Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Ο Μανώλης Γλέζος αφηγείται πώς ο αγκυλωτός σταυρός κατέβηκε από την Ακρόπολη

 Στις 31 Μαΐου 1941 οι Αθηναίοι κοιτάζοντας την Ακρόπολη είδαν έκπληκτοι ότι η γερμανική σημαία με τη σβάστικα δεν βρισκόταν στη θέση της. Οι Γερμανοί εξαπόλυσαν κυνηγητό για να βρουν τους δράστες, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτα. Κανείς δεν ήξερε ή δεν δήλωσε ότι ήξερε ποιοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να κατεβάσουν το ναζιστικό σύμβολο από το κοντάρι.
 Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός έμαθε τα ονόματα των γενναίων μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1945.



 Δύο εφημερίδες αποκάλυψαν την ταυτότητα του Μανώλη Γλέζου και του Απόστολου Σάντα.


 Η μία ήταν  η Ελευθερία, ημερήσια  πολιτική εφημερίδα του Κέντρου, με τίτλο:


 Η πρώτη μάχη - 31 Μαΐου 1941
 και υπότιτλο:


Την επομένην της καταλήψεως της Κρήτης δυό παλληκάρια έδωσαν πρώτα το σύνθημα της αντιστάσεως κατεβάζοντας τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Η ηρωική αυτή πράξη υπήρξε ο πρόλογος ενός τετράχρονου έπους: της μάχης ολοκλήρου του Ελληνικού λαού κατά του κατακτητού.
Ακολουθεί ένα μακροσκελές άρθρο από το οποίο και το παρακάτω απόσπασμα  όπου αποκαλύπτει:

"Ένα τυχαίο περιστατικό, μια ευτυχισμένη σύμπτωση, δίνει στην εφημερίδα τούτη τη δυνατότητα να αποκαλύψει στη σημερινή μεγάλη για το Έθνος μας ημέρα τους αφανείς ήρωες που άρχισαν τον αγώνα της Αντιστάσεως στην Ελλάδα, της Αντιστάσεως εκείνης που μας επιτρέπει να γιορτάζουμε ελεύθεροι πάλι σήμερα. Παραδίδει με την ιερώτερη συγκίνησιν τα ονόματά τους στο πανελλήνιο και στην αιώνια τιμή που τους ανήκει:


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΝΤΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΛΕΖΟΣ

Δυό νέοι, δυό παλληκάρια να τα χαίρεσαι, ξεκίνησαν τη νύκτα εκείνη από μια λαϊκή συνοικία - απ' αυτές δεν ανατέλλουν τα λαμπρότερα αστέρια; -και έπαιξαν κορώνα - γράμματα τα 19 τους τότε χρόνια για χάρι της Ελευθερίας..."



 Η άλλη ήταν ο Ριζοσπάστης. Από το Ριζοσπάστη της 25ης Μαρτίου 1945 ολόκληρο το άρθρο με τη δήλωση του Μανώλη Γλέζου. Το 1941 ήταν και οι δύο 19 χρονών.



ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗς ΣΚΛΑΒΙΑΣ

Τα δύο παλληκάρια ΠΟΥ ΤΟ 1941 ΚΑΤΕΒΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ τη σημαία των τυράννων

ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" ΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΜΑ

31 του Μάη του 1941...ξυπνώντας εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό οι Αθηναίοι αντίκρυσαν πάνω στο Βράχο της Ακρόπολης κάτι που τους έκανε να ριγήσουν σύγκορμοι. Πάνω στο κοντάρι της μονάχη και ασυντρόφευτη κυμάτιζε περήφανα η Ελληνική Σημαία πάνω απ' τη φρεσκοσκλαβωμένη πολιτεία. Η γερμανική σημαία, το σύμβολο του πανίσχυρου τότε 3ου Ράιχ είχε εξαφανιστεί από τη θέση της. Η σημαία με τον αγκυλωτό που με τόσο κομπασμό ανύψωσαν στην Ακρόπολη οι Γερμανοί αξιωματικοί ίλαρχος Γιάκομπ και υπολοχαγός Έλανιτς το τρομερό εκείνο πρωί της 27/4/41.
Αυτή λοιπόν τη σημαία, το "ταμπού" της γονατισμένης Ευρώπης τόλμησαν τα "θρασύτατα" άγνωστα, ανώνυμα ελληνικά χέρια να την ρίξουν απ' το κοντάρι της. Τα φασιστικά τσακάλια φρίαξαν. Ο Τσολάκογλου τρέμοντας έδινε "ταπεινοφρόνως" εξηγήσεις προς τ' αφεντικά του. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε. Οι Γερμανοί για αντίποινα περιόρισαν την κυκλοφορία του πληθυσμού από τις 11 στις 8. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν τελεσίγραφο των Γερμανών : " Καταδικάζονται σε θάνατο οι υπεξαιρέσαντες την γερμανική σημαίαν...".
Μα οι " βέβηλοι" δεν βρέθηκαν ποτέ. Η αγκαλιά του σκλαβωμένου μα αδούλωτου Ελληνικού λαού άνοιξε και τους έκρυψε καλά στον κόρφο της. Οι "άγνωστοι" παρέμειναν άγνωστοι. Μα σήμερα πρέπει να μάθει όλη η Ελλάδα τα ονόματα των παιδιών της που είχαν το κουράγιο, "την τρέλλα" - αν δεν υπήρχαν τέτοιες τρέλλεες στον κόσμο δεν θάξιζε τον κόπο η ζωή που ζούμε - να σκαρφαλώσουν νύχτα πάνω στην Ακρόπολη και να κομματιάσουν το σύμβολο της σκλαβιάς. Είναι οι Έλληνες: Γ λ έ ν τ ζ ο ς  Μ α ν ώ λ η ς, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών Επιστημών, 25 χρονώ κι' ο Σ ά ν τ α ς  Α π ό σ τ ο λ ο ς , φοιτητής της Νομικής 25 χρονώ. Κι' οι δυό τους μ έ λ η  κ α ι  σ τ ε λ έ χ η  τ ο υ  Κ.Κ.Ε. Φίλοι και σύντροφοι.
Τώρα παραχωρούμε τη θέση μας στον ίδιο το σ. Γλέντζο να μας μιλήσει ο ίδιος για τη δραματική και υπέροχη αυτή πράξη του:
"...οι δυό μας τότε, Ελληνόπουλα πραγματικά, γυρίζαμε στους δρόμους ζαλισμένοι απ' τη μαύρη συμφορά. Χίλιες ιδέες περνούσαν απ' τα κεφάλια μας. Νάχαμε πιστόλια! Να κρυβόμασταν σε καμμιά γωνιά, να πυροβολούσαμε Γερμανούς!...Γύρω μας οι σακάτηδες της Αλβανίας έσερναν τα καροτσάκια τους. Χαμένα λοιπόν όλα; Η " ηγεσία" πρόδωσε κι' έφυγε. Τα ραδιόφωνα ούρλιαζαν. Οι εφημερίδες λιβάνιζαν , οι μανάδες έκλαιγαν και καρτερούσαν τους "αγύριστους". 30 του Μάη 1941. Γυρίζουμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους:
- Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
 Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος, συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δε χρειαζόταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχε ο κλήρος...απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της Γερμανικής σημαίας! Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ ραντεβού στις 8 στην πλατεία Κουμουνδούρου. Όταν ανταμώσαμε,, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία. Είχε σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι είχε βγει. Ήταν μια όμορφη Αττική βραδιά. Αμίλητοι προχωρήσαμε μέσα απ' την Πλάκα. Απ' το πρωί είχαμε κανονίσει τις τεχνικές λεπτομέρειες κι' είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ' την Ακρόπολη. Η γερμανική φρουρά φαινόταν. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν δεν ήταν, εμείς θ' ανεβαίναμε. Σε μια στιγμή που δεν φαινόταν κανένας γύρω, πηδήξαμε το συρματόπλεγμα πούναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς και σιγά σιγά, ο ένας πίσω απ' τον άλλον προχωρούσαμε σκαρφαλώνοντας στ' απόκρημνα βράχια. Φτάσαμε σε μια πορτίτσα ξύλινη, πούφραζε το άνοιγμα που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη. Στην είσοδο, που κατά τους αρχαίους Αθηναίους μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του Παρθενώνα. Ευτυχώς το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σμπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε φτάσει...Με κομμένες τις αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: Δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι ο Παρθενώνας, αριστερά το Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτίζονταν υποβλητικά από το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα σκόρπια παντού, κάτω από το ιδιόχρωμο εκείνο φως, παρουσίαζαν περίεργα σχήματα. Προς το παρόν κανένας Γερμανός δε φαινότανε. Σκυφτοί, κρυβόμενοι πίσω απ' τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου - κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος έξω από κει που βρισκόμασταν εμείς, ώστε αν υπήρχε κανένας σκοπός να προσέξει προς τα εκεί και ν' αποφύγουμε μεις τον κίνδυνο. Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού. Εδώ όμως ήταν τα σκούρα: Μήπως σε κείνο το κυκλικό τειχάκι να υπάρχει κανένας; Για πολλή ώρα πίσω απ' τη σκιά του βορείου τείχους αφουγκραζόμασταν. Έπειτα όμως θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο. Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε. Μα τα σύρματα δεν άκουγαν. Είχαν μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε. Τι έπρεπε να γίνει; Να κατέβει η σημαία! απαντούσε η φωνή της συνειδήσεως, η φωνή του λαού. Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι' άρχισα να ανεβαίνω. Έπιασα τη σημαία κι' άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως. Δεν έπεφτε. Κουράστηκα και κατέβηκα. Δεύτερη απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.
- Λάκη η σειρά σου. Ούτε κείνος όμως μπόρεσε. Για τρίτη φορά αναρριχούμαι λυσσιασμένα - με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα απ' τη σημαία. Ούτε τώρα όμως τίποτα. Η σημαία όμως έπρεπε να κατεβεί. Και κατέβηκε. Και να πώς. Το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζότανε από τρία συρματόσχοινα. Τα λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε απάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα. Κείνη την ώρα το φεγγάρι χανότανε πίσω απ' τον Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζύ μας, αλλά στις περίοδες της τρομοκρατίας οι μαννάδες μας τάκαψαν. Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται ανάμεσα στα τείχη και το βράχο. Ίσως τώρα, ύστερα από 4 χρόνια νάχει πια λυώσει.
Γυρίζοντας αργά για τα σπίτια μας μάς έπιασε ο σκοπός χωροφύλακας έξω από το Κρατικό Ταμείο (Ερμού). Η ώρα ήταν 12.10', η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και μας άφησε. Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε. Κείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί...

Ριζοσπάστης Κυριακή 25 Μάρτη 1945.



Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος για το Νίκο Μπελογιάννη


Η μνήμη σώζεται με τα πρόσωπα. Τα περιστατικά εύκολα μπερδεύονται μεταξύ τους, χάνουν και τις χρονολογίες τους, κάπου χάνονται και τα ίδια.
Η φήμη του Μπελογιάννη άρχισε από τις δίκες στην Αθήνα, αλλά, σαν συμπολίτες που ήμαστε, ξέρω ότι πολύ πιο πριν, όταν ακόμα ήταν νέο παιδί, είχε σχηματιστεί ένας θρύλος και περπατούσε. Και βέβαια, εντελώς ιδιαίτερη γοητεία είχε για μας, που ήμαστε πολύ νεώτεροί του, το παράδειγμα ενός γνωστού μας νέου που όλα τα εγκαταλείπει, το ασφαλισμένο σπίτι και το ασφαλισμένο μέλλον, και με αυταπάρνηση παίρνει αυτούς τους δρόμους. Και το πρώτο που του υπόσχονται αυτές οι επιλογές είναι τα κρατητήρια, είναι οι εξορίες και οι φυλακές κι άλλες, παρόμοιες μ' αυτά και πολύ χειρότερες στο τέλος στροφές της τύχης.
Πεθαίνουμε όπως ζούμε. Το δικό του έργο τελείωσε όπως κι έπρεπε να κλείσει το ανάγνωσμα μιας ζωής σαν αυτήν που άρχισε ο Μπελογιάννης από τα μαθητικά χρόνια.
Ο μακαρίτης ο Μαστρογιαννόπουλος μου έλεγε το 1942 στο Πελόπιο για μια έκθεση που του είχε γράψει στο γυμνάσιο ο Μπελογιάννης, τότε που τον είχε μαθητή του στην Αμαλιάδα. Τους είχε ζητήσει να γράψουν κάτι για το Πάσχα κι ο Μπελογιάννης κάθησε και του περιέγραψε τη ζωή μιας φτωχής γυναίκας στη γειτονιά τους που δούλευε στα ξένα σπίτια για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά της. Του έκανε εντύπωση του Μαστρογιαννόπουλου και το θυμόταν.
Σκέφτομαι τον Μπελογιάννη έχοντας στον νου τον αδελφό μου τον Γιώργη. Είχαν, έτσι το βρίσκω εγώ, μια ομοιότητα στην έκφραση, ακριβώς εκεί που το πρόσωπο του ανθρώπου εκπέμπει τα ιδιαίτερα δικά του κύματα - στα μάτια τους. Στα τονισμένα φρύδια, στο καθαρό μέτωπο, γραμμένο αδρά στο βαθύ φόντο των μαλλιών, που ήταν και τα δύο ολόμαυρα, πυκνά και λαμπερά, με αλλεπάλληλες σκάλες που έφευγαν πίσω. Αλλά και στον χαρακτήρα υπήρχε μια άλλη σύμπτωση, στην άφοβη, δραστήρια και σε κάτι σκληρή τους στάση. Αυτό που εννοώ, μιλώντας για σκληρότητα, στον αδελφό μου ήταν πιο αδρό, αυτός ήταν και πολύ νεότερος, ενώ ο Μπελογιάννης φαινόταν άνθρωπος ώριμος και γαλήνιος, είχε όμως μια σκληράδα κι αυτός και γρήγορα την αντιλαμβανόσουν. Ξέρω ότι κατόρθωσαν να τον πιάσουν κυρίως επειδή δεν ήταν στο χαρακτήρα του να περνά τις ώρες του στο αμπρί, στέλνοντας μπροστά  άλλους, όπως και γινόταν από κάποιους που άφησαν πίσω τους και τη φήμη του ασύλληπτου Φαντομά της κομματικής παρανομίας. Αυτοί σπάνια βγήκαν από το αμπρί τόσο στην παρανομία όσο και στον πόλεμο.
Τον θυμάμαι ένα βράδυ αργά που κατέβαινα με το τραμ για τα Σεπόλια. Θα πρέπει να ήταν την άνοιξη του 1947, κάπου εκεί γύρω. Γνωρίζαμε ότι μαζί με τον Γκιζελή ήταν στα βουνά της Πελοποννήσου, και να τώρα στην Αθήνα. Στη στάση της πλατείας Βάθης, όπως σταμάτησε το τραμ, έπεσε το φως πάνω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο μ' ένα μακρύ παλτό κουμπωμένος ως απάνω. Μόλις το τραμ κίνησε, πήδησε στο βαγόνι. Εγώ τότε, για το φόβο των Ιουδαίων, δεν έμπαινα μέσα στο βαγόνι, στεκόμουν στον εξώστη, δίπλα στην έξοδο. Στάθηκε κι αυτός εκεί.
Πήγαμε έτσι μέχρι το τέρμα. Κατάλαβα ότι με είδε και με γνώρισε. Μου το επιβεβαίωσε, όταν μετά τρία χρόνια στην Αλβανία θυμηθήκαμε εκείνο το βράδυ - καθώς και ότι πήγαινε στα ξαδέλφια του, τους Συριόπουλους, πρώτα του ξαδέλφια από τις μητέρες τους. Ήταν όλοι φίλοι μας κι έμεναν σ' ένα σπίτι προς τη μεριά του λόφου. Ο Ντίνος, ο Γιώργος, ο Θοδωράκης, η Νίκη. Τον Γιώργο τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί στην Αμαλιάδα και τον εκτέλεσαν στα Ψηλαλώνια στην Πάτρα, μαζί με τον ποιητή Φώτο Πασχαλινό.
Ακριβώς τότε, με τους δυο εκείνους νέους, άρχισαν οι ιστορίες αυτές να γράφονται πολύ κοντά μας...
Το περίεργο στο περιστατικό που αφηγούμαι εδώ τώρα είναι πως η κοπέλα που συνόδευα εκείνο το  βράδυ, συμφοιτήτριά μου, όταν έπειτα από σαράντα χρόνια, ξαναϊδωθήκαμε εδώ στην Αθήνα, πολύ απροσδόκητα με ρώτησε:
- Εκείνο το βράδυ που κατεβαίναμε με το τραμ ο Μπελογιάννης δεν ήταν;
Δεν θυμάμαι να μιλήσαμε καθόλου γι' αυτό, η φίλη μου όμως με βεβαιώνει ότι αλλάξαμε με τον Μπελογιάννη κάποιες ματιές, από τις οποίες εκείνη κατάλαβε πως γνωριζόμαστε κι αποφύγαμε να μιλήσουμε.
- Όταν είδα έπειτα τις φωτογραφίες του στις εφημερίδες, θυμήθηκα εκείνο το βράδυ.
Όλο κάτι είναι και κινείται γύρω μας και φαίνεται χωρίς εμείς να το βλέπουμε, μόνες τους μας τριγυρίζουν κάποιες κινήσεις, κάποιες σκέψεις ανεξέλεγκτα κι από μας τους ίδιους.
Μετά την εκτέλεσή του, εκφράστηκαν σε κάποια κείμενα υπαινιγμοί για λάθη στην επαγρύπνηση. Ο Ζαχαριάδης μάς είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοιες απροσδόκητες στροφές και προς στιγμήν το πήραμε για μια άλλη ιστορία που πήγαινε να ξεκινήσει, αλλά δεν έλαβε συνέχεια. Μετά μαθαίναμε ότι κάποιοι, που έβγαιναν έξω, τα έλεγαν αυτά στον Ζαχαριάδη, χαϊδεύοντάς του το αυτί του προσκόμιζαν μαρτυρίες και στοιχεία. Γιατί από κάτω ήταν η άλλη ιστορία - ο Πλουμπίδης. Η ανάγκη που αισθανόταν τότε ο Ζαχαριάδης να επιβεβαιώνονται οι αλλόκοτες υποψίες του.
Και ήταν επίσης το γεγονός ότι ο Μπελογιάννης δεν είχε ενδώσει, αντιστάθηκε σ' αυτούς τους δικούς του παραλογισμούς. Κάποιοι προσπαθούσαν να συνδέσουν τη σύλληψή του με αυτό το γεγονός.
Πρέπει να είχαν σχηματιστεί κάποιες προϋποθέσεις και ποιος ξέρει ως πού θα το πήγαιναν, αν ο Μπελογιάννης έμενε ζωντανός.

Τρεις άνθρωποι, ο Ζαχαριάδης, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης. Τρεις διαστάσεις μιας ιστορίας με ασυνήθιστες, ακόμα και για ένα μαχόμενο επαναστατικό κόμμα, καταστάσεις, όπου πρωταγωνίστησαν εξαιρετικοί χαρακτήρες.
Θέματα ανεξάντλητα για μυθιστορήματα. Το αποτόλμησε μόνο ο Κώστας ο Κοτζιάς, καλός συγγραφέας, μα πέρασε βιαστικά πάνω από ένα τρομερό σύμπλεγμα ηρωικών και τραγικών συγκρούσεων, έντονα προσκολλημένος στις εσωκομματικές καταστάσεις , μέτρα μικρά για να μετρηθούν τέτοια ανθρώπινα φαινόμενα.
Δεν θα' ναι πολλοί εκείνοι που θυμούνται τώρα ότι και ο Πλουμπίδης κρατούσε τότε στο χέρι του ένα γαρύφαλλο.
Ο Πλουμπίδης ήταν κορυφαία τραγική μορφή, αλλά το γαρυφαλλάκι του πέρασε απαρατήρητο. Κι όπως γίνεται συχνά με τις επαναλήψεις κάτι τέτοιων χειρονομιών, όταν το σοβαρό τους μήνυμα δεν περνάει στις ψυχές των άλλων, μπορεί να έμενε ένα αρνητικό που δεν τυπώθηκε. Σε κάτι και κωμικό, αν δεν έβλεπε κανείς εκεί μια συγκλονιστική υπόμνηση της μεγάλης αθωότητας αυτού του ηρωικού, παρ' όλη του την ηπιότητα, ανθρώπου.
Η χειρονομία του Μπελογιάννη είχε άλλη μια σημασία - ύστερα από την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, σαν να σφράγιζε μια κίνηση που έγινε όλη μπροστά στα μάτια μας, το καλό δέσιμο μιας ιδεολογίας, σε πολλά ακόμα αναφομοίωτης, με την εθνική παράδοση. Ο Μπελογιάννης πρόσθεσε ένα σύμβολο στις ηρωικές μας παραδόσεις, αλλά αυτός ο μελλοθάνατος με το γαρύφαλλο ήταν και μια ελληνική προσφορά στους άλλους, μια ανταπόδοση για τα πολλά ξένα δάνεια που είχε κάνει το ελληνικό κοινωνικό κίνημα.
Στους άθλους τους οι ήρωες του χριστιανισμού ξεσήκωναν ο ένας τον άλλον κι οι βίοι τους δεν διαφέρουν παρά στα ονόματα και στις τοποθεσίες, τα θαύματα παντού τα ίδια. Έτσι και οι μάρτυρες του κομμουνισμού παραδειγματίζονταν από κάποια πρότυπα κι ελάχιστα πρωτοτυπούσαν. Ο Μπελογιάννης  ήταν σ' όλα μια πρωτοτυπία. Υπήρξε στο δικό του άθλο στρωτή σύγκλιση στις λεπτομέρειες, στα λόγια του, στους τόνους του, παντού ως την τελευταία του κίνηση. Κι αυτά τον έκαναν αληθινό και πιστευτό σ' όλους, στο έθνος του και στον ιδεολογικό του χώρο. Η συμπεριφορά του έδειξε άνθρωπο με πεντακάθαρο μυαλό, κατασταλαγμένη αντίληψη για όσα συνέβαιναν. Τη διαθήκη του αυτός την έγραψε με σώας τας φρένας και πλήρη συνείδηση. Η ειλικρίνεια του, η ανθρώπινη και η πολιτική του εγκυρότητα δεν ήταν δυνατόν ν' αμφισβητηθούν κι από τον κακόπιστο αντίπαλο. Η ομορφιά μιας ωραίας προσπάθειας αποτυπώθηκε στο παράδειγμά του και το πιο σπουδαίο ήταν ο τρόπος, με τον οποίον δηλώθηκε η ωριμότητά της. Χωρίς υπερβολικούς τονισμούς, χωρίς αχώνευτες παρορμήσεις και καθόλου κραυγές.
Με διάφορες αφορμές ξαναθυμάμαι μια έκφραση του ποιητή Παστερνάκ: η κραυγή είναι πάντα ύποπτη. Τι ωραία που το είπε. Δεν έχει άραγε δίκιο;
Ύποπτη σε όλα είναι κραυγή γιατί όλο κάτι πάει να σκεπάσει. Κάπου ο άνθρωπος που κραυγάζει βιάστηκε, κάπου άργησε και τρέχει. Κάτι του λείπει και δεν το βρίσκει. Και μάλλον εκείνος ο ίδιος είναι που δεν καταλαβαίνει καλά αυτά που θέλει να πει. Αν με βλέπετε ν' αφρίζω προσπαθώντας να πείσω τους άλλους, εξομολογείται κι ο Ντοστογέφσκι, είναι γιατί δεν έχω κατορθώσει να πείσω τον εαυτό μου.
Εκείνες τις στιγμές ο Μπελογιάννης, πέρα από την αξιοθαύμαστη ανθρώπινη συμπεριφορά του, ήταν μια στιγμή ωριμότητας του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σαν να το έπαιρνε με το λουλουδάκι του και να το κινούσε μπροστά σε μια απελευθέρωση από κάποιες σκλαβιές, απελευθέρωση κυρίως από μια παραδοσιακή αιχμαλωσία ( ιδεολογική και ψυχολογική). Κι αν ήθελε κανείς, θα μπορούσε να τραβήξει τούτη τη σκέψη ακόμα πιο πέρα σε συμπεράσματα που μπορεί να μην ήταν τότε σε κανενός το μυαλό, αλλά αυτά που συνέβαιναν ήταν αρκετά να το δηλώσουν. Και μόνο η συνήθεια που αποχτάμε καμιά φορά ( όταν μαζευόμαστε και πολλοί) να μη βλέπουμε τα ολοφάνερα, εμπόδισε να το προσέξουμε και πέρασε χωρίς να κατανοηθεί, αλλά και χωρίς να γίνει αντιληπτό...

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμμή της ζωής. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Μαξίμ Γκόρκι, Οι Αρταμάνοφ

Μια οικογενειακή σάγκα, που αφηγείται την ιστορία τριών γενιών της οικογένειας Αρταμάνοφ στη Ρωσία επί μισό αιώνα, από την απελευθέρωση των δουλοπάροικων το 1861, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β', μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
Ο πατριάρχης της οικογένειας, ο Ηλίας, άρτι απελευθερωθείς δουλοπάροικος, εγκαθίσταται σε μια κωμόπολη με τους τρεις γιους του και ιδρύει μια υφαντουργία. Ο γενάρχης, αυταρχικός με την οικογένειά του, άπληστος και αποφασισμένος ως επιχειρηματίας, αφοσιώνεται στο εργοστάσιο και, γενικά, στη νέα ζωή τα παιδιά και τα εγγόνια διατηρούν την επιχείρηση, αλλά με λιγότερο πάθος, μέχρι που τα πάντα σαρώνει η επανάσταση του 1917 - και η χαοτική βία που αυτή έφερε, η οποία περιγράφεται με πιστότητα στο μυθιστόρημα. Οι περιπέτειες της οικογένειας Αρταμάνοφ απηχούν με ακρίβεια τον ιστορικό καμβά της εποχής, τον οποίο με διορατικότητα αντιλαμβάνεται και με μαεστρία υφαίνει στο βιβλίο ο Γκόρκι. Σε αυτόν ακριβώς τον καμβά τοποθετεί αριστοτεχνικά τους ήρωές του, που αδυνατούν να αντιληφθούν και να παρακολουθήσουν τις τεράστιες αλλαγές που συμβαίνουν, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις -συγγενικές, ερωτικές, φιλικές, σχέσεις εξάρτησης ή εξουσίας, φθόνου ή και αδιαφορίας, ακόμη και την απουσία σχέσης- και στήνει έτσι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που αφηγείται με ακρίβεια και ζωντάνια την άνοδο και την πτώση του σύντομου ρωσικού καπιταλισμού.
Οι "Αρταμάνοφ" σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου εκδίδονται για πρώτη φορά αυτόνομα σε βιβλίο, μετά την πρώτη έκδοσή τους το 1959 σε έναν συλλογικό τόμο παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Μαξίμ Γκόρκι, Οι Αρταμάνοφ, μτφρ: Άρης Αλεξάνδρου και Επίμετρο: Γιώργος Τσακνιάς, Πατάκης , Αθήνα 2018

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Virginia Woolf, σελίδες ημερολογίου

Christiaan Tonnis ~ Virginia Woolf ( 1998)

Στις 28 Μαρτίου 1941 η Βιρτζίνια Γουλφ έβαλε μια μεγάλη πέτρα στην τσέπη της και πέρασε στην άλλη όχθη μέσα από το βυθό των παγωμένων νερών του ποταμού Ουζ.
Λίγα χρόνια πριν είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1932. Ήταν το δεύτερο ταξίδι της. Για πρώτη φορά είχε έλθει στην Ελλάδα το 1906. Η Βιρτζίνια Γουλφ συνοδευόταν από τον άντρα της Λέναρντ Γουλφ, τον κριτικό Ρότζερ Φράι και την αδελφή της Μάρτζερυ. Έφτασαν στη Βενετία με το τρένο και από εκεί με ατμόπλοιο , μέσω Μπρίντιζι, στον Πειραιά. Το ταξίδι κράτησε από τις 15 Απριλίου έως τις 12 Μαΐου 1932.
Τα ημερολόγιο και τα γράμματα που έγραψε από την Ελλάδα η Βιρτζίνια Γουλφ κυκλοφόρησαν σε ένα μικρό βιβλίο  από τις εκδόσεις Κρύσταλλο με τίτλο "Ελλάδα και Μάης μαζί! Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα" σε μετάφραση Μαρίας Τσάτσου και επιμέλεια Άρη Μπερλή.
Γράφει ο  Άρης Μπερλής " Διαβάζοντας το ημερολόγιο που κράτησε και τα γράμματα που έγραψε από την Ελλάδα η Βιρτζίνια Γουλφ, την άνοιξη του 1932, έχεις την εντύπωση πως αυτό που περιγράφεται δεν είναι η Ελλάδα, είναι μια άλλη χώρα:

Η Ελλάδα είναι χωρίς αμφιβολία η πιο όμορφη χώρα που έχει απομείνει.
Οι άνθρωποι είναι οι πιο συμπαθητικοί που γνώρισα ποτέ. Όλοι χαμογελάνε.
Γιατί δεν μου είπες ότι η Ελλάδα είναι τόσο όμορφη;
Αυτή η θάλασσα ήταν παρθένα.
Κι έκοψα άγρια κρίνα και κίτρινα αστεράκια που δεν τα' χα ξαναδεί, και μικρά βυσσινιά, μωβ, μπλε, άσπρα λουλουδάκια, σαν μαργαρίτες.
Ολόκληρο το βουνό ήταν κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες.
Τα ξενοδοχεία λάμπουν από καθαριότητα.
Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος.
Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολύ πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις.

Σε ποιο τόπο αναφέρεται αυτή η συγγραφεύς; Και τι νόημα έχει τούτη η έκδοση, σε τούτη τη χώρα, τούτα τα χρόνια που επήλθαν " χυμένα θα' λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο που του βάλανε φωτιά"; Μνημόσυνο για μια προώρως χαμένη ομορφιά; Αφορμή για τόνωση μιας φενακίζουσας εθνικής υπερηφάνειας; Διδαχή και φρονηματισμός για να περισωθεί ό,τι απόμεινε στο παρόν και να διαφυλαχθεί στο μέλλον;
 Η Ελλάδα του 1932, όπως την είδε και την περιέγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ, φύση και χαρακτήρας της φύσης της και των ανθρώπων της, δεν μας ανήκει. Σε κανέναν δεν ανήκει τίποτα που δεν αγαπά. Ούτε τα ερείπια και τα πληγωμένα της βουνά, χωρίς "ένταση" πια " να ακεραιωθούν ξανά". Μόνο τ' αγριολούλουδα, φυτικές κατσαρίδες που επέζησαν του ολοκαυτώματος, συνεχίζουν κάθε Μάη ν' ανθίστανται. Καθώς η ίδια η Γουλφ παρατηρεί με πρωτοφανή οξυδέρκεια  στο ημερολόγιο της:" Ο τόπος είναι τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορεί πια να διαφυλάξει τα συμφέροντά του".
Τούτη λοιπόν η έκδοση δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία από το να διαβάσουμε τη ζωντανή περιγραφή μιας όμορφης χώρας, μιας ουτοπίας, που μια μεγάλη συγγραφεύς κάποτε επισκέφτηκε. Μιας χώρας παραμυθένιας τόσο για κείνη όσο και για μας".

Από αυτό το βιβλίο η παρακάτω ημερολογιακή σημείωση της Βιρτζίνια Γουλφ:

" Πέμπτη 21 Απριλίου
Αθήνα { Ξενοδοχείο Ματζέστικ* }

Ναι, αλλά τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα - ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του· αυτό· κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής και μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ' ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες - πώς να στο πω; όλοι μαζί σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη. Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες ( πρόκειται για ελληνόπουλα που τα' φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ' ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ίσως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά. Τώρα που είμαι πενήντα ( το' γραψα με θάρρος στο βιβλίο του ξενοδοχείου - το καλό μας Γιακ το απέφυγε, άλλη μια απόδειξη του συμπλέγματος κατωτερότητος), έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τέλειωσε, μ' αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδισμα μπροστά στο θάνατο. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά. " Οι Γερμανοί  προβάλλουν σαν πράγματα χωμένα σε μια τσέπη", είπα. Και όπως το είπα, μόλις πέρασε η καταιγίδα, να τοι, εντιμότατοι, κάθιδροι, διόλου ελκυστικοί, σαν να διεκδικούν, σκεφτήκαμε, την Ακρόπολη περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο έθνος. Χαζεύαμε. Ο Ρότζερς έλεγε: Σπουδαίο, σπουδαίο. Το πρωί στο Μουσείο έλεγε: Δεν υπάρχει σύνθεση. Αυτό είναι το σχήμα ενός αστερία. Κοιτάξτε πόσο λεπτές είναι οι γραμμές. Και κανένα φόντο. Υπήρχανε - κι ακόμη υπάρχουν - μυριάδες μαύρα και κόκκινα και κόκκινα και μαύρα ελληνικά αγγεία, που για το καθένα τους μπορούν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι, και μπροστά τους παρελαύνανε κουρασμένα παιδιά, κουρασμένες μητέρες, αξιοθρήνητες κακοντυμένες καμαριέρες και υπάλληλοι, που ξόδεψαν όλη τους την περιουσία για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, και θα γυρίσουν πίσω για να εξουσιάσουν κάποιο δρομάκι των προαστίων με το κύρος του " Ήμουν στην Αθήνα τον Απρίλη του 1932". Απόδειξη αυτό το μπούστο από γνήσιο λευκό μάρμαρο, απομίμηση του Φειδία, πάνω στο τζάκι. Αυτό είναι το θλιβερό στα μουσεία.
Η Αθήνα μ' αρέσει γύρω στις 7, όταν οι δρόμοι γεμίζουν από ένα βιαστικό και πολύβουο πλήθος, μαυροφόρες γυναίκες με λευκά πρόσωπα και γυναίκες με σάλια, και κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι άντρες, που βγαίνουν το βράδυ με τις νυχτερίδες και τα δειλινά στις πολιτείες του Νότου, άρι λάλαγες**. Η Μάρτζερυ, ακούγοντάς τους να μιλάνε απόψε στου Αβέρωφ***, είπε ότι ο τόνος είναι όπως στ' αγγλικά. Βρίθει από παρατηρήσεις εύλογες και εμπεριστατωμένες - όπως ότι δεν ζωγραφίζουνε ποτέ τον Χριστό όταν πλένεται· ότι δίνουνε στους παπάδες φουρκέτες δωρεάν, επειδή έχουνε μακριά μαλλιά και μπορεί να μπουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουνε θηλυπρεπή στολίδια. Αυτό ελέχθη στον κήπο, όπου όλα τα λουλούδια ήταν εκεί σήμερα το πρωί - νεραγκούλες σαν αχιβάδες ροζ και βιολετιές με πολλές πτυχώσεις· ίριδες μαύρες με λευκά στίγματα. Η άλλη παρατήρηση έγινε στη βυζαντινή εκκλησία του Δαφνιού: "Σπουδαίο - ξεπερνάει κάθε φαντασία" είπε ο Ρότζερ, και απόθεσε καπέλο, μπαστούνι, σχέδια, δυό - τρεις οδηγούς και λεξικά πάνω σε μια κολόνα. Ύστερα κοιτάξαμε όλοι μαζί ψηλά τον Χριστό τιμωρό, μεγαλύτερο κι από εφιάλτη, σε μπλε και λευκό ψηφιδωτό. Αυτή η εκκλησία μάς άρεσε πολύ. Είναι ψηλή και τραχιά και αψιδωτή, και τα ψηφιδωτά είναι πολύ φθαρμένα. Και κοιτάζεις έξω απ' την πόρτα εκείνα τα πράσινα φουντωτά δέντρα, που το καθένα μοιάζει να' χει μια τούφα από ήλιο και σύννεφο που κυματίζει - έτσι λαμπερά, έτσι σκοτεινά είναι τα πράσινα κύματα στο δάσος που περπατήσαμε. Μια ελληνική οικογένεια φροντίζει την εκκλησία - μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) με πανωφόρια και δαχτυλίδια χρυσά και διαβάζουνε την εφημερίδα τους στις 3.30 το απόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία. Τέλος η πιο νέα, μια γυναίκα με σάλι, παντόφλες και φόρεμα βαμβακερό, απομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σ' έναν γκρεμισμένο τοίχο κι αρχίζει να κόβει κίτρινα λουλούδια - τι άλλο να κάνει. Από κει κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στη θάλασσα - και πόσο όμορφα είναι τ' ανέγγιχτα χείλη της θάλασσας όταν αγγίζουνε μιαν άγρια παραλία· πίσω μας λόφοι και πράσινες πεδιάδες, στο βάθος η Ελευσίνα, πράσινα και κόκκινα βράχια, ένα ατμόπλοιο ξεκινά."

* Ξενοδοχείο στην οδό Σταδίου
** πολύλογοι, φωνακλάδες
***το παλιό εστιατόριο της Αθήνας



Βιρτζίνια Γουλφ, Ελλάδα και Μάης μαζί! μτρφ. Μαρίας Τσάτσου, Κρύσταλλο, Αθήνα 1987

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Ένας Μύθος για το Αύριο

Υπήρχε κάποτε μια πόλη στην καρδιά της Αμερικής όπου κάθε είδος ζωής έμοιαζε να συνυπάρχει αρμονικά με το περιβάλλον. Η πόλη βρισκόταν ανάμεσα σε εύφορα  τετραγωνισμένα αγροκτήματα απ' τη μια μεριά και σε χωράφια με σπαρτά και λόφους γεμάτους οπωροφόρα δέντρα απ' την άλλη. Την άνοιξη, ο αέρας έφερνε πάνω απ' τα πράσινα χωράφια άσπρα σύννεφα από τα λουλούδια των δέντρων αυτών. Το φθινόπωρο, οι βαλανιδιές, οι σημύδες κι οι νεροπλάτανοι έπαιρναν τέτοια χρώματα, που έμοιαζαν  σαν φωτιές που λαμπύριζαν  μέσα στο πράσινο φόντο των πεύκων. Οι αλεπούδες τότε, ούρλιαζαν πάνω στους λόφους και τα ελάφια περνούσαν ήσυχα μέσα απ' τα χωράφια μισοκρυμμένα απ' την πρωινή φθινοπωρινή ομίχλη.
Στο μήκος των δρόμων φύτρωναν δάφνες, πικροδάφνες και σημύδες, φτέρες κι αγριολούλουδα που υπήρχαν σχεδόν όλο το χρόνο κι ήταν χάρμα οφθαλμών για τους ταξιδιώτες. Ακόμα και το χειμώνα οι άκρες των δρόμων ήταν τόποι ομορφιάς, γιατί έρχονταν αμέτρητα πουλιά να φάνε τους καρπούς και τις κορφές απ' τα ξερά χόρτα που ξεπρόβαλλαν μέσα απ' το χιόνι. Η εξοχή αυτή φημιζόταν στ' αλήθεια για την αφθονία και την ποικιλία των πουλιών της, κι όταν την άνοιξη και το φθινόπωρο περνούσαν τα κύματα των μεταναστευτικών πουλιών, οι άνθρωποι έρχονταν από πολύ μακριά για να τα δουν. Άλλοι έρχονταν για να ψαρέψουν στα ποτάμια που κατέβαιναν απ' τους λόφους και που τα νερά τους ήταν δροσερά και κρυστάλλινα και σχημάτιζαν μικρές σκιερές λίμνες γεμάτες από πέστροφες. Έτσι είχαν τα πράγματα, απ' την εποχή που, πριν πολλά χρόνια, ήρθαν οι πρώτοι άποικοι, έφτιαξαν τα σπίτια τους, έσκαψαν τα πηγάδια τους, κι έχτισαν τους αχυρώνες τους.
Ύστερα κάποια παράξενη αρρώστια έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή κι όλα άρχισαν ν' αλλάζουν. Κάποια κατάρα έπεσε πάνω στην πόλη: περίεργες επιδημίες σάρωναν τα κοπάδια απ' τα κοτόπουλα· τα μοσχάρια και τα πρόβατα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Παντού υπήρχε η σκιά του θανάτου. Οι αγρότες μιλούσαν για αρρώστιες που χτυπούσαν τις οικογένειές τους. Στην πόλη οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν μ' αυτές τις καινούργιες αρρώστιες που εμφανίζονταν στους ασθενείς τους. Είχαν κι αρκετούς ξαφνικούς κι ανεξήγητους θανάτους όχι μόνο ενηλίκων αλλά και παιδιών· εκεί που έπαιζαν, τα' βρισκε η αρρώστια και πέθαιναν μέσα σε λίγες ώρες.
Υπήρχε μια ασυνήθιστη ησυχία. Τα πουλιά, για παράδειγμα - τι είχαν γίνει; Πολλοί άνθρωποι μιλούσαν γι αυτά, ανήσυχοι και απορημένοι. Τα κοτέτσια στις αυλές ήταν έρημα. Τα λίγα πουλιά που έβλεπε κανείς εδώ κι εκεί ήταν ετοιμοθάνατα· έτρεμαν πολύ και δεν μπορούσαν να πετάξουν. Ήταν μια άνοιξη χωρίς φωνές. Τα πρωινά κάποτε πάλλονταν από τους ήχους της συναυλίας των κοκκινολαίμηδων, των περιστεριών, της κίσσας, του τροχίλου κι από δεκάδες άλλες φωνές την αυγή· τώρα δεν ακουγόταν τίποτα και μονάχα η σιωπή βασίλευε πάνω απ' τα χωράφια και μέσα στα δάση και στα έλη.
Στ' αγροκτήματα οι κότες κλωσσούσαν, αλλά δεν έβγαιναν κοτοπουλάκια απ' τ' αυγά. Οι αγρότες παραπονιούνταν ότι δεν μπορούσαν να θρέψουν καθόλου γουρούνια - τα νεογέννητα ήταν πολύ μικρά και ζούσαν μόνο λίγες μέρες. Οι μηλιές άρχισαν ν' ανθίζουν αλλά δεν ακουγόταν κανένα βουητό από μέλισσες, κι έτσι δεν θα γινόταν η γονιμοποίηση και δεν θα' καναν καρπούς.
Στην άκρη των δρόμων που ήταν κάποτε τόσο όμορφες υπήρχε μονάχα ξερή και μαραμένη βλάστηση, σα να' χε περάσει κάποια φωτιά. Κι αυτά τα δέντρα ήταν σιωπηλά, εγκαταλειμμένα από κάθε ζωή. Ακόμα και τα ποτάμια ήταν νεκρά. Οι ψαράδες δεν τα επισκέπτονταν πια γιατί όλα τα ψάρια είχαν πεθάνει.
Στα πεζοδρόμια, κάτω απ' τα υπόστεγα κι ανάμεσα απ' τα κεραμίδια στις στέγες, υπήρχαν ακόμα τα ίχνη μιας άσπρης κοκκώδους σκόνης· πριν από μερικές βδομάδες είχε πέσει σαν το χιόνι πάνω στις στέγες και στις πρασινάδες, πάνω στους αγρούς και στα ποτάμια.
Καμιά κατάρα, καμιά εχθρική ενέργεια δεν είχε σταματήσει την ανανέωση της ζωής σ' αυτόν τον δυστυχισμένο κόσμο. Οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι.

Η πόλη αυτή δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιες πόλεις στην Αμερική ή αλλού στον κόσμο. Δεν ξέρω καμιά πόλη που να έχει πάθει όλες αυτές τις δυστυχίες που περιγράφω. Κι όμως, η καθεμιά απ' τις καταστροφές αυτές έχει συμβεί στην πραγματικότητα κάπου, και πολλές αληθινές κοινότητες έχουν υποφέρει από ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων καταστάσεων. Μια φρικτή απειλή πλανιέται πάνω απ' τα κεφάλια μας που δεν καταλάβαμε πώς ήρθε, κι αυτή η φανταστική τραγωδία μπορεί εύκολα να γίνει μια πραγματικότητα που όλοι θα γνωρίσουμε...

Ράκελ Κάρσον, Σιωπηλή Άνοιξη, μετρφ. Λ. Κανδηλίδη, Κάκτος 1981

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Κατάσταση πολιορκίας


Έξω γυναίκες μελαγχολικές σαν άλογα της κούρσας * Κλείσε τις γρίλιες γιατί πέφτει ομίχλη σιγανή σαν δίχτυ όταν σημαίνει έπαρση σημαίας* Περνάει φρουρά επιβητόρων ο γαλατάς που παίρνει τη στροφή σαν γάτα μια μπετονιέρα  εκσφενδονίζει λάσπη στη θολή μορφή της μέρας * Μονάχα εσύ κ' εγώ κυκλοφορούμε ελεύθεροι στα λίγα τετραγωνικά της κάμαρας * Έρχονται τα ημερήσια φύλλα αδιαπέραστα κ' εμείς τα ρίχνουμε αποπάνω σαν επιδέσμους λεκιάζοντας το πάτωμα * Κι όταν σφυρίξει ο επιστάτης για παράταξη κυκλοφορείς ανάμεσα από μένα και τη μισοφαγωμένη πόρτα * Τώρα στη θέση σου είναι μια θαλάσσια χελώνα που κολύμπησε στα δάκρυά της και με βλέπει με κεφάλι κρεμασμένου πίσω απ' τις χαραματιές της μέρας * Σφυρίζει και ξανασφυρίζει ο επιστάτης ο εισπράκτορας μοιράζει τούτα τα φτηνά εξιτήρια για λίγες ώρες πάλι αδέσποτοι μες στα προαύλια της πολιτείας * Θάμπωσε το γυαλί της μέρας απ' τα ανήσυχα  ρουθούνια πίσω λαχανιάζοντας των γυναικών μας * Κι απ' τις αναπνοές των καπνοδόχων ακροβολισμένες στις πλατείες και τις αγορές σαν λόγχες
Απ' όλα τα παράθυρα η πρωινή εκπομπή στεντόρεια και κάτω η λίμνη σαν προβιά παγιδευμένου ζώου μες στα βούρλα της * Έτσι προχώρησε μες στην παράταξη κι όταν ανέβηκε στην έδρα απόμεινε  με λέξεις στοιβαγμένες χειμαρρώδης κι άναρθρος

.................................................................................................

Φταίει η πολιορκία φταίει η καταχνιά;

Γιάννης Δάλλας ( Ανατομία, 1971)

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Τα δύο Εικοσιένα

ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ' αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια η εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσει κανείς τ' αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ' άλλα κείμενα· σ' εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ' αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ' απομνημονεύματα των αγωνιστών - του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομήλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.
Δύο ήταν τα Εικοσιένα· το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσησδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα "Δίκαια του ανθρώπου" του Ρήγα Βελεστινλή· πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της "Πατρικής διδασκαλίας" του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ κυρ - Ανθίμου - ή πιο σωστά του Γρηγορίου.

Ο σκοπός όπου απ' αρχής κόσμου οι άνθρωποι εσυμαζώχθησαν από τα δάση την πρώτην φοράν δια να κατοικήσουν όλοι μαζύ, κτίζοντας χώρας και πόλεις, είναι δια να συμβοηθώνται και να ζώσιν ευτυχισμένοι και όχι να συναντιτρώγωνται ή να ρουφά το αίμα τους ένας(...) Αυτά τα φυσικά δίκαια είναι: πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας κατώτερος από τον άλλον· δεύτερον, να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας και κανένας να μην ημπορεί να μας την πάρη αδίκως και κατά φαντασίαν.

Αυτή είναι η φωνή του Ρήγα στα " Δικαιώματα του ανθρώπου" κι αυτό είναι το πρώτο Εικοσιένα.

Κλείσατε τ' αυτία σας, και μην δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις τοιαύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας εναντίον εις τα ρητά της θείας γραφής και των Αγίων Αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσώμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον τας επιεικείς, αλλά και σκολίας, δια να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον.

Αυτό είναι το φαρμάκι της " Πατρικής διδασκαλίας" κι αυτό στέκεται το αντι- Εικοσιένα...


Δημήτρης Φωτιάδης, Καραϊσκάκης, Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1995, 14η έκδοση ( ξανακοιταγμένη και συμπληρωμένη.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Η αγάπη είναι ο φόβος…


Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων

Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα

Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα

Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου

Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιος θα ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα

Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.

                                                                 Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές 3 (1951)

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΥ ΙΟΥ - ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΟΥΑΤΖΗ

Δεν είμαι ορατός, παρά μόνον με μικροσκόπιο. Η έλευσή μου σας έφερε συλλογικά το αίσθημα της απειλής, του φόβου, τη σκέψη του θανάτου. Η απειλή κι ο φόβος για την υγεία, τη ζωή, για τον τρόπο ζωής και την οικονομία σας, απλώθηκαν αστραπιαία και χειραγωγούν στο έπακρο δισεκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη. Σας έκανα να δείτε με άλλη ματιά τη ζωή, τα αιτούμενα, τις σχέσεις, τις επιδιώξεις, τα ένστικτα που με δυσκολία χειραγωγείτε.

  Εγώ, ένας αόρατος ιός, κατάργησα τα σύνορα χαρίζοντας κοινό πόνο και φόβο. Εξαιτίας μου εκλαμβάνετε την ελευθερία ως δεύτερη επιλογή. Αρκεί να συνεχίσετε να ζείτε, ανεξαρτήτως όρων ζωής. Καλοδεχτήκατε τις εντολές των εξουσιών που σας διαφεντεύουν, αφού αυτές τώρα ξέρουν...

  Μετέτρεψα ολόκληρο τον πλανήτη σε μια φυλακή με κελιά τα σπίτια σας. Σας έκανα να νιώθετε ευτυχείς που σας απάλλαξα της ευθύνης, της επιλογής, των αποφάσεων, μιας και εκτελείτε μόνον αυτό που υπαγορεύουν οι ειδικοί.

  Η απειλή μου έχει την ίδια δύναμη για πλούσιους και φτωχούς, σας έκανε να νιώσετε όλοι ίσοι. Δυνάμωσα στο έπακρο την τυχαιότητα, το άγνωστο, την αβεβαιότητα, την ανάγκη σας για επικοινωνία. Είμαι αιτία αναίρεσης αποφάσεων, ιεραρχιών, προγραμματισμών, επαφών, ταξιδιών, στόχων ζωής, ως και της πρόσληψης της έννοιας του χρόνου. Σας εξουσιάζω.

  Τώρα καταλαβαίνετε την αξία της ανθρώπινης ζωής. Σας ανάγκασα να την βάλετε πάνω από μικροσυμφέροντα, φτηνές συναλλαγές. Γκρεμίζω σταδιακά το οικοδόμημα που φτιάξατε με οικονομίες της αγοράς, αθέμιτους ανταγωνισμούς, χρηματιστήρια, ολιγοπώλια.

  Τώρα αντιλαμβάνεστε ότι η γνώση, η ανθρώπινη δίψα για έρευνα, ανακαλύψεις, έχει μοναδική αξία. Οι κάτοχοι της γνώσης πάντα είχαν τη δύναμη. Η ανησυχία τους να βρουν το νέο αξιοποιούσε την ευφυία και τις ικανότητές τους. Όλοι προστρέχετε στους φορείς της γνώσης. Αυτοί έχουν τη δύναμη να βρουν φάρμακα, εμβόλια, να σας απαλλάξουν από την απειλή, την αρρώστια, το θάνατο, από μένα.

  Τώρα, όσο ποτέ, εισπράττετε τη δύναμη της ελπίδας, του ισχυρού αντίδοτου στον φόβο που σας έχει κατακλύσει. Ελπίζετε στην ανακάλυψη ενός θεραπευτικού φαρμάκου, ενός εσαεί προστατευτικού από μένα εμβολίου. Ελπίζετε το οδυνηρό πέρασμά μου από τον πλανήτη να είναι όσο γίνεται βραχύ. Ελπίζετε να μη σας λείψουν χρήματα, τρόφιμα, καύσιμα, νερό. Ελπίζετε να σωθείτε. Αλλά δεν καταλάβατε τη μεγάλη αλλαγή που ήδη έφερα στην υπόλοιπη ζωή σας.

  Τώρα αναδείχτηκε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής και η μικρότητά της.

  Μεγαλείο, μέσα από την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση, τον πάγκοινο αγώνα, την πολύτιμη μοιρασιά, τις σωτήριες πληροφορίες. Μέσα από τη μεταστροφή γνώμης και αναγνώριση ανθρώπων που αλόγιστα υποτιμούσατε -ως και λοιδορούσατε- ως χθες, όπως γιατρών, νοσηλευτών, δημοσιογράφων, τεχνικών, αστυνομικών, στρατιωτικών και πολλών άλλων.

  Μικρότητα, με τον βάρβαρο διαγκωνισμό να αδειάζετε τα ράφια των υπεραγορών, αγνοώντας τις ανάγκες των άλλων. Με την αλόγιστη αγορά αντισηπτικών, μασκών και άλλων πολύτιμων αγαθών. Διόγκωση του υπερφίαλου εγώ σας με εγκληματική την αδιαφορία, αν η πλεονεξία σας είναι αιτία δραματικών ελλείψεων για τους άλλους..

  Στο περίκλειστο των σπιτιών-κελιών σας δοκιμάζονται σχέσεις, αλήθειες, αντοχές. Έγκλειστοι αναμετρούνται με όσα έκρυβαν, αναγκάζονται να σκεφτούν όσα αγνοούσαν, όσα θεωρούσαν αυτονόητα. Αναρωτιέμαι: Πόσοι από σας θα αγαπηθείτε ξανά; Πόσοι θα πλησιάσετε πραγματικά ο ένας τον άλλον; Πόσοι θα σφαγιαστείτε μεταξύ σας; Πόσοι θα ανακαλύψετε πόσο ξένοι είστε; Πόσοι θα νιώσετε την πλασματική σας συνύπαρξη, υποδουλωμένοι σε συμβάσεις και στερεότυπα; Πόσοι σκεφτήκατε συνανθρώπους σας που ζουν μόνοι, που έχουν ψυχολογικά προβλήματα, είναι άρρωστοι, ηλικιωμένοι;

  Στον φόβο της εξάπλωσής μου ζείτε για πρώτη φορά το απίστευτο: Είστε όλοι ύποπτοι για όλους τους άλλους και όλοι οι άλλοι είναι ύποπτοι για σας. Σε λίγο θα φοβάστε ως και τον εαυτό σας. Ήδη δεν αγγίζετε το πρόσωπό σας, το ίδιο το κορμί σας. Από φόβο. Από καχυποψία.

  Το πλέον πιθανό είναι, ότι τελικά θα με εξοντώσετε. Όμως σας βεβαιώ ότι μετά το πέρασμά μου, ο κόσμος σας δεν θα είναι ο ίδιος. Απλώς μένω με τη διερώτηση: Θα έχετε γίνει άγρια θηρία ή καλύτεροι άνθρωποι; Να παραμείνετε αυτό που είστε, το αποκλείω.

Αναδημοσίευση από Culture Book

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Goran Bregovic

O Goran  Bregovic γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1950.
Το Elo Hi  σε μουσική Goran  Bregovic και μοναδική ερμηνεία από την Ofra Haza από την ταινία La Reine Margot (Βασίλισσα Μαργκό).

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Φερνάντο Πεσσόα, Ο Φύλακας των Κοπαδιών


Ι

Εγώ ποτέ δεν φύλαξα κοπάδια, 
είναι όμως σα να τα φύλαξα.
Η ψυχή μου είναι όπως ο βοσκός,
γνωρίζει τον αέρα και τον ήλιο
και περπατάει στα χέρια των Εποχών,
 ακολουθώντας και κοιτάζοντας.
Όλ' η ειρήνη της Φύσης κατά μόνας
έρχεται να καθίσει στο πλευρό μου.
Παραμένω ωστόσο θλιμμένος, σαν σούρουπο
για την φαντασία μας,
όταν δροσίζει στο βάθος της πεδιάδας
και νιώθεις πως η νύχτα έχει μπει,
όμοια πεταλούδα από το παράθυρο.

Όμως η λύπη μου είναι γαλήνη,
γιατ' είναι φυσική και δίκαιη
κι είναι τι πρέπει να βρίσκεται στην ψυχή,
όταν σκέφτεται πια πως υπάρχει
και τα χέρια μαζεύουν άνθη δίχως αυτή να κάνει την ανήξερη.

Μ' ένα θόρυβο από κουδούνια
πέρα πολύ απ' την καμπή του δρόμου,
οι σκέψεις μου είν' ευχαριστημένες.
Μόνο λυπάμαι να ξέρω πως είν' ευχαριστημένες
γιατί, αν δεν το' ξερα ,
αντί να ν' ευχαριστημένες και θλιμμένες
θα' ταν χαρούμενες κι ευχαριστημένες.

Να σκέφτεται στενάχωρη λες και βαδίζει κάτω απ' τη βροχή,
σαν ο αέρας δυναμώνει και φαίνεται πως βρέχει πιο πολύ.
Δεν έχω φιλοδοξίες μήτ' επιθυμίες.
Να είμαι ποιητής δεν είν' φιλοδοξία δική μου.
Είναι δικός μου τρόπος να' μαι μόνος.
Κι αν πότε - πότ' επιθυμώ
έτσι από φαντασία, να' μουν προβατάκι
( ή να' μουν όλο το κοπάδι
για να πηγαίνω σκορπιστό σ' όλη την πλαγιά
και να' μουν την ίδια στιγμή μπόλικο πράγμα ευτυχισμένο),
είναι μονάχα γιατί νιώθω το τι γράφω καθώς γέρνει ο ήλιος
ή όταν ένα σύννεφο περνάει το χέρι πάνω στο φως
και μια σιωπή τρέχει σ' όλη την χλωρασιά.

Όταν μου' ρχεται να γράψω στίχους
ή, περιδιαβάζοντας από μονοπάτια ή και περάσματα να κόβω δρόμο,
γράφω στίχους σ' ένα χαρτί που βρίσκεται στην σκέψη μου,
νιώθω μια γκλίτσα στα χέρια
και βλέπω την σιλουέτα μου
στην κορφή ενός λοφίσκου
παρατηρώντας το κοπάδι μου και βλέποντας τις ιδέες μου
ή παρατηρώντας τις ιδέες μου και βλέποντας το κοπάδι μου
και χαμογελώντας αόριστα σαν κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι λέγεται
και θέλει να παραστήσει πως το καταλαβαίνει.

Χαιρετώ όλους που με διαβάζουν, 
σηκώνοντας ψηλά το πλατύγυρο καπέλο 
όταν με βλέπουν στην πόρτα μου
καθώς η ταξιδιωτική άμαξα ίσα - ίσα προβάλλει στην κορφή του λοφίσκου.
Τους χαιρετώ και γι' αυτούς επιθυμώ ήλιο
και βροχή, σαν η βροχή είν' ακριβής
και να' χουν τα σπίτια τους,
δίπλα σε διάπλατο παράθυρο
καρέκλα προτίμησης
όπου κάθονται να διαβάσουν τους στίχους μου.
Και διαβάζοντας τους στίχους μου σκέφτονται
πως είμαι κάτι το φυσικό:
το δέντρο, για παράδειγμα, τ' αρχαίο
όπου στο σκιάσμά του, σαν είταν παιδιά, 
κάθονταν εξαίφνης, κουρασμένοι απ' το παιχνίδι
και σφούγγιζαν τον ιδρώτα απ' το καφτό μέτωπο
με το μανίκι του ριγωτού τους ρούχου.


ΙΙ

Η ματιά μου είναι ξεκάθαρη σαν ηλιοτρόπιο.
Έχω τη συνήθεια να περπατώ στους δρόμους, 
κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά,
κοιτάζοντας πότε - πότε και κατά πίσω...
Κι ό,τι βλέπω κάθε στιγμή
είν' ό,τι ποτέ δεν είχα δει
και ξέρω να δίνω γι' αυτό μ' απλοχεριά...
Ξέρω να' χω την ουσιαστική αποχαύνωση
που έχει ένα παιδί αν, την ώρα που γεννιέται,
 θα σημείωνε πως γεννήθηκε στ' αλήθεια...
Νιώθω να γεννιέμαι κάθε στιγμή
για τον αιώνιο νεοτερισμό του Κόσμου...

Πιστεύω στον κόσμο όπως σε πράγμα που του ' χω κάκητα,
γιατί τον βλέπω. Αλλά δεν στρέφω την σκέψη μου σ' αυτόν,
γιατί σκέφτομαι σημαίνει δεν καταλαβαίνω...
Ο κόσμος δεν έγινε για να στρέφουμε την σκέψη μας σ' αυτόν
( σκέφτομαι σημαίνει τα μάτια μου είν' άρρωστα),
αλλά για να κοιτάζουμε προς αυτόν και να συμφωνούμε...

Δεν έχω φιλοσοφία· εγώ έχω αισθήσεις...

Αν μιλώ για την Φύση δεν είναι γιατί ξέρω πια τι είναι
αλλά γιατί την αγαπώ, και την αγαπώ γι' αυτό, 
γιατί όποιος αγαπάει δεν ξέρει ποτέ τι αγαπάει

ούτε ξέρει γιατί αγαπάει, ούτε τι σημαίνει αγάπη...
Αγάπη είν' η αιώνια αθωότητα
κι η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι...

ΙΙΙ

Στο σούρουπο, γερμένος στο παράθυρο,
και ξέροντας, με την άκρη του ματιού, πως υπάρχουν χωράφια κατά μπροστά,
διαβάζω ώσπου μου φλογίζονται τα μάτια
το βιβλίο του Σεσάρειο Βέρδε.

Τι βαρυκαρδία μου φέρνει! Είταν ένας χωριάτης
που πήγαινε αιχμάλωτος εν ελευθερία δια μέσου της πόλης.
Όμως ο τρόπος που κοίταζε τα σπίτια
κι ο τρόπος που παρατηρούσε τους δρόμους
και το σύστημα με το οποίο δινόταν στα πράγματα,
είναι το σύστημα εκείνου που κοιτάζει τα δέβτρα
κι εκείνου που χαμηλώνει τα μάτια στον αμαξιτό όπου πάει και προχωρεί
κι όπου πάει προσέχοντας τ' άνθη που βρίσκονται στους κάμπους...
Γι' αυτό εκείνος είχε τέτοια θλίψη
που ποτέ δεν είπε πως είχε,
αλλά πήγαινε διαμέσου της πόλης όπως ο άνθρωπος που πάει μέσ' απ' τον κάμπο
και λυπημένος σα να πατικώνει λουλούδια σε βιβλία
και να βάζει φυτά σε βάζα...

Από την πρώτη ενότητα της συλλογής ποιημάτων του μεγάλου Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα ," Ο Φύλακας των Κοπαδιών". Κοπάδι είναι οι σκέψεις κι οι αισθήσεις, που απλώνεται και συγκεντρώνεται. Σε αυτή την κίνηση, καθώς οι πρώτες επηρεάζουν τις δεύτερες, έχουμε συνδυασμούς που γίνονται, αλλά και χαλούν, έχουμε εξάρσεις, που κορυφώνονται και κυριαρχούν, που σβήνουν και γεννιούνται πάλι. Τελικά, δεν είναι οι σκέψεις που καθορίζουν την ύπαρξή μας και τη στάση ζωής μας, αλλά οι αισθήσεις, εφόσον μας εντάσσουν στον κόσμο των ζώων και των φυτών, εφόσον συγκλίνουν στο Ένα.
Ο Φερνάντο Πεσσόα μοίρασε το έργο του ανάμεσα σε πολλούς "ποιητές". Είναι γνωστά τα ψευδώνυμα του Άλβαρο δε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο και Ρικάρντο Ρέις. Κάτω από κάθε ψευδώνυμο κρύβεται μια ιδιαίτερη άποψη του κόσμου, που όσο κι αν χαρακτηρίζεται από "εκείνα που δίνουν οι αισθήσεις" ή από " την θέα που έχει ο άνθρωπος σαν στέκεται σ' ένα σταυροδρόμι", έχει κοινό άξονα την αγάπη της Φύσης, την ύπαρξη του ανθρώπου σαν μέρους της Φύσης, μακριά από τις φιλοσοφίες και τα φιλοσοφικά συστήματα.
Είναι άγνωστο μέχρι σήμερα (1981) αν ο Φ. Πεσσόα χρησιμοποίησε κι άλλα ψευδώνυμα, συμβάλλοντας ο ίδιος στον παραπέρα τεμαχισμό ενός έργου γεμάτου βαθιά ειλικρίνεια. Το βέβαιο είναι πως αυτά τα ψευδώνυμα - μια διαρκής ίσως προσπάθεια του ποιητή να βρει την ταυτότητά του, ταυτόχρονη ίσως με την προσπάθεια να κρύψει το πρόσωπό του - δυσχέραναν την αναγνώρισή του. Μας έδωσε όμως μια ποίηση ανοιχτή και πολύβουη , συγγενική, αλλά και αυτόνομη στα μέρη της, της οποίας ο αναγνώστης  μπορεί να διαλέξει  ετούτο ή εκείνο το τμήμα, εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα, σαν ν' ανήκουν σε κάποιον άλλον.
Το έργο όμως, εντεταγμένο στο σύνολό του στην αναζήτηση της αλήθειας, που τα διάφορα ψευδώνυμα του ποιητή υποψιάζονται, είναι μια δέσμη ακτίνος φωτός, μελέτη της Φύσης, παρατήρηση των φαινομένων, κάθοδος στο βάθος της συνείδησης κι εναρμονισμός του ποιητή, με τη βοήθεια του Λόγου, στο ρυθμό του Σύμπαντος.
Εδώ λοιπόν κυριαρχούν απαντήσεις πως ο άνθρωπος είναι μέρος του περιβάλλοντος κι όχι πάνω από το περιβάλλον, ένας ουμανισμός ηρεμίας κι απόστασης από την οίηση, αλλά κι από τη δεδομένη γνώση.

Τα αποσπάσματα του ποιήματος καθώς και ο σχολιασμός του έργου του Φερνάντο Πεσσόα είναι από το  περιοδικό " το πρίσμα",άνοιξη 1981 , τευχ.3. Η μετάφραση και τα σχόλια ανήκουν στον Φίλιππο Δρακονταειδή. 
Το περιοδικό " το πρίσμα" ήταν μια τριμηνιαία έκδοση επιλογής από την παγκόσμια σύγχρονη λογοτεχνία. Εκδιδόταν από τις εκδόσεις Καστανιώτης και Διευθυντής του ήταν ο λογοτέχνης Δημήτρης Χατζής.


Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Ντιαλύθ΄ ἴμ, Χριστάκη



ΠΟ ‘ΝΑ ΠΕΙΣΜΑ τὴν πῆ­ρε.

Δὲν τὸν πο­λυ­έ­νοι­α­ζε, μὰ πέ­σαν νὰ τὸν φᾶ­νε οἱ δι­κοί του.

«Κα­λά, τό ’χα­σες τε­λεί­ως; Νὰ μπά­σου­με σπί­τι μας τὴν Ἀρβα­νί­τω, τὴν τέ­τοι­α, τὴν πάν­τοι­α;»

Ἰ­δί­ως οἱ ἀ­δερ­φές του ἦ­ταν κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κές: «Σπί­τι μας δὲν μπαί­νει ἡ πα­λι­ο­σκι­πι­τάρ.»

       Βέ­βαι­α, πιὸ πο­λὺ ἀ­π' τὴ φυ­λε­τι­κή της ἰ­δι­ό­τη­τα τὶς πεί­ρα­ζε πού, ὅ­ταν ἔμ­παι­νε στὸ φοῦρ­νο τους, σὰν κά­τι νὰ ὀ­μόρ­φαι­νε.

        Στὸ φοῦρ­νο λοι­πὸν τὴ γνώ­ρι­σε.

        Γε­ρή, νο­στι­μού­λα — ἔ, θεό­φτω­χη ἦ­ταν μὰ τά ’χε πε­ρα­σμέ­να κι αὐ­τὸς τὰ τριά­ντα πέν­τε.

        Δὲν μπῆ­κε σὲ οἰ­κο­γέ­νεια ἡ κο­πέ­λα, μπῆ­κε σὲ φι­δο­φω­λιά. Μοῦ­τρα, μι­σό­λο­γα, ξε­θέ­ω­μα στὶς δου­λει­ές, κι ὁ ἄν­τρας ἔ­κα­νε τὸ πεῖ­σμα ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Βο­λεύ­τη­κε. Τέρ­μα.

        «Καὶ νὰ τ' ἀ­φή­σεις αὐ­τὰ τὰ μὶρ καὶ τὰ μίρ. Δὲν εἶ­ναι Ἀρ­βα­νι­τιὰ ἐ­δῶ. Μπῆ­κες σὲ σπί­τι ρύ­ζι κα­ρο­λί­να. Τά ’κου­σες; Σὲ κά­να­με ἄν­θρω­πο.»

        Τό­σο πο­λὺ τὴν ἐ­φό­βι­σαν πού, σὰν τῆς ἐρ­χό­ταν ἀ­κά­λε­στη κα­μιὰ λέ­ξη ἀ­π' τὴν ψυ­χὴ στὰ χεί­λη, προ­λά­βαι­νε καὶ χτύ­πα­γε δυ­να­τὰ μὲ τὴ χού­φτα της τὸ στό­μα.

        Τὴ μά­να της εἶ­χε μο­νά­χα. Βρῆ­καν τρό­πο οἱ ἀ­δερ­φὲς νὰ τὶς ξε­σμί­ξουν.

        «Ἔρ­δε πρά­πε, μά­να» ἔ­λε­γαν καὶ ξε­καρ­δί­ζον­ταν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­παν.

        Μὲ τὸ σύ­ζυ­γο ἡ ἐ­πα­φὴ ἦ­ταν μο­νά­χα σὰν τὴν πλά­κω­νε μὲ τὸ κε­φά­λι μό­νι­μα πά­νω ἀ­π' τὸ δι­κό της νὰ τὴν τρυ­πά­ει μὲ τὸ πι­γού­νι του. Ἔ­μει­νε ἔγ­κυ­ος, καὶ ἡ κα­τά­στα­ση ἴ­δια. Τὴν ἔ­παιρ­νε ἀ­π' τὶς τρεῖς τὸ πρω­ὶ στὸ φοῦρ­νο. Κα­τό­πι στὸ σπί­τι νὰ τοὺς πε­ρε­τεύ­ει ὅ­λους. Τό '­ρι­ξε τὸ παι­δί.

        Τό­τε εἶ­ναι ποὺ δὲν ἤ­ξε­ραν τί ἔ­λε­γαν: «Ἐ­πί­τη­δες, ἡ πα­λιοβρό­μα, ποιός ξέ­ρει τί ἔ­κα­νε!» καὶ «Ὅ­ταν σ' τὰ λέ­γα­με ἐ­μεῖς!»

        Ποῦ νὰ ξε­σπά­σει κι αὐ­τός, σή­κω­σε χέ­ρι καὶ τὸ κα­θι­έ­ρω­σε. Τὸ ψω­μὶ ἅρ­πα­ζε, τὸ κορ­μί της τὸ πλή­ρω­νε.

        Ξα­νάμεινε ἔγ­κυ­ος καὶ πα­ρα­κά­λα­γε νυ­χτο­ή­με­ρα τὸ Θε­ὸ νὰ γεν­νή­σει κα­λὰ γιὰ νὰ τοὺς ἡ­με­ρέ­ψει.

        Κα­θά­ρι­σε κι ἕ­να χῶ­ρο στὴν καρ­διά της κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ μέ­σα, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε μα­κριὰ ἀ­πὸ φούρ­νους κι ἀ­δερ­φές. Κα­θά­ρι­σε τὸ χῶ­ρο κι ἔ­βα­λε καὶ τὴν Πα­να­γί­α μέ­σα νὰ τὴ βο­η­θή­σει. Δὲ γνώ­ρι­ζε ἄλ­λον τρό­πο οὔ­τε εἶ­χε ἄλ­λον ἄν­θρω­πο.

        Ἡ μά­να της ἐρ­χό­ταν ἀ­ραι­ά, κα­θό­ταν σι­ω­πη­λὴ κι ἔ­φευ­γε γρή­γο­ρα.

        Κά­πο­τε πῆ­γε νὰ τῆς μι­λή­σει, καὶ τὴν ἔ­κο­ψε.

        «Βου­βά­σου, ἔ­χεις ἄν­τρα, χόρ­τα­σες ψω­μί.»

        Γέν­νη­σε, μὰ οὔ­τε ἡ καρ­διά της οὔ­τε ἡ Πα­να­γί­α νί­κη­σαν τὸ φοῦρ­νο καὶ τὸ τσα­λα­πά­τη­μα.

        Γέν­νη­σε ἄρ­ρω­στο παι­δί. Μογ­γο­λι­κό.

        Τό­τε ἔ­γι­νε ἡ ἐ­χθρό­τη­τα. Οὔ­τε κου­βέν­τα πιά, καὶ τὴν πιὸ ἄ­χρω­μη!

        Μο­νά­χα τὴν κοί­τα­ζαν, ποι­ός ξέ­ρει πῶς, για­τὶ ἔ­νι­ω­θε τὸ κορ­μί της νὰ φο­βᾶ­ται καὶ νά ’ναι σὲ ἄ­μυ­να.

        Ἔ­φτα­νε ἡ νύ­χτα νὰ πλα­γιά­σουν, κι ἔ­τρε­με σὰν πλά­για­ζε καὶ κεῖ­νος. Δὲν τῆς εἶ­πε λέ­ξη γιὰ τὸ παι­δί, καὶ νό­μι­ζε πὼς θὰ τὴν κό­ψει χί­λια κομ­μά­τια. Κά­θε βρά­δυ αὐ­τὸ πε­ρί­με­νε. Ἐν­τέ­λει, τὴν ἔ­δι­ω­ξε ἀ­π' τὸ κρε­βά­τι του. Τοὺς ἔ­δω­σαν, σ' αὐ­τὴ καὶ τὸ παι­δί, μιὰ κά­μα­ρη καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ ἐρ­χό­ταν καὶ τὴ βά­τευ­ε γρή­γο­ρα.

        Ἂν δὲν εἶ­χε κεῖ­νο τὸ ἄρ­ρω­στο πλά­σμα, θὰ τρε­λαι­νό­ταν, θὰ σκο­τω­νό­ταν. Λὲς καὶ τό ’νι­ω­θε τὸ νή­πιο, τὴν ἔσφιγ­γε μὲ δύ­να­μη ἄν­τρα, ἀ­πὸ τρι­ῶν ἡ­με­ρῶν. Σ' αὐ­τὸ τὸ ἀγ­κά­λια­σμα βρῆ­κε πα­ρη­γο­ριά. Ἀ­χώ­ρι­στοι.

        Ὁ τρό­μος ὅ­μως, μέ­σα της. Ὅ­ταν, σπά­νια, ἦ­ταν μο­νά­χοι στὸ σπί­τι, πή­γαι­νε νὰ τοῦ τρα­γου­δή­σει στ' ἀρ­βα­νί­τι­κα, κι ὅ­λο καὶ χω­νό­ταν κά­να μου­σού­δι ἀ­π' τὴν πόρ­τα καὶ τὴ σού­φλι­ζε μὲ τὰ μά­τια.

        Εἶ­δε κι ἀ­πό­ει­δε, τά ‘­θα­ψε ὅ­λα μέ­σα της: τὰ μι­κρά της χρό­νια, τὴν ἀ­γά­πη, τὶς φι­λε­νά­δες. Ἔ­θα­ψε τὶς τρε­χά­λες, τὰ πε­ζού­λια, τὶς μυ­γδα­λι­ές. Ἔ­θα­ψε βλέμ­μα­τα πο­νε­μέ­να, γε­λού­με­να· βλέμ­μα­τα, βλέμ­μα­τα καὶ χεί­λη. Ἔ­θα­ψε τὴ γλώσ­σα.

        Ἔ­μει­νε μο­νά­χα ἕ­να ἀ­γρί­μι ἀ­λα­φι­α­σμέ­νο πού ‘­θε­λε τὸ γιό της.

        Με­γά­λω­νε καὶ δὲν ἔ­κα­νε βῆ­μα ἀ­πὸ κον­τά της. Τὸν ἔ­βγα­ζε ἔ­ξω σε κρυ­φούς, σκο­τει­νοὺς δρό­μους, μὰ τοὺς μυ­ρί­ζον­ταν τὰ παι­διὰ κι ἔρ­χον­ταν κομ­πα­νί­α ἀ­πὸ πί­σω, μὲ πέ­τρες καὶ κο­ρο­ϊ­δί­ες.

        Ὁ Χρι­στά­κης ἦ­ταν ἀ­π' τὴ μέ­ση καὶ κά­τω ἀ­φύ­σι­κα χον­τρός. Τὸν βά­φτι­σαν «φο­ρά­δα», κι ἐ­πει­δὴ τραύ­λι­ζε πο­λὺ ψι­λά, νύ­χτα μέ­ρα ἄ­κου­γε ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νες παι­δι­κὲς φω­νές, κα­μιὰ φο­ρὰ κι ἀ­πὸ με­γά­λους: «φο­ρά­δα, φο­ρά­δα».

        Ἔ­βγα­λε κι αὐ­τό, σὰν με­γά­λω­σε, ζάν­τζες καὶ πα­ρά­ξε­να φερ­σί­μα­τα. Ἔ­βλε­πε κο­ρι­τσά­κια καὶ κα­τέ­βα­ζε τὰ παν­τε­λό­νια του. Ἀ­κό­μα καὶ σ' αὐ­τὴν τὸ ἀγ­κά­λια­σμά του ἄλ­λα­ξε. Στρι­φογύ­ρι­ζε, πι­ε­στά, τὰ ὄρ­γα­νά του στὸ κορ­μί της.

        Πά­λευ­ε, πά­λευ­ε.

      Θυ­μό­ταν πάν­τα ποὺ οἱ για­τροὶ εἶ­παν, σὰν γεν­νή­θη­κε, πὼς θὰ πε­θά­νει σὲ κά­ποι­α «με­τε­φη­βεί­α». Τὴν πε­ρί­με­νε, πό­τε σὰν τὴν πιὸ με­γά­λη ἀ­πει­λὴ ποὺ θὰ τὴν ἀ­φα­νί­σει καὶ πό­τε μὲ προ­σμο­νὴ γιὰ νὰ γλι­τώ­σει πιὸ πο­λὺ αὐ­τό.

        Πράγ­μα­τι ἀρ­ρώ­στη­σε, κι ὅ­λος ἐ­κεῖ­νος ὁ ὄγ­κος, ἡ «φο­ρά­δα», τα­χύ­τα­τα ἔ­μει­νε σὰν τσά­κι­νο.

        Πέ­θα­νε. Μέ­χρι νὰ τὸ πᾶν στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο, δὲν ἔ­βγα­λε ἄ­χνα.

        Μό­νο στὸ μυα­λό της ἐρ­χό­ταν συ­νε­χῶς πώς, σὰν γέν­νη­σε τὸ ἄρ­ρω­στο, χά­ρη­κε ἀ­πὸ μιὰ με­ριὰ γι' αὐ­τὸν τὸν πα­λι­ο­πού­στη ποὺ τῆς χά­λα­σε τὴ ζω­ή. Θυ­μό­ταν ποὺ κα­μιὰ φο­ρὰ ζη­τοῦ­σε νὰ πε­θά­νει καὶ θυ­μό­ταν ἀ­κό­μα συ­νε­χῶς πὼς δὲν τοῦ τρα­γού­δη­σε πο­τὲ στὴ γλώσ­σα τους, δὲ γι­ό­μι­σε λι­γά­κι τὴν ψυ­χή του μ' αὐ­τὰ ποὺ μπο­ροῦ­σαν, ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν, νὰ τὴ γι­ο­μί­σουν.

        Στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ξέ­σπα­σε.

        Ἔ­πε­σε στὸν τά­φο κι ἀ­λά­λα­ζε στ' ἀρ­βα­νί­τι­κα, λό­για ἀ­γά­πης, ἀ­να­θέ­μα­τα, να­νου­ρί­σμα­τα.

        Ντιά­λι­θ' ­ἴμ, Χρι­στά­κη μου, ντι­ά­λι­θ' ­ἲμ

        λοῦ­λε ἒ στου­πίς, ὀρ­φα­νό μου, λοῦ­λε

        οὒ ἒ ζέ­ζα μὲ τοὺς πα­λι­αν­θρώ­πους.

        Ἄχ! χού­να ἴ­με, μοῦ σπό­βε σπίρ­τιν τῆς μαύ­ρης.

        Κύ­μα­τα κόκ­κι­να πά­φλα­ζαν στὰ σω­θι­κά της οἱ λέ­ξεις κι ἀ­νέ­βαι­ναν στὸ λαι­μὸ νὰ τὴν πνί­ξουν.

        Λι­βά­δια, μαρ­γα­ρί­τες, νύ­χτες καὶ μα­τά­κια, ὄ­νει­ρα τῆς νι­ό­της, θαμ­ποὶ χει­μῶ­νες, πό­νοι πε­ρα­σμέ­νοι, χα­μέ­νοι ἥ­λιοι, μα­νού­σια καὶ πρω­το­βρό­χια, τρυ­φε­ρά, λὲς γιὰ πα­ρη­γο­ριά, τῆς ἄ­λε­θαν τὰ σπλά­χνα, οἱ εἰ­κό­νες, οἱ λέ­ξεις.

        Μέ­σα σὲ κεῖ­νο τὸ μαῦ­ρο τοῦ πό­νου, πρώ­τη της φο­ρὰ ἔ­νι­ω­θε, με­τὰ ἀ­πὸ νε­κρά, ἐ­ξευ­τε­λι­σμέ­να χρό­νια, πὼς ζοῦ­σε.

        Ἔ­παιρ­νε βα­θιὰ ἀ­νά­σα κι ἄρ­χι­ζε. Ἔ­λε­γε, ἔ­λε­γε. Πο­τά­μι. Λύ­θη­κε τὸ κορ­μί της. Χτύ­πα­γε πα­λα­μά­κια, πό­τε μ' ἄ­φα­το θυ­μὸ καὶ πό­τε μὲ τρε­λὴ χα­ρά.

        Ζού­μουρ, πε­ρι­στέ­ρι μου, λοῦ­λε ἒ στου­πὶς

        οὒ ἒ ζέ­ζα, ποὺ δὲ σὲ χόρ­τα­σα φι­λί.

        Ἔ­μει­να ἐ­σκρέ­τα μὲς στοὺς λύ­κους.

        Ντι­ά­λι­θ' ἴμ, προ­στά­τη μου, μ' ἄ­φη­σες μο­νά­χη.

        Ἔ­παιρ­νε χώ­μα­τα καὶ πέ­τρες ἀ­π' τὸν τά­φο καὶ τὰ πέ­τα­γε στὶς ἀ­δερ­φές, στὸν κό­σμο, στὸν ἄν­τρα.

        Ἔ­λε­γε καὶ τὶς ἄλ­λες μέ­ρες.

        Τῆς ἔ­φυ­γε τε­λεί­ως ὁ φό­βος καὶ τὴν κα­τέ­κλυ­σαν ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Βρῆ­καν τρό­πο καὶ τὴν ἔ­βα­λαν σὲ ἵ­δρυ­μα.

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου Ντι­ά­λιθ' ἴμ, Χρι­στά­κη,(διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Αναδημοσίευση από Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον