Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η θυσία


     Καθόταν κι οι τρεις γύρω στο γυμνό, ξύλινο τραπέζι, στο πίσω μέρος του μπακάλικου του Ανέστη που μετατρεπόταν σε κρασοπουλιό, τα βράδια βέβαια, όταν το φτωχικό αλεσβερίσι της μέρας σκόλναγε.

    Έξω, το χειμωνιάτικο ακσάμ έπεφτε στα Γιάννινα, γοργό, μελαγχολικό και παγωμένο. Οι απέραντοι μπαξέδες ερημώναν σκοτεινοί, τα παλαιϊκά σπίτια εφταμανταλωνόνταν, το χώμα των δρόμων έσφιγγε σκληρό και κρύο, κι η βραδυνή δροσιά σχεδίαζε πάνω του κρουσταλιασμένα, άσπρα αστεράκια. Τα φανάρια του πετρελαίου που άναβε γρήγορα ο ξεπαγιασμένος τούρκος, μεγάλωναν την ερημιά των σοκακιών. Οι Γιαννιώτες είχαν κι όλα κλείσει τα μαγαζιά τους, είχαν σφαλιστεί στα σπίτια τους,σκιαγμένοι ραγιάδες, β ι α σ τ ι κ ο ί ν' απολάψουν την φτωχική ψευδαίσθηση της σιγουριάς και της γαλήνης που έδιναν τα σπίτια τους, προπάντων αυτά τα παγωμένα , αξημέρωτα βράδυα του άγριου χειμώνα. 

   Καθόταν κι οι τρεις τους στο μισόφωτο, γύρω στο ξύλινο, γυμνό τραπέζι, έχοντας μπροστά τους γεμάτα τα ποτήρια, όπως κάθε βράδυ, αμίλητοι, κατσούφηδες, απελπισμένοι, σα να τους είχαν πνιγεί τα καράβια. Καθόταν τυλιγμένοι σα σε μανδύα, απ' το μελαγχολικό μισοσκόταδο , πίνοντας το ρακί τους, βουβοί, μισοπαγωμένοι και περίμεναν την απόλυτη , τη βαθειά, την τελειωτική νύχτα να πέσει πια, να τους λυτρώσει απ' αυτό το άχαρο , το μίζερο ακσάμ που τους έσφιγγε το λαιμό και τους στραγγάλιζε σα σκοινί κρεμάλας.

  Επί τέλους, όταν το τελευταίο αχνάρι φωτός έφυγε απ' την πλακόστρωτη αυλή και τα κυπαρίσια της μαυρολόγησαν στο νυχτωμένο, μισοσυγνεφιασμένο ουρανό, ο Ανέστης αποφάσισε ν' ανάψει τη λάμπα και σέρνοντας τα πατίκια του την έφερε και την απίθωσε στη μέση του τραπεζιού. Σε λίγο έφερε και το μαγκάλι που είχε ανάψει έξω στον αέρα που άρχισε να σούρνεται στην αυλή χαμηλός, ύπουλος και παγωμένος, προμηνύοντας χιόνι.

   Το μελιχρό φως της λάμπας, γλυκό, ωραίο, τους ζωογόνησε, φέρνοντας την ποθητή λύτρωση της νύχτας. Τα μάτια τους ανοιγόκλεισαν ευχαριστημένα. Έγλυψαν με τη γλώσσα τους το τσίπουρο που είχε μείνει στα χείλια τους και στα παχιά τους μουστάκια. Η ζέστα του μαγαζιού και το αλκοόλ άναψαν το αίμα τους που άρχισε να κυκλοφορεί ζεστό, ορμητικό στις φλέβες τους. Αναστέναξαν με ανακούφιση.

    Ο Ανέστης έκλεισε τα τεμπέκια του μαγαζιού. Στο απαλό ημίφως διακρίνονταν οι πραμάτειες, σκούπες, αρμαθιές σκόρδα, τσουβάλια με μπακαλιάρους και τζομπόχελα κι αλεύρη, κουτιά ξύλινα με ξηρά σύκα, ένας τενεκές κατράμι, μπουκάλες με ψιλό λαιμό, σκονισμένες, παραταγμένες στα ράφια τους χωρίς να θυμάται πια κανένας τι διάβολο είχαν μέσα...Μύριζε μπαχαρικό κι αρμύρα.

     Γνώριμο, ζεστό, φιλικό μαγαζί, όταν έξω τ' ανάλγητο κρύο σ' άρπαζε απ' τα άκρα και σε καταβρόχθιζε άπληστα, σαν ένα άγνωστο και συχαμένο σαρκοβόρο που γυρεύει την ψυχή σου. Όμορφο μαγαζί, φωτεινό, θερμό, κιβωτός του Νώε, στη βαθειά, χειμωνιάτικη νύχτα που πορευόταν τώρα στο χρόνο, γαλήνια με τη μόνωση και τη γοητεία της...

    Κατέβαζαν τις κούπες με το δυνατό τσίπουρο και μασούσαν το σκληρό, αρμυρό τζομπόχελο. Κάπου -κάπου πετάγαν και καμιά κουβέντα, κανέναν καλαμπούρι, γελούσαν...Και σιγά - σιγά , όσο πίναν, όσο η νύχτα προχωρούσε, κάτι φωτεινό, απερίγραφτα όμορφο, ένας ανοιξιάτικος καταράχτης άσπρων, χιονάτων νερών αναδυόταν απ' τα φλογισμένα τους σπλάχνα, απ' το καφτό τους αίμα, ένας απίθανος παράδεισος , μια μαγική Εδέμ. Ο άθλιος, τρομαγμένος ραγιάς χάθηκε από μέσα τους. Η καταπιεσμένη  ψυχή τους ορθώθηκε σα φλόγα, περήφανη, δυνατή , γενναία. Ξεχάστηκαν τα κρύα, θλιβερά σπίτια τους, το παγωμένο κρεβάτι που τους περίμενε η συμβία τους. Έφυγε - σαν η πάχνη  στο πρωινό φως - το πικρό μαράζι της σκλαβιάς.

    Και στην έξαψη τους αυτή, σα μια μουσική παθητική, που ερχόταν απ' τα χρόνια της όμορφης νειότης τους, σα μια παληά, αξέχαστη αγάπη, απέραντη, δυνατή και φωτεινή όπως η θάλασσα, η Λεφτεριά ήρθε και τους γέμισε τα μάτια δάκρυα. Και κυτώντας ο ένας τον άλλο, χαμογέλασαν με κατανόηση, ξέροντας τι ήταν αυτό που τους έφερνε κάθε βράδυ στο κρασοπουλιό του Ανέστη.
***
    Ο παπά - Κώστας, ο παπάς που κανένας φρόνιμος, θεοσεβούμενος Γιαννιώτης δεν είχε σε υπόληψη, αφού δε σεβόταν καθόλου το ιερό του σχήμα, δεν υπολόγιζε τη θέση του, την αποστολή του στα μαύρα χρόνια που περνούσαν, γυρνώντας εδώ κι εκεί , βρίζοντας, μπεκρουλιάζοντας σαν ο έσχατος χαμάλης της αγοράς, μίλησε με τη βροντερή του φωνή. Ήταν ένας πάπαρος, ένα σωστό βουνό, ξανθός με άγρια κι όμορφα μαζί βαθειά γαλάζια μέτια, σωστός " Φράγκος". Είπε:

- Κάνα νέο απόψε δάσκαλε;

   Αυτός που είπε δάσκαλο, ένας λιγνός, μεσόκαιρος με υπογένειο, βρώμικο κολάρο,λιγδωμένη βελάδα, που καθόταν ίσιος, συμαζεμένος στην καρέκλα του, προσπάθώντας να διατηρήσει την ανύπαρκτη αξιοπρέπειά του, κύταξε τον παπά με τα θολά του μάτια - μάτια μπεκρή, σκεπασμένα με πέτσα όπως των σκυλιών. Τον κύταξε πολύ, λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά και του απάντησε διακοπτόμενος από λόξυγκα.

- Ευχάριστα νέα παπα-Κώστα, λίαν ευχάριστα. Η ελευθέρα Ελλάς προετοιμάζεται δια την απελευθέρωσιν της αδελφής της Ηπείρου, της μαρτυρούσης υπό τον βάρβαρον ζυγόν. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα πραγματοποιήσουν ηνωμένοι το προαιώνιον όνειρον, το όνειρον της μεγάλης Ελλάδος. Ο Οθωμανός καταρέει. Πιστεύω ακραδάντως ότι και η Κωνσταντινούπολις ακόμη θα γίνει ιδική μας. Ως μοι είπεν ο πρόξενός μας...

- Κόφτο δάσκαλε, είπε απότομα ο παπάς. Όσο θέλει να δει εμένα ο Δεσπότης, άλλο τόσο θέλει ο πρόξενος να δει την αφεντιά σου. Μπεκροκανάτες σας ελόγου μας, δεν έχουν πέραση. Κίβδηλα γρόσια...

    Ο δάσκαλος  σήκωσε τους ώμους αδιάφορος, ρούφηξε μια γερή ρουφηξιά τσίπουρο και συνέχισε.

- Ως μοι είπε ο νεαρός γραμματεύς του προξενείου, παλαιός αγαπητός μου μαθητής, η Ελλάς προπαρασκευάζεται δια πόλεμον και ιερά συμαχία όλων των Χριστιανικών λαών κατά του αλλοπίστου σχεδιάζεται. Πλησιάζει η ώρα της απολυτρώσεως παπα-Κώστα, πλησιάζει. Έσο βέβαιος. Αρχίζει μάλιστα - εδώ ο δάσκαλος χαμήλωσε τη φωνή του - και οργάνωσις κομιτάτου. Το και σπουδαιότερον.

- Το ίδιο το τροπάρι μάς ψέλνεις  χρόνια τώρα  δάσκαλε, είπε χαμογελώντας ο τρίτος της παρέας. Το τσίπουρο σε κάνει να βλέπεις τα πράματα όπως σου αρέσουν...

    Ήταν ένας γύφτος, ασήμαντος άνθρωπος, χωμένος στα φτηνά ρούχα του που είχαν χάσει το χρώμα τους, ουδέτερα κι ανέκφραστα, με ψηλές κάλτσες γκολφ. Ήταν τροχιτζής και κουβαλούσε το τροχιστήρι στη ράχη του, μόνιμη καμπούρα και στις διχάλες των δακτύλων είχε περασμένα τα σουβλιά  του - έτσι έμεινε στη μνήμη των Γιαννιωτών. Το αλκοόλ όπου είχε βουλιάξει, τον έκανε να πάρει θάρος, να βγει απ' την ασημαντότητά του, όπως ο σάλιαρος απ΄το καβούκι του και να περάσει το όριο του σεβασμού που ο ίδιος είχε χαράξει απέντι στο δάσκαλο, που όσο κι αν τον είχε διαβρώσει το αλκοόλ ήταν σεβαστός, σοφός, - " καλό τυρί σε σκύλινο τομάρι", όπως έλεγαν οι φρόνιμοι νοικοκυραίοι των Γιαννίνων.

- Σκασμός γύφτε, είπε ο παπάς, που δεν ανεχόταν κανένα σύγνεφο στο μακάριο, γαλανό ουρανό που είχε ανοίξει μέσα του. Έχει σίγουρες πληροφορίες ο δάσκαλος. Ο γραμματικός του προξένου είναι στέρεος άνθρωπος, τον ξέρω κι εγώ. Μου φαίνεται πως σύντομα θ΄ακούσουμε καλά χαμπέρια. Ο Θεός βοηθός!

   Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλια του γύφτου που ξαναγύρισε στη μηδαμινότητά του δίχως μνησικακία. Ρούφηξε για παρηγοριά το τσίπουρό του και τραγάνισε ένα σκληρό, μουσκεμένο στο λάδι , κομάτι τζοπόχέλο.

" Ό,τι είναι νάρθει, θάρθει..."

    Έξω ακούστηκε το σφύριγμα του ανέμου που αύξαινε και θροούσε στα δέντρα της αυλής. Ήταν χιονιάς.

    Μείναν για λίγο σιωπηλοί, ακούγοντάς τον. Τον αισθανόταν έντονα την ώρα αυτή, σαν κάτι ζωντανό, σα μια πνοή οικουμενική που τους ένωνε μ΄όλο το σύμπαν.

" Υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων", μουρμούρισε ο πάπαρος. " Εδώ θα φέρει χιόνι ο νότος, στη θάλασσα φουρτούνα..."

    Απολάμβανε τη ζεστασιά του μαγαζιού που μύριζε γλυκά, μπαχαρικά και κανέλα - " νήσος των τροπικών" όπως έλεγε ο δάσκαλος που πολλά χρόνια της νειότης του είχε δασκαλέψει στις ρωμέικες κοινότητες της Αφρικής. Αισθανόταν το αίμα να κοχλάζει ζεματιστό στις φλέβες του. Η δύναμη των μυώνων του τον τυρανούσε, ζητούσε να ξεσπάσει σε κάτι βίαιο, ορμητικό.

" Δεν ήσουν γενημένος για παπάς, παπα- Κώστα", είπε στον εαυτό του.
"Περισότερο για ληστής" άκουσε μια φωνή μέσα του.
" Ένας ληστής που θάκοβε μόνο κεφάλια τούρκων" απάντησε σιγανά ο ίδιος.

  Όπως συνείθιζε , προπάντων όταν ήταν πιωμένος, άρχισε το μονόλογο.

    Δυο χτυπήματα διακριτικά ακούστηκαν στην πόρτα, ύστερα βήματα που χάθηκαν στη νύχτα μαζί με το σύρσιμο σπάθας στο λιθόστρωτο.

- Ο πολιτσάνος, είπε ο Ανέστης, που παράμερα, ήταν βυθισμένος στο λήθαργο που τον είχε ρίξει η χαύνωση του ζεστού μαγαζιού. Ώρα να το δίνετε λεβέντες μου. Κι αύριο μέρα ξημερώνει. Κι εύχομαι νάναι ο τελευταίος χειμώνας που η τούρκικη σημαία ανεμίζει στο Μπαϊρακλή Τζαμί.

- Αμήν, είπε ο γύφτος, που πειθαρχικός είχε κι όλα σηκωθεί.

    Ο παπα- Κώστας ορθώθηκε με κόπο και το χαμηλοτάβανο μαγαζί φάνταξε μικρότερο. Κάτι γρύλισε και μπρος αυτός πίσω οι δυο του φίλοι, ήρθαν στην πόρτα που είχε μισανοίξει ο Ανέστης, περιμένοντας.

- Καληνύχτα ανέστιε Ανέστη, χαιρέτησε ο δάσκαλος που έκανε το καλαμπούρι του , αν και μεθυσμένος.

- Καλό ξημέρωμα...

Ο παπα-Κώστας κοντοστάθηκε για λίγο κι είπε:

- Και γρήγορα Λευτεριά ορέ!...

    Ο παγωμένος χιονιάς τους ξύρισε τα μούτρα. Αραιές νιφάδες χιονιού τους πασπάλισαν και κάθησαν στα μουστάκια και στα γένια τους. Ο γύφτος χώνεψε στα κουρέλια του, ο δάσκαλος σήκωσε το γιακά της βελάδας του.

   Ο παπα- Κώστας στεκόταν όρθιος, πελώριος, άτρωτος απ' το κρύο και το χιόνι, φλογισμένος, αγκουσεμένος.

     Ξαφνικά, μια σκιά ορθώθηκε μπροστά τους, γλυστρώντας αθόρυβη απ΄το σκοτάδι του σοκακιού. Ήταν ένας φτωχός ανθρωπάκος, περιφρονημένος, γιατί δούλευε στους τούρκους και μπαινόβγαινε ελεύθερα στα σπίτια τους.

     Στάθηκε μπροστά τους φωτισμένος απ΄το φως που έφτανε ξεψυχισμένο απ΄το μακρινό, θολό φανάρι, ταπεινός, ξεπαγιασμένος δυστυχισμένος.

    Η παρέα, που ετοιμαζόταν να διαλυθεί, τον κύταξε καχύποπτα.

- Παπά μου...

     Ο παπα- Κώστας συνοφρυώθηκε. Του ήρθε να τον αρπάξει τον ανθρωπάκο, να τον σκίσει στα δυο με τα φοβερά χέρια του, να ξεθυμάνει πάνω του την αγκούσα του.

- Τι είναι αντίχριστε;

- Παπά μου...

Ο φουκαράς κόμπιασε.

- Σκόλα το ορέ τουρκόσκυλε.

- Παπά μου οι τούρκοι θα σε σκοτώσουν! Είπε γρήγορα ο ανθρωπάκος.

     Η φοβερή φράση έμεινε μετέωρη, δε μπόρεσε να διαπέράσει το θολό πλέγμα του αλκοόλ που απομόνωνε τον παπα - Κώστα στη μακαριότητά του. Οι δυο άλλοι όμως, μ' όλο το βαρύ τους μεθύσι τα χρειάστηκαν.

- Λέγε , άνθρωπε μου, είπε ανήσυχος, σκιαγμένος ο δάσκαλος. Εξήγησέ μας τι πρόκειται να συμβεί.

     Ο παπα-Κώστας στεκόταν σιωπηλός, αδιάφορος, ολόμαυρος, πελώριος στη νύχτα, όπου πλήθαιναν οι νιφάδες του χιονιού στρώνοντας αθόρυβα στο λιθόστρωτο, το άσπρο σάβανό τους.

- Αύριο το πρωί, στον όρθρο, συμπλήρωσε ο ανθρωπάκος, βιασμένος να φύγει. Αύριο το πρωί, όταν ο παπα - Κώστας θα πάει στην εκκλησιά του. Θα τούχουνε καρτέρι. Από καιρό το σχεδιάζουνε αυτό οι Τουρκογιαννιώτες. Συμβούλια και διαβούλια με τα τζιμπούκια τους και τους ναργκιλέδες τους, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο. Πήραμε λέει μεγάλη όφρυδα εμείς οι χριστιανοί. Ξεχάσαμε ότι είμαστε ραγιάδες. Καρτερούμε τη Λευτεριά. Τους άκουσα με τ' αυτιά μου...

- Ας έρθουν ορέ τα τσογλάνια, ξέσπασε ο παπα- Κώστας που πήρε φωτιά. Ας έρθουν να με βαρέσουν. Εδώ! Και χτύπησε με τις βαρειές γροθιές το φαρδύ του στέρνο που αντήχησε σα τύμπανο.[...]

     Ο παπάς συνέχισε το δρόμο του μονολογώντας. Ο θανάσιμος κίνδυνος - οι τούρκοι δεν έπαιζαν κι οι αποφάσεις τους ήταν αργές μα πάντοτε αμετάκλητες - δεν είχε ακόμη διεισδύσει στο πνεύμα του, το θολωμένο, το ναρκωμένο από το τσίπουρο. Η έξαψη του διαρκούσε καθώς χτυπιόταν στους τοίχους, μες το απόλυτο σκοτάδι των στενών λιθόστρωτων σοκακιών που οδηγούσαν στο Κάστρο. Τα χείλια του εκστόμιζαν βαρειές απειλές κι αισθανόταν - περισότερο από κάθε άλλη φορά - τον παράξενο , ζωώδη ερεθισμό που διακλαδιζόταν στο είναι του και ζητούσε ασίγαστος, ένα βίαιο , αιματηρό ξέσπασμα. Μα κανένας νυχτοφύλακας δε βρέθηκε στο δρόμο του και σε λίγο  ο παπάς αντίκρυσε το πελώριο Κάστρο  που εισχωρούσε βαθειά στη Λίμνη με τις επάλξεις του και τους πύργους του, πιο μαύρο κι άγριο απ΄τη χειμωνιάτικη νύχτα, με τα τείχη του μόινιμα υγρά - φοβερό σύμβολο της ανάλγητης προαιώνιας τυαρνίας, απάισιο σκιάχτρο, ίδιο στοιχιό, ικανό να πτοήσει και τη γεναιότερη ψυχή. Μα ο παπάς βρίζοντας κι απειλώντας πέρασε τη μεγάλη πύλη του όπου ένα φανάρι φώτιζε τις υγρές καμάρες της και το νερό έσταζε νύχτα - μέρα και χάθηκε στα θεοσκότεινα σοκάκια. Σε λίγο δρασκέλισε το κατώφλι του χαμηλού φτωχικού σπιτιού του[...]

Έξω , στην άκρα σιγή, το χιόνι αραιό, στροβιλιζόταν πάντα. Απόμακρα ακούστηκε στη νύχτα ένα σκυλί του παζάρμπαση που αλύχτησε...(απόσπασμα)

Κίμων Τζάλλας, Το κλείσιμο του κύκλου, "Η θυσία", Γιάννενα, Εκδόσεις περιοδικού Ενδοχώρα, 1965 . Το διήγημα είναι αναδημοσιευμένο στο ανθολόγιο " γυάλινα και μαλαματένια, Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία (ανθολόγιο κειμένων 1898- 1997) . Εισαγωγή - Ανθολόγηση- Επιμέλεια : Χρήστος Δανιήλ και έχει εκδοθεί από το Ίδρυμα Κων/νου Κάτσαρη σε συνεργασία με τη Μητρόπολη Ιωαννίνων

Ο Κίμων Τζάλλας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1918. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη γενέτειρα του όπου και άσκησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Υπήρξε μέλος της συντακτική επιτροπής στα περιοδικά " Ηπειρωτικές Σελίδες" και " Ενδοχώρα" και συμμετείχε σε διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής. Εξέδωσε τρία βιβλία με διηγήματα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.
Πέθανε το 1986.
Έργα του: Η Επιθεση (1962), Το κλείσιμο του κύκλου(1965), Σκάκι(1976)
 


Η φωτογραφία δανεισμένη από το ιστολόγιο Ioannis Avgeris

4 σχόλια :

οι μαθητές του Γ3 και Γ4 είπε...

Σοφία, πόσο καιρό είχα να διαβάσω τόσο ωραίο , δυνατό γλωσσικά κείμενο!Εξαιρετικό!Σε ευχαριστούμε για τις ωραίες αναρτήσεις σου!

sofia είπε...

Ευχαριστώ καλοί μου μαθητές του Γ3 και Γ4

Να΄στε καλά

Ioannis Avgeris είπε...

Κ. Σοφία κατά τύχη έπεσα πάνω στο blog σας και είδα ότι έχετε πάρει μια φωτογραφία από το δικό μου blog. Και άλλοι από τα Γιάννενα το έχουν κάνει αλλά γράφουν το όνομά μου και το link από το blog μου. Δεν θα είχα αντίρρηση να την πάρετε αλλά γράψτε σας παρακαλω το όνομά μου και τη διεύθυνση του blog. (www.javger.blogspot.gr).
Στοιχειώδη ευγένεια.

sofia είπε...

Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν θυμάμαι να είχα προσέξει το link και το blog. Βεβαίως και θα διορθώσω.
Μη με κατηγορείτε όμως για αγένεια. Το θεωρώ προσβλητικό, γιατί δεν είναι κάτι που έγινε επίτηδες.