Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι...


Τα φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ακρολίμανα δεμένα.

Τα φορτηγὰ καράβια: που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
-απ᾿ του Μουρμάνκ τη παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Ἀμαζόνα τα τενάγη.

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
μ᾿ υπομονή κι αγάπη -για τα ἐγγόνια του
(είτε γι᾿ αυτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,

και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
και, άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.

Ποίηση: Κώστας Ουράνης
Μουσική: Δημήτρης Κογιάννης - Αδριανός Παπαμάρκου
Ερμηνεία: Μίλτος Πασχαλίδης
 Απ'το βιβλίο -cd  ALDEBARAN
 Εκδόσεις Μικρός ήρως

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Κατίνα Παΐζη " Αιθέρια τη φωνή σου ακούω..."

Ο Κωνσταντίνος Παΐζης, δάσκαλος από την Ιθάκη , έφθασε μια μέρα στην Ανώπολη των Σφακιών για να δουλέψει στο δημοτικό σχολείο. Ερωτεύεται την Ελένη Πατέρου, κόρη από μεγάλο σόι και τη ζητάει σε γάμο. Από την ένωσή τους ήρθε στη ζωή η Αικατερίνη - Κατίνα - Παΐζη. Χρονιά του 1911.
Μετά από καιρό η οικογένεια εγκαθίσταται στο Ηράκλειο - Μεγάλο Κάστρο τότε. Ο πατέρας αφήνει την εκπαίδευση και καταπιάνεται με τις επιχειρήσεις - μέτοχος στη βιομηχανία καπνού " Κνωσσός -Κόσμος".
Το ζευγάρι αποκτάει άλλα τρία παιδιά, την Αλεξάνδρα ( Αλέκα), τον Μίμη και τον Παύλο. 
Εύπορη η οικογένεια προσφέρει στα παιδιά της υψηλή μόρφωση. Τα αγόρια φεύγουν κάποια στιγμή για σπουδές στην Αθήνα και τα κορίτσια γίνονται δασκάλες. Τα ήθη όμως είναι πολύ αυστηρά και δεν επιτρέπουν εύκολα σε μια νέα κοπέλα να φύγει από το σπίτι και να πάει σε μακρινό χωριό να διδάξει. Οι διασυνδέσεις και οι επαφές του πατέρα βοηθούν ώστε να μην απομακρυνθούν από τον τόπο τους. Έτσι η Κατίνα αρχικά διορίζεται στο διτάξιο σχολείο του Μασταμπά και διδάσκει τα παιδιά των Μικρασιατών προσφύγων. Αργότερα μετατίθεται στο Πρότυπο Ηρακλείου. Η Αλέκα διδάσκει στο Αρμένικο σχολείο.
Το κοινωνικό περιβάλλον είναι ασφυκτικό για τις δύο νέες κοπέλες. Οι περιορισμοί πολλοί στις κοινωνικές συναναστροφές τους και τα αδιέξοδα μεγάλα. Ένας τρόπος υπάρχει για να ξεφύγουν από τη μίζερη πραγματικότητα, η Φαντασία. Αυτήν χρησιμοποιεί η Κατίνα και η Ποίηση είναι το όχημα που επιβιβάζεται για να δραπετεύσει σε άλλο κόσμο. 
Θάταν 20 - 22 χρονών στα 1931, όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή " Ροδοπέταλα" 

ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΥΣΟΥΝ

Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα,
τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.

Ο χαλασμός κι' ο χρόνος θ' αφανίσουνε
όλα μέσ' στο πυρό τους το καμίνι,
κι' από του κόσμου τούτου τις ζωές
ασάλευτη θα καμμιά δε θ' απομείνη.

Μ' απ' όλους πιο στερνά θε να χαθή
ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένεσης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη.

ΨΥΧΟΠΟΝΙΑ

Φτωχάνθρωπε που ολημερίς
μοχθίζεις μέσ' στο δρόμο
έχοντας μιας σκληρής δουλειάς
βαρύ σταυρό στον ώμο,
πιότερο σε συμπόνεσα
τ' απόψε που γελούσες,
και στον καϋμό σου ακουμπιστός
το σύμπαν περγελούσες.

ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ

Νάταν το θείο σούρουπο,
τ' αγέρι που εφυσούσε, 
νάταν το πεύκο που έκλαιγε
και σιγοτραγουδούσε;

Νάταν η νύχτα που έρχονταν
πλημμυρισμένη μάγια,
νάταν τ' αστέρια που έφεγγαν
στον ουρανό ανάργια;

Για ήσουν συ που πέρασες
για μια στιγμή κοντά μου
και πήρες την αγάπη μου
και πήρες τη χαρά μου;

Το Ηράκλειο είναι την εποχή εκείνη μια πόλη με έντονη κίνηση , εμπορική και πνευματική. Κυκλοφορούν εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και αρκετές γυναίκες τολμούν να κάνουν διακριτή τη λογοτεχνική τους παρουσία. Η Κατίνα επηρεάζεται από αυτή την  περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αναπνέει τον λογοτεχνικό αέρα που φυσάει στην πόλη. Ξεχωρίζει η στενή φιλία της με την Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη.
Το 1936 μια δεύτερη ποιητική συλλογή κυκλοφορεί με τίτλο " Απλοί σκοποί", η οποία γίνεται δεκτή με πολύ ευνοϊκά σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους. 

ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Είμαστε νέοι μες στης ζωής ακόμα τον Απρίλη.
Μπροστά μας στέκεται ο καιρός του θέρου και του τρύγου
κι' οι πόθοι οι χρυσοφτέρουγοι σε λουλουδένια χείλη
τη γλύκα δεν εγεύτηκαν και τη δροσιά του μύρου.

Κι ωστόσο όλοι βαρύθυμοι κι απογοητευμένοι,
δειλοί κι αναποφάσιστοι κοιτάζουμε το δρόμο,
κι αργοδιαβαίνουμε σκυφτοί, βουβοί, συλλογισμένοι
και μας βαραίν' η νιότη μας καθώς σταυρός στον ώμο!

ΕΝΩ ΒΡΕΧΕΙ

Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω·
έξω σκοτάδι κι ερημιά βαθειά και πάντα βρέχει.
Ένας φτωχός ξυπόλυτος που διάβηκε στη στράτα
τη σκέψη μου στο διάβα του συνεπαρμένην έχει.

Πού πάει; Ποιος τον σκέπτεται και ποιος τον περιμένει,
με κάποιο λόγο τρυφερό χαρά να τον γεμίσει;
Πέρασε αργά σαν άνθρωπος απόκληρος και μόνος
που μήτε αγάπες τον τραβούν μήτε τον διώχνουν μίση.

Πού πήγε; Τι να γίνηκε; Με κρυφοκαίει η έγνοια
που ο νους μου στέκει ανήμπορος να την αποκοιμίσει.
Θα γείρει από την κούραση μπροστά σε κάποια θύρα
κ' ίσως δε θα θα' χει δύναμη και να βαρυγγωμήσει.

Με την ψυχή περίλυπη στο παραθύρι στέκω
και πάντα ο νους μου ακολουθεί τον θλιβερόν αλήτη
και τον πονώ σαν αδερφή με μιαν βαθειάν αγάπη.
Κάποτε βρέθηκα και γω στο δρόμο δίχως σπίτι.

Οι δύο αυτές συλλογές την φέρνουν σε επικοινωνία με διανοούμενους και λογοτέχνες όπως τον Γιάννη Σκαρίμπα, το Βάσω Δασκαλάκη, το Νίκο Καζαντζάκη, το Νίκο Πλουμπίδη, τον Γιάννη Ρίτσο κ.α.οι οποίοι αλληλογραφούν μαζί της.
Δύσκολες μέρες όμως έρχονται για την οικογένεια Παΐζη, η οποία καταρρέει οικονομικά όταν καταργείται το μονοπώλιο καπνού. Φτωχοί πλέον και με χαμένη την περιουσία τους μετακομίζουν στην Αθήνα. Η Κατίνα παντρεύεται τον μουσικό Γιώργο Ζωγράφο, δουλεύει στο Μαράσλειο Δημοτικό σχολείο. Ένας αποτυχημένος τοκετός τη σημαδεύει και μετά γεύεται τη χαρά από τη γέννηση του γιού της Ορέστη.
Στην Κατοχή εντάσσεται στο ΕΑΜ και δημοσιεύει αγωνιστικά ποιήματα. Το όνομά της είναι ανάμεσα σε εκείνα των πνευματικών ανθρώπων που στέλνουν επιστολή διαμαρτυρίας στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μετά το αιματοκύλισμα της μεγάλης διαδήλωσης που έγινε στις 5 Μαρτίου 1943 για την πολιτική επιστράτευση. Γι' αυτή της τη συμμετοχή και για το πανώ που κρατούσε μαζί με την Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Κούλη Ζαμπαθά με σύνθημα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΛΑΟ, κλήθηκε στο Πειθαρχικό συμβούλιο και μετατέθηκε από το Μαράσλειο στο 2ο εξατάξιο της Καλλιθέας.
Το 1955 εκδίδει την ποιητική συλλογή "Παραλλαγές".

ΘΑ ΦΥΓΩ

Θα φύγω ως ήρθα μιαν ογρή, συννεφιασμένη μέρα
και πάλι μόνο θα βρεθώ μέσ' στην πολύβουη στράτα
δαρμένη από τον πόνο μου και τον τραχύν αγέρα
και φλογισμένα δάκρυα τα μάτια μου γεμάτα.

Μα κάποτε που η Άνοιξη στα δέντρα θ' ακουμπήσει
και θα ξυπνήσει η μυγδαλιά μέσ' στο λευκό όνειρό της
το τέλος του παραμυθιού, ποιος θα μου το ιστορήσει
που η μοναξιά τη θύρα μου θα κλει με το φτερό της;

 Άραγε πόσοι γνωρίζουν ότι το  υπέροχο τραγούδι που ακουγόταν στη γνωστή τηλεοπτική σειρά Ο Μεγάλος Θυμός, με τον Χρήστο Θηβαίο σε μουσική Βασίλη Δημητρίου,  είναι της Κατίνας Παΐζη;

ΑΓΑΠΗ

Πόσο πολύ σ' αγάπησα ποτέ δε θα το μάθης,
καλέ, που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ' τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου,
Δεν έσταξε απ' τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντήλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δεν μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή .
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρυνών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ' άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μούπαιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μούδωκες αξίζουν μια ζωή.




Μετά τη συνταξιοδότησή της δουλεύει στο σχολείο της Μαρίας Γουδέλη με το σύστημα Μοντεσόρι. Στηρίζει οικονομικά και ηθικά την οικογένειά της και τους φίλους της. Συμπαραστέκεται στην αδελφή της Αλέκα Παΐζη στα δύσκολα χρόνια της εξορίας αλλά και μετά από αυτήν, την ακολουθεί παντού. Δημοσιεύει πού και πού σε διάφορα περιοδικά.
Έχει γράψει ποιήματα για παιδιά και το 1988 μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Σφακιανές κουβέντες, όπου αποδίδει λογοτεχνικά τις αφηγήσεις της μάνας της.
Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από χαμηλόφωνο λυρισμό και έχει επιρροές από τον Κώστα Καρυωτάκη, την Μαρία Πολυδούρη και τη Μυρτιώτισσα. Το μελαγχολικό παρόν και μέλλον, ο ανεκπλήρωτος έρωτας , η απώλειά του , αλλά και η κοινωνική αδικία, οι κατατρεγμένοι και οι απόκληροι της ζωής είναι μερικά από τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της.


" Η ποίηση της Κατίνας Παΐζη πάνω απ' όλα διαθέτει δύο σημαντικά προσόντα: αθωότητα και αυθεντικότητα. Τα βιώματα της θα έλεγε κανείς πως τα χειρίζεται με αιθέριες, αριστοκρατικές χειρονομίες σαν να' ταν πολύτιμα μετάξια και πετράδια που θέλει να τα σώσει από την οξείδωση και τη φθορά του χρόνου. Μια ξεχωριστή ποιητική φωνή στα μυθικά χρόνια του μεσοπολέμου που σφραγίζει με τον προσωπικό της τρόπο διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα: έρωτας, θάνατος, στέρηση, αγώνας. Ήταν μεγάλη ποιήτρια η Κατίνα Παΐζη; Όχι. Ήταν ελάσσων ποιητική φωνή της γενιάς της. Με σπουδαίες στιγμές στο έργο της. Αξιομνημόνευτη, λοιπόν, γι' αυτές τις ξεχωριστές στιγμές της πένας της; Ναι! Γιατί το δίλημμα του μείζονος και του ελάσσονος στην Ποίηση είναι ψευτοδίλημμα. Το εμείς μετράει περισσότερο και όχι το εγώ. Γιατί το δάσος δεν μας συγκινεί μόνο για τα ψηλά, σκιερά του δένδρα. Μα και για τους ταπεινούς θάμνους του, τις πόες, τα μικρά ανθάκια που επιμένουν - και επείγονται - ν' ανθίζουν στη σκιά των ψηλόκορμων, αιωνόβιων δένδρων. Που ποικίλλουν την ομορφιά μεγαλύνοντας το ταπεινό, βοηθώντας το να εκχύσει σπάνια αρώματα. Υπηρέτες μιας μνήμης που ποτέ δεν χάνεται.
Μάθημα διαχρονικό για όλους, γραφιάδες και μη: " Όλοι μαζί κινούμε συρφετός..."
Για τα υπόλοιπα αποφαίνεται ο χρόνος." (Νίκη Τρουλλινού)

Η Κατίνα Παΐζη πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1996.


Το κείμενο στηρίχθηκε στο βιβλίο ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ Πόσο πολύ σ' αγάπησα. Έρευνα - Κείμενα - Επιμέλεια : Νίκη Τρουλλινού. Σειρά "Οι λησμονημένοι του Τόπου" αρ. 4 Εκδόσεις Δοκιμάκης, Ηράκλειο 2011. Το σχέδιο στο εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Μανώλης Αποστολάκης. Το βιβλίο περιέχει cd  με τις Σφακιανές κουβέντες, τις οποίες διαβάζει μοναδικά η ηθοποιός Λήδα Δημητρίου συνοδευόμενη από το πιάνο του γιου της Κατίνας Ορέστη Ζωγράφου με την ηχητική επιμέλεια της Στεφανίας Τσακίρη.
Ο τίτλος της ανάρτησης δανεισμένος από τη Νίκη Τρουλλινού.
Τα ποιήματα και η φωτογραφία από το βιβλίο.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Ο λίγος χρόνος των πουλιών


Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη;
Είναι χαρά;
Το φως έρχεται
Εκλέγει τα πουλιά
Το φως δεν καταστρέφει
Ανάμεσά μας πάντοτε ένας
Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ' ουρανού
Και που πετάει με τα πουλιά
Μέσα στον αιθέρα.
                       Γιώργος Σαραντάρης 

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Ελένη Καραΐνδρου , μουσική και τραγούδια για το θέατρο

Η Ελένη Καραΐνδρου γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1941. Μαζί με τις ευχές μια μικρή επιλογή από το άλμπουμ Ελένη Καραΐνδρου "Μουσική και τραγούδια για το θέατρο"που κυκλοφόρησε η  Μικρή Άρκτος το 2015








Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Άρης Αλεξάνδρου " Η κάθε μου λέξη αν την αγγίξεις με τη γλώσσα θυμίζει πικραμύγδαλο ..."

Στις 24 Νοεμβρίου 1922 ήρθε στη ζωή ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, ο γνωστός αργότερα με το όνομα Άρης Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στην Πετρούπολη λίγα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Πατέρας του ήταν ο Βασίλης Βασιλειάδης από την Τραπεζούντα, δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας. Είχε έρθει στη Ρωσία για να αποφύγει την στράτευση στον Οθωμανικό στρατό και έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Οδησσό. Εδώ για να βιοποριστεί δίδασκε ρώσικα. Μετά από την Οδησσό πήγε στην Πετρούπολη . Κατόρθωσε να εργαστεί σε γαλλική τράπεζα . Στην Πετρούπολη γνώρισε και παντρεύτηκε την Πωλίνα Άντοβνα Βίλγκελμσον. Η κοπέλα αυτή καταγόταν από την Εσθονία και ήταν ορφανή. Ξεριζωμένη από την πατρίδα της είχε έρθει στην Πετρούπολη όπου έμαθε την τέχνη της κορσεδούς. Με την επικράτηση της επανάστασης και τις κρατικοποιήσεις που ακολούθησαν ο Βασίλης Βασιλειάδης αρνήθηκε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της νέας διοίκησης της τράπεζας και κατά συνέπεια να υπηρετήσει το νέο καθεστώς.
Εκείνος ο Νοέμβρης του 1922 ήταν πολύ κρύος και οι ελλείψεις σε τρόφιμα μεγάλες. Μετά τη γέννηση του παιδιού τους η οικογένεια μετανάστευσε πολύ μακριά, στη Βόλογκντα, σιδηροδρομικό κόμβο και παραποτάμιο λιμάνι , 500 χιλιόμετρα ανατολικά της Πετρούπολης. Ο πατέρας ήταν άνεργος και η οικογένεια ζούσε με τη δουλειά της μάνας που δούλεψε ως κορσεδού. Τη φροντίδα του μικρού παιδιού ανέλαβε μια ψυχοκόρη, η Νούρια. Αυτή εκτός των άλλων του έλεγε και παραμύθια.
Η οικογένεια επιστρέφει στην Πετρούπολη , η οποία έχει μετονομασθεί σε Λένιγκραντ μετά το θάνατο του Λένιν. Ο Βασίλης Βασιλειάδης εργάστηκε σε μια βιοτεχνία ζαχαροπλαστικής και η οικονομική κατάσταση φαινόταν να βελτιώνεται. Η πολιτική ατμόσφαιρα όμως εξακολουθεί να είναι φορτισμένη και να σημαδεύεται από έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, ιδεολογικές αντιθέσεις και εξεγέρσεις.  
Μέσα σε αυτό το κλίμα η οικογένεια Βασιλειάδη  αποφασίζει να φύγει οριστικά από το Λένιγκραντ και έρχεται στην Ελλάδα το 1928. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου προσπαθούσαν να επιβιώσουν αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες . Ο Άρης χωρίς να γνωρίζει καθόλου ελληνικά πήγε στο σχολείο και βεβαίως ένιωσε τις διακρίσεις και βίωσε την απομόνωση αφού δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τα άλλα παιδιά.
Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη, το 1930 έφυγαν για την Αθήνα. Ο πατέρας του βρίσκει δουλειά στη σοβιετική εμπορική αντιπροσωπεία και η μάνα του έφτιαξε ένα εργαστήριο κορσέδων. Κάποια στιγμή εγκαθίστανται στο Νέο Κόσμο. Εκεί γύρω στα 1935 η σοβιετική αντιπροσωπεία κλείνει και ο Βασίλης Βασιλειάδης βρίσκεται πάλι χωρίς δουλειά.
Ο Άρης μεγαλώνει διαμορφώνοντας  έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα και ένα πνεύμα ιδεολόγου που τον οδηγούν στην υιοθέτηση αριστερών ιδεών και θέσεων. 
Φοίτησε στη Βαρβάκειο , όπου συνδέθηκε από τις πρώτες τάξεις με τον Αντρέα Φραγκιά και τον Ορέστη Παπαδημητρίου και μαζί με αυτούς αντιστάθηκε τότε αυθόρμητα στη μεταξική δικτατορία και το φασισμό. Ο Άρης, μαθητής τότε, ήρθε σε επαφή με φοιτητές και κατόρθωσε να ενταχθεί στη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση, που αρχικά συμμετείχε στην ΟΚΝΕ, μέσα από την οποία αναπτύσσει αντιφασιστική δράση.
Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής(1941-1942) ο Άρης κάνει διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε. Η μεγάλη του επιθυμία όμως ήταν να γίνει ναυτικός, γεγονός που τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον πατέρα του, ο οποίος ήθελε να δει το γιο του μηχανικό. Ο Άρης έδωσε εξετάσεις και απέτυχε σχεδόν επίτηδες. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα , αποφάσισε να φύγει, αλλά ο βομβαρδισμός στο λιμάνι του Πειραιά ματαίωσε τα σχέδια του. Το 1942 έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά απέτυχε. Η αγάπη του για τη ζωγραφική διοχετεύεται στο γράψιμό του και στις συνήθειες του.
Το 1942 αρχίζει να δουλεύει στον Γκοβόστη ως μεταφραστής. Τον συστήνει ο Ρίτσος. Επειδή όμως απαγορεύονταν οι Ρώσοι συγγραφείς, ο Άρης θεωρεί πράξη αντίστασης να μεταφράσει τον Ντοστογιέφσκι. Τότε ήταν, επίσης, που απέκτησε το ψευδώνυμο Αλεξάνδρου. Ο Γιάννης Ρίτσος σχεδόν το επέβαλε επειδή στον Γκοβόστη εργαζόταν και άλλος Βασιλειάδης.
Ως φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ συμμετείχε στο ΕΑΜ. Ήξερε ότι το ΕΑΜ καθοδηγείται από τους κομμουνιστές και έχει υποστηριχθεί ότι τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρώτο ηθικό δίλημμα σχετικά με την κομματική στράτευση. Ο ίδιος θα προτιμήσει  το δρόμο του μοναχικού αγωνιστή. Τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα που η συντροφικότητα ήταν σημαντική, επιλέγει συνειδητά την απομόνωση χωρίς κανένα συμβιβασμό. Αυτό το πρόβλημα και η επιλογή αποτελεί κεντρικό σημείο σε ολόκληρο το έργο του.
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια αρχίζει και το ειδύλλιο με την Καίτη Δρόσου, την κατοπινή σύντροφό του. Πρωτοσυναντήθηκαν στα φοιτητικά συσσίτια, αλλά η κοινή ζωή τους θα αρχίσει το 1959.
Υπάρχουν επεισόδια στη ζωή του Άρη Αλεξάνδρου που έχουν  επηρεάσει βαθύτατα τη συνειδησιακή του εξέλιξη. Ένα από τα πιο σημαντικά είναι η διαγραφή από το ΕΑΜ Νέων και από το ΚΚΕ πρόσωπα με τα οποία συνδεόταν ο Άρης με την κατηγορία της προδοσίας και του χαρακτηρισμού τους ως γκεσταπιτών. Αρνήθηκε να δεχθεί τις αναπόδεικτες κατηγορίες σε αντίθεση με άλλους και όχι μόνο δήλωσε έμπρακτα την αλληλεγγύη του σε αυτούς αλλά προχώρησε και στην αυτοδιαγραφή του. Αυτό το επεισόδιο συνετέλεσε στη διαμόρφωση μιας εξαιρετικά ιδιόμορφης και ξεχωριστής πνευματικής προσωπικότητας. Από τότε ο Άρης Αλεξάνδρου στρατεύτηκε στην ιδέα και όχι στην πολιτική της με κριτήριο την αναντιστοιχία του σκοπού με τα μέσα. Έκτοτε η στάση του και η συμπεριφορά του συμβαδίζει με εκείνα που ο ίδιος πιστεύει. Αυτό σήμαινε ότι συμμετείχε ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις, στις διαδηλώσεις, μάθαινε τη γραμμή, αλλά αποφάσιζε μόνος τους για  τη συμμετοχή του.
Στα Δεκεμβριανά είχε αποφασίσει να μη συμμετέχει γιατί δεν ήταν δυνατή η ανεξάρτητη συμμετοχή σε μια ένοπλη αναμέτρηση και επιπλέον δεν συμφωνούσε με την επιλογή του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του μέσα στο σπίτι του από Άγγλους. Όταν ρωτήθηκαν δήλωσαν ότι ανήκουν στο ΕΑΜ. Οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα. Για μια ακόμα φορά ανέδειξε την ιδιότυπη και μοναδική προσωπικότητά του αφού μπροστά στους αντιπάλους δήλωνε κομμουνιστής δεχόμενος όλες τις συνέπειες και τις τιμωρίες και στους κομμουνιστές δήλωνε ότι δεν ανήκει πουθενά υφιστάμενος και πάλι τις ανάλογες συνέπειες. Στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του εμφυλίου θα μπορούσε ως διαφωνών και ανέντακτος να αποφύγει τις άμεσες συνέπειες του εμφυλίου. Η πολιτική ηθική του όμως δεν το καταδέχτηκε και δήλωνε κομμουνιστής στους διώκτες του κομμουνισμού.
Το 1946 κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, όμως αρνήθηκε να καταταγεί , ερχόμενος σε αντίθεση και με τη γραμμή του Κόμματος εκφράζοντας συγχρόνως την απέχθειά του για τα όπλα. Για τον ίδιο λόγο δεν βγήκε στο βουνό αν και θαύμαζε το αντάρτικο. Μετά από αυτή την άρνηση βγήκε στην παρανομία και κηρύχτηκε φυγόστρατος. Κρυβόταν σε διάφορα σπίτια συνεχίζοντας όμως τη μεταφραστική του δουλειά. Το 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μούδρο της Λήμνου.
Στο Μούδρο αρχικά είχε καλές σχέσεις με την Ομάδα Συμβίωσης πολιτικών εξορίστων γιατί στο πρόσωπό του αναγνώριζαν έναν άνθρωπο ηθικό και έντιμο που δεν υποχώρησε μπροστά στον αντίπαλο αν και διαφωνούσε με την κομματική γραμμή και τακτική. Το καλοκαίρι του 1948 εξ αιτίας των αποφάσεων της 4ης Ολομέλειας αποφάσισε να απαλλαγεί από κάθε στράτευση. Ο Άρης ήταν ο μόνος που διαφώνησε με αυτές τις αποφάσεις και χαρακτήρισε όσα ακούστηκαν εγκληματικά και ανεύθυνα. Η αντίδραση των συνεξόριστων του ήταν να τον κατηγορήσουν για ηττοπάθεια και να τον απομονώσουν. Η καταδίκη αυτή δεν του ανακοινώθηκε, αλλά παντού κυκλοφόρησε ότι ο Άρης ήταν ηττοπαθής και ύποπτος.
Τον Ιούλιο του 1949 μεταφέρθηκε μαζί με χιλιάδες άλλους εξόριστους στη Μακρόνησο. Αρχικά υπέγραψε δήλωση μετανοίας, την οποία όμως ανακάλεσε γραπτά λίγο αργότερα και έμεινε άλλα δύο χρόνια εξόριστος. Από τη Μακρόνησο βρέθηκε στον Άη – Στράτη στη σκηνή 13 του Β’ τομέα.
Τον Οκτώβριο του 1951 έληξε η διοικητική εκτόπιση του Αλεξάνδρου και απολύθηκε από τον Άη – Στράτη. Στο μεταξύ είχαν πεθάνει οι γονείς του και η επιστροφή του ήταν γεμάτη προβλήματα.
Τέλη Σεπτεμβρίου του 1953 τον κάλεσαν στο ΙΓ τμήμα του Νέου Κόσμου με την κατηγορία της ανυποταξίας. Στις 2 Νοεμβρίου 1953 δικάστηκε στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών:
- Είσαι κομμουνιστής;
- Είμαι, απάντησε ο Άρης, ενώ δεν ήταν πια.
Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή « επί ανυποταξία εν επιστρατεύσει» και οδηγήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί, οι κρατούμενοι κομμουνιστές είχαν μάθει τη δήλωσή του και τον υποδέχθηκαν σαν δικό τους. Ο ίδιος διευκρίνισε:
- Όχι δεν είμαι κομμουνιστής, το είπα επειδή με ρωτούσαν οι αντικομμουνιστές.
Αυτή η δήλωση τού κόστισε απομόνωση και εχθρική συμπεριφορά από τους συγκρατούμενους του. 
Σε κάθε μεταγωγή τον ακολουθούσαν δύο φάκελοι, ο ένας επίσημος, των αρχών, ο άλλος «κρυπτός» των συντρόφων του. Στις Φυλακές της Αίγινας επίσης τον απομόνωσαν. 
Παρ’ όλη την απομόνωση ο Άρης συμμετείχε στην αντίσταση των φυλακισμένων να μεταφερθούν στη Γυάρο μετά την απόδραση των 27 κομμουνιστών κρατουμένων από τις φυλακές των Βούρλων. Στη Γυάρο όμως πάλι τον απομόνωσαν. Μετά το 1956 και τις αλλαγές στην Σοβιετική Ένωση η κατάσταση στη φυλακή άλλαξε. Την 1η Αυγούστου 1958 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σύρου διέταξε την αποφυλάκισή του.
Το καλοκαίρι του 1959 παντρεύεται με την Καίτη Δρόσου.
Στις 27 Ιουνίου 1967 μετά την επιβολή της δικτατορίας πήρε την οριστική απόφαση να φύγει από την Ελλάδα. Αυτοεξορίστηκε αυτή τη φορά στο Παρίσι. Αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης και στέγασης, κάνει διάφορες δουλειές, χαμαλίστικες όπως τις έλεγε ο ίδιος.
Πέθανε στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου του 1978.
Η λογοτεχνική πορεία του Άρη Αλεξάνδρου αρχίζει από τα μαθητικά του χρόνια στο Βαρβάκειο. Τους πρώτους του στίχους τούς έγραψε μέσα στην Κατοχή και προσπαθούσε να συνδυάσει την επαναστατική ιδεολογία και την παραδοσιακή μορφή. Δάσκαλος του υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος και η ποίησή του προβάλλει τη λεβεντιά, την ομορφιά, έναν κόσμο αγνό όπου κυριαρχεί η παγκόσμια κομμουνιστική αδελφοσύνη και ο διεθνισμός σε συνδυασμό με τον πατριωτισμό , το εθνικό αίσθημα και τις αγροτικές λαϊκές μάζες της αντίστασης.
Μετακατοχικά , τον Απρίλιο του 1946, εκδόθηκε η συλλογή Ακόμα τούτη η Άνοιξη από τον Γκοβόστη σε 300 αντίτυπα. Ποίηση εμπνευσμένη από τον αντιστασιακό αγώνα . Η υποδοχή ήταν ευνοϊκή αλλά χωρίς κάτι ιδιαίτερο.
Το 1952 εκδόθηκε η Άγονος Γραμμή βγαλμένη από την εμπειρία της εξορίας του στο Μούδρο της Λήμνου. Από τα ποιήματά αυτής της συλλογής λείπει το θριαμβικό πνεύμα της αντίστασης. Τα χαρακτηρίζει ένα αίσθημα απουσίας και στέρησης και υπάρχουνε έντονες επιδράσεις της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Σε αυτή τη συλλογή ανήκει το ποίημα Αλεξαντροστρόι το οποίο έγραψε το 1949 στο Μούδρο και στην Μακρόνησο. Απευθύνεται στον Μαγιακόφσκι και έχει υποστηριχθεί ότι το ποίημα εγκαινιάζει τη λεγόμενη ποίηση της ήττας και σηματοδοτεί το τέλος του όποιου ρομαντισμού είχε απομείνει στο ποιητικό του όραμα.
Εξόριστος στον Άη – Στράτη γράφει έξι ποιήματα επηρεασμένος από τη σύγκρουση του στα ζητήματα της ιδεολογίας και της λογοτεχνίας όπως αυτά εκφράζονταν από τον Ζντάνοφ. Οι θέσεις του Ζντάνοφ έφτασαν στην εξορία και αφορούσαν την προσαρμογή της λογοτεχνίας στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο Άρης διαφώνησε ριζικά καθώς δεν ανεχόταν να καθοδηγείται η σκέψη του. Η διαφωνία του ήταν τόσο σφοδρή και βαθιά που τον απομάκρυνε οριστικά από την αριστερά. Απέρριψε την ιδεολογία χωρίς να προσχωρήσει σε άλλη , χωρίς όμως να διαχωρίσει τη θέση του για να απαλλαγεί από τις συνέπειες . Προτίμησε να παραμείνει στην εξορία αν και ένιωθε πλέον ξένος τόσο πνευματικά όσο και ιδεολογικά. Τότε ήταν που διακόπηκε και η φιλία του με τον Γιάννη Ρίτσο, η οποία αποκαταστάθηκε μετά από χρόνια 1958 με 1959.
Στις φυλακές της Αίγινας και της Γυάρου ( 1954 – 1958) έγραψε τα 41 ποιήματα της τρίτης συλλογής Ευθύτης οδών που τυπώθηκε τον Απρίλιο του 1959 σε 200 αντίτυπα. Το βιβλίο παρουσιάζεται με τη φίρμα ενός φανταστικού εκδοτικού οίκου του « Homo humanus», η φίρμα της ουτοπίας του.
Στο Παρίσι επιστρέφει στην ποίηση με τα Παρισινά ποιήματα. 
Το 1975 εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Το Κιβώτιο, το γράψιμο του οποίου είχε ξεκινήσει από το 1966. Το έργο αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο χώρο της αριστεράς, από τη θριαμβευτική υποδοχή έως την πλήρη απόρριψη. 
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από αυτούς που υποδέχτηκαν το μυθιστόρημα με ενθουσιασμό θεωρώντας ότι Το Κιβώτιο υπερβαίνει το χώρο της πολιτικής και της ιστορίας. Γύρω από τη συγγραφή του συζητά με τον Άρη Αλεξάνδρου μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσσουν εξόριστοι και οι δύο: ο Αλεξάνδρου στο εξωτερικό και ο Ρίτσος στο εσωτερικό. Ο Ρίτσος όχι μόνο επικροτούσε και συνέχαιρε τον Αλεξάνδρου κάθε φορά που έπαιρνε  αποσπάσματα του μυθιστορήματος, αλλά τον παρότρυνε και τον εμψύχωνε για να το τελειώσει. 
Το Κιβώτιο θεωρείται σήμερα ως ένα από τα καλύτερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η κορύφωση του έργου του Άρη Αλεξάνδρου.
Το 1975 έγραψε το παραμύθι TA KSILOPODARA σε φωνητική γραφή. Από τα δεκαπέντε του χρόνια ακόμη ο Άρης Αλεξάνδρου θεωρούσε ανεπαρκή τα προγράμματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού και υποστήριζε την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας και την καθιέρωση της φωνητικής γραφής. Επιπλέον πρότεινε την καθιέρωση της Εσπεράντο, γλώσσας διεθνούς, επειδή ένιωθε ένα ρήγμα ανάμεσα στην μητρική και την πατρική του γλώσσα.
Εκτός από την λογοτεχνία ασχολήθηκε με το σενάριο και τον κινηματογράφο. Η ταινία του Προδοσία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1964.
Ο ίδιος όμως ο Αλεξάνδρου αυτοπροσδιοριζόταν ως μεταφραστής διότι αυτή η δουλειά τον βοηθούσε να επιβιώσει. Άλλωστε οι μεταφράσεις του των έργων του Ντοστογιέφσκι θεωρούνται από τις καλύτερες.
Ένα χρόνο πριν το θάνατό του συγκέντρωσε σε έναν τόμο με τίτλο Έξω από τα δόντια, άρθρα, μια τραγωδία κι ένα σενάριο γραμμένα από το 1937 έως το 1975 . Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1977.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο « …Ο ποιητής γεννήθηκε, έζησε και πέθανε εξόριστος, αλλά δεν υπήρξε φυγάς· δεν έφυγε την ευθύνη της στράτευσης ούτε της ελευθερίας. Έπραξε και έγραψε σε λόγο και χρόνο τιμής. Αυτό το έργο -βίος, ο βίος – έργο είναι ένα ντοκουμέντο για το μεγάλο πώς. Πώς διαλύθηκε το όραμα, πώς πήδηξε στο χώμα το είδωλο, που όλοι πια αποποιούνται, ποδοπατούν, ξυλεύονται…»

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τη μονογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2004, 2η έκδοση διορθωμένη και συμπληρωμένη.
Εξαιρετικό ανάγνωσμα και πηγή πληροφοριών αποτελεί και το βιβλίο Γιάννης Ρίτσος , Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Πρόλογος: Καίτη Δρόσου , Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2008

* Ο τίτλος από το ποίημα Ποιητική ( Άγονος Γραμμή, 1952)



Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Χιλιοβασανισμένοι ναυαγοί της Ιστορίας, ένα καΐκι πρόσφυγες σε νέους ουρανούς.

Βράδυ και φουρτούνα στο Θερμαϊκό.
Ο φάρος στο Ποσείδι αχνοφαίνεται,
το κύμα αφρισμένο πρωτοδεύτερα
και το μπουρίνι απάνω του να κρέμεται.

....άραγε οι δικοί μου όταν πρωτόρθανε,
βλέπανε για ν' αρμενίζουνε τους ίδιους φανούς;
Χιλιοβασανισμένοι ναυαγοί της Ιστορίας,
ένα καΐκι πρόσφυγες σε νέους ουρανούς.

Ο κάβος της Επανωμής θέλει προσοχή,
η άμμος του σε περιμένει να κολλήσεις.
Της Πύδνας το λιμάνι δεν φυλάει απ' τους καιρούς
και είναι πια το Τσάγιεζι μακριά για να γυρίσεις

....φέρνω στο νου μου την εικόνα του...
το χώμα του Χαρμάν-κιοϊ με δάκρυα ποτισμένο,
να σειέται απ' τους λεβέντικους ασίκικους χορούς
κι από τα τραγούδια που τους έδιωχναν τον πόνο.

Δυο αναλαμπές η Τούζλα, τρεις ο Βεσπασιανός,
σου δείχνουν τα ρηχά, τους βλέπεις δίχως κόπο,
κι ο φάρος της Καβούρας απ' αντίκρυ κόκκινος
μπαίνοντας στον μητρικό της Σαλονίκης κόλπο.

Στίχοι,Μουσική, Ερμηνεία:  Νίκος Παπάζογλου

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Jack London " Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να επιβιώνει!"


«Προτιμώ να γίνω στάχτη παρά σκόνη! Προτιμώ η σπίθα μου να εξαντληθεί μέσα στη φωτιά, παρά να σαπίσει από την υγρασία! Προτιμώ να γίνω μετεωρίτης, κάθε άτομο μου να γίνει εκθαμβωτική λάμψη, απ’ ό,τι ένας κοιμισμένος και παντοτινός πλανήτης. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να επιβιώνει! Δε θα σπαταλήσω τις μέρες μου προσπαθώντας να τις παρατείνω. Θα αξιοποιήσω το χρόνο μου!».*


Υπάρχουν κάποια βιβλία που όταν τα διαβάσεις, σου αλλάζουν όλο τον τρόπο σκέψης, την ίδια σου τη ζωή. Ήμουν πολύ νέα όταν διάβασα πρώτα τη "Σιδερένια φτέρνα" και μερικά χρόνια αργότερα "Το φλογερό φως της μέρας" και την " Κοιλάδα του φεγγαριού" του Jack London, βιβλία που με επηρέασαν βαθύτατα όχι μόνο γιατί κατήγγειλαν την εκμετάλλευση των ανθρώπων από τους δυνατούς ούτε γιατί ασκούσαν μια ανελέητη κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά γιατί αναθεωρούσαν τις αξίες της ζωής και του κόσμου γενικότερα που είχαν ως βάση και κριτήριο την αγάπη του χρήματος και του πλούτου. Η απάντηση του συγγραφέα ήταν ένας διαφορετικός τρόπος ζωής κοντά στη φύση με κυρίαρχη αξία την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα στο πλαίσιο μιας διαφορετικής κοινωνίας.
"Η σιδερένια φτέρνα" γράφτηκε το 1907 και είναι ένα ουτοπικό μυθιστόρημα για την αιματηρή επανάσταση των καταπιεζομένων μαζών εναντίον των ισχυρών πλουτοκρατών ...το πρώτο κατηγορητήριο του καπιταλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, που γνώρισε μια τεράστια κυκλοφοριακή επιτυχία και αποτελεί ένα είδος προφητείας μιας φασιστικής επανάστασης στα 1932 και επιβεβαιώνει την πίστη του συγγραφέα προς μια ύστατη χρυσή εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Δίνεται σαν την ιστορία του μάρτυρα σοσιαλιστή Έρνεστ Έβερχαρντ, όπως βγαίνει μετά από το θάνατό του από την ψυχή των ανθρώπων"( Από τον βιβλιογραφικό πίνακα του ομώνυμου βιβλίου, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος , 1980)

" Το φλογερό φως της ημέρας" γράφτηκε το 1910 μετά τη βιαιότητα της "Σιδερένιας φτέρνας"...η γαλήνη που διατρέχει το έργο παραξένεψε και ενόχλησε τον αναγνώστη. Το κοινό περίμενε ένα μυθιστόρημα σχετικό με το κυνήγι του χρυσού στο Βορρά και ο Λόντον τους πρόσφερε ένα έργο που αποτελούσε μια μελέτη για τον πλουτισμό. Ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν ένα ακόμη δείγμα της μεθόδου" πειθώ μέσω της κατάπληξης", τέχνασμα που ο Λόντον το μεταχειριζόταν αρκετά συχνά και πολλές φορές εντελώς ωμά, προκειμένου να διακηρύξει το σοσιαλιστικό του πιστεύω και να το διασπείρει σ' ένα κοινό, που αλλιώς ούτε καν θα το πρόσεχε..."(Από τον πρόλογο του Francis Lacassin στο ομώνυμο βιβλίο, Ζαχαρόπουλος, 1987)
" Η κοιλάδα του φεγγαριού" ΄γράφτηκε το 1913 και σύμφωνα με τη γνώμη του Ίρβινγκ Στόουν, περιέχει ό,τι καλύτερο σκέφτηκε και έγραψε ο Τζακ Λόντον . " Στο μεγάλο αυτό λυρικό μυθιστόρημα ...εξυμνείται η φυσική ζωή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και καταγγέλλεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση( από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, Ζαχαρόπουλος, 1988)
Ο Jack London θεωρείται ένας από τους  πιο διαβασμένους και ευπώλητους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Για μένα από τους λατρεμένους.
 Μολονότι υπερηφανευόταν ότι είναι ο πιο καλοπληρωμένος συγγραφέας στον κόσμο συνήθιζε να υπογράφει στα γράμματά του " Υμέτερος, για την επανάσταση"
Στις 22 Νοεμβρίου του 1916 , μόλις 40 χρονών , αυτοκτονεί για να ξεφύγει από την κοινωνία που τον είχε καταδικάσει να πεθάνει από επιτυχία, στην πολυτελή του βίλα, στο Γλεν Έλλεν στην Καλιφόρνια, ανάμεσα στα σχέδια του ιδεώδους ράντσο που πάντα ονειρευόταν

*Η μετάφραση της  επιγραφής από εδώ

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Μιχάλης Κατσαρός, "Ανυπακοή! Ιδού το σύνθημα της Νέας Εποχής"

...Τον Μιχάλη είχα να το δω μήνες, και μου έλειψε εκείνο το "τσαφ" που έκανε τα λαμπιόνια της ψυχής ν' ανάβουν.
Τον αναζήτησα περνώντας από διάφορα καφενεία, αλλά δεν τον βρήκα.
Τον ζήτησα δεύτερη και τρίτη φορά, και τον βρήκα μετά από κανένα μήνα, πάλι στο πατάρι του Λουμίδη, ανάμεσα σε κάποιους φίλους του, να συζητάει. Με χαιρέτησε από μακριά και συνέχισε την κουβέντα του. Παράγγειλα καφέ και κάθισα σ' ένα τραπέζι μόνος, παρακολουθώντας τον.
Σε μια στιγμή ξεκόβει, έρχεται στο τραπέζι μου, ακουμπάει τον καφέ του και ξαναφεύγει χωρίς να πει κουβέντα.
Παραξενεύτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.
Μετά από αρκετή ώρα, πάνω που τέλειωνα τον καφέ μου κι ετοιμαζόμουν να φύγω, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.

- Αυτό που συμβαίνει είναι απαράδεκτο, μου λέει οργισμένος. Ούτε αυτοί μου δώσανε υπουργείο. Τόσες κυβερνήσεις - και κανείς δεν με κάλεσε για να μου αναθέσει ένα υπουργείο. Το Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Οικονομικών, έστω το Υπουργείο Εξωτερικών - κι αν δεν έχουν, ας ιδρύσουν ένα Υπουργείο Ποιήσεως.

Τα έχασα γιατί δεν ήξερα αν μιλάει σοβαρά ή κάνει πλάκα.

* * *

- Τι να πω, Μιχάλη μου, δεν ξέρω...
- Αυτά να τα μεταφέρεις στους καθοδηγητές σου. Στην Κεντρική Επιτροπή, στον Γραμματέα. Να κάνει επερωτήσεις στη Βουλή, διαβουλεύσεις, να πάει στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, στον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι - ικαστήριο και δικαιώνει τας τέρρας ανώ με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο και επιτροπές κυβερνητικές που, ως αρνητικές τροπές, θα καταφέρουν να διορθώσουν δι' ορθώσεως και - ώσεως τα της μη εμπλοκής μου στα κυβερνητικά όργανα που είναι ορά να οργίου μη αγίου...
Μα, εσύ δεν υπούργησες ποτές κανέναν, πώς θέλεις τώρα να αναλάβεις υπουργίες κυβερνητικές - και δη σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, όπου όλα είναι ρευστά και, κατά το κοινώς ομολογούμενο, μπάχαλο;
- Μα, ακριβώς εδώ είναι η θέση μου. Πρέπει να εκπροσωπήσω τα όνειρα, την Ελευθερία, την Επανάσταση. Πρέπει να είμαι ο ατίθασος πύργος απέναντι στην τιθασευμένη λογική του εφικτού και του αναγκαίου, που οδηγεί σε υποδουλώσεις και υποτάξεις συνειδήσεως.
Πρέπει ν' ανοίξω τις κρυφές πύλες του κάστρου, για να φυσήξει νέος αέρας, και το ρεύμα να παρασύρει τα σκουριασμένα μανουάλια, πολυελαίους, Αρχιερείς, συναγωγές, συνομωσίες, ξεγελώντας τους Βησιγότθους και τους Δωριείς. Πρέπει να καταλάβουμε την Βαστίλλη και την Ανδαλουσία, ν' αναθέσουμε ευθύνες σε νέες επιτροπές. Να συμμετάσχω στις αποφάσεις που θ' αναδείξουν τα νέα προεδρεία. Για όλα αυτά, ποιος θα μεριμνήσει;
Ο σύντροφος μου Γκαρώ έγινε μέλος του Διευθυντηρίου, ο Τάσος Λειβαδίτης ονειρεύεται μιαν ήσυχη σπιτική ζωή, ο Αναγνωστάκης έπαψε να γράφει, κι ο Ρίτσος μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια των στίχων που λουφάξανε στις κρύπτες των αγώνων και τ' άλλα που, πεταμένα, ανήμπορα, κάθονται στα ρείθρα των πεζοδρομίων ψάχνοντας το όχημα της πετρωμένης άνοιξης.
Ποιος, λοιπόν, θ' αναλάβει τις σκοτεινές συνομωσίες, τις ίντριγκες και τα παζάρια; Ποιος θα δωροδοκήσει τους φρουρούς για να τους πάρει με το μέρος του; Τώρα πρέπει να λάβουνε χώρα οι ανατροπές και τα όνειρα εκδίκηση, όπως μας διεμήνυσε εκείνος ο " ανθυπολοχαγός " της Αλβανίας. Αν δεν φροντίσει αυτή η κυβέρνηση την υπονόμευσή της, πώς θα δικαιώσει τις ελπίδες τόσων ανθρώπων;
-Αν και αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό σου, φοβάμαι ότι αυτοί που οργανώνουν κυβερνήσεις, κοινοβούλια, προεδρεία, βασιλείες, για ν' αρπάζουν λείες βασικών αγαθών κι ένα σωρό άλλες μηχανές χαλιναγώγησης της Ελευθερίας, δεν θα σου επέτρεπαν  ν' αναπτύξεις τέτοιες πρωτοβουλίες, γιατί η πρότερη βούλησή σου, ως σκιάδιον των προθέσεων σου, σε καθιστά ύποπτο σκοτεινών συμφερόντων, όντων, λόγων - εφόσον στερούνται της κατάλληλης οράσεως, προκειμένου να δουν, μέσα απ' τον λόγο σου, την ψυχή των λόγων που τους έδωσαν θώκους κι αξιώματα, μιας κι η πενία του πνεύματος δεν τους επιτρέπει να βιώσουν την κατά τον Επίκτητο πενία των αναγκών, όπως εσύ.
Επομένως, οι καρκινικές ιδιότητες που αναπτύσσουν ελκύουν πρόσωπα και πράξεις, που δημιουργούν όγκους, πολλές φορές, θανατηφόρους για τους οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου - κι εσύ, ως τέτοιος φορέας, θα διέτρεχες τον κίνδυνο της απαλλοτριώσεως των φυσικών σου πόρων και αγαθών. Θα διέτρεχες τον κίνδυνο της απώλειας του πριγκιπάτου της σκήτης σου έναντι πινακίου υπουργικής φακής...
- Μα, εγώ θα υποκρινόμουν τον ρήτορα με το μοναχικό σχήμα, τον σταυρό, το μαύρο ράσο που μέσα του θα έκρυβα τον ξανθό όμορφο εχθρό του βασιλείου. Έχω ακόμη τα ενδύματα του ωραίου μοναχού που εμφανίσθηκε στη μονή Τσοτυλίου με την μορφή Αγίου Ακεψιμά. Θα ζητούσα ακροάσεις από τον Αυτοκράτορα, θα υπέβαλα υπομνήματα, μα πάντα θα είχα το ξίφος κρυμμένο στα ενδύματα και, την κατάλληλη ώρα, θα ανέβαινα στον άμβωνα, στα τραπέζια των ταβερνών, στα τοπ Μαζόντ με σινό και Ιμαζόντ, και θα κήρυττα την Επανάσταση, θα κατήγγειλα τον ψευδο - Μάρκελο που παριστάνει τον Χριστό. Θα φορούσα την πορφυρή εσθήτα και με φραγγέλιο θα εξεδίωκα από το ναό όλους τους εμπόρους. Ίσως να κρατούσα για έμπιστό μου τον τρίτο καπετάνιο της νηός Ναβουχοδονόσορ και Χαμουραμπί...Οι ενέργειες μου θ' ακολουθούσαν τη συνεπή πορεία προς την κατάλυση του βασιλείου!

Είχε σηκωθεί όρθιος και, με στόμφο ρήτορος, συνεπαρμένος από τις σκέψεις του, εξαπέλυε μύδρους προς κάθε κατεύθυνση.
Σηκώθηκα να φύγω θεωρώντας ότι η συζήτηση μαζί του είχε τελειώσει, αλλά με κράτησε πίσω μια φράση του:

- Ανυπακοή! Ιδού το σύνθημα της Νέας Εποχής. Ανυπακοή στη Δημοκρατία του δημοσίου κράτους, δημώδους κράσεως και κραταιάς δημοτικότητας εν τη δημοσία οδώ! Ανυπακοή, όπως υπακοή, με Α στερητικό, ή ένα Αν, που μπορεί και να βάλει όρους και φραγμούς στους πλαστικούς οχετούς διοχέτευσης ασαφών ονείρων και επιδιώξεων αδρανών, με την έννοια των μη εδρασμένων λαών που κινούνται προς τα μπρος και χάνονται μέσα στα λούκια επιτήδειων οργάνων, αντί να εδραιώσουν θέσεις αντίστασης και πάλης.
- Ως πότε οι λαοί θα παλεύουν; Ως πότε οι άνθρωποι θ' αγωνίζονται για να κατακτήσουν την αξιοπρέπειά τους; Αιώνες τώρα το ίδιο βιολί! Συνέχεια κατακτάμε - και συνέχεια είμαστε κατακτημένοι. Συνέχεια νικάμε - και συνέχεια είμαστε νικημένοι. Πότε θα πούμε " Φτάσαμε! Εδώ ήταν το τέρμα μας!";
- Ποτέ, γιατί τέρμα δεν υπάρχει! Παντός τέρμα, παντός δέρμα...Τέρμα είναι ο θάνατος, που με ένα Α στερητικό γίνεται αθάνατος, όπως το φυτό που φύεται στις παρυφές των έρημων δρόμων και στον λόφο Φιλοπάππου, όταν το φύτεψε ο αρχιτέκτων Πικιώνης. Πριν απ' αυτόν υπάρχει η ζωή, που είναι ανεξάρτητη απ' την περιπέτεια, ως πέταγμα περί ταγμάτων και των ταμάτων σε Παναγία Σουμελά και Τήνου, και τις επιδιώξεις, ως διώξεις επιθέσεων του καθενός ανθρώπου, σ' όποια εποχή κι αν έζησε. Η πάλη για την Ελευθερία είναι συστατικό της Ζωής - κι όχι στατικό sea, όπως λένε οι Εγγλέζοι την θάλασσα, που προχωράει από πολλές μεριές και περικυκλώνει το νησί που αντιστέκεται και μας φυλάει τις καλύτερες μέρες του καλοκαιριού, με ήλιο και ξάπλες στην παραλία...Πού, λοιπόν, υπάρχει το τέρμα; Πουθενά...
- Ώστε, λοιπόν, είμαστε καταδικασμένοι να πολεμάμε συνέχεια;
- Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε συνέχεια, με ζουμ στα μέσα προσπορισμού των σω και σώματος ζωής, προκειμένου να προλαβαίνουμε τα έργα μας, που πάνε πιο μπροστά από μας, γιατί όταν κάνουμε μια πράξη, όπως να ζωγραφίσουμε μια εικόνα, να χτίσουμε έναν τοίχο, να βάψουμε ένα σπίτι, να φτιάξουμε ένα computer, να ψάλλουμε έναν ύμνο, να χτίσουμε ένα μοναστήρι, να φτιάξουμε ένα ρομπότ που θα μας υπηρετεί, στήνουμε ένα σταθμό ελέγχου που προσδιορίζει την πορεία μας.
Κι ενώ εμείς τα θεωρούμε όλα αυτά τυχαία, οι πράξεις μας γίνονται στήλες στον δρόμο που περπατάμε. Ένας δρόμος με προσκυνητάρια, σαν αυτούς που συναντάμε συχνά στις επαρχίες, μόνο που δεν είναι προσκυνητάρια ατυχημάτων αλλά σταθμοί διοδίων, όπου πληρώνουμε για την εξυπηρέτηση της ζωής μας σ' αυτούς που την εκμεταλλεύονται μιας κι έχουν βάλει στο χέρι όλα όσα την ευκολύνουν για να πάει μπροστά. Εμείς περνώντας τους βάζουμε λαδάκι, τα ξεσκονίζουμε, τα προσκυνάμε και πάμε παρακάτω, στις επαρχίες μας που είναι - αρχίες με επιβολή οξικής αφήγησης που, ως όξινη ανάμνηση, τυραννάει τις βαθιές γραμμές του εγκεφάλου μας στα σημεία όπου έγινε η λοβοτομή, αυτή που μας έκανε να δεχτούμε όλα όσα καθορίζουν τώρα την ζωή και τις πράξεις μας.
Η έννοια του ενιαίου ανθρώπου, ως στοιχείου ενιαίας πορείας, έχει ξεπερασθεί από τον ίδιο, μιας και, ως τοξοβόλος, είναι τοξευτής και στόχος μαζί της τοξικής βολής, που έχει προορισμό το άγνωστο και το διηνεκές μέσω μιας συνεχούς εξελισσόμενης εξίσωσης ενός συνόλου ατομικοτήτων - κι όχι ενός συνόλου ατόμων, που τέμνουν τομείς σε τόμους τιμών μερισμάτων προς όλους.
Κατάλαβες;
- Μα, γι' αυτό παλεύουμε με όπλο τον σοσιαλισμό! Προσπαθούμε να κάνουμε κτήμα μας τις πράξεις του ενιαίου ανθρώπου, είτε έχει σαν πρόσωπο την επιστημοσύνη είτε έχει σαν πρόσωπο την εργατική του δύναμη.
Η απελευθέρωση του ανθρώπου θα έρθει όταν καταφέρει να μοιράζεται δίκαια το αποτέλεσμα των κόπων του. Όταν δεν θα επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όταν εκτινάξει από πάνω του τα δεσμά της πείνας, της αμορφωσιάς, της αποδοχής του κινήτρου του κέρδους, που τον κάνει ευάλωτο στα ψεύτικα κελεύσματα του πλούτου, που στηρίζεται πάνω στην αδυναμία του συνανθρώπου του...
- Για όλα αυτά που λες, πρέπει ο καθένας μας να γράψει πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε πέτρα, σε κάθε δέντρο, πρέπει να γράψει στο παρόν και το μέλλο την λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Γεια σου,
μου λέει και φεύγει.
Έκτοτε, τον είδα μερικές φορές ακόμα, αλλά η ζωή, που με τράβηξε από πολλά πράγματα που αγάπησα κι ακόμα αγαπώ, με έκανε να στερηθώ την παρέα του και να παρακολουθώ πλέον την πορεία του από μακριά...


Δημήτρης Τσιμιτάκης, Μιχάλης Κατσαρός " Πρίγκηπας Ανδαλουσίας και Κυπαρισσίας", Εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, 2η έκδοση

Ο Μιχάλης Κατσαρός πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1998

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Παιδικός κόσμος...

Μέρα με τη μέρα, τα παιδιά στερούνται το δικαίωμα να είναι παιδιά. Η πραγματικότητα, που αψηφά αυτό το δικαίωμα, τα εκπαιδεύει στην καθημερινή τους ζωή. Ο κόσμος μεταχειρίζεται τα παιδιά των πλουσίων σαν να είναι χρήμα, ώστε κι εκείνα να συνηθίζουν σιγά σιγά να ενεργούν όπως το χρήμα. Ο κόσμος μεταχειρίζεται τα παιδιά των φτωχών σαν να είναι σκουπίδια, ώστε να τα μετατρέψει σιγά σιγά σε σκουπίδια. Και τα παιδιά της μεσαίας τάξης, τα παιδιά που δεν είναι ούτε πλούσια ούτε φτωχά, τα κρατάει δεμένα μπροστά στην τηλεόραση, ώστε από πολύ νωρίς να αποδεχτούν, σαν κάτι το αναπότρεπτο, μια ζωή φυλακισμένη. Πολλή μαγεία και πολλή τύχη έχουν στη ζωή τους τα λιγοστά παιδιά που καταφέρνουν να παραμένουν παιδιά.

Στον ωκεανό της απόγνωσης δεσπόζουν τα νησιά των προνομιούχων. Πρόκειται για πολυτελή στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι ισχυροί συναντιούνται μόνο με ισχυρούς και όπου δεν είναι δυνατόν ούτε για μια στιγμή να ξεχάσουν ότι είναι ισχυροί. Σε ορισμένες μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής οι απαγωγές έχουν γίνει καθημερινή συνήθεια, και τα παιδιά των πλουσίων μεγαλώνουν παγιδευμένα στον φόβο. Κατοικούν σε οχυρωμένα αρχοντικά, σε μεγάλα σπίτια ή συνοικίες που τα περιβάλλουν ηλεκτροφόρα σύρματα και τα επιτηρούν ένοπλοι φύλακες. Τα προστατεύουν, μέρα νύχτα, σωματοφύλακες ή κάμερες από κλειστά κυκλώματα ασφαλείας. Τα παιδιά των πλουσίων ταξιδεύουν όπως το χρήμα, μέσα σε θωρακισμένα αυτοκίνητα. Την πόλη τους δεν τη γνωρίζουν παρά μόνο εξ όψεως. Ανακαλύπτουν το μετρό στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν το χρησιμοποιούν ποτέ στο Σάο Πάολο ή στην Πόλη του Μεξικού.
Δεν ζουν στην πόλη όπου κατοικούν. Γι' αυτά τα παιδιά η απέραντη κόλαση που καραδοκεί έξω από τον μικροσκοπικό ιδιωτικό  τους παράδεισο είναι απαγορευμένη. Πέρα από τα τείχη εκτείνεται μια περιοχή τρόμου που βρίθει από ανθρώπους άσχημους, βρόμικους και φθονερούς. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχει χώρος για τα παιδιά, και μάλιστα εκείνα που έχουν πραγματικά τον μικρότερο χώρο είναι τα παιδιά που έχουν τα περισσότερα πράγματα: μεγαλώνουν δίχως ρίζες, δίχως πολιτισμική ταυτότητα και χωρίς καμία κοινωνική αίσθηση πέρα από τη βεβαιότητα ότι η πραγματικότητα είναι επικίνδυνη. Πατρίδα τους είναι οι διεθνούς φήμης επώνυμες μάρκες που στολίζουν τα ρούχα τους και ό,τι άλλο χρησιμοποιούν, και γλώσσα τους είναι η γλώσσα των διεθνών ψηφιακών κωδικών.
Στις πιο διαφορετικές πόλεις του κόσμου, στα πιο απομακρυσμένα μέρη του κόσμου, τα παιδιά των προνομιούχων μοιάζουν μεταξύ τους, έχουν τις ίδιες συνήθειες και τις ίδιες επιθυμίες, όπως μοιάζουν μεταξύ τους τα shopping centers και τα αεροδρόμια, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Ειδήμονες της εικονικής πραγματικότητας τα πλούσια παιδιά έχουν πλήρη άγνοια της αληθινής πραγματικότητας, που υπάρχει μόνο για να τη φοβούνται ή να την αγοράζουν.
Fast food, fast cars, fast life: από τη στιγμή που γεννιούνται, τα πλούσια παιδιά εκπαιδεύονται στην κατανάλωση και στο εφήμερο, και περνούν τα παιδικά τους χρόνια με την πεποίθηση ότι οι μηχανές είναι πιο αξιόπιστες από τους ανθρώπους. Όταν φτάσει η ώρα της μύησης τους θα πάρουν την πρώτη πανίσχυρη πανοπλία τους, με κίνηση στους τέσσερις τροχούς. Περιμένοντας όμως αυτή τη στιγμή, ξεχύνονται με υπερβολική ταχύτητα στις λεωφόρους του κυβερνοχώρου και αυτοεπιβεβαιώνονται καταβροχθίζοντας εικόνες και εμπορεύματα, κάνοντας zapping και shopping. Τα κυβερνοπαιδιά σερφάρουν στον κυβερνοχώρο με την ίδια άνεση που τα εγκαταλελειμμένα παιδιά σεργιανίζουν στους δρόμους των πόλεων.
Πολύ προτού πάψουν να είναι παιδιά των πλουσίων, και ανακαλύψουν τα ακριβά ναρκωτικά με τα οποία θα ξεγελούν τη μοναξιά τους και θα συγκαλύπτουν τους φόβους τους, τα φτωχά παιδιά έχουν ήδη αρχίσει να σνιφάρουν βενζίνη ή κόλλα. Ενόσω τα πλούσια παιδιά παίζουν  πόλεμο με σφαίρες τις ακτίνες λέιζερ, ήδη οι σφαίρες από μολύβι απειλούν τα παιδιά των δρόμων.
Στη Λατινική Αμερική τα παιδιά και οι έφηβοι αποτελούν το μισό περίπου του συνολικού πληθυσμού. Το μισό αυτού του μισού ζει μέσα στην αθλιότητα. Επιζώντες: στη Λατινική Αμερική πεθαίνουν εκατό παιδιά την ώρα από πείνα ή από ιάσιμες ασθένειες, και παρ' όλα αυτά ο αριθμός των φτωχών παιδιών, τόσο στους δρόμους των πόλεων όσο και στην ύπαιθρο, συνεχώς αυξάνεται σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου που παράγει φτωχούς αλλά απαγορεύει τη φτώχεια. Η πλειοψηφία των φτωχών είναι παιδιά· και η πλειοψηφία των παιδιών είναι φτωχά. Από όλους τους ομήρους του συστήματος, τα φτωχά παιδιά είναι εκείνα που περνούν χειρότερα. Η κοινωνία τα απομυζά, τα επιτηρεί, τα τιμωρεί και καμιά φορά τα σκοτώνει: σπάνια τα ακούει, ποτέ δεν τα καταλαβαίνει.
Αυτά τα παιδιά, με γονείς που άλλοτε δουλεύουν και άλλοτε όχι, ή που δεν έχουν δουλειά ούτε στον ήλιο μοίρα, είναι υποχρεωμένα να ζουν από πολύ νωρίς κάνοντας οποιαδήποτε  περιστασιακή εργασία και να ξεθεώνονται στη δουλειά με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί, ή κάτι παραπάνω, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Μόλις μάθουν να περπατούν, μαθαίνουν ποια είναι η ανταμοιβή των καθωσπρέπει φτωχών: αγόρια και κορίτσια γίνονται τα δωρεάν εργατικά χέρια του συνεργείου, του μαγαζιού ή της καντίνας της οικογένειας ή τα πάμφθηνα εργατικά χέρια των εξαγωγικών βιομηχανιών που κατασκευάζουν αθλητικά ρούχα για λογαριασμό των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Κάνουν αγροτικές εργασίες ή δουλειές του ποδαριού στην πόλη ή δουλεύουν στο σπίτι, στην υπηρεσία όποιου προστάζει. Σκλαβάκια της οικογενειακής οικονομίας, ή του άτυπου τομέα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, βρίσκονται στη χαμηλότερη βαθμίδα του ενεργού πληθυσμού που υπηρετεί την παγκόσμια αγορά:
στις χωματερές της Πόλης του Μεξικού, στη Μανίλα ή στο Λάγκος, μαζεύουν γυαλιά, κονσερβοκούτια και χαρτιά, και μάχονται για τα αποφάγια με τα όρνεα·
καταδύονται στη θάλασσα της Ιάβας, ψάχνοντας για μαργαριτάρια· κυνηγάνε διαμάντια στα ορυχεία του Κογκό·
χώνονται σαν τυφλοπόντικες μέσα στις στοές των ορυχείων του Περού, λόγω του μικρού μεγέθους τους, και όταν τα πνευμόνια τους δεν αντέχουν πια, καταλήγουν στα παράνομα νεκροταφεία·
μαζεύουν καφέ στην Κολομβία και την Τανζανία, και δηλητηριάζονται από τα παρασιτοκτόνα·
δηλητηριάζονται από τα παρασιτοκτόνα στις βαμβακοφυτείες της Γουατεμάλας και στις φυτείες μπανάνας της Ονδούρας·
στη Μαλαισία μαζεύουν τον οπό των καουτσουκόδεντρων, δουλεύοντας ολημερίς κι ολονυχτίς·
στρώνουν σιδηροδρομικές γραμμές στη Βιρμανία·
στη βόρεια Ινδία λιώνουν μέσα στους φούρνους του γυαλιού, και στη νότια στους φούρνους των τούβλων·
στο Μπαγκλαντές κάνουν περισσότερες από τριακόσιες διαφορετικές δουλειές, με μεροκάματο που κυμαίνεται μεταξύ του τίποτα και του σχεδόν τίποτα και δεν τελειώνει ποτέ·
τρέχουν σε αγώνες με καμήλες για τους Άραβες εμίρηδες και γίνονται έφιπποι βοσκοί στα αγροκτήματα του Ρίο ντε Λα Πλάτα·
στο Πορτ -ω Πρενς, στο Κολόμπο, στην Τζακάρτα ή στη Ρεσίφε σερβίρουν το τραπέζι του αφεντικού, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να τρώνε ό,τι πέφτει κάτω·
πουλάνε φρούτα στις αγορές της Μπογκοτά και τσίχλες στα λεωφορεία του Σάο Πάολο·
καθαρίζουν παρμπρίζ στις γωνίες των δρόμων της Λίμας, του Κίτο ή του Σαν Σαλβαδόρ·
λουστράρουν παπούτσια στους δρόμους του Καράκας ή του Γκουαναχουάτο·
ράβουν ρούχα στην Ταϊλάνδη και ποδοσφαιρικά παπούτσια στο Βιετνάμ·
ράβουν μπάλες ποδοσφαίρου στο Πακιστάν και του μπέιζμπολ στην Ονδούρα και την Αϊτή·
για να πληρώσουν τα χρέη των γονιών τους μαζεύουν τσάι ή καπνά στις φυτείες της Σρι Λάνκα και κόβουν άνθη γιασεμιού στην Αίγυπτο, με προορισμό τη γαλλική αρωματοποΐα·
τα νοικιάζουν οι γονείς τους για να υφαίνουν χαλιά στο Ιράν, το Νεπάλ και στην Ινδία, από τα βαθιά χαράματα μέχρι περασμένα μεσάνυχτα, και όταν κάποιος πηγαίνει να τα απελευθερώσει, τον ρωτούν: " Εσείς είστε το καινούργιο αφεντικό μου;"
τα πουλάνε οι γονείς τους έναντι εκατό δολαρίων, στο Σουδάν, για να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες ή για οποιαδήποτε άλλη δουλειά·
Ο στρατός, σε ορισμένα μέρη της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής, στρατολογεί δια της βίας παιδιά. Στους πολέμους, τα στρατιωτάκια δουλεύουν σκοτώνοντας, και κυρίως δουλεύουν πεθαίνοντας: τα μισά από τα θύματα των πρόσφατων αφρικανικών πολέμων ήταν παιδιά στρατιώτες. Με εξαίρεση τον πόλεμο, που είναι αντρικό ζήτημα σύμφωνα με όσα λέει η παράδοση και όσα διδάσκει η πραγματικότητα, σχεδόν σε όλες τις άλλες δουλειές τα χέρια των κοριτσιών αποδεικνύονται το ίδιο χρήσιμα με τα χέρια των αγοριών. Η αγορά εργασίας όμως αναπαράγει και στα κορίτσια την ίδια σεξιστική διάκριση που συνηθίζει να κάνει στις γυναίκες: τα κορίτσια παίρνουν πάντα λιγότερα από τα ελάχιστα χρήματα που κερδίζουν τα αγόρια, όταν κερδίζουν κάτι.
Η πορνεία είναι η αδυσώπητη μοίρα πολλών κοριτσιών και, σε μικρότερο βαθμό, πολλών αγοριών σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσο απίθανο και να φαίνεται, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες παιδιά εκδίδονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την έκθεση της UNICEF για το 1997. Η τεράστια πλειονότητα όμως των παιδιών θυμάτων εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση δουλεύει στα πορνεία και στους δρόμους του Νότου. Αυτή η πολυεκατομμυριούχος βιομηχανία, αυτό το ευρύτατο δίκτυο διακινητών, μεσολαβητών, τουριστικών γραφείων και προαγωγών, κινείται και δουλεύει με σκανδαλώδη ατιμωρησία. Στη Λατινική Αμερική η παιδική πορνεία δεν είναι κάτι το καινούργιο: υπάρχει από το 1536, όταν άνοιξε ο πρώτος οίκος ανοχής στο Πουέρτο Ρίκο. Σήμερα μισό εκατομμύριο κοριτσάκια της Βραζιλίας δουλεύουν πουλώντας το κορμί τους, προς όφελος των ενηλίκων που τα εκμεταλλεύονται: άλλα τόσα στην Ταϋλάνδη και κάπως περισσότερα στην Ινδία. Σε ορισμένες πλαζ της Καραϊβικής η ακμάζουσα βιομηχανία του σεξουαλικού τουρισμού προσφέρει παρθένα κορίτσια σε όποιον μπορεί να τα πληρώσει. Κάθε χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των κοριτσιών που ρίχνονται στην καταναλωτική αγορά: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, κάθε χρόνο τουλάχιστον ένα εκατομμύριο κορίτσια προστίθενται στην παγκόσμια αγορά των κορμιών.
Είναι αμέτρητα τα φτωχά παιδιά που δουλεύουν, στο σπίτι τους ή κάπου αλλού, για την οικογένειά τους ή για κάποιον άλλο. Τα περισσότερα δουλεύουν παράνομα και δεν αναφέρονται στις στατιστικές.
Και τα υπόλοιπα φτωχά παιδιά; Τα υπόλοιπα περισσεύουν Η αγορά δεν τα χρειάζεται, δεν θα τα χρειαστεί ποτέ.Δεν είναι αποδοτικά, ποτέ δεν θα είναι. Κατά την άποψη της καθεστηκυίας τάξης, τα παιδιά αυτά αρχίζουν κλέβοντας τον αέρα που αναπνέουν και στη συνέχεια κλέβουν ό,τι βρουν. Το ταξίδι τους από την κούνια στον τάφο συνήθως το διακόπτουν η πείνα ή οι σφαίρες. Το ίδιο παραγωγικό σύστημα που περιφρονεί τους γέρους φοβάται τα παιδιά. Τα γηρατειά είναι αποτυχία, η παιδική ηλικία απειλή. Ολοένα και περισσότερα παιδιά του περιθωρίου γεννιούνται με ροπή προς το έγκλημα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ειδικών. Τα παιδιά αυτά αποτελούν την πιο απειλητική κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Το παιδί ως δημόσια απειλή και η αντικοινωνική συμπεριφορά των ανηλίκων στην Αμερική είναι τα θέματα που απασχολούν τα Παναμερικανικά Συνέδρια για το Παιδί εδώ και μερικά χρόνια. Τα παιδιά που έρχονται από την επαρχία στην πόλη, και γενικότερα τα φτωχά παιδιά, έχουν εν δυνάμει αντικοινωνική συμπεριφορά, μας προειδοποιούν από το 1963 τα Συνέδρια. Οι κυβερνήσεις και ορισμένοι ειδήμονες  στο θέμα μοιράζονται την ιδεοληψία ότι τα παιδιά πάσχουν από την αρρώστια της βίας και ότι ρέπουν στη διαστροφή και τον όλεθρο. Κάθε παιδί κρύβει μέσα του ένα μικρό φαινόμενο Ελ Νίνιο, γι' αυτό πρέπει απαραιτήτως να προλαμβάνουμε την καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει. Στο Α' Αστυνομικό Συνέδριο της Νότιας Αμερικής, που έγινε στο Μοντεβιδέο το 1979, η αστυνομία της Κολομβίας εξήγησε ότι " η καθημερινή αύξηση του πληθυσμού κάτω των δεκαοκτώ ετών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό της ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ αυξάνεται"( Τα κεφαλαία από το αυθεντικό έγγραφο).
Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής η ηγεμονία της αγοράς σπάει τους δεσμούς αλληλεγγύης και διαλύει τον ιστό της κοινωνικής συνοχής. Τι μέλλον έχουν οι άνθρωποι που δεν είναι τίποτα, που δεν έχουν τίποτα, σε χώρες όπου το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μετατρέπεται σιγά σιγά στο μοναδικό δικαίωμα; Και τα παιδιά αυτών των ανθρώπων; Η πείνα ωθεί πολλά απ' αυτά τα παιδιά, ολοένα και περισσότερα, στην κλοπή, την επαιτεία και την πορνεία· και η καταναλωτική κοινωνία τα προσβάλλει προσφέροντας αγαθά που γι' αυτά είναι απαγορευμένα. Κι εκείνα, για να εκδικηθούν, αρχίζουν τις επιθέσεις· συμμορίες απελπισμένων παιδιών που τα ενώνει η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου: σύμφωνα με την UNICEF, το 1995 υπήρχαν οκτώ εκατομμύρια εγκαταλελειμένα παιδιά, παιδιά του δρόμου, στις μεγάλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής· σύμφωνα με την οργάνωση Human Rights Watch, το 1993 παραστρατιωτικές ομάδες δολοφονούσαν έξι παιδιά τη μέρα στην Κολομβία και τέσσερα στη Βραζιλία.
Ανάμεσα στα δύο άκρα, η μεσαία τάξη. Ανάμεσα στα παιδιά που ζουν αιχμάλωτα της χλιδής και στα παιδιά που ζουν αιχμάλωτα της εγκατάλειψης υπάρχουν τα παιδιά που έχουν κάτι παραπάνω από το τίποτα αλλά πολύ λιγότερα από τα πάντα. Τα παιδιά της μεσαίας τάξης έχουν ολοένα λιγότερη ελευθερία. " Θα σε αφήσουν να ζήσεις ή δεν θα σε αφήσουν να ζήσεις: ιδού το ερώτημα", έλεγε ο Ισπανός γελοιογράφος Τσούμυ Τσούμες. Η κοινωνία που θεοποιεί την τάξη ενώ ταυτόχρονα προκαλεί την αταξία τούς στερεί μέρα με τη μέρα την ελευθερία. Ο φόβος του μεσαίου: το πάτωμα τρίζει κάτω από τα πόδια, δεν υπάρχουν πλέον εγγυήσεις, η σταθερότητα είναι ασταθής, οι δουλειές εξαφανίζονται, τα χρήματα εξανεμίζονται, για να φτάσει το τέλος του μήνα χρειάζεται ένα θαύμα. Καλώς όρισες, μεσαία τάξη, χαιρετίζει μια αφίσα, στη είσοδο μιας από τις πιο άθλιες συνοικίες του Μπουένος Άιρες. Η μεσαία τάξη συνεχίζει να ζει εξαπατώντας, προσποιούμενη ότι υπακούει στους νόμους και ότι πιστεύει σ' αυτούς, και παριστάνοντας ότι έχει περισσότερα απ' όσα έχει· ποτέ όμως δεν της ήταν τόσο δύσκολο να ανταποκριθεί σ' αυτή την εξαντλητική παντομίμα. Η μεσαία τάξη ασφυκτιά από τα χρέη και έχει παραλύσει από τον πανικό· και μέσα στον πανικό μεγαλώνει τα παιδιά της. Πανικός να επιβιώσει, πανικός να μην καταρρεύσει: να μη χάσει τη δουλειά, το αυτοκίνητο, το σπίτι, τα πράγματα, πανικός μην τυχόν και δεν κατορθώσει να αποκτήσει ό,τι οφείλει να αποκτήσει για να υπάρχει. Στη συλλογική απαίτηση για δημόσια ασφάλεια, η οποία απειλείται από τα πανούργα τέρατα της παρανομίας, η φωνή της μεσαίας τάξης είναι η πιο δυνατή. Υπερασπίζεται τη δημόσια τάξη θαρρείς και είναι ιδιοκτησία της, ενώ δεν είναι παρά ένας ενοικιαστής της που τον έχει γονατίσει η τιμή του ενοικίου και η απειλή της έξωσης.
Παγιδευμένα στη μέγγενη του πανικού, τα παιδιά της μεσαίας τάξης καταδικάζονται ολοένα περισσότερο στην ταπείνωση και τον ισόβιο εγκλεισμό. Στην πόλη του μέλλοντος, που δεν απέχει πολύ από την πόλη του παρόντος, τα τηλε- παιδιά, υπό την επίβλεψη ηλεκτρονικών νταντάδων, θα ατενίζουν το δρόμο από κάποιο παράθυρο του τηλε - σπιτιού τους: τον δρόμο που τους έχει απαγορευτεί εξ αιτίας της βίας ή του πανικού της βίας , τον δρόμο όπου διαδραματίζεται το πάντα επικίνδυνο, και ενίοτε μαγευτικό, θέαμα της ζωής.

Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα,μετφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, Πάπυρος, Αθήνα 2019
Η πρώτη έκδοση έγινε στα ισπανικά το 1998. Το βιβλίο όμως εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητά του.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Στη ζωή όμως οφείλουμε να διαλέγουμε πλευρά...


Γιώργος Μιχαλακόπουλος - Αφήγηση  Δέκατη (Αρετή)

Όσο κι αν αγρυπνάς εσύ αγρυπνά κι η κόλαση. Κι η άτιμη έχει πιο πολλά μάτια και τη δύναμη της καλοπέρασης.
Η Ιστορία παραχαράσσεται. Γεμίζει ψευτιές και παραμύθια. Τώρα προσπαθούν να βάλουν στο ίδιο καλάθι τους αγωνιστές με τους εγκληματίες. Μιλούν για δύο άκρα. Κάνουν το άσπρο μαύρο για να γίνουν όλοι γκρι, ουδέτεροι, αμέτοχοι, καλοπερασάκηδες.
Στη ζωή όμως οφείλουμε να διαλέγουμε πλευρά. Αλλιώς είμαστε για γέλια. Θέμα για κωμωδία.
Μπορεί να μεταλάβουμε φαρμάκια και κεραυνούς. Όμως αυτά θα γίνουν φάρμακα και λίπασμα για τους επόμενους.
Κι αν υπήρξαν στιγμές που ένιωσα προδομένος, ματαιωμένος είμαι πια σε θέση να πω τούτη την κουβέντα: Δεν προδίδεται ένας άνθρωπος που αγωνίζεται σήμερα για το αύριο που δεν καταλαβαίνει το κοπάδι.
Κάποιοι ζουν για το χθες. Για να χτίσουν ένα αξιοζήλευτο παρελθόν. Αυτό που αποκαλούν φήμη. 
Εμείς ζήσαμε για το παρόν και το μέλλον. Ανοίξαμε τα σύνορά μας μέχρι την άκρη της γης κι ας μην υπήρχαν στρατιώτες να τα φυλάξουν. Γιατί ονειρευτήκαμε ένα κόσμο χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Μόνο με τραγούδια.
Γιατί ο άνθρωπος ο άξιος σαν το δέντρο δένεται με τις ρίζες του στη γη. Οι αρχές του είναι οι ρίζες. Τα φύλλα του είναι οι γνώμες. Αυτές μπορεί να αλλάζουν. Οι αρχές του όμως τον κρατάνε ακέραιο. Και μπροστά στην πυρκαγιά και την καταστροφή στέκεται εκεί, όρθιος.
Η μάνα μου τα λεγε με τον δικό της τρόπο. «Μοδίστρα είμαι και θα στα πω με λόγια της δουλειάς μου. Υπάρχει το καλό γαζί που ενώνει το ένα πανί με το άλλο. Υπάρχει και το ξώραφο που είναι για τα απ’ έξω. Αλλά το ξώραφο δεν είναι ούτε πίστη σε μια ιδέα, ούτε αγάπη, ούτε έρωτας».
Κι αν η Αρετή έφυγε νωρίς κι αν φεύγω κι εγώ με τη σειρά μου σιγά σιγά, φύτρωσαν από την αγάπη μας δυο καινούργια κλαδιά. 
Η Χαρά είναι το ένα. 
Και το άλλο, τούτο το τραγούδι…