Έλληνες Πόντιοι δηλώνοντας “Έτοιμοι για την εφαρμογή του 5χρονου πλάνου”. (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)
Γράφει η ofisofi // atexnos
Δεν είναι πολύς ο καιρός που ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών από τις δηλώσεις Φίλη και ακόμη ακούμε τον απόηχο των κραυγών κάθε φορά που διατυπώνεται μία άποψη διαφορετική. Με αυτό τον τρόπο και σιγά σιγά παγιώνονται θέσεις και απόψεις που μοιάζουν σωστές, αλλά δεν είναι καθώς απορρέουν από μια αυθαίρετη και αντιεπιστημονική χρήση των προφορικών και γραπτών μαρτυριών και μια κατ’ επιλογήν αξιοποίηση αρχειακού υλικού.
Οι απορίες μου για το αν υπήρξε γενοκτονία ή εθνοκάθαρση των Ποντίων και αν έγιναν εκκαθαρίσεις από τον Στάλιν με οδήγησαν στην μελέτη ενός διαφορετικού βιβλίου από αυτά που ευρέως κυκλοφορούν και στηρίζουν την επίσημη και κυρίαρχη ιστοριογραφική βιβλιογραφία. Πρόκειται για το βιβλίο του Αναστάση Ι. Γκίκα «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.»
Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια και ο ιστορικός επιχειρεί να προσεγγίσει και να αναλύσει τα ζητήματα του Ποντιακού Ελληνισμού και τη στάση των Ελλήνων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιώντας ταξικά κριτήρια. Συγχρόνως επισημαίνει τα αναλυτικά / μεθοδολογικά προβλήματα που προκύπτουν από μια απόλυτη και ισοπεδωτική ταύτιση μιας εθνικής κοινότητας στο σύνολό της με την άρχουσα τάξη της. Η ιστορική εξέταση των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας αποκλειστικά με εθνικά κριτήρια στην ουσία κρύβει τις ταξικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του έλληνα κεφαλαιούχου και του έλληνα αγρότη, του έλληνα εργαζόμενου ή μικροεπαγγελματία και μάλιστα σε μια κοινωνία με έντονες ταξικές αντιθέσεις όπως ήταν η τσαρική Ρωσία του 19ου αι. Άλλωστε για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ανεξάρτητα από εθνική προέλευση οι συνθήκες ήταν άθλιες.
Επιπλέον διευκρινίζει ότι η υπάρχουσα βιβλιογραφία ωραιοποιεί ή αποσιωπά το γεγονός πως η πλειοψηφία των Ποντίων που μετανάστευσε στα Ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου στο τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου αι. ανήκε στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι επαναστατικές κινήσεις στα Βαλκάνια και στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες οδήγησαν ένα σημαντικό αριθμό Ποντίων στη Ρωσία σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής αλλά και της παράλληλης ανάδειξης του ζητήματος της παλιννόστησης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Υπήρχε όμως και μια μερίδα Ποντίων πλουσίων που αναζητούσε νέες αγορές προκειμένου να αυξήσει την περιουσία της και βρήκε το κατάλληλο έδαφος στη τσαρική Ρωσία.
« Έτσι, λοιπόν, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι σχετικές ιστορικές αναλύσεις κατά κανόνα , όταν μιλάνε για τους « Έλληνες της διασποράς», αναφέρονται ουσιαστικά σε μια χούφτα εχόντων και κατεχόντων και όχι στο σύνολο των μελών μιας παροικίας. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς. Στο γεγονός δηλαδή, ότι κατά βάση το μόνο τμήμα του πληθυσμού το οποίο είχε την οικονομική δυνατότητα ( καθώς και το προνόμιο της ευμάθειας) εκείνη την εποχή να αφήνει πίσω του αρχειακό υλικό και μαρτυρίες για τους μεταγενέστερους μελετητές δεν είναι άλλη από την αστική τάξη. Ο ιστοριογράφος όμως έχει την υποχρέωση να το λαμβάνει αυτό ( την ταξική προέλευση της πληροφορίας δηλαδή) πάντοτε υπόψη προτού προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ή ανάλυση του υλικού που τίθεται στη διάθεση του.»
Προκήρυξη του Ελληνικού Τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ.) της Ουκρανίας προς τους Έλληνας εργάτας και βιοπαλαιστάς.1921 (Συλλογή Κώστα Αυγητίδη)
Η ύπαρξη , ωστόσο , των ελληνικών πληθυσμών στα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου και στην περιοχή του Καυκάσου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις συνέπειες των ρωσοτουρκικών πολέμων καθώς και στην εθνική πολιτική της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ακολούθησε ο εκρωσισμός των Ποντίων που δεν έγινε παντού και πάντοτε ομοιόμορφα. Η αντίθεση με τους Τούρκους συνετέλεσε στη διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και του πατριωτισμού των ελλήνων του Πόντου , ενώ, όπου δεν υπήρχε, οι έλληνες εκρωσίστηκαν.
Σχετικά με τις διάφορες εθνικιστικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ρωσίας αναφέρει ότι ήταν περισσότερο αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών διαδικασιών και πολύ λιγότερο προϊόν υποσυνείδητων πεποιθήσεων για το « ιστορικό πεπρωμένο του έθνους». Επομένως τα ζητήματα καταγωγής και «εθνικής συνείδησης» με τη μορφή που κυριαρχούν στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, παρουσιάζουν – το λιγότερο – πολλά προβλήματα. Επιστρατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο προκειμένου να εξυπηρετήσουν γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες βασιζόμενα σε ιστορικοφανείς μυθοπλασίες και όχι στην ιστορική πραγματικότητα..
Είναι γεγονός βέβαια ότι στις αρχές του 20ου αι. υπήρξε έντονη κινητικότητα γύρω από θέματα δημιουργίας πολιτικής οργάνωσης των Ποντίων σε εθνική βάση ενώ παράλληλα προωθούνταν εκδοτικές προσπάθειες από το εμπορικό κεφάλαιο στη Ρωσία. Όμως η καλλιέργεια του εθνικισμού στους εργαζόμενους ομογενείς και η προσπάθεια οργάνωσης τους σε εθνική και όχι ταξική βάση προσέφερε πολλά οφέλη στην αστική τάξη. Ανακριβείς θεωρούνται και απόψεις που θέλουν τους ελληνικούς πληθυσμούς να τηρούν παθητική ή αδρανή στάση κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι έκτροπα έγιναν από όλες τις εθνότητες και επιπλέον οι κινήσεις της ελληνικής ηγεσίας της Οδησσού άφηναν εκτεθειμένους τους πληθυσμούς του Πόντου στην τουρκική επιθετικότητα.
«Ξετυλίγοντας, λοιπόν, πτυχές της Ιστορίας, καταδικασμένες είτε στη λήθη είτε στη διαστρέβλωση από την κυρίαρχη ιστοριογραφία, αρχίζει σιγά – σιγά, βαθμιαία αλλά συστηματικά, να αποδομείται η ιδεαλιστική / μεταφυσική εικόνα της ιστορικής πορείας του ποντιακού ελληνισμού ως απόρροια «φυλετικών πεπρωμένων». Ακολούθως, βλέπουμε πως η διαμόρφωση της «εθνικής συνείδησης», των «εθνικών χαρακτηριστικών», της «εθνικής φιλίας» και έχθρας vis –a vis άλλες εθνότητες, κ.λ.π., που πραγματοποιήθηκε συνεπεία συγκεκριμένων ιστορικοπολιτικών διαδικασιών που στην πορεία συνέθεσαν και αποκρυστάλλωσαν τη μορφή και το περιεχόμενό τους.
Αναδεικνύονται τέλος οι ταξικές αντιθέσεις που διαμορφώθηκαν αντικειμενικά ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες και καταρρέει ο μύθος της ταύτισης των συμφερόντων μιας μικρής μερίδας εχόντων και κατεχόντων ( της εκμεταλλεύτριας τάξης, της αστικής και των μεγάλων γαιοκτημόνων ) με το σύνολο ενός λαού, των εκμεταλλευόμενων τάξεων, των εργατών και των αγροτών. Η διαμετρική αυτή αντίθεση μεταξύ των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων θα γινόταν όλο και πιο φανερή – επιζητώντας ολοένα και πιο ριζοσπαστικές λύσεις – όσο οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονταν στην πορεία προς την επανάσταση…»
Ομάδα στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού. Στην πίσω σειρά (κέντρο) ο Δημήτρης Ακριτίδης. 1924 (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)
Πολλοί όμως ήταν και οι Έλληνες Πόντιοι που τοποθετήθηκαν εναντίον της επανάστασης και συνεργάστηκαν με τους αντιπάλους της.
Εύλογο είναι το ερώτημα για τη στάση των Μπολσεβίκων στους Έλληνες αυτή την περίοδο. Υποστηρίζει ο ιστορικός επικαλούμενος δεκάδες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων ότι δεν υπήρξαν διώξεις εθνικού χαρακτήρα. Οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους με ταξικά κριτήρια και είναι αυθαίρετη η ταύτιση των συμφερόντων της αστικής τάξης με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Ως προς το πρόβλημα των προσφύγων και την αναφορά σε αυτό της συντριπτικής πλειοψηφίας της σχετικής βιβλιογραφίας επιρρίπτει ευθύνες στις κινήσεις της ελληνοποντιακής ηγεσίας για τους χειρισμούς της και αποκαλύπτει ότι όλη αυτή η εμπόλεμη κατάσταση έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πολιτική και οικονομική ηγεσία του Πόντου , η οποία δεν δίστασε να πλουτίσει εκμεταλλευόμενη το φόβο και τις ανησυχίες των συμπατριωτών τους , που πολλές φορές η ίδια καλλιέργησε. Καταγγέλλει μάλιστα τις κινήσεις αυτές ανεξάρτητα αν έγιναν από αμέλεια ή σκοπιμότητα ως υπεύθυνες για «ένα πραγματικό έγκλημα, άγνωστο εν πολλοίς ως τις μέρες μας», χωρίς να παραλείψει να αναφέρει την άμεση κινητοποίηση των ελληνικών τμημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος με τη διενέργεια εράνων υπέρ των προσφύγων και την οργάνωση ειδικών επιτροπών για την βοήθεια τους.
Επιμένει να διευκρινίζει στην ανάλυσή του ότι οποιαδήποτε εχθρική στάση των ντόπιων πληθυσμών εναντίον μιας μερίδας Ελλήνων της Ν.Ρωσίας είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη θέση τους στο εκμεταλλευτικό σύστημα της τσαρικής Ρωσίας .
Πολύ σημαντική είναι η ενότητα που αναφέρεται στην επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εναντίον των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας και ιδιαίτερα στη συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία και στην κατασταλτική του δράση παρουσιάζοντας πτυχές των συνεπειών της Ουκρανικής εκστρατείας λιγότερο προβεβλημένες.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η παράθεση στοιχείων για τη στάση των ελλήνων φαντάρων οι οποίοι είτε αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές και φυλακίστηκαν είτε λιποτάκτησαν είτε αυτομόλησαν είτε αρνήθηκαν να πολεμήσουν συντεταγμένα. Καταρρίπτει έτσι τον μύθο για την εθνικοφροσύνη και τον αντικομμουνισμό των ελλήνων στρατιωτών του εκστρατευτικού σώματος και σημειώνει την επίδραση των ελλήνων κομμουνιστών με την ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα Οδησσού.
Στις πτυχές και στα ζητήματα της πορείας του Πόντου την εποχή του ιμπεριαλισμού εξετάζονται οι ιστορικές διαδικασίες που αναδείχτηκαν στην περιοχή του Πόντου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά στοιχεία που παραθέτει ας προσέξουμε πώς καλλιεργήθηκε η ιδέα του ομόθρησκου και του ομόφυλου και πώς οι διάφοροι λαοί της περιοχής οδηγήθηκαν να ακολουθούν ηγεσίες που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά δεν είχαν τα ίδια ταξικά χαρακτηριστικά ούτε τα ίδια ταξικά συμφέροντα. Έτσι όχι απλά μπήκε φραγμός στους κοινούς ταξικούς αγώνες των Τούρκων, των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ελλήνων εργατών και αγροτών αλλά έφερε σφαγές χιλιάδων αμάχων και αλληλοσφαγές των λαών.
8ο Ελληνικό Σχολείο Σοχούμ. 1931 (Συλλογή Ν. Σαλπιστή)
«Το πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Γερμανίας, καθώς και της ανερχόμενης ντόπιας αστικής τάξης της Τουρκίας, δεν αναγόταν σε φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά σε καθαρά οικονομικά και πολιτικά[…] Κοινός αντίπαλος; Το ελληνικό ( και αρμένικο) κεφάλαιο.
Η βίαιη εκτόπιση ή εξολόθρευση ολόκληρων λαών προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού δεν ήταν βέβαια κάτι πρωτόγνωρο[…]
Η στάση του γερμανικού ιμπεριαλισμού έναντι των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας είχε να κάνει τέλος και με τις προετοιμασίες του πρώτου αναφορικά με τον επερχόμενο πόλεμο…»
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα για την αντιμετώπιση και διαχείριση της διαμορφούμενης κατάστασης από την ποντιακή ηγεσία.
Οι γνώμες και οι τάσεις στο θέμα της αυτονόμησης ήταν πολλές και υπήρχαν ενδογενείς αντιθέσεις στις ποντιακές οργανώσεις. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν και τα εμπορικά συμφέροντα διαφόρων κύκλων της άρχουσας τάξης.
Πολλοί ερευνητές συνέδεσαν το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου με την Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και τις επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου. Οι χειρισμοί που ακολουθήθηκαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις και στην κατάληξη του ποντιακού ζητήματος. Οι επιλογές πάντως της ελληνικής και της ποντιακής ηγεσίας διαμορφώθηκαν κυρίως μετά τη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ στον πόλεμο.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορά τη στάση της σοβιετικής εξουσίας στην οποία το σύνολο σχεδόν της βιβλιογραφίας αποδίδει σημαντικό μέρος της ευθύνης για την καταστροφή του Πόντου. Ο ιστορικός υποστηρίζει ότι από το 1922 και μετά παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια μετατόπισης των ευθυνών, με σκοπό την τελική αποσιώπησή τους για την καταστροφή του Πόντου και της Μ.Ασίας, στους κομμουνιστές, ντόπιους και διεθνείς.
Με μια σειρά σημαντικών στοιχείων ο συγγραφέας επιχειρεί να καταγράψει και να ερμηνεύσει τη στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας και κυρίως εκείνη της σοβιετοτουρκικής προσέγγισης. Παραθέτει και τις προσπάθειες προσέγγισης τόσο της Ελλάδας όσο και των Ποντίων από τη μεριά των μπολσεβίκων , που όμως δεν απέδωσαν. Αναφέρει και το περιστατικό της συνάντησης του σοβιετικού απεσταλμένου με τον Γιάννη Κορδάτο , που έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς απαντά σε πολλά ερωτήματα σχετικά με τη στάση των Σοβιέτ έναντι της Τουρκίας εκείνη την περίοδο.
«Αποκλειστικά υπεύθυνοι της τραγικής κατάληξης του ζητήματος του Πόντου δεν ήταν άλλοι από:
α) Τον ενδοαστικό ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία ( του ανερχόμενου τουρκικού αστικού εθνισμού από τη μία και του έως τότε κυρίαρχου ελληνικού κεφαλαίου από την άλλη)
β) Τις επιλογές της ελληνοποντιακής πολιτικοοικονομικής και θρησκευτικής ηγεσίας σχετικά με την πορεία του ζητήματος του Πόντου, και
γ) το διεθνή ιμπεριαλισμό, τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις του στην περιοχή.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες χρησιμοποίησαν τους ντόπιους πληθυσμούς προς εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων»
Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών είναι γνωστά όπως και η στάση των αστικών κομμάτων στην Ελλάδα απέναντι στους πρόσφυγες.
Οι πρώτοι δάσκαλοι του ελληνικού σχολείου της Τσάλκας. 1936.
(Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)
Ως προς τους Έλληνες οι σοβιετικοί πήραν μέτρα υλικής στήριξης φροντίζοντας για την αποκατάσταση των προσφύγων και χορηγώντας πιστώσεις για την ανάκαμψη των αγροτικών οικονομιών στις ελληνικές περιοχές. Οι σοβιετικές αρχές ενθάρρυναν τη σύσταση ελληνικών συλλόγων και πολιτιστικών κέντρων . Οι ελληνικές κοινότητες κατόρθωσαν να αναπτυχθούν πολιτιστικά και να καλλιεργήσουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Κτίστηκαν πολλά ελληνικά σχολεία και καθιερώθηκε η δημοτική ως κύρια γλώσσα διδασκαλίας. Οι ενήλικες αναλφάβητοι μορφώνονταν στη μητρική τους γλώσσα και γενικά περιοχές με συγκεντρωμένους ελληνικούς πληθυσμούς αναδείχτηκαν σε σημαντικές εστίες πολιτιστικής δραστηριότητας.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί Έλληνες ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1920 και αυτή η επιθυμία παρερμηνεύτηκε και αποδόθηκε σε καταπιέσεις και διώξεις.
«Συμπληρωματικά…δεν πρέπει να λησμονούμε και τα εξής:
α) Πως ένα μεγάλο τμήμα των Ελληνοποντίων που επιθυμούσε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγες του Πόντου, άνθρωποι οι οποίοι κατέφυγαν στα ρωσικά παράλια ως ενδιάμεσο σταθμό προς τον τελικό προορισμό τους: την Ελλάδα. Επομένως, για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα – το οποίο παρατεινόταν συνεχώς από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να τους δεχτεί – οι πληθυσμοί αυτοί δεν θεωρούσαν την κατάστασή τους μόνιμη.
β) Πως όντας ουσιαστικά «πληθυσμοί εν αναμονή» ήταν επόμενο η συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας να είναι σχετικά περιορισμένη…»
Ορισμένοι ιστοριογράφοι είδαν ως επίθεση εναντίον των θρησκευτικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των εθνοτήτων και ειδικά των ελλήνων την πολιτική που εφάρμοσε η σοβιετική εξουσία για πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας και την ανεξιθρησκεία.
Νέα δεδομένα εμφανίζονται την εποχή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής με όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αυτή την εποχή ,1921 -1926 , το ελληνικό κεφάλαιο ανακάμπτει και επαναδραστηριοποιείται . Το ίδιο συμβαίνει και με τους μεγάλους Έλληνες γαιοκτήμονες. Πολλοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν σημαντικές ποσότητες ξένου συναλλάγματος καθώς με τη νομοθεσία για τη ΝΕΠ είχε αφεθεί ελεύθερο το εμπόριο. Η αποταμίευση σε συνάλλαγμα ήταν μια από τις αιτίες που συνελήφθησαν πολλοί Έλληνες καθώς απαγορευόταν στην ΕΣΣΔ η κατοχή συναλλάγματος.
Αυτή η οικονομική επανάκαμψη της αστικής τάξης στη Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε και ισχυρό παράγοντα εναντίον της επανάστασης που συνδυάστηκε με τον εθνικισμό. Δίνονται οι προβληματισμοί σχετικά με την πολιτική που ακολούθησε η σοβιετική πολιτική στο θέμα των εθνοτήτων και γίνεται αναφορά στη δράση ένοπλων εθνικιστικών ομάδων που στηρίζονταν άμεσα ή έμμεσα από αστικές κυβερνήσεις του εξωτερικού με στόχο την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας.
Έλληνες Πόντιοι σε διακοπές για ένα μήνα για την “καλή δουλειά”. Σοχούμ 1933. (Συλλογή Ν.Σαλπιστή)
Ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια του βιβλίου είναι εκείνο που αναφέρεται στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης καθώς θεωρείται ένα από τα λίγα ιστορικά γεγονότα που έχουν προκαλέσει « μένος, διαστρέβλωση και ισοπεδωτική πολεμική. Και όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών αναλύσεων φαίνεται να αγνοεί πως η διαδικασία μετασχηματισμού στον τύπο και οργάνωση της αγροτικής παραγωγής δεν αποτελούσε αποκλειστικό φαινόμενο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή του κινήματος της κολεκτιβοποίησης από τα τέλη του 18ου αι. στην Αγγλία και εξηγώντας πώς αυτή η διαδικασία έγινε στον καπιταλισμό και πώς στον σοσιαλισμό προχωράει στα αίτια και στους παράγοντες που επέβαλαν την αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση. Μελετά το φαινόμενο αυτό στην πρακτική του εφαρμογή και δεν διστάζει να δηλώσει ότι κατά την πραγματοποίηση της έγιναν παρατυπίες , υπερβολές, αυθαιρεσίες.
«Έγιναν παρατυπίες, υπερβολές, αυθαιρεσίες κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης; Η απάντηση είναι πως ναι έγιναν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τοπικές αρχές και κομματικές οργανώσεις, επέδειξαν
«υπερβάλλοντα» ζήλο, αγνοώντας, παρερμηνεύοντας, ή ακόμα και παραβιάζοντας κατάφωρα τις οδηγίες και τους κανόνες για την κολεκτιβοποίηση που είχαν εκπονηθεί μετά από πολλές συζητήσεις και προγραμματισμό από την κεντρική σοβιετική εξουσία.»
Εξετάζει την κολεκτιβοποίηση ως πεδίο έντονης ταξικής πάλης και σε συνδυασμό με τον εθνικισμό και τον τρόπο που τον εκμεταλλεύτηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις και ιδιαίτερα στις παραμεθόριες περιοχές καθώς και τις αδυναμίες των κομμουνιστών να τις αντιμετωπίσουν.
Μέσα σε αυτή τη σκληρή ταξική σύγκρουση οι Έλληνες βρέθηκαν στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να βοηθήσουν, πρωτοστάτησαν στη δημιουργία ελληνικών κολχόζ και διακρίθηκαν για τη δουλειά τους, αλλά και πολλοί ήταν εκείνοι που κατείχαν μεγάλες ιδιοκτησίες και βλέποντας ότι είχαν πολλά να χάσουν πολέμησαν τα νεοϊδρυθέντα κολχόζ υπονομεύοντας τα με διάφορους τρόπους.
Το ίδιο σημαντική ήταν η συμμετοχή των Ελλήνων εργαζομένων της Σοβιετικής Ένωσης στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης και της μάχης που δόθηκε για την εκπλήρωση του πρώτου πεντάχρονου πλάνου.
Η δεκαετία του 1930 δίνεται μέσα από τις προκλήσεις και τις προοπτικές που ανοίγονταν αλλά και τους προβληματισμούς γύρω από τη σοβιετική πολιτική στο θέμα των εθνοτήτων.
Αναλύονται οι αλλαγές εκείνες που πραγματοποιήθηκαν και κατά καιρούς παρερμηνεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν . Μέσα σε αυτές εντάσσεται και η μείωση των ελληνικών εθνικών σοβιέτ. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην οδηγία του Στάλιν και στη φιλολογία περί εθνικών εκκαθαρίσεων που αναπτύχθηκε γύρω από αυτήν υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν μπορεί να μελετάται ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο της ιστορικής πραγματικότητας και από το ειδικότερο περιεχόμενό της.
Το μέτρο της μετεγκατάστασης και τα αίτια που οδήγησαν στη λήψη δραστικών αποφάσεων για ορισμένα τμήματα του πληθυσμού και για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα ενότητα.
Άγαλμα για τους Έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Αρχείο Ελληνισμού Μαύρης Θάλασσας)
Αναδεικνύει ένα ακόμα θέμα που θεωρεί ότι η κυρίαρχη ιστοριογραφία έχει θάψει, την ανάπτυξη του πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1930. Αναφέρεται και ειδικά στους Έλληνες οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό απέκτησαν αυτή την εποχή ανώτατη μόρφωση.
Στο ζήτημα των διώξεων του 1937 – 1939 κάνει μια εισαγωγή στα αίτια και προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως γιατί έγιναν, ποιους αφορούσαν, τη διάσταση ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα.
«Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από αυτές τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) το χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκταση τους. Μια πρόσφατη έρευνα Αμερικανών ιστορικών στα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε στο American Historical Review ( όπως και στο L’ Historie του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας), προσφέρει μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλια τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ. Η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας»
(αναφέρονται στην περίοδο 1936 – 1940) « στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές». Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ ( και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξ αιτίας της καταγωγής τους…»
Ακολουθεί μια παρένθεση στην οποία γίνεται σύντομη επισκόπηση του ποινικού συστήματος της ΕΣΣΔ, που « τη δεκαετία του 1930 αποτελούνταν από ένα σωφρονιστικό δίκτυο, το οποίο περιελάμβανε: 1. Τις φυλακές, 2. Τα στρατόπεδα εργασίας ( Gulag), 3. Τις «αποικίες εργασίας» και 4. Τις ειδικές ανοικτές ζώνες.» Η παρένθεση κλείνει με την παράθεση στοιχείων από πρόσφατη αρχειακή έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα στα Gulag. Είναι άξιο αναφοράς ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Canadian Slavonic Papers
(τεύχος Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2004 ) και υπήρξαν αποκαλυπτικά ακόμα και για τον ίδιο τον ερευνητή που τη διεξήγε.
Επιπλέον θεωρεί χρήσιμη μια συνοπτική συγκριτική προσέγγιση των δύο ιστορικών περιόδων που ονομάστηκαν από την μετέπειτα ιστοριογραφία ως περίοδοι «Τρομοκρατίας» και αφορά το διάστημα 1793 – 1794 στη Γαλλία και το 1936 – 1939 στην ΕΣΣΔ , τονίζοντας ότι και οι δύο περιπτώσεις βαφτίστηκαν έτσι από τους αντίστοιχους ταξικούς αντιπάλους των δύο επαναστάσεων.
Ως προς τις διώξεις θέτει πάλι το ερώτημα αν παρατηρήθηκαν παρατυπίες, αυθαιρεσίες και λάθη και παραβιάσεις των σοβιετικών νόμων. Η απάντηση του είναι θετική διευκρινίζοντας όμως ότι αυτές ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα και ότι δεν υιοθετήθηκαν ούτε έγιναν ποτέ αποδεκτά ως μέρος της κεντρικής πολιτικής της σοβιετικής εξουσίας, η οποία και τις καταδίκασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αν και το σύνολο της βιβλιογραφίας το αποσιωπά ή το αποδίδει σε άρση της εύνοιας του Στάλιν σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Ειδικότερα τον απασχολεί η μορφή και η έκταση των διώξεων στους ελληνικούς πληθυσμούς της ΕΣΣΔ γι’ αυτό αναζητεί τα πραγματικά αίτια και το περιεχόμενο των διώξεων , τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία τους επιμένοντας στον ταξικό προσανατολισμό των κινήσεων των σοβιετικών αρχών.
Δεν παραλείπει να αναφερθεί στο μεγάλο πατριωτικό πόλεμο και στη συμμετοχή ή όχι των Ελλήνων στον αντιφασιστικό αγώνα.
«Πώς εντάχθηκαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα κατά του φασισμού; Όσοι είχαν τη σοβιετική υπηκοότητα πολέμησαν στο μέτωπο μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού όπως όλοι οι σοβιετικοί πολίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Από τους Έλληνες δίχως σοβιετική υπηκοότητα
( δηλαδή με ελληνικό, ανανεωμένο ή όχι διαβατήριο) , ένας αριθμός κατατάχτηκε εθελοντικά, ένας άλλος εντάχτηκε στο παρτιζάνικο κίνημα, μια σημαντική μερίδα ρίχτηκε στη μάχη της παραγωγής και μια άλλη έμεινε ουσιαστικά αμέτοχη…Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων κομμουνιστών – και ιδιαίτερα των Ελλήνων νέων κομσομόλων – που πολέμησαν με απαράμιλλο ενθουσιασμό και ηρωισμό στα διάφορα πεδία του πολέμου…»
Υπήρχαν βέβαια και οι εξαιρέσεις εκείνων των Ελλήνων που ασχολήθηκαν με τη μαύρη αγορά ή συμμετείχαν σε φιλοφασιστικές οργανώσεις πολεμώντας στο πλευρό των Ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Δύο επίσης σοβαρά θέματα που θίγονται και παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους η σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε στην απόφασή τους είναι οι μετεγκαταστάσεις ανθρώπων από τον τόπο τους σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ. Τονίζεται ο αμυντικός χαρακτήρας των μέτρων και όχι ο κατασταλτικός.
«Υπήρξε «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν»; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι, η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί «μαζικών διώξεων» και «γενοκτονίας» αναδεικνύεται και από τη συνεχόμενη αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσιάζει μείωση ή στασιμότητα[…] Η αφερεγγυότητα των ισχυρισμών της κυρίαρχης ιστοριογραφίας αποδεικνύεται επιπλέον από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα σε όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας»
Στην κατακλείδα του βιβλίου ο ιστορικός εκθέτει τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του σχετικά με την αναθεώρηση της ιστορίας και την προσπάθεια που γίνεται να εξισωθεί ο φασισμός με το σοσιαλισμό, θεωρώντας την ουσιαστικό στοιχείο της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Στα πλαίσια αυτά υιοθετείται και η ανάλογη μεθοδολογική προσέγγιση που έχει την τάση να αποσπά το μερικό από το γενικό και να το αναδεικνύει σε απόλυτη αλήθεια και προτείνει μια πιο προσεκτική εξέταση των πηγών από τις οποίες εκπορεύονται τα διάφορα αντικομμουνιστικά ιδεολογήματα.
Αντί επιλόγου επιλέγει να μας παρουσιάσει τη Ρωσία στις συνθήκες παλινόρθωσης του καπιταλισμού και τη θέση των Ελλήνων εκεί σήμερα.
Το βιβλίο διανθίζεται από πλήρεις ανταποκρίσεις του Δ. Λιάσκοβα για το Ριζοσπάστη το 1935, μέσα από τις οποίες ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί γεγονότα άγνωστα στην επίσημη ιστορία. Εξ ίσου συναρπαστικές και αυθεντικές οι ανταποκρίσεις από τη Σοβιετική Ένωση του 1920 της αμερικανίδας δημοσιογράφου Anne – Louise Strong. Πλούσιο αρχειακό υλικό με παρένθετες παρουσιάσεις σημαντικών σοβιετικών και διεθνών κειμένων, μαρτυριών και φωτογραφιών.
Ένα αξιόλογο ιστορικό βιβλίο που παρουσιάζει άγνωστες πτυχές από την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και των συνθηκών οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση αλλά και προσφέρεται για προβληματισμό και σκέψη σχετικά με ό,τι μας μεταδίδεται και μας παρουσιάζεται σαν αληθινό .
Μια διεισδυτική και αναλυτική εργασία που «στοχεύει σε μια μαρξιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση ιστορικών γεγονότων και διαδικασιών, μακριά τόσο από εξιδανικευμένες ωραιοποιήσεις όσο και από ισοπεδωτικούς μηδενισμούς, η οποία θα συμβάλει …στην περαιτέρω μελέτη και ανάλυσή τους»
Αναστάσης Ι. Γκίκας, Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007
( Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου