μια σειρά σημαντικών στοιχείων ο συγγραφέας επιχειρεί να καταγράψει και να ερμηνεύσει τη στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας και κυρίως εκείνη της σοβιετοτουρκικής προσέγγισης. Παραθέτει και τις προσπάθειες προσέγγισης τόσο της Ελλάδας όσο και των Ποντίων από τη μεριά των μπολσεβίκων , που όμως δεν απέδωσαν. Αναφέρει και το περιστατικό της συνάντησης του σοβιετικού απεσταλμένου με τον Γιάννη Κορδάτο , που έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς απαντά σε πολλά ερωτήματα σχετικά με τη στάση των Σοβιέτ έναντι της Τουρκίας εκείνη την περίοδο.

«Αποκλειστικά υπεύθυνοι της τραγικής κατάληξης του ζητήματος του Πόντου δεν ήταν άλλοι από:

α) Τον ενδοαστικό ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε  μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων  στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία ( του ανερχόμενου τουρκικού αστικού εθνισμού από τη μία και του έως τότε κυρίαρχου ελληνικού κεφαλαίου από την άλλη)

β) Τις επιλογές της ελληνοποντιακής  πολιτικοοικονομικής και θρησκευτικής ηγεσίας σχετικά με την πορεία του ζητήματος του Πόντου, και

γ) το διεθνή ιμπεριαλισμό, τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις του στην περιοχή.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες χρησιμοποίησαν τους ντόπιους πληθυσμούς προς εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων»

Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών είναι γνωστά όπως και η στάση των αστικών κομμάτων στην Ελλάδα απέναντι στους πρόσφυγες.
Οι πρώτοι δάσκαλοι του ελληνικού σχολείου της Τσάλκας. 1936.
(Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)

Τι γινόταν όμως με τους έλληνες που παρέμειναν στη Σοβιετική Ένωση; Ποια η σχέση τους με τη νέα σοβιετική εξουσία. Οι αναφορές της εποχής κάνουν λόγο για τη συμμετοχή των ελλήνων στις λεγόμενες « εργατικές ομάδες κρούσης» που ήταν πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης σε διάφορους χώρους δουλειάς. Ο στόχος της σοβιετικής εξουσίας ήταν η δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ των ιδιαίτερων εθνικών ταυτοτήτων και η ανάδειξη της σοβιετικής κουλτούρας σε πανενωσιακό επίπεδο. Είναι αναληθές ότι η σοβιετική ηγεσία ακολούθησε αφομοιωτική πολιτική στις εθνικές μειονότητες.

Ως προς τους Έλληνες οι σοβιετικοί πήραν μέτρα υλικής στήριξης φροντίζοντας για την αποκατάσταση των προσφύγων και χορηγώντας πιστώσεις για την ανάκαμψη των αγροτικών οικονομιών στις ελληνικές περιοχές. Οι σοβιετικές αρχές ενθάρρυναν τη σύσταση ελληνικών συλλόγων και  πολιτιστικών κέντρων . Οι ελληνικές κοινότητες κατόρθωσαν  να αναπτυχθούν πολιτιστικά και να καλλιεργήσουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Κτίστηκαν πολλά ελληνικά σχολεία και καθιερώθηκε η δημοτική ως κύρια γλώσσα διδασκαλίας. Οι ενήλικες αναλφάβητοι μορφώνονταν στη μητρική τους γλώσσα  και γενικά περιοχές με συγκεντρωμένους ελληνικούς πληθυσμούς αναδείχτηκαν σε σημαντικές εστίες πολιτιστικής δραστηριότητας.

Παρ’ όλα αυτά πολλοί Έλληνες ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1920 και αυτή η επιθυμία παρερμηνεύτηκε και αποδόθηκε σε καταπιέσεις και διώξεις.

«Συμπληρωματικά…δεν πρέπει να λησμονούμε και τα εξής:

α) Πως ένα μεγάλο τμήμα των Ελληνοποντίων που επιθυμούσε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγες του Πόντου, άνθρωποι οι οποίοι κατέφυγαν στα ρωσικά παράλια ως ενδιάμεσο σταθμό προς τον τελικό προορισμό τους: την Ελλάδα. Επομένως, για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα – το οποίο παρατεινόταν  συνεχώς  από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να τους δεχτεί – οι πληθυσμοί αυτοί δεν θεωρούσαν την κατάστασή τους μόνιμη.

β) Πως όντας ουσιαστικά «πληθυσμοί εν αναμονή» ήταν επόμενο η συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας να είναι σχετικά περιορισμένη…»

Ορισμένοι ιστοριογράφοι είδαν ως επίθεση εναντίον των θρησκευτικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των εθνοτήτων και ειδικά των ελλήνων την πολιτική που εφάρμοσε η σοβιετική εξουσία για πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας και την ανεξιθρησκεία.

Νέα δεδομένα εμφανίζονται την εποχή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής με όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αυτή την εποχή ,1921 -1926 , το ελληνικό κεφάλαιο ανακάμπτει και επαναδραστηριοποιείται . Το ίδιο συμβαίνει και με τους μεγάλους Έλληνες γαιοκτήμονες. Πολλοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν σημαντικές ποσότητες ξένου συναλλάγματος καθώς με τη νομοθεσία για τη ΝΕΠ είχε αφεθεί ελεύθερο το εμπόριο. Η αποταμίευση σε συνάλλαγμα ήταν μια από τις αιτίες που συνελήφθησαν πολλοί Έλληνες καθώς απαγορευόταν στην ΕΣΣΔ η κατοχή συναλλάγματος.

Αυτή η οικονομική επανάκαμψη της αστικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε και ισχυρό παράγοντα εναντίον της επανάστασης που συνδυάστηκε με τον εθνικισμό. Δίνονται οι προβληματισμοί σχετικά με την πολιτική που ακολούθησε η σοβιετική πολιτική στο θέμα των εθνοτήτων και γίνεται αναφορά στη δράση ένοπλων εθνικιστικών ομάδων που στηρίζονταν άμεσα ή έμμεσα από αστικές κυβερνήσεις του εξωτερικού με στόχο την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας.
Έλληνες Πόντιοι σε διακοπές για ένα μήνα για την “καλή δουλειά”. Σοχούμ 1933. (Συλλογή Ν.Σαλπιστή)

Στη δεκαετία του 1920 οι Έλληνες συμμετείχαν στην κοινωνική , οικονομική και πολιτική ζωή της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα σε περιοχές με εργατικό και αγροτικό ελληνικό πληθυσμό και αναβαθμίστηκε το βιοτικό τους επίπεδο σε σημαντικό βαθμό. Πολύ υψηλά θεωρούνται και τα επίπεδα ένταξης τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του βιβλίου είναι εκείνο που αναφέρεται στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης καθώς θεωρείται ένα από τα λίγα ιστορικά γεγονότα που έχουν προκαλέσει « μένος, διαστρέβλωση και ισοπεδωτική πολεμική. Και όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών αναλύσεων φαίνεται να αγνοεί πως η διαδικασία μετασχηματισμού στον τύπο και οργάνωση της αγροτικής παραγωγής δεν αποτελούσε αποκλειστικό φαινόμενο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού  στην ΕΣΣΔ».

Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή του κινήματος της κολεκτιβοποίησης από τα τέλη του 18ου αι. στην Αγγλία και εξηγώντας πώς αυτή η διαδικασία έγινε στον καπιταλισμό και πώς στον σοσιαλισμό προχωράει στα αίτια και στους παράγοντες που επέβαλαν την αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση. Μελετά το φαινόμενο αυτό στην πρακτική του εφαρμογή και δεν διστάζει να δηλώσει ότι κατά την πραγματοποίηση της έγιναν παρατυπίες , υπερβολές, αυθαιρεσίες.

«Έγιναν παρατυπίες, υπερβολές, αυθαιρεσίες κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης; Η απάντηση είναι πως ναι έγιναν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τοπικές αρχές και κομματικές οργανώσεις, επέδειξαν

«υπερβάλλοντα» ζήλο, αγνοώντας, παρερμηνεύοντας, ή ακόμα και παραβιάζοντας κατάφωρα τις οδηγίες και τους κανόνες για την κολεκτιβοποίηση που είχαν εκπονηθεί μετά από πολλές συζητήσεις και προγραμματισμό από την κεντρική σοβιετική εξουσία.»

Εξετάζει την κολεκτιβοποίηση ως πεδίο έντονης ταξικής πάλης και σε συνδυασμό με τον εθνικισμό  και τον τρόπο που τον εκμεταλλεύτηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις και ιδιαίτερα στις παραμεθόριες περιοχές καθώς και τις αδυναμίες των κομμουνιστών να τις αντιμετωπίσουν.

Μέσα σε αυτή τη σκληρή ταξική σύγκρουση οι Έλληνες βρέθηκαν στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να βοηθήσουν, πρωτοστάτησαν στη δημιουργία ελληνικών κολχόζ  και διακρίθηκαν για τη δουλειά τους, αλλά και πολλοί ήταν εκείνοι που κατείχαν μεγάλες ιδιοκτησίες και βλέποντας ότι είχαν πολλά να χάσουν  πολέμησαν τα νεοϊδρυθέντα κολχόζ υπονομεύοντας τα με διάφορους τρόπους.

Το ίδιο σημαντική ήταν η συμμετοχή των Ελλήνων εργαζομένων της Σοβιετικής Ένωσης στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης και της μάχης που δόθηκε για την εκπλήρωση του πρώτου πεντάχρονου πλάνου.

Η δεκαετία του 1930 δίνεται μέσα από τις προκλήσεις και τις προοπτικές που ανοίγονταν αλλά και τους προβληματισμούς γύρω από τη σοβιετική πολιτική στο θέμα των εθνοτήτων.

Αναλύονται οι αλλαγές εκείνες που πραγματοποιήθηκαν και κατά καιρούς παρερμηνεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν . Μέσα σε αυτές εντάσσεται και η μείωση των ελληνικών εθνικών σοβιέτ. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην οδηγία του Στάλιν και στη φιλολογία περί εθνικών εκκαθαρίσεων που αναπτύχθηκε γύρω από αυτήν υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν μπορεί να μελετάται ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο της ιστορικής πραγματικότητας και από το ειδικότερο περιεχόμενό της.

Το μέτρο της μετεγκατάστασης και τα αίτια που οδήγησαν στη λήψη δραστικών αποφάσεων για ορισμένα τμήματα του πληθυσμού και για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα ενότητα.
Άγαλμα για τους Έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)

Παρουσιάζει επίσης τα αίτια και τις παρερμηνείες για τη μεταναστευτική τάση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930. Δεν αρνείται διώξεις που έγιναν εναντίον Eλλήνων. Ξεκαθαρίζει όμως για μια ακόμα αφορά ότι οι λόγοι της δίωξης είχαν να κάνουν με κριτήρια ταξικά και όχι εθνικά. Η ένοπλη αντεπαναστατική δράση, η παράνομη αγοραπωλησία συναλλάγματος, η μαύρη αγορά, οι οικονομικές και διοικητικές καταχρήσεις ήταν μερικοί από τους λόγους αυτούς και αφορούσαν εξατομικευμένες περιπτώσεις όχι συλλογικές ή εθνικές.

Αναδεικνύει ένα ακόμα θέμα που θεωρεί ότι η κυρίαρχη ιστοριογραφία έχει θάψει, την ανάπτυξη του πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1930. Αναφέρεται και ειδικά στους Έλληνες οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό απέκτησαν αυτή την εποχή ανώτατη μόρφωση.

Στο ζήτημα των διώξεων του 1937 – 1939  κάνει μια εισαγωγή στα αίτια και προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως γιατί έγιναν, ποιους αφορούσαν, τη διάσταση ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα.

«Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από αυτές τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) το χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκταση τους. Μια πρόσφατη έρευνα Αμερικανών ιστορικών στα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε  στο  American Historical Review ( όπως και στο L’ Historie  του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας), προσφέρει μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλια τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ.  Η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας»

(αναφέρονται στην περίοδο 1936 – 1940) « στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές». Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ ( και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξ αιτίας της καταγωγής τους…»

Ακολουθεί μια παρένθεση στην οποία γίνεται σύντομη επισκόπηση του ποινικού συστήματος της ΕΣΣΔ, που « τη δεκαετία του 1930 αποτελούνταν από ένα σωφρονιστικό δίκτυο, το οποίο περιελάμβανε: 1. Τις φυλακές, 2. Τα στρατόπεδα εργασίας ( Gulag), 3. Τις «αποικίες εργασίας» και 4. Τις ειδικές ανοικτές ζώνες.» Η παρένθεση κλείνει με την παράθεση στοιχείων από πρόσφατη αρχειακή έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα στα Gulag. Είναι άξιο αναφοράς ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στο περιοδικό  Canadian Slavonic Papers

(τεύχος Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2004 ) και υπήρξαν αποκαλυπτικά ακόμα και για τον ίδιο τον ερευνητή που τη διεξήγε.

Επιπλέον θεωρεί χρήσιμη μια συνοπτική συγκριτική προσέγγιση των δύο ιστορικών περιόδων που ονομάστηκαν από την μετέπειτα ιστοριογραφία ως περίοδοι «Τρομοκρατίας» και αφορά το διάστημα 1793 – 1794 στη Γαλλία και το 1936 – 1939 στην ΕΣΣΔ , τονίζοντας ότι και οι δύο περιπτώσεις βαφτίστηκαν έτσι από τους αντίστοιχους ταξικούς αντιπάλους των δύο επαναστάσεων.

Ως προς τις διώξεις θέτει πάλι το ερώτημα αν παρατηρήθηκαν παρατυπίες, αυθαιρεσίες και λάθη και παραβιάσεις των σοβιετικών νόμων. Η απάντηση του είναι θετική διευκρινίζοντας όμως ότι αυτές ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα και ότι δεν υιοθετήθηκαν ούτε έγιναν ποτέ αποδεκτά ως μέρος της κεντρικής πολιτικής της σοβιετικής εξουσίας, η οποία και τις καταδίκασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αν και το σύνολο της βιβλιογραφίας το αποσιωπά ή το αποδίδει σε άρση της εύνοιας του Στάλιν σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Ειδικότερα τον απασχολεί η μορφή και η έκταση των διώξεων στους ελληνικούς πληθυσμούς της ΕΣΣΔ  γι’ αυτό αναζητεί τα πραγματικά αίτια και το περιεχόμενο των διώξεων , τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία τους επιμένοντας στον ταξικό προσανατολισμό των κινήσεων των σοβιετικών αρχών.

Δεν παραλείπει να αναφερθεί στο μεγάλο πατριωτικό πόλεμο και στη συμμετοχή ή όχι των Ελλήνων στον αντιφασιστικό αγώνα.

«Πώς εντάχθηκαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα κατά του φασισμού; Όσοι είχαν τη σοβιετική υπηκοότητα πολέμησαν στο μέτωπο μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού όπως όλοι οι σοβιετικοί πολίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Από τους Έλληνες δίχως σοβιετική υπηκοότητα

( δηλαδή με ελληνικό, ανανεωμένο ή όχι διαβατήριο) , ένας αριθμός κατατάχτηκε εθελοντικά, ένας άλλος εντάχτηκε στο παρτιζάνικο κίνημα, μια σημαντική μερίδα ρίχτηκε στη μάχη της παραγωγής και μια άλλη έμεινε ουσιαστικά αμέτοχη…Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων κομμουνιστών – και ιδιαίτερα των Ελλήνων νέων κομσομόλων – που πολέμησαν με απαράμιλλο ενθουσιασμό και ηρωισμό στα διάφορα πεδία του πολέμου…»

Υπήρχαν βέβαια και οι εξαιρέσεις εκείνων των Ελλήνων που ασχολήθηκαν με τη μαύρη αγορά ή συμμετείχαν σε φιλοφασιστικές οργανώσεις πολεμώντας στο πλευρό των Ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.

Δύο επίσης σοβαρά θέματα που θίγονται και παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους η σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε στην απόφασή τους είναι οι μετεγκαταστάσεις ανθρώπων από τον τόπο τους σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ. Τονίζεται ο αμυντικός χαρακτήρας των μέτρων και όχι ο κατασταλτικός.

«Υπήρξε «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν»; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι, η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί «μαζικών διώξεων» και «γενοκτονίας» αναδεικνύεται και από τη συνεχόμενη αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσιάζει μείωση ή στασιμότητα[…] Η αφερεγγυότητα των ισχυρισμών της κυρίαρχης ιστοριογραφίας αποδεικνύεται επιπλέον από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα σε όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας»

Στην κατακλείδα του βιβλίου ο ιστορικός εκθέτει τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του σχετικά με την αναθεώρηση της ιστορίας και την προσπάθεια που γίνεται να εξισωθεί ο φασισμός με το σοσιαλισμό,  θεωρώντας την ουσιαστικό στοιχείο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Στα πλαίσια αυτά υιοθετείται και η ανάλογη μεθοδολογική προσέγγιση που έχει την τάση να αποσπά το μερικό από το γενικό και να το αναδεικνύει σε απόλυτη αλήθεια και προτείνει μια πιο προσεκτική εξέταση των πηγών από τις οποίες εκπορεύονται τα διάφορα αντικομμουνιστικά ιδεολογήματα.

Αντί επιλόγου επιλέγει να μας παρουσιάσει τη Ρωσία στις συνθήκες παλινόρθωσης του καπιταλισμού και τη θέση των Ελλήνων εκεί σήμερα.


Το βιβλίο διανθίζεται από πλήρεις ανταποκρίσεις του Δ. Λιάσκοβα για το Ριζοσπάστη το 1935, μέσα από τις οποίες ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί γεγονότα  άγνωστα στην επίσημη ιστορία. Εξ ίσου συναρπαστικές και αυθεντικές οι ανταποκρίσεις από τη Σοβιετική Ένωση του 1920 της αμερικανίδας δημοσιογράφου Anne – Louise Strong. Πλούσιο αρχειακό υλικό  με  παρένθετες παρουσιάσεις σημαντικών σοβιετικών και διεθνών κειμένων,  μαρτυριών και φωτογραφιών.

Ένα  αξιόλογο ιστορικό βιβλίο που παρουσιάζει  άγνωστες πτυχές από την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και των συνθηκών οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση αλλά και προσφέρεται για προβληματισμό και σκέψη σχετικά με ό,τι μας μεταδίδεται και μας παρουσιάζεται σαν αληθινό .

Μια διεισδυτική και αναλυτική εργασία που «στοχεύει σε μια μαρξιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση ιστορικών γεγονότων και διαδικασιών, μακριά τόσο από εξιδανικευμένες ωραιοποιήσεις όσο και από ισοπεδωτικούς μηδενισμούς, η οποία θα συμβάλει …στην περαιτέρω μελέτη και ανάλυσή τους»


Αναστάσης  Ι. Γκίκας, Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007


( Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)