Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Φερνάντο Πεσσόα, Ο Φύλακας των Κοπαδιών


Ι

Εγώ ποτέ δεν φύλαξα κοπάδια, 
είναι όμως σα να τα φύλαξα.
Η ψυχή μου είναι όπως ο βοσκός,
γνωρίζει τον αέρα και τον ήλιο
και περπατάει στα χέρια των Εποχών,
 ακολουθώντας και κοιτάζοντας.
Όλ' η ειρήνη της Φύσης κατά μόνας
έρχεται να καθίσει στο πλευρό μου.
Παραμένω ωστόσο θλιμμένος, σαν σούρουπο
για την φαντασία μας,
όταν δροσίζει στο βάθος της πεδιάδας
και νιώθεις πως η νύχτα έχει μπει,
όμοια πεταλούδα από το παράθυρο.

Όμως η λύπη μου είναι γαλήνη,
γιατ' είναι φυσική και δίκαιη
κι είναι τι πρέπει να βρίσκεται στην ψυχή,
όταν σκέφτεται πια πως υπάρχει
και τα χέρια μαζεύουν άνθη δίχως αυτή να κάνει την ανήξερη.

Μ' ένα θόρυβο από κουδούνια
πέρα πολύ απ' την καμπή του δρόμου,
οι σκέψεις μου είν' ευχαριστημένες.
Μόνο λυπάμαι να ξέρω πως είν' ευχαριστημένες
γιατί, αν δεν το' ξερα ,
αντί να ν' ευχαριστημένες και θλιμμένες
θα' ταν χαρούμενες κι ευχαριστημένες.

Να σκέφτεται στενάχωρη λες και βαδίζει κάτω απ' τη βροχή,
σαν ο αέρας δυναμώνει και φαίνεται πως βρέχει πιο πολύ.
Δεν έχω φιλοδοξίες μήτ' επιθυμίες.
Να είμαι ποιητής δεν είν' φιλοδοξία δική μου.
Είναι δικός μου τρόπος να' μαι μόνος.
Κι αν πότε - πότ' επιθυμώ
έτσι από φαντασία, να' μουν προβατάκι
( ή να' μουν όλο το κοπάδι
για να πηγαίνω σκορπιστό σ' όλη την πλαγιά
και να' μουν την ίδια στιγμή μπόλικο πράγμα ευτυχισμένο),
είναι μονάχα γιατί νιώθω το τι γράφω καθώς γέρνει ο ήλιος
ή όταν ένα σύννεφο περνάει το χέρι πάνω στο φως
και μια σιωπή τρέχει σ' όλη την χλωρασιά.

Όταν μου' ρχεται να γράψω στίχους
ή, περιδιαβάζοντας από μονοπάτια ή και περάσματα να κόβω δρόμο,
γράφω στίχους σ' ένα χαρτί που βρίσκεται στην σκέψη μου,
νιώθω μια γκλίτσα στα χέρια
και βλέπω την σιλουέτα μου
στην κορφή ενός λοφίσκου
παρατηρώντας το κοπάδι μου και βλέποντας τις ιδέες μου
ή παρατηρώντας τις ιδέες μου και βλέποντας το κοπάδι μου
και χαμογελώντας αόριστα σαν κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι λέγεται
και θέλει να παραστήσει πως το καταλαβαίνει.

Χαιρετώ όλους που με διαβάζουν, 
σηκώνοντας ψηλά το πλατύγυρο καπέλο 
όταν με βλέπουν στην πόρτα μου
καθώς η ταξιδιωτική άμαξα ίσα - ίσα προβάλλει στην κορφή του λοφίσκου.
Τους χαιρετώ και γι' αυτούς επιθυμώ ήλιο
και βροχή, σαν η βροχή είν' ακριβής
και να' χουν τα σπίτια τους,
δίπλα σε διάπλατο παράθυρο
καρέκλα προτίμησης
όπου κάθονται να διαβάσουν τους στίχους μου.
Και διαβάζοντας τους στίχους μου σκέφτονται
πως είμαι κάτι το φυσικό:
το δέντρο, για παράδειγμα, τ' αρχαίο
όπου στο σκιάσμά του, σαν είταν παιδιά, 
κάθονταν εξαίφνης, κουρασμένοι απ' το παιχνίδι
και σφούγγιζαν τον ιδρώτα απ' το καφτό μέτωπο
με το μανίκι του ριγωτού τους ρούχου.


ΙΙ

Η ματιά μου είναι ξεκάθαρη σαν ηλιοτρόπιο.
Έχω τη συνήθεια να περπατώ στους δρόμους, 
κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά,
κοιτάζοντας πότε - πότε και κατά πίσω...
Κι ό,τι βλέπω κάθε στιγμή
είν' ό,τι ποτέ δεν είχα δει
και ξέρω να δίνω γι' αυτό μ' απλοχεριά...
Ξέρω να' χω την ουσιαστική αποχαύνωση
που έχει ένα παιδί αν, την ώρα που γεννιέται,
 θα σημείωνε πως γεννήθηκε στ' αλήθεια...
Νιώθω να γεννιέμαι κάθε στιγμή
για τον αιώνιο νεοτερισμό του Κόσμου...

Πιστεύω στον κόσμο όπως σε πράγμα που του ' χω κάκητα,
γιατί τον βλέπω. Αλλά δεν στρέφω την σκέψη μου σ' αυτόν,
γιατί σκέφτομαι σημαίνει δεν καταλαβαίνω...
Ο κόσμος δεν έγινε για να στρέφουμε την σκέψη μας σ' αυτόν
( σκέφτομαι σημαίνει τα μάτια μου είν' άρρωστα),
αλλά για να κοιτάζουμε προς αυτόν και να συμφωνούμε...

Δεν έχω φιλοσοφία· εγώ έχω αισθήσεις...

Αν μιλώ για την Φύση δεν είναι γιατί ξέρω πια τι είναι
αλλά γιατί την αγαπώ, και την αγαπώ γι' αυτό, 
γιατί όποιος αγαπάει δεν ξέρει ποτέ τι αγαπάει

ούτε ξέρει γιατί αγαπάει, ούτε τι σημαίνει αγάπη...
Αγάπη είν' η αιώνια αθωότητα
κι η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι...

ΙΙΙ

Στο σούρουπο, γερμένος στο παράθυρο,
και ξέροντας, με την άκρη του ματιού, πως υπάρχουν χωράφια κατά μπροστά,
διαβάζω ώσπου μου φλογίζονται τα μάτια
το βιβλίο του Σεσάρειο Βέρδε.

Τι βαρυκαρδία μου φέρνει! Είταν ένας χωριάτης
που πήγαινε αιχμάλωτος εν ελευθερία δια μέσου της πόλης.
Όμως ο τρόπος που κοίταζε τα σπίτια
κι ο τρόπος που παρατηρούσε τους δρόμους
και το σύστημα με το οποίο δινόταν στα πράγματα,
είναι το σύστημα εκείνου που κοιτάζει τα δέβτρα
κι εκείνου που χαμηλώνει τα μάτια στον αμαξιτό όπου πάει και προχωρεί
κι όπου πάει προσέχοντας τ' άνθη που βρίσκονται στους κάμπους...
Γι' αυτό εκείνος είχε τέτοια θλίψη
που ποτέ δεν είπε πως είχε,
αλλά πήγαινε διαμέσου της πόλης όπως ο άνθρωπος που πάει μέσ' απ' τον κάμπο
και λυπημένος σα να πατικώνει λουλούδια σε βιβλία
και να βάζει φυτά σε βάζα...

Από την πρώτη ενότητα της συλλογής ποιημάτων του μεγάλου Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα ," Ο Φύλακας των Κοπαδιών". Κοπάδι είναι οι σκέψεις κι οι αισθήσεις, που απλώνεται και συγκεντρώνεται. Σε αυτή την κίνηση, καθώς οι πρώτες επηρεάζουν τις δεύτερες, έχουμε συνδυασμούς που γίνονται, αλλά και χαλούν, έχουμε εξάρσεις, που κορυφώνονται και κυριαρχούν, που σβήνουν και γεννιούνται πάλι. Τελικά, δεν είναι οι σκέψεις που καθορίζουν την ύπαρξή μας και τη στάση ζωής μας, αλλά οι αισθήσεις, εφόσον μας εντάσσουν στον κόσμο των ζώων και των φυτών, εφόσον συγκλίνουν στο Ένα.
Ο Φερνάντο Πεσσόα μοίρασε το έργο του ανάμεσα σε πολλούς "ποιητές". Είναι γνωστά τα ψευδώνυμα του Άλβαρο δε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο και Ρικάρντο Ρέις. Κάτω από κάθε ψευδώνυμο κρύβεται μια ιδιαίτερη άποψη του κόσμου, που όσο κι αν χαρακτηρίζεται από "εκείνα που δίνουν οι αισθήσεις" ή από " την θέα που έχει ο άνθρωπος σαν στέκεται σ' ένα σταυροδρόμι", έχει κοινό άξονα την αγάπη της Φύσης, την ύπαρξη του ανθρώπου σαν μέρους της Φύσης, μακριά από τις φιλοσοφίες και τα φιλοσοφικά συστήματα.
Είναι άγνωστο μέχρι σήμερα (1981) αν ο Φ. Πεσσόα χρησιμοποίησε κι άλλα ψευδώνυμα, συμβάλλοντας ο ίδιος στον παραπέρα τεμαχισμό ενός έργου γεμάτου βαθιά ειλικρίνεια. Το βέβαιο είναι πως αυτά τα ψευδώνυμα - μια διαρκής ίσως προσπάθεια του ποιητή να βρει την ταυτότητά του, ταυτόχρονη ίσως με την προσπάθεια να κρύψει το πρόσωπό του - δυσχέραναν την αναγνώρισή του. Μας έδωσε όμως μια ποίηση ανοιχτή και πολύβουη , συγγενική, αλλά και αυτόνομη στα μέρη της, της οποίας ο αναγνώστης  μπορεί να διαλέξει  ετούτο ή εκείνο το τμήμα, εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα, σαν ν' ανήκουν σε κάποιον άλλον.
Το έργο όμως, εντεταγμένο στο σύνολό του στην αναζήτηση της αλήθειας, που τα διάφορα ψευδώνυμα του ποιητή υποψιάζονται, είναι μια δέσμη ακτίνος φωτός, μελέτη της Φύσης, παρατήρηση των φαινομένων, κάθοδος στο βάθος της συνείδησης κι εναρμονισμός του ποιητή, με τη βοήθεια του Λόγου, στο ρυθμό του Σύμπαντος.
Εδώ λοιπόν κυριαρχούν απαντήσεις πως ο άνθρωπος είναι μέρος του περιβάλλοντος κι όχι πάνω από το περιβάλλον, ένας ουμανισμός ηρεμίας κι απόστασης από την οίηση, αλλά κι από τη δεδομένη γνώση.

Τα αποσπάσματα του ποιήματος καθώς και ο σχολιασμός του έργου του Φερνάντο Πεσσόα είναι από το  περιοδικό " το πρίσμα",άνοιξη 1981 , τευχ.3. Η μετάφραση και τα σχόλια ανήκουν στον Φίλιππο Δρακονταειδή. 
Το περιοδικό " το πρίσμα" ήταν μια τριμηνιαία έκδοση επιλογής από την παγκόσμια σύγχρονη λογοτεχνία. Εκδιδόταν από τις εκδόσεις Καστανιώτης και Διευθυντής του ήταν ο λογοτέχνης Δημήτρης Χατζής.


1 σχόλιο :

Chrylappa είπε...

Συγχαρητήρια για την ανάσυρση και υπενθύμιση (πάντα για τους λάτρεις των γραμμάτων) τέτοιων εργασιών βλ."πρίσμα"