Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Σπίτι καλοκαιριού


 Είχε στον κήπο μια μηλιά
Είχε στην πόρτα ζωγραφιά
Είχε στα κάγκελα παιδιά
Και στο μπαλκόνι μια ιτιά

Είχε στις κάμαρες πουλιά
Στο περιβόλι μια ροδιά
Είχε στη στέγη τον νοτιά
Και παραμύθια για παιδιά

Μα είχαν τα παιδιά καημούς
Φτιάξανε τραγούδια
Έβγαλε η ροδιά ανθούς
Πέρασε η ζωή
Μέσα στο σπίτι τα καλοκαίρια
Έχουν αλλάξει χρώμα και φως

Είχε παράθυρα ανοιχτά
Στον ήλιο παίζαν τα παιδιά
Είχε τα εξώφυλλα κλειστά
Στην πρώτη νύχτα του βοριά

Είχε στον τοίχο μια καρδιά
Έγραφε ονόματα μικρά
Και φύγαν πια για τον νοτιά
Και τα πουλιά και τα παιδιά

Στίχοι: Κωστούλα Μητροπούλου
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Η πόλη μας (1970)

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Καλοκαιρινές ώρες

 

- Ανάβουν οι ώρες του Καλοκαιριού τα πρωινά·
Πόσα καινούργια πρόσωπα, καινούργια βήματα, νέες φωνές,
Από παντού καλέσματα, λάμψεις , μηνύματα
Έρχονται, φεύγουν με το μελτεμάκι
που ξετρελλαίνει των παιδιών τις λυτές κόμες
- καθώς τρέχουν με πέλματα γυμνά στην αμμουδιά -
Κι' ύστερα πάει να σπρώξει τα ιστιοφόρα μας
καταμεσίς του γαλανού πελάγου.
Με τόσα αποδημητικά πουλιά διασταυρωθήτε.
Με τόσα σημαιοστόλιστα  καράβια.
Έρχονται, φεύγουν φορτωμένα χαιρετίσματα
ποτισμένα αλάτι
και νοσταλγία θαλασσινή.
Με την αυγή σαλπάρουν, ξεκινούν
σαν τα πουλιά τα μεγάλα ιστιοφόρα
Παίρνοντας την αρμύρα από τα δάκρυά μας στ' ανοιχτά πανιά τους.
Πάνω στων γλάρων τις φτερούγες το χαιρετισμό μας.
Ανάβουν οι ώρες του Καλοκαιριού μες στο καταμεσήμερο.

Μελισσάνθη

Θαλασσινή Ποιητική Ανθολογία, επιμ. Πάνος Ν. Παναγιωτούνης, Εκδόσεις Δωδέκατη Ώρα, Αθήνα 1968

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Ένα κόκκινο βαρκάκι

 Αφιερωμένο σε όλους τους μπαμπάδες


Θα σου πάρω ένα κόκκινο βαρκάκι
να φορτώσεις τα χλωρά τα όνειρά σου
κι εγώ ήσυχα θα κάθομαι κοντά σου
να σε βλέπω να κρατάς σφιχτά το δοιάκι. 
                            
Χθες ζωγράφισες την πρώτη ζωγραφιά σου    
τέτοια θάλασσα γαλάζια δεν ξανάδα
σαν ψαράκια κολυμπούσαν με σβελτάδα
βουτηγμένα στην μπογιά τα δάχτυλά σου.
                             
Την πραμάτεια μου θα δέσω μπογαλάκι
στο πλευρό σου να μπαρκάρω καμαρότος
κι  εσύ θα ’σαι καπετάνιος  μου και πρώτος
στο τρελό μας κατακόκκινο βαρκάκι.

Στίχοι, Φάνης Καββαδάς 
 Μουσική, Λευτέρης Μέρος
Συμμετέχει η μικρή Ηλέκτρα


Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Το τριζόνι



Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
    στου γιασεμιού την ευωδιά
Στων φύλλων το μουρμουρητό
    στων άστρων τον χρυσό γιαλό

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
    κανείς δε μου σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
    της νύχτας το τριζόνι:

-Έννοια σου λέει έννοια σου
    κι εγώ είμαι δω κοντά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
    και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι τρι και τρι
    τι πικρή που 'ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
    τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
    στων Αρχαγγέλων τη σκιά
Στην ερημιά του φεγγαριού
    στο κυματάκι του γιαλού

Τι να 'φταιξα της μοίρας μου
    κι έτσι με φαρμακώνει
Μονάχα μου αποκρίνεται
    της νύχτας το τριζόνι:

-Είμαι μικρό πολύ μικρό
    μα 'ναι ο Θεός μεγάλος
Αυτό ποτέ δε θα σ' το πω
    μήτε κανένας άλλος

Τρι και τρι τρι και τρι
    τι πικρή που 'ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
    τρι και τρι και τρι και τρι.

Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Ντόρα Γιαννακοπούλου
Δίσκος: Μικρές Κυκλάδες 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Παιδί όταν ήμουν, άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σ' ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το Saint James...

 Σαν σήμερα έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Στη μνήμη του, αντί άλλων, ένα μικρό απόσπασμα από το άρθρο του συνθέτη Νίκου Ξυδάκη " Η Αθήνα τού οφείλει τη μουσική της", το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 6 Ιουνίου 1999 και επαναδημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Άγρα το 2002 μαζί με "Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ"


Όπως λέει κάπου ο ίδιος, "δεν ξέρω να αναλύω τους ποιητές, γι' αυτό θα αρχίσω από τα προσωπικά μου".
Παιδί όταν ήμουν, άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σ' ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το Saint James. Ήταν σ' έναν από τους πιο πολυσύχναστους και θορυβώδεις κεντρικούς δρόμους της πόλης. Η βεράντα του ήταν εστιατόριο. Υποφωτισμένο. Βράδυ, ανάμεσα σ' άσπρα τραπεζομάντιλα, στα φυτά και τη βαριά αρωματισμένη, την πηχτή, ζεστή, καλοκαιρινή και κοσμοπολίτική του Καΐρου ατμόσφαιρα. Η μουσική του ίσως της ταινίας Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Η φωνή του Ορφέα τραγουδάει " Είμαι άντρας...". Εμείς παιδιά, σχεδόν ανάσκελα, τα μάτια μας έπαιζαν αλλού. Διέσχιζαν τον ουρανό και τα άστρα του. Κάθε τόσο, η ευφορία της μουσικής του Χατζιδάκι μάς τύλιγε ξεχασμένους, παραδομένους όπως στη μουσική του Μότσαρτ και την προκλασική μουσική στο Πλανητάριο, ατενίζοντας γαλαξίες, πολιτείες αστρικές, τα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου. Θα' ταν γύρω στο 1960. Μας συγκινούσε, τον τραγουδούσαμε πολύ. Η ολίγο εξωτική μας κοινότητα ονειρευότανε πλέον την επιστροφή της στην Αθήνα και την Ελλάδα. Είχε γευθεί ήδη αρκετά τους καρπούς, γλυκούς και πικρούς, του "αλλού". Τη μουσική του την ταύτιζα με την Αθήνα. Και πάντοτε είχα το αίσθημα ότι η Αθήνα τού οφείλει τη μουσική της. Πριν από εκείνον, η Αθήνα έμοιαζε πως δεν είχε μουσική δική της. Παρά μόνον σ' ένα μακρινό, σχεδόν μυθικό παρελθόν. " Μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα τον ουρανό θα ντύσω..." " Αθήνα..." τραγουδούσαμε με το ίδιο πάθος και με μια " εκτός νόμου" σημασίας, όπως εδώ εκείνη την εποχή τραγουδούσε ο κόσμος το " Βράχο βράχο τον καημό μου" του Μίκη Θεοδωράκη. Δηλαδή τα ίδια παντού και πάντοτε.
Ένας γείτονάς μας αριστερός υποπτευότανε τη μουσική του όπως και την ευρωπαϊκή εν γένει, ότι περιείχε διαβρωτικά, αποικιακά στοιχεία. Επειδή άρεσε υπερβολικά σ' έναν ταγματάρχη Εγγλέζο που είχε ξεμείνει στο Κάιρο από τον " καιρό των Εγγλέζων". Τον αναγνωρίζαμε πάντα όταν ερχότανε σπίτι μας, γιατί από τις σκάλες ακόμα μισοσφύριζε  - μισοτραγουδούσε με τα σπασμένα ελληνικά του " Το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι βαθύ...". Εγώ πάλι, μαγεμένος από το όνομα του Χατζιδάκι χωρίς να γνωρίζω γιατί, δεν πίστευα πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Άκουγα απορημένος αυτή τη μουσική. Την ένιωθα σαν ένα "ρήγμα". Ο κόσμος τότε λοξοπατώντας στα ταγκό και τα βαλς, σ' ένα σχεδόν ανεύθυνο κομψό ερωτικό ύφος, ζήταγε τραγούδια αγάπης. Το πρόσωπο της ευτυχίας. Στη χορευτική ατμόσφαιρα, μπλέκονταν  μαζί Ιταλοί, Μαλτέζοι, Γάλλοι, Αρμένιοι, ο Νείλος με το Λούβρο. Εμείς παιδιά νέοι, Καϊρινοί, Αλεξανδρινοί, από το Πόρτ Σάιντ, το Σουέζ, με πρόωρους χωρισμούς, αποχαιρετισμούς στις αποσκευές μας, κάτι σαν λυπημένοι, κάτι σαν χαρούμενοι. Νεοφώτιστοι του ταξιδιού....

κι είμαστε εμείς στο καράβι
με το καπέλο λίγο στραβά
που καπνίζαμε αμέριμνα
τάχα...

για να θυμηθώ και τον Στρατή Τσίρκα. 



Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Την τελευταία κραυγή την άκουσε μια πόρνη

 
Άλλος ένας ηπειρώτης συγγραφέας , ο Στέφανος Σταμάτης,  άγνωστος σε μένα πριν λίγο καιρό, "βρέθηκε" μπροστά μου εντελώς τυχαία με το μυθιστόρημά του " Την τελευταία κραυγή την άκουσε μια πόρνη". 
Ο βασικός ήρωας είναι ένας γέρος, που ζει εγκαταλειμμένος σε μια άθλια παράγκα στα Γιάννενα , δίπλα στη λίμνη. Δεν είναι ένας καλοκάγαθος γεράκος που η φτώχεια τον οδήγησε στο περιθώριο. Αντίθετα είναι ένας βρόμικος τύπος , ένα κοινωνικό απόβρασμα, ένα κατακάθι, ρουφιάνος, νταβατζής, και βέβαια δωσίλογος περιωπής. 
Ο γέρο - Σάββας , όπως είναι το όνομά του, έκανε τις παλιοδουλειές του παρέα με έναν καλόγερο που όμως κάποια μέρα πνίγηκε στα νερά της λίμνης. Τις ιστορίες τους τις μαθαίνουμε μέσα από τον μονόλογο του Σάββα που παραληρεί υπό την επήρεια του αλκοόλ, έχει παραισθήσεις και όταν ανοίγει το στόμα του ξερνάει δηλητήρια ανακατεμένα με έντονη σεξουαλική διάθεση , η οποία βγάζει από μέσα του όλα τα κτηνώδη και βρομερά συναισθήματα του. 
Ο συγγραφέας  στήνει την ιστορία μέσα σε μια ομιχλώδη και ζοφερή ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε εικόνα  από την κόλαση. Ωμός ρεαλισμός συνδυασμένος με εφιαλτικές και παραληρηματικές περιγραφές δημιουργούν ένα κατάμαυρο και απωθητικό περιβάλλον , το οποίο εκτείνεται και έξω από την πόλη , σε όλη την περιφέρεια. Όλο αυτό το σκηνικό και οι πράξεις του Σάββα και του συνεργάτη του στηρίζονται στη χρήση ενός πολύ τολμηρού λεξιλογίου , αλλά και εικόνων σκληρών και αποκαλυπτικών μιας σάπιας κοινωνίας. 
Οι ήρωες του μυθιστορήματος αντιπροσωπεύουν την κακή πλευρά του ανθρώπου, είναι πρόσωπα με αρνητικό πρόσημο.
Σημαντικό ρόλο στα αρνητικά συναισθήματα του γερο - Σάββα παίζει ένας ανεψιός του με ύποπτο παρελθόν αλλά κοινωνικά ανερχόμενος τον οποίο έχει βάλει στο στόχαστρο και επιθυμεί με κάθε τρόπο να τον διαλύσει. 
Το τέλος της ιστορίας έρχεται μέσα από μια κραυγή, την τελευταία, αυτήν που άκουσε μια πόρνη...
Εκπληκτική η ατμόσφαιρα του φυσικού τοπίου της λίμνης και γενικότερα της ηπειρώτικης φύσης συνδυασμένη αριστοτεχνικά με την αθλιότητα και τον ξεπεσμό του γερο - Σάββα , ο οποίος συμβολίζει την υποκρισία μιας ολόκληρης κοινωνίας που επένδυσε στο φαίνεσθαι ξεπουλώντας το είναι αναδύοντας από τα σπλάχνα της έντονη δυσωδία.
Για τον συγγραφέα Στέφανο Σταμάτη και το έργο του μπορείτε να διαβάσετε δύο εξαιρετικά άρθρα:


Βρέχει τρεις μέρες, βρέχει και φυσάει, η λίμνη δίπλα βουίζει και σε τρελαίνει, ο γέρο - Σάββας δεν ξεμύτισε από την παράγκα του, το κονιάκ και το κρασί τελειώνουν, το πετρέλαιο για τη λάμπα τού έχει σωθεί, ο ανεψιός, το κάθαρμα, δε φάνηκε, ούτε ο άλλος με τα γαλόνια - αυτός έχει καιρό να φανεί, θα τονε ξέχασε το γερο - Σάββα, τότε που του πήγαινε τα κομούνια δεμένα ήταν καλός, τώρα άσ' τον να ψοφήσει. Αρχίσανε και τα μπουζούκια στο σκυλάδικο του Τενεκέ, " Απόψε κάνεις μπαμ", τραγουδάει μια καριόλα, απόψε κάνεις μπαμ - μπαμ - μπαμ, να' χεις ένα πιστόλι και να ρίχνεις στα τυφλά κι όποιον πάρει ο Χάρος, τον ανεψιό σου πρώτα, που δε σε θυμάται ο παλιάνθρωπος, κάποτε θα βγει ο γερο - Σάββας στους δρόμους και θα φωνάξει: " Σας παριστάνει τον κύριο, εμένα ρωτήστε να μάθετε τι έκανε στα νιάτα του". " Σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ", φωνάζει η άλλη στον Τενεκέ, θυμάται τώρα ο γερο - Σάββας, είναι γυναίκα αυτή που τραγουδάει, θυμάται για μια στιγμή, όσο κρατάει κι η σπίθα που βγάζει το σφυρί χτυπώντας στ' αμόνι, ύστερα πάλι τα ίδια στο κεφάλι και στο κορμί - η βροχή, το κρύο, η πείνα, οι πόνοι, όλα τα μαρτύρια της Κόλασης. Αύριο, αν έρθει ο ανεψιός, δε θα κάτσει να κουβεντιάσει μαζί του, θα τον αρπάξει από τη γραβάτα, θα τον σύρει στους δρόμους - έχουν ακόμα δύναμη τα μπράτσα του - " Κοιτάξτε τον ", θα φωνάζει, " τον έπαιρναν οι αμαξάδες κι οι χαμάληδες στο πατάρι μαζί μ' άλλα καλά παιδιά κι ύστερα περπάταγε σαν μεσοκομμένος". Καφενείο κοντά στην ψαρόσκαλα, όχι, ποδηλατάδικο ήτανε, η δουλειά γινόταν ανάμεσα σε ρόδες, βίδες και σαμπρέλες, ώσπου ένα μπαστάρδικο βούτηξε το ρολόι του Λέτσα του αμαξά, που το είχε από τον πατέρα του, κι εκείνος δεν κρατήθηκε, πήγε στην Ασφάλεια, " Μέσα εγώ", είπε, " μέσα κι αυτοί", και τους μάζεψαν κι ύστερα είπαν " Ο ανεψιός δεν έκανε τίποτα, ένα ποδήλατο είχε νοικιάσει μονάχα και πήγε να το δώσει πίσω την ώρα που έκανε μπλόκο η Ασφάλεια" - όμως τι τον νοιάζει το γερο - Σάββα, ποιος θα ψάξει τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα μια φορά κι έναν καιρό; Να σκάσουνε κι αυτά τα μπουζούκια, να πλαντάξει η βρωμιάρα που τραγουδάει "Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε", να την είχε τώρα εδώ, να την έριχνε κάτω και να της γέμιζε το στόμα με το βρώμικο πριονίδι. Αν δεν είχε πνιγεί ο χαζός ο πάτερ Σωτήρης, μπορεί να μη ζούσε ολομόναχος σε τούτο το ρημάδι ο γερο - Σάββας, παραπάτησε όμως, το ζουλάπι, και πάει ο πάτερ, έπεσε από το μονόξυλο και βούλιαξε σαν μολύβι στην παγωμένη λίμνη· κι ύστερα του είπαν του Σάββα: " Βούλωσ' το εσύ, τι θα πούμε στον κόσμο, καλόγερος άνθρωπος να γυρίζει με βάρκες νυχτιάτικα παρέα μ' ένα ρεμάλι!". Εκεί απάνω αγρίεψε ο Σάββας, " Σκασμός", του φώναξαν, " ο καλόγερος έπεσε από το μόλο, πήγαινε, λέει, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα για τρισάγιο στη σπηλιά του Σκυλόσοφου - εκείνου του τρελού δεσπότη που τον έκαψαν ζωντανό οι Τούρκοι".
" Ξημερώνει και βραδιάζει", φωνάζει η άλλη στον Τενεκέ, το σφυρί χτυπάει ξανά στ' αμόνι, η παράγκα γεμίζει σπίθες, η τραγουδίστρια μπορεί να μοιάζει με τη χήρα που πήγαινε με τον πάτερ Σωτήρη, ο Σάββας της έδινε πανιά για ρούχα, ο καλόγερος ψεύτικα χρυσαφικά που βούταγε από τα τάματα, ύστερα της γύρεψαν την ανεψιά, η χήρα σήκωσε κεφάλι, " Αυτό δε γίνεται", φώναξε, "αφήστε ήσυχο το κορίτσι!", ο πάτερ Σωτήρης έφερε ένα μεγάλο χρυσαφικό και μπήκε έτσι κι η ανεψιά στο καλύβι, " Η γριά η κότα έχει το ζουμί", μουρμούρισε ο καλόγερος, " Κράτα τη για σένα, που έχεις γερά δόντια, εγώ απόψε θα δοκιμάσω πουλάδα", του φώναξε ο Σάββας. " Ξημερώνει και βραδιάζει", φωνάζει η άλλη στον Τενεκέ και γυρεύει ακριβό πιοτό, που να πλαντάξει, μια μέρα τους φώναξε ο ηγούμενος, ο πάτερ Αναστάσιος, " Τι ψυχή θα παραδώσετε, κακούργοι", τους είπε, " Δεν ξέρουμε τίποτα για τις αμαρτίες που μας λες", απάντησαν κι οι δυο, " Εγώ βοηθάω τον κόσμο να βρει λίγο λαδάκι και κανένα ρούχο να μη γυρίζει γυμνός", είπε ο Σάββας, " κι ο πάτερ Σωτήρης εξομολογάει και κηρύχνει το λόγο του Θεού!". Ο πάτερ Αναστάσιος σταυροκοπήθηκε, " Έχετε χάρη", τους είπε, " που δε θέλω να σας παραδώσω στους εχθρούς μας, αλλιώς θα βλέπατε!". Οι άλλοι μέσα τους γελούσαν· τι λέει ο γούμενος, εχθροί οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί, τούτοι τους πήγαιναν καμιά εικόνα και κανένα χρυσαφικό, κλεμμένα όλα από τις εκκλησίες, ή καμιά χωριάτισσα που ήθελε λούσα και μεγαλεία, κι έπαιρναν άδεια να γυρίζουν στα χωριά και να πουλάνε λάδια και πανιά - και τι λάδια , ως και ψοφίμια έριχναν στ' ασκιά για να γεμίζουν! - κι ο πάτερ Σωτήρης ευλογούσε κι εξομολογούσε, πουλούσε βίους αγίων και κομμάτια από σάπια σανίδια για Τίμιο Ξύλο κι ύστερα ξεπέζευαν στη χήρα για να περάσουν τη νύχτα τους. Ώσπου ξεφύτρωσαν εκείνοι οι καταραμένοι αντάρτες, τα βουνίσια χωριά ξεκόπηκαν, απόμειναν μόνο τα καμπίσια γεμάτα λάσπη και ελονοσία.
Βρέχει τρεις μέρες, ο γέρος - Σάββας βγήκε χτες για την ανάγκη του κι έγινε μούσκεμα, τώρα τα μαζεύει όλα σ' έναν γκαζοτενεκέ, να πάψει ο κατακλυσμός και θα τ' αδειάσει έξω, όχι, θα περιμένει τον ανεψιό και θα τα πετάξει στα μούτρα του, που θα' ναι πλυμένα με μοσκοσάπουνο και ξυρισμένα με διπλή κόντρα, κι έτσι πασαλειμμένο θα τον σύρει στους δρόμους - η άλλη στον Τενεκέ φωνάζει ακόμα: " Φέρτε μου να πιω το ακριβότερο πιοτό", να την είχε δω, να της άστραφτε καμιά ανάποδη να το βούλωνε! Πιάνει το ψωμί από το τραπέζι, κόβει λίγο, αδειάζει κρασί σε μια τσίγκινη κούπα, βουτάει μέσα το κομμάτι, κατεβάζει μια δυο μπουκιές, άλλες τόσες γουλιές, πίνει μαζί και τα ψίχουλα και πάλι το σφυρί χτυπάει στ' αμόνι  κι οι σπίθες περνάνε μπροστά από τα μάτια του - είχανε τότε δυο ασκιά με κρασί, ένα για τον κόσμο, τ' άλλο που πίνανε οι ίδιοι με τη χήρα· ένα βράδυ δεν άφησαν ούτε σταγόνα, " Τώρα να κάνουμε κάτι άλλο", είπε ο πάτερ, " εσύ με τη χήρα κι εγώ να βάλω την ανεψιά να βλέπει για να μαθαίνει", η χήρα έβαλε τα κλάματ, της έστριψε ο Σάββας τα χέρια, την έριξε μπρούμυτα, όμως σπάσανε την πόρτα και μπήκαν μέσα δυο σατανάδες, τους ρημάξανε στο ξύλο, άρπαξαν την ανεψιά και χάθηκαν. Κι έλεγαν να τη χαλάσουν την κοπέλα, να την κρατήσουν καμιά βδομάδα κι ύστερα να την πήγαιναν πεσκέσι στο φρούραρχο.
Πίνει ακόμα δυο γουλιές κρασί, μπας και βαρύνουνε τα μάτια του κι ησυχάσει· η παράγκα ξαφνικά κουνιέται και τρίζει από τον αέρα, να πιει, λέει, μονορούφι το κρασί και το κονιάκ κι ύστερα να δώσει μια στη λάμπα, να γίνουν κάρβουνο το παλιοκάλυβο κι αυτός μαζί, κι ας βρέχει ύστερα κι ας φυσάει κι ας έρθει η συντέλεια του κόσμου. Και τούτο το κονιάκ πρώτο πράμα, κάτι μπουκάλια στενόμακρα σαν ρόπαλα, τ' αδειάζει και τα βάζει στη σειρά ο γερο - Σάββας - τι τον έπιασε τον ανεψιό και φέρνει από το καλύτερο, όμως έχει μέρες να φανεί, να πάψει η βροχή και θα λογαριαστούνε. Κι εκείνο το μπουζούκι, που να του κοπούνε τα χέρια του κερατά που το παίζει, του τρυπάει το μυαλό - όμως μια φορά κι έναν καιρό, μ' έναν παλαβό μπουζουξή, έκανε γλέντι τρικούβερτο ο Σάββας, είχανε μαζέψει κάμποσο παρά από κλεμμένα τάματα κι από δυο γυναίκες, χόρεψε, ήπιε και φοβέρισε, ύστερα άρπαξε μια τραγουδίστρια από τα βυζιά, την έσυρε  στο δρόμο, της έσκισε τα ρούχα κι ας χιόνιζε και την έκανε να βογγάει σαν μουσκάρι, ακούστηκε όμως το περίπολο κι έτρεξαν να κρυφτούνε στο μαγαζί. Κι η παρθένα η ανεψιά της χήρας βγήκε χρόνια αργότερα βόλτα στην πλατεία με τον άντρα της, του ήρθε να την πιάσει και να της φωνάξει: " Θυμάσαι που σε κανονίζαμε μαζί με τη θεια σου, τώρα μη μας παριστάνεις την κυρά!" Θα' λεγε ψέματα βέβαια, η ανεψιά τούς ξέφυγε "καθαρή", όμως ποιος μπορούσε να βρει τι γινόταν μια φορά κι έναν καιρό ανάμεσα στα σκέλια μιας γυναίκας; Γιατί, θα μου πεις, να το κάνει; Έτσι, για να φαρμακώσει έναν άνθρωπο, όπως είναι κι εκείνος φαρμακωμένος και γεμάτος βάσανα, σαν τους χτικιάρηδες, που φτύνουν στα ξένα ποτήρια για να πάρουν κι άλλους μαζί τους στον αγύριστο, να' χουνε συντροφιά...
Κι άλλα μπουζούκια εδώ κι αλλού και κλαρίνα και βιολιά και λαούτα και γυναίκες του σκοινιού και του παλουκιού - κάμποσες τις κρατούσε καμιά βδομάδα για λογαριασμό του κι ύστερα με μια κλοτσιά τις πετούσε στο δρόμο, όπως ο χορτάτος πετάει στα σκουπίδια τα μπαγιάτικα καρβέλια. Όπως τότε την...( απόσπασμα)

Στέφανος Σταμάτης, Την τελευταία κραυγή την άκουσε μια πόρνη, Καστανιώτης, Αθήνα 1998