Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Χαλκώματα γανώνωωω!

Θυμάμαι μικρή στο χωριό μου να αναφέρεται το επάγγελμα του γανωτζή. Ένας άνθρωπος έκανε αυτή τη δουλειά και έτσι τον φώναζαν όλοι. Δεν γνώριζα όμως ποια ακριβώς ήταν αυτή η δουλειά.
Φοιτήτρια στο τρίτο έτος, παρακολουθούσα ένα φροντιστηριακό μάθημα στη Λαογραφία που είχε άμεση σχέση με τα χαλκώματα. Αν και ζούσα ήδη τρία χρόνια στα Γιάννενα δεν ήξερα ότι υπήρχε ένας ολόκληρος δρόμος , η οδός Ανεξαρτησίας, με χαλκωματάδικα. 
Μαζί με την υπεύθυνη του εργαστηρίου τότε, την Ευαγγελία Ντάτση, επισκεφτήκαμε ένα χαλκωματάδικο. Πρώτη φορά έμπαινα σε έναν τέτοιο χώρο και ήταν σαν να περνούσα το κατώφλι μιας άλλης εποχής.
 Τα χάλκινα σκεύη και η χαλκοτεχνία στην Ήπειρο έχουν μακραίωνη ιστορία.
Το χαλκωματάδικο είναι το εργαστήριο που φτιάχνονται χάλκινα αντικείμενα απαραίτητα κάποτε για τον εξοπλισμό κάθε νοικοκυριού. Στην πρόσοψη του εργαστηρίου γκιούμια, μαστραπάδες, τηγάνια, κακκάβες, νταβάδες, ρακοκάζανα, καζάνια, σινιά , λεκάνες και διάφορα άλλα σκεύη μικρά και μεγάλα. Άλλα στο φυσικό κόκκινο χρώμα του χαλκού και άλλα στο καφεκόκκινο ή χρυσοκίτρινο του μπρούντζου. Όλα όμως κασσιτερωμένα στο εσωτερικό για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παρασκευή φαγητών ή στη μεταφορά και αποθήκευση προϊόντων. 
Στο εσωτερικό του εργαστηρίου οι χαλκωματάδες δούλευαν με τα φύλλα χαλκού και με διάφορα εργαλεία και τεχνικές όπως της συρραφής των φύλλων, του πυρώματος, της σφυρηλάτησης και του σφυρίσματος έφτιαχναν τα χάλκινα αντικείμενα. Άλλα απαιτούσαν ιδιαίτερες τεχνικές και άλλα ήταν πολύ απλά στην κατασκευή τους. Κανένα σκεύος όμως δεν ήταν έτοιμο αν δεν το περνούσαν με κασσίτερο , με καλάι. 
Τα χάλκινα σκεύη ήταν απαραίτητα σε ένα νοικοκυριό γι' αυτό και τα πήγαιναν δώρα στους γάμους.
Η συχνή χρήση όμως προκαλούσε φθορά στη εσωτερική επίστρωση με κασσίτερο και έπρεπε σε συχνά χρονικά διαστήματα να τα καλαλίζουν ή να τα γανώνουν. 
Αυτή τη δουλειά την έκαναν οι καλαντζήδες ή γανωτζήδες ή αλειφειάδες. 
"Οι πρώτοι Καλαντζήδες εμφανίζονται από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα (18ος αι.) στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε “Καλαντζομάνα”. Η παράδοση δεν μας δίνει στοιχεία για το πώς και ποιοι πρωτόμαθαν την τέχνη. Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η Καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας: Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών. Τώρα (β' μισό του 20ου αιώνα) στα περισσότερα από αυτά τα χωριά έπαψαν να βγαίνουν Καλαντζήδες.
 Ξεκινούσαν, κυρίως την Άνοιξη, σε ομάδες ανά 3-4, μεταξύ των οποίων απαραίτητα υπήρχε και ένας (τουλάχιστον) μαθητευόμενος. Άλλαζαν στο ξεκίνημα του ταξιδιού τους και ξανάλλαζαν κατά την επιστροφή τους τον Αϊ Δημήτρη (τον Οκτώβριο). Ο δρόμος του μαρτυρίου άρχιζε από την Ήπειρο. Φορώντας κάποιου είδους παπούτσια οι μαστόροι και ξυπόλυτοι, κατά κανόνα, οι μαθητευόμενοι οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους και το μεγαλύτερο φόρτωμα των εργαλείων της καλαντζήδικης τέχνης, που ήταν και το τίμημα για να μπορέσουν να μάθουν την τέχνη του καλαντζή και αποτελούσε υποβολή στα πρώτα βασανιστήρια μιας μαρτυρικής ζωής που ανοίγονταν μπροστά τους σαν “λαμπρό μέλλον”.
Στο ταξίδι τους αυτό διέσχιζαν τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Και όσοι απ' αυτούς απόσταιναν (κουράζονταν) από τα πήγαινε-έλα του ανομολόγητου και μαρτυρικού αυτού μισεμού (ξενιτεμού), σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες.

Ο ταξιδιωτικός σάκος, “το μαχαλοσάκι τους”, δεν περιείχε παρά μόνο ξερό ψωμί και τούτο “αλειτούργητο” (καλαμποκίσιο) για διάστημα μιας ημέρας. Από κει και πέρα άρχιζε η “σιηντίλα” (επαιτεία/ζητιανιά), έργο του μικρού, του μαθητευόμενου. Έργο υποχρεωτικό που έπρεπε να έχει απόδοση, αλλιώς κρίνονταν ανίκανος και υποβάλλονταν σε τιμωρία, η πιο συνηθισμένη από τις οποίες ήταν η νηστεία και η συνεχής εργασία.

Η εργασία δεν ήταν στάσιμη, σε ένα μόνο μέρος. Μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Μόλις τελείωναν τη δουλειά στο ένα χωριό ξεκινούσαν για το γειτονικό. Σαν έφταναν εκεί η πρώτη τους δουλειά ήταν η αναζήτηση εργασίας και ψωμιού. Αυτό ήταν έργο του “Μαχαλατζή”. Αν στη γύρα που έφερνε μάθαινε πως δεν πέρασαν άλλα μπουλούκια και υπήρχαν χαλκώματα για γάνωμα, ειδοποιούσε τον μαθητευόμενο “Γιαλαξή” να βρει στερνάρι για το τρίψιμο και τον Αρχιμάστορα “Ντεζακτιάρη” να δώσει εντολή να στηθεί το συνεργείο σε καμιά αχυροκαλύβα ή σε κανένα ακατοίκητο παλιόσπιτο, που χρησιμοποιούσαν και ως εργαστήρι και ως χώρο για να κοιμηθούν. Αν δεν υπήρχαν χαλκώματα προχωρούσαν για το επόμενο χωριό. Έτσι κυλούσε το εξάμηνο ταξίδι τους.

Μόλις ζύγωνε ο Αϊ Δημήτρης και εμφανίζονταν τα πρώτα μηνύματα του χειμώνα, ξαναγύριζαν στον τόπο τους. Πεζοί, βαριεστημένοι από τους κόπους και τις κακουχίες, φορτωμένοι πιο πολύ με ό,τι τους έδιναν ή αποκόμιζαν από τη δουλειά τους και προπαντός “καζαντημένοι”, αγκομαχώντας από το φόρτωμα και με βιασύνη να φτάσουν πιο νωρίς στον τόπο που γεννήθηκαν και που τους τραβούσε ανεξήγητα.

Γύριζαν για να ζήσουν τους υπόλοιπους έξι μήνες, μια ζωή τελείως διαφορετική και παράξενη. Θ' άλλαζαν τα καλύτερα ρούχα, θα δέχονταν τα καλωσορίσματα μ' επιδεικτική αρχοντιά, θα κανόνιζαν το καζάντιο τους να περάσουν άνετα με τις φαμίλιες τους, όσο νά 'ρθει η ώρα του νέου τους ταξιδιού. Με την πείρα που αποκτούσαν από τις παρατηρήσεις που έκαναν στα ταξίδια τους, από την καλλιεργημένη ευφυία τους, συνέπεια της δύσκολης εργασίας τους, θεωρούνταν και ήταν οι καλύτεροι του χωριού, στους τρόπους και στις συζητήσεις τους. Η δε μεταξύ τους υποσυνείδητη ευγενής άμιλλα έγινε αφορμή προαγωγής και προκοπής, όχι μόνο των ίδιων, αλλά γενικότερα της κοινωνίας του χωριού τους. " [1]



Τα χάλκινα σκεύη δίνουν ιδιαίτερη νοστιμιά στο φαγητό και τα χάλκινα ταψιά ψήνουν μοναδικά τις πίτες. Χρόνια τώρα τα χρησιμοποιώ στην κουζίνα μου ,αλλά τα τελευταία χρόνια δεν είναι εύκολο να βρούμε καλαντζή για να τα "καλαΐσει" με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τα χρησιμοποιήσω τόσο συχνά όσο παλιότερα.
Ένα επάγγελμα παραδοσιακό που δεν υπάρχει πια. 
Όμως χθες το μεσημέρι έξω από το σπίτι σταμάτησε ένα αυτοκίνητο με βουλγάρικες πινακίδες. Ένας άντρας και μια γυναίκα κατέβηκαν και φώναζαν ότι γανώνουν χαλκώματα.
 
 Σινιά, κατσαρόλες, παλιά τηγάνια βγήκαν από τα ντουλάπια. Το ζευγάρι των γανωτζήδων έστησε το πρόχειρο εργαστήριο του και έπιασε δουλειά. 















 Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό και εντυπωσιακό. 

 [1]  Πηγή: Κασσιτερωταί ή Αλειφιάδες
Πληροφορίες αντλήθηκαν και από το βιβλίο της Ευαγγελής Αρ. Ντάτση, Τα Ισνάφια μας τα βασιλεμένα. Τα Γιάννινα των μαστόρων και των καλφάδων, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια :