Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Ο καρχαρίας και τα 9 κύματα

Καλά - καλά τεντωμένη, καθάρια, φωτεινή, η πελώρια, γαλάζια φούσκα τ' ουρανού, ανάσανε το ξημέρωμα, λαμποκοπώντας πάνου από το στραφτερό Ιόνιο. Κ' η μουσκεμένη αμμουδιά, με τ' άσπρα της τα βότσαλα, είχε κουβαριαστεί στους κόλπους της, σ' ένα παθητικό αγκάλιασμα με τη θάλασσα, απ' το Φανάρι ως το βαθύ αχνογάλαζο ορίζοντα. Μέσα στην πρωινή σιγαλιά, όλα φαινόταν σαν κάτι να περίμεναν! Και περιμένανε στ' αλήθεια κείνο το πολύμορφο, το παρδαλό, το φωνακλάδικο ανθρωπομάζεμα, με τα κοντομάνικα πουκάμισα και τ' ανεμιστά χρωματιστά φουστάνια, ένα κόσμο άντρες, γυναίκες και παιδιά, που μπαίνει στη θάλασσα, ντύνοντας τη σεμνότητά του με μαγιό και τη γδύμνια του με ήλιο. Καλοκαιριά βαρειά και ζέστη αχνιστή. Μα είναι πρωί κι ο κόσμος στη "χώρα" μας, ακόμα αποσταμένος απ' το συνηθισμένο άσκοπο ξενύχτι - ως και πέρ' απ' τα μεσάνυχτα βόλτες και πασατέμπο! - είναι δοσμένος στο κυριακάτικο χουζούρι του κρεβατιού, κάτου από στέγες αγεροκουνιστές και με παράθυρ' ανοιχτά. Έτσι, όταν ο ήλιος φώτισε τα βότσαλα, που στρώνουν τον πάτο του πελάγου, κανένας δεν είδε τον παράξενο και τρομερό θαλασσοκυνηγό, που αλώνιζε σε κείνα τα νερά! Σαν ατσάλινο σπαθί έπαιξε το φτερό του στον αφρό και το μεγάλο του κορμί γλιστρούσε όλο αντάρες, δύναμη και πείνες, καθώς χυμούσε βυθό - αφρό, στο πέλαο. Μακρύς - μακρύς, με το κεφάλι του το μυτερό και τη διχαλωτή ουρά του, αέρας διάβαινε κι αντάριαζε τους αφρισμένους δρόμους του.
Καρχαρίας...
...Κι ο Λιμενάρχης μας, στο νησί, εξέδωκε " διάταξιν, απαγορεύουσαν εις τους κολυμβητάς ν' απομακρύνωνται των ακτών..." και αναθέτοντας την "εκτέλεσιν της παρούσης" σε θερμόαιμα ναυτάκια, που επιτηρούσαν το γιαλό. Την ίδια πάνου κάτω "διατάξη", είχανε βγάλει κι όλοι οι καλοί οικογενειάρχες , που έτυχε να' χουν στην εξουσία τους ανυπόταχτα νιάτα! Ένας απ' αυτούς, είτανε κι ο κύριος Αριστομένης Βαρουχάς, άνθρωπος βαρύς κι ασήκωτος, με μια κεφάλα μεγάλη, που φαίνονταν να κάθεται στους δυό του ώμους, σαν κεφάλι από υπαρξιστικό άγαλμα κ' έδειχνε το σώμα του σαν κύλινδρο από κρεάτινο ζυμάρι, τυλιγμένο απ' τη νοικοκυρά στον πλάστη της κουζίνας. Σπάνια άνοιγε το στόμα του, σπάνια έλεγε μια λέξη, ποτέ δε φώτιζε το αποβλακωμένο του βλέμμα το φως μια σκέψης , ούτε στο ανάλλαγο πάντα πρόσωπό του ανέμιζε η έκφραση από οποιοδήποτε πάθος. Είχε ένα απαίσιο ύφος ζώου, που δεν ξαίρεις αν κάθεται ήσυχα ή είναι έτοιμο για επίθεση. Αλλά, κάτου από την ψόφια τούτη ύλη του κορμιού του, είταν κρυμμένη μια απίστευτη δραστηριότητα. Πιστεύοντας στην παντοδυναμία και την ασυδοσία του παρά, εβρώμιζε όλους γύρω του σα βόθρος κινητός, που δηλητηρίαζε με τη μπόχα του και έσερνε στο βυθό όποιον του χρειαζόταν για τη δουλειά του. Κατάφερνε να' ναι ανακατωμένος σ' όλες τις δουλειές του τόπου, πότε φανερά, πότε κρυφά, από το νοίκιασμα του ιβαριού ως τον κινηματογράφο μας και τις εργοολαβίες του δημοσίου. Μαγκούφης, ολομόναχος, χωρίς γονιούς και συγγενείς, ξένος απ' άλλο τόπο μακρυνό, που ξέμεινε στο νησί μας, σ' έν' από κείνα τ' ανθρωποκύματα, που σπάνε πότε δω πότε κει, στ' ανήσυχα τα χρόνια μας, ο Αριστομένης Βαρουχάς, πενηντάρης πια, ακούστηκε μια μέρα πως παντρεύεται και παίρνει την Αννέτα, μια γυναικούλα ως τριάντα δυό χρονώ, ζωντοχηρούλα, όμορφη, κομψή, κοκέτα, και του κόσμου - είδηση καταπληκτική! - κι αν θέλετε, μάλιστα, έπαιρνε και προίκα το γουρούνι, ένα δίπατο σπίτι! Σταυροκοπήθηκαν όλοι - κύριε των δυνά! Ως τώρα, παιδιά δεν έκανε μαζί της, γιατί οι πολύξαιροι λέγανε πως δεν είτανε μπορετό να πιάσει η σπορά του σε γυναίκα, αυτουνού που άνθρωπος δε είτανε, αυτουνού του ζώου! Γι' αυτή, λοιπόν, την όμορφη κοπέλα, έβγαλε την οικογενειακή του διάταξη ο Βαρουχάς. Να προσέχει στη θάλασσα, να μην πηγαίνει στα βαθιά. Αν δεν τον ακούσει - θα το μάθει!
Δεν τον άκουσε και το' μαθε...Η Αννέτα χωρίς να νοιάζεται για τον Καρχαρία, κολυμπούσε βαθιά...
...Κι ο Καρχαρίας ξανοιγόταν πάλι στα βαθιά, τουμπάροντας, σπαθίζοντας κι αφροκοπώντας!

...Μα ένα κύμα φαρμάκι χτύπησε κ' έζωσε  τα σπίτια του τόπου. Η φτωχή μας Χώρα έχασε το μεσημεριανό της ύπνο. Αμέσως όλοι το μάθανε το τι έγινε! Κ' η τρομερή παρουσία του Καρχαρία, μέσα στα ίδια τα νερά, που πριν λίγο είχανε πάρει το μπάνιο τους άντρες, γυναίκες, μαζί με τα παιδιά τους, και τ' απίστευτο, πως ένας δικός τους είχε χαθεί, έζωσε με μια μυστική ανατριχίλα το ένα σπίτι με τ' άλλο, σ' ένα θερμό αγκάλιασμα ανθρώπου με άνθρωπο, μπροστά στα φυσικά τέρατα! Όσους τον πήρανε για μεσημέρι τους ξυπνήσανε, κι όσοι δεν είχαν κοιμηθεί ακόμα κουβέντιαζαν το πράμα και δεν μπορούσανε να κλείσουν μάτι! Κι ακούστηκε ακόμα πως αυτά, λέει, τα ρούχα, λένε πως είτανε του Βαρουχά...Μ' αντί γι' αυτόν, που χάθηκε, μ' ένα θάνατο τόσο σκληρό, αν και όχι και τόσο αταίριαστο, να πούμε την αλήθεια, ο λογισμός έτρεχε ολωνών στην καημένη τη γυναίκα του, τόσο νέα, τόσο ωραία, τόσο καλή και τόσο πρόσχαρη...Πώς τ' άκουσε; Και πώς το πήρε;...

...Η " κοινή γνώμη" της Χώρας είχε φουσκοθαλασσά! Αυτή η υπόθεση είχε ξεσηκώσει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου. Οι ενέργειες, οι σκέψεις, ακόμα και τα σχέδια των αρχών, μαθαίνονταν στη στιγμή, από τη μια άκρη της πολιτείας ως την άλλη. Σκαρφαλωμένη η μικρή μας κοινωνία στο πανάρχαιο ξάρμενο καράβι της " Περιέργειας" σαν όλες τις μικρές κοινωνίες, " μπατάριζε" όλη μαζί κατά την κλίση, που του έδινε η ανάκριση κάθε φορά! Πρώτο κύμα: Το Βαρουχά τον έφαγε καρχαρίας...Βουή ο κόσμος! Δεύτερο κύμα: Ο Βαρουχάς κρύβεται και ψάχνουν να τον βρουν! Άλλη βουή μεγάλη! Τρίτο κύμα: Ξανά, ο Καρχαρίας τον έφαγε το Βαρουχά! Τι έκαμε λέει; Οι επιβάτες της " Περιέργειας" αρχίζουν να ζαλίζονται...Γιατί έχει κ' η κοινή γνώμη τις απαιτήσεις της! Θέλει " δράση" στα γεγονότα, "μύθο" σφιχτοδεμένο, που να πηγαίνει μάλιστα κρετσέντο! Αυτοί οι δισταγμοί στην εξέλιξη του "ιστορικού" και μάλιστα οι επιστροφές στα ίδια, μοιάζουν μ' αυτό που λένε οι κριτικοί " έλλειψη δράσεως" ή και " επαναλήψεις", που είναι το άκρον άωτον της τεχνικής αδεξιότητας! Οι απαιτήσεις αυτές είναι νόμιμες και μάλιστα δείχνουν ανωτερότητα, γιατί είναι απαιτήσεις " καλλιεργημένου κοινού"! Με το δίκιο τους λοιπόν, οι άνθρωποι στη "Χώρα" μας, που καυκιότανε για τον πολιτισμό της, αρχίσανε να χάνουν την υπομονή τους και να στρώνουν τους "διαδοσίες" - που μαστορέψανε όλην αυτή την ιστορία...

...Τέταρτο κύμα σκέπασε τη Χώρα και το ξυλάρμενο καράβι σηκώθηκε ολόρθο στο σκαμπανέβασμα, που του φερε...
- Μωρ' δεν ακούς;
- Τι;
- Κειο αθωώθηκε πάλι ο Καρχαρίας...
- Τσώπα!
- Άκου! Μωρ' που ζεις; Καλό! Κειό χαλάει ο κόσμος...
Χάλασμα του κόσμου είτανε, που την κυρία Βαρουχά την καλέσανε πάλε στην αστυνομία, να της πάρουνε κατάθεση...

...Πέμπτο κύμα τράνταξε, απ' την καρένα ως τ' άρμπουρα, το παλιό το σαπιοκάραβο της " Περιέργειας", που αρμένιζε στα νερά της ευαίσθητης κοινής μας γνώμης.
- Μωρ' δεν ακούς;
- Τι; 
- Κειό ο Βόας γνωρίστηκε, λέει, με τον Καρχαρία! Ο κύριος Βαρουχάς από δω, ο κύριος Τζογανέλος από κει! Και βάλανε κάτου τη δύστυχη τη Μάρω και τη φάγανε από μισή...
- Μωρ' τ' είν' αυτά που λές;
- Και τι θ' ακούσουμε ακόμα...
- Εγώ δεν ξαίρω άλλο! Ο Θεός να Βάλει το χέρι του, γιε μου!
Το φριχτό περιστατικό του κοριτσιού, που το σπάραξε ο καρχαρίας, έρριχνε ίσκιο βαρύ και τραγικό σ' όλη τη χώρα μας, αλλά το χιούμορ, που είχε αυτή η συνάντηση των δυό θηρίων, δεν έδειχνε μόνο την εχτίμηση, που είχε ο λαός μας στην " ηγέτιδα τάξιν", μα απάλαινε κιόλα τη δραματική αυτή ιστορία! Κ' είχε ανάγκη ο κόσμος από ένα τέτοιο αλάφρωμα, γιατί από τον καιρό, που ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια με τον Καρχαρία, τη γλεντούσε με την καρδιά του! Και τώρα σου λέει...άκουσε, άκουσε, απίστευτα πράματα, να τρελαθείς!
Οι " τέσσαρες μεγάλοι", όπως είτανε φυσικό και πρεπούμενο, κάμανε έκτακτη σύσκεψη καταθορυβημένοι! Η υπόθεση έπαιρνε διαστάσεις τραγικές! Κάτι περισσότερο: ξέφευγε πια από τα όρια του φυσικού και άγγιζε το υπερφυσικό!...

...- Πατριώτες μου! Κι αδέρφια μου! Πάει ο Ερίκος μας! Πάει τ' αδερφάκι μου! Ένα σκυλόψαρο τον σπάραξε: Ο Βαρουχάς! Ο Βαρουχάς!
Και πήηδησε όξω, μ' ένα κλάμα του πνιχτό. Αχού!
Αχός και ήκουσμα πήγε ο λόγος του! Το έκτο κύμα, φούσκωνε τώρα και τράνταζε ούλη τη χώρα κι ούλο το νησί.
Πέτρωσε ο κόσμος - κατάπληξη! - μ' αυτό το ξαφνικό! ...
...Γιατί; Γιατί μωρέ; Ερώτηση, που τη λες παράπονο στη φύση την τυφλή και την ανεύθυνη. Γιατί; Μα στο χαμό του Ερίκου, η οργή του κόσμου, δεν άδειαζε στον άδειο χώρο, μ' αδειανά ρωτήματα! Εδώ ένα παληκάρι, που παρά λίγο να χαθεί μαζί του, τ' αδέρφι του το θλιβερό, σηκώνονταν από τα βάθια, μέσα της αδερφοσύνης του κ' έλεγε: Ο Βαρουχάς είν' ο φονιάς! Γιατί ο Καρχαρίας είν' ο Βαρουχάς...Ο πυρωμένος λόγος του άγγιζε όλες τις καρδιές! Λόγος τρελός, μα λόγος πονεμένος! Κι ο πόνος έχει μέσα του αλήθεια...

...Το έβδομο κύμα, γρουσούζικος αριθμός, βρήκε τη μικρή μας κοινωνία στο συναγερμό της λιτανείας! Γιατί, όσο κι αν για λόγους υπηρεσιακούς έπρεπε να κρατηθεί η " επιβαλλομένη εχεμύθεια", ο Ναύτης φώναξε αρκετά δυνατά, για να τον ακούσουν και μερικοί άλλοι. Κι όλη τη θρησκευτική πομπή, την έζωσε απ' αφτί σ' αφτί, το μεγάλο νέο:
- Βρέθηκε ο Βαρουχάς...
- Βρέθηκε ο Βαρουχάς...
Το' μαθαν κ' οι άλλοι τρεις "μεγάλοι", το' μαθε κι ο Νομάρχης, το' μαθε κι ο Δεσπότης! Και - τι σου' ναι αυτή η επικαιρότητα! - μόλις το κύμα χτύπησε τον κόσμο, με την καινούργια είδηση - η λιτανεία φάνηκε σαν αναχρονισμός πια, σα να μπαγιάτεψε απότομα κ' είχαν όλοι το αίσθημα πως αυτή η πομπή, που της είχανε πριν δοθεί με τόση ευλάβεια, πως είτανε σα να'χε ξεμείνει από μιαν άλλη εποχή - αρχαία - και πως όλοι τους είχανε ξεχαστεί εκεί από χρόνια πολλά!...

...Πάνω από τους "τέσσαρες μεγάλους" βρίσκονταν στη χώρα μας κ' ένας υπέρ - μεγάλος, που μας δόθηκε η ευκαιρία να καμαρώσουμε το ψηλό του ανάστημα στη λιτανεία! Είταν ο Νομάρχης μας! Και τώρα θα τον δούμε από πιο κοντά. Δεν είταν μόνο ψηλός, αλλά και γεροδεμένος, το κεφάλι του είταν μεγάλο κ' είχε πυκνά, σγουρά μαλλιά, που του το δείχναν πιο μεγάλο, μ' άσπρες τρίχες, που του ασπρίζαν τους κροτάφους και του τραβούσανε μιαν άσπρη χαρακιά πάνου από το κούτελο στη μέση του κεφαλιού του ως πίσω! Αντίθετα, το μουστάκι του, που το' κοβε στις άκρες, αλλά φρόντιζε να' ναι τροφαντό, είταν κατάμαυρο κ' έδινε βάρος αφάναστο στο τόσο βαρύ άλλωστε πρόσωπό του! Πρώην δικηγόρος και πρώην δημοσιογράφος, είχε αποχτήσει με το μεγάλο του κεφάλι και το πολύ του το μυαλό, μια περιζήτητη ειδικότητα: Σοβιετολόγος! Με τις ομιλίες του στο ραδιόφωνο και τα άρθρα του σε ειδικά περιοδικά, που κανείς δε τ' αγόραζε κι ούτε κανείς τα διάβαζε από κείνους που τα' παιρναν τζάμπα, ξεσκέπαζε " ανηλεώς" τη " Σοβιετία" και το " Διεθνή κομμουνισμό" - κ' έγινε, έτσι κατά την ιδέα του, γνωστός "ανά το Πανελλήνιον"...Ωστόσο, καταδέχτηκε να πάρει αυτή τη θεσούλα του Νομάρχη ενός μικρούτσικου Νομού, μα για να δείξει πόσο ανώτερος είταν αυτός από τη θέση του, ανάθεσε τη Διοίκηση στο Διευθυντή της Νομαρχίας, δίνοντάς του μόνο " γενικές κατευθύνσεις", που εκείνος τις αξιοποιούσε με τη γραφειοκρατική του πείρα...Αποτραβηγμένος στο γραφείο του, χωρίς πολλές σχέσεις με τον κόσμο - πράμα που πίστευε πως πήγαινε σ' ένα "Διανοούμενο", σαν κι αυτόν, είτανε δοσμένος σε μια λίγο παλαβούτσικη ιδεούλα, που τη γλυκοδούλευε μέσα του, πως αυτός είταν ο Ανώτατος Άρχων του νησιού, που είχε το Διευθυντή για Πρωθυπουργό, ενώ αυτός τον εσκέπαζε με το βαρύ του ίσκιο και με την υπογραφή του - υπογραφή, λέει, Ανεύθυνου, όπως όλων των Ανωτάτων Αρχόντων!...

...Το φάντασμα της Μόσχας έπεσε βαρύ στη φτωχή μας "χώρα"! Παλιοί και νέοι άνθρωποι της αστυνομίας, στρατολογημένοι "επειγόντως", πήρανε την καταπληχτική γραμμή του Νομάρχη και γεμίσανε τα καφενεία, τους δρόμους και τα σπίτια με Μόσχα, με διεθνή κομμουνισμό, με κινδύνους του "ελέυθερου κόσμου", με κατασκοπευτική οργάνωση, και με επίθεση εναντίον του ΝΑΤΟ! Πολλοί δεν είτανε κείνοι που τα φώναζαν αυτά, μα έκαναν μπούγιο, γιατί προκαλούσαν συζητήσεις και πήγαιναν γυρεύοντας καυγά, φώναζαν πως αυτοί είτανε αντικαρχαριακοί και πως όποιος έλεγε για Καρχαρία είτανε κατάσκοπος. Χοντρέμποροι, καπεταναίοι και μεγαλονοικοκυραίοι τους ρίξανε δίκιο, και τα τσιράκια τους κοντά σ' αυτούς, κι ακολούθησαν όλοι, σχεδόν, οι " γνήσιοι εθνικόφρονες", αν κι αυτοί οι τελευταίοι δε μπορούσανε να καταλάβουν, πού ήξαιρε η Μόσχα το Βαρουχά και πώς τον έβαλε έτσι στο μάτι, πώς διάλεξε τη "χώρα" για να ξεκινήσει τέτοια επίθεση κατά του ΝΑΤΟ και πού τους ήξαιρε όλους αυτούς, τόσον κόσμο, που βρίζανε το Βαρουχά για Καρχαρία, για να τους "στρατολογήσει"...Δεν το καταλάβαιναν, μ' αφού έτσι λέγανε οι μεγάλοι, έτσι πρέπει να ταν! Πίστευε, λέει, και μη ερεύνα!...

...Φρεγάδα, φρεσκαρματωμένη έγινε το παμπάλαιο σαπιοκάραβο της " Περιέργειας". Φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά, που αρμένιζε μέσα στη χώρα κι άρπαζε τους ανθρώπους μπουλούκια - μπουλούκια - άντρες, γυναίκες και παιδιά - να τους αδειάσει μπρος από τον κινηματογράφο μας " Ο Απόλλων". Και τόσος μαζεύτηκε ντουνιάς, που όχι μόνο η σάλα γιόμισε στο πίτουρο, παρά κ' οι γύρω δρόμοι και τα καντούνια και βάλανε και το μεγάφωνο, για ν' ακούνε κ' οι απόξω...Είταν, ακούς, να γίνει μια ομιλία για το μεγάλο ζήτημα του τόπου: Αν ο Βαρουχάς στ' αλήθεια μεταμορφώθηκε σε Καρχαρία ή όχι! Κι αυτό κείνες τις ανήσυχες μέρες, που τα πιο πολλά σπίτια πήρανε φωτιά από το ραβασάκι της Αστυνομίας: δι' υπόθεσίν σας! Ποιος, λοιπόν, μπορούσε να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα και μάλιστα δημόσια, αφού η Αστυνομία είπε όχι;
Έτσι συμβαίνει συχνά: Νά' χει ο καιρός γυρίσματα...Γιατί έχει κι ο αφέντης μας αφέντη...Κι ο αφέντης του αφέντη, θα' κανε αυτή την ομιλία: Ο Κ α ρ χ α ρ ί α ς  κ α ι ο Ά ν θ ρ ω π ο ς. Ομιλητής ο Εισαγγελέας!...

...Το ένατο κύμα ήταν φανερό πως υποχωρούσε ουρλιάζοντας με λύσσα και τινάχτηκε σκορπίζοντας σε μυριάδες σταγονίτσες, μπρος στο πλακόστρωτο της Αστυνομίας! Έτσι όλοι φανήκαν ευχαριστημένοι...( αποσπάσματα από διάφορα κεφάλαια )


Ν. Κατηφόρη, Ο Καρχαρίας και τα 9 κύματα, Θεμέλιο, Αθήνα 1965 . Εικονογράφηση Δ. Σκουλάκη.

Μια σπαρταριστή πολιτική σάτιρα που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ένα παιχνίδι με κυριολεξίες, μεταφορές και συμβολισμούς για τους πραγματικούς καρχαρίες και εκείνους τους άλλους που κατασπαράζουν τη ζωή μας. Βόες και "Βόες" που πνίγουν με τον εναγκαλισμό τους κάθε τι αγνό και όμορφο. Ανελέητη διακωμώδηση προσώπων, θεσμών και αντιλήψεων, αλλά και καυστική στηλίτευση της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και της κατασκευής των ειδήσεων.
Απολαυστικό μυθιστόρημα και εξαιρετικά επίκαιρο, αλλά το κακό είναι ότι είναι παλιό και δύσκολα θα το βρει ο αναγνώστης που θα θελήσει να το διαβάσει. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία είναι μια λύση...

Το μυθιστόρημα γυρίστηκε σε σειρά το 1983 και προβλήθηκε από την ΕΡΤ2

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Αντόν Τσέχωφ: περισσότερη ελευθερία, απόλυτη ελευθερία...

(...) Μέσα στον Τσέχωφ υπάρχει πολύ βαθιά ριζωμένη πίστη κι εμπιστοσύνη στη λογική της ζωής. Πιστεύει ότι συνεχώς θα καλυτερεύει ο κόσμος, είναι κι αυτός ένας φυσικός νόμος - η συνεχής βελτίωση και τελειοποίηση. Από το άλλο μέρος ξέρει πολύ καλά τις ατέλειες, τα ευπαθή σημεία του ανθρώπινου οργανισμού. Τις πολύ σοβαρές του γνώσεις τις επεκτείνει και στον άλλον οργανισμό, την κοινωνία, την ιστορία, την ανθρωπότητα. Το θέμα της ιδεολογίας και της πολιτικής το λύνει κι αυτό σα γιατρός. Για παράδειγμα θ' αναφέρω μερικά σημεία από μια συζήτησή του με τον Πλεσέγιεφ για το μεγάλο διήγημά του " Η Γιορτή" ( " Τα Γενέθλια") γραμμένο αυτή την περίοδο(1888).
Η ηθική προβληματολογία του Τολστόη είναι κρίσιμη σ' αυτή την ιστορία - τουλάχιστον στις αφετηρίες της. Φωτίζονται οι ψυχικές σχέσεις ενός ζευγαριού διανοούμενων ενώ συνειδητοποιούν το ψέμα που έχει εισχωρήσει στη ζωή τους και τη δηλητηριάζει - πώς κάτω από την επίδραση αυτής της αποκάλυψης, που κάνει πρώτη η γυναίκα, τα πρόσωπα φωτίζονται αλλιώς, βαθμολογούνται αλλιώς, και οι καινούριες εμπειρίες φέρνουν σε μια τραγική κατάληξη - το θάνατο του νεογέννητου παιδιού τους. Όταν έστειλε το διήγημα στον Πλεσέγιεφ, στο περιοδικό " Αγγελιαφόρος του Βορρά", του έλεγε σε γράμμα του:

" Φοβάμαι όποιον ψάχνει ανάμεσα στις αράδες να βρει κάποια κατεύθυνση και με θέλει σώνει και καλά φιλελεύθερο ή συντηρητικό. Εγώ όμως δεν είμαι ούτε φιλελεύθερος, ούτε συντηρητικός, ούτε προοδευτικός, ούτε καλόγερος, ούτε αδιάφορος. Ένα μόνο θα ήθελα - να είμαι ελεύθερος καλλιτέχνης και λυπάμαι που ο θεός δεν μου έδωσε τη δύναμη να γίνω. Μισώ το ψέμα και τη βία σ' όλες τις μορφές τους...Ο φαρισαϊσμός, η πνευματική φτώχεια κι ο δεσποτισμός βασιλεύουν όχι μόνο μέσα στα σπίτια των εμπόρων και στα κρατητήρια· τα βλέπω αυτά και μέσα στην επιστήμη, στη λογοτεχνία, μέσα στη νεολαία...Γι' αυτόν το λόγο δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια ούτε στους χωροφύλακες, ούτε στους χασάπηδες, ούτε στους επιστήμονες, ούτε στους συγγραφείς, ούτε στη νεολαία. Τις φίρμες και τις ετικέτες τις θεωρώ προκαταλήψεις. Τα άγια των αγίων για μένα είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, ο νους, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία, ελευθερία από τη βία και το ψέμα, μ' όποια μορφή κι αν εκδηλώνονται αυτά τα δύο. Να το πρόγραμμα που θ' ακολουθούσα αν ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης".

Στο γράμμα του ο Πλεσέγιεφ τού θέτει το ερώτημα:

" Αντόν Πάβλοβιτς, μήπως έχετε κι εσείς μέσα σας τον φόβο ότι μπορούν να σας πάρουν για φιλελεύθερο;"

Την  έννοια " φιλελεύθερος " αυτή την εποχή μπορεί να την επεκτείνει κανείς ως τους δημοκράτες και τους επαναστάτες.
Απάντηση:

" Αυτό που μου λέτε με παρακινεί να σκύψω να δω τα σπλάχνα μου. Μου φαίνεται, περισσότερους λόγους θα έχει κανείς να με κατηγορήσει  για κοιλιόδουλο, μεθύστακα, ανέμυαλο, άκαρδο κι ό,τι άλλο, όχι όμως να μου πει ότι προσπαθώ να φαίνομαι ή να μη φαίνομαι...Ποτέ μου δεν κρύφτηκα".

Αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί πότε από αφορμή ένα διήγημα, πότε για το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα. Σε άλλο γράμμα του, τον Απρίλη του 1889, γίνεται πάλι λόγος για το μυθιστόρημα ( λογαριάζει να το αφιερώσει στον Πλεσέγιεφ). Εκεί διατυπώνει τη σκέψη του για την ελευθερία ( από τον καταναγκασμό, από τις προκαταλήψεις, από τη βαρβαρότητα, από το διάβολο...) που έχουμε αναφέρει αρχή - αρχή. Αυτός πια θα είναι ο ηθικός κώδικας του Τσέχωφ, η ιδεολογία του και η κοσμοθεωρία του: περισσότερη ελευθερία, απόλυτη ελευθερία. Όλα όσα έγραψε έκτοτε κρατιούνται από αυτή τη φράση- για καμιά άλλη ανώτερη αρχή στον Τσέχωφ δεν μπορεί να γίνει λόγος. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα έχουν αποσαφηνιστεί - η συναίσθηση για όσα δεν ξέρει και δεν μπορεί να ξέρει είναι πολύ έντονη και πολλές φορές έρχεται σαν ένα συμπέρασμα μέσα από τις θλιβερές του ιστορίας. Πολλές φορές η θλίψη που αφήνει το διάβασμα του Τσέχωφ είναι ακριβώς θλίψη από την άγνοια μας, από τα άγνωστα και τα ανεξήγητα που μας περιβάλλουν και μας καταδυναστεύουν. Πολύ συχνά αυτό είναι το θέμα του. Ένα από τα μεγάλα του διηγήματα ( " Νυχτερινά Φώτα", 1888) έτσι θα τελειώσει δίνοντας άλλη μια αφορμή να τον πουν αθεράπευτο πεσιμιστή: " Τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις σ' αυτόν τον κόσμο!". Γυρίζοντας από τη Σαχαλίνη θα γράψει ένα από τα συνταραχτικότερα διηγήματά του, τον "Γκούσεφ". Είναι ένας Ρώσος φαντάρος, απλός εργατικός μουζίκος, χεροδύναμος μια φορά αλλά τώρα βαριά άρρωστος και πάει πίσω στην πατρίδα να πεθάνει, αφού υπηρέτησε κάμποσα χρόνια στην Άπω Ανατολή. Τον έχουν στο θάλαμο των ασθενών, μαζί με τον άλλο ήρωα του αφηγήματος, τον Πάβελ Ιβάνιτς, πλασμένον από την πιο αντιπαθητική στον Τσέχωφ ανθρώπινη πάστα. Αυτός τα ξέρει όλα. Βλέπει τους άλλους από ψηλά, ξέρει όλες τις κρυφές - και κατά κανόνα ταπεινές και πονηρές τους σκέψεις. Για όλα έχει κάτι να πει, όλο για τις  σκοτεινές κι απαράδεκτες πλευρές τους και δε φοβάται να πει κατάμουτρα την αλήθεια. Όπως λέει ο ίδιος, τα πάντα τα βλέπει "συνειδητά", σαν ένα αητός ή γεράκι που πετάει πάνω από τη γη κι όλα τα καταλαβαίνει..." Είμαι η ενσαρκωμένη διαμαρτυρία. Βλέπω την αυθαιρεσία - διαμαρτύρομαι, βλέπω τον τελώνη και τον φαρισαίο - διαμαρτύρομαι, βλέπω τους χοίρους να θριαμβολογούν - διαμαρτύρομαι" κ.λ.π. Την άλλη μέρα θα πεθάνει. Τον τυλίγουν στο καραβόπανο και τον πετάνε στον ωκεανό. Θα πεθάνει κι ο καλόγνωμος Γκούσεφ - και θα τον πετάξουν κι αυτόν στη θάλασσα. Η περιγραφή αυτής της σκηνής είναι από τα δυνατότερα κομμάτια που διαβάζουμε στον Τσέχωφ - όπως και όλο το κλείσιμο του διηγήματος. Οι εικόνες περνάν γοργά κι ανάγλυφα, χαράζονται στη μνήμη σα δικές μας οπτικές και ψυχικές εμπειρίες. Κι αφού το πτώμα το πετάξουν στη θάλασσα, ο Τσέχωφ μάς βάζει στο χέρι από ένα μηχάνημα λήψης να παρακολουθήσουμε και τ' αποκεί και πέρα:

" Ο ναύτης της υπηρεσίας, ανασηκώνει την άκρη της σανίδας. Ο Γκούσεφ γλιστρά από τη σανίδα, πετά με το κεφάλι κάτω, ύστερα  στον αέρα γυρίζει ανάποδα και - μπλουμ! Τον σκεπάζει ο αφρός, για κάποιες στιγμές φαίνεται σα να τον τύλιξε ένας σωρός δαντέλες, ακόμα μια στιγμή και χάνεται μες στα κύματα.
Πάει γοργά στα βάθη. Θα φτάσει άραγε; Μέχρι το βυθό, όπως λένε, είναι τέσσερα βέρστια. Αφού διανύσει οχτώ - δέκα οργιές, αρχίζει να πηγαίνει σιγανότερα και σιγανότερα, λικνίζεται αργά σα να το σκέφτεται, ώσπου τον παίρνει το ρεύμα και πάει πια στο πλάι μάλλον παρά στο βυθό.
Μα να, ένα κοπάδι ψάρια βγαίνουν μπροστά του, ένα σύννεφο ψάρια, απ' αυτά που τα λένε " λοστρόμους". Βλέπουν τον σκοτεινόν όγκο και σταματούν απορημένα, ξαφνικά δίνουν μια, γυρίζουν πίσω, χάνονται. Δεν έχουν περάσει τρία λεφτά και πάλι σα σαΐτες πετάν ίσα - πάνω στον Γκούσεφ - κάνουν διάφορα ζιγκ - ζαγκ, σπαθίζουν το νερό γύρω του...
Ύστερα φαίνεται ένας άλλος μαυρειδερός όγκος. Είναι ένα θεριόψαρο. Μεγαλόπρεπα κι ανόρεχτα, σα να μην πρόσεξε τον Γκούσεφ, περνάει από κάτω του - το κουφάρι αφήνεται στη ράχη του ψαριού. Ξαφνικά ο καρχαρίας γυρίζει με την κοιλιά απάνω, παίζει μες στο διάφανο θερμό νερό, ανοίγοντας οκνηρά τις μασέλες του όπου αστράφτουν δυό σειρές δόντια. Οι " λοστρόμοι" γιομάτοι περιέργεια περιμένουν ακούνητοι να δουν τι θα γίνει πιο πέρα. Αφού παίξει κάμποσο με το πτώμα ο καρχαρίας ανοίγει αργά τη μασέλα του, τραβά μαλακά μια με τα δόντια του και το καραβόπανο σκίζεται στα δυό πέρα - πέρα, από το κεφάλι ως τα πόδια. Ένα από τα σιδερένια βαρίδια τινάζεται από μέσα τρομάζοντας τους "λοστρόμους" κι αφού χτυπήσει στο πλευρό του καρχαρία πάει γοργά στον πάτο.
Κι απάνω αυτή τη στιγμή, εκεί που δύει ο ήλιος, μαζεύονται θυμωνιά τα σύννεφα - ένα τους μοιάζει με αψίδα θριάμβου, το άλλο λιοντάρι, το τρίτο ψαλίδι.
...Μέσα από τα σύννεφα προβάλει μια φαρδιά πράσινη αχτίδα κι υψώνεται  ως απάνω στην κορφή τ' ουρανού, σε λίγο δίπλα της πλαγιάζει άλλη μαβιά, ύστερα χρυσή, ύστερα ρόδινη...Ο ουρανός παίρνει ένα απαλό μαβί χρώμα. Κάτω από τούτη την επιβλητική όψη τ' ουρανού ο ωκεανός για μια στιγμή σα να σκοτεινιάζει, μα αμέσως σχεδόν βλέπουμε να παίρνει απαλά, γελαστά χρώματα, κάτι χρώματα τρελά που στην ανθρώπινη γλώσσα είναι δύσκολο να τους βρεις ονόματα".

Συχνά ο Τσέχωφ μάς φέρνει σε τέτοιες συναντήσεις όπου η ανθρώπινη γλώσσα, ο νους, σταματά - και είναι ζήτημα αν σ' άλλο συγγραφέα νιώθουμε τόσο βαθιά την ανθρώπινη φρίκη κι απόγνωση όσο μέσα από τις σιωπηλές νύξεις του Τσέχωφ. Υπάρχουν πράγματα που ο άνθρωπος δεν τα ξέρει και δε θα τα μάθει, δε θα μπορέσει να τα πει ίσως ποτέ - αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα που οφείλει να τα ξέρει και οφείλει να τα πει - και σ' αυτό ο Τσέχωφ έρχεται όσο λίγοι, θερμά και διακριτικά, να ενθαρρύνει και να βοηθήσει. Και πρώτο και σπουδαιότερο το θέμα της ελευθερίας από τους άλλους ανθρώπους. Το σπούδασε επανειλημμένα. Είναι το θέμα του. Κι αν ως τώρα στα πολλά και διάφορα διηγήματα των πρώτων χρόνων μπορούμε εκ των υστέρων να διαπιστώνουμε έμμεσες μόνο σχέσεις με τη μεγάλη αυτή έγνοια του Τσέχωφ, τα όσα γράφει τώρα και θα γράψει αργότερα, η πρόζα και το θέατρό του, είναι, δίχως εξαίρεση, συνεχιζόμενες σπουδές στο μέγα πρόβλημα της ηθικής ακεραιότητας του ανθρώπου, της λύτρωσής του από τα λογής δεσμά που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του ή αφήνει τους άλλους να του τα επιβάλουν.  Αυτό που με ιδιαίτερη επιμονή θα επιδιώξει ο Τσέχωφ είναι η λύτρωση από τη Ρουτίνα.
Μπορεί να πει κανείς ότι μ' αυτό το κεντρικό συμπέρασμα βγαίνει από τον πυρετό των αναζητήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Και με τις πολύ σοβαρές του καταχτήσεις στο θέμα της μορφής, στη γλώσσα και στα είδη με τα οποία θα έμπαινε στη μεγάλη λογοτεχνία της πατρίδας του - τη κλασική τσεχωφική νουβέλα και την πρωτότυπη δημιουργία του στο θέατρο..."



Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχωφ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Επιστροφή

Βάδιζαν κι' οι δυό με την ευτυχία του φυλακισμένου που κλείνοντας την πόρτα της φυλακής πίσω του, τεντώνεται νωχελικά, κυττώντας με ηδονή τον ήλιο και ρουφώντας δυνατά το γλυκό αεράκι.
Πόσα πράγματα είχαν στερηθεί!..
Κάτι βέβαια είχε αλλάξει στο γνωστό τους δρόμο. Κάτι που μετρίαζε τη χαρά τους - μια ανεπαίσθητη σκιά, κατ' από τον καλοκαιριάτικο ήλιο. Θα ήταν ίσως που δεν συναντούσαν  πρόσωπα γνωστά ( από μιαν άποψη ευχάριστο αυτό), η κίνηση της αγοράς που φαινόταν πειο πυρετώδης, πειο νευρική και πειο ξένη την ώρ' αυτή, θυμίζοντας τις μεγάλες, βουερές και πολυσύχναστες αγορές των μεγαλουπόλεων. Μα όταν, βιαστικά - βιαστικά, σαν να ντρεπόνταν τόση κίνηση και τόσους ανθρώπους, ακουμπώντας ο ένας στον άλλο, πέρασαν με γρήγορα βήματα το δρόμο, με σκυμμένο το κεφάλι, αποφεύγοντας μια κάποια συνάντησι, που καλλίτερα θάταν να μη γίνει, βρέθηκαν στη μικρή, απόμερη πλατεία, στάθηκαν, ανασαίνοντας γοργά κι' οι δυό...
Η Εσθήρ γύρισε και κύτταξε τον αδελφό της χαμογελώντας.
Ήταν εδώ τώρα όλα, τόσο γνώριμα κι' αγαπημένα, σα να φωτίστηκαν ξάφνου από μαγεμένο φως. Το δειλινό αναπαυόταν ήσυχο στην ερημική πλατεία, ένα σμάρι παιδιών κάτι σχεδίαζε πάνω σ' ένα σωρό ξύλων, μια γρηά καθόταν στην πόρτα, κυττώντας με τα βαθειά της μάτια, πέρα στη δύση του φθινοπώρου, τα φλογάτα σύγνεφα...
Ξάφνου τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, καθώς παρατηρούσε το σκαμμένο, τυραννισμένο πρόσωπο του Ελιέζερ, τα ορθάνοιχτα μάτια του, που αγωνιζόταν να συλλάβουν μάταια, ό,τι αυτή έβλεπε. Στη γκρίζα, νεκρή τους λίμνη, καθρεφτιζόταν μονάχα, ουδέτερο, το φως του ήλιου που βασίλευε. Ο Ελιέζερ ήταν τυφλός...
Μα - όπως συμβαίνει στους τυφλούς - η ύπαρξη του, εκλεπτυσμένη, ακονισμένη, με την ευαισθησία κεραίας, ένοιωσε το ανεπαίσθητο ρίγος που διέσχισε το λεπτό κορμί το σφιγμένο πλάι του. Μια σύσπαση πίκρας παραμόρφωσε το ανέκφραστο πρόσωπό του. Τον στενοχωρούσαν αυτές οι εκδηλώσεις οίκτου για την αναπηρία του, όχι γιατί του θύμιζαν τι ήταν ή τον πρόσβαλαν. Είχε από καιρό υποταγεί στη μεγάλη συμφορά του. Μα γιατί ξανάνοιωσε το αφόρητο αίσθημα που τον έκανε να υποφέρει και να ντρέπεται; Το αίσθημα ότι ήταν ένας άχρηστος στους δικούς του που αγωνιζόταν, ανίκανος να τους δώσει την παραμικρή βοήθεια.
Χωρίς να το θέλει, βυθίστηκε για μια στιγμή στις σκέψεις του.
Αισθανόταν τον εαυτό του χωρισμένο, τσακισμένο σαν ένα φύλλο χαρτί, σε δυό περιόδους.
Η δεύτερη άρχισε όταν τον πήραν, μ' όλους τους άλλους Εβραίους της Πολιτείας οι Γερμανοί. Όλα όσα γέμισαν την περίοδο αυτή ήταν τόσο τρομερά, τόσο αλλόκοτα τρομερά, που παρέλυσαν κάθε δύναμη μέσα του, σβύνοντας την παληά μετρημένη γαλήνη κι' ευτυχία. Σαν ένα ζώο τρομαγμένο, αναγκάστηκε να λησμονήσει το φως και βιαστικά προσαρμόστηκε, οργανικά σχεδόν, στο σκοτάδι της φυλακής του. Ύστερα που επακολούθησε η τύφλωσή του, η ύπαρξη του είχε γίνει τόσο ολιγαρκής που δεν πόνεσε όσο άξιζε για ό,τι για πάντα έχασε..
- Μη λυπάσαι, γύρισε και είπε μαλακά στην αδελφή του. Βλέπω κι' εγώ με τον τρόπο μου.
Κι' έβλεπε πράγματι στη μικρή πλατεία που γνώριζε από μικρός: Τη λεπτή σκόνη του δρόμου, που ήταν άσπρη, παρθενική στο ηλιοφώς του δειλινού, τις βαρειές πόρτες των παληών σπητιών, που το αρχαίο τους ξύλο ευωδούσε όταν έβρεχε...Κάπου εκεί είναι και το κυπαρίσσι και πιο πέρα κάπως, αρχίζει κι' ανηφορίζει το δρομάκι που βρίσκεται το σπήτι τους.
Η εικόνα του, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Το μυαλό του πήγε αλλού.
- Πάμε τώρα Εσθήρ ξανάπε στην αδελφή του με βιασύνη. Θα νυχτώσει σε λίγο.
Σφίχτηκε κοντά και ξεκίνησαν.


***

Ανηφόρησαν το δρομάκο που την αρχή του σημάδευε το κυπαρίσσι. Πόσες φορές, αμέτρητες, άπειρες φορές, δεν ακούμπησαν στην απελπισία του στρατοπέδου, στη μνήμη αυτής της στιγμής; Και τώρα που βιαστικά, ασθμαίνοντας, ανέβαιναν τον αγαπημένο τους δρόμο, ούτε κι' αυτοί δεν μπορούσαν ν' αναλύσουν τι αισθανόνταν. Μια ταραχή μονάχα σκέπαζε τα πάντα στην ψυχή τους, σαν ταραγμένη θάλασσα ένα άγνωστο βυθό!
Ο δρόμος ήταν έρημος. Το ηλιοφώς κατακάθιζε εδώ σε μια μενεξένια, θερμή φεγγοβολή. Σπουργίτια ξετρελαμένα τιτίβιζαν στους κισσούς που πλεκόνταν ολοπράσινοι στους παληούς τοίχους των σπιτιών. Μια ευωδιά ερχόταν από κάπου, ίσως από τις γλάστρες των ερημικών παράθυρων. Μια γαλήνη απόκοσμη πράυνε την κουρασμένη ανθρώπινη ψυχή.
Ο Ελιέζερ ανατρίχιασε νοιώθοντας πόσο ήρεμα, πόσο ευτυχισμένα ήταν εδώ, όταν εκεί μακρυά, στο Βορρά, τόση αγωνία και πόνος σάλευαν σαν πανίσχυρη ριπή χειμωνιάτικου ανέμου, αμέτρητες υπάρξεις που απορούσαν για τη μοίρα τους...
- Φτάσαμε είπε η Εσθήρ λαχανιασμένα.
Η λαχτάρα που μαζί με την κούραση την είχαν ζαλίσει, κατακάθιζε σ' ένα δυνατό χτυποκάρδι.
Ήταν εκεί, στο σπήτι τους.
Και ξαφνικά, η Εσθήρ νόμισε πως τίποτα δεν είχε συμβεί. Σαν να μην έλειπε τόσα χρόνια ( και τι χρόνια πικρά) και πως, ξαναρχόνταν από την αγορά ή από κάποια φιλενάδα της. Θα καθάριζε τα παπούτσια της στο σίδερο, το μπηγμένο δεξιά στην εξώθυρα, ενώ κάποιον θα καλημέριζε πρόσχαρη. Θα κυττούσε χαμογελαστή τον ήλιο και θα σήμαινε να της ανοίξουν, παίζοντας με το χάλκινο ρόπτρο, που είχε ανάγλυφη μια κωμική μορφή σαρικοφόρου. Κι' ύστερα θα βούλιαζε στη χλιαρή, ευωδιασμένη ατμόσφαιρα του χαγιατιού, σα σ' ένα ζωογόνο λουτρό, βρίσκοντας τον εαυτό της...Πόσο αγαπούσε το σπήτι και τη δική του ζωή η Εσθήρ!
Μείναν κι' οι δυό τους σιωπηλοί, επίσημοι σαν κάτι να περίμεναν.
Ο Ελιέζερ πρώτος διέκοψε την σιωπή, σκουντώντας την.
- Γιατί σταθήκαμε; Είναι κλειστή η πόρτα; Χτύπησε να μας ανοίξουν. Μίλησε γοργά, με ελαφρή έξαψη. Μια ανησυχία, ανάλαφρη σαν την ομίχλη γλύστρησε στην ψυχή του.
Η Εσθήρ τρέμοντας από συγκίνησι πλησίασε την πόρτα και γρήγορα - γρήγορα, ανασήκωσε μια, δυό, τρεις φορές το βαρύ ρόπτρο.
Περιμένανε λίγο...

***

Η γυναίκα που τους άνοιξε τους κύτταξε με υποψία: Πρώτα τον άντρα που η γαλάζια, απλανής ματιά του, χανόταν πάνω της. Ύστερα τη γυναίκα που την έβλεπε χαμογελαστή. Της ήταν άγνωστοι και το ντύσιμό τους ήταν κάπως διαφορετικό απ' αυτό που ήξερε - ήταν σα ξένοι.
- Τι θέλετε; είπε σοβαρά, σχεδόν σκυθρωπά και τα μαύρα αγέλαστα μάτια της στυλώθηκαν στην Εσθήρ.
( Δεν είναι απ'εδώ, είπε μέσα της, ήσυχα η Εσθήρ. Το ντύσιμό της, η ομιλία της δείχνουν πως είναι από χωριό. Βλάχα. Πώς μένει στο σπίτι μας; Τι να της πω; Θάταν πιο καλά να μην ερχόμαστε έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο, απροετοίμαστοι.)
Ο τυφλός ανυπόμονος την πρόλαβε.
- Κυρά μου ( η ομιλία της τον έκαμε να καταλάβει πως έτσι έπρεπε να την ονομάσει) θέλουμε να μάθουμε ποιος και πώς κάθεται εδώ. Γιατί εμείς είμαστε οι ιδιοκτήτες του σπήτιού .Εγώ κι' αδελφή μου η Εσθήρ. Λείπαμε χρόνια πολλά...
Κι' ύστερα χαμηλώνοντας τη φωνή του:
- Είμαστε Εβραίοι. Κλεισμένοι σε στρατόπεδο, μακρυά απ' εδώ πολύ, στην Πολωνία...
Η Εσθήρ χαμήλωσε συγκαταβατικά το κεφάλι.
- Τι; Ξέσπασε αμέσως η γυναίκα με τη βαρειά, ιδιότροπη προφορά της. Ένα κύμα αίματος έβαψε το χλωμό της πρόσωπο κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα της. Στα σκοτεινά της μάτια, άστραψε μια λάμψη κι' ύστερα έμεινε εκεί να τα φλογίζει άγρια. Η ταραχή της την μπόδιζε να μιλήσει.
Μια βαρειά σιωπή έπεσε για λίγο ανάμεσά τους.
Η Εσθήρ σφίχτηκε στον αδελφό της. Ο τυφλός με το υπερτροφικό του ένστιχτο, μάντεψε την παρουσία ενός αόριστου κινδύνου. Κάτι σαν το ξέσπασμα μια καταγίδας.
- Ώστε - κάγχασε άγρια η γυναίκα - είστε αφεντάδες του σπητιού. Κι' ήρθατε να το ξαναπάρετε. Και μεις τείμαστε λοιπόν εδώ; Τι το φυλάμε τόσα χρόνια; Είμαστε τρεις φαμίλιες σ' αυτό το σπήτι κι' είμαστε σφαγμένοι, καμένοι, ρημαγμένοι...Και το σπήτι μάς τόδωκε δικό μας ο Στρατηγός..
Σήκωσε το κορμί της απειλητικά κι' έβαλε τα χέρια της στη μέση. Έμοιαζε περισσότερο για άντρας, με τη χοντρή της προφορά, τις βαρειές της γροθιές, το δυνατό μυώδες της λαιμό. Σαν ένα όρνεο, στημένη στο κατώφλι της πόρτας, δέσποζε στις δυό ανήσυχες υπάρξεις.
- Μα το σπήτι είναι δικό μας, είπε ευγενικά η Εσθήρ. Δε ζητάμε κάτι παράλογο...
- Το σπήτι είναι του Θεού τώρα, την έκοψε με πάθος η γυναίκα. Και κανένας δεν μπορεί να μας διώξει απ' εδώ. Ακούς; Κανένας! Είμαστε τρεις φαμίλιες σούειπα, εικοσιπέντε νομάτοι, αγρίμια του λόγγου κι' όχι άνθρωποι. Κανένας δε θα μπορέσει να περάσει το κατώφλι ετούτο. Κανένας! Ακούτε;
Μιλούσε δυνατά τώρα. Κι' άλλες γυναίκες, βλάχες, ολόιδιες σαν κι' αυτή, μελανοφορούσες ήραθν κοντά τους και τους κυττούσαν δυνατά στα μάτια, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια. Ένα τσούρμο από παιδάκια, ξυπόλητα, μισόγυμνα, βρώμικα τούς περιεργάζονταν με τα απορημένα τους μάτια. Σαν ένα μυθικό σπήλαιο, το σκοτεινό χαγιάτι του σπητιού γεννούσε ανθρώπους.
Ο Ελιέζερ αισθάνθηκε γύρω του μια θάλασσα απειλητική. Κάτι έπεσε παραλυμένο μέσα του. Η φριχτή φωνή, που πρωτάκουσε στο στρατόπεδο, ακούστηκε πάλι μέσα του. Άφησέ τα όλα και φύγε. Μην αντιδράς καθόλου - δεν ωφελεί. Φύγε, φύγε, φύγε. Είναι μάταιο ό,τι κι' αν κάνεις. Είναι άνθρωποι αποφασισμένοι για όλα, κάθονται χρόνια στο σπήτι. Μην τους ικετέψεις, είναι αμείλικτοι. Πήγαινε αλλού να βρεις γαλήνη. Φύγε, φύγε, φύγε...
- Πάμε Εσθήρ έκανε απεγνωσμένα. Πάμε, πνίγουμαι εδώ.
Η Εσθήρ δε μιλούσε. Ύστερα από τον πρώτο αιφνιδιασμό, η ψυχή της τινάχτηκε, σφίχτηκε, ορθώθηκε. Το ψύχραιμο γαλάζιο μάτι της αγκάλιασε τον κόσμο των γυναικών που την κυττούσαν σκληρά, αποφασισμένα. Μια μπόχα ερχόνταν από την ανοιχτή πόρτα του σπητιού. Κύτταξε μέσα: Πέρ' από το σκοτεινό χαγιάτι, φαινόταν ένα κομμάτι αυλής. Παραμελημένο. Καζάνια, ξύλα, μια κατσίκα, δυό τρεις όρνιθες. Όλα ήταν μακρυνά, σαν ιδωμένα από την ανάποδη τηλεσκοπίου.
- Πάμε ξανάπε ο τυφλός ανυπόμονος και της έσφιξε το μπράτσο.
- Πάμε είπε και η Εσθήρ ήσυχα.
Άκουσαν την πόρτα που έκλεισε με ορμή πίσω τους.

***


Η μέρα τελείωνε...
Στο γυρισμό, ο δρόμος ήταν περισσότερο έρημος, αβέβαιος. Ο ουρανός έγινε σκούρος και κάπου - κάπου, ένα δυό αστέρια τρεμούλιασαν ψηλά. Πέρα, τα βουνά μάκρυναν, αόριστα, γεμάτα μυστήριο. Βιαστικά γυρνούσαν στις φωληές τους πουλιά αργοπορημένα στο κυνήγι της ημέρας. Ήταν η ώρα που τα πάντα σφίγγουνται, σαν από πανάρχαιο ένστιχτο, στον εαυτό τους.
- Συγχώρεσέ με, Εσθήρ, ψυθίρισε ο Ελιέζερ θλιμμένα, κόβοντας τη σιωπή που τους είχε αποροφήσει, καθώς κατηφόριζαν προς το κυπαρίσσι. Θέλω να στέκω πλάι σου, να πολεμώ όπως και συ...Μα είναι, αλλοίμονο, υπέρτερο των δυνάμεών μου αυτό. Εκεί πάνω ( κόμπιασε λιγάκι) φαίνεται ότι εκεί πάνω, χάθηκε ο μισός εαυτός μου. Σου είμαι ένα βάρος και τίποτ' άλλο.
- Κουτέ, γύρισε και του είπε απότομα, μα γεμάτη τρυφερότητα, η αδελφή του. Του χάιδεψε απαλά το μπράτσο το στηριγμένο το στηριγμένο στο δικό της. Είχε συνηθείσει από καιρό να του φέρεται, πάνω - κάτω, σα σ' ένα άρρωστο παιδάκι.
...Μη σκέπτεσαι τώρα τίποτα, πάνω σ' αυτά...Αργότερα έχουμε όλο τον καιρό.
- Εσθήρ, ξανάπε λυπημένα ο τυφλός, ακολουθώντας μόνο τη σκέψη του. Να φύγουμε από δω. Είναι λυπηρό αυτό φοβερά και για τους δυό μας, το ξέρω. Μα φαίνεται πως πολλά άλλαξαν στην πατρίδα μας, από τότε που φύγαμε και που εμείς νομίζαμε τα ίδια. Είμαστε λίγο κουτοί Εσθήρ, είπε με συγκίνησι και στάθηκε. Όλα έχουν αλλάξει...Δεν είναι, δεν είμαστε όπως και πρώτα...
Προχώρησαν πάλι.
...Εδώ λίγοι δικοί μας ξαναγύρισαν. Κι' αυτοί βρίσκουν άπειρες δυσκολίες και σκέφτουνται να γυρίοσυν πάλι στην Αθήνα. Εκεί να πάμε και εμείς. Είμαστε πολλοί, θάχουμε πλάτες γερές, δε θάμαστε στο έλεος του Θεού. Έχουν τακτοποιηθεί τα πράματα στην Αθήνα, η Κοινότητά μας θα μας προστατέψει. Έχει δύναμι. Ας φύγουμε μια ώρα γρηγορότερα.
Μιλούσε τώρα ζωηρά, με αποφασιστικότητα.
Η Εσθήρ τον άκουγε σιωπηλή. Όχι γιατί την επιρρέαζαν τα λόγια του αδελφού της. Δίχως συζήτησι τα είχε απορρίψει. Μα ένοιωθε μια λύπη, μια απέραντη λύπη γεμάτη τρυφερότητα για τον Ελιέζερ. Πώς είχε καταντήσει! Πού ο παληός, ο θαυμαστός Ελιέζερ, το καύχημα του σπητιού; Το παραμικρότερο εμπόδιο τον τρόμαζε τώρα. Αλήθεια, σκέφτηκε με πόνο η Εσθήρ. Κάτι πέθανε απ' αυτόν αφ' ότου τυφλώθηκε.
Είχαν φτάσει στο κυπαρίσσι. Κουρασμένοι καθίσαν στο πέτρινο πεζούλι που το τριγύριζε.
Σχεδόν ήταν νύχτα.
Η βουή από την αγορά ερχόταν τώρα και έσβυνε εδώ, συγκεχυμένη, ακατάληπτη. Περισσότερο ακουγόταν ο βραδυνός, ανάλαφρος, ζωογόνος άνεμος, που φλοίσβιζε στο πυκνό, μαυρειδερό δέντρο, σα σε σπηλιά, γεμάτος μυστήριο. Μια χλωμή αντιφεγγιά, από τη μακρινή δύσι, τόνιζε ακόμα το περίγραμμα των πραμάτων.
Αισθανόταν ώμορφα την ώρα αυτή η Εσθήρ! Όλα καθάριζαν, κρυστάλλινα, φεγγερά μέσα της. Η ψυχή της, το είναι της ολόκληρο, υψωνόταν γυμνό και δυνατό σαν ατσάλινο ξίφος.
Δίχως να κυττάζει τον αδελφό της που υπάκουος σιωπούσε πλάι της, είπε αργά και σταθερά, με κάποιαν απόχρωση συγκίνησης στη φωνή:
- Θα μείνουμε εδώ Ελιέζερ. Εδώ έζησαν κι' εδώ πέθαναν τόσες γενιές δικών μας, πριν από μας. Εδώ θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε και μεις. Είμαστε γέροι πειά για να πάμε αλλού. Μπόρα είναι κι' αυτή και θα περάσει - κι' άλλως τε συνηθίσαμε στις μπόρες. Το σπήτι είναι δικό μας. Το μαγαζί επίσης. Τάχουν τώρα άλλοι; Είναι ο νόμος γι' αυτό. Αν προσωρινά πατιέται, μια μέρα, σύντομα, θα μας τα ξαναδώσει. Θα ξαναρχίσουμε τη δουλειά των προγόνων μας. Είμαστε τόσο ολιγαρκείς! Οι δυό μας γρήγορα θα νοικοκυρευτούμε. Χρειάζεται μόνο υπομονή και δουλειά.
Προχωρώντας στην ομιλία της, γινόταν κοφτή, αποφασιστική. Τα μάτια της αστράφταν στο τελευταίο φως του ουρανού.
Ο τυφλός την άκουγε - ήταν όλα της τα λόγια ένα γλυκό νανούρισμα.
...Όσοι μείνουμε εδώ, συνέχισε η Εσθήρ - και θα μείνουμε πολλοί, θα δεις Ελιέζερ, θα φκιάξουμε μια νέα Κοινότητα να προασπίσει τα δίκαια μας. Έτσι θα παλαίψουμε καλλίτερα. Θυμάσαι Ελιέζερ, τα χρόνια τα καλά, τη σοφή συμβουλή που μας έδινες συχνά τα βράδια στο σπήτι; Ήμουν γυναίκα και ξέρω πως δεν απευθυνόταν σε μένα - μα εγώ την άκουγα και την έθαφτα βαθειά μέσα μου. Και τώρα, που μόνο εμείς μείναμε από τόσους ανθρώπους του σπητιού μας, έσκυψα και την ξέθαψα - σαν θησαυρό. Τι κάνουν τα άγρια άλογα Ελιέζερ όταν κινδυνεύουν;
- Ένα κύκλο, είπε με μικρό χαμόγελο ο τυφλός και με τις οπλές τους κάνουν αδιαπέραστο το τείχος αυτό. Κανένα αγρίμι της ζούγκλας δεν τολμάει να το πλησιάσει.
- Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς οι Εβραίοι, στον τόπο αυτό που είναι πατρίδα μας, συνέχισε η Εσθήρ. Δεν θα φύγουμε απ' εδώ ποτέ. Ποτέ!...
Ακουγόταν ο άνεμος που πλημμύριζε το κυπαρίσσι. Ακόμα ερχόταν μακρυνή η βουή της αγοράς. Είχαν ανάψει τα πρώτα φώτα της πολιτείας και μια αντιφεγγιά ερχόνταν απαλή στην έρημη πλαταιούλα. Τριγύρω παράθυρα ήταν φωτισμένα και κάπου ακουγόνταν μια φωνή, παιδική ή γυναικεία, που κάτι έλεγε ή ζητούσε. Η Εσθήρ κυττούσε άπληστα μπροστά της. Ανέπνεε βαθειά όλη αυτή την ταπεινή ευτυχία που την ένοιωθε πλάι της και που της ήταν τόσο γνώριμη.
Ο τυφλός δε μιλούσε. Κοντά της αισθανόνταν τώρα σα ν' ακουμπούσε σε κάτι στέρεο.
- Όπως θέλεις Εσθήρ είπε μαλακά.
Κι' ύστερ' από λίγο με πόνο:
- Αχ μόνο που εγώ δεν μπορώ τίποτα να σου προσφέρω. Φοβάμαι ακόμα πως σου είμαι ένα επιζήμιο βάρος. Ντρέπουμαι, ντρέπουμαι γι' αυτό...
Βίαια, με συγκίνησι και πάθος, η αδελφή του γύρισε και τον αγκάλιασε. Αισθανόνταν τα μαλλιά της στο πρόσωπό του, στο λαιμό του. Και τη φωνή της που του ψυθίρισε στο αυτί:
- Συ του είπε, συ; Αρκεί ότι είσαι κοντά μου, τίποτ' άλλο δε ζητώ από σένα. Είναι αυτή σου η προσφορά ανυπολόγιστη, όσο δε μπορείς να φαντασθείς. Γιατί ίσως, όταν μου λείψεις και δε νοιώθω κοντά μου και μείνω μόνη στη ζωή, τότε το θάρρος μου αυτό, που θαυμάζεις, θα πέσει στη γη και σαν ένα κομμάτι γυαλί θα γίνει χίλια κομμάτια...
                                                                                                         1949
                                                                                                   Κίμων Τζάλλας
Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Ηπειρωτικές σελίδες, Σεπτέμβριος 1952, αρ. φύλλου 1

Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του κειμένου.


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Η ξενιτιά είναι ο μόνος τόπος

" Ξένοι; Ποιοι ξένοι; - ρώτησε.
Ξένοι σε τι; Και πού; Θα πει, λοιπόν: υπάρχει τόπος
απ' όπου φύγαμε για να γίνουμε ξένοι· - τόπος δικός μας,
τόπος αλλού, που περιμένει την επιστροφή μας".

Ο τόπος είναι  εδώ.
Ο τόπος είναι ετούτος.
Η ξενιτιά είναι ο μόνος τόπος.

Γιάννης Ρίτσος, Τοιχοκολλητής, Κέδρος, Αθήνα 1978, 3η έκδοση

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Θόδωρος Αγγελόπουλος

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Oι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής (μαζί τους, όμως, κι ένας «ανανήψας “αριστερός”»), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος. Μπροστά σ' ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ' ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ' τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι, και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.

Οι κυνηγοί (1977)

Διακρίσεις: 1977. Golden Hugo (βραβείο καλύτερης ταινίας) στο Φεστιβάλ του Σικάγου· Βραβείο της Ένωσης Τούρκων Κριτικών Κινηματογράφου. Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών 1977.


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

«Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Εις μνήμην»


του Γιώργου Δουατζή
Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να μην απελπίζομαι. Γράφουμε με την ελπίδα ότι έστω και ένα τέταρτο της ώρας αφού πεθάνουμε κάτι θα έχει μείνει. Λίγο είναι αυτό;
(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

Δεν γνώρισα παρά μόνον δύο ιερουργούς της Ποίησης τόσο ταπεινούς, τόσο μεγάθυμους, όσο ο Τάσος Λειβαδίτης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Ο χαμός της, οδυνηρή απώλεια για τα Ελληνικά Γράμματα. Πολλοί τη χαρακτήρισαν ως τη μεγαλύτερη γυναικεία ποιητική φωνή του καιρού μας, και ίσως όχι αδίκως.
Θυμάμαι τη γλυκύτητά της, το αβίαστο χαμόγελο, την πονηρή λοξή παιδική ματιά, την εμβρίθεια της σκέψης της, το μικρό άβολο γραφείο της, τη λιτότητα της ζωής της, τα ξαφνικά τηλεφωνήματα για να μου μιλήσει για κάθε βιβλίο που της έστελνα. Αλλά κυρίως, θυμάμαι τη μεγαθυμία προς κάθε ομότεχνό της και κυρίως προς τους νέους ποιητές. Αγαπούσε τους ανθρώπους, δεν είχε ίχνος συμπλέγματος λόγω της αναπηρίας που τη συνόδευε σε όλη τη ζωή της.

Όταν η μνήμη άρχισε να της παίζει άσχημο παιχνίδι, δεν δίσταζε να με ρωτήσει: Ποιος είσαι; Της απαντούσα: Τα κόκκινα παπούτσια. Ήταν ποίημά μου που αγαπούσε. Και τότε, αμέσως: Δουατζή μου, Δουατζή μου, τι κάνεις; Μου ζητούσε να τη συνοδεύσω ως το Φίλιον να φάει το γλυκό της με βουλιμία μικρού παιδιού.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημά της όταν έλαβε το βιβλίο μου Τα Κάτοπτρα. Ήταν κοντά μεσάνυχτα κι άκουσα τη φωνή της: Σου έχω ένα μικρό δώρο και να έρθεις αύριο να το πάρεις. Την άλλη μέρα είχα στα χέρια μου ένα μικρό μπλοκάκι, όπου είχε αντιγράψει τις παραγράφους που διάλεξε από τα Κάτοπτρα. Συγκινημένος, της πρότεινα να γράψει τον αντίλογό της σε αυτά που είχε επιλέξει. Κι έτσι, γεννήθηκε το κοινό μας βιβλίο, Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών. Αυτόν τον διάλογο παρουσιάσαμε μαζί πέρσι τον Φεβρουάριο στο Θέατρο Αλεξάνδρεια, με συνοδεία την υπέροχη μουσική του Γιώργου Βαρσαμάκη.

Ας αντιπαρέλθω όμως τις –πολλές– προσωπικές αναμνήσεις και να παραθέσω μικρή επιλογή των λόγων της, από συνέντευξη που της είχα πάρει πριν από περίπου δέκα χρόνια.

– Δεν ξέρω τι θα πει ματαιοδοξία. Δεν θυμάμαι ποτέ να έγραψα κάτι για να τυπωθεί. Κι έπειτα, ήμουνα τυχερή με επιτυχίες από την πρώτη εμφάνιση στα δεκαεφτά μου χρόνια. Οπότε δεν υπήρχε λιβάδι για να φυτρώσει η ματαιοδοξία.

– Τώρα τελευταία με ενοχλεί αφόρητα η φιλοδοξία, η λύσσα για προβολή των νέων. Εγώ ήξερα ότι όταν γράφεις ποίηση, δεν περιμένεις τίποτα.

– Ποίηση... Η ζωή μου είναι. Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι τα παιδιά τους, εγώ την ποίηση.

– Δεν θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να μην έγραφα. Είχα την τύχη να έχω πολύ μορφωμένους γονείς και νονό τον Καζαντζάκη, με του οποίου την ενθάρρυνση δημοσίευσα το πρώτο μου ποίημα στο περιοδικό Καινούργια εποχή, σε ηλικία δεκαεφτά ετών.
Εγώ ήξερα ότι όταν γράφεις ποίηση, δεν περιμένεις τίποτα.

– Την ώρα της γραφής έχω μια αόριστη θεματική κατάσταση μες στο μυαλό μου, πιάνω το μολύβι και ξαφνικά η μία λέξη βγάζει μία άλλη λέξη και η επόμενη βγάζει άλλη με ένα άλλο νόημα και στο τέλος βγαίνει το ποίημα. Είναι μια έκπληξη αυτό που βγαίνει. Έτσι γράφω.

– Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή. Παρότι πλήρωσα το τίμημα της ζωής με το που μπήκα, με εισιτήριο την αρρώστια μου. Το ότι έζησα ήταν σκέτο θαύμα. Έκανα εγχείρηση στο πόδι όταν ήμουν επτάμισι ετών και διασώθηκα. Έζησα με μια αναπηρία, η οποία όμως δεν με εμπόδισε να χορέψω, να κολυμπήσω, να χαρώ τη ζωή.

– Ο έρωτας είναι το παν. Και... ένα από τα δύσκολα πράγματα της ηλικίας είναι αυτό. Ότι ζω χρόνια τώρα χωρίς τον έρωτα. Δεν καταλαβαίνω πώς αναπνέω, πώς δουλεύω χωρίς αυτόν.

– Η μοναξιά δεν με πειράζει. Δουλεύω, διαβάζω, κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν. Με πειράζει λιγότερο να μένω μόνη σπίτι, παρά να βρίσκομαι με ανθρώπους για να μην είμαι μόνη και έτσι να νιώθω περισσότερη μοναξιά.

– Τα γηρατειά δεν καταπίνονται εύκολα. Όσο καλές και να είναι οι συνθήκες ζωής σου, πλησιάζεις στο τέλος. Ό,τι κάνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε βρίσκεται κάτω από τη σκιά του μέλλοντος. Λέμε θα γράψω, θα κάνω, θα φτιάξω. Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος.

– Δύο πράγματα δεν μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και το θάνατο.

– Με απωθεί η ψευτιά, η ραδιουργία. Με θέλγει η καλοσύνη, το χιούμορ και η εξυπνάδα.

– Ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα στο οποίο είμαι τσιγκούνα. Δεν θέλω όσο μεγαλώνω να τρώνε το χρόνο μου, που είναι πολύτιμος.

– Πλούτος είναι να αισθάνεσαι ότι έχεις ζωή μέσα σου και ότι θέλεις να τη μεταδώσεις. Δόσιμο και δημιουργία είναι ταυτόσημες έννοιες.

– Εκδίδω βιβλία από φυσικότητα. Είσαι έγκυος, στους εννέα μήνες γεννάς. Έτσι είναι και το βιβλίο.

– Ο ποιητής πρέπει να έχει αξίες ζωής. Αν δεν έχει, θα βγει κακό το ποίημα.
Χειρόγραφο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από το βιβλίο Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών (Στίξις, 2017).

Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες

Στ' όνειρο μου απόψε
τον καλούσα με τ' όνομά του
του μιλούσα στον ενικό
με μια οικειότητα που ποτέ
δεν μου είχε επιτρέψει ως τότε.
Αχ, εσύ του' λεγα
και την ποιητική άδεια τού ζητούσα
ν' αποσυρθεί ο νους μου
απ' τα εγκόσμια κάλλη του συνομιλητή μου
ν' αδειάσει το κεφάλι μου
από εικόνες που περιέχουν αφές
φωνές όλο γεύσεις από χείλια πατικωμένα με νύχτα.
Να' μαι στη σκέψη αγνή, αγνή παραμιλούσα
να μη θέλω τίποτα έξω από σένα.

Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες
σκέφτηκα μες στη λογική του ύπνου
τώρα που ερωτεύτηκα το θάνατο

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Του έρωτα χωρίς μέλλον από την συλλογή Ωραία έρημος η σάρκα, Καστανιώτης, Αθήνα 1995
Η σπουδαία αυτή ποιήτρια έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
"..." ένα τίποτα" είπαμε και πέρασε η ζωή..."

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Λόγια της Τρέλας

Ο Τρελός
"Ήταν ένα μεγάλο άσπρο πουλί πάνω από μια μεγάλη, μοναχική θάλασσα, ζυγιζόταν σε μια αιώνια φωτεινότητα, ψηλά μέσα στο γαλάζιο. Το κεφάλι του χτυπούσε στα άσπρα σύννεφα, ήταν ο γείτονας του ήλιου που γέμιζε πάνω από το κεφάλι του τον ουρανό, ένα μεγάλο χρυσαφένιο πιάτο που άρχιζε να βουίζει τρομαχτικά.
Οι φτερούγες του πιο άσπρες από μια θάλασσα χιονιού, με άξονες δυνατούς ωσάν κορμούς δέντρου, ανοιγόκλειναν στον ορίζοντα, βαθιά κάτω στην παλίρροια πορφυρά νησιά φάνταζαν να κολυμπούν, όμοια με μεγάλα ροδόχροα κοχύλια. Μία ειρήνη δίχως τέλος, μία αιώνια ηρεμία έτρεμε κάτω από αυτόν τον αιώνιο ουρανό.
Δεν ήξερε, αυτός πετούσε τόσο γρήγορα, ή κάτω από τον ίδιο τραβούσαν μακριά τη θάλασσα. Αυτό ήταν λοιπόν η θάλασσα.

...................................................................................................

Διάβολε, τι ωραία ήταν, να είσαι πουλί. Μα γιατί δεν είχε γίνει από καιρό ένα πουλί; Και έτσι περιέστρεφε τα χέρια του μέσα στον αέρα.

..................................................................................................

Πίσω από την πόρτα εμφανίστηκε ένας άνδρας, τοποθέτησε ένα όπλο στο μάγουλό του, και τράβηξε. Το βλήμα βρήκε τον παράφρονα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τρίκλησε μια-δυό φορές, και μετά έπεσε με το βάρος του πάνω στο τελευταίο του θύμα, κάτω από τα ποτήρια που έτριζαν.
Και καθώς το αίμα ξεπεταγόταν από την πληγή, ήταν σαν να βυθιζόταν πια στο βάθος, ακόμη πιο βαθιά, τόσο ανεπαίσθητα όπως ένα χνουδάτο φτερό. Μια αιώνια μουσική ανέβαινε προς τα πάνω και η καρδιά του που πέθαινε άνοιγε και δεχόταν τρέμοντας την απέραντη αιωνιότητα"
                                                         Gottfried Benn, George Heym, Ο Τρελός

Λόγια της Τρέλας, Επιλογή- Μετάφραση - Σχόλια: Νίκος Τζαβάρας, Ίνδικτος, Αθήνα 2017.
Μια μικρή συλλογή ποιημάτων και πεζών των Friedrich Holderlin, Friedrich Nietzsche, George Buchner, Paul Celan, Robert Walser, Franz Kafka, Rainer Maria Rilke,Gottfried Benn, Ernst Herbeck και Απόστολου Κελεσίδη, Διονύσιου Σολωμού από το Νίκο Τζαβάρα,  ψυχίατρο, καθηγητή ψυχιατρικής, ψυχαναλυτή, μέλος και διδάσκοντα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και π. πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
" Η παρουσίαση αποσπασμάτων από ποιήματα και πεζά κυρίως Γερμανών συγγραφέων, κείμενα που περιλαμβάνουν στο σύνολό τους αναφορές σε οριακές ψυχικές καταστάσεις, εκπηγάζει από την αγάπη μου για την ποίηση, που συνόδευσε για δεκαετίες την επαγγελματική μου δραστηριοποίηση στην ψυχιατρική και ψυχανάλυση. Θα έλεγα ότι η έκδοση κινείται σε τρεις διαστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το προσωπικό μου ενδιαφέρον αναφορικά με τη σύνδεση που επιτυγχάνεται - διαμέσου της Τέχνης - ανάμεσα σε ακραία βιώματα μιας δοκιμαζόμενης υποκειμενικότητας και της αισθητικής τους ανάπλασης που τα αναδεικνύει και τα καθιστά εγγύτερα, περισσότερο απτά(...)
Η δεύτερη διάσταση, που πρόδηλα συνυφαίνεται με την πρώτη, είναι η σύγκριση ανάμεσα στην παραδειγματική συγκρότηση κλινικών διαγνωστικών προτύπων που καταλήγουν στο φάσμα τυπολογιών και στο ανάλογο εύρος των προσώπων που προσφέρει η καλλιτεχνική αφήγηση(...)
Μία άλλη διάσταση, η τρίτη που θα ήθελα να υπογραμμίσω είναι η εντέλει βαθειά αισθητική ικανοποίηση που μπορεί να προκύψει από την ανάγνωση της εξιστόρησης " ασυνήθιστων" οριακών ψυχικών συνθηκών: της τρέλας, των ψυχώσεων, της αμείλικτης κατάθλιψης(...)
Τα κλάσματα από τα πεζά και ποιήματα που επελέγησαν έχουν κατά την κρίση μου εκείνη την ποιότητα η οποία εδραιώνει σχεδόν αδιαφιλονίκητα τη θέση τους στη γερμανική λογοτεχνία(...)
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω ότι οι συγγραφείς αυτοί μπορεί να θεωρηθεί πως ανήκουν σε δύο σύνολα. Αφενός εκείνοι που διέθεταν την ισχυρή περιέργεια και διαισθητική ικανότητα να εισχωρήσουν στην ψυχική πραγματικότητα ανθρώπων με αποκλίνουσες , αλλόκοτες ή ψυχωτικά ασταθείς συμπεριφορές δίχως οι ίδιοι να έχουν οδηγηθεί σε κάποιας μορφής ψυχιατρική νοσηλεία· και αφετέρου εκείνοι, όπως ο Holderlin, που γνώρισαν ή οδηγήθηκαν οριστικά στη μονιμότητα της ψυχωτικής αλλοίωσης που εκφράζεται κατά την εκπόνηση των έργων τους(...) ( Από τον Πρόλογο του Νίκου Τζαβάρα )

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Ναζίμ Χικμέτ, η ιστορία του Γκιαούρη Τζεμάλ...


- Η πόρτα χτυπάει, Νουρή.
- Καλά, πηγαίνω να δω.
Ο μαστρο - Νουρή πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι του αλλά η μάνα του τον σταμάτησε.
- Μη σηκώνεσαι, Νορή. Θα πάω εγώ να δω.
Αυτό το χτύπημα μοιάζει με το χτύπημα του φίλου σου του Γκιαούρη, γι' αυτό σου το είπα.
Πράγματι, ήταν ο Γκιαούρης Τζεμάλ, ο δάσκαλος.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο πήγε προς το κρεβάτι του μαστρο - Νουρή. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπό του.
- Δεν έχεις πυρετό.
Και αμέσως γύρισε στην μάνα του μαστρο - Νουρή.
- Γιατί, τον αφήνεις μάνα, να τεμπελιάζει στο κρεβάτι;
Έβγαλε μερικές γαλλικές εφημερίδες που είχε στις τσέπες του και τις άφησε πάνω στον καναπέ.
Πήγε και κάθισε δίπλα στο μαγκάλι.
- Να φτιάξω ένα καφέ στα γρήγορα για μένα, είπε.
Ο δάσκαλος Γκιαούρης Τζεμάλ, έχει ένα σγουρό κοκκινωπό μούσι. Τα ακατάστατα μαλλιά του πετάνε από τις άκρες του φεσιού. Φορά ένα ασιδέρωτο παντελόνι και ένα σακκάκι με γιακά λιγδωμένο.
- Πρόσεξε, μόλις ήρθα είπα "να ψήσω έναν καφέ". Γιατί πίνουμε καφέ; το σκέφτηκες ποτέ μαστρο - Νουρή;
Να πεις για την γεύση του, δεν είναι, για την μυρωδιά του; και αυτό δεν είναι, αντί να πιείς καφέ για την γεύση του, πιες λεμονάδα...για την μυρωδιά του; και αυτό δεν είναι. Η μυρωδιά του νερού αυτού που θυμίζει μπουγάδα, με στουπέτι νερατζιών δεν είναι τίποτα. Δήθεν ηρεμούν τα νεύρα. Λόγια! Για ποιες μέρες είναι το ρακί; δήθεν για χώνευση. Ανοησία...φάε μήλα μετά το φαγητό.
Γιατί πίνουμε αυτό το χαμένο; γιατί πρώτα πρώτα, αν δεν πιούμε εμείς καφέ πού θα πουλήσουν οι καφετζήδες τους καφέδες τους; Μετά, ξέρεις, αυτό που λέγεται συνήθεια;
Ξέρεις ότι η μεγαλύτερη δύναμη και η μεγαλύτερη κοροϊδία για τον άνθρωπο είναι αυτό που λέγεται συνήθεια; Πρώτα εμείς πλάθουμε για τον εαυτό μας ένα κόσμο, με το μύλο του καφέ, με το μπρίκι, με τον καφέ του, με το σπίτι του, με το ντιβάνι του, με το δίκιο και τη φιλοσοφία του. Μετά γινόμαστε αιχμάλωτοι του κόσμου αυτού που φτιάξαμε και τότε αρχίζει εκείνος να μας πλάθει.
Κάποια φασαρία, ένας καβγάς, μέχρι να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο μέσα από τον παλιό...για να καταφέρουν το λιοντάρι να συνηθίσει σε κλουβί, το πιάνουν από μικρό και το βάζουν μέσα...
Εμάς, και στα σαράντα μας να μας βάλουν φυλακή, συνηθίζουμε την τρίτη μέρα, και αφού μείνουμε στην φυλακή δέκα χρόνια και μας αφήσουν, μέσα σε τρεις βδομάδες ξεχνάμε τον τόπο που μείναμε δέκα χρόνια.
Ενώ ο Γκιαούρης, δάσκαλος Τζεμάλ, εξακολουθεί την διάλεξή του για τον καφέ, ο μαστρο - Νουρή συλλογίζεται τη ζωή αυτού του περίεργου ανθρώπου, δύο πράγματα του Τζεμάλ είναι φημισμένα: το ότι είναι Γκιαούρης και το γένι του.
Η φήμη για το γκιαουρλίκι του είναι τεσσάρων χρόνων. Για την αιτία αυτή ο ίδιος λέει:
- Ήμουνα δάσκαλος της ιστορίας και της Γεωγραφίας στην Ανατολή.
Την χρονιά της ανακήρυξης του συντάγματος, στην πόλη υπήρχαν δυο σοκάκια, ένα ρέμα φημισμένο για τα ψάρια του, ένα ξενοδοχείο, η "Σταμπούλ", το χάνι των τεσσάρων καμηλιέρηδων, ένα καφενείο με καθρέπτη και σαρανταδύο τζαμιά μικρά και μεγάλα. Μάλιστα, σαρανταδύο, τα μέτρησα ένα - ένα. Το Γυμνάσιο ήταν στην κορφή ψηλά αν κοιτάξει κανείς την Πόλη από την πεδιάδα το πρώτο που θα δει είναι το τριώροφο, πέτρινο κτίριο μας.
Ένας πασάς, που πέρασε στην οθωμανική λογοτεχνία, μεταφράζοντας το έργο φράγκου συγγραφέα, έκτισε το σχολείο μας στην Πόλη αυτή, όπου είχε εξοριστεί διοριζόμενος ταυτόχρονα έπαρχος. Ήταν η πρώτη και τελευταία πράξη του...γιατί όταν τόλμησε να μετατρέψει την πορεία της σιδηροδρομικής γραμμής και από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων, να την οδηγήσει μέσα στην πόλη, ξεσηκώθηκαν οι προύχοντες της επαρχίας, εναντίον του φημισμένου αυτού πασά, λέγοντας ότι " η διάβαση του μαύρου φιδιού από τα χωράφια θα πειράξει την παραγωγή, θα σκάσουν τα γιδοπρόβατα από φόβο και ότι γυναίκες θα γίνουν στείρες", αντιστάθηκαν στην πραγματοποίηση του γκιαούρικου αυτού δρόμου και κάνοντας μια αναφορά προς το Σουλτάνο Αβδουλχαμίτ εμπόδισαν τον πασά, τον λάτρη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, να ασχολείται με υποθέσεις που δεν έχουν σχέση με τους Γάλλους κλασικούς, όπως η σιδηροδρομική γραμμή, πετυχαίνοντας να προαχθεί και να μετατεθεί σε μια από τις μακρινές επαρχίες.
Έψαξα από περιέργεια για τους πραγματικούς λόγους αυτής της υπόθεσης της σιδηροδρομικής γραμμής. Το θέμα ήταν ότι δύο γνωστές οικογένειες, από τους προύχοντες, είχαν τα καραβάνια που εκτελούσαν δρομολόγια ανάμεσα στις επαρχίες.
Για σκέψου για λίγο αυτά τα καραβάνια να περνούν από τις πύλες των πόλεων μεταφέροντας σύκα, σταφύλια, καπνό, υφαντά και τα τελευταία χρόνια γκαζοτενεκέδες και μπασμάδες και φέρε μπροστά στα μάτια σου τον πασά, τον λάτρη των Γάλλων κλασικών, να θέλει το σιδηρόδρομο φιμώνοντας τους πονεμένους ήχους νοσταλγίας, και ξενιτιάς των καραβανιών.Στην πόλη αυτή ήταν πολλοί αυτοί που μιλούσαν με σεβασμό για τον πασά. Με ευγνωμοσύνη ανέφεραν τον ιδρυτή του σχολείου μας κυρίως οι μεγάλοι υφασματέμποροι, εκείνοι που έστελναν στα λιμάνια σταφύλια, σύκα και καπνά, αυτοί που είχαν συναλλαγές με την Ευρώπη.
Στην πόλη αυτή εγώ ήρθα ένα χρόνο πριν από την ανακήρυξη του συντάγματος. Με την ανακήρυξη του συντάγματος, όσοι ανάφεραν  με ευγνωμοσύνη για τον ιδρυτή του σχολείου μας έγιναν ανεξαίρετα ενωτικοί.
Είχα πολλά όνειρα για το σχολείο. Η εφαρμογή τους απαιτούσε βοήθεια.
Πήγα και είπα τις απόψεις μου στον μεγάλο υφασματέμπορα Εμίν Εφέντη, ο οποίος ήταν το πιο φανατικό μέλος του "ενωτικού".
Μίλησε στο σύλλογο και μου είπε την απόφαση:
Ο Τζεμάλ μπέης να μην ανησυχεί, είμαστε μαζί του...
Δώσαμε τα χέρια και αρχίσαμε δουλειά. Επίλεξα εικοσιδυό νέους, δυνατούς και έξυπνους, ανάμεσα από τους τελειόφοιτους. Ο Εμίν Εφέντης έφερε από την Πόλη,μια μπάλα, παραγγελία δική μου, την πέταξα στα πόδια τους, και πήρα και εγώ μια σφυρίχτρα, έτσι αρχίσαμε το παιχνίδι. Ευτυχώς κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε, βλέποντας τα παιδιά να παίζουν μπάλα με κοντό παντελονάκι αν και ήταν κάτι ασυνήθιστο.
Εκείνος που άφρισε όμως, ήταν ο δάσκαλος των θρησκευτικών, το συζήτησε με ορισμένους οπισθοδρομικούς προύχοντες, πήγε και τους είπε:
- Αυτοί είναι σε διάσταση με τον δικό μας Εμίν Εφέντη. 
Αλλά στα παρασκήνια των ποδοσφαιρικών αγώνων μας ήταν ο Εμίν Εφέντης. Έφερε ακόμα και την μπάλα. Η υπόθεση μπερδεύτηκε.
Το ποδόσφαιρο μας βρήκε υποστηριχτές στο σύλλογο των ενωτικών - προοδευτικών, στο όνομα της δικαιοσύνης, ισότητας, ελευθερίας, σα να επρόκειτο για το κεφάλι κάποιου μάρτυρα της ελευθερίας.Οι καμηλιέρηδες, όταν είδαν ότι το κόμμα μας θα παίξει μπάλα και θα νικήσει έβαλαν τον δάσκαλο των θρησκευτικών να επιτεθεί εναντίον μου, στην αίθουσα αναμονής.
Αρχίζοντας από τον ιερό νόμο και καταλήγοντας στο γεγονός ότι κατέβασα τους μαθητές στο επίπεδο εκείνων που είναι ξυπόλητοι, δεν μου άφησε ούτε πίστη ούτε θεό.
Άκουγα τα λόγια του γελώντας και είχα σκοπό να τον ακούσω και  άλλο. Ξαφνικά γύρισα και είδα την πόρτα μισάνοιχτη. Ένα σωρό ματάκια παιδιών με κοίταζαν από τη χαραμάδα, οι μαθητές μου είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα και άκουγαν τον δάσκαλο θρησκευτικών να αναθεματίζει  τον δάσκαλο Τζεμάλ από την πόλη.
Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Γύρισα και του είπα απότομα και με δυνατή φωνή: "σταμάτα πάψε!" Ο δάσκαλος σώπασε. " Άκουσε", του είπα, οι μαθητές χρειάζονται την υγεία τους κι ευλυγισία για ν' αποκτήσουν και λίγη τόλμη, τότε αυτό το πράγμα που παίζουμε, όχι μπάλα πέτσινη, αλλά και το κεφάλι του χαλίφη Αλή να ήταν, εγώ πάλι θα σφύριζα και θα τους παρακινούσα να παίξουν. Ένα αυτό...δεύτερον, ισχυρίζεσαι ότι είμαι άθεος, άθρησκος, και άπιστος, μπορεί να είμαι αυτό που λες, μπορεί και όχι, όμως αυτό αφορά μόνον εμένα. Εγώ όμως στο μάθημα της Γεωγραφίας μπορώ να αποδείξω την ορθότητα όσων διδάσκω. Ενώ εσύ;
Μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη αυτού που διδάσκεις ότι υπάρχει;
Όπως άρχισα απότομα, έτσι και απότομα σταμάτησα.
Επικράτησε τέτοια σιωπή στην αίθουσα που για μια στιγμή τρόμαξα από τη φωνή μου.
Κοίταξα γύρω μου. Το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο ακόμα και από το σαρίκι του.
Ο διευθυντής είχε γίνει κατακόκκινος. Είχαμε ένα δάσκαλο των μαθηματικών, φαλακρό, χοντρό, και χαζό και αυτός ήταν έτοιμος να κλάψει.
Ξαφνικά ο δάσκαλος πετάχτηκε από τη θέση του. Και χωρίς να καταλάβω καλά - καλά τι συμβαίνει, με έφτυσε στο πρόσωπο φωνάζοντας μου " άπιστε, άπιστε, άπιστε" και έφυγε τρέχοντας περνώντας ανάμεσα από τους μαθητές που είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.
Μπροστά στην είσοδο του σχολείου, πρόλαβα τον δάσκαλο, τον άρπαξα από το γιακά, όταν είδε το χέρι μου στο γιακά του άρχισε να φωνάζει.
Όταν κατάφεραν οι μαθητές να τον πάρουν από τα χέρια μου είχε γίνει πια σαν μαδημένος κόκορας.
Το ίδιο βράδυ και στα σαρανταδύο τζαμιά της πόλης, και οι οι σαρανταδύο χοτζάδες έβριζαν τον δάσκαλο της γεωγραφίας σαν " Γκιαούρη Τζεμάλ", οι προύχοντες των Καμηλιέρηδων έστειλαν τηλεγραφήματα στο Υπουργείο Παιδείας, στη διεύθυνση θρησκευμάτων, στην Πρωθυπουργία.
Η απόλυσή μου ήρθε μετά από σαρανταοχτώ ώρες.
Ενώ τα καραβάνια με τα κουδούνια τους μετέφεραν από πόλη σε πόλη την περιπέτεια του "Γκιαούρη Τζεμάλ...". Το παρατσούκλι " Γκιαούρης" δόθηκε στον Τζεμάλ από την περιπέτεια αυτή.
Όσο για το γένι του, λένε ότι το κουβαλάει στο πρόσωπό του εδώ και έξι χρόνια για να ξεγελάσει κάποιο ψυχικό πόνο.
Ο μαστρο - Νουρή θα μπορούσε να ρωτήσει τον ίδιο τον Τζεμάλ αν οι διαδόσεις αυτές ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Όμως, προτίμησε να μην μάθει την αιτία της ιστορίας για το γένι του.(απόσπασμα)

Ναζίμ Χικμέτ, Μια χειμωνιάτικη νύχτα, μετφρ. Γ. Εγγλέζος, Εκδόσεις Ν.Α. Δαμιανού, χ.χ.

Στις 15 Ιανουαρίου 1902 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο προλεταριακός ποιητής και πεζογράφος της Τουρκίας Ναζίμ Χικμέτ.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ...

Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.

Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα, 
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.

Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή, 
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόροι.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος: Τροπάρια για φονιάδες

Σαν σήμερα το 1919 δολοφονήθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η κόκκινη Ρόζα.