Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Στο βαθύ


Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα
Σαν παραμύθια άρχιζαν οι ιστορίες της, απόταν περίσσεψε στην αγκαλιά της μάνας της.
" Ου, κοπέλα...Και τούτη κοπέλα!...Ου ου!" Ούτε τη μάλαξαν με τα χέρια! Και πώς τσιώθηκε και κρατήθηκε στη ζωή αυτό το πλάσμα το περισσευούμενο με το ου και με το ούι!
Μη δεν ήταν ούτε έξι καλά - καλά όταν την αφήσαν στο βουνό με τα ζα, μ' ένα ξερό κομμάτι στο σακούλι - και λόγος καλός ούτε τρίμμα.
Σα στο παραμύθι, που δεν την πείραξαν ούτε ζουλάπια ούτε όρνια ούτε φίδια ούτε αστροπελέκια ούτε αντάρτικα και ξαντάρτικα` πώς δεν πέθανε με τόσα...πώς δεν πέθανε χωρίς τόσα! Αγρίμιασε μοναχή της κάτω απ' το λιοπύρι, κάτω απ' τ' αστέρια, κάτω από μια παλιοκάπα, κι η ψείρα βρικόλακας που της έπινε το αίμα και δε σκιάζονταν τίποτα. Έτσι! Όλα τίποτα ήταν για αυτήν, και δε σκιάζονταν.
Χορτασμένη χούγιασμα και κατάρες ανεβοκατέβαινε στα δέντρα σαν τη μαϊμού να κορέσει εκείνη την πείνα όλη που της σούβλιζε την ύπαρξη. Και σάμα δεν ήταν έξυπνη, φωτιά! Δούλευε και στα χωράφια και στην αράδα και στο μύλο και ό,τι μπόρεσε. Νύχτα μέρα με τα κουμάντα της, μέχρι και την αγωγιάτισσα έκανε και όσο της έλειψε απ' τα γονικά της το' κανε λίρες. Με είκοσι έξι χρυσές έγινε της παντρειάς!
Και χωρίς λίρες το ίδιο θα την αγάπαγε. Κι αυτή, ας μην ήξερε από πρόσφορη αγκαλιά, σαν από ένστικτο ήρθε και κόλλησε στα χέρια του σα λουκουμάκι. Έβαλαν και στέφανα κι ας μην ήρθαν στην εκκλησία οι δικοί του....Γιατί δηλαδή, επειδή δεν είχαν το ίδιο μπόι; Ωχ, τι να πεις...Θα τους περάσει, τι θα κάνουν;
Μάρτης γδάρτης. Το βουνό κατσιουλωμένο με το χιόνι το παχύ, σε γκρέμιζε το κρύο. Έμασαν τα ρούχα τα χοντρά και τα λιανά και τα ζαλώθηκε η νύφη μόλις φάνηκε η μέρα. Βάστηξε κι η πεθερά κανα δυο κομμάτια ίσα για τα μάτια και την άφησε να ξεκινήσει μόνο και μόνο για να της φωνάξει:
" Ω χαντακωμένη, πού πας χωρίς καζάνι!"
Ξαναγύρισε, της το' ριξε κι αυτό ψηλά στο μπούγιο και το θηλύκωσε με την τριχιά και κίνησαν για το ποτάμι. Μπροστά η νύφη, πίσω η πεθερά ψέλνοντας: " Πώς είσ' έτσι, μωρ' καημένη; Τι σου ζήλεψε ο Κίτσιος μου που' χεις τα ποδάρια σαν τα καλάμια, μωρήηη...το καζάνι! Τήρα μη σου φύγει το καζάνι, μωρήηη." Η νύφη, με το χέρι πιασμένο με τον κόπανο, κρατιόταν με τ' άλλο από κανα κλαρί και κανα ριζάρι όπως πέρναγε λοξά στο μονοπάτι μη σκαλώσει πουθενά κι η άλλη από πίσω μπαρμπάλιζε. Χολή ατελείωτη! Γιατί, άμα ήταν ο Κίτσιος της μπροστά, Παναγία! Τώρα που ο Κίτσιος έλειπε κι απ' το χωριό...
Πες, πες, πες, της έριξε τα σκουλήκια. Αμ πως! " Τσώπα!" είπε μια φορά η νύφη. Ποιος να τσώπαινε! Είπε, είπε, είπε, τα χίλια μύρια, και τούτη, που δεν είχε φοβηθεί ζωντανόν και πεθαμένο, κάπως της ήρθε. Ε, ορέ! " Μάνα", είπε, " Θα κόψω από δώγια να βγω σιακάτω". " Να κόψεις λαιμό και σβέρκο και να πας στα σκατά!" Δεν πρόλαβε να αποπεί την καλοκουβέντα η πεθερά και παίρνει μια γλίστρα η νύφη κάτω στη γκρεμίνα, εδώ να σταματήσει, εκεί να σταματήσει, το καζάνι έφτακε πρώτο στο ποτάμι!  Σταμάτησε κι αυτή καμιά φορά απ' τα ρουγκουλήματα και σηκώθηκε πελεκημένη απ' τις πέτρες με το ζάλωμα στραβά και το ένα παπούτσι παρακάτω. Το βρήκε, το πήρε στο χέρι , κι η πεθερά χόλιαζε για το καζάνι. " Τίποτα δεν έπαθε, μη σκιάζεσαι."
Μέχρι να ανάψουν φωτιά να ζεστάνει το νερό, πήραν να ξεχωρίσουν τα ρούχα. " Του κουνιάδου σου πρώτα κι ύστερα τ' αντρός σου, κούτσουρο!" της πέταξε πέρα το ρούχο απ' τα χέρια. " Με τη σειρά! Πρώτα τα δικά μου, κατόπι του κουνιάδου σου, κατόπι του πεθερού σου, τ' αντρός σου, και κατόπι τα δικά σου τα τσόλια! Πού σ' είχαμαν μοίρα, λέω, να μας έρθεις στη γωνιά! Κι ο πλανταμένος δεν ήβρισκε άλλη. Μάγια του' καμεεες;"
Πήρε να τρίψει και τη φανέλα του πεθερού. " Στο βαθύ, νύφη, στο βαθύ!" Όλο την έστελνε παρακάτω στο πιο πολύ νερό, και πέρναγε το ποτάμι μέσα απ' τα χέρια της παγωμένο σαν το θάνατο. Φυλάγονταν μη βρέξει και το δολιοφούστανο που το' χε μάσει πάνω απ' τα γόνατα κι ένιωθε τα μηνιάτικά της να κατεβαίνουν - σπλήνες ζεστές. Σκυμμένο το φτενό της κορμάκι πάνω στην πέτρα, έτριβε με την πλάκα το σαπούνι τη φανέλα κι άλλη θερμαίνονταν γύρα γύρα το καζάνι κι ακόμα αλύχταγε με τα χέρια στη μέση. " Πού να βρει ο Κίτσιος μου να πιαστεί ψηλά σου, μωρή, να κάμει παιδιάααα...αχ, έρμες τύχες!" Τεντώθηκε η νύφη στο νερό να ξεβγάλει το ρούχο. " Στο βαθύ, μωρ' στο βαθύ σου λέω!" της φώναξε με γινάτια κι η νύφη τεντώθηκε περισσότερο. " Αμ δεν είχα ιδεί διάολο να πλένει με τα παπούτσια φορεμένα!" είπε στον πάτο η πεθερά και δεν κρατιόταν άλλο.
" Α μω!"
"...Και μου δίνει μια μπωχτή, που λες, και με ρίχνει μες στη βίρα του ποταμιού, μπλατς! Μο' πεσαν τα δόντια απ' το κρύγιο...Εδώ εκεί μες στο νερό, μο' φυγε η φανέλα απ' τα χέρια και μο' ρχουνταν στο κεφάλι` κι όπως ήταν μάλλινη, με τα μανίκια τόσα, όλο με τράβαε κάτω και α και α έμασα ψόφο...Ρούφησα νερό...Κόντεψα να πνιγώ εκατό βολές μέχρι να την πιάκω! Κι όντα βγήκα - μη χειρότερα, Θε μου! - τι μου είπε λες εσύ ..." Δεν μπόρεγε να σε πάρει το ποτάμι;" Που να μ' είχε πάρει εκατό φορές, όχι μία...Ωχ μάνα μου..." αναστέναξε. " Αυτά που λες με τη σσσκατόλακκη!" σύριξε στο τέλος.


Η ιστορία αυτή είναι μια από τις 28 που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Τασίας Βενέτη " Του χιονιού" που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2013 από τις εκδόσεις Ροδακιό.
Αφηγημένες σαν παραμύθια αλλά στηριγμένες σε καθημερινές ιστορίες από τη δύσκολη ζωή γυναικών διαφορετικών ηλικιών σε χρόνια όχι και πολύ μακρινά.Οι φωνές αυτών των γυναικών μπλέκονται με τη φωνή της αφηγήτριας μέσα από ένα εξαιρετικό συνδυασμό ευθέος και πλαγίου λόγου  Διαβάζοντας τα διηγήματα είχα την αίσθηση ότι η συγγραφέας - αφηγήτρια κάθεται κάπου αθέατη, έχει απέναντι της μια γυναίκα και ακούει την ιστορία της ,την οποία και μας μεταφέρει με ένα λογοτεχνικό τρόπο που δεν αλλοιώνει όμως την αυθεντικότητα του προφορικού λόγου.  Ακούγονται οι φωνές των γυναικών να διηγούνται στιγμές - σκηνές της καθημερινότητάς τους που ταυτίστηκε με τη φτώχεια, της ξενιτιά, τον πόλεμο, τον εμφύλιο, τον πόνο. Ο πόνος  είναι διάχυτος σε όλα τα διηγήματα. Τις διαμορφώνει. Άλλες τον έκαναν αγάπη , άλλες καρτερικότητα, και άλλες σκληράδα και βαναυσότητα.
Οι κλειστές κοινωνίες, τα αυστηρά ήθη, οι προκαταλήψεις, οι στερήσεις βάρυναν περισσότερο τις ζωές των γυναικών και αυτές, θύματα και ίδιες, έβλεπαν απέναντί τους τις άλλες γυναίκες του χωριού, της οικογένειας. Τραγικές φιγούρες , τις οποίες η συγγραφέας παρουσιάζει σαν μικρές προσωπογραφίες σ' ένα πίνακα που δεν ξεχωρίζει το φόντο, κυριαρχεί όμως το μαύρο και το γκρι. Ο χρόνος και ο χώρος δεν αναφέρονται συγκεκριμένα. Καταλαβαίνουμε όμως ότι τα περιστατικά διαδραματίζονται σε μια περίοδο από τον πόλεμο του 1940, την Αντίσταση ,τον Εμφύλιο και τα μετέπειτα χρόνια .Οι ασχολίες των γυναικών, οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, η ντοπιολαλιά που χρησιμοποείται στους διαλόγους, οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί στην αφήγηση και η καταγωγή της συγγραφέως οδηγεί τη φαντασία στα χωριά της Ηπείρου και κυρίως της Μουργκάνας.
 Μια συλλογή διηγημάτων, μικρών σε έκταση(ορισμένα δεν είναι ούτε μια σελίδα) γραμμένα σε γλώσσα ζωντανή , ορισμένες φορές και ποιητική που κατορθώνουν να μεταδώσουν την οδύνη, το σπαραγμό και το λυγμό αυτών των γυναικών.