Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοαξιολόγηση αυτοκαταργείται ( αναδημοσίευση)

Οι μεθοδεύσεις για να πραγματοποιηθούν εν κρυπτώ τα σεμινάρια επί του έργου της ακριβοπληρωμένης αυτοαξιολόγησης,  είναι όχι μόνο προσβλητικά για την ουσία της ίδιας της διαδικασίας και το ρόλο των Σχολικών Συμβούλων σε αυτήν, αλλά είναι και εντελώς περιττές! Η Αυτοαξιολόγηση επιτελείται ήδη στις σχολικές μονάδες:

- με τις καταργηθείσες ειδικότητες των ΕΠΑΛ και την υποχρεωτική διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών που αφήνουν τους μαθητές/τριες ακάλυπτους χωρίς μάθημα και χωρίς τη δυνατότητα απόκτησης τίτλων (π.χ. ΕΠΑΛ Σάμου, Τομέας Νοσηλευτικής / Βρεφοκομίας, μαθήματα Γενικής Παιδείας μόνο από Δευτέρα έως Τετάρτη).

- με τα  κενά σε εκπαιδευτικούς που ακυρώνουν την ομαλή φοίτηση των μαθητών/τριών και καθιστούν άνιση τη συμμετοχή τους στις  Πανελλαδικές Εξετάσεις (π.χ. ΕΠΑΛ Ευδήλου Ικαρίας χωρίς Οικονομολόγο, Μηχανολόγο-Ηλεκτρολόγο, Γυμν.-ΛΤ τάξεις Φούρνων χωρίς Φιλόλογο-Οικονομολόγο).

- με την υποβάθμιση των εκπαιδευτικών σε περιοδεύοντες σχολικούς επισκέπτες που διδάσκουν απνευστί τα αντικείμενα Α και Β ανάθεσης διανύοντας εξαντλητικές και επικίνδυνες αποστάσεις έως και 50 χλμ ακόμα και μέσα στην ίδια διδακτική μέρα (π.χ. Άγιος Κήρυκος-Εύδηλος Ικαρίας).

- με την αδυναμία των συλλόγων διδασκόντων ακόμα και να παρευρεθούν και να συνεδριάσουν σε ολομέλεια των σχολείων τους όπως και να εκπληρώσουν τα εξωδιδακτικά τους καθήκοντα και την επικοινωνία τους με τους γονείς και κηδεμόνες.

- με την κατάργηση της Ειδικής Αγωγής και κάθε υποστηρικτικής δομής του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων (μεμονωμένοι και τυχαίοι διορισμοί αναπληρωτών ειδικής αγωγής- κλείσιμο του Ειδικού Σχολείου Σάμου).

- με την υποχρηματοδότηση των σχολικών μονάδων που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διαθέτουν ούτε τα απολύτως αναγκαία μέσα για τη λειτουργία τους.

-με την επιχείρηση οι εκπαιδευτικοί, τρομοκρατημένοι από την απειλητική για τη θέση τους και την προοπτική τους αξιολόγηση να σπεύδουν να επιμορφωθούν όπως-όπως και καταβάλλοντας υψηλότατο χρηματικό τίμημα σε αμφίβολης προέλευσης μορφωτικά κέντρα και σεμινάρια μόνο και μόνο για να αποκτήσουν βεβαιωτικούς τίτλους.

- με την εξάντληση των ψυχικών αποθεμάτων των εκπαιδευτικών και των Διευθυντών/ντριών των σχολικών μονάδων που αντί να οργανώνουν συλλογικά και να κατευθύνουν το παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο του σχολείου τους, υποβιβάζονται σε επόπτες-πληροφοριοδότες του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης MySchool που εγκαθιστά το Υπουργείο Παιδείας.

- με την σταδιακή προσπάθεια οι Σχολικοί Σύμβουλοι όχι μόνο να μην έχουν λόγο για κανένα από αυτούς τους σχεδιασμούς, αλλά να εκπίπτουν από αρωγοί του παιδαγωγικού και επιστημονικού έργου των σχολείων και των εκπαιδευτικών σε μεταφορείς-ελεγκτές των κεντρικών αποφάσεων της Διοίκησης.

Επειδή ως φιλόλογος,  Σχολική Σύμβουλος έχω την Παιδαγωγική Ευθύνη για τα σχολεία που προανέφερα σαν παραδείγματα, αλλά και τη γενική ευθύνη για τους καθηγητές/τριες της ειδικότητάς μου, δηλώνω απερίφραστα ότι παρ’όλες αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι εκπαιδευτικοί εξακολουθούν να δίνουν την ψυχή τους στο έργο τους και να κρατούν ζωντανά και όμορφα τα απομακρυσμένα αυτά ακριτικά σχολεία.

Προκειμένου το έργο αυτό των εκπαιδευτικών να ολοκληρωθεί και να συνεχιστεί κατά την τρέχουσα σχολική χρονιά, ας μην προκαλέσουμε περαιτέρω αναταράξεις στο ήδη κλονισμένο εκπαιδευτικό τοπίο. Για το λόγο αυτό  προσωπικά επέλεξα να μη μετέχω στο σεμινάριο ενημέρωσης των Σχολικών Συμβούλων του Βορείου Αιγαίου που διεξάγεται στη Μυτιλήνη σήμερα όχι με τις δέουσες επιμορφωτικές συνθήκες.
 Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

  Εβίτα Καραγεώργου

  Δρ Σχολική Σύμβουλος  ΠΕ02 Σάμου

Πηγή:  AlfaVita

*Επιτέλους μια Σχολική Σύμβουλος που σηκώνει το ανάστημά της και αρθρώνει διαφορετικό λόγο αποτυπώνοντας την πραγματική και τραγική εικόνα του ελληνικού σχολείου.( ofisofi)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου ...*


 
 
Ο στίχος του Νικηφόρου Βρεττάκου (Η βρύση του πουλιού) και οι φωτογραφίες από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας σήμερα το πρωΐ

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το καινούριο μας σχολείο

Μια μεγάλη έκπληξη μάς περίμενε σήμερα το πρωί. Η πόρτα του σχολείου ήταν κλειστή γιατί μια άλλη πόρτα άνοιξε για να μάς υποδεχθεί. Η πόρτα ενός καινούριου σχολείου. Πολλά χρόνια περιμέναμε να ολοκληρωθεί και να παραδοθεί το νέο κτίριο. Η ημερομηνία παράδοσης μετατίθετο από χρονιά σε χρονιά και από μέρα σε μέρα γι' αυτό δεν πολυπιστέψαμε την είδηση  ότι η Δευτέρα θα είναι μια διαφορετική ημέρα και ότι επιτέλους τα μαθήματα θα γίνουν στο καινούριο σχολείο.

Μολονότι η μέρα βροχερή και βαριά συννεφιασμένη  η ατμόσφαιρα ήταν πολύ χαρούμενη. Ζωηρές φωνές, γέλια, ενθουσιασμός και μόλις χτύπησε το κουδούνι πανζουρλισμός από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες.
Ανυπομονησία να μπούν στις τάξεις. Κόψανε και κορδέλα



 Επιτέλους ευρύχωρες αίθουσες, φωτεινές, βαμμένες με όμορφα απαλά χρώματα. Άλλος πανηγυρισμός εκεί. Όλα είναι τόσο διαφορετικά από την Παρασκευή! 
 

Μέχρι και ο ήλιος φάνηκε για λίγο 

 Σκέφτομαι τους μαθητές των προηγούμενων χρόνων που αποφοίτησαν με το παράπονο ότι δεν πρόλαβαν να χαρούν το νέο σχολείο και ότι το μόνο που εισέπρατταν κάθε φορά που διαμαρτύρονταν ήταν υποσχέσεις. Υποσχέσεις που κράτησαν χρόνια. Με τον δικό τους τρόπο όμως συνέβαλαν στην επίσπευση των εργασιών και στην ολοκλήρωση των διαδικασιών. Τους οφείλουμε ένα ευχαριστώ.

Καλορίζικο !

Όχι στη βία κατά των γυναικών


Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Επεισόδια από τη διάλειψη του χρόνου


Αυτός ο άνθρωπος καταπλακώθηκε από τα βουνά. Στις πλάτες το Μιτσικέλι η Πίνδος η Μουργκάνα κι αυτός τρέχει τρέχει...Κ' είν' εκεί πάνω μια φωτιά που έχει φουντώσει από την εποχή των Γερμανών και της εθνοφρουράς του Γράμμου. Τρίζει το ελάτι στάζει το ρετσίνι κ' έχει παλαβώσει ο κυνηγός και το σκυλί του. Και μόνον ο νεκρός αντάρτης που μαρμάρωσε δεν κινδυνεύει.

Ένας αντάρτης περπατά στους δρόμους. Πέρασε διαγώνια την Ανεξαρτησίας κι απ΄την πύλη τ' Αρχιμαντρειού βρέθηκε να κοιτά την πόλη απ' τα υπερώα της Αγια - Τριάδας. Κ' η πόλη χύθηκε στους δρόμους να τον δει και δεν τον έβλεπε. Ψηλός κι αέτιος πετούσε απάνω απ' την ευθεία των ματιών. Ή διαλυμένος μες στο φως κόβοντας σαν λεπίδι την ανάσα των περαστικών αυτός κ' η γενειάδα του. Κ' ήταν στιγμές που σκύβαμε κεφάλι και κορμί να μη μάς πάρει η μπάλα. Έτσι ελικοδρομούσε αθέατος πιο χαμηλά και πιο ψηλά απ' τα όνειρα. Κ' ύστερα πάλι απ' τους σταυρούς της Περιβλέπτου κατηφόριζε αρχαγγελικός και μ' αλυσίδες αφανέρωτες απ' τη σπηλιά του Σκυλόσοφου γλίστρησε στη λίμνη για τ' αντικρυνά βουνά. Κ' εκεί ποια βάρκα τον περίμενε ποιας άγονης γραμμής το μονοπάτι πήρε κι αναλήφθηκε. Η ανάληψή του το πρωί συγκλόνισε και δίχασε την πόλη. Κι ο "  Παρατηρητής του Μέλλοντος" την άλλη μέρα έγραφε: Δίσκος ιπτάμενος διέσχισε τους ουρανούς της πόλης μας. Πέρασε διαγώνια και τα λοιπά και τα λοιπά...Να ξεχαστεί να φιμωθεί να γίνει παραμύθι για τους εξωγήινους το φάντασμα του προγραμμένου.

Ποτέ σαν να μην απελευθερώθηκε αυτή η πόλη. Κι αυτός ο δρόμος τι μυστηριώδης τι διπρόσωπος. Από τη μια μεριά τα εμπορικά μακρόστενα. Μέσα μορφές της δυναστείας και κυρίες μπαινοβγαίνοντας με κρινολίνα. Κ' έξω καρότσες του παλιού καιρού σταματημένες πριν απ' την κατάρρευση. Μορφές του απομεσήμερου έτοιμες για ανάληψη. Μα απέναντι βασανισμένα σώματα σε σιωπηλή ταλάντευση. Χρώμα γαλβανισμένου δίσκου και τροχού που στρέφει κατακόκκινος κι αόρατα σφυριά σ' όλες τις πόρτες. Κορμιά γυμνά των χαλκουργών σκυμμένα απάνω από την πίσσα. Κι ο γιος του Πελλερέν μ' ένα ζικ - ζακ πέρασε ανάμεσα και χάθηκε. Πίσω του ράγισε η εποχή και στ' άνοιγμα του δρόμου φάνηκε η πομπή. Και κορυφαία της πομπής η άναρχη τρεμάμενη μορφή της Ευτυχίας Πρίντζου.

Γιάννης Δάλλας , από τη συλλογή Το τίμημα, Κείμενα, Αθήνα 1981.


Το διάβασα στην επιλογή κειμένων  Μια πόλη  στη λογοτεχνία , Γιάννενα, σε επιμέλεια Χριστόφορου Μηλιώνη, που εξέδωσε το Μεταίχμιο το 2002.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Καληνύχτα Μαργαρίτα


Του Γεράσιμου Σταύρου από το διήγημα "Μαργαρίτα Περδικάρη" του Δημήτρη Χατζή
 Παίζουν με τη σειρά που εμφανίζονται Ντίνα Κώνστα, Πέτρος Ζαρκάδης, Βάσος Ανδρονίδης, Έρση Μαλικένζου, Εύα Μουστάκα, Τάσος Κωστής, Έλλη Φωτίου, Χρήστος Κελαντώνης, Αθηνά Μιχαλακοπούλου, Πάνος Αναστασόπουλος, Στέφανος Ληναίος, Σταύρος Ξενίδης, Χριστίνα Στόγια Μουσική Σπήλιος Μεντής
Σκηνοθεσία Στέφανος Ληναίος 
Από την εκπομπή "Το θέατρο της Δευτέρας"
Το διήγημα Μαργαρίτα Περδικάρη μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Να φέρουμε την κρυφή βία και την κακοποίηση των παιδιών στο προσκήνιο ( Unicef)

Δεν υπάρχει χώρος για βία κατά των παιδιών στον 21ο αιώνα. Ωστόσο, εξακολουθεί να καταστρέφει ζωές - σε κάθε χώρα και σε κάθε κοινωνική τάξη.
Πολύ συχνά όμως είναι ένα αόρατο πρόβλημα, διότι συμβαίνει μέσα στα σπίτια και τις οικογένειες και είτε οι άνθρωποι κάνουν πως δε το βλέπουν ή απλά δεν μπορούν να το καταγγείλουν εξαιτίας του φόβου ή του στιγματισμού.
Έτσι επειδή μεγάλο μέρος της βίας είναι κρυμμένο - και επειδή είναι πολύ συχνά γίνεται ανεκτή - οι αριθμοί δεν αντικατοπτρίζουν το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.
Τα σωματικά τραύματα ή μώλωπες εξαιτίας της βίας μπορεί να εξαφανιστούν, αλλά τα ψυχικά τραύματα δεν μπορούν. Η βία επηρεάζει τη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών, θέτει σε κίνδυνο την ικανότητά τους να μαθαίνουν και να κοινωνικοποιηθούν και υπονομεύει την ανάπτυξη τους ώστε να γίνουν λειτουργικοί ενήλικες και καλοί γονείς αργότερα στη ζωή τους.
Επιπλέον, δεν είναι μόνο μεμονωμένα παιδιά ή οικογένειες που επηρεάζονται, αλλά ολόκληρες κοινωνίες. Οι συνέπειες της βίας κατά των παιδιών μπορεί να εμποδίσουν την οικονομική ανάπτυξη, λόγω της απώλειας παραγωγικότητας, αναπηρίας και μειωμένης ποιότητας ζωής - παράγοντες οι οποίοι μπορεί να δυσχεράνουν ένα κράτος από το να αναπτυχθεί πλήρως. Οι συνέπειες αυτές επίσης, περνούν από τη μία γενιά στην επόμενη.
Καθώς η βία διεισδύει στον κοινωνικό ιστό όλο και περισσότερο και η κοινωνία χάνει την ευαισθησία της απέναντι στις επιπτώσεις της, βασιλεύει η ατιμωρησία. Αν κανείς δε μιλά για τη βία, αν κανείς δε ζητά την ανάληψη δράσης εναντίον της, οι δράστες πιστεύουν ότι οι πράξεις τους είναι ανεκτές και τα θύματα πιστεύουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέλος στη μιζέρια και τη φρίκη που βιώνουν.
Επειδή δεν μπορούμε να δούμε τη βία, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει
Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε και να δράσουμε κατά της βίας

Η προστασία των παιδιών βρίσκεται στο επίκεντρο της αποστολής της UNICEF από την ίδρυσή της. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που καθοδηγεί το έργο της UNICEF, ορίζει ότι κάθε παιδί, όπου και να ζει, έχει το δικαίωμα στη ζωή, την ανάπτυξη και πρέπει να προστατεύεται από κάθε μορφή βίας. Η αρχή της πρόληψης και της αντιμετώπισης, της βίας, της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης των παιδιών, βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου στρατηγικού σχεδιασμού της UNICEF.
Υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η βία κατά των παιδιών δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτή. Από την επίθεση που στοίχισε τη ζωή σε 20 μαθητές στο Newtown στις Ηνωμένες Πολιτείες, την επίθεση στη 14χρονη Malala Yousoufzai κατά την επιβίβασή της σε λεωφορείο για να πάει στο σχολείο της στο Πακιστάν, μέχρι τον ομαδικό βιασμό ενός 5χρονου κοριτσιού στην Ινδία, υπάρχει μια αυξανόμενη συναίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει για να μπει ένα τέλος στη βία σε όλες τις μορφές της.
Η UNICEF πιστεύει πως κάθε δράση για την καταπολέμηση του φαινομένου της βίας δεν πρέπει να είναι μια μεμονωμένη προσπάθεια, αλλά μάλλον μια διαρκής προσπάθεια, που θα ρίχνει όλο και περισσότερο φως σε ένα θέμα που έχει παραμείνει αόρατο για πάρα πολύ καιρό. Έτσι ξεκινά την πρωτοβουλία «Τέλος στη Βία κατά των Παιδιών».
Η Βία κατά των Παιδιών είναι δουλειά όλων μας
Ένωσε τη φωνή σου μαζί μας

  • Η σιωπή δεν είναι αποδεκτή. Εάν γίνεις μάρτυρας βίας κατά ενός παιδιού και δεν κάνεις τίποτα, λες σε αυτό το παιδί πως αυτό που του συμβαίνει είναι αποδεκτό. Δείξε στα παιδιά ότι νοιάζεσαι.
  • Κανένα παιδί δεν αξίζει κακομεταχείρισης. Όλοι έχουμε ένα ρόλο να παίξουμε για να μπει ένα τέλος στη βία ενάντια στα παιδιά. Πρέπει να τελειώσουμε με τα ταμπού και να κάνουμε τη βία - ιδιαίτερα τη σεξουαλική κακοποίηση - ένα ζήτημα που συζητείται ανοικτά. Δείξε στα παιδιά ότι έχουν επιλογές.
  • Είναι δουλειά όλων μας να φροντίσουμε ότι αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με τις αποφάσεις που αφορούν την ευημερία των παιδιών, ανταποκρίνονται απέναντι στις ευθύνες τους ώστε να δημιουργήσουν ένα ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά, να προσφέρουν προστασία στα θύματα και να αντιμετωπίσουν τους δράστες. Απαίτησε δράση.
Ζωτικές γνώσεις
  • Η βία είναι παντού. Εμφανίζεται σε όλες τις χώρες, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αλλά πολύ συχνά, η βία κατά των παιδιών είναι αόρατη γιατί συμβαίνει μέσα στα σπίτια και τις οικογένειες ή επειδή οι άνθρωποι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. Ελάτε μαζί μας. Μιλήστε.
  • Η βία μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους, μερικοί από τους οποίους είναι κρυμμένοι εξαιτίας της ανοχής της κοινωνίας, του στιγματισμού ή ταμπού. Ήρθε η ώρα να κάνουμε το αόρατο ορατό.
  • Τα παιδιά που έχουν πέσει θύματα βίας μπορεί να μη φαίνονται κακοποιημένα. Αλλά μπορεί να μην έχουν ύπνο, να αισθάνονται αδιάθετα ή να κλείνονται στον εαυτό τους. Μπορεί ακόμη και να σκέφτονται την αυτοκτονία. Όλα τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να προστατεύονται από τη βία. Ενημερωθείτε και ελευθερώστε την τοπική σας κοινωνία από τη βία.
  • Πολλά παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, ντρέπονται ή φοβούνται να το πουν στους γονείς τους, σε ένα άλλο ενήλικα ή σε ένα φίλο. Κάθε ένας από εμάς είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία ενός κόσμου όπου τα παιδιά αισθάνονται ασφαλή, προστατευμένα και μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Ένωσε τη φωνή σου μαζί μας για να το πετύχουμε.
    Πηγή: Unicef

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Αλίντα Δημητρίου, Τα κορίτσια της Βροχής (3)

Η ταινία "Τα κορίτσια της Βροχής" ειναι η τελευταία ταινία της τριλογίας.Με τα «Κορίτσια της Βροχής», η Αλίντα Δημητρίου παρουσιάζει ένα ολοζώντανο, μαρτυρικά αληθινό πορτρέτο των γυναικών που αντιστάθηκαν στη δικτατορία, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξευτελίστηκαν και ζουν για να αφηγηθούν την ιστορία τους. Αποτελείται από μαρτυρίες γυναικών, πολλών και ωραίων, διαφόρων ηλικιών, καταγωγών και τρόπων ζωής, που τις ενώνει το ένα πράγμα που δεν μπορεί να ξεχαστεί: ο κοινός αγώνας για κάτι που πίστεψαν, την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη δικτατορία και η κοινή ανάμνηση της βίας και της περιφρόνησης που αντιμετώπισαν από την (ανδρική, άλλωστε), εξουσία.
" Γιατί δεν έχουμε πιάσει ακόμα κόκκινο! Περίμενε να χτυπήσει η κατάσταση κόκκινο και θα δεις την αντίδραση του κόσμου. Γιατί και για μένα, τώρα, είναι εύκολο να κάνω μια πολιτική ταινία, όταν έχω ένα πιάτο φαΐ να φάω, μια ασφάλεια. Αν δεν την είχα, δε θα έκανα ταινίες. Θα έκανα αντίσταση."( Η Αλίντα Δημητρίου στο FLIX)


Αλίντα Δημητρίου, Η Ζωή στους βράχους (2)

"Η Ζωή στους βράχους" της Αλίντας Δημητρίου αναφέρεται στον Εμφύλιο.Οι Γυναίκες πάνε στο βουνό, στο Δημοκρατικό Στρατό ,αλλά και στις εξορίες.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας οργανώθηκαν οι παρακρατικοί, οι συνεργάτες των Γερμανών και άρχισε το κυνηγητό των Αντιστασιακών. Από τις Γυναίκες, άλλες πρόλαβαν και πήγαν στο βουνό και άλλες συνελήφθησαν. Όλες γιατί ήταν αντιστασιακές. Σε όσες, από αυτές που συνέλαβαν, τα στρατοδικεία δε μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία (σε ισόβια ή εκτέλεση), τις έστειλαν εξορία: Χίος, Τρίκερι , Μακρόνησος.
Στην ταινία, τριάντα τρεις Γυναίκες καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις διώξεις που υπέστησαν αυτές και οι οικογένειές τους, μετά την υπογραφή της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945.


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Αλίντα Δημητρίου, Πουλιά στο βάλτο(1)


      Η Αλίντα Δημητρίου ήταν η σκηνοθέτις που με το έργο της συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξη των αγώνων του λαού μας. 
     Έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της:
   «Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι οι απλοί άνθρωποι, που στρατεύθηκαν, τα έδωσαν όλα και στο τέλος δεν ζήτησαν τίποτα. Οι "ανώνυμοι". Αυτούς εκτιμώ. Και όταν θέλω να δώσω περισσότερη έμφαση, λέω οι "ξυπόλυτοι"»
    Το 2008 ξεκίνησε την τριλογία της με τα" Πουλιά στο βάλτο "για τις γυναίκες στην Εθνική Αντίσταση.Συνεχίστηκε το 2009 με τη "Ζωή στους βράχους" και ολοκληρώθηκε το 2011 με τα "Τα κορίτσια της βροχής" για τις γυναίκες αγωνίστριες την περίοδο της χούντας,στις οποίες απουσιάζει κάθε ακαδημαϊσμός, διδακτισμός ή επιτήδευση. Αφήνει τις πρωταγωνίστριες να μιλήσουν απλά, καθάρια γι' αυτά που είδαν, έζησαν, πίστεψαν και εξακολουθούν να πιστεύουν. Διότι όταν σκοπός ενός κινηματογραφιστή είναι η ειλικρινής του πρόθεση να αναζητήσει την αλήθεια, αρκεί μία κάμερα, μία φόρμα κοντινών πλάνων στην «πηγή» και πραγματικό θάρρος να αντέξει την αλήθεια.(Ριζοσπάστης)
    H συμμετοχή της γυναίκας σε όλες τις ιστορικές διαδικασίες, ακόμα και στις πιο ακραίες, συμμετοχή που παραμένει αφανής, είναι το θέμα της ταινίας Πουλιά στο βάλτο. Πιο συγκεκριμένα, η ταινία αναφέρεται στη συμμετοχή και προσφορά της γυναίκας στην Aντίσταση κατά την περίοδο της Kατοχής 1941-44, καθώς και στις συνέπειες που υπέστη. Στηρίζεται στις προφορικές μαρτυρίες των γυναικών που επέζησαν, με άξονα την ιστορική διαδρομή. Εκείνο, όμως, στο οποίο εστιάζει δεν είναι η ιστορική περιγραφή αλλά η, μέσα από τις μνήμες, τα βιώματα ή και τα ψυχολογικά τραύματα, αποκάλυψη μιας στάσης ζωής των γυναικών σε πράξεις που θεωρούμε ότι αναφέρονται μόνο στους άνδρες.



Αιώνια η μνήμη σε σας αδερφοί στον τίμιο που πέσατε αγώνα



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ο άλλος φόβος



Καλά τούς πάλεψαν τους παλιούς φόβους. Δε σκύψαν το κεφάλι.
Μπουντρούμια, εξορίες, φυλακές. Παραμονές της εκτέλεσης, ο Γιώργης
άφησε γράμμα στη μάνα του: " Μην κλάψεις.
Πεθαίνω ορθός. Μην ξεχάσεις να πεις χαιρετίσματα
στα βουνά, στα πουλιά και στα δέντρα". Ο Αλέξης
σχεδίασε ένα σφυροδρέπανο στον τοίχο του κελιού του
κι έβαλε από κάτου τ' όνομά του. Οι άλλοι
τραγούδησαν και χόρεψαν μπροστά στις κάννες.
Καλά τούς πάλεψαν τους παλιούς φόβους. Μα τούτος ο φόβος
στέκεται σιωπηλός. Δεν ανασαίνει καν. Αντίπαλος αόρατος,
δε σε χτυπάει στον αυχένα με ρόπαλο, δε βλαστημάει,
δε βγάζει πιστόλι. Αόρατος. Μονάχα περιμένει.
Πρέπει, λοιπόν, να ετοιμάσουν το τελευταίο τους ένδυμα 
με αξιοπρέπεια κι ηρεμία, - μαύρα παπούτσια, μαύρες κάλτσες,
μαύρο κοστούμι κι ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο
σε ανάμνηση κείνων των ημερών, κείνων των νικημένων φόβων.
                                                                              Καρλόβασι, 7. VIII.87
                                                                               Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ο Καραγκιόζης και οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη


"Όταν ο Καραγκιόζης αποφάσισε να παίξει τους "Βάτραχους" του Αριστοφάνη, πήρε και διάβασε το πρωτότυπο κείμενο. Εκεί, ο θεός Διόνυσος βάζει τους δύο μεγάλους τραγικούς, τον Αισχύλο και τον Ευρυπίδη, να διαγωνιστούν στην ποιητική τέχνη, για να πάρει το νικητή από τον Άδη στον Απάνω Κόσμο. Αλλά ο Καραγκιόζης που είναι πάντα παιχνιδιάρης και του αρέσει να κάνει το δικό του, άλλαξε το πρωτότυπο. Έτσι ο Διόνυσος έγινε υπουργός, ο Αισχύλος έγινε Αισχυλάκης και μερικούς πόντους ψηλότερος, κι ο Ευρυπίδης έγινε Ευρυπιδάκις και μερικά κιλά βαρύτερος. Μ' αυτόν τον τρόπο έφερε τα πράγματα στα μέτρα του ο πονηρός. Ο μουσικός μπήκε γρήγορα στο νόημα κι έγραψε τραγούδια που να ταιριάζουν στους κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Και ο τραγουδιστής, που τραγουδάει ο ίδιος και τα οχτώ τραγούδια, είχε ιδέες και δούλεψε σκληρά γι' αυτές. Όσο για τον ανεπανάληπτο Σπαθάρη, αυτός πια, γνωρίζοντας καλά τι θέλει ο Καραγκιόζης, έβαλε όλη τη μεγάλη τέχνη του κι έκανε θαύματα...Τώρα, τι έχει μείνει από τον Αριστοφάνη και τι έχει προσθέσει ο Καραγκιόζης, δεν είναι σε θέση να το πει ούτε ο ίδιος. Επειδή όμως άρχισε να ψιθυρίζεται ότι το δίσκο τον έκανε, μόνο και μόνο για να σατιρίσει δύο συνθέτες, με παρακάλεσε να διευκρινίσω πως κάθε ομοιότητα μ' αυτούς τους δύο συνθέτες είναι τυχαία και πως το έργο μόνο για το κέφι του το έκανε ο άνθρωπος και για να διασκεδάσει ο κόσμος. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού."                                                                                          Γιώργος Παυριανός

"...Στους Βατράχους, τώρα, τι; Παράδοση νεότερη αριστοφάνεια, με δόκιμες αναγωγές σε τρέχουσες καταστάσεις ως μετείκασμα των ανάλογων αρχαίων, με μιαν εξάρχουσα ποιητική διάσταση του κειμένου, τη συνειδητότητα της οποίας νομίζω οφείλουμε πάνω από όλους, μεταφραστές, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μοναδικά στον Μάνο Χατζιδάκι και στο δικό του ονειρικό αριστοφάνειο όραμα. Ήθελε ο Παυριανός να βάλουμε να διαγωνιστούν δύο πρόσωπα της τότε πραγματικότητάς μας. Έτσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα του αιώνιου διχαστικού αταβισμού, πάντα πλακώνονται δύο. Αν όχι τα πρόσωπα τα ίδια, οπωσδήποτε πολυπληθείς μερίδες οπαδών τους, εξ ου και η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία μέχρι που είχε φτάσει να επινοήσει τον οστρακισμό.
Αλλά ποιοι; Ο Μητσοτάκης και ο Παπανδρέου; Ο Ελύτης και ο Ρίτσος; Λέω, και παίρνω μια σημαντική μερίδα της ευθύνης πάνω μου, λόγω ιδιότητας: ο Μίκης Αισχυλάκης, ο Μάνος Ευριπιδάκις. Ο Χατζιδάκις εκστασιάζεται με την ιδέα. Λέει όμως: "Ευτυχώς που στο έργο νικάει ο Αισχύλος. Διότι, ως οικοδεσπότης, εγώ, δεν νοείται να είμαι και ο νικητής. Αν νικούσε ο Ευριπίδης, δεν θα το επέτρεπα. Είμαστε τυχεροί, λοιπόν, που τη μάχη θα κερδίσει ο κύριος Θεοδωράκης!"..."
                                                                                       Δημήτρης Λέκκας

 παίζει ο Ευγένιος Σπαθάρης 
 κείμενα Γιώργου Παυριανού 
 μουσική Δημήτρης Λέκκας
 τραγουδάει ο Νίκος Δημητράτος
Παίχτηκε  στο Τρίτο Πρόγραμμα και σε δύο παραστάσεις, στις 12 και 14 Δεκεμβρίου του 1978 στον Υμηττό και στην Ηλιούπολη. Το 1980 κυκλοφόρησε σε δίσκο.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Καληνύχτα κυρία Αντιγόνη Βαλάκου

Τόσο λεπτεπίλεπτη και αέρινη, συγκινητικά ευγενής και υπέροχη, ένα μικρό παιδί στο σώμα μεγάλου ανθρώπου με κάτι μάτια τόσο μεγάλα, τόσο φωτεινά και γαλάζια, σαν τον κρυμμένο ουρανό πίσω από τα σύννεφα του χειμωνιάτικου απογεύματος της Κυριακής που είχαμε συναντηθεί, πέρσι, με αφορμή την τελευταία θεατρική παράσταση της ζωής της, την «Μαντάμ Φλο», σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου, στο «Αγγέλων Βήμα» - αυτά τα μάτια «που πρέπει να χουν κάψει πολλές καρδιές, κυρία Βαλάκου!». Εκείνη χαμογελάει. Αναρωτιέται αν ο αναπτήρας της βρίσκεται μέσα στην τσάντα της γιατί θα τον χρειαστεί πιο μετά, ζητάει από τον νεαρό σερβιτόρο στο μικρό bar της οδού Σατωβριάνδου ένα γλυκό του κουταλιού «για τη γεύση». Κι ύστερα μετακινεί τα δάχτυλά της, τα ανοίγει επάνω στο τραπέζι, ανάβει το πρώτο της τσιγάρο, φυσάει τον καπνό και το πρόσωπο της φωτίζεται: «Η ζωή είναι ένα πέρασμα. Ένα φευγαλέο πουλί στην άκρη του σύμπαντός μας». Πηγή: www.lifo.gr
Τόσο λεπτεπίλεπτη και αέρινη, συγκινητικά ευγενής και υπέροχη, ένα μικρό παιδί στο σώμα μεγάλου ανθρώπου με κάτι μάτια τόσο μεγάλα, τόσο φωτεινά και γαλάζια, σαν τον κρυμμένο ουρανό πίσω από τα σύννεφα του χειμωνιάτικου απογεύματος της Κυριακής που είχαμε συναντηθεί, πέρσι, με αφορμή την τελευταία θεατρική παράσταση της ζωής της, την «Μαντάμ Φλο», σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου, στο «Αγγέλων Βήμα» - αυτά τα μάτια «που πρέπει να χουν κάψει πολλές καρδιές, κυρία Βαλάκου!». Εκείνη χαμογελάει. Αναρωτιέται αν ο αναπτήρας της βρίσκεται μέσα στην τσάντα της γιατί θα τον χρειαστεί πιο μετά, ζητάει από τον νεαρό σερβιτόρο στο μικρό bar της οδού Σατωβριάνδου ένα γλυκό του κουταλιού «για τη γεύση». Κι ύστερα μετακινεί τα δάχτυλά της, τα ανοίγει επάνω στο τραπέζι, ανάβει το πρώτο της τσιγάρο, φυσάει τον καπνό και το πρόσωπο της φωτίζεται: «Η ζωή είναι ένα πέρασμα. Ένα φευγαλέο πουλί στην άκρη του σύμπαντός μας». Πηγή: www.lifo.gr

Μπορούμε να διαβάσουμε τα βιβλία που θέλουμε;(αναδημοσίευση)


Της Βενετίας Αποστολίδου
Σχεδιάζοντας ένα νέο μάθημα στο Πανεπιστήμιο, συνέτασσα έναν κατάλογο με προτεινόμενα βιβλία (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων ελλήνων συγγραφέων, όλα εκδομένα μετά το 1974). Τα περισσότερα τα είχα στη βιβλιοθήκη μου, αγορασμένα στην ώρα τους. Οι φοιτητές όμως έπρεπε να τα αναζητήσουν τώρα σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία· θα τα έβρισκαν; Οι βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου και οι δημοτικές της Θεσσαλονίκης είχαν μερικά αλλά ούτε όλα τα είχαν ούτε βέβαια σε πολλά αντίτυπα. ΄Εκανα βόλτα στα βιβλιοπωλεία και απελπίστηκα. Ακόμη και βιβλία που εκδόθηκαν το 2002 ή το 2005 δεν είναι διαθέσιμα. Ρώτησα αν μπορούμε να τα παραγγείλουμε. Δεν ήταν όλοι οι βιβλιοπώλες πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν, ιδίως αν δεν σε ξέρουν.
Ανεξάρτητα από το δικό μου μάθημα, το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό. Ο αναγνώστης  πληροφορείται για ένα παλαιότερο βιβλίο και του δημιουργείται η επιθυμία να το διαβάσει. Πού θα το βρει;  Οι δημόσιες βιβλιοθήκες που θα έπρεπε να είναι η σίγουρη πηγή παλαιότερων βιβλίων, δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν βοηθούν. Το βιβλίο δεν περιλαμβάνεται στη συλλογή ή είναι χαμένο ή είναι κατεστραμμένο. Στα βιβλιοπωλεία είναι αδύνατον να υπάρχει, παρά μόνο από τύχη. Μερικές φορές οι βιβλιοπώλες λένε ότι έχει εξαντληθεί ενώ δεν είναι έτσι, απλώς βαριούνται να ασχοληθούν. Αν έχει ο εκδοτικός οίκος κάποια αντίτυπα και ο βιβλιοπώλης είναι πρόθυμος, μπορεί να σου κάνει τη χάρη να σου παραγγείλει. Πόσοι αναγνώστες θα ψάξουν, θα παρακαλέσουν, θα τηλεφωνήσουν στον εκδοτικό οίκο να επιβεβαιώσουν ότι υπάρχουν διαθέσιμα αντίτυπα; Οι περισσότεροι θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια και θα στραφούν σε ένα άλλο βιβλίο μόνο και μόνο επειδή είναι πιο φρέσκο. Το βιβλίο όμως δεν είναι ψωμί και δεν μπαγιατεύει.
Υποθέτω ότι οι λόγοι για τους οποίους βιώνουν οι αναγνώστες αυτό το πρόβλημα είναι πολλοί και οι ευθύνες ανήκουν σε όλους τους εμπλεκομένους, από τους εκδότες, τους διακινητές, τους βιβλιοπώλες έως πιθανόν και τους ίδιους τους συγγραφείς. Εδώ μας ενδιαφέρουν οι συνέπειες του προβλήματος. Τελικά είναι οι αναγνώστες ελεύθεροι να επιλέξουν τα βιβλία που θέλουν;  Πώς κατευθύνονται οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού; Πώς ένας νέος σε ηλικία αναγνώστης, ο οποίος δεν διαθέτει από τους γονείς του πλούσια βιβλιοθήκη, θα διαβάσει μια σειρά από αξιόλογα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών που είτε έχουν εξαντληθεί είτε έχουν πολτοποιηθεί είτε στοιβάζονται στις αποθήκες των εκδοτικών οίκων; Είναι καταδικασμένος να διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα αλλά να μη μπορεί να βρει το πρώτο που μπορεί να είναι καλύτερο ή να τον ενδιαφέρει περισσότερο.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, το πρακτικό αυτό πρόβλημα καταλήγει να είναι πρόβλημα ελευθερίας του αναγνώστη αλλά, πολύ περισσότερο από αυτό, πρόβλημα ισότιμης συμμετοχής στο πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Διότι ένα πανεπιστημιακό μάθημα, όσα τέτοια προβλήματα και να συναντήσει, τελικά θα τα λύσει· όμως ο μεμονωμένος αναγνώστης που δεν έχει έναν θεσμό να τον υποστηρίζει, που δεν του έχει κληροδοτηθεί μια βιβλιοθήκη, αναγκάζεται να κάνει τυχαίες επιλογές, δεσμευμένος από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, από τις διαφημίσεις στον τύπο ή στο διαδίκτυο. Αν θελήσει να καταστρώσει μια στρατηγική επιλογών βάσει κάποιων προσωπικών κριτηρίων και ενδιαφερόντων, θα συναντήσει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Μας ενδιαφέρουν τέτοιοι αναγνώστες; Δεν πρέπει να τους στηρίξουμε; Οι συγγραφείς λ.χ. θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν σθεναρότερα την επανέκδοση βιβλίων τους που δεν κυκλοφορούν ή θα μπορούσαν να τα ψηφιοποιήσουν και να τα ανεβάσουν στην ιστοσελίδα τους. Οι κριτικοί και όσοι παρουσιάζουν τα νέα βιβλία θα μπορούσαν συστηματικότερα να αναφέρονται, με αφορμή το νέο βιβλίο, και σε παλαιότερα του ίδιου συγγραφέα ή σε άλλα ομόθεμα ή ομοειδή βιβλία έτσι ώστε να καθιστούν και αυτά σύγχρονα και δυνάμει επιθυμητά. Διότι τα βιβλία, μπορεί να διακρίνονται μεταξύ τους σε άπειρες κατηγορίες, αλλά, ευτυχώς, δεν έχουν ακόμη επάνω τους, όπως άλλα προϊόντα, ημερομηνία λήξης.

                                                                                
Πηγή : Ο αναγνώστης

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Το Εικονοστάσιό μου των Ανωνύμων Αγίων



 Γιάννης Ρίτσος, έργο σε πέτρα
Ποιος λέει πως δεν αξίζει η ζωή; Τυφλοί, τυφλοί, θεόστραβοι. Ποιος απειλεί τη ζωή; Φονιάδες, φονιάδες. Μια μέρα θα τα πούμε απ' την καλή. Θα τα πούμε. Όσο περνάν τα χρόνια πολλά πράματα ξεχνάμε, πολλά ουσιαστικότερα μαθαίνουμε ως την απέραντη άγνοια της αθωότητας. Ένα σπασμένο τζάμι λάμπει, σού μιλάει . Βγάζουν φύλλα τα παλιά δέντρα. Τις νύχτες πάλι τα μικρά συνομήλικά μας άστρα μάς λένε αλλιώς τις κοινές μας ιστορίες, παίζουν σαν συμμαθητές μας του δημοτικού σχολείου, κάνουν σκανταλιές, σοβαρεύονται, μάς κοιτάνε στα μάτια, μάς μελετούν, τα μελετάμε, και ξαφνικά μάς βάζουνε τρικλοποδιές, πέφτουμε μπρούμυτα στο χώμα, αφουγκραζόμαστε τις ρίζες της βλάστησης και τ' άστρα μάς τρίβουν την πλάτη μητρικά με τα δάχτυλά τους. Μια μεθυσμένη θλίψη μάς ανασηκώνει. Κοιτάμε πάνω, κάτω, ολόγυρα. Κατάφωτο άδειο. Κι εκεί που λες "αδειάζω" κι η ελευθερία του κενού σε παίρνει, μονομιάς νιώθεις το εξαίσιο βάρος μιας τρομερής ανεξάντλητης πληρότητας. Κι αρχίζεις πάλι να δουλεύεις (πότε σταμάτησες;), να γράφεις 10, 15, 20 ώρες την ημέρα, μη και χαθεί τίποτα, κι είσαι μονάχα στην αρχή, και δεν υπάρχει τέλος, δεν μπορείς ν' αδειάσεις, να δώσεις το όλα, να δοθείς. Νέες μορφές αναδύονται σκιώδεις απ' τα βάθη της μνήμης πριν, μέσα και μετά την ιστορία, και σου ζητούν να υπάρξουν, να υπάρξεις μαζί τους, ν' αγιάσεις μαζί τους, όπως άγιασε προχτές ο Βαγγέλης. Και δεν είναι μονάχα οι Μάρτυρες που αγιάσαν με τις ίδιες τους τις πράξεις - η Ηλέκτρα, ο Τατάκης, ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης, ο Λαμπράκης, ο Πέτρουλας, ο Διομήδης - αλλά και οι άλλοι, οι ανώνυμοι, οι αφανείς, οι ταπεινόφρονες, οι σπιτίσιοι, με μικρές θυσίες σιωπής, εγκαρτέρησης ή και υποταγής, ή και μοναχικής εξαγρίωσης, και μού είναι ανάγκη να τους εικονίσω, να τους τοποθετήσω στο εικονοστάσιο των ταπεινών ανωνύμων Αγίων μαζί με τη μητέρα μου, τη θεία Όλγα, τη θεία Ευγενία, τον Πέτρο, τη Μάρθα, τη Μαρία, το Λευτέρη, τον Τέλη, τον Αλέκο, τον κυρ Κώστα, το θείο Αναξαγόρα, τον Πανούση, την κυρα- Σμαράγδω, το Βαγγέλη, την Ανθούλα, να καίω ακοίμητη μπροστά τους την καντήλα του λαδιού, να τους ονοματίζω μ' ευλάβεια έναν έναν στην προσευχή μου, κι έχω κι άλλα εικονίσματα πλήθος να κρεμάσω κατάντικρυ στη ματαιότητα. Κι αν μ' αξιώσει , όπως λένε ο Θεός, κι η ζωή μού χαρίσει ακόμα λίγους χρόνους, λέω να συνεχίσω ( όχι να συμπληρώσω και να ολοκληρώσω), να συνεχίσω το Εικονοστάσιό μου των Ανωνύμων Αγίων. Η ακοή μου, κάποτε απελπισμένη, ψάχνει τον αέρα, τη σιωπή, τους κανονιοβολισμούς, ψάχνει για μια κ α τ ά φ α σ η. Το στόμα μου ψάχνει για ένα γνήσιο μεγάλο ε υ χ α ρ ι σ τ ώ. Κάθουμαι, λοιπόν, εδώ, άντικρυ στην μπαλκονόπορτα, ανοιχτή προς την Πάρνηθα, μ' ένα σανίδι στα γόνατά μου, και πάνω στο σανίδι τ' άσπρα χαρτιά, ένας γέροντας με τους χαρταϊτούς, και θυμάμαι, ονειρεύουμαι, στοχάζομαι, φαντάζομαι, μαντεύω, προφητεύω (ναι, προφητεύω, κι ας είναι φουσκωμένη απ΄την κακοπάθια τούτη η λέξη), σωπαίνω και γράφω, γράφω, ό χ ι  μ ο ν ά χ α  γ ι α  σ έ ν α  και για μένα, κι ούτε ξέρω για ποιους και πόσους ανθρώπους, για ποιους και πόσους αιώνες,, γράφω, καλλιγραφώ με προσοχή και κατάνυξη παλιού ερημίτη, γράφω ο "πολυγράφος", ο ακόρεστος που μόλις τώρα προφέρει τις πρώτες του λέξεις και τις ακούει και θαυμάζει τι κόσμοι κρύβονται πίσω τους, τι θησαυρούς τού ανοίγουν, - κι αχ, με πονάει η γλώσσα μου απ' την ευτυχία της γ λ ώ σ σ α ς, μελώνει το πικρό μου σάλιο, το καταπίνω, τρέφομαι, μα ποτέ ποτέ δε χορταίνω. Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ, είπα.
                                                                              ΑΘΗΝΑ, 5.IV.84


Γιάννης Ρίτσος, Όχι μονάχα για σένα, Μυθιστόρημα, Κέδρος 1985, 2η έκδοση

Ο Γιάννης Ρίτσος πέρασε στην αιωνιότητα στις 11 του Νοέμβρη του 1990

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Η ομορφιά και ο έρωτας αντιμάχονται την ίδια την αδικία, τον ίδιο τον πόνο, την ίδια την εχθρότητα...



Πέτρες, πέτρες εκατοντάδες, χιλιάδες πέτρες. Πότε άρχισα να ζωγραφίζω πέτρες; Βέβαια, άρχισα να ζωγραφίζω από παιδί 6-7 χρονών στα μαθητικά μου τετράδια, στους τοίχους του σπιτιού, όπου έβλεπα μια κάποια επιφάνεια που με βόλευε. Αργότερα μού πήραν και λαδομπογιές, αλλά στην αρχή ζωγράφιαζα μόνο με κραγιόνια ή και με ακουαρέλες. Όταν μού πήραν τις λαδομπογιές ζωγράφιζα απάνω σε ατλάζι, κάτι εσταυρωμένους, κάτι σταυρούς, κάτι στεφάνια, κάτι χρυσάνθεμα πολύ ωραία κάποτε. 


Αλλά στις πέτρες πώς κατέληξα;
Ίσως επειδή αγαπούσα από τα παιδικά μου χρόνια τις πέτρες. Μου μιλούσανε οι πέτρες της Μονεμβασιάς. Ο ίδιος ο βράχος της Μονοβάσιας. Ίσως επειδή αγαπούσα πάρα πολύ την αρχαία ελληνική γλυπτική. Καθόμουνα ώρες μπροστά στα αγάλματα. Η πέτρα μου' δινε αυτή πια την αίσθηση της αφής και παράλληλα την αίσθηση μιας στερεότητας και τα πρώτα μου αφηρημένα ζωγραφικά έργα, ακουαρέλες, λάδι ή μονοτυπίες, ξεκίνησαν αντιγράφοντας κάποιες αποχρώσεις και κάποια σχήματα απολύτως αόριστα που ήταν διαγεγραμμένα πάνω στις πέτρες. Κι απο κει κατά κάποιο τρόπο έκανα μια αντιγραφική 
 δουλειά.

Αργότερα, στη δεύτερη εξορία μου, στη Γυάρο, που δεν είχαμε καθόλου ζωγραφικό υλικό, τίποτα, η Βάσω η Κατράκη διάλεγε κάτι ωραία λεία χαλίκια, τα' παιρνε όμως σαν ζωγραφικές επιφάνειες και ζωγράφιζε κοριτσόπουλα, ζωγράφιζε ήλιους. Κι απο κει λέω, να καλή ιδέα. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την πέτρα, όχι ατόφια όπως είναι, αλλά ακούγοντάς την τι υπαγορεύει. Όχι μόνο σαν γενικό σχήμα, αλλά και σαν ιδιαίτερα σχήματα πάνω στην πέτρα. Δηλαδή, παίρνοντας τις γλυπτικές ιδιότητες της πέτρας, υπογραμμίζοντας τις εσοχές για να προεξέχουν, να αναδεικνύονται σαν ανάγλυφα οι εξοχές. Έτσι άρχισα από τη μια μεριά στη Γυάρο κι ύστερα, όταν μεταφέρθηκα στο Παρθένι της Λέρου έβρισκα διάφορες πέτρες από την ακρογιαλιά - κάθε φορά που μάς επέτρεπαν να βγούμε για λίγο - υπό φρούρηση βέβαια έξω από τον περίβολο του στρατοπέδου και διάλεγα πέτρες.


Ήταν και πολλοί άλλοι συνεξόριστοι που διάλεγαν πέτρες, που ' ξεραν πως τις αγαπούσα κι άρχιζα να ζωγραφίζω. Έκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική. Επειδή όμως η πέτρα δε δέχεται - συνηθισμένοι όπως είμαστε από τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής της αρχαίας Ελλάδας, όπως και από τα περίφημα γλυπτά της και της προκλασικής και της κλασικής - ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραμμή της Κνωσού, κάποτε την κλασική. Κάποτε έπαιρνα, χωρίς να τα ' χω μπροστά στα μάτια μου αλλά τα διατηρούσα στη μνήμη μου, τους Κούρους. Κι άρχισα να ζωγραφίζω συνέχεια. Μόνον ανθρώπινες μορφές και ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Η πέτρα δεν είναι να κάνεις ζωγραφική απάνω της κι ολόκληρη η γλυπτική είναι βέβαιο - όπως ξέρουμε - δεν είχε ποτέ κανένα τοπίο, ούτε δένδρα, ούτε τίποτα. Μόνο ανθρώπους, ανθρώπινα σώματα, ως επί το πλείστον γυμνά. Ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα τα οποία είναι από τα ωραιότερα, τα κομψότερα ζώα που έχουμε, βέβαια και τα λιοντάρια συμβολικά. Έτσι έφτιαξα ένα Πάνθεον ωραίων κοριτσιών και ωραίων αγοριών, όπου ανάδιδαν μια δύναμη μέσα απ' την ομορφιά τους και μιαν αίσθηση ερωτική.

Πολλές φορές συνεξόριστοι με ρωτούσανε:
- Τέλος πάντων Ρίτσο, πώς φτιάχνεις αποκλειστικά μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα γυμνά, δείχνεις τίποτα απ' τα βάσανά μας, απ' τα μαρτύρια μας, απ' τη μοναξιά μας, απ' τις στερήσεις μας; Και έλεγα, σκεφτόμουνα και έλεγα: γιατί γινότανε αυτό το πράγμα; Πρώτα από όλα γιατί δε μ' αρέσουνε αυτά τα πολύ νατουραλιστικά, τα οποία υποδηλούν ακριβώς ορισμένα αισθήματα, ενώ θα μπορούσα να αντιπαραθέσω σε όλη αυτή τη σκοτεινή ζωή, σε όλο αυτό το μαρτύριο, σε όλη αυτή τη στέρηση, την ερημιά και τη σκλαβιά.
Ένιωθα την ανάγκη να αντιπαραθέσω κάτι που είναι ωραίο, κάτι που είναι ζωντανό, κάτι που είναι δυναμικό. Την ομορφιά και τον έρωτα που είναι οι μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής. Κι έτσι δεν επέτρεπα ούτε στον εαυτό μου ούτε στους άλλους που έβλεπαν αυτά μου τα πονήματα να νιώσουν ότι έχουν αποστερηθεί της ζωής. Ότι έχει χαθεί η ομορφιά, ότι έχουν χαθεί οι αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Και πραγματικά, έβλεπα ότι είχε μιαν επίδραση αυτό το πράγμα. Όσο δε για μένα, σαν να ήμουν ερωτευμένος με τις πέτρες και αυτή ακριβώς η αντιπαράθεση των γυμνών σωμάτων, γιατί όπως ξέρουμε το σώμα είναι η έδρα και της ψυχής και του πνεύματος και η πρωταρχική σημασία είναι ακριβώς το ανθρώπινο σώμα. Αυτό το αντιπαρέθεσα σε όλες τις στερήσεις, σ' όλη τη βία, σ' όλα τα μαρτύρια. Και νομίζω πως ήταν η πιο απλή και η πιο σωστή νίκη.

Η ομορφιά και ο έρωτας αντιμάχονται την ίδια την αδικία, τον ίδιο τον πόνο, την ίδια την εχθρότητα. Κι έτσι είχα πραγματικά αυτή την αίσθηση μιας νίκης, όχι προσωπικής, μιας νίκης όλων μας. Ναι, είναι αυτή που λέμε αιώνια πάλη του φωτός με το σκοτάδι. Το φως είναι η ομορφιά και ο έρωτας...

Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη, Γιάννης Ρίτσος - Αυτοβιογραφία . Κινηματογραφική αυτοβιογραφία. Ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του, Αρχείο Κρήτης, Αθήνα 2008





Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Φθινοπωρινή ραψωδία



Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε
Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε
από τη λάμψη των καλοκαιριών
Πίσω να στρέψουμε το βλέμμα
τον ίσκιο να γνωρίσουμε που μάς ακολουθεί
με καλυμμένο πρόσωπο

Να περπατήσουμε μαζί του σε δενδροστοιχίες
σε μονοπάτια που τα κρύβει η ομίχλη
στρωμένα φύλλα που σαπίζουν
στου φθινοπώρου τις μεταμορφώσεις
Σε πάρκα και κοιμητήρια που οι νεκροί κοιμούνται
στης επιτύμβιας πέτρας τη σκιά
τέλεια ξεδιψασμένοι
πλάι στις υπόγειες φλέβες του νερού
Οι δαίμονες που στο αίμα μας φωλιάζουν
ανίσχυροι είναι τώρα να πλανέσουν
εκείνους που επιστρέφουν από τη μεριά της νύχτας
στο βάθος της μυστικής αρχής
στο κέντρο της σκοτεινής φωτιάς
αφίνοντας εμάς τους ζωντανούς
έξω στην παγερή επιφάνεια
στο φόβο και στο κρύο της μοναξιάς
Όλα τα δάκρυα κι οι φροντίδες μας
γι' αυτούς που τίποτα δεν τους χρειάζεται
είναι γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μονάχοι
κι ελπίζουμε, πασκίζουμε για να μάς θυμηθούν εκείνοι
Δεν μάς αναγνωρίζουν
σαν να μη μάς γνωρίσανε ποτέ
Τόσο εύκολα ξεχνούν, τόσο εύκολα ξεκόβουν
το θήλασμα από το μαστό της μέρας
Τόσο εύκολα εγκαταλείπουν
κάθε συνήθεια αποκτημένη

Μάς απορρίπτουν με τη μάσκα του προσώπου τους
μ' όλες τις πλάνες τους, τις πλάνες μας
σαν κάτι ξένο, άχρηστο ή περιττό
και παραδίνονται υποταγμένοι
στων νέων μεταμορφώσεων τη φωτιά

Ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε
Ήρθε ο καιρός να πισωστρέψουμε το βήμα
Το δάκρυ μας να πήξει σε σκληρή αλατόπετρα
Να λάβουμε το δίδαγμα της στέρησης και της αδιαφορίας
που μάς διδάσκουν οι νεκροί
με τη γυμνότητά τους, με την τέλεια εγκατάλειψη
στον καθαρό θάνατο

Ήρθε ο καιρός να περπατήσουμε σε δρόμους
στρωμένους φύλλα που σαπίζουν στην υγρασία και τη βροχή
υπάκουα στις μεταμορφώσεις του θανάτου
Ήρθε ο καιρός να λάβουμε το δίδαγμα 
της πέτρας που ονειρεύεται ακίνητη μες στο νερό
κάτω από την ατελείωτη ροή του χρόνου
Να λογαριάσουμε την άμμο των χαμένων ημερών μας
που γλίστρισε απ' την άφρονη καρδιά μας
χωρίς να δυνηθούμε να τη σταματήσουμε
είτε να χτίσουμε μ' αυτή ένα καταφύγιο
για τη γυμνή ψυχή μας
Θάψαμε την καρδιά μας κάτω από τη σκόνη
τόσων μάταιων πραγμάτων που συνάξαμε
Κι αν μάς εδόθηκε η ζωή Αγία Δωρεά
εμείς γνωρίσαμε τον Κόσμο όπως θηρία τη λεία τους
γιατί αναμέσο μας είχαμε ανοίξει πόλεμο ανελέητο

Ήρθε ο καιρός να στοχαστούμε
να περπατήσουμε σ' ερημωμένους δρόμους
γεμάτους απ' τα φύλλα που μαδούνε
στον άνεμο και στη βροχή
σε πάρκα και σε κοιμητήρια, που αναπαύονται οι νεκροί
στην καθαρότητα μέσα του θανάτου
απαλλαγμένοι από της δίψας την οδύνη
- και μάς διδάσκουν την αγνότητα της στέρησης
της γυμνότητας την αρετή
της αυτάρκειας τη σοφία -
στο βάθος της σιωπής που η άμπωτη τούς έσυρε
σ' αντίθετη με μας φορά
στον τελευταίο κύκλο των μεταμορφώσεων
κάτω από το κάλυμμα της γης

Με υπομονή το βάρος της σηκώνουν
με τους γυμνούς των ώμων
κι εγκαταλείπονται δίχως αντίσταση
στις αφανέρωτες δυνάμεις
στη σκοτεινή μεταμορφωτική φωτιά
Το χθόνιο πυρ που κατατρώει τις σάρκες τους
σε τέφρα αλλάζει τα γυμνά τους σώματα 
αποσυνθέτει την ξεχωριστή μορφή τους
Μαζί της καταλυούνται κι οι φραγμοί
η χωριστή τους καταλύεται μοίρα
Μες στο παγκόσμιο όνειρο ξαναγυρνούν
μες στην παγκόσμια ξαναμπαίνουν μοίρα

Τώρα στης γης τη νύχτα ανήκουν δίχως όρια
οι αγαπημένοι μας νεκροί
Στο βασίλειο της πέτρας και της βλάστησης
Από άλλους δρόμους τώρα αμάντευτους γ ν ω ρ ί ζ ο υ ν
Όπως γ ν ω ρ ί ζ ε ι η πέτρα που υπομένει
στη φλόγα της υπομονής
Ο βράχος που απ' το κύμα καταλύεται
 αλυσωμένος στην ακινησία
Το δέντρο που φυλλοροεί
Όπως γ ν ω ρ ί ζ ε ι το φυτό
που δίψα ασίγαστη το δένει με το χώμα
Όπως γ ν ω ρ ί ζ ο υ ν στο σκοτάδι οι τυφλές ρίζες 
που σιγοβόσκουν την ιερή κρυμμένη φλόγα
τ η  μ υ σ τ ι κ ή  τ ή ς  ύ π α ρ ξ η ς  φ ω τ ι ά
Αυτήν που ανάβει στου άστρου και του ανθού τη σπίθα
που κουφοκαίει στης νέας βλάστησης το κύμα
κάτω απ' το χιόνι

Αυτήν που στο αίμα γίνεται ορμή ακατάλυτη
Σκοτεινή πείνα στου αγριμιού τα σπλάχνα
Φωτιά στο μάτι του όρνιου που κλωσσά
Μνήμη μακραίωνη μέσα στο σπόρο
Και φτάνοντας στον Άνθρωπο φωτίζει
το μυστικό της στην ενάργεια του Λόγου
Άγιο Πάθος λαμπαδιάζει στην καρδιά του
Σταυρός και Μαρτυρία της Αγάπης

Μα οι νεκροί μ' άλογη γνώση πια γνωρίζουν
το μέγα μυστικό
Και με την παλίρροια της καινούργιας βλάστησης
με της αύρας τους ανασασμούς στη νέα χλόη
το μήνυμά τους απ' τη μια στην άλλη άνοιξη
σε κύματα χλωρά μάς στέλνουν
Ή με τα φύλλα μάς μηνούν που σέρνουν οι βροχές
στην άμπωτη του φθινοπώρου
τ ο μ υ σ τ ι κ ό  τ ο υ ς  Κ ά λ ε σ μ α
Γιατί, όλοι οι ψίθυροι των φυλλωμάτων
κι όλα τα χρώματα των εποχών 
Γιατί, όλα τα λουλούδια κι οι καρποί
είναι των αναρίθμητων νεκρών η ομιλία.

Εδώ στην ερημία ο πόνος ο ανθρώπινος
έγινε μύθος σιωπής
Βράχος που αναβλύζει δάκρυ
μέσα στην κρύπτη του καιρού
Με χείλη πέτρινα διηγάται
κάτω απ' τον ουρανό που σιγοβρέχει
τις μέρες και τα χρόνια πάνω στην καρδιά μας
- μέσα στο γύρισμα της αλλαγής 
στου αιώνιου ρου την ακινησία -
τη Μαρτυρία της Ανθρώπινης Παρουσίας
της Αγάπης την αιώνια Κατάφαση.



Μελισσάνθη, Η εποχή του Ύπνου και της Αγρυπνίας/1950. Περιέχεται στο Οδοιπορικό με ποιήματα από το 1930 έως το 1984, που εκδόθηκε από τον Καστανιώτη το 2000, 2η έκδοση


Τα διαχωρισμένα γράμματα σε ορισμένες λέξεις είναι της ποιήτριας


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Από το παράθυρό μου...

Το ξημέρωμα, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου λίγο πριν ανατείλει έχουν ίσως γίνει κοινότυπα θέματα στις αναρτήσεις μου. Πώς  όμως να αντισταθώ μπροστά στο θέαμα που αντικρίζω ανοίγοντας το παράθυρό μου το πρωί; Κάθε πρωινό έχει τη δική του ομορφιά, τα δικά του χρώματα.Η θέα του μοναδική και μαγευτική.




Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση...


 Ήταν να φανεί το καράβι και να τους πάρει. Έρχονται όμως τα καράβια όταν τα θέλεις; Το περίμεναν πολύ καιρό και δε φαινόταν. Μόνο έμαθαν το όνομά του: "Ελπίς"
Είναι ευνόητη η αγωνία που είχαν οι άνθρωποι αυτοί, αυτί και μάτι συνεχώς στη θάλασσα. Είχαν κι ανθρώπους να φυλάνε κάτω στο λιμάνι μήπως έρθει το "Ελπίς" και πάρει μερικούς μόνο - τους επιτήδειους(ξέραν απ' αυτά οι Ρωμιοί του Εύξεινου Πόντου). Έγραφαν και γράμματα και περίμεναν γράμματα, κι ας ξέραν πως τα ταχυδρομεία δε λειτουργούν, γιατί τότε που γίνονταν αυτά, κανείς πουθενά δεν έδενε το σκυλί του με λουκάνικα, ήταν μια εποχή αφάνταστα δύσκολη τόσο για τους αστούς, όσο και για τους προλετάριους - οι τελευταίοι, εκεί στη χώρα αυτή επαναστάτησαν κι έγιναν πρώτοι, οι αστοί δεν ξέραν ακόμα τι έγιναν...
Την όμορφη γυναίκα τη θέρμαινε μια ελπίδα παραπάνω: κάποια φιλικά πρόσωπα της είπαν πως καπετάνιος στο καράβι ήταν ο ξάδερφός της ο Μάκης, πρώτος ξάδερφος του μακαρίτη του άντρα της. Έτσι έπαιρνε θάρρος. Αν ο Μάκης ήταν καπετάνιος στο "Ελπίς", θα ερχόταν σαν ο νέος άγιος Γεράσιμος της Κεφαλληνίας - απο' κει καταγόταν ο άντρας της κι ο Μάκης - να σώσει αυτήν και το κορίτσι. Κι έτσι θα σωθούν κι οι άλλοι. Αυτά σκεφτόταν αδιάκοπα και τα' λεγε στην Ελβίρα:
Νανί του που να κοιμηθεί και πάλι να ξυπνήσει
καράβια απ' την Ανατολή, καράβια' πο τη Δύση
γιατί το παιδάκι ήταν τότε σ' αυτή την ηλικία.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι
καράβι φέρνει ανθόνερο που πίνουν οι αγγέλοι
Έτσι όλα τα βράδια όλο για καράβια:
Εγώ τ' αγγελουδάκι μου όταν θα το παντρέψω
μ' ένα καράβι μάλαμα τα στέφανα θα πλέξω
Σας είπα ήταν καλλονή. Ήταν από κείνες τις ελληνίδες τις όμορφες του Πόντου που μια τέτοια να βγει από τη φύτρα αυτή όλοι τότε οι πόντιοι έχει νόημα να διαιωνίζονται. Όμορφο ήταν και το κορίτσι. Κι οι δυο αυτές ομορφιές, όταν έσκυβε η μια στην άλλη έσμιγαν τα μαλάματα, άναβε στο σπίτι ένα χαρωπό φως, άνοιγαν και τα παράθυρα και με ολόφωτα τα πανιά του, με τις αντένες μάλαμα και τα κατάρτια ασήμι, έμπαινε κάτω στο λιμάνι το "Ελπίς". Έτσι βαστούσαν μάνα και παιδί - και είχαν πάψει να φοβούνται κι εκείνους τους βλοσυρούς ανθρώπους που έρχονταν όποτε θέλαν στο σπίτι κι έψαχναν να βρουν πού είναι τα μαλάματα με τα οποία θα πλέξουν τα στεφάνια, πού κρύφτηκαν τα μασούρια ο χρυσός, τα ξάρτια με το ασήμι...
Ήταν πέντε αρματωμένοι ναύτες. Τα ψάχναν όλα.
Ο ένας μεσόκοπος κι αγέλαστος. Ο άλλος γέρος, ο άλλος πάλι γέρος κι ο τέταρτος σ' όλη τη Μαύρη Θάλασσα το πιο μικρό ναυτόπουλο.
Αυτοί όλοι ψάχναν. Σήκωναν ρούχα φορεμένα κι αφόρηγα, ξεκάρφωναν σανίδια, ματακούναγαν έπιπλα, μετακούναγαν το σπίτι.
Ο άλλος δεν έψαχνε . Έμπαινε κι έπιανε το στασίδι του κοντά στην πόρτα. Εκεί στεκόταν με το' να πόδι του πλεγμένο σαν κλαδάκι στο άλλο. Στεκόταν και κοίταγε, όπως κοιτάν από τους τοίχους και τα ταβάνια μεγάλα ασώματα μάτια κι όπως παλιότερα οι ζωγράφοι έβαζαν κι έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια άκρη να είναι οφθαλμός που τα βλέπει όλα. ( Και επειδή αυτό δεν μπορείς να το εμπιστευθείς στον καθένα, ο παλιός ζωγράφος τα μάτια που ζωγράφιζε σε κείνη τη θαμπή ακρούλα τα πρόσεχε σαν τα δικά του και πράγμαται τις πιο πολλές φορές που βλέπεις μάτια να μισοφαίνονται σε μια άκρη και να σε κοιτάνε κατάματα, αυτά- σίγουρα- είναι του μάστορα τα μάτια).
Δεν έψαχνε αυτός. Μόνο στο τέλος έκανε ένα γύρο πίσω από τους άλλους να σιάξει το ρουχαλάκι που έφυγε από τη χειρονομία του άλλου, να βάλει το έπιπλο στη θέση του, να χαμογελάσει στην Ελβίρα. Έλεγε και στη μάνα της κάτι που δεν ακουγόταν καλά - ένα συγγνώμη ίσως, "προστίτε μάτουσκα", ή μια ενθάρρυνση πως αυτά όλα θα περάσουν , θα έρθουν και για σας και για μας εδώ καλύτερες μέρες, θα' ρθει και το καράβι και θα πάτε στα μέρη σας εσείς, το κοριτσάκι θα μεγαλώσει γρήγορα, όπως μεγαλώνουν τα παιδιά, και θα γίνει κι ο γάμος και τα χρυσά στέφανα...Κάποτε έφερνε για την Ελβίρα καμιά καραμέλα σε πορτοκαλί χαρτί, κανένα κοκοράκι πορτοκαλί, της έφερνε και τίποτ' άλλο, παιχνίδια, ζωγραφιές, μολυβάκια, χρώματα. Μια μέρα κάθισε και τη ζωγράφισε σ' ένα χαρτί και της το΄δωσε. Να το'  χει " ενθύμιο" της είπε - " ναπάμιατ ".
Και δεν έκοψαν οι άλλοι ναύτες τα γένεια τους, δεν άφησαν χάμω τα όπλα, τα σπαθιά. Όμως μαλάκωσαν. Και δεν έρχονταν πια τις νύχτες. Σπάνια καμιά φορά να περάσουν νύχτα` πέρναγαν - έφευγαν. Ακόμα κι εκείνος ο μονόχνωτος ερχόταν με μια καλωσύνη. Και ήξερε - τώρα που το ήθελε - πολλούς τρόπους να κάνει την Ελβίρα να χαίρεται. Κάτι της έδειχνε με τα χέρια του, πλέκοντας το ένα δάκτυλο στο άλλο. Έβαζε στα δάχτυλά του μύτες, αυτιά, δόντια, απ' όλα. Και πήγαιναν τ' ανθρωπάκια αυτά πέρα -δώθε, όπου τα' στελνες, σου φέρναν ό,τι πεις, χόρευαν, τραγούδαγαν, πολέμαγαν. Του κόσμου τα θέατρα εκεί μες στην παλάμη του ανθρώπου. Όλα τα ζώα και τα πουλιά, όλοι οι άνθρωποι μικροί μεγάλοι. Αυτά τα πουλιά, καμιά φορά που οι άνθρωποι φεύγαν , κάτι άφηναν δίπλα στην κούνια, απάνω στο τραπέζι ή στην κρεμάστρα πίσω στην εξώθυρα, κάτι για την Ελβίρα. Συχνά διπλωμένο σε χαρτί Πορτοκαλί, που είναι - έλεγε ο άλλος εκείνος άνθρωπος με τα μεγάλα μάτια - της Ομορφιάς το χρώμα, όπως κόκκινη είναι η Επανάσταση και μαύρα τα κοράκια. Κι η Ομορφιά τι άλλο είναι παρά Αγάπη και Αδελφότητα - το ίδιο λοιπόν κι η Επανάσταση. Γιατί κοιτάξτε: βάλτε στη σειρά  όλα τα χρώματα και δώστε στην Ελβίρα να διαλέξει, πρώτο θα πάρει το πορτοκαλάκι - κι άπλωνε χάμω τα χρώματα που κουβαλούσε στο γυλιό και πράγματι η Ελβίρα έπιανε τον πιο μεγάλο σβώλο να τον φάει. " Γιατί έτσι είναι - έλεγε ο Ανθρωπος - αν δεν υπήρχε το πορτοκαλί, τι θα' μενε τότε κι από το κόκκινο; Για ένα αίμα θα σκοτωνόμαστε..."

Ένα δειλινό πήγε στο σπίτι μόνος. Μονάχη ήταν η Ελβίρα.
Ύστερα ήρθε η γυναίκα κι ο άντρας σηκώθηκε:
- Μικρή μου Ελβίρα, είπε. Παίξαμε τόσα και τόσα. Τώρα πρέπει να φύγω εγώ. Ένα παιχνίδι ακόμα, το τελευταίο.
Πλησίασε το τραπέζι, παλιό, βαρύ, από βελανιδιές του Καυκάσου, τότε που οι μαραγκοί το ξύλο το δούλευαν υπομονετικά με το χέρι φτιάχνοντας ένα τραπέζι στους τόσους μήνες. Πλησίασε, χάιδεψε τη ράχη, τα πόδια, χοντρά και στρογγυλά, με γόνατα, κνήμες , αστράγαλους, φτέρνες με φτερά. Έσκυψε και χτύπησε την άκρη της φτέρνας με το σουγιαδάκι του.
- Πρόσεξε , είπε στην Ελβίρα. Άκου πώς μιλάει τούτο το ποδαράκι καπ- καπ- καπ κι άκου πώς θα μιλήσει το άλλο...
Έκανε πως θα χτυπήσει και τ' άλλο -
Τότε η γυναίκα έπεσε στα γόνατα κι έδεσε τα χέρια της σαν να παρακαλούσε εικόνα.
- Μη προς Θεού! είπε. Όχι αυτό. Χτύπα μου τη ζωή καλύτερα!
Ο Παντοκράτορας αποπάνω την κοίταξε αυστηρά.
- Κυρά μου, είπε, να μου τα δείξετε μονάχη σας. Κι αν αυτά που έχετε είναι πιο πολλά, αν είναι περισσότερα απ' όσα πρέπει για ένα στεφανάκι της Ελβίρας, τότε δεν μπορώ - τα παιδιά είναι πολλά στον κόσμο. Όμως έχεις το λόγο μου: αν είναι όπως λες, μην έχεις φόβο. Δείξε μου τα χρυσαφικά σου.
Η γυναίκα τού φανέρωσε πώς γίνεται κι έβγαλαν απο 'κει μέσα το φιλντισένιο κουτί. Το άνοιξαν απάνω στο τραπέζι κι έγινε εκεί τότε στ' όνομα της Ελβίρας και των άλλων παιδιών η δίκαιη καταμέτρηση. Ήταν παλιά βραχιόλια της μάνας της και των γιαγιάδων της φτιαγμένα από εβραίους, γραικούς κι αρμενίους τεχνίτες της Τραπεζούντας και της Πόλης, ήταν και κάτι άλλα τζοβαϊρικά, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια με καλές πέτρες, ένα ρολόι χρυσό του πατέρα της κι άλλο μικρότερο κι ομορφότερο του άντρα της, ήταν και κάτι άλλα παλιά θυμητάρια, μικρής αξίας, και σ' ένα σακουλάκι μεταξωτό πενήντα ρούβλια χρυσά κι ακόμα κανα -δυο ντουζίνες χρυσά κι ασημένια νομίσματα από άλλους λαούς και χώρες όπου γύριζε ο άντρας της με τα καράβια της ελληνορωσικής εταιρίας.
Απάνω από το θησαυρό ο Παντοκράτορας συνοφρυωμένος πάσχιζε να κάνει κρίση - η Θεοτόκος δίπλα του να δέεται και  στην κούνια ανασηκωμένο το Βρέφος έβλεπε κι αναρωτιόταν τ' είναι τούτα που έφεραν απόψε οι μάγοι. Όλα τα χρώματα άναψαν μια φωταψία κι άπλωνε να τα πάρει. Γυρίζοντας ο Ναύτης είδε πως εκείνο που ήθελε να πάρει ήταν το παλεϊκό ρολόι, μεγάλο, στρογγυλό σαν πορτοκάλι.
- Κυρά μου, είπε, τούτα δω (έβγαλε στην άκρη τα ρούβλια) δε θα σου τ' αφήσω. Δε μπορώ...Είναι χρέος μου αυτό...Όμως ετούτα όλα (τα ξαναπέταξε όλα μαζί στο φιλντισένιο κουτί) πάρτα, φύλαξέ τα. Κι αν με το καλό φύγεις για τα μέρη σου, τα παίρνεις μαζί σου...Μα να τα φυλάξεις καλά!...Και κανείς ποτέ να μη μάθει.
Η γυναίκα ποτέ δεν είχε κλάψει. Ούτε σαν έρχονταν οι στρατιώτες ούτε σαν φεύγαν και την άφηναν εκεί να τρέμει σαν άκουγε κάτι στο δρόμο και στην πόρτα κι όταν πάλι τίποτα δεν άκουγε και κανείς δεν ερχόταν. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κλάψει ούτε μια φορά, για να μη τη δουν να κλαίει. Και για να μη μάθει να κλαίει...Δεν έκλαψε κι απόψε - ως τη στιγμή που ο Ναύτης γύρισε και της έδωσε το κουτί με τα χρυσά της. Τότε δε βάσταξε - έκλαψε και για τις άλλες φορές. Τον ευχαρίστησε που ήταν δίκαιος  και καλός, - αλλά - είπε - τώρα αυτή δεν μπορεί άλλο. Δυνάμεις δεν έχει` ούτε τον τρόπο να τα φυλάξει καλύτερ' απο' κει που τα' χε. " Και πάρτα κι αυτά , καλέ μου άνθρωπε, του είπε. Φαίνεσαι τίμιος και καλός, αν ήθελες μου τα' παιρνες και τούτα χωρίς να με ρωτήσεις. Πάρτα κι αν είναι μου τα ξαναδίνεις".
Έκατσε και της έγραψε ένα χαρτί με την υπογραφή του. Για τα πενήντα χρυσά ρούβλια.
- Κανείς δε θα σε πληρώσει, της είπε , ούτε σένα ούτε το παιδί σου. Μα κράτο να το' χεις. Είναι η τάξη.
Το φιλντισένιο κουτί το πήρε από τα χέρια της και πάλι το άνοιξε.
- Θα τα μετρήσουμε ένα - ένα, είπε.
- Όχι , αρνιόταν η γυναίκα.
- Ναι, τη νουθετούσε αυτός.
Κάθισαν και τα μέτρησαν - τόσα τα βραχιόλια, τόσα τα δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, πενταροδεκάρες, τόσα και τι όλα τ' άλλα.
- Αυτά κι εσύ κι εγώ θα τα γράψουμε στο κεφάλι μας, είπε στο τέλος.
Πήρε το κουτί, σηκώθηκε.
- Μα πώς; τον ρώτησε να μάθει η γυναίκα. Αυτό κανείς δεν το' ξερε. Κανείς. Μόνο εγώ.
Έξω είχε πέσει η νύχτα, έβρεχε νερά και χιόνια.
- Εσύ και τα μάτια σου! ψιθύρισε ο Ναύτης.
Στεκόταν, την κοίταζε σιωπηλά.
- Τα μάτια σου, της ξανάπε χαμηλότερα και δυσκολεύτηκε πολύ να το πει.
Είχε μια λύπη η φωνή του, ένα αίσθημα άσχετο από χρυσάφια και διαμαντόπετρες, ήταν σαν ένα θερμό φως που ερχόταν από πέρα παραπονεμένο από κάτι, έτρεμε, πήγαινε να σβύσει όπως το κυνηγούσε ο άνεμος μες στα νερά και στα χιόνια κι αυτό τρύπωσε τώρα σε τούτη δω τη θερμή γωνιά και μια έσβυνε, μια ζωντάνευε.
Η γυναίκα χαμήλωσε τα μάτια της.
- Αχ! έκανε ο Ναύτης, (αλλά - λένε - δεν επέμεινε).
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε όπως έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας οι αληθινές στιγμές κι όπως τους αληθινούς ιππότες τους βρίσκει και τους φέρνει η Ιστορία και πάλι μας τους ξαναπαίρνει για να τους θυμηθεί ίσως μια άλλη φορά, με άλλη ευκαιρία, αν τύχει φερειπείν και ξαναγίνει πουθενά καμιά μεγάλη Επανάσταση...χωρίς την οποία η αληθινή ιπποσύνη είναι αδιανόητη, όπως και η Επανάσταση είναι αδιανόητη χωρίς τους αληθινούς της ιππότες, έναν - δύο έστω!...


Απόσπασμα από το διήγημα Παλίρροια (1973), που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων Η ένατη πληγή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1986.